12 Σεπτεμβρίου 2020

Ανακοίνωση - κάλεσμα της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ

 

Ανακοίνωση - κάλεσμα της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας:
 
  • Από την περαιτέρω όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, μέσα στους οποίους εντάσσονται και οι αντιθέσεις των αστικών τάξεων Ελλάδας - Τουρκίας, η κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας.

  • Από την πορεία και το φούντωμα της πανδημίας στη χώρα μας και διεθνώς, την τραγική κατάσταση στα δημόσια συστήματα Υγείας, τις συνέπειες της πανδημίας στη ζωή και τα δικαιώματα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, ως αποτέλεσμα της αντιλαϊκής πολιτικής και μέτρων.

  • Από το ξέσπασμα, την εξέλιξη και το βάθος της οικονομικής κρίσης, η οποία δεν έχει ως βασική αιτία την πανδημία, όπως ισχυρίζονται οι αστικές κυβερνήσεις και οι διεθνείς οργανισμοί. Στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία προϋπήρχαν σοβαρά προβλήματα υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, που οδηγούσαν μαθηματικά σε μια νέα κρίση, η οποία επιταχύνθηκε από την πανδημία.

  • Από την ένταση του αυταρχισμού, της καταστολής, του αντικομμουνισμού, όπως εκδηλώθηκε το τελευταίο διάστημα με την ψήφιση από την κυβέρνηση της ΝΔ του νέου νόμου για τον περιορισμό και την απαγόρευση των διαδηλώσεων.

Οι παραπάνω παράγοντες, παρά τη σχετική τους αυτοτέλεια, δεν είναι ανεξάρτητοι ο ένας από τον άλλον, ούτε πολύ περισσότερο «συνέπεσαν» συγκυριακά, όπως ισχυρίζονται η κυβέρνηση και τα άλλα αστικά κόμματα, που ανταγωνίζονται μεταξύ τους για το ποιος είναι καλύτερος διαχειριστής της ίδιας αντιλαϊκής στρατηγικής.

Αυτοί οι παράγοντες αλληλοτροφοδοτούνται, γιατί στην πραγματικότητα πρόκειται για εκφάνσεις της ίδιας αστικής πολιτικής, που στον πυρήνα της έχει τη διασφάλιση της κερδοφορίας του κεφαλαίου σε όλα τα επίπεδα, την εξυπηρέτηση της καπιταλιστικής λειτουργίας και ιδιαίτερα τη θωράκιση της ανταγωνιστικότητας της καπιταλιστικής οικονομίας. Κατά συνέπεια, έρχονται σε ριζική αντίθεση με τις ανάγκες των εργαζομένων και των λαών. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και η «θεραπευτική» αντιμετώπιση της πανδημίας, π.χ. εμβόλιο, υποτάσσεται στους διάφορους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς. Πρόκειται, τελικά, για τα αδιέξοδα του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος.

Αυτή η πολιτική, από τη μία ενισχύει την επίθεση στα εργατικά - λαϊκά δικαιώματα, επικαλούμενη και τις «έκτακτες συνθήκες», ενώ από την άλλη εμπλέκει το λαό στους ανταγωνισμούς ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη και τις συμμαχίες τους, για το ποιος θα βγει πιο κερδισμένος στην παρούσα φάση. Αυτούς τους ανταγωνισμούς, που αφορούν τόσο τις διαπραγματεύσεις για τα νέα χρηματοδοτικά πακέτα στήριξης των επιχειρηματικών ομίλων όσο και τον έλεγχο πλουτοπαραγωγικών πηγών και ενεργειακών δρόμων, καλούνται να τους πληρώσουν οι λαοί με περισσότερη εκμετάλλευση, φτώχεια, ανεργία, ακόμη και με το αίμα τους σε περιπτώσεις πολεμικών εμπλοκών.

 
Βρισκόμαστε μπροστά σε πολύ επικίνδυνες εξελίξεις στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, του Αιγαίου, της Κύπρου. Αυτές οι εξελίξεις καθορίζονται από την πολιτική των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, τους ανταγωνισμούς τους με Κίνα, Ρωσία για τον έλεγχο λιμανιών, φυσικού πλούτου από τους ενεργειακούς κολοσσούς, την εμπλοκή των αστικών τάξεων της περιοχής, που επιδιώκουν τη γεωστρατηγική τους αναβάθμιση. Σε αυτήν την παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων επιδρούν και οι συνέπειες της πανδημίας. Αυτό είναι και το πλαίσιο μέσα στο οποίο εξελίσσεται σήμερα και η αντιπαράθεση των αστικών τάξεων Ελλάδας - Τουρκίας, η κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας με την αμφισβήτηση συνόρων και διεθνών συνθηκών. Μάλιστα, η βαθύτερη εμπλοκή της Ελλάδας στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ - ΝΑΤΟ αλλά και δυνάμεων της ΕΕ, όπως η Γαλλία, με επιλογή της ελληνικής αστικής τάξης, είναι παράγοντας που κάνει πιο περίπλοκη και επικίνδυνη την κατάσταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Και μόνο το γεγονός ότι οι πολεμικοί στόλοι των δύο κρατών είναι παραταγμένοι, εδώ και έναν μήνα, σε θέση μάχης στην Ανατολική Μεσόγειο, αρκεί για να δείξει τους μεγάλους κινδύνους για τους λαούς, αλλά και για να καταρρίψει τον εφησυχασμό που καλλιεργούσαν συστηματικά όλες οι κυβερνήσεις, της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ, του ΣΥΡΙΖΑ, που ισχυρίζονται ότι αν η Ελλάδα ήταν «πρωταγωνίστρια» στα ΝΑΤΟικά σχέδια, αυτό θα θωράκιζε και τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Σήμερα χρεοκοπεί με πάταγο αυτή η θέση, με βάση την οποία γέμισαν την Ελλάδα αμερικανοΝΑΤΟικές βάσεις, έστειλαν στρατιωτικές αποστολές εκτός συνόρων, δαπανούν κάθε χρόνο 4 δισ. ευρώ για το ΝΑΤΟ. Παρ΄ όλα αυτά, επίκειται νέος γύρος εξοπλισμών, που θα κληθεί πάλι να πληρώσει ο ελληνικός λαός και που δεν γίνονται για την άμυνα της χώρας, όπως δείχνει η απόφαση αποστολής συστοιχίας «Πάτριοτ» των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων στη Σαουδική Αραβία, που εξυπηρετεί τα επιθετικά σχέδια των ΗΠΑ σε βάρος των λαών.

Η στάση των παραπάνω δυνάμεων - συμμάχων της ελληνικής αστικής τάξης, παρά τα - κατά καιρούς - λόγια «συμπάθειας», δεν μπορεί να κρύψει ότι υπαγορεύεται από την επιδίωξη ενίσχυσης των θέσεών τους στην περιοχή ενάντια σε Ρωσία, Κίνα, τη διατήρηση της ΝΑΤΟικής συνοχής - η οποία συνοχή δέχεται κλονισμούς - και τη σταδιακή προώθηση της αναβάθμισης της Τουρκίας στο καθεστώς συνεκμετάλλευσης στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.

Οι συμφωνίες σκοπιμότητας, που υπέγραψε η κυβέρνηση της ΝΔ με την Ιταλία και την Αίγυπτο για την οριοθέτηση των θαλάσσιων οικονομικών ζωνών, είναι ενταγμένες στην προοπτική της συνδιαχείρισης και στον μεγαλύτερο ακόμα συμβιβασμό που θα ακολουθήσει με την Τουρκία.

 Το επιχείρημα που καλλιεργείται συστηματικά από διάφορα τμήματα της αστικής τάξης, ότι με αυτόν τον τρόπο αποφεύγεται μια πολεμική αναμέτρηση, είναι ψεύτικο και παραπλανητικό, κρύβει τις ευθύνες της αστικής εξωτερικής πολιτικής, που υπηρετεί γενικά τα μονοπώλια, εγχώρια και ξένα, συγκαλύπτει ταυτόχρονα τις μεγάλες διαχρονικές ευθύνες των μέχρι σήμερα κυβερνήσεων (συμφωνίες Ελσίνκι, Μαδρίτης, για τις στρατιωτικές βάσεις και άλλα), οι οποίες είναι συνένοχες για το πώς φτάσαμε στη σημερινή κατάσταση. Εκμεταλλεύεται την αυτονόητη θέληση του ελληνικού λαού να ζει ειρηνικά και φιλικά με τους άλλους λαούς. Αυτή η γραμμή της αστικής τάξης ανοίγει το δρόμο σε νέες εκχωρήσεις κυριαρχικών δικαιωμάτων σε βάρος του λαού.

Οι όποιες τέτοιες συμφωνίες ανοίγουν μόνο το νέο γύρο των πολεμικών συγκρούσεων, βάζοντας σε κίνδυνο τον ελληνικό και τους γειτονικούς λαούς.

Στην πραγματικότητα, πρόκειται για προσωρινές συμφωνίες ανάμεσα σε αστικές τάξεις, ιμπεριαλιστικές συμμαχίες και ενεργειακούς κολοσσούς, που προετοιμάζουν το νέο γύρο ανταγωνισμών και πολεμικών συγκρούσεων. Άλλωστε, και οι ιμπεριαλιστικές συμφωνίες αλλάζουν με αναδιάταξη δυνάμεων και συμφερόντων, με την όξυνση του ανταγωνισμού.

ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ, παρά κάποιες επιμέρους διαφορές για αντιπολιτευτικούς κυρίως λόγους, στηρίζουν την κυβερνητική πολιτική και τις συμφωνίες που υπογράφει η ΝΔ. Δεσμεύονται μάλιστα να τις τηρήσουν. Διάφορες, επίσης, οπορτουνιστικές δυνάμεις, με τις θέσεις τους, ρίχνουν νερό στον μύλο της γραμμής της συνεκμετάλλευσης που προωθεί η ελληνική αστική τάξη σε συνεργασία με τις ΗΠΑ και την ΕΕ. Ορισμένοι, μάλιστα, φτάνουν στο σημείο να αρνούνται την ύπαρξη κυριαρχικών δικαιωμάτων ή να τα αποσπούν τελείως από την εδαφική ακεραιότητα. Στην πράξη, παίζουν το παιχνίδι των ιμπεριαλιστικών κέντρων και της ελληνικής αστικής τάξης, η επιθετικότητα της οποίας μπορεί να συνυπάρχει και με παραχωρήσεις για να αποκτήσει αλλού οφέλη. Αφήνουν το «ελεύθερο» στην αστική τάξη να ορίζει ως «πατριωτικό συμφέρον» τα κάθε φορά δικά της ταξικά συμφέροντα και να εγκλωβίζει τον λαό κάτω από τη δική της σημαία, με την αποδοχή των εθνικιστικών της εξάρσεων αλλά και των ιμπεριαλιστικών παζαριών και συμβιβασμών.

Άλλωστε, η ελληνική αστική τάξη συμβάλλει στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και με τη στάση της στην όξυνση των αντιθέσεων, στις επεμβάσεις και στις πολύμορφες πιέσεις, άρα και στις επακόλουθες αλλαγές συνόρων, προβλήματα δηλαδή που όλα πλήττουν τους λαούς. Το ελληνικό αστικό κράτος καθώς και όλες οι κυβερνήσεις που υπηρετούν την αστική τάξη, διεκδικούν να διαδραματίζουν ρόλο - κλειδί στη συμμετοχή εκμετάλλευσης του πλούτου της περιοχής, σε επικίνδυνα σχέδια για τους λαούς, αφού στηρίζουν έμπρακτα τον πολλαπλασιασμό στην Ελλάδα αμερικανοΝΑΤΟικών στρατιωτικών βάσεων, την πλήρη ένταξη των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων στα ιμπεριαλιστικά σχέδια, που οδηγούν στον πόλεμο, στην αλλαγή συνόρων, στον κατακερματισμό, σε προσαρτήσεις, που γεννούν και το Προσφυγικό - Μεταναστευτικό κ.λπ.

Η Ελλάδα είναι απολύτως ευθυγραμμισμένη με τη στρατηγική του ΝΑΤΟ, που έχει στόχο την περικύκλωση της Ρωσίας και την ανάπτυξη δυνάμεων στη Μαύρη Θάλασσα και τη Βαλτική, έχει αποδεχτεί το δόγμα του «πρώτου πυρηνικού πλήγματος», τα σχέδια για παραπέρα επέκταση του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια με «οδηγό» τη Συμφωνία των Πρεσπών. Αναλαμβάνει με προθυμία, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟικού καταμερισμού, το ρόλο «διαύλου» προς τους ανταγωνιστές του ΝΑΤΟ, π.χ. της Ρωσίας, του «μεντεσέ» στα Βαλκάνια. Έχει μετατραπεί σε διευρυμένη, σε σχέση με το παρελθόν, βάση εξόρμησης των ΗΠΑ. Οι κυβερνήσεις της ΝΔ σε σύμπραξη και με το ΠΑΣΟΚ και πριν οι κυβερνήσεις του ΣΥΡΙΖΑ είναι συνένοχες στην επικίνδυνη μετατροπή της Ελλάδας σε στόχο των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.

Ο λαός μας πρέπει να απορρίψει όλα τα εκβιαστικά διλήμματα, να μη  δεχτεί καμία υποχώρηση σε κυριαρχικά δικαιώματα.

H υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων, της εδαφικής ακεραιότητας, των συνόρων, από τη σκοπιά των λαϊκών συμφερόντων, δεν είναι θεωρίες, κούφια λόγια.

Αποκτούν πραγματικό νόημα, μόνο όταν συμβαδίζουν με την πάλη.


 Η αναζωπύρωση της πανδημίας στην Ελλάδα φέρει τη σφραγίδα της κυβερνητικής πολιτικής, που έπαιξε την υγεία του λαού στον τζόγο των μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων, ειδικά στον Τουρισμό και τις Μεταφορές, που έκανε «εκπτώσεις» στα υγειονομικά πρωτόκολλα και τα μέτρα προστασίας. Άλλωστε, και από την αρχή της διαχείρισης, κριτήριο δεν ήταν η υγεία του λαού, όπως υποκριτικά έλεγε η κυβέρνηση, αλλά το να μη γονατίσει το ρημαγμένο δημόσιο σύστημα Υγείας, που με ευθύνη της σημερινής και όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων βρίσκεται στη σημερινή κατάσταση. Κριτήριο ήταν να ελεγχθούν καλύτερα οι συνέπειες της πανδημίας στην οικονομία, κυρίως κατά την τουριστική περίοδο, να αποφευχθούν τριγμοί στην κυβερνητική σταθερότητα από μια ανεξέλεγκτη έξαρση της πανδημίας, όπως αυτή που είδαμε σε άλλες χώρες της ΕΕ και των ΗΠΑ. Κριτήριο ήταν, επομένως, η εύρυθμη λειτουργία του καπιταλισμού. Η διεθνής, μάλιστα, δυσκολία του συστήματος στην αντιμετώπιση της πανδημίας, με τις εκατόμβες νεκρών, φανερώνει ότι το πρόβλημα είναι βαθύτερο, οφείλεται συνολικά στην αντιμετώπιση της υγείας ως εμπορεύματος, στη βαρβαρότητα του συστήματος.

Από τη µια, περιορισµός στο ελάχιστο κάθε προληπτικού µέτρου που θα απέτρεπε τους τουρίστες - πελάτες, συνωστισμός στα Μέσα Μεταφοράς, ελλιπή μέτρα στις δομές ηλικιωμένων και προσφύγων - μεταναστών, αυξάνοντας την πιθανότητα ακόμα και µαζικών κρουσµάτων και, από την άλλη, «νουθεσίες» προς τον λαό για την τήρηση των προληπτικών µέτρων, προσαρμόζοντας και κάποια επιστημονικά δεδομένα. Την ίδια στιγμή, η μεγαλοεργοδοσία αποκρύπτει κρούσματα κορονοϊού σε χώρους δουλειάς, ενώ απαιτεί ακόμη και την προσέλευση στη δουλειά εργαζομένων που θα έπρεπε να είναι σε καραντίνα.

Η αύξηση των κρουσμάτων, η όποια χαλαρότητα καλλιεργήθηκε, είναι ο καθρέφτης της δικής της ανευθυνότητας, των παλινωδιών και των αντιφάσεών της στα μέτρα προστασίας, κυρίως όμως της υποταγής της δημόσιας υγείας στην κερδοφορία των μεγαλοεπιχειρηματιών.

Η ανησυχία γίνεται ακόμη μεγαλύτερη ενόψει της έναρξης της νέας εκπαιδευτικής χρονιάς, που ξεκινά με τεράστιες ελλείψεις σε εκπαιδευτικούς και υποδομές, ως αποτέλεσμα της πολιτικής όλων των μέχρι σήμερα κυβερνήσεων. Αυτές οι ελλείψεις είναι που διαμορφώνουν συνθήκες συγχρωτισμού στα σχολεία.

Το πιο σημαντικό είναι ότι η κυβέρνηση δεν αξιοποίησε τον κερδισμένο χρόνο από τις θυσίες του λαού, για να θωρακίσει το δημόσιο σύστημα Υγείας από ένα αναμενόμενο δεύτερο κύμα στις συνθήκες του χειμώνα και από τον κίνδυνο αδυναμίας κάλυψης οξυμένων αναγκών για άλλες σοβαρές ασθένειες (όπως προγραμματισμένα χειρουργεία, που αναβλήθηκαν στο πρώτο κύμα με το γενικό lockdown).

Οι κλίνες και οι ΜΕΘ, η περιορισμένη αύξησή τους, για τις οποίες πανηγυρίζει η κυβέρνηση, δεν επαρκούν ούτε για τις τρέχουσες ανάγκες, πόσο μάλλον για συνθήκες πανδημίας. Η αναµονή για κρεβάτι σε ΜΕΘ σε «κανονικές» συνθήκες φτάνει µέχρι και τους 50 ασθενείς τη µέρα, ενώ το χειµώνα, µε την έξαρση της γρίπης, ξεπερνά τους 100.

Άμεσα απαιτείται:

-- Να γίνουν μαζικές προσλήψεις μόνιμων ιατρών και νοσηλευτών στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας και τα Νοσοκομεία, καμία απόλυση, μονιμοποίηση όλων των συμβασιούχων και των επικουρικών.

-- Μαζικά, επαναλαμβανόμενα τεστ στους εργαζόμενους στην Υγεία και την Πρόνοια, στα ΜΜΜ, στην Εστίαση, στον Τουρισμό, στο Εμπόριο αλλά και στους μεγάλους χώρους δουλειάς (εργοστάσια κ.τ.λ.).

-- Να ανοίξουν όλες οι μονάδες Υγείας και τα προνοιακά ιδρύματα για ανάπηρους και χρόνιους πάσχοντες, που έκλεισαν τα τελευταία χρόνια, εξασφαλίζοντας πλήρες μόνιμο προσωπικό και ανάλογες υποδομές λειτουργίας.

-- Σχέδιο επίταξης όλων των δομών και υπηρεσιών του ιδιωτικού τομέα Υγείας και Πρόνοιας, για να μπει σε εφαρμογή, ανάλογα με τις ανάγκες (π.χ. και για τα τεστ μοριακού ελέγχου).

-- Μέτρα προστασίας των εργαζομένων στους τόπους δουλειάς με όλα τα απαραίτητα μέσα για την υγεία και την ασφάλειά τους.

-- Δωρεάν χορήγηση του αντιγριπικού εμβολίου και για τον πνευμονιόκοκκο.

-- Κατεπείγουσες προσλήψεις μόνιμου προσωπικού στα Μέσα Μεταφοράς για να αυξηθούν τα δρομολόγια, για να μειωθεί ο συγχρωτισμός, με ταυτόχρονη μείωση στην πληρότητα των πλοίων και των αεροπλάνων, με παράλληλη μείωση της τιμής των εισιτηρίων.

-- Αποφασιστική μείωση του αριθμού μαθητών ανά τάξη, ώστε κανένα τμήμα να μην έχει πάνω από 15 μαθητές.

-- Ανάπτυξη δικτύου Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας που θα εκφράζεται συγκεκριμένα και στα σχολεία. Με παρουσία νοσηλευτών στις σχολικές μονάδες, με πρόβλεψη σταθερής παρουσίας γιατρών σε ομάδες σχολείων ή και μόνιμης παρουσίας σε πολυπληθή σχολεία.

-- Έκτακτα κονδύλια από τον κρατικό προϋπολογισμό για μαζικούς διορισμούς εκπαιδευτικών και άλλων εργαζομένων, για την αναβάθμιση υποδομών και εξοπλισμού, για καθαριότητα και έλεγχο εφαρμογής των μέτρων υγιεινής και των ατομικών μέσων προστασίας κ.λπ., στις εκπαιδευτικές δομές όλων των βαθμίδων και για την προσχολική ηλικία.


 

Η πανδημία επέδρασε σαν καταλύτης για το ξέσπασμα μιας νέας και βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης σε παγκόσμια διάσταση, αφού τα σημάδια ήταν ορατά από πριν. Η κρίση προέκυψε από την «κανονικότητα» των αντιφάσεων του καπιταλιστικού συστήματος και κανένα μείγμα διαχείρισης δεν μπορεί να αποτρέψει την εκδήλωσή της.

Η υιοθέτηση επεκτατικής - κεϊνσιανής πολιτικής από την ΕΕ και τα καπιταλιστικά κράτη, δηλαδή η μεγαλύτερη κρατική παρέμβαση, με διάθεση κεφαλαίων στους επιχειρηματικούς ομίλους και άλλα παρόμοια μέτρα, που είναι αναγκαία για την καπιταλιστική οικονομική ανάκαμψη, δεν θα φέρει δυναμική ανάπτυξη, ούτε καν στο όποιο επίπεδο του παρελθόντος, γιατί και η προηγούμενη καπιταλιστική ανάκαμψη ήταν ασθενική, δεν έφτασε στα προ κρίσης επίπεδα. Παραμένει και οξύνεται το βασικό πρόβλημα του καπιταλισμού, να επανέλθει σε παλαιότερους ρυθμούς ανάπτυξης και να διαχειριστεί την υπερσυσσώρευση κεφαλαίου, το χρέος κ.λπ.

Πολύ περισσότερο, από αυτήν την ανάπτυξη δεν θα ωφεληθούν οι εργαζόμενοι, ενώ συνεχίζεται και η μεγάλη επίθεση στο εργατικό - λαϊκό εισόδημα και όλα τα δικαιώματα. Η μεγαλύτερη κρατική παρέμβαση, άλλωστε, φορτώνει ξανά, με διαφορετικό τρόπο, τα βάρη στις πλάτες του λαού. Ο λαός καλείται να αποπληρώσει τα νέα κρατικά δάνεια και να σηκώσει τα βάρη των ζημιογόνων ιδιωτικών επιχειρηματικών ομίλων.

Γι΄ αυτό κι αυτή η πολιτική δεν συνιστά φιλολαϊκή στροφή, όπως ισχυρίζονται ιδιαίτερα δυνάμεις σοσιαλδημοκρατικού προσανατολισμού, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, που κατηγορεί τη ΝΔ ότι «δεν μπορεί να εφαρμόσει μια τέτοια πολιτική γιατί δεν την πιστεύει». Αποδεικνύεται ότι τα αστικά κόμματα, παρά τις διαφορές τους, έχουν δυνατότητα προσαρμογής στις κάθε φορά ανάγκες και προτεραιότητες του καπιταλιστικού συστήματος. Το ίδιο, άλλωστε, έκανε και ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κυβέρνηση, υιοθετώντας πολιτικές που δήθεν πριν αντιπάλευε. Αποδεικνύεται, επίσης, πως το αστικό κράτος, όχι μόνο δεν είναι «πάνω από τάξεις», αλλά παρεμβαίνει με απόλυτο κριτήριο τη σωτηρία του καπιταλιστικού συστήματος.

Τα χρήματα, που κατευθύνονται στη στήριξη του κεφαλαίου, μέσω κρατικών επιδοτήσεων, απαλλάσσοντας τους επιχειρηματίες από χρέη και ζημιές, θα βγουν πάλι από το ξεζούμισμα και τη φοροληστεία των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων.

Η κατάσταση που διαμορφώνεται στους χώρους δουλειάς, με την αξιοποίηση της πανδημίας, είναι εκρηκτική και δεν εξωραΐζεται με τα ψίχουλα των επιδοτήσεων, όπως π.χ. το πρόγραμμα ΣΥΝ-Εργασία, από το οποίο ωφελημένη βγαίνει πάλι η μεγαλοεργοδοσία, με την επιδότηση των μισθών. Η ανεργία, οι απολύσεις, η ημιαπασχόληση, η ραγδαία διεύρυνση των ελαστικών μορφών εργασίας, η εντατικοποίηση, οι άδειες ειδικού σκοπού, η επέκταση της τηλεργασίας, η αύξηση του απλήρωτου εργάσιμου χρόνου, οι απλήρωτες υπερωρίες σε περίπτωση προληπτικής καραντίνας εργαζομένων, οι μειώσεις μισθών, τα χρέη νοικοκυριών, αυτοαπασχολουμένων, μικρομεσαίων αγροτών «χτυπάνε κόκκινο». Τα μέτρα αυτά, που πέρασαν με τις διάφορες κυβερνητικές Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, δεν πρόκειται να φύγουν με τον κορονοϊό, αν το ίδιο το εργατικό - λαϊκό κίνημα δεν επιβάλει την κατάργησή τους. Το ίδιο, άλλωστε, έγινε με την «έκτακτη προσωρινή νομοθεσία» των μνημονίων που μονιμοποιήθηκε από όλες τις κυβερνήσεις.



Το τελευταίο διάστημα, η κυβέρνηση της ΝΔ ενίσχυσε το νομικό οπλοστάσιο για την ένταση της καταστολής των λαϊκών αγώνων, επιβεβαιώνοντας ότι η αντιλαϊκή οικονομική πολιτική πάει χέρι - χέρι με την κρατική καταστολή και τον αυταρχισμό. Ο νόμος για τον περιορισμό των διαδηλώσεων σε συνδυασμό με τα - ευρωενωσιακής έμπνευσης - μέτρα κατά του λεγόμενου «ριζοσπαστισμού» έρχονται να συμπληρώσουν το θεσμικό πλαίσιο περιορισμού του απεργιακού δικαιώματος, των κινητοποιήσεων ενάντια στους πλειστηριασμούς κ.λπ. που διαμόρφωσαν όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις.

Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση και οι διάφοροι προπαγανδιστικοί της μηχανισμοί εντείνουν τον αντικομμουνισμό και την επίθεση στο ΚΚΕ, με αφορμή κυρίως την απόφαση για παρουσία εκπροσώπου της κυβέρνησης στις εκδηλώσεις της Ένωσης Αποστράτων στον Γράμμο και την επιβολή προστίμου για τα οικονομικά του Κόμματος.

Η πάλη απέναντι στην κρατική καταστολή, την εργοδοτική τρομοκρατία και τον αυταρχισμό, απέναντι στην επίθεση στα λαϊκά συνδικαλιστικά δικαιώματα, στα δικαιώματα των προσφύγων και μεταναστών πρέπει να μπει στην προμετωπίδα της πάλης του ταξικού εργατικού κινήματος και της Κοινωνικής Συμμαχίας, ξεκινώντας από τους χώρους δουλειάς. Σε αυτόν τον αγώνα μπορεί και πρέπει να συνεισφέρει κάθε εργαζόμενος, προοδευτικός άνθρωπος, επιστήμονας, καλλιτέχνης, νομικός κ.λπ. Ιδιαίτερης σημασίας μέτωπο είναι η δίκη της Χρυσής Αυγής που μπαίνει σε φάση ολοκλήρωσης.

Η υπεράσπιση των λαϊκών, συνδικαλιστικών δικαιωμάτων θα στηρίζεται στην οργανωμένη απειθαρχία του ταξικού κινήματος, με στόχο την ακύρωση στην πράξη των αντιδραστικών νόμων. Κυρίως, όμως, αυτός ο αγώνας θα ενισχύει τον συνολικό αντικαπιταλιστικό - αντιμονοπωλιακό προσανατολισμό της πάλης, την ανάδειξη της ταξικής ουσίας της αστικής δημοκρατίας, κόντρα σε λογικές που αποσπούν την καταστολή από τον καπιταλιστικό εκμεταλλευτικό χαρακτήρα του αστικού κράτους, ενισχύοντας τα κάλπικα δίπολα (πρόοδος - συντήρηση) και διευκολύνοντας τις αυταπάτες μιας μελλοντικής σοσιαλδημοκρατικής κυβερνητικής διαχείρισης.

Να καταργηθούν άμεσα: 

Ο νόμος περιορισμού του απεργιακού δικαιώματος που ψήφισε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος συμπληρώθηκε από τη ΝΔ, και ο νόμος απαγόρευσης και περιορισμού των διαδηλώσεων που ψήφισε η κυβέρνηση της ΝΔ.


 

Τα νέα μέτρα, που ετοιμάζεται να εξαγγείλει η κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη, δεν θα φέρουν τίποτε ωφέλιμο για τον λαό. Αυτό προκύπτει από τις προτάσεις της Επιτροπής Πισσαρίδη όπως και από το ίδιο το Ευρωπαϊκό Ταμείο.

Αυτός ο αγώνας πρέπει να οργανωθεί με ανοιχτό το μέτωπο σε λογικές και απόψεις, που καλλιεργούνται μεθοδικά από την κυβέρνηση, τα άλλα αστικά κόμματα, διάφορους μηχανισμούς του συστήματος και ενισχύουν τη συντηρητικοποίηση, το φόβο, την παθητικοποίηση, σε τελική ανάλυση οδηγούν από τον ένα ή άλλον δρόμο στον αφοπλισμό εργατικών - λαϊκών δυνάμεων.

Τέτοιες είναι, για παράδειγμα, οι θέσεις που ενοχοποιούν αποκλειστικά το λαό, αλλά και τη λαϊκή πάλη για την εξέλιξη της πανδημίας και των επιπτώσεών της, στο όνομα μιας ψευδεπίγραφης ατομικής ευθύνης, ενώ την ίδια στιγμή εξωραΐζουν το ρόλο του κράτους και συγκαλύπτουν τις κυβερνητικές ευθύνες στη λήψη των αναγκαίων μέτρων προστασίας της ζωής, της υγείας, του εισοδήματος του λαού. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αξιοποιούνται και οι διάφορες θεωρίες συνωμοσίας, ανορθολογικές και μεταφυσικές εξηγήσεις για την προέλευση και εξέλιξη της πανδημίας.

Κυρίως, όμως, είναι η άποψη που καλεί σε «εθνική ομοψυχία και συνεννόηση για την αντιμετώπιση των πρωτόγνωρων δυσκολιών» και που προβάλλεται συστηματικά τόσο από τη ΝΔ, όσο και από τον ΣΥΡΙΖΑ - στο όνομα μιας «υπεύθυνης» πλην όμως άσφαιρης αντιπολίτευσης - το ΚΙΝΑΛ και τα άλλα κόμματα. Αυτή η θέση ουσιαστικά καλεί τον λαό να υποστείλει τη σημαία των διεκδικήσεων για τις ανάγκες του, να συναινέσει στους στόχους της αστικής τάξης, παρουσιάζοντάς τους ως «εθνικούς» και -στην «καλύτερη» περίπτωση- να επιλέγει κάθε φορά τους διαχειριστές της ίδιας επικίνδυνης αντιλαϊκής στρατηγικής. Οι εξελίξεις έφεραν ξανά στο προσκήνιο τη χρεοκοπία του λεγόμενου μοντέλου της «εξωστρέφειας», που είχαν κάνει σημαία τους όλες οι κυβερνήσεις, αναγορεύοντας τον Τουρισμό σε «ατμομηχανή» της οικονομίας, υπονομεύοντας παράλληλα τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας.

Στην πραγματικότητα, αυτές οι δύσκολες και σύνθετες συνθήκες φέρνουν ακόμη περισσότερο στην επιφάνεια τις αγεφύρωτες ταξικές αντιθέσεις που υπάρχουν μέσα στην κοινωνία και αποδεικνύουν ότι δεν υπάρχει - και ούτε μπορεί να υπάρξει - κοινό συμφέρον ανάμεσα στο κεφάλαιο, από τη μια μεριά, και την εργατική τάξη, τον λαό, από την άλλη. Το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης και η αντιμετώπιση των οξυμένων ανταγωνισμών απαιτούν την περαιτέρω συντριβή των εργατικών - λαϊκών δικαιωμάτων, αλλά και νέο γύρο πολεμικών αναμετρήσεων. Η ίδια η εξέλιξη και διαχείριση της πανδημίας, με επίκεντρο την κερδοφορία των μονοπωλιακών ομίλων και τη δημοσιονομική σταθερότητα του αστικού κράτους, έφερε, για μια ακόμη φορά, στο προσκήνιο τη βαρβαρότητα και τη σήψη του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος. Γι΄ αυτό και το αστικό κράτος - ειδικά σε τέτοιες συνθήκες - εντείνει την ιδεολογική και πολιτική του παρέμβαση, συνδυάζοντας μεθόδους και μέσα με εκείνα της χειραγώγησης και της καταστολής.

Από τις ίδιες τις εξελίξεις (όξυνση ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και κίνδυνοι πολεμικών συγκρούσεων, πανδημία και διαχείριση της οικονομικής κρίσης), μπαίνει στο επίκεντρο το ζήτημα της μοναδικής πραγματικής διεξόδου από την πλευρά των εργατικών - λαϊκών συμφερόντων.

Η αναγκαιότητα να σπάσει ο φαύλος κύκλος των αντιφάσεων ενός συστήματος, που αδυνατεί να ικανοποιήσει ζωτικά δικαιώματα και ανάγκες για τη μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία, την ίδια ακριβώς στιγμή που η άνοδος της παραγωγικότητας, η ανάπτυξη της τεχνολογίας και της επιστήμης διαμορφώνουν προϋποθέσεις για άλματα στη ριζική βελτίωση και αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων. Αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο και με πιο παραστατικό τρόπο το πώς η οργάνωση της οικονομίας με κριτήριο το καπιταλιστικό κέρδος, η εξουσία στα χέρια μιας κοινωνικής μειοψηφίας, των εκπροσώπων των μονοπωλιακών ομίλων, γίνεται εμπόδιο για την κοινωνική πρόοδο και ευημερία. Συσσωρεύονται στοιχεία που φανερώνουν την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού - κομμουνισμού, δηλαδή της εργατικής εξουσίας, για τη θεμελίωση της κοινωνικής ιδιοκτησίας, του κεντρικού επιστημονικού σχεδιασμού της οικονομίας, με κριτήριο την διευρυνόμενη ικανοποίηση όλων των κοινωνικών αναγκών.

Το ΚΚΕ είναι το μοναδικό κόμμα που όχι μόνο έχει ως Πρόγραμμα αυτήν τη διέξοδο, αλλά και δεν αποκόβει από αυτόν το δρόμο την πάλη για όλα τα εργατικά - λαϊκά προβλήματα, τις προϋποθέσεις για να δοθούν λύσεις σε αυτά. Είναι και το μοναδικό κόμμα που διαθέτει όλες του τις δυνάμεις, ώστε ο λαός μας, οι εργαζόμενοι να πιστέψουν στη δύναμη και τη δυνατότητά τους να καθορίσουν τις εξελίξεις, να βάλουν τη δική τους σφραγίδα, να υλοποιήσουν αυτήν τη διέξοδο. Τα μέλη και τα στελέχη του ΚΚΕ παλεύουν από κάθε μετερίζι σε αυτήν την κατεύθυνση, πρωτοστατούν στην οργάνωση των εργατικών - λαϊκών αγώνων για όλα τα προβλήματα, διεξάγουν την ιδεολογικοπολιτική διαπάλη με τις αντιλήψεις, τις διαστρεβλώσεις, τις προκαταλήψεις, που θεωρούν αιώνιο το σημερινό σύστημα, παρόλο που σαπίζει και που προβάλλουν ως μοναδική δήθεν διέξοδο για τον λαό την ολοένα και μεγαλύτερη προσαρμογή των αναγκών και δικαιωμάτων του στα όρια που το καπιταλιστικό σύστημα θέτει, με βάση τους «εκσυγχρονισμούς» και τις «αναδιαρθρώσεις» του. Αξιοποιούν τα διάφορα μέτωπα πάλης για να δείξουν τις δυνατότητες του άλλου δρόμου ανάπτυξης, του σοσιαλισμού, καθώς και ότι σήμερα υπάρχουν αυτές οι δυνατότητες στην Ελλάδα.

Γι΄ αυτό, άλλωστε, οι κομμουνιστές και οι κομμουνίστριες δίνουν τη μάχη, ώστε ο καθημερινός αγώνας να μην εγκλωβίζεται στις διάφορες παραλλαγές της αστικής κυβερνητικής διαχείρισης και στα όρια που καθορίζονται από τους διεθνείς ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς - ΕΕ, ΝΑΤΟ, ΔΝΤ κ.λπ. Υπάρχει, πλέον, πλούσια πείρα στον λαό, από τη δεκαετία που προηγήθηκε και τη στάση όλων των κυβερνήσεων, για να ξεπεράσει τις παγίδες και τα κάλπικα διλήμματα, που του στήνουν η κυβέρνηση της ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ - ως ο νέος φορέας της σοσιαλδημοκρατίας - το ΚΙΝΑΛ και τα άλλα κόμματα, στο πλαίσιο της συνεχούς αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος.

Δίνουμε τη μάχη, ώστε οι καθημερινοί αγώνες στα διάφορα μέτωπα να οδηγούν στην ενίσχυση του ταξικά προσανατολισμένου εργατικού κινήματος, σε μαζική συμμετοχή στα εργατικά σωματεία, στους φορείς των αυτοαπασχολουμένων - επαγγελματιών, των αγροτών, του ριζοσπαστικού γυναικείου κινήματος, των μαθητών, των φοιτητών. Να δυναμώνει η κοινή δράση, η Κοινωνική Συμμαχία, σε αντικαπιταλιστική - αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση, η σύγκρουση με τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, να ανοίγει ο δρόμος στην πάλη για την ανατροπή της καπιταλιστικής βαρβαρότητας.

Ακριβώς για όλους αυτούς τους λόγους είναι αναγκαίο όσο ποτέ σήμερα ακόμα περισσότερο να δυναμώσει η συμπόρευση με το ΚΚΕ.


 



 

 

10 Σεπτεμβρίου 2020

200 χρόνια από την επανάσταση του 1821 και τις απαρχές του ελληνικού αστικού κράτους

 


Η συμπλήρωση 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821 αποτελεί σημαντική ευκαιρία για να προσεγγίσουμε και να γνωρίσουμε βαθύτερα τα γεγονότα που οδήγησαν στη συγκρότηση του ελληνικού αστικού κράτους, όπως και τις τοπικές και τις διεθνείς οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες αυτά εκδηλώθηκαν.

Τα θέματα περιέχονται στο εξαιρετικό βιβλίο -400 σελίδων της ΣΕ <|1821  Η επανάσταση και οι απαρχές του ελληνικού αστικού κράτους, απ’ όπου σήμερα παραθέτουμε το σχετικό πρόλογο, που περιλαμβάνει όλη τη «φιλοσοφία» του θέματος, καθώς και αναλυτικά στοιχεία για το περιεχόμενο


Φυσικά, η ιστορική αποτίμησή της, όπως και κάθε άλλου ιστορικού γεγονότος, εκκινεί από συγκεκριμένη ταξική οπτική, συνδέεται αντικειμενικά με τη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα και επομένως αξιοποιείται και στη διαμόρφωση συγκεκριμένης συνείδησης αναφορικά με το επιθυμητό μέλλον.
Είναι ενδεικτικό ότι ανάμεσα στους 4 άξονες δράσεων της Επιτροπής «Ελλάδα 2021», μόνο ο ένας αφιερώνεται στο 1821 στην Ελλάδα και στον κόσμο (δείτε και εδώ).
Οι υπόλοιποι τρεις τιτλοφορούνται Η Ελλάδα σήμερα μετά από μια πορεία 200χρόνων, Έλληνες που αφήνουν το αποτύπωμά τους στον κόσμο και Το 2021 ως παράθυρο για την Ελλάδα του μέλλοντος… (με άφθονα δείγματα promotion)

Για τον ίδιο λόγο, διαχρονικά και ανεξάρτητα από την επάρκεια της ιστορικής τεκμηρίωσης, η ελληνική αστική τάξη και οι πολιτικοί και ιδεολογικοί της φορείς χρησιμοποιούν τις επετείους της Επανάστασης του 1821, προκειμένου να προωθήσουν το βασικό αστικό ιδεολόγημα της εθνικής ενότητας.
Με άλλα λόγια, ταυτίζουν τα συμφέροντα της αστικής τάξης με τα συμφέροντα του ελληνικού λαού, προκειμένου να προωθήσουν τις εκάστοτε προτεραιότητες της καπιταλιστικής εξουσίας.

Υπό αυτό το πρίσμα, χαρακτηριστικό είναι το μήνυμα της Προέδρου της Δημοκρατίας για την 199η επέτειο της Επανάστασης, όπου αναφερόταν:
«Ο αγώνας του ’21 και οι θυσίες των προγόνων μας άνοιξαν το δρόμο για ένα σύγχρονο κράτος που σήμερα βρίσκεται στον πυρήνα της ενωμένης Ευρώπης και είναι εγγυητής σταθερότητας στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και στα Βαλκάνια


Θ. Βρυζάκης - Αποχαιρετισμός στο Σούνιο

Στο παραπάνω απόσπασμα, τρία στοιχεία αξίζουν την προσοχή μας.
Πρώτον: Το εθνικό παρελθόν παρουσιάζεται ως ενιαίο, δηλαδή πέρα από κοινωνικούς και ταξικούς διαχωρισμούς.
Δεύτερον: Ο ταξικός χαρακτήρας του σημερινού καπιταλιστικού κράτους επιχειρείται να αποκρυφτεί μέσω των εκσυγχρονισμένων λειτουργιών του.
Τρίτον: Τα προηγούμενα χρησιμοποιούνται προκειμένου να εμπεδωθεί η σημερινή στρατηγική της αστικής εξουσίας, δηλαδή η επιδίωξή της να διαδραματίσει σημαντικό, ρόλο στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και στα Βαλκάνια, εξασφαλίζοντας παράλληλα τις προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ στην περιοχή.

Ταυτόχρονα, συστηματική προσπάθεια αξιοποίησης της ιστορίας προς όφελος του αστικού ιδεολογήματος της εθνικής ενότητας και των αναγκών της αστικής εξουσίας πραγματοποιείται στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού συστήματος. Εξάλλου, το τελευταίο, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Συντάγματος (άρθρο 16, παρ. 2), αποσκοπεί στην ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης. Όπως εξάλλου επισημαίνεται στο Βιβλίο του Δασκάλου για το μάθημα της Ιστορίας της ΣΤ’Δημοτικού:
«Ο νευραλγικός ρόλος της Ιστορίας ως μαθήματος στη διαμόρφωση εθνικής αλλά και κοινωνικής συνείδησης καθιστά τη λειτουργία του πολυδιάστατη. Δηλαδή, η σημασία του δεν περιορίζεται στο επίπεδο των γνώσεων, αλλά επεκτείνεται και στο επίπεδο των αξιών.»


Όλα τα προηγούμενα, καθόλου δε σημαίνουν ότι η αστική εξουσία και οι απολογητές της προωθούν τα τελευταία 200 χρόνια μια ενιαία και απαράλλαχτη ιστορία της Επανάστασης. Αντίθετα, στο πέρασμα των χρόνων η κυρίαρχη αστική ιστοριογραφία για την Επανάσταση έχει διαφοροποιηθεί σημαντικά, εξαιτίας:
α) των διαφορετικών προτεραιοτήτων της αστικής εξουσίας σε κάθε εποχή,
β) των διακριτών συμφερόντων αντίπαλων μερίδων της αστικής τάξης που αντανακλούνταν και σε αντιπαραθετικές «αναγνώσεις» της Ιστορίας,
γ) των προσαρμογών που κατέστησαν αναγκαίες η εξέλιξη της ιστορικής επιστήμης και η εμφάνιση νέων ιστορικών πηγών και άλλων ντοκουμέντων,
δ) της αλλαγής του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων σε κάθε περίοδο, αλλά και της πολεμικής προς την κυρίαρχη αστική ιστοριογραφία από την πλευρά της κομμουνιστικής ιστοριογραφίας.

Ως αποτέλεσμα, οι αλληλοσυγκρουόμενες βιωματικές καταγραφές των πρωταγωνιστών της Επανάστασης των πρώτων χρόνων έδωσαν τη θέση τους στη συνέχεια του 19ου αιώνα σε πιο συνεκτικά έργα ιστορικών, που στο επίκεντρο έθεταν τη συνέχεια του ελληνικού έθνους από την αρχαιότητα έως την εποχή τους, αξιοποιώντας συχνά δοξασίες, ακόμα και θρύλους.
Φυσικά, τα παραπάνω λίγο είχαν να κάνουν με οποιαδήποτε επιστημονική ιστορική μέθοδο, αλλά αποδείχτηκαν ιδιαίτερα αποδοτικά:
α) στη διαμόρφωση μιας εθνικής ταυτότητας-συνείδησης και
β) στο να στηρίξουν το θεμέλιο της αστικής εξωτερικής πολιτικής της περιόδου, δηλαδή τη Μεγάλη Ιδέα, το στόχο της επέκτασης των εδαφών του ελληνικού αστικού κράτους σε περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Όταν η Μεγάλη Ιδέα συντρίφτηκε έπειτα από τη Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή (1922) και σε μια περίοδο που διατυπωνόταν για πρώτη φορά η πολεμική της κομμουνιστικής ιστοριογραφίας, η αστική ιστοριογραφία αναγκάστηκε να προχωρήσει στις απαραίτητες προσαρμογές.
Στα χρόνια του Μεσοπολέμου, η προσπάθεια εξασφάλισης της συναίνεσης της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων απογαλακτίστηκε σε σημαντικό βαθμό από τα μεγαλοϊδεατικά σχέδια, ενώ η ήττα στη Μικρασιατική Εκστρατεία και οι συμφορές που την ακολούθησαν αποδόθηκαν επιμελώς άλλοτε σε δόλια ξένα σχέδια, άλλοτε στον εσωτερικό ταξικό εχθρό και άλλοτε και στα δύο μαζί. Άλλωστε, ήταν η περίοδος που το ΚΚΕ ρίζωνε στην ελληνική κοινωνία, χάρη και στη διεθνή απήχηση της Οκτωβριανής Επανάστασης.

Η όξυνση της ταξικής πάλης κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940, με αποκορύφωμα τον ένοπλο αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, αλλά και η προσπάθεια του ΚΚΕ να εκφράσει τους εργατικούς και λαϊκούς αγώνες της περιόδου ως «συνέχεια» του 1821 και τα αιτήματά τους ως εκπλήρωση των ανεκπλήρωτων σκοπών της Επανάστασης, οδήγησε σε νέα αναδιαμόρφωση των επιχειρημάτων της αστικής ιστοριογραφίας. Όλο και περισσότερο, στα έργα των αστών ιστορικών και στους λόγους των αστών πολιτικών, η ιστορία της Επανάστασης απεκδυόταν από τα ριζοσπαστικά της χαρακτηριστικά και αναδεικνύονταν οι πιο καθυστερημένες και συντηρητικές δυνάμεις που συμμετείχαν σε αυτή.
Την ίδια περίοδο, οι αστοί ιστορικοί και πολιτικοί, ανίκανοι να εξηγήσουν τις ταξικές συγκρούσεις της εποχής τους με τα προηγούμενα ιδεολογικά σχήματα, ταύτισαν αμήχανα την αμφισβήτηση της εθνικής ενότητας και της αστικής εξουσίας με τη διαφορετική εθνική προέλευση των ταξικών αντιπάλων.
Πλέον, όποιος αμφισβητούσε το αστικό κράτος και τις διεθνείς συμμαχίες του χαρακτηριζόταν ως πράκτορας της Μόσχας, ΕΑΜοβούλγαρος ή συνοδοιπόρος του «ξενοκίνητου» ΚΚ.


Θ. Βρυζάκης Η υποδοχή του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι

Σε γενικές γραμμές, ανάλογα πρωτόγονα αντικομμουνιστικά επιχειρήματα, που επιδρούσαν στην αντιμετώπιση της ιστορίας της Επανάστασης, αναπαράχθηκαν σε όλη τη μετεμφυλιακή περίοδο και κορυφώθηκαν στη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας.
Με την ευκαιρία των 150 χρόνων από την Επανάσταση του 1821, το δικτατορικό καθεστώς θέλησε να ενδυναμώσει τα πατριωτικά αισθήματα των μαθητών και να δημιουργήσει ατμόσφαιρα εθνικής ανάτασης μεταξύ του λαού και της χώρας με τρισάγια, δημοτικά τραγούδια που μεταδίδονταν από τα μεγάφωνα των σχολείων και σκετς φουστανελάδων.

Όμως, η κυρίαρχη αστική ιστοριογραφία σε αυτή της τη μορφή είχε πλέον φτάσει σε φανερό τέλμα. Ο ξεσηκωμός του Πολυτεχνείου και τα γεγονότα της Κύπρου δεν κλόνισαν μόνο τη σταθερότητα του δικτατορικού καθεστώτος, αλλά αμφισβήτησαν τη λογική του εσωτερικού και εθνοπροδοτικού εχθρού και κατά συνέπεια συμπαρέσυραν τα έτσι κι αλλιώς έωλα επιχειρήματα μιας συγκεκριμένης αστικής ανάγνωσης της Επανάστασης.
Τα τελευταία ήταν πλέον ανίκανα να νομιμοποιήσουν την αστική εξουσία στα μάτια της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων της πόλης και του χωριού. Εξάλλου, η αστική εξουσία προσανατολιζόταν πλέον στην ένταξη στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, ακόμα και στην εκμετάλλευση των αντιθέσεων ανάμεσα στην καπιταλιστική Δύση και στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, προκειμένου να προωθήσει τα συμφέροντά της στην περιοχή, ενώ οι μεγάλοι αγώνες και η έντονη πολιτικοποίηση της περιόδου απαιτούσαν πιο ευέλικτες στρατηγικές ενσωμάτωσης του εργατικού-λαϊκού κινήματος.

Η ανάληψη της αστικής διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ το 1981 ολοκλήρωσε τη μεταπολιτευτική στροφή στην αστική ιστοριογραφία.
Η νέα σοσιαλδημοκρατική ανάγνωση του 1821, αποτινάσσοντας τις χοντροκοπιές και τα αντιεπιστημονικά επιχειρήματα της προηγούμενης περιόδου, προσέδωσε νέο κύρος στις αστικές ιστορικές προσεγγίσεις και στην επίσημη ιστορία των σχολικών βιβλίων και των πανεπιστημιακών συγγραμμάτων.
Ταυτόχρονα, πείθοντας -εκμεταλλευόμενη και προβλήματα της κομμουνιστικής ιστοριογραφίας- ότι η Επανάσταση ήταν λαϊκή δημοκρατική και ότι οι ανεκπλήρωτοι στόχοι της δικαιώνονταν στο πλαίσιο της μεταπολιτευτικής δημοκρατικής διακυβέρνησης, ανασυγκρότησε την εθνική ενότητα σε ένα νέο στέρεο, αλλά εξίσου εκμεταλλευτικό έδαφος.

Παραλλαγές μιας τέτοιας αστικής προσέγγισης της Επανάστασης μπορούμε να δούμε ως τις μέρες μας. Ανέφερε χαρακτηριστικά ο ΣΥΡΙΖΑ για την επέτειο των 199 χρόνων από την Επανάσταση:
«Η Επανάσταση του 1821 υπήρξε η ιδρυτική στιγμή της δημιουργίας του ελληνικού κράτους, αλλά και ένα κομβικό ιστορικό γεγονός του 19ου αιώνα. Ήταν μια λαϊκή, δημοκρατική επανάσταση, βασισμένη στις αξίες και τα ιδανικά του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης…»

Το πιο επικίνδυνο χαρακτηριστικό της προηγούμενης ανάλυσης και ανάλογων αστικών ιστοριογραφιών αφορά τη διαστρέβλωση του πραγματικού ταξικού χαρακτήρα της Επανάστασης του 1821.
Παρουσιάζοντας την Επανάσταση όχι ως αστική, αλλά ως λαϊκή δημοκρατική αποκρύπτει το πραγματικό περιεχόμενο της εξουσίας και του κράτους που προέκυψαν από αυτή.

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στην αλληλουχία των μεταμορφώσεων της αστικής ιστοριογραφίας.
Μετά από την επικράτηση της αντεπανάστασης στη Σοβιετική Ένωση και στις άλλες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης την περίοδο 1989-1991, σημειώθηκε πρωτόγνωρη υποχώρηση του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος σε διεθνές επίπεδο, ενώ δεν έμεινε αλώβητη και η κομμουνιστική ιστοριογραφία. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, με την αστική εξουσία να προσανατολίζεται αφενός σε αναβάθμιση του ρόλου της στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και σε διείσδυση του ελληνικού κεφαλαίου στα πρώην σοσιαλιστικά Βαλκάνια και αφετέρου σε σχέσεις καλής γειτονίας με την Τουρκία και στην ένταξη της τελευταίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η αστική ιστοριογραφία υιοθετούσε όλο και περισσότερο μια κοσμοπολίτικη ανάλυση.
Στο πλαίσιο της τελευταίας, από τη μια στιγματιζόταν ο ρόλος της επαναστατικής βίας στην ιστορική εξέλιξη και από την άλλη «λειαίνονταν» οι αιχμές στην παρουσίαση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επηρεάζοντας αναγκαστικά και τον τρόπο παρουσίασης της Επανάστασης του 1821.

Σήμερα, μέσα και έξω από την Επιτροπή «Ελλάδα 2021», διαπιστώνεται σημαντική αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο κυρίαρχες τάσεις της αστικής ιστοριογραφίας, μιας περισσότερο εθνικιστικής και μιας περισσότερο κοσμοπολίτικης

Οι δύο όψεις της αστικής ιστοριογραφίας, με τις όποιες παραλλαγές τους, πέρα από αντιτιθέμενα αστικά συμφέροντα, ενσαρκώνουν και μια αντίφαση ριζωμένη βαθιά στον πυρήνα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και της αστικής εξουσίας.
Η αστική εξουσία μπορεί να υφίσταται και να νομιμοποιείται στη συνείδηση της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων μόνο εξασφαλίζοντας την κυριαρχία της στο πλαίσιο ενός έθνους-κράτους και επικαλούμενη την εθνική ενότητα ανάμεσα στους εκμεταλλευτές και τους εκμεταλλευόμενους.
Όμως, την ίδια στιγμή τα οικονομικά συμφέροντα της αστικής τάξης καθώς και η αντικειμενική τάση διεθνοποίησης του κεφαλαίου απαιτούν αναγκαστικά συμμαχίες με άλλες αστικές εξουσίες, στο πλαίσιο ιμπεριαλιστικών ενώσεων και οργανισμών ή εκτός αυτού του πλαισίου. Ακόμα, απαιτούν εξαγωγές και εισαγωγές κεφαλαίων, πρώτων υλών, υπηρεσιών και εργατικού δυναμικού, αμφισβητώντας έμπρακτα την προτεραιότητα του έθνους-κράτους.


Θ. Βρυζάκης: Η Ελλάς Ευγνωμονούσα
Μάλιστα, όλα τα προηγούμενα συμβαίνουν μέσα στο πλαίσιο ενός διαρκούς ανταγωνισμού και μεταβαλλόμενων ισορροπιών δυνάμεων ανάμεσα στα αστικά κράτη, με αποτέλεσμα οι περίοδοι ενίσχυσης της συνεργασίας τους να εναλλάσσονται με αυτές των πολεμικών αναμετρήσεων, οδηγώντας σε αντίστοιχα μονοπάτια την κυρίαρχη αστική ιστοριογραφία.
Άλλωστε, ακόμα και σε περιόδους που ο εθνικισμός μοιάζει να κυριαρχεί στην αστική ιστοριογραφία και πολιτική, όπως το διάστημα 1950-1974, αυτό διόλου δε σημαίνει την απομόνωση της αστικής εξουσίας (ένταξη στο ΝΑΤΟ και σε άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς). Ανάλογα, όταν ο κοσμοπολιτισμός μοιάζει να κυριαρχεί στην πολιτική και την ιστοριογραφία, όπως από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 έως και το ξέσπασμα της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης του 2008, αυτό γίνεται μόνο για να προωθηθούν καλύτερα τα συμφέροντα της αστικής τάξης.
Έτσι, η πολιτική «εξωστρέφειας» συμπληρώνεται από τη συμμετοχή του αστικού κράτους σε ιμπεριαλιστικές στρατιωτικές επιχειρήσεις (2 πόλεμοι στο Ιράκ, Κόσσοβο, Αφγανιστάν κλπ.) που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων.

Με αυτήν την έννοια, η αστική ιστοριογραφία δεν μπορεί ποτέ να είναι καθαρά εθνικιστική ή καθαρά κοσμοπολίτικη.
Η αστική αντιπαράθεση για το περιεχόμενό της αναγκαστικά εξαντλείται στην αναλογία εθνικισμού-κοσμοπολιτισμού, η οποία εν τέλει διαμορφώνεται υπό το βάρος των προτεραιοτήτων και των συμφερόντων της κυρίαρχης μερίδας της αστικής τάξης σε κάθε εποχή.
Κατά συνέπεια, και σήμερα, το μίγμα εξαρτάται από τις αντιπαρατιθέμενες αστικές στρατηγικές. Για παράδειγμα, όσοι προτάσσουν την αναγκαιότητα της συνεκμετάλλευσης των πετρελαϊκών κοιτασμάτων με την Τουρκία υιοθετούν εκ των πραγμάτων και μια πιο κοσμοπολίτικη προσέγγιση της ιστορίας. Το ίδιο κάνουν εκείνα τα τμήματα του κεφαλαίου των οποίων τα κέρδη εξαρτώνται περισσότερο από τους στενούς δεσμούς που έχουν αναπτύξει με το αμερικανικό και ευρωπαϊκό κεφάλαιο. Σε αντίθετη ρότα κινούνται όσοι επιδιώκουν μια πιο δυναμική διεκδίκηση του ρόλου της ελληνικής αστικής εξουσίας στην περιοχή, αλλά και όσα αστικά τμήματα προσανατολίζονται σε άλλες διεθνείς συμμαχίες.


Θεόδ. Βρυζάκης:  Η Έξοδος του Μεσολογγίου

Πάντως, σε όλες της τις εκφάνσεις, η κυρίαρχη ιστοριογραφία, ακριβώς επειδή είναι αστική, δε θέλει και δεν μπορεί να εξετάσει διαχρονικά την ιστορία της Επανάστασης του 1821, όπως και κάθε άλλου ιστορικού γεγονότος, από τη σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης και των λαϊκών τμημάτων των μεσαίων στρωμάτων.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί καιροσκοπικά να επιχειρεί να αποδεχτεί τα κατά καιρούς αιτήματα του εργατικού-λαϊκού κινήματος ή ν’ αναγνωρίσει την ιστορική συνεισφορά του.
Όμως, αυτό εν τέλει αποσκοπεί στη μακροπρόθεσμη ενδυνάμωση της αστικής εξουσίας. Ο προσεταιρισμός του εργατικού-λαϊκού κινήματος καταλήγει στην ενσωμάτωσή του στις επιταγές της αστικής εξουσίας.

Επιπρόσθετα, η κυρίαρχη ιστοριογραφία, ακριβώς επειδή είναι αστική, δεν μπορεί να είναι και επιστημονική, με την ουσιαστική σημασία του όρου.
Επιχειρώντας να προσαρμόσει την ανάγνωση των ιστορικών γεγονότων στα εκάστοτε συμφέροντα και τις προτεραιότητες της αστικής εξουσίας και επιχειρώντας να την παρουσιάσει ως τον τελευταίο σταθμό στην ιστορία της ανθρωπότητας, απαρνείται την επιστημονική μεθοδολογία. Προσφεύγει άλλοτε στη μεταφυσική (όλα θα μείνουν ως έχουν) και άλλοτε σε αντιεπιστημονικά τεχνάσματα.
Συνεπώς αποτελεί πρωταρχική ανάγκη και αναπόσπαστη πλευρά της σημερινής ιδεολογικής-πολιτικής και ταξικής πάλης και της αναζήτησης της ιστορικής αλήθειας τόσο η αποδέσμευση της εργατικής τάξης και γενικά των λαϊκών στρωμάτων από το σύνολο των εκδοχών της αστικής ιστοριογραφίας όσο και η εξαγωγή χρήσιμων -από τη σκοπιά τους- ιστορικών συμπερασμάτων από την Επανάσταση του 1821.

Η ενίσχυση αυτής της προσπάθειας αποτελεί το βασικό λόγο έκδοσης της συγκεκριμένης συλλογής κειμένων. Η παρούσα συλλογή σε καμιά περίπτωση δε στοχεύει να εξαντλήσει όλες τις ιστορικές πτυχές της Επανάστασης, αλλά επικεντρώνεται ακριβώς σε εκείνες που μπορούν:
α) να αναδείξουν την ουσία των ιστορικών γεγονότων,
β) να συμβάλλουν στη διαμόρφωση ταξικών κριτηρίων για τη μελέτη της ιστορίας,
γ) να συνεισφέρουν στην πιο ουσιαστική αντιπαράθεση με την αστική ιδεολογία και πολιτική και
δ) μέσα από τα προηγούμενα να βοηθήσουν στην ενίσχυση της ταξικής πάλης.

Η έκδοση ανοίγει με το κείμενο του Μάκη Μαΐλη «Η κομματική ιστοριογραφία για το χαρακτήρα και τις κινητήριες δυνάμεις της Επανάστασης του 1821 και η στρατηγική του ΚΚΕ».
Στο κείμενο επιχειρείται μια κριτική αποτίμηση της πορείας της κομματικής ιστοριογραφίας. Ειδικότερα, επισημαίνεται ότι σε αυτή, υπό το βάρος σειράς ιστορικών γεγονότων (αδυναμία τελικής στρατιωτικής επικράτησης της Επανάστασης με δικές της δυνάμεις, ρόλος των ξένων δυνάμεων στην επιβολή της συνταγματικής μοναρχίας, μη ενσωμάτωση στο πρώτο ελληνικό κράτος σημαντικών αστικών κέντρων κλπ.), υποτιμήθηκε ο αστικός χαρακτήρας της Επανάστασης και του κράτους που προέκυψε από αυτήν και υπερτιμήθηκε η εξάρτηση του τελευταίου από τις λεγόμενες «Μεγάλες Δυνάμεις».
Το γεγονός αυτό είχε σημαντικές συνέπειες και στη διαμόρφωση της στρατηγικής του ΚΚΕ, αφού η τελευταία στηρίχτηκε στην πεποίθηση ύπαρξης φεουδαρχικών υπολειμμάτων τόσο στην ελληνική οικονομία όσο και στο εποικοδόμημα του ελληνικού κράτους.

Στη συνέχεια, με δεδομένο ότι η κατανόηση των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών μέσα στις οποίες ξέσπασε η Επανάσταση απαιτεί μια καλή γνώση της ιστορίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ακολουθεί μια σειρά κειμένων που προσπαθεί να εξοικειώσει τον αναγνώστη με το συγκεκριμένο ζήτημα.
Το κείμενο Η ιδιοκτησία γης στο μετέπειτα ελλαδικό χώρο κατά την οθωμανική περίοδο του Διονύση Αρβανιτάκη επιχειρεί να φωτίσει τις σχέσεις παραγωγής στο πλαίσιο της φεουδαρχικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που οδηγούσαν και στη διαμόρφωση αντίστοιχων ταξικών συμφερόντων. Με τη δομή της οθωμανικής εξουσίας ασχολείται το κείμενο του Χρήστου Κούκου Οι αλλαγές στο οθωμανικό εποικοδόμημα στις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης.
Τέλος, το κείμενο Η λειτουργία του Ορθόδοξου Οικουμενικού Πατριαρχείου μέσα στους κόλπους της οθωμανικής φεουδαρχικής εξουσίας των Χρήστου ΚούκουΣτρατή Δουνιά προσπαθεί να καταγράψει το ρόλο της Εκκλησίας στο πλαίσιο του οθωμανικού κράτους.

Στα τρία προηγούμενα κείμενα αποτυπώνεται το πώς η αδυναμία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να επεκτείνει τα εδάφη της μετά από το τέλος του 17ου αιώνα, σε συνδυασμό με την εμφάνιση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, οδήγησε στη σταδιακή παρακμή της και σε προσαρμογές τόσο στο επίπεδο των σχέσεων παραγωγής όσο και σε αυτό του οθωμανικού κράτους. Επιπλέον, στα κείμενα υπογραμμίζεται η διαφοροποίηση της φυλογενετικής υποτέλειας, ανάλογα με την ταξική θέση των υποτελών, ενώ σημειώνονται και οι δυνατότητες ένταξης μερίδας των υποτελών στο διοικητικό μηχανισμό του οθωμανικού κράτους.

Το κείμενο του Μηνά Αντύπα Η οικονομική ανάπτυξη τα χρόνια πριν την Επανάσταση (18ος – αρχές 19ου αιώνα).
Η διαμόρφωση της ελληνικής αστικής τάξης επικεντρώνεται στο πώς η επέλαση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (στο εμπόριο, στη ναυτιλία, στη βιοτεχνία κλπ.) επηρέασε τους ελληνόφωνους πληθυσμούς της, μεταβάλλοντας την ταξική διάρθρωση των περιοχών όπου ζούσαν και οδηγώντας στη διαμόρφωση της ελληνικής αστικής τάξης και αντίστοιχης εθνικής συνείδησης. Μέσω της παρουσίασης της οικονομικής βάσης της εποχής, δίνεται η δυνατότητα κατανόησης της επίδρασης που ασκούσαν στους ελληνόφωνους πληθυσμούς η ανάπτυξη των οικονομικών σχέσεων με τα καπιταλιστικά κράτη της εποχής και κατά προέκταση η γνωριμία τους με τα αστικά ριζοσπαστικά ρεύματα της Δυτικής Ευρώπης.

Μια καταγραφή των διαφορετικών κοινωνικών δυνάμεων της εποχής, των αντικρουόμενων συμφερόντων τους και κατά προέκταση των διαφορετικών τους πολιτικών προταγμάτων, καθώς και το πώς αυτά επέδρασαν στη στάση που κράτησαν απέναντι στην Επανάσταση, αλλά και στο χαρακτήρα της δίνεται στο κείμενο Ο ρόλος και η στάση των κοινωνικών δυνάμεων της εποχής στην Επανάσταση του 1821 – Ο χαρακτήρας της Επανάστασης, του Αναστάση Γκίκα.

Ο Τηλέμαχος Λουγγής με το κείμενό του Σχετικά με το ρόλο των ξένων δυνάμεων στέκεται στα αλληλοσυγκρουόμενα σχέδια των λεγάμενων «Μεγάλων Δυνάμεων» της εποχής, όπως αυτά συσχετίζονταν με τη στάση τους απέναντι στο Ανατολικό Ζήτημα και καθόρισαν την αντιμετώπιση της Επανάστασης του 1821 . Στο κείμενο καταγράφονται εξονυχιστικά οι διαρκείς αλλαγές της στάσης των «Μεγάλων Δυνάμεων» απέναντι στους επαναστατημένους Έλληνες, όπως αυτές καθορίζονταν από τις διαρκείς τροποποιήσεις στην ισορροπία δυνάμεων και από την εξέλιξη των πολεμικών αναμετρήσεων της Επανάστασης.


Θ. Βρυζάκης-Κολοκοτρώνης
Η Μαρίνα Λαβράνου με το κείμενο Τα Συντάγματα της αστικής Επανάστασης του 1821 καταγράφει το πώς αποτυπώθηκε ο αστικός χαρακτήρας της Επανάστασης, αλλά και οι κοινωνικές-ταξικές συγκρούσεις της περιόδου στα Συντάγματα που ψήφισαν οι Εθνοσυνελεύσεις. Επίσης, αναζητά σε αυτά τις ιδεο- λογικές-πολιτικές επιρροές από αντίστοιχα κείμενα των αστικών επαναστάσεων της εποχής, αλλά και από εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού.

Το κείμενο «Εμφύλιες» συγκρούσεις και «εμφύλιοι» πόλεμοι στην Επανάσταση του 1821 του Κώστα Σκολαρίκου εξετάζει το πώς ο διαφορετικός βαθμός αστοποίησης των κοινωνικών δυνάμεων που συμμετείχαν στην Επανάσταση επηρέαζε το βαθμό ωρίμανσης της εθνικής τους συνείδησης και διαπλεκόταν με τα σχέδια και τα συμφέροντα των λεγάμενων «Μεγάλων Δυνάμεων», πυροδοτώντας τις ενδοεπαναστατικές αντιπαραθέσεις. Επιπρόσθετα το κείμενο επιχειρεί ν’ αναδείξει ότι οι ενδοεπαναστατικές αντιπαραθέσεις αποτέλεσαν αναπόσπαστο στοιχείο όλων των αστικών επαναστάσεων, όπως και απαραίτητη προϋπόθεση για την επικράτηση της νέας αστικής εξουσίας.

Η Αλέκα Παπαρήγα με το κείμενο Η περίοδος της διακυβέρνησης του Ιωάννη Καποδίστρια αναδεικνύει τον αστικό χαρακτήρα του κράτους που προέκυψε από την Επανάσταση μέσα από την καταγραφή τόσο των μέτρων του κυβερνήτη Καποδίστρια όσο και των εσωτερικών και εξωτερικών αντιδράσεων που συνάντησαν και οι οποίες αποδίδονται στα αλληλοσυγκρουόμενα κοινωνικά-ταξικά συμφέροντα της εποχής.

Τέλος, το βιβλίο κλείνει με ένα Χρονολόγιο των σημαντικότερων γεγονότων της εποχής που έχει επιμεληθεί το Τμήμα Ιστορίας, σκοπεύοντας να βοηθήσει τον αναγνώστη να προσανατολιστεί καλύτερα στα γεγονότα της περιόδου.

Η ανάγνωση του συνόλου των κειμένων διαλύει πολλούς από τους μύθους της κυρίαρχης αστικής ιστοριογραφίας και τροφοδοτεί με ορισμένα σημαντικά συμπεράσματα.

Πρώτο: Η Επανάσταση αποτέλεσε συνέπεια των αλλαγών στις σχέσεις παραγωγής που έκαναν για συγκεκριμένες κοινωνικές δυνάμεις επιτακτικό το καθήκον της απαλλαγής από την υποτέλεια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και της συγκρότησης ενός αστικού κράτους με δική του εσωτερική αγορά. Συνεπώς, η Επανάσταση έγινε επίκαιρη σε μια συγκεκριμένη στιγμή στην ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (και όχι, π.χ., από την επόμενη της άλωσης της Κωνσταντινούπολης). Απόρροια της ίδιας ιστορικής περιόδου αποτέλεσαν η διαμόρφωση του έθνους και της εθνικής συνείδησης.

Δεύτερο: Η Επανάσταση εξέφραζε αναγκαστικά τα συμφέροντα της ανερχόμενης αστικής τάξης και επομένως δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει στη συγκρότηση ενός αστικού κράτους. Το αστικό έθνος-κράτος αποτελούσε την πραγματική επαναστατική απάντηση της εποχής στα αδιέξοδα της φεουδαρχικής εξουσίας, αλλά σε καμιά περίπτωση δε θα μπορούσε να οδηγήσει στην κατάργηση της ταξικής εκμετάλλευσης. Ως συνέπεια, η Επανάσταση δεν ήταν προϊόν εθνικής ομοψυχίας, αλλά αντίθετα αποτέλεσμα της ανειρήνευτης ταξικής πάλης, η οποία συνεχίστηκε τόσο κατά τη διάρκεια της Επανάστασης όσο και μετά από την αναγνώριση της Ανεξαρτησίας.

Τρίτο: Επίκαιρης σημασίας συμπέρασμα από την Επανάσταση του 1821 είναι ότι κανένας δυσμενής συσχετισμός δεν μπορεί να είναι στατικός, όταν έχουν ήδη αναπτυχθεί οι υλικές προϋποθέσεις για το ξεπέρασμα ενός κοινωνικού-οικονομικού σχηματισμού. Η φαινομενικά κραταιά Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισε να αποσυντίθεται κάτω από τα χτυπήματα της Επανάστασης και μάλιστα σε μια εποχή που η ήττα του Ναπολέοντα διαμόρφωνε ένα δυσμενή διεθνή συσχετισμό για τις αστικές δυνάμεις.

Τέταρτο και σημαντικότερο: Το αστικό έθνος-κράτος και η αστική τάξη που αποτελούσαν συντελεστές προόδου για την ιστορία της ανθρωπότητας στις αρχές του 19ου αιώνα έχουν σήμερα μεταβληθεί σε τροχοπέδη της. Η σημερινή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και η αντίφασή τους με τις υφιστάμενες καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, που ευθύνεται για τις κρίσεις και τους πολέμους απαιτείται να αρθεί επαναστατικά. Ηγετική δύναμη της επανάστασης δεν μπορεί παρά να είναι η εργατική τάξη και η εργατική εξουσία αυτή που θα αντικαταστήσει την αστική, καταργώντας την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.

Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ Ιούνης 2020