27 Απριλίου 2019

Ήλιος κι ανατέλλεις, Πάσχα μέγα Πάσχα, ήλιος φωτοδότης των Ελλήνων Πάσχα...


Πάσχα έχουμε. "Πέρασμα", δηλαδή της ζωής, του ανθρώπου και της φύσης από τη βαρυχειμωνιά... στην άνοιξη. Από τη θλίψη στην ελπίδα. Από τα πάθη που τυραννούν τη ζωή, στους πόθους που αναγεννούν τη ζωή.
Καλό Πάσχα, καλές γιορτές σε όλο το λαό μας, με αισιοδοξία, δύναμη κι ελπίδα και με πολύ πιο ισχυρό ΚΚΕ. Καλή Ανάσταση σε όλους
Καλό Πάσχα. Το Πάσχα, μακραίωνη λαμπρή γιορτή του λαού μας, ήταν και μένει μέγα σύμβολό του για πραγματική ανάσταση του τόπου μας. Λύτρωση του λαού από τα δεσμά της φανερής και κρυφής σκλαβιάς από ντόπιους και ξένους εκμεταλλευτές και "προστάτες".
Τότε ήταν αλλιώς...
Ολα ήτανε αλλιώς. Ακόμα και η Άνοιξη ήτανε αλλιώς. Θες τα λουλούδια που μοσκοβολούσαν, τα φύλλα των δέντρων που ήτανε πιο πράσινα, τα παράθυρα των σπιτιών που ήτανε πιο μεγάλα και καταβρόχθιζαν το φως του ανοιξιάτικου ήλιου, χωρίς να χορταίνουν. Θες τα μαλλιά της Χρυσαυγής που ήτανε όπως το άχερο ξανθά και άστραφταν λες και ήταν φτιαγμένα από χρυσάφι. Κι έβγαινε και στην αυλή του σπιτιού της να ποτίσει τα γαρίφαλα της προσφυγιάς, που μύριζαν πικραμύγδαλο και μέντα μαζί, όπως μύριζαν και τα μάγουλα της Χρυσαυγής, που τα φίλησα ένα απόγεμα έξω από το γαλατάδικο του κυρ - Αιμίλιου. Του κυρ - Αιμίλιου, που μπαινόβγαινε στη φυλακή, γιατί ένα βράδυ τύφλα στο μεθύσι ανέβηκε στο ξύλινο μπαλκόνι του σπιτιού του. Κρέμασε μια κόκκινη σημαία με ένα χρυσαφί σφυροδρέπανο, κεντημένο στην επάνω γωνία και άρχισε να τραγουδάει «Avanti popolo bandiera rossa, bandiera rossa». Έτρεξαν οι γείτονες να τον σταματήσουν, τίποτα αυτός. Μέχρι που ήρθε ο χωροφύλακας, ο επονομαζόμενος και Τσαγανιάς, γιατί είχε στραβά πόδια, και τον κατέβασε με το ζόρι.
Από εκείνο το βράδυ τον χάσαμε τον Αιμίλιο. Το γαλατάδικο έκανε τρεις μήνες ν' ανοίξει. Γι' αυτό κι εγώ βρήκα την ευκαιρία εκείνο το απόγεμα να φιλήσω το αριστερό μάγουλο της Χρυσαυγής, με τη συμφωνία πως δε θα το πω σε κανένα. Εγώ πού να κρατηθώ όμως. Πρώτα πρώτα το είπα στο Στέλιο, που έπαιζε σέντερ μπακ στα τσικό του ΠΑΟΚ. Και που τη γυρόφερνε κι αυτός τη Χρυσαυγή για τον ίδιο σκοπό. Ύστερα το είπα στο Λάκη το Βουλγαρόπουλο, μπακαλόγατο στο μπακάλικο του Δημαρά. Και να μην τα πολυλογώ σε μια βδομάδα βούιζε όλη η γειτονιά. Εγώ καμάρωνα και φούσκωνα όλο ερωτική έπαρση, μέχρι που με στρίμωξε ένα βράδυ ο αδερφός της Χρυσαυγής έξω από το κλειστό γαλατάδικο του Αιμίλιου, μου τράβηξε ένα γερό περντάχι και μου φύγανε και τα «φουσκώματα» και οι ερωτικές επάρσεις. Γι' αυτό σας λέω, ήτανε αλλιώς τότε η Άνοιξη. Το μόνο που σκέφτομαι καμιά φορά είναι πως εμείς αλλάξαμε και όχι η Άνοιξη. Αλλάξαμε και ξεχάσαμε πώς μυρίζουν τα γαρίφαλα. Ο Στέλιος δεν παίζει πια σέντερ μπακ και ο ΠΑΟΚ πάει από το κακό στο χειρότερο. Το μπακάλικο του Δημαρά έκλεισε. Άσπρισαν και τα χρυσαφένια μαλλιά της Χρυσαυγής, και τα μάγουλά της μυρίζουν τώρα φτηνή κολόνια.
Πέθανε κι ο Αιμίλιος, από πνευμονία στη Μακρόνησο και τον θάψανε η δικοί του στο χωριό ένα βροχερό βράδυ, κρυφά, τυλιγμένο σε μια κόκκινη σημαία με ένα χρυσαφένιο σφυροδρέπανο, κεντημένο στην επάνω γωνία. Λένε, μάλιστα, πως ο γιος του σιγοτραγούδησε πάνω από τον τάφο του, με σπασμένη φωνή «Avanti popolo, bantiera rossa, bantiera rossa». Ανοίγω κι εγώ τον ηλεκτρονικό μου υπολογιστή και βλέπω μέσα από εκεί τη ζωή και την Άνοιξη, μην τύχει και να ξαναβρώ κάπου εκεί, ανάμεσα στους ψηφιακούς αναστεναγμούς και στα ηλεκτρονικά ραβασάκια έστω και ένα από εκείνα τα μοσχομύριστα και τα ερωτικά, τα πικραμυγδαλένια και τα χρυσαφιά που κάνανε την Άνοιξη. Τη χαμένη μου, τη δική μου την Άνοιξη. Μα δε βρίσκω τίποτα!. Και τότε κλείνω τα μάτια μου και σιγοψιθυρίζω «Avanti popolo, bandiera rossa, bandiera rossa» [πηγή]
 Η Μάνα του Χριστού
Πώς οι δρόμοι εβωδάνε με βάγια στρωμένοι,
ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρο μπαξέδες!
Η χαρά της γιορτής όλο και πιότερο αξαίνει
και μακριάθε βογγάει και μακριάθε ανεβαίνει.
Τη χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα,
των αλλώνε τα μίση καιρό τήνε θρέφαν
κι αν η μάβρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα,
να που βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα!
Α! πώς είχα σα μάνα κ' εγώ λαχταρήσει
(είταν όνειρο κ' έμεινεν, άχνα και πάει)
σαν και τ' άλλα σου αδέλφια να σ' είχα γεννήσει
κι από δόξες αλάργα κι αλάργ' από μίση!
Ενα κόκκινο σπίτι σ' αβλή με πηγάδι...
και μια δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι...
νοικοκύρης καλός να γυρνάς κάθε βράδυ,
το χρυσό, σιγαλό και γλυκό σαν το λάδι.
Κι αμ' ανοίγεις την πόρτα με πριόνια στο χέρι,
με τα ρούχα γεμάτα ψιλό ροκανίδι,
(άσπρα γένια, άσπρα χέρια) η συμβία περιστέρι
ν' ανασαίνει βαθιά τ' όλο κέρδον αγέρι.
Κι αφού λίγο σταθείς και το σπίτι γεμίσει
τον καλό σου τον ήσκιο, Πατέρα κι Αφέντη,
η ακριβή σου να βγάνει νερό να σου χύσει,
ο ανυπόμονος δείπνος με γέλια ν' αρχίσει.
Κι ο κατόχρονος θάνατος θα φτανε μέλι
και πολλή φύτρα θα φηνες τέκνα κι αγγόνια
καθενού και κοπάδι, χωράφι κι αμπέλι,
τ' αργαστήρι εκεινού, που την τέχνη σου θέλει.
Κατεβάζω στα μάτια τη μάβρην ομπόλια,
για να πάψει κι ο νους με τα μάτια να βλέπει...
Ξεφαντώνουν τ' αηδόνια στα γύρο περβόλια,
λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεπτή μοσκοβόλια.
Φέβγεις πάνου στην άνοιξη, γιε μου καλέ μου,
Ανοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.
Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιέ μου,
δε μιλάς, δεν κοιτάς, πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!
Καθώς, κλαίει, σαν της παίρνουν το τέκνο, η δαμάλα,
ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια.
Στύλωσέ μου τα δυο σου τα μάτια μεγάλα:
τρέχουν αίμα τ' αστήθια, που βύζαξες γάλα.
Πώς αδύναμη στάθηκε τόσο η καρδιά σου
στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας να μπεις!
Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!)
δεν ήξεραν ακόμα ούτε ποιο τ' όνομά σου!
Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη...
Δολερά ξεσηκώσανε τ' άγνωμα πλήθη
κι όσο η γήλιος να πέσει και νάρθει το δείλι,
το σταβρό σου καρφώσαν οι οχτροί σου κ' οι φίλοι.
Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα,
σα ρωτήσανε: "Ποιος ο Χριστός;" τι πες "Να με"!
Αχ! δεν ξέρει, τι λέει το πικρό μου το στόμα!
Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ' έμαθ' ακόμα!
Κώστα Βάρναλη, «Η Μάνα του Χριστού»
Ποιητικά, Το φως που καίει - Σκλάβοι Πολιορκημένοι


Τότε και τώρα
Κάποτε, όχι και πολύ πίσω, στις γειτονιές, στις πόλεις και τα χωριά, ακόμη και στην πρωτεύουσα "σήκωναν" στην κυριολεξία τα σπίτια. Τα ετοίμαζαν για την Ανάσταση. Τα έβαφαν πχ. τα προσφυγικά, τα έπλεναν, τα έκαναν "καινούρια". Όσοι είχαν έστω και ένα δέντρο μπροστά από το σπίτι τους το ασβέστωναν, έριχναν χαλίκι φρέσκο στην αυλή. Έπλαθαν κουλούρια, τσουρέκια, σκαλτσούνια, ετοίμαζαν τη σούβλα, το αρνί, τη μαγειρίτσα. Το πασχαλινό τραπέζι ήταν κάτι  ξεχωριστό, μοναδικό, ανεπανάληπτο, που άρχιζε από τα ξημερώματα -αμέσως μετά τις 12.00 του Σαββάτου να ετοιμάζεται -κάποιοι ξεκίναγαν ακόμη νωρίτερα. Ούζο, κρασί, ή τσικουδιά ανάλογα με την περιοχή έρεαν άφθονα από την προηγούμενη... Καλεσμένοι ο πρώτος περαστικός, ο γνωστός ή ακόμη και ο εντελώς άγνωστος -ήταν τότε που τα κλειδιά ήταν πάνω στις πόρτες, ή κάτω από το πατάκι. Ο μεζές περίμενε κι ο οικοδεσπότης επίσης -με τη σειρά του, να ακούσει από το στόμα του άλλου πως ναι, το δικό του κοκορέτσι ήταν νοστιμότερο από του διπλανού. Τώρα; Τώρα όλο και κάτι έχει μείνει από τα παλιά, αλλά δεν ξεσηκώνουμε πια τα σπίτια, αντίθετα τα κλειδώνουμε και όπου φύγει φύγει. Τώρα το τσουρέκι, τα σκαλτσούνια, τα κουλούρια μας τα ετοιμάζει ο φούρνος. Ακόμη και τ' αυγά, που πολλοί από μας τα βάφαμε με τους πιο σοφιστικέ τρόπους -με λουλούδια, με στάμπες, κόκκινα με παντζάρια, πράσινα με σπανάκι, κίτρινα με ξερά φλούδια κρεμμυδιών & κάλτσα νάιλον, γαλάζια - μπλε με κοκκινολάχανο (αυτό που σήμερα είναι γνωστό ως Radicchio, της κατηγορίας Cichorium intybus = Βελγικό αντίδι) και με κόλπα σπάγκο ή κύπερη για σχέδιο
κά., τα αυγά λοιπόν, τ' αγοράζουμε συχνά βαμμένα... χρόνος δεν υπάρχει, τον κυνηγάμε εμείς, τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας, η υπομονή και η αντοχή μας εγκατέλειψαν. Οι αργίες του Πάσχα ευτυχώς -αλλά μέχρι πότε; παραμένουν και επιμένουν. Καλό Πάσχα, λοιπόν και, καλή Ανάσταση! "Θα τα πούμε" (που λέει ο λόγος)

"Πέρασμα", άνοιγμα κι Ανάσταση
Η άνοιξη -  το πέλαγος - ο Επιτάφιος - το πρώτο χελιδόνι - 
ο ήλιος και η θάλασσα ... η πρώτη Ανάσταση
Πάσχα σημαίνει "πέρασμα" και είναι από τις μεγαλύτερες γιορτές του Ιουδαϊσμού, που τότε έπεφτε στις 14 του μήνα Νισάν. Άνοιξη έγινε και η Έξοδος των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο. Για μας τους Έλληνες το Πάσχα, μέχρι πρότινος, ήταν η περισυλλογή και όλα εκείνα τα "τότε", μαζί και η "ιεροτελεστία... συλλογής εντοσθίων για τη μαγειρίτσα, το κοκορέτσι και το σπληνάντερο. Ήταν η σούβλα, το αρνάκι (και κατσίκι ή προβατίνα -το "χοντρό" που λέγαμε), το κόκκινο αυγό και το τσούγκρισμα. Ήταν ο (κατ' ευφημισμό) "θόρυβος" των βεγγαλικών και των βαρελότων στη νεκρική σιωπή του χειμώνα, οι χαρούμενες κατακίτρινες μαργαρίτες και οι φλογερές παπαρούνες, που αντικαθιστούσαν τα μελαγχολικά, ρομαντικά κυκλάμινα. Ανάσταση, και το ανθρώπινο το πάθος για ανάταση ήταν έντονο. Ακόμη, ήταν το φως της άνοιξης, τόσο δυνατό, που με ένα "βλέμμα" του χρωμάτιζε το σκούρο χρώμα που κυριαρχούσε τους χειμερινούς μήνες. Ήταν η νίκη της ζωής πάνω στο θάνατο. Ήταν μέρες γιορτής, μέρες λαμπρής, μέρες στοργής. Τώρα τι είναι;
Πάσχα, σήμερα, και εξακολουθεί να είναι μια από τις μεγαλύτερες γιορτές της (ορθόδοξης -βασικά) Χριστιανοσύνης. Και της εξαλλοσύνης και αλλοφροσύνης... Και, "πέρασμα" είναι από τα διόδια (κι ας έχουν περάσει τα τριώδια). Αν είναι κάπου κοντά, τη βολεύεις ... αν πρέπει να διαβείς το Ρουβίκωνα, το Ρίο, τη "gefyra" που λένε την έβαψες, δυο φορές και βάλε το κόστος του αρνιού. Τίποτε δε μας πτοεί, τίποτε δεν είναι ικανό να αναχαιτίσει τη διάθεσή μας για διαφυγή, για φυγή, για απόδραση, τίποτε δε μας χαλά την επιθυμία να το βάλουμε στα πόδια, αφήνοντας πίσω και το Τσιπρέικο που μας άλλαξε τα φώτα και συνεχίζει απτόητο. Για κάποιους από μας -όλο και πιο λίγους όμως, η εξίσωση είναι κάπως πάντα έτσι. "Πέρασμα" +"άνοιξη" = Εξοδος!, καθόλου επική και λυρική, όπως εκείνη των Ισραηλιτών, αλλά μαρτυρική και μποτιλιαρισμένη.  Φορτώνουμε το γιωταχί και ξεκινάμε για το δικό μας, "σύγχρονο Γολγοθά", τις πάλαι ποτέ Εθνικές και νυν ΠΑΘΕ ...
Δύναμη ζωής
Ναι, οι περισσότεροι έφυγαν, αλλά πάντα θα μείνουν μερικοί, έτσι για να φυλάνε τις .."Θερμοπύλες". Ανάμεσά τους και εμείς, που, τελευταία, η απόφασή μας για μετακίνηση... είναι αμετακίνητη. Όσοι έχουμε αυλή, ταράτσα ή κάτι που μας επιτρέπει να αναβιώσουμε (τρόπος του λέγειν) αυτά που κάποτε ήταν τρόπος ζωής πάει καλά. Οι υπόλοιποι, ανατρέχουμε σε άλλους τόπους, που κι αυτοί μπορεί να έγιναν βορά της "εξέλιξης". Το βιβλίο "Γιορτές - έθιμα & τα τραγούδια τους" γράφει κάπου: "Οταν χορεύει ο Θράκας, γίνεται πραγματικά ένθεος. Αλλοπαίρνεται. Πάει σε άλλους τόπους"... Η Σαρακοστή, λοιπόν, που καθήλωσε τον Θράκα, που τον ανάγκασε να απομακρυνθεί από τη θεϊκή εκτόνωσή του, το χορό, πέρασε. Και έρχεται τώρα το Πάσχα και ξαναβρίσκει το μελωδικό, το ρυθμικό, τον κινητικό και ευλύγιστο εαυτό του. Είναι Πάσχα, χορεύει και τραγουδά κι αυτό του φτάνει. Δε γιορτάζει με ιδιαίτερο τρόπο, χορεύει, με τρόπο, διαφορετικό, ξεχωριστό. Πλέκει τη χαρά με τη θλίψη, υφαίνει, θα λέγαμε, τη μελαγχολία με την ευθυμία του και τις κάνει νότες, τις μεταμορφώνει σε κίνηση (με επιφύλαξη αν θα συμβούν αυτά φέτος, που μαζί με την παραδοσιακή "θράκα" από κληματόβεργα -είδος σε ανεπάρκεια πια μπορεί να μπήκαν στο χρονοντούλαπο και οι Θράκες του βιβλίου)
Η γυναίκα με τη Ρόκα
Στην Πιερία, στο Μοσχοπόταμο και σε πολλά γειτονικά χωριά, την Τρίτη του Πάσχα γίνεται ένα πανηγύρι με κεντρικές ηρωίδες τις γυναίκες. Πρόσωπα ευχάριστα, νεανικά ή κουρασμένα και ηλικιωμένα κυριαρχούν στη γιορτή. Νωρίς το απόγευμα, οι νέοι του χωριού συγκεντρώνονται στην πλατεία και χορεύουν με τους ήχους των οργάνων, χωρίς να λέγεται κανένα τραγούδι. Μετά αποχωρούν γιατί οι πιο ώριμοι καταφτάνουν και εκείνοι ζητούν, όπως είναι φυσικό, άλλωστε, κάτι συγκεκριμένο. Ένα τραγούδι: ένα τραγούδι που καλεί τις γυναίκες να εμφανίζονται διακριτικά, αμέσως μετά αποφασιστικά για να σπάσουν την ανδρική ομοιομορφία. Σε κάποια στιγμή εμφανίζεται μια σεβάσμια ηλικιωμένη που κρατά τη ρόκα με την τουλούπα από μπαμπάκι περασμένη επάνω της, τη ρόκα που έχουν φτιάξει νωρίτερα οι άνδρες του χωριού. Εκείνη, στητή σαν κυπαρίσσι, γερασμένη, αλλά αγέρωχη και ακούραστη περπατά ρυθμικά και τραγουδά: "Μι βλέπετε πιδάκια μου/ πώς γνέθω ιγώ τη Ρόκα; Σι βλέπουμε Μανούλα μου/ πως μας πονάς κι γνέθεις".
Σε λίγο, η Ρόκα θα φλογιστεί και οι άνδρες, τάχατες, φοβισμένοι θα το βάλουν στα πόδια και η "γυναίκα με τη Ρόκα" θα τους κυνηγήσει...
Πως να ΄ναι άραγε η αγέρωχη μάνα; Μοιάζει καθόλου με εκείνη τη γυναίκα με την κασόνα "ζαλίγκα" του φωτογράφου της Αντίστασης Σπ. Μελετζή;
Η θυσία
Ακόμη και στις μέρες μας η ζωοθυσία είναι κάτι το συνηθισμένο. Σε μερικά σημεία της Ελλάδας, κυρίως στη Θράκη, αλλά και στη Μακεδονία κι ακόμη στη Μυτιλήνη κρατά πολλά από τα αρχέγονα στοιχεία της. Εδώ και μερικά χρόνια ακόμη και στα Σπάτα, και σε άλλα σημεία των Μεσογείων, η ζωοθυσία ήταν μια ζωντανή παράδοση... Στη Μακεδονία οι πρόσφυγες της Ανατολικής Ρωμυλίας εξακολουθούν και διατηρούν τον πατροπαράδοτο τρόπο της πατρίδας τους. Θυσιάζουν τα ζώα, αλλά ταυτόχρονα κρατούν και τα παλιά όργανα: τη λύρα και την γκάιντα και για την περίσταση παίζουν μελωδίες και τραγουδούν ανάλογα τραγούδια. Την ώρα της θυσίας...
Το χαρακτηριστικό όμως τραγούδι είναι εκείνο "Της Τρίχας το γιοφύρι". Είναι η θυσία της νέας γυναίκας για να στεριώσει. Ψυχολογικά, είναι μια προέκταση της επιθυμίας η ζωοθυσία να έχει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Έτσι κόβεται το τραγούδι και οι τελευταίοι στίχοι, που μιλούν για την κατάρα της θυσιαζόμενης γυναίκας, αλλά και για τη μεταμέλειά της δεν ακούγονται. Απλώς της θυμίζουν ότι θα μπορούσε να ήταν θύμα ο ίδιος της ο αδελφός, καθώς θα περνούσε το γιοφύρι και θα μπορούσε να είχε γκρεμιστεί. Άρα, η θυσία, ακόμη και του ζώου κατά τους Θράκες, οφείλει να είναι εθελοντική. Έτσι ώστε στην περίπτωση που το ζώο αντισταθεί πολύ και δε βαδίσει ήσυχα και μοιρολατρικά προς τη θυσία του, η τελευταία θα πρέπει να ματαιωθεί.
Προσκυνώ τη χάρη σου λαέ μου,
σκύβω το κεφάλι στα μαρτύριά σου
και θαυμάζω λαέ μου τα έργα σου.
Ματώνεις τη σκέψη σου,
ματώνεις τα νύχια σου λαέ μου
για να βγάλεις τον άρτο τον επιούσιο.
(στιχουργός Μιχάλης Σταυρακάκης)
Ποιος δεν ξέρει τους στίχους του Μίχαλου ή Νιδιώτη που μελοποίησε ο Γιάννης Μαρκόπουλος.Ένας άνθρωπος που αγαπήθηκε όσο αγάπησε, που τιμήθηκε από τον κόσμο και τους καλλιτέχνες όσο τίμησε τους ανθρώπους και την τέχνη, εκείνος που γονάτισε ευλαβικά και προσκύνησε τα πάθη του λαού.Ο Μιχάλης γεννήθηκε  το 1928 και πατέρας του ήταν ο Γιώργης Σταυρακάκης ή Πανιάς, από την Καρκαδιώτισσα, ο  Μίχαλος, ο βοσκός της Κρήτης με την ελεύθερη σκέψη και τον εμπνευσμένο ποιητικό λόγο, που πέθανε σε ηλικία 72 ετών
Ποιος Κρητικός δεν έχει σιγοτραγουδήσει στο φεγγαρόφωτο
Μ’ αρέσει στην ακρογιαλιά
να κάθομαι να κλαίω
σε κάθε κύμα που ‘ρχεται
τον πόνο μου να λέω.
Έχοντας ψηλά το κεφάλι γιατί παρέμεινε πάντα γνήσιος και υπηρέτησε όσο ελάχιστοι στην εποχή μας το χώρο στον οποίο ανήκε, τον αγροτοκτηνοτροφικό.
Ο λαϊκός ποιητής Νιδιώτης ύμνησε όσο κανείς τον ιδρώτα του εργαζόμενου
Δεν είναι λευτεριά εκείνη,
φώναξε εργάτη δυνατά
που ξεχωρίζει τους ανθρώπους σε δούλους και αφεντικά.
Δεν είναι λεύτερη η πατρίδα
που έχει σύνορα στη γη
ζωή που ζει μέσα στη φτώχεια,
δεν είναι λεύτερη ζωή.
Ηταν ένας ποιητής που έκανε το βοσκό.Είναι ο άνθρωπος που απέδειξε ότι και οι ταπεινοί, αγράμματοι βοσκοί, μπορούν να γίνουν ποιητές και να εμπνεύσουν την ανθρωπότητα.
Αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης σημαιοφόρος της ειρήνης, μέλος και στέλεχος του ΚΚΕ. Τα ποιήματα του έχουν ταξικά χαρακτηριστικά, Υπερασπίζονται την κοινωνική δικαιοσύνη, την ειρήνη τη διεθνιστική αλληλεγγύη και συνάμα ο λυρισμός τους είναι ερωτικός και νοσταλγικός.
Το 1978 τύπωσε την πρώτη ποιητική συλλογή του, με τον τίτλο «Ποιήματα». Από την πρώτη αυτή συλλογή το 1983 ο Γιάννης Μαρκόπουλος μελοποίησε πέντε, και αποτέλεσε την επισφράγιση της γενικότερης αναγνώρισης και καταξίωσης των ποιημάτων του
Συνοπτικό χρονολόγιο
1928 Γεννήθηκε στα Ανώγεια Μυλοποτάμου
1943 Οργανώνεται στην ΕΠΟΝ Ανωγείων
1944 Συνελήφθη στις 30 Απριλίου από τους Γερμανούς στο Αρκάδι Μονοφατσίου μαζί με άλλους πατριώτες και οδηγήθηκαν στις φυλακές του Χουδετσίου, απ’ όπου και δραπετεύουν.
1950 Εκλέγεται μέλος του ΔΣ του Κτηνοτροφικού συλλόγου Ανωγείων
1951 Συλλαμβάνεται με την κατηγορία ότι έγραφε κομμουνιστικά συνθήματα στους τοίχους του Δημοτικού Σχολείου
1954 Εκτοπίζεται για δυο χρόνια στο Γύθειο Λακωνίας
1957 Εκλέγεται στο Γραφείο της ΕΔΑ Ανωγείων
1958 Αναπληρωματικό μέλος της ΝΕ Ηρακλείου της ΕΔΑ
1973 Γίνεται μέλος του ΚΚΕ
1974 Πρωτοστατεί στην συγκρότηση της ΚΟΒ Μονοφατσίου Ηρακλείου και εκλέγεται Γραμματέας της
1975 Εκλέγεται μέλος στο Γραφείο Υπαίθρου του ΚΚΕ στο Νομό Ηρακλείου
1978 Εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή
1979 Εκλέγεται μέλος του ΔΣ της ΟΑΣΝΗ
1982 Εκλέγεται μέλος της ΝΕ Ηρακλείου του ΚΚΕ
1983 Με κομματική ευθύνη πρωτοστατεί στη συγκρότηση της Επιτροπής Ειρήνης στην επαρχία Μονοφατσίου και εκδίδει την εφημερίδα «Ειρήνη»
1989 Η ΟΑΣΝΗ του απονέμει το βραβείο «ΚΙΛΕΛΕΡ»
1989 Εκδίδει τη δεύτερη ποιητική συλλογή του με τον τίτλο «Αιχμές»
1994 Εκδίδει την τρίτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Ντούκου-ντούκου το σοφαδάκι…»
Ποιήματα του έχουν μεταφραστεί στα Γερμανικά και στα Αγγλικά.
Η Guardian του Λονδίνου και το Associated Press εκθειάζει το έργο του σχολιάζοντας ένα ποίημα του με τίτλο «Γράμμα σε μια Αφρικάνα-Χαϊμαλίνα»
Ριζοσπάστης |> Στην αγκαλιά των ουρανών ο Μ. Σταυρακάκης



ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΩΝ ΠΑΣΧΑΛΙΝΩΝ ΑΥΓΩΝ
Σύμφωνα με την παράδοση κάθε χρόνο τη Μεγάλη Πέμπτη οι νοικοκυρές σε όλη την Ελλάδα ετοιμάζουν τα τσουρέκια και βάφουν τα κατά παράδοση κόκκινα αυγά, καθώς το αυγό συμβολίζει τη γονιμότητα και τη δημιουργία ενώ σύμφωνα με άλλους συμβολίζει την αναγέννηση του κόσμου και την ανανέωση της φύσης. Το κόκκινο μάλιστα χρώμα αποκτά διάφορους συμβολισμούς: Για κάποιους το κόκκινο χρώμα συμβολίζει το αίμα που έχυσε ο Χριστός όταν σταυρώθηκε ενώ για άλλους τα αυγά βάφονται κόκκινα ως έκφραση χαράς για το ευτυχισμένο γεγονός της Ανάστασης του Κυρίου και συνάμα μέσο αποτρεπτικό κάθε κακού. Σύμφωνα με μια παράδοση από την Καστοριά, όταν αναστήθηκε ο Χριστός το είπαν σε μια γυναίκα και αυτή δεν το πίστεψε και είπε: " Όταν τα αυγά που κρατώ θα γίνουν κόκκινα τότε θα αναστηθεί και ο Χριστός. Και αυτά έγιναν κόκκινα" .
Ιδιαίτερη αξία, μάλιστα, είχε για τους κατοίκους της επαρχίας το πρώτο αυγό που θα βαφόταν. Σε πολλές περιοχές το ονόμαζαν "Το Αυγό της Παναγίας" και το φύλαγαν στο εικονοστάσι για ένα χρόνο, πιστεύοντας πως αυτό το αυγό βοηθάει στο ξεμάτιασμα ή στο να ξορκίσουν το χαλάζι και τις πλημμύρες. Την επόμενη χρονιά το έθαβαν στα χωράφια, για να είναι εύφορα, ή το έβαζαν στο μαντρί των ζώων για να ευλογήσει τη γονιμότητά τους.
Τα αβγά βάφονται την Μεγάλη Πέμπτη η οποία είναι η ημέρα του Μυστικού Δείπνου, όπου ο Χριστός πρόσφερε άρτο και κρασί ως συμβολισμό για το σώμα Του και το αίμα Του, έτοιμος να θυσιαστεί για να ελευθερώσει τον κόσμο από τα δεσμά της αμαρτίας.
Μέρος του εθίμου των πασχαλινών αβγών είναι και το τσούγκρισμα. Πριν την κατανάλωσή τους, ιδιαίτερα στο πασχαλινό τραπέζι, ο καθένας διαλέγει το δικό του αβγό και το τσουγκρίζει με αυτό άλλου, μέχρι να αναδειχθεί αυτός που έχει το πιο γερό (καμιά φορά καταλήγει και σε ισοπαλία -«ένας κώλος-«μία μύτη». Σύμφωνα με την παράδοση το αβγό είναι σύμβολο ζωής και όπως σπάει κατά τη διαδικασία του τσουγκρίσματος, έτσι έσπασε και ο τάφος από τον οποίο βγήκε ο Χριστός.
ΕΘΙΜΑ ΑΝΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
Το βάψιμο των αβγών κάθε Μεγάλη Πέμπτη αποτελεί κοινή πρακτική στο σύνολο σχεδόν του ορθόδοξου κόσμου και συνδέεται με παραδόσεις αιώνων. Το κόκκινο αβγό, προχριστιανικό σύμβολο της ζωής, ενισχυμένο από το συμβολισμό του κόκκινου χρώματος από το αίμα της θυσίας του Χριστού, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του εθιμοτυπικού των ημερών για όλους τους ορθόδοξους λαούς. Σε χώρες του σλαβικού -κυρίως- κόσμου, τα βαμμένα αβγά είναι μικρά έργα τέχνης, εφάμιλλα ζωγραφικών πινάκων ή θρησκευτικών εικόνων.
Στην Ουκρανία, τα ζωγραφισμένα αβγά -εκτός από έθιμο των ημερών- αποτελούν, όλο το χρόνο, σουβενίρ για όσους επισκέπτονται τη χώρα. Για το ζωγράφισμα, χρησιμοποιείται η μέθοδος μπατίκ. Τα μέρη στο τσόφλι που δεν πρέπει να βαφτούν, καλύπτονται με κερί. Κατόπιν, με ένα ειδικό εργαλείο και λιωμένο κερί, το αβγό σχεδιάζεται και μετά στολίζεται. Οι Πολωνοί βάφουν, επίσης, και αβγά πάπιας ή χήνας. Στο παρελθόν, επιτρεπόταν μόνο στις γυναίκες να διακοσμήσουν αβγά, ενώ απαγορευόταν η είσοδος των ανδρών στο σπίτι κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, καθώς, σύμφωνα με την παράδοση, έφερναν κακοτυχία και ατυχήματα . Το βάψιμο των αβγών κάθε Μεγάλη Πέμπτη αποτελεί κοινή πρακτική στο σύνολο σχεδόν του ορθόδοξου κόσμου και συνδέεται με παραδόσεις αιώνων. Το κόκκινο αβγό, προχριστιανικό σύμβολο της ζωής, ενισχυμένο από το συμβολισμό του κόκκινου χρώματος από το αίμα της θυσίας του Χριστού, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του εθιμοτυπικού των ημερών.
Σε χώρες του σλαβικού -κυρίως- κόσμου, τα βαμμένα αβγά είναι μικρά έργα τέχνης, εφάμιλλα ζωγραφικών πινάκων ή θρησκευτικών εικόνων.
Στην Ουκρανία, τα ζωγραφισμένα αβγά -εκτός από έθιμο των ημερών- αποτελούν, όλο το χρόνο, σουβενίρ για όσους επισκέπτονται τη χώρα. Για το ζωγράφισμα, χρησιμοποιείται η μέθοδος μπατίκ. Τα μέρη στο τσόφλι που δεν πρέπει να βαφτούν, καλύπτονται με κερί. Κατόπιν, με ένα ειδικό εργαλείο και λιωμένο κερί, το αβγό σχεδιάζεται και μετά στολίζεται. Οι Πολωνοί βάφουν, επίσης, και αβγά πάπιας ή χήνας. Στο παρελθόν, επιτρεπόταν μόνο στις γυναίκες να διακοσμήσουν αβγά, ενώ απαγορευόταν η είσοδος των ανδρών στο σπίτι κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, καθώς, σύμφωνα με την παράδοση, έφερναν κακοτυχία και ατυχήματα σπασίματος. Στο Νότο της Κροατίας, πάνω στο κόκκινο της βαφής, σχεδιάζεται ένας λευκός σταυρός, ενώ στην υπόλοιπη χώρα κυριαρχούν σχέδια με λουλούδια και γεωγραφικά μοτίβα, εμπνευσμένα κυρίως από τη φύση. Στο Νότο της Κροατίας, πάνω στο κόκκινο της βαφής, σχεδιάζεται ένας λευκός σταυρός, ενώ στην υπόλοιπη χώρα κυριαρχούν σχέδια με λουλούδια και γεωγραφικά μοτίβα, εμπνευσμένα κυρίως από τη φύση.
 Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΠΑΣΧΑΛΙΝΩΝ ΑΥΓΩΝ
Τα πασχαλινά αυγά κουβαλούν μια χαρακτηριστική και παράξενη πορεία μέσα στους αιώνες.
Οι αρχαίοι Έλληνες, οι Πέρσες και οι Κινέζοι έδιναν τα αυγά σαν δώρα, στις ανοιξιάτικες γιορτές τους πολύ πριν τις προ-Χριστιανικές ανοιξιάτικες γιορτές. Εμφανίζονται δε παράλληλα στην ειδωλολατρική μυθολογία, όπου διαβάζουμε πως το Πουλί του Ήλιου έχει εκκολαφθεί από το Aυγό της Γης. Μερικά παγανιστικά έθιμα δείχνουν τον παραλληλισμό του αυγού προς τη δημιουργία της ζωής πάνω στη γη. Ο Ουρανός και η Γη θεωρούνταν σαν να ήταν τα μισά ενός αυγού, από όπου ξεπρόβαλλε η ζωή πάνω στη Γη.
Για τους πρώτους Χριστιανούς το αυγό είναι ολοφάνερα το σύμβολο της Ανάστασης του Χριστού, πιστεύεται πως είναι το πιο κατάλληλο και ιερό μέρος του εορτασμού του Πάσχα. Νωρίτερα στο Μεσαίωνα, βάφονταν αυγά για να δοθούν σαν δώρα το Πάσχα.
Κατά τον 17ο αιώνα, ο Πάπας Παύλος ο 5ος ευλόγησε το ταπεινό αυγό με μια δέηση: "Ευλόγησε Ύψιστε το δικό σου αυτό δημιούργημα, το αυγό, το οποίο μπορεί να γίνει μια ευεργετική τροφή των δικών σου πιστών τρώγοντας και ευγνωμονώντας Σε, ένεκεν της Ανάστασης του Κυρίου μας".
Απαγορευμένα κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής, τα αυγά επανεμφανίζονται την Κυριακή του Πάσχα και σαν μέρος της γιορτής και σαν δώρα προς την οικογένεια και τους φίλους.
Στη μεσαιωνική Αγγλία,  το βάψιμο και η διακόσμηση των αυγών αποτελούσε έθιμο για όλες τις οικογένειες. Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του Εδουάρδου του πρώτου, το 1290 ξοδεύτηκαν 18 πένες (τεράστιο -τότε- ποσό) για να βαφτούν και να χρυσοστολιστούν 450 αυγά που θα χρησίμευαν σαν πασχαλινά δώρα.
Στη Γερμανία τα αυγά δίνονταν στα παιδιά μαζί με άλλα πασχαλινά δώρα, ενώ αργότερα δημιουργήθηκε το ”κυνήγι του χαμένου αυγού”. Πρόκειται για ένα παιχνίδι σύμφωνα με το οποίο το Πασχαλινό Κουνελάκι κρύβει καλά, σε κήπους και αυλές, τα πασχαλινά αυγά, τα οποία αργότερα αντικαταστάθηκαν με σοκολατένια, και τα μικρά παιδάκια πρέπει να τα βρουν και να τα μαζέψουν στο καλάθι τους. Νικητής είναι αυτός που έχει μαζέψει τα περισσότερα.
Τα χαρτονένια και τα σοκολατένια πασχαλινά αυγά έχουν αρκετά πρόσφατη προέλευση. Τα φυσικά αυγά τα στολισμένα με χρώματα ή με σχέδια και χαλκομανίες έχουν "πολιτογραφηθεί" σαν σύμβολο της συνέχειας της ζωής και της ανάστασης.

25 Απριλίου 2019

Bouillabaisse (Μπουγιαμπέσα) η γαλλική κακαβιά

Τη μεγαλοβδομάδα λένε όχι στο κρέας ναι στο ψάρι! Ποιοι; Όχι εμείς πάντως που τα απολαμβάνουμε αμφότερα, αρκεί να είναι μαγειρεμένα «όπως πρέπει»…
Μεταξύ αυτών η παραδοσιακή μας κακαβιά, που πρωτοφάγαμε στην Κίμωλο, όταν κάναμε διακοπές πριν 60 χρόνια και στη συνέχεια στη Νικαριά, στη
Σίκινο, την Κύθνο, την Αργαλαστή, την Κρήτη. Στην Περίσσα της Σαντορίνης (τότε που είχε μόνο 2-3 ψαροκαλύβες και δεν έφτανε το λεωφορείο), τρεις μέρες πριν το πραξικόπημα της 21ης Απρίλη. Μετά τα φερε η ζωή …ξενιτευτήκαμε «σκαστοί» και με τη μεταπολίτεση, όλα «ήταν αλλιώς». Μια αναζήτηση (googlάρισμα) «κακαβιά» οδηγεί στη Recette bouillabaisse marseillaise με εκατοντάδες ανούσια –τα περισσότερα, βίντεο θεάματος ακροάματος –παραβλέπουμε, που έλεγε κι ο φίλος ο Στρατής

Bouillabaisse (Μπουγιαμπέσα)

Η bouillabaisse (προφέρεται bu_ja_bɛ_s, στην τοπική -γνωστή ως Lenga dc, διάλεκτο (νότια Γαλλία, Μονακό, ΒΔ Ιταλία, ΒΑ Ισπανία κλπ) είναι μια παραδοσιακή και σήμα κατατεθέν μαγειρική σπεσιαλιτέ της τοπικής (Provence Προβηγκία) μεσογειακής κουζίνας της.


Το συνοδευτικό: φρυγανισμένο ψωμί και rouille

Ξεκίνησε από τη Μασσαλία, που είναι και ένα από τα σημερινά της εμβλήματα, σαν ψαρόσουπα με κομμάτια ψαριών, πατάτες και καρυκεύματα | μυρωδικά -φαΐ των φτωχών, που συνοδευόταν από πίτα ή απλό σκορδόψωμο (σήμερα κρουτόν εμπορίου) και απαραίτητα σάλτσα rouille.


Προέλευση - ετυμολογία

Πολλές προτείνονται:  αποτελείται από τα δύο ρήματα Bolhir (για να βράσει) και χαμηλή (ψωτιά) -αυτό που λέμε Simmering |> τεχνική με την οποία το μαγείρεμα (βράσιμο) γίνεται σε ζεστό υγρό που διατηρούνται ακριβώς κάτω από το σημείο βρασμού, provençal, bouiabaisso, ή bolhabaissa (σημαίνει «βράζοντας σε χαμηλή φωτιά»), bouipeis peis (βρασμένο ψάρι) «μείωση  βρασμού», μαγείρεμα σε παλιοκατσαρόλα κλπ.




Ιστορία


Η προέλευση αυτής της εμβληματικής μασσαλιώτικης συνταγής φτάνει στον ιδρυτικό μύθο της αρχαίας πόλης τον 7ο πΧ. αιώνα από έλληνες έποικους, στο ιστορικό παλιό λιμάνι της, που ήταν και ψαραγορά της εποχής.
Αυτό το «ραγού ψαριών) ήταν κάποτε η σούπα –και μοναδική τροφή των φτωχών ψαράδων, από πετρόψαρα που έμεναν γιατί κανείς δεν τα αγόραζε (όπως και στην κοντινή
Toulon)

Τουλάχιστον τρία είδη ψαριών χρειάζονται για την παραδοσιακή μπουγιαμπέσα, σκορπίνες (Scorpaena Schofa), τριγλίδες (triglidae –μοιάζουν με σκούρες σκορπίνες που ζουν σε βαθειά νερά της ομοταξίας scorpaeniformes) και συνήθως τσιπούρες (πελαγίσιες εννοείται) και προαιρετικά ό,τι βάλει ο νους μπακαλιάρο, γαλέο, μπαρμπούνια, οστρακοειδή και άλλα θαλασσινά (αχινοί, μύδια, καβούρια χταπόδι κλπ)

Για πλούσιους αστακός Νορβηγίας, γαρίδες Νο 0, καραβίδες, «σωλήνες» κλπ.
Περιττό να πούμε πως τα περισσότερα δεν τα έβλεπαν ούτε στα όνειρά τους οι ψαράδες της Μασσαλίας, όταν μαγείρευαν το πιάτο τους. Λαχανικά κατά βούληση –εκτός από το στάνταρντ πατάτες, πράσα, κρεμμύδια, ντομάτες, σέλινο βράζουν στο ζουμί και σερβίρονται με τα ψάρια (μερικοί αλέθουν μέρος των ζαρζαβατικών- βοτάνων).
Και πάντα η παραδοσιακή «μαγιονέζα»
rouille από ελαιόλαδο, σκόρδο, σαφράν και πιπέρι καγιέν σε φέτες ψωμιού.
Το σερβίρισμα συνήθως περιλαμβάνει αρχικά ένα σχετικό  hors-d'œuvre και στη συνέχεια η σούπα -με τα ψαρικά χώρια.
Οι συνταγές ποικίλλουν ακόμη και από οικογένεια σε οικογένεια στη Μασσαλία, όσο για τα τοπικά εστιατόρια …όλα έχουν την πιο αυθεντική έκδοση.

Το 1980, μεγάλα εστιατόρια & ξενοδοχεία κατάρτισαν ένα  «Χάρτη Bouillabaisse» …της κακιάς ώρας –προφανώς για ίδιο όφελος, που κωδικοποιεί τόσο τα συστατικά όσο και τη μέθοδο προετοιμασίας σύμφωνα με τον οποίο η αυθεντική συνταγή πρέπει να περιλαμβάνει Rascasse (Scorpaena Scrofa), μια ποσότητα από πετρόψαρα  «που ζουν σε συγκεκριμένη περιοχή υφάλων κοντά στην ακτή, επίσης μουγγρί και grondin (είδος τσιπούρας)  
Σύμφωνα με τον πράσινο οδηγό Michelin (Michelin Guide Vert -Côte dAzur, 1990), τα τέσσερα βασικά στοιχεία της γνήσιας bouillabaisse είναι η παρουσία της σκορπίνας Rascasse, τη φρεσκάδα του ψαριού, το ελαιόλαδο και ένα εξαιρετικό σαφράν.
Η αμερικανίδα σεφ και ο συγγραφέας βιβλίων τροφών, πιάτων και τροφίμων Julia Child, που έζησε στη Μασσαλία για ένα χρόνο, έγραψε: «για μένα το άπαν της γεύσης της μπουγιαμπέσας προέρχεται από δύο πράγματα: την
Provençal soup βάση και σκόρδο, κρεμμύδια, ντομάτες, ελαιόλαδο, μάραθο, σαφράν και συνήθως λίγο αποξηραμένη φλούδα πορτοκαλιού - και, φυσικά τα ψάρια-άπαχα (μη λιπαρά), σταθερά- μαλακά σαρκώδη, ζελατινώδη και οστρακοειδή».
Τα συστατικά «ποικίλλουν ανάλογα με τα διαθέσιμα εκείνη την ημέρα ψάρια και τη γεύση του σεφ», λέει ένα από τα πιο παραδοσιακά (και ακριβά) εστιατόρια  της Μασσαλίας, Grand Bar des Goudes στη
Rue Désirée-Pelleprat

Η προετοιμασία είναι τυποποιημένη τα ψάρια καθαρίζονται, πλένονται -συνήθως με θαλασσινό νερό, κόβονται σε μεγάλες φέτες, κόκκαλα και πέτσα.
Στη συνέχεια μαρινάρονται με ελαιόλαδο κρεμμύδια, καθαρισμένα και κομμένα σε φέτες, μαζί με λιωμένο ή απλά θρυμματισμένο σκόρδο και ντομάτες, αποφλοιωμένες και ψιλοκομμένες χωρίς σπόρους. Αυτό το μίγμα μένει σε θερμοκρασία περιβάλλοντος για 5-10 λεπτά, έτσι ώστε το ελαιόλαδο να πάρει τις γεύσεις και τα αρώματα των άλλων συστατικών.
Μετά τα ψάρια σε φέτες μπαίνουν στο τσουκάλι ξεκινώντας από τις μεγαλύτερες, σκεπάζονται με βραστό νερό …μπόλικο (αλλά να μη γίνει λύσσα) αλάτι, πιπέρι, μάραθο σαφράν κλπ. ρίχνονται τα οστρακοειδή και μπαίνει σε χαμηλή φωτιά ίσα να βράζει για ένα εικοσάλεπτο (όχι παραπάνω από μισή ώρα) ανακατεύοντας που και που (προσεκτικά ή κουνώντας την κατσαρόλα).
Οι πατάτες (αποφλοιωμένες και κομμένες) συνήθως βράζονται ξεχωριστά –παράλληλα ετοιμάζουμε την πεντανόστιμη
rouille.
Αν έχουμε και μας αρέσουν οι αχινοί συμπληρώνουν τη σπεσιαλιτέ που σερβίρεται αχνιστή και καλή σας όρεξη!


Σημασία στη λεπτομέρεια

Ο γαλλικός σεναριογράφος και ο θεατρικός συγγραφέας Marcel Pagnol, μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας και ένας ντόπιος της Μασσαλίας, έδειξαν τη δική του ιδέα για ένα σωστό Bouillabaisse σε δύο από τις ταινίες του.
Στο Cigalon (1935 –δείτε το στο Vimeo), ο Chef Cigalon σερβίρει Bouillabaisse
provençale aux poissons de roche (με πετρόψαρα) παρασκευασμένη από ένα κιλό τοπικών ψαριών, Scorpaena Scrofa (Rascasse) Capelin, baudrie και αστακό cigale de mer.
«Όταν έβαλα αυτά τα ψάρια στο τσουκάλι» λέει ο Cigalon «τα πήγαν περίφημα μεταξύ τους», απλά «λόγω αστακού, οι φέτες του ψωμιού που σερβίρονται με τον ζωμό θα πρέπει να είναι παχιές και να μην φρυγανιστούν ενώ η και ότι η
rouille δεν πρέπει να έχει πάρα-πάρα πολύ πιπέρι».
Στη ταινία του 1936
César, ο ήρωας του Pagnol Marius αποκαλύπτει το μυστικό του Bouillabaisse ενός μικρού μπιστρό κοντά στο λιμάνι της Μασσαλίας. «Όλοι το ξέρετε», λέει ο Marius, αλλά να το επαναλάβω: «Αρωματίζουν το ζωμό με μια κρέμα αχινών»


Ιστορία και θρύλοι

Το πιάτο –όπως ήδη είπαμε, προέρχεται από την αρχαία Ελλάδα. Οι κάτοικοι της Φώκαιας (αρχαία πόλη της Ιωνίας) που ίδρυσαν τη Μασσαλία το 600 πΧ., έφαγαν ένα πρόχειρο πιάτο ψαριών σαν τη δική τους «κακαβιά», ενώ ένα παρόμοιο εμφανίζεται και στη ρωμαϊκή μυθολογία και είναι η σούπα που η Venus (Αφροδίτη των ρωμαίων που όταν ήθελε ήταν σπουδαία μαγείρισσα) τάισε το θεό Vulcano -για να έχει την ησυχία της; (Volcanus αντίστοιχο του δικού μας Ήφαιστου).


Pierre Puvis de Chavannes Μασσαλία-ελληνική-αποικία
Marseille colonie grecque (1869), musée des beaux-arts στη Μασσαλία

Τον 19ο αιώνα, όταν η Μασσαλία αναδείχτηκε σε εμπορικό κέντρο, τα εστιατόρια και τα ξενοδοχεία άρχισαν να εξυπηρετούν ανώτερα κοινωνικά στρώματα και έτσι η συνταγή έγινε πιο εξευγενισμένη, με χρήση εκλεκτών ψαριών και οστρακοειδών την προσθήκη σαφράν κλπ. 


Η Μπουγιαμπέσα εξαπλώθηκε από τη Μασσαλία στο Παρίσι και στη συνέχεια σταδιακά σε όλο τον κόσμο, προσαρμοσμένη (όπως συνήθως γίνεται, στις τοπικές γεύσεις και συστατικά).
Τότε ο Jean Reboul, στο βιβλίο αναφοράς του στην Προβηγκιανή Κουζίνα, ανέφερε –ένα προς ένα σαράντα συγκεκριμένα ψάρια για τη συνταγή.