Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1821 Η επανάσταση και οι απαρχές του ελληνικού αστικού κράτους (εκδ. Συγχρονη Εποχή). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1821 Η επανάσταση και οι απαρχές του ελληνικού αστικού κράτους (εκδ. Συγχρονη Εποχή). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

10 Σεπτεμβρίου 2020

200 χρόνια από την επανάσταση του 1821 και τις απαρχές του ελληνικού αστικού κράτους

 


Η συμπλήρωση 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821 αποτελεί σημαντική ευκαιρία για να προσεγγίσουμε και να γνωρίσουμε βαθύτερα τα γεγονότα που οδήγησαν στη συγκρότηση του ελληνικού αστικού κράτους, όπως και τις τοπικές και τις διεθνείς οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες αυτά εκδηλώθηκαν.

Τα θέματα περιέχονται στο εξαιρετικό βιβλίο -400 σελίδων της ΣΕ <|1821  Η επανάσταση και οι απαρχές του ελληνικού αστικού κράτους, απ’ όπου σήμερα παραθέτουμε το σχετικό πρόλογο, που περιλαμβάνει όλη τη «φιλοσοφία» του θέματος, καθώς και αναλυτικά στοιχεία για το περιεχόμενο


Φυσικά, η ιστορική αποτίμησή της, όπως και κάθε άλλου ιστορικού γεγονότος, εκκινεί από συγκεκριμένη ταξική οπτική, συνδέεται αντικειμενικά με τη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα και επομένως αξιοποιείται και στη διαμόρφωση συγκεκριμένης συνείδησης αναφορικά με το επιθυμητό μέλλον.
Είναι ενδεικτικό ότι ανάμεσα στους 4 άξονες δράσεων της Επιτροπής «Ελλάδα 2021», μόνο ο ένας αφιερώνεται στο 1821 στην Ελλάδα και στον κόσμο (δείτε και εδώ).
Οι υπόλοιποι τρεις τιτλοφορούνται Η Ελλάδα σήμερα μετά από μια πορεία 200χρόνων, Έλληνες που αφήνουν το αποτύπωμά τους στον κόσμο και Το 2021 ως παράθυρο για την Ελλάδα του μέλλοντος… (με άφθονα δείγματα promotion)

Για τον ίδιο λόγο, διαχρονικά και ανεξάρτητα από την επάρκεια της ιστορικής τεκμηρίωσης, η ελληνική αστική τάξη και οι πολιτικοί και ιδεολογικοί της φορείς χρησιμοποιούν τις επετείους της Επανάστασης του 1821, προκειμένου να προωθήσουν το βασικό αστικό ιδεολόγημα της εθνικής ενότητας.
Με άλλα λόγια, ταυτίζουν τα συμφέροντα της αστικής τάξης με τα συμφέροντα του ελληνικού λαού, προκειμένου να προωθήσουν τις εκάστοτε προτεραιότητες της καπιταλιστικής εξουσίας.

Υπό αυτό το πρίσμα, χαρακτηριστικό είναι το μήνυμα της Προέδρου της Δημοκρατίας για την 199η επέτειο της Επανάστασης, όπου αναφερόταν:
«Ο αγώνας του ’21 και οι θυσίες των προγόνων μας άνοιξαν το δρόμο για ένα σύγχρονο κράτος που σήμερα βρίσκεται στον πυρήνα της ενωμένης Ευρώπης και είναι εγγυητής σταθερότητας στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και στα Βαλκάνια


Θ. Βρυζάκης - Αποχαιρετισμός στο Σούνιο

Στο παραπάνω απόσπασμα, τρία στοιχεία αξίζουν την προσοχή μας.
Πρώτον: Το εθνικό παρελθόν παρουσιάζεται ως ενιαίο, δηλαδή πέρα από κοινωνικούς και ταξικούς διαχωρισμούς.
Δεύτερον: Ο ταξικός χαρακτήρας του σημερινού καπιταλιστικού κράτους επιχειρείται να αποκρυφτεί μέσω των εκσυγχρονισμένων λειτουργιών του.
Τρίτον: Τα προηγούμενα χρησιμοποιούνται προκειμένου να εμπεδωθεί η σημερινή στρατηγική της αστικής εξουσίας, δηλαδή η επιδίωξή της να διαδραματίσει σημαντικό, ρόλο στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και στα Βαλκάνια, εξασφαλίζοντας παράλληλα τις προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ στην περιοχή.

Ταυτόχρονα, συστηματική προσπάθεια αξιοποίησης της ιστορίας προς όφελος του αστικού ιδεολογήματος της εθνικής ενότητας και των αναγκών της αστικής εξουσίας πραγματοποιείται στο πλαίσιο του εκπαιδευτικού συστήματος. Εξάλλου, το τελευταίο, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Συντάγματος (άρθρο 16, παρ. 2), αποσκοπεί στην ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης. Όπως εξάλλου επισημαίνεται στο Βιβλίο του Δασκάλου για το μάθημα της Ιστορίας της ΣΤ’Δημοτικού:
«Ο νευραλγικός ρόλος της Ιστορίας ως μαθήματος στη διαμόρφωση εθνικής αλλά και κοινωνικής συνείδησης καθιστά τη λειτουργία του πολυδιάστατη. Δηλαδή, η σημασία του δεν περιορίζεται στο επίπεδο των γνώσεων, αλλά επεκτείνεται και στο επίπεδο των αξιών.»


Όλα τα προηγούμενα, καθόλου δε σημαίνουν ότι η αστική εξουσία και οι απολογητές της προωθούν τα τελευταία 200 χρόνια μια ενιαία και απαράλλαχτη ιστορία της Επανάστασης. Αντίθετα, στο πέρασμα των χρόνων η κυρίαρχη αστική ιστοριογραφία για την Επανάσταση έχει διαφοροποιηθεί σημαντικά, εξαιτίας:
α) των διαφορετικών προτεραιοτήτων της αστικής εξουσίας σε κάθε εποχή,
β) των διακριτών συμφερόντων αντίπαλων μερίδων της αστικής τάξης που αντανακλούνταν και σε αντιπαραθετικές «αναγνώσεις» της Ιστορίας,
γ) των προσαρμογών που κατέστησαν αναγκαίες η εξέλιξη της ιστορικής επιστήμης και η εμφάνιση νέων ιστορικών πηγών και άλλων ντοκουμέντων,
δ) της αλλαγής του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων σε κάθε περίοδο, αλλά και της πολεμικής προς την κυρίαρχη αστική ιστοριογραφία από την πλευρά της κομμουνιστικής ιστοριογραφίας.

Ως αποτέλεσμα, οι αλληλοσυγκρουόμενες βιωματικές καταγραφές των πρωταγωνιστών της Επανάστασης των πρώτων χρόνων έδωσαν τη θέση τους στη συνέχεια του 19ου αιώνα σε πιο συνεκτικά έργα ιστορικών, που στο επίκεντρο έθεταν τη συνέχεια του ελληνικού έθνους από την αρχαιότητα έως την εποχή τους, αξιοποιώντας συχνά δοξασίες, ακόμα και θρύλους.
Φυσικά, τα παραπάνω λίγο είχαν να κάνουν με οποιαδήποτε επιστημονική ιστορική μέθοδο, αλλά αποδείχτηκαν ιδιαίτερα αποδοτικά:
α) στη διαμόρφωση μιας εθνικής ταυτότητας-συνείδησης και
β) στο να στηρίξουν το θεμέλιο της αστικής εξωτερικής πολιτικής της περιόδου, δηλαδή τη Μεγάλη Ιδέα, το στόχο της επέκτασης των εδαφών του ελληνικού αστικού κράτους σε περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Όταν η Μεγάλη Ιδέα συντρίφτηκε έπειτα από τη Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή (1922) και σε μια περίοδο που διατυπωνόταν για πρώτη φορά η πολεμική της κομμουνιστικής ιστοριογραφίας, η αστική ιστοριογραφία αναγκάστηκε να προχωρήσει στις απαραίτητες προσαρμογές.
Στα χρόνια του Μεσοπολέμου, η προσπάθεια εξασφάλισης της συναίνεσης της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων απογαλακτίστηκε σε σημαντικό βαθμό από τα μεγαλοϊδεατικά σχέδια, ενώ η ήττα στη Μικρασιατική Εκστρατεία και οι συμφορές που την ακολούθησαν αποδόθηκαν επιμελώς άλλοτε σε δόλια ξένα σχέδια, άλλοτε στον εσωτερικό ταξικό εχθρό και άλλοτε και στα δύο μαζί. Άλλωστε, ήταν η περίοδος που το ΚΚΕ ρίζωνε στην ελληνική κοινωνία, χάρη και στη διεθνή απήχηση της Οκτωβριανής Επανάστασης.

Η όξυνση της ταξικής πάλης κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940, με αποκορύφωμα τον ένοπλο αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, αλλά και η προσπάθεια του ΚΚΕ να εκφράσει τους εργατικούς και λαϊκούς αγώνες της περιόδου ως «συνέχεια» του 1821 και τα αιτήματά τους ως εκπλήρωση των ανεκπλήρωτων σκοπών της Επανάστασης, οδήγησε σε νέα αναδιαμόρφωση των επιχειρημάτων της αστικής ιστοριογραφίας. Όλο και περισσότερο, στα έργα των αστών ιστορικών και στους λόγους των αστών πολιτικών, η ιστορία της Επανάστασης απεκδυόταν από τα ριζοσπαστικά της χαρακτηριστικά και αναδεικνύονταν οι πιο καθυστερημένες και συντηρητικές δυνάμεις που συμμετείχαν σε αυτή.
Την ίδια περίοδο, οι αστοί ιστορικοί και πολιτικοί, ανίκανοι να εξηγήσουν τις ταξικές συγκρούσεις της εποχής τους με τα προηγούμενα ιδεολογικά σχήματα, ταύτισαν αμήχανα την αμφισβήτηση της εθνικής ενότητας και της αστικής εξουσίας με τη διαφορετική εθνική προέλευση των ταξικών αντιπάλων.
Πλέον, όποιος αμφισβητούσε το αστικό κράτος και τις διεθνείς συμμαχίες του χαρακτηριζόταν ως πράκτορας της Μόσχας, ΕΑΜοβούλγαρος ή συνοδοιπόρος του «ξενοκίνητου» ΚΚ.


Θ. Βρυζάκης Η υποδοχή του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι

Σε γενικές γραμμές, ανάλογα πρωτόγονα αντικομμουνιστικά επιχειρήματα, που επιδρούσαν στην αντιμετώπιση της ιστορίας της Επανάστασης, αναπαράχθηκαν σε όλη τη μετεμφυλιακή περίοδο και κορυφώθηκαν στη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας.
Με την ευκαιρία των 150 χρόνων από την Επανάσταση του 1821, το δικτατορικό καθεστώς θέλησε να ενδυναμώσει τα πατριωτικά αισθήματα των μαθητών και να δημιουργήσει ατμόσφαιρα εθνικής ανάτασης μεταξύ του λαού και της χώρας με τρισάγια, δημοτικά τραγούδια που μεταδίδονταν από τα μεγάφωνα των σχολείων και σκετς φουστανελάδων.

Όμως, η κυρίαρχη αστική ιστοριογραφία σε αυτή της τη μορφή είχε πλέον φτάσει σε φανερό τέλμα. Ο ξεσηκωμός του Πολυτεχνείου και τα γεγονότα της Κύπρου δεν κλόνισαν μόνο τη σταθερότητα του δικτατορικού καθεστώτος, αλλά αμφισβήτησαν τη λογική του εσωτερικού και εθνοπροδοτικού εχθρού και κατά συνέπεια συμπαρέσυραν τα έτσι κι αλλιώς έωλα επιχειρήματα μιας συγκεκριμένης αστικής ανάγνωσης της Επανάστασης.
Τα τελευταία ήταν πλέον ανίκανα να νομιμοποιήσουν την αστική εξουσία στα μάτια της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων της πόλης και του χωριού. Εξάλλου, η αστική εξουσία προσανατολιζόταν πλέον στην ένταξη στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, ακόμα και στην εκμετάλλευση των αντιθέσεων ανάμεσα στην καπιταλιστική Δύση και στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, προκειμένου να προωθήσει τα συμφέροντά της στην περιοχή, ενώ οι μεγάλοι αγώνες και η έντονη πολιτικοποίηση της περιόδου απαιτούσαν πιο ευέλικτες στρατηγικές ενσωμάτωσης του εργατικού-λαϊκού κινήματος.

Η ανάληψη της αστικής διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ το 1981 ολοκλήρωσε τη μεταπολιτευτική στροφή στην αστική ιστοριογραφία.
Η νέα σοσιαλδημοκρατική ανάγνωση του 1821, αποτινάσσοντας τις χοντροκοπιές και τα αντιεπιστημονικά επιχειρήματα της προηγούμενης περιόδου, προσέδωσε νέο κύρος στις αστικές ιστορικές προσεγγίσεις και στην επίσημη ιστορία των σχολικών βιβλίων και των πανεπιστημιακών συγγραμμάτων.
Ταυτόχρονα, πείθοντας -εκμεταλλευόμενη και προβλήματα της κομμουνιστικής ιστοριογραφίας- ότι η Επανάσταση ήταν λαϊκή δημοκρατική και ότι οι ανεκπλήρωτοι στόχοι της δικαιώνονταν στο πλαίσιο της μεταπολιτευτικής δημοκρατικής διακυβέρνησης, ανασυγκρότησε την εθνική ενότητα σε ένα νέο στέρεο, αλλά εξίσου εκμεταλλευτικό έδαφος.

Παραλλαγές μιας τέτοιας αστικής προσέγγισης της Επανάστασης μπορούμε να δούμε ως τις μέρες μας. Ανέφερε χαρακτηριστικά ο ΣΥΡΙΖΑ για την επέτειο των 199 χρόνων από την Επανάσταση:
«Η Επανάσταση του 1821 υπήρξε η ιδρυτική στιγμή της δημιουργίας του ελληνικού κράτους, αλλά και ένα κομβικό ιστορικό γεγονός του 19ου αιώνα. Ήταν μια λαϊκή, δημοκρατική επανάσταση, βασισμένη στις αξίες και τα ιδανικά του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης…»

Το πιο επικίνδυνο χαρακτηριστικό της προηγούμενης ανάλυσης και ανάλογων αστικών ιστοριογραφιών αφορά τη διαστρέβλωση του πραγματικού ταξικού χαρακτήρα της Επανάστασης του 1821.
Παρουσιάζοντας την Επανάσταση όχι ως αστική, αλλά ως λαϊκή δημοκρατική αποκρύπτει το πραγματικό περιεχόμενο της εξουσίας και του κράτους που προέκυψαν από αυτή.

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στην αλληλουχία των μεταμορφώσεων της αστικής ιστοριογραφίας.
Μετά από την επικράτηση της αντεπανάστασης στη Σοβιετική Ένωση και στις άλλες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης την περίοδο 1989-1991, σημειώθηκε πρωτόγνωρη υποχώρηση του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος σε διεθνές επίπεδο, ενώ δεν έμεινε αλώβητη και η κομμουνιστική ιστοριογραφία. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, με την αστική εξουσία να προσανατολίζεται αφενός σε αναβάθμιση του ρόλου της στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και σε διείσδυση του ελληνικού κεφαλαίου στα πρώην σοσιαλιστικά Βαλκάνια και αφετέρου σε σχέσεις καλής γειτονίας με την Τουρκία και στην ένταξη της τελευταίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η αστική ιστοριογραφία υιοθετούσε όλο και περισσότερο μια κοσμοπολίτικη ανάλυση.
Στο πλαίσιο της τελευταίας, από τη μια στιγματιζόταν ο ρόλος της επαναστατικής βίας στην ιστορική εξέλιξη και από την άλλη «λειαίνονταν» οι αιχμές στην παρουσίαση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επηρεάζοντας αναγκαστικά και τον τρόπο παρουσίασης της Επανάστασης του 1821.

Σήμερα, μέσα και έξω από την Επιτροπή «Ελλάδα 2021», διαπιστώνεται σημαντική αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο κυρίαρχες τάσεις της αστικής ιστοριογραφίας, μιας περισσότερο εθνικιστικής και μιας περισσότερο κοσμοπολίτικης

Οι δύο όψεις της αστικής ιστοριογραφίας, με τις όποιες παραλλαγές τους, πέρα από αντιτιθέμενα αστικά συμφέροντα, ενσαρκώνουν και μια αντίφαση ριζωμένη βαθιά στον πυρήνα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και της αστικής εξουσίας.
Η αστική εξουσία μπορεί να υφίσταται και να νομιμοποιείται στη συνείδηση της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων μόνο εξασφαλίζοντας την κυριαρχία της στο πλαίσιο ενός έθνους-κράτους και επικαλούμενη την εθνική ενότητα ανάμεσα στους εκμεταλλευτές και τους εκμεταλλευόμενους.
Όμως, την ίδια στιγμή τα οικονομικά συμφέροντα της αστικής τάξης καθώς και η αντικειμενική τάση διεθνοποίησης του κεφαλαίου απαιτούν αναγκαστικά συμμαχίες με άλλες αστικές εξουσίες, στο πλαίσιο ιμπεριαλιστικών ενώσεων και οργανισμών ή εκτός αυτού του πλαισίου. Ακόμα, απαιτούν εξαγωγές και εισαγωγές κεφαλαίων, πρώτων υλών, υπηρεσιών και εργατικού δυναμικού, αμφισβητώντας έμπρακτα την προτεραιότητα του έθνους-κράτους.


Θ. Βρυζάκης: Η Ελλάς Ευγνωμονούσα
Μάλιστα, όλα τα προηγούμενα συμβαίνουν μέσα στο πλαίσιο ενός διαρκούς ανταγωνισμού και μεταβαλλόμενων ισορροπιών δυνάμεων ανάμεσα στα αστικά κράτη, με αποτέλεσμα οι περίοδοι ενίσχυσης της συνεργασίας τους να εναλλάσσονται με αυτές των πολεμικών αναμετρήσεων, οδηγώντας σε αντίστοιχα μονοπάτια την κυρίαρχη αστική ιστοριογραφία.
Άλλωστε, ακόμα και σε περιόδους που ο εθνικισμός μοιάζει να κυριαρχεί στην αστική ιστοριογραφία και πολιτική, όπως το διάστημα 1950-1974, αυτό διόλου δε σημαίνει την απομόνωση της αστικής εξουσίας (ένταξη στο ΝΑΤΟ και σε άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς). Ανάλογα, όταν ο κοσμοπολιτισμός μοιάζει να κυριαρχεί στην πολιτική και την ιστοριογραφία, όπως από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 έως και το ξέσπασμα της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης του 2008, αυτό γίνεται μόνο για να προωθηθούν καλύτερα τα συμφέροντα της αστικής τάξης.
Έτσι, η πολιτική «εξωστρέφειας» συμπληρώνεται από τη συμμετοχή του αστικού κράτους σε ιμπεριαλιστικές στρατιωτικές επιχειρήσεις (2 πόλεμοι στο Ιράκ, Κόσσοβο, Αφγανιστάν κλπ.) που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων.

Με αυτήν την έννοια, η αστική ιστοριογραφία δεν μπορεί ποτέ να είναι καθαρά εθνικιστική ή καθαρά κοσμοπολίτικη.
Η αστική αντιπαράθεση για το περιεχόμενό της αναγκαστικά εξαντλείται στην αναλογία εθνικισμού-κοσμοπολιτισμού, η οποία εν τέλει διαμορφώνεται υπό το βάρος των προτεραιοτήτων και των συμφερόντων της κυρίαρχης μερίδας της αστικής τάξης σε κάθε εποχή.
Κατά συνέπεια, και σήμερα, το μίγμα εξαρτάται από τις αντιπαρατιθέμενες αστικές στρατηγικές. Για παράδειγμα, όσοι προτάσσουν την αναγκαιότητα της συνεκμετάλλευσης των πετρελαϊκών κοιτασμάτων με την Τουρκία υιοθετούν εκ των πραγμάτων και μια πιο κοσμοπολίτικη προσέγγιση της ιστορίας. Το ίδιο κάνουν εκείνα τα τμήματα του κεφαλαίου των οποίων τα κέρδη εξαρτώνται περισσότερο από τους στενούς δεσμούς που έχουν αναπτύξει με το αμερικανικό και ευρωπαϊκό κεφάλαιο. Σε αντίθετη ρότα κινούνται όσοι επιδιώκουν μια πιο δυναμική διεκδίκηση του ρόλου της ελληνικής αστικής εξουσίας στην περιοχή, αλλά και όσα αστικά τμήματα προσανατολίζονται σε άλλες διεθνείς συμμαχίες.


Θεόδ. Βρυζάκης:  Η Έξοδος του Μεσολογγίου

Πάντως, σε όλες της τις εκφάνσεις, η κυρίαρχη ιστοριογραφία, ακριβώς επειδή είναι αστική, δε θέλει και δεν μπορεί να εξετάσει διαχρονικά την ιστορία της Επανάστασης του 1821, όπως και κάθε άλλου ιστορικού γεγονότος, από τη σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης και των λαϊκών τμημάτων των μεσαίων στρωμάτων.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί καιροσκοπικά να επιχειρεί να αποδεχτεί τα κατά καιρούς αιτήματα του εργατικού-λαϊκού κινήματος ή ν’ αναγνωρίσει την ιστορική συνεισφορά του.
Όμως, αυτό εν τέλει αποσκοπεί στη μακροπρόθεσμη ενδυνάμωση της αστικής εξουσίας. Ο προσεταιρισμός του εργατικού-λαϊκού κινήματος καταλήγει στην ενσωμάτωσή του στις επιταγές της αστικής εξουσίας.

Επιπρόσθετα, η κυρίαρχη ιστοριογραφία, ακριβώς επειδή είναι αστική, δεν μπορεί να είναι και επιστημονική, με την ουσιαστική σημασία του όρου.
Επιχειρώντας να προσαρμόσει την ανάγνωση των ιστορικών γεγονότων στα εκάστοτε συμφέροντα και τις προτεραιότητες της αστικής εξουσίας και επιχειρώντας να την παρουσιάσει ως τον τελευταίο σταθμό στην ιστορία της ανθρωπότητας, απαρνείται την επιστημονική μεθοδολογία. Προσφεύγει άλλοτε στη μεταφυσική (όλα θα μείνουν ως έχουν) και άλλοτε σε αντιεπιστημονικά τεχνάσματα.
Συνεπώς αποτελεί πρωταρχική ανάγκη και αναπόσπαστη πλευρά της σημερινής ιδεολογικής-πολιτικής και ταξικής πάλης και της αναζήτησης της ιστορικής αλήθειας τόσο η αποδέσμευση της εργατικής τάξης και γενικά των λαϊκών στρωμάτων από το σύνολο των εκδοχών της αστικής ιστοριογραφίας όσο και η εξαγωγή χρήσιμων -από τη σκοπιά τους- ιστορικών συμπερασμάτων από την Επανάσταση του 1821.

Η ενίσχυση αυτής της προσπάθειας αποτελεί το βασικό λόγο έκδοσης της συγκεκριμένης συλλογής κειμένων. Η παρούσα συλλογή σε καμιά περίπτωση δε στοχεύει να εξαντλήσει όλες τις ιστορικές πτυχές της Επανάστασης, αλλά επικεντρώνεται ακριβώς σε εκείνες που μπορούν:
α) να αναδείξουν την ουσία των ιστορικών γεγονότων,
β) να συμβάλλουν στη διαμόρφωση ταξικών κριτηρίων για τη μελέτη της ιστορίας,
γ) να συνεισφέρουν στην πιο ουσιαστική αντιπαράθεση με την αστική ιδεολογία και πολιτική και
δ) μέσα από τα προηγούμενα να βοηθήσουν στην ενίσχυση της ταξικής πάλης.

Η έκδοση ανοίγει με το κείμενο του Μάκη Μαΐλη «Η κομματική ιστοριογραφία για το χαρακτήρα και τις κινητήριες δυνάμεις της Επανάστασης του 1821 και η στρατηγική του ΚΚΕ».
Στο κείμενο επιχειρείται μια κριτική αποτίμηση της πορείας της κομματικής ιστοριογραφίας. Ειδικότερα, επισημαίνεται ότι σε αυτή, υπό το βάρος σειράς ιστορικών γεγονότων (αδυναμία τελικής στρατιωτικής επικράτησης της Επανάστασης με δικές της δυνάμεις, ρόλος των ξένων δυνάμεων στην επιβολή της συνταγματικής μοναρχίας, μη ενσωμάτωση στο πρώτο ελληνικό κράτος σημαντικών αστικών κέντρων κλπ.), υποτιμήθηκε ο αστικός χαρακτήρας της Επανάστασης και του κράτους που προέκυψε από αυτήν και υπερτιμήθηκε η εξάρτηση του τελευταίου από τις λεγόμενες «Μεγάλες Δυνάμεις».
Το γεγονός αυτό είχε σημαντικές συνέπειες και στη διαμόρφωση της στρατηγικής του ΚΚΕ, αφού η τελευταία στηρίχτηκε στην πεποίθηση ύπαρξης φεουδαρχικών υπολειμμάτων τόσο στην ελληνική οικονομία όσο και στο εποικοδόμημα του ελληνικού κράτους.

Στη συνέχεια, με δεδομένο ότι η κατανόηση των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών μέσα στις οποίες ξέσπασε η Επανάσταση απαιτεί μια καλή γνώση της ιστορίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ακολουθεί μια σειρά κειμένων που προσπαθεί να εξοικειώσει τον αναγνώστη με το συγκεκριμένο ζήτημα.
Το κείμενο Η ιδιοκτησία γης στο μετέπειτα ελλαδικό χώρο κατά την οθωμανική περίοδο του Διονύση Αρβανιτάκη επιχειρεί να φωτίσει τις σχέσεις παραγωγής στο πλαίσιο της φεουδαρχικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που οδηγούσαν και στη διαμόρφωση αντίστοιχων ταξικών συμφερόντων. Με τη δομή της οθωμανικής εξουσίας ασχολείται το κείμενο του Χρήστου Κούκου Οι αλλαγές στο οθωμανικό εποικοδόμημα στις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης.
Τέλος, το κείμενο Η λειτουργία του Ορθόδοξου Οικουμενικού Πατριαρχείου μέσα στους κόλπους της οθωμανικής φεουδαρχικής εξουσίας των Χρήστου ΚούκουΣτρατή Δουνιά προσπαθεί να καταγράψει το ρόλο της Εκκλησίας στο πλαίσιο του οθωμανικού κράτους.

Στα τρία προηγούμενα κείμενα αποτυπώνεται το πώς η αδυναμία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να επεκτείνει τα εδάφη της μετά από το τέλος του 17ου αιώνα, σε συνδυασμό με την εμφάνιση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, οδήγησε στη σταδιακή παρακμή της και σε προσαρμογές τόσο στο επίπεδο των σχέσεων παραγωγής όσο και σε αυτό του οθωμανικού κράτους. Επιπλέον, στα κείμενα υπογραμμίζεται η διαφοροποίηση της φυλογενετικής υποτέλειας, ανάλογα με την ταξική θέση των υποτελών, ενώ σημειώνονται και οι δυνατότητες ένταξης μερίδας των υποτελών στο διοικητικό μηχανισμό του οθωμανικού κράτους.

Το κείμενο του Μηνά Αντύπα Η οικονομική ανάπτυξη τα χρόνια πριν την Επανάσταση (18ος – αρχές 19ου αιώνα).
Η διαμόρφωση της ελληνικής αστικής τάξης επικεντρώνεται στο πώς η επέλαση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (στο εμπόριο, στη ναυτιλία, στη βιοτεχνία κλπ.) επηρέασε τους ελληνόφωνους πληθυσμούς της, μεταβάλλοντας την ταξική διάρθρωση των περιοχών όπου ζούσαν και οδηγώντας στη διαμόρφωση της ελληνικής αστικής τάξης και αντίστοιχης εθνικής συνείδησης. Μέσω της παρουσίασης της οικονομικής βάσης της εποχής, δίνεται η δυνατότητα κατανόησης της επίδρασης που ασκούσαν στους ελληνόφωνους πληθυσμούς η ανάπτυξη των οικονομικών σχέσεων με τα καπιταλιστικά κράτη της εποχής και κατά προέκταση η γνωριμία τους με τα αστικά ριζοσπαστικά ρεύματα της Δυτικής Ευρώπης.

Μια καταγραφή των διαφορετικών κοινωνικών δυνάμεων της εποχής, των αντικρουόμενων συμφερόντων τους και κατά προέκταση των διαφορετικών τους πολιτικών προταγμάτων, καθώς και το πώς αυτά επέδρασαν στη στάση που κράτησαν απέναντι στην Επανάσταση, αλλά και στο χαρακτήρα της δίνεται στο κείμενο Ο ρόλος και η στάση των κοινωνικών δυνάμεων της εποχής στην Επανάσταση του 1821 – Ο χαρακτήρας της Επανάστασης, του Αναστάση Γκίκα.

Ο Τηλέμαχος Λουγγής με το κείμενό του Σχετικά με το ρόλο των ξένων δυνάμεων στέκεται στα αλληλοσυγκρουόμενα σχέδια των λεγάμενων «Μεγάλων Δυνάμεων» της εποχής, όπως αυτά συσχετίζονταν με τη στάση τους απέναντι στο Ανατολικό Ζήτημα και καθόρισαν την αντιμετώπιση της Επανάστασης του 1821 . Στο κείμενο καταγράφονται εξονυχιστικά οι διαρκείς αλλαγές της στάσης των «Μεγάλων Δυνάμεων» απέναντι στους επαναστατημένους Έλληνες, όπως αυτές καθορίζονταν από τις διαρκείς τροποποιήσεις στην ισορροπία δυνάμεων και από την εξέλιξη των πολεμικών αναμετρήσεων της Επανάστασης.


Θ. Βρυζάκης-Κολοκοτρώνης
Η Μαρίνα Λαβράνου με το κείμενο Τα Συντάγματα της αστικής Επανάστασης του 1821 καταγράφει το πώς αποτυπώθηκε ο αστικός χαρακτήρας της Επανάστασης, αλλά και οι κοινωνικές-ταξικές συγκρούσεις της περιόδου στα Συντάγματα που ψήφισαν οι Εθνοσυνελεύσεις. Επίσης, αναζητά σε αυτά τις ιδεο- λογικές-πολιτικές επιρροές από αντίστοιχα κείμενα των αστικών επαναστάσεων της εποχής, αλλά και από εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού.

Το κείμενο «Εμφύλιες» συγκρούσεις και «εμφύλιοι» πόλεμοι στην Επανάσταση του 1821 του Κώστα Σκολαρίκου εξετάζει το πώς ο διαφορετικός βαθμός αστοποίησης των κοινωνικών δυνάμεων που συμμετείχαν στην Επανάσταση επηρέαζε το βαθμό ωρίμανσης της εθνικής τους συνείδησης και διαπλεκόταν με τα σχέδια και τα συμφέροντα των λεγάμενων «Μεγάλων Δυνάμεων», πυροδοτώντας τις ενδοεπαναστατικές αντιπαραθέσεις. Επιπρόσθετα το κείμενο επιχειρεί ν’ αναδείξει ότι οι ενδοεπαναστατικές αντιπαραθέσεις αποτέλεσαν αναπόσπαστο στοιχείο όλων των αστικών επαναστάσεων, όπως και απαραίτητη προϋπόθεση για την επικράτηση της νέας αστικής εξουσίας.

Η Αλέκα Παπαρήγα με το κείμενο Η περίοδος της διακυβέρνησης του Ιωάννη Καποδίστρια αναδεικνύει τον αστικό χαρακτήρα του κράτους που προέκυψε από την Επανάσταση μέσα από την καταγραφή τόσο των μέτρων του κυβερνήτη Καποδίστρια όσο και των εσωτερικών και εξωτερικών αντιδράσεων που συνάντησαν και οι οποίες αποδίδονται στα αλληλοσυγκρουόμενα κοινωνικά-ταξικά συμφέροντα της εποχής.

Τέλος, το βιβλίο κλείνει με ένα Χρονολόγιο των σημαντικότερων γεγονότων της εποχής που έχει επιμεληθεί το Τμήμα Ιστορίας, σκοπεύοντας να βοηθήσει τον αναγνώστη να προσανατολιστεί καλύτερα στα γεγονότα της περιόδου.

Η ανάγνωση του συνόλου των κειμένων διαλύει πολλούς από τους μύθους της κυρίαρχης αστικής ιστοριογραφίας και τροφοδοτεί με ορισμένα σημαντικά συμπεράσματα.

Πρώτο: Η Επανάσταση αποτέλεσε συνέπεια των αλλαγών στις σχέσεις παραγωγής που έκαναν για συγκεκριμένες κοινωνικές δυνάμεις επιτακτικό το καθήκον της απαλλαγής από την υποτέλεια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και της συγκρότησης ενός αστικού κράτους με δική του εσωτερική αγορά. Συνεπώς, η Επανάσταση έγινε επίκαιρη σε μια συγκεκριμένη στιγμή στην ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (και όχι, π.χ., από την επόμενη της άλωσης της Κωνσταντινούπολης). Απόρροια της ίδιας ιστορικής περιόδου αποτέλεσαν η διαμόρφωση του έθνους και της εθνικής συνείδησης.

Δεύτερο: Η Επανάσταση εξέφραζε αναγκαστικά τα συμφέροντα της ανερχόμενης αστικής τάξης και επομένως δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει στη συγκρότηση ενός αστικού κράτους. Το αστικό έθνος-κράτος αποτελούσε την πραγματική επαναστατική απάντηση της εποχής στα αδιέξοδα της φεουδαρχικής εξουσίας, αλλά σε καμιά περίπτωση δε θα μπορούσε να οδηγήσει στην κατάργηση της ταξικής εκμετάλλευσης. Ως συνέπεια, η Επανάσταση δεν ήταν προϊόν εθνικής ομοψυχίας, αλλά αντίθετα αποτέλεσμα της ανειρήνευτης ταξικής πάλης, η οποία συνεχίστηκε τόσο κατά τη διάρκεια της Επανάστασης όσο και μετά από την αναγνώριση της Ανεξαρτησίας.

Τρίτο: Επίκαιρης σημασίας συμπέρασμα από την Επανάσταση του 1821 είναι ότι κανένας δυσμενής συσχετισμός δεν μπορεί να είναι στατικός, όταν έχουν ήδη αναπτυχθεί οι υλικές προϋποθέσεις για το ξεπέρασμα ενός κοινωνικού-οικονομικού σχηματισμού. Η φαινομενικά κραταιά Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισε να αποσυντίθεται κάτω από τα χτυπήματα της Επανάστασης και μάλιστα σε μια εποχή που η ήττα του Ναπολέοντα διαμόρφωνε ένα δυσμενή διεθνή συσχετισμό για τις αστικές δυνάμεις.

Τέταρτο και σημαντικότερο: Το αστικό έθνος-κράτος και η αστική τάξη που αποτελούσαν συντελεστές προόδου για την ιστορία της ανθρωπότητας στις αρχές του 19ου αιώνα έχουν σήμερα μεταβληθεί σε τροχοπέδη της. Η σημερινή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και η αντίφασή τους με τις υφιστάμενες καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, που ευθύνεται για τις κρίσεις και τους πολέμους απαιτείται να αρθεί επαναστατικά. Ηγετική δύναμη της επανάστασης δεν μπορεί παρά να είναι η εργατική τάξη και η εργατική εξουσία αυτή που θα αντικαταστήσει την αστική, καταργώντας την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.

Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ Ιούνης 2020