Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαξίμ Γκόρκι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαξίμ Γκόρκι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

11 Μαΐου 2025

Μέρα της μητέρας _μάνα! ααα

Η Άννα Φίρλινγκ, γνωστή και ως «Μάνα Κουράγιο», αποτελεί το μπρεχτικό πρόσωπο, που είναι φορτωμένο, ίσως με τις πιο πολλές αντιφάσεις. Είναι μάνα, έχει τρία παιδιά από διαφορετικούς πατέρες και μια δαιμόνια μικρεμπόρισσα που, κατά τη διάρκεια των δώδεκα χρόνων, κατά τα οποία διαδραματίζεται το έργο, η Μάνα Κουράγιο ακολουθεί σταθερά το στρατό με το κάρο της και ζει από τον πόλεμο. Η μικροαστική της αντίληψη τη θέλει να παίζει διπλό παιχνίδι. Θέλει να είναι συγχρόνως και μάνα και εμπόρισσα, να τα κρατήσει όλα και την επιχείρηση και τα παιδιά της. Ενας ισχυρός ίσως να τα κατάφερνε, όχι όμως και η μάνα Κουράγιο που βλέπει τον πόλεμο σαν μια κερδοφόρα επιχείρηση των μεγάλων που μπορεί κι αυτή να συμμετέχει και να κερδίζει, ακόμη κι όταν αυτό της στερεί τα παιδιά της. Σ’ όλο το έργο η κυριότερη αρετή της Μάνας Κουράγιο είναι η προσαρμογή και η υποταγή – κάτι που δίνει στο όνομα Κουράγιο μια ειρωνική διάσταση, και που τελικά μόνο αυτός ο τίτλος της απομένει.

Η γιορτή της Μητέρας μας

Το αριστούργημα του σπουδαίου κομμουνιστή δραματουργού, συγγραφέα και ποιητή Μπέρτολτ Μπρεχτ, «Η Μάνα Κουράγιο και τα παιδιά της» γράφτηκε στη Σκανδιναβία το 1938-1939 _ Το έργο ακολουθεί την τυχοδιώκτρια Άννα Φίρλινγκ – γνωστή στα πεδία των μαχών ως Μάνα Κουράγιο – στον αγώνα της για επιβίωση.

ΕΣΣΔ _τους παλιούς καλούς καιρούς

Στο μυθιστόρημα “Η Μάνα“, ο Μαξίμ Γκόρκι απεικονίζει για πρώτη φορά στη λογοτεχνία την πάλη του επαναστατικού προλεταριάτου για το σοσιαλισμό, κάτω από την καθοδήγηση του κόμματος της εργατικής τάξης, και τη γέννηση του νέου ανθρώπου μέσα σε αυτόν τον αγώνα. Εγκλωβισμένη σε μια μαρτυρική οικογενειακή ζωή, έρμαιο της συστηματικής σωματικής και ψυχικής κακοποίησης, η Πελαγία Νίλοβνα ζει αποκομμένη από την κοινωνία. Ο θάνατος του συζύγου της και η ωρίμανση του μονάκριβου γιού της, Παύλου, συνιστούν τις αναγκαίες συνθήκες για την κοινωνικοποίησή της. Η πολιτική δράση του Παύλου και των συντρόφων του ενάντια στην αυταρχική κρατική εξουσία την συγκινεί. Ο αγώνας τους γίνεται και δικός της: αναζητά την αλήθεια, αμφισβητεί την κρατούσα τάξη, στρατεύεται στον αγώνα για τη μεγάλη επανάσταση. Στα μάτια των συναγωνιστών της είναι η δική τους μάνα, έτοιμη να θυσιαστεί για τον κοινό σκοπό.

Αναμφισβήτητα, το μπρεχτικό πρόσωπο το πιο φορτωμένο με αντιφάσεις. Το λέει και το παρατσούκλι της, Μάνα Κουράγιο. Είναι μάνα, έχει τρία παιδιά και είναι και Κουράγιο, γιατί «από τον φόβο μου μην ξετιναχτώ, πέρασα μέσα από το κανονίδι στη Ρίγα με πενήντα καρβέλια ψωμί στον αραμπά», λέει η ίδια.
Η Κουράγιο είναι μια μικροεμπόρισσα που θέλει να κάνει δουλειές στον πόλεμο και χάνει τα πάντα. Η μικροαστική της αντίληψη τη θέλει να παίζει διπλό παιχνίδι. Θέλει να είναι συγχρόνως και μάνα και εμπόρισσα, να τα κρατήσει όλα, και την επιχείρηση και τα παιδιά της. Ένας ισχυρός ίσως να τα κατάφερνε, όχι όμως και η Μάνα Κουράγιο, που βλέπει τον πόλεμο σαν μια κερδοφόρα επιχείρηση των μεγάλων που μπορεί κι αυτή να συμμετέχει και να κερδίζει, ακόμη κι όταν αυτό της στερεί τα παιδιά της.

Όπως γράφει γι’ αυτήν ο Μπρεχτ: «Διαβλέπει τον καθαρά εμπορικό χαρακτήρα του πολέμου. Ακριβώς αυτός την ελκύει. Θα πιστεύει στον πόλεμο ως το τέλος. Δεν της περνάει από το μυαλό ότι για να κόψει κανείς το μερτικό του από τον πόλεμο χρειάζεται μεγάλο μαχαίρι». Σε όλο το έργο η κυριότερη αρετή της Μάνας Κουράγιο είναι η προσαρμογή και η υποταγή – κάτι που δίνει στο όνομα Κουράγιο μια ειρωνική διάσταση, και που τελικά μόνο αυτός ο τίτλος της απομένει.

Μέσα από το έργο του Μπρεχτ γίνεται φανερό πως ο καπιταλισμός αξιοποιεί την οικογένεια σαν έναν οργανισμό που χρησιμεύει για την εκμετάλλευση της γυναίκας σαν μητέρας. Σήμερα, στην κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, που κάθε κατάκτηση του εργατικού και γυναικείου κινήματος ξεριζώνεται, που η εκμετάλλευση και η φτώχεια μεγαλώνουν και τα τύμπανα ενός πιθανού πολέμου στην περιοχή μας δεν έχουν σιγήσει, οι γυναίκες ήταν και παραμένουν οι πρώτοι στόχοι, τα πρώτα «θύματα». Η ανεργία, οι άθλιοι όροι και συνθήκες εργασίας, η ιδιωτικοποίηση και οι φραγμοί σε Παιδεία, Υγεία και Πρόνοια, η δυσκολία να βρει παιδικό σταθμό για το παιδί της, καθιστούν το ρόλο της μητέρας όλο και δυσκολότερο, διπλά εκμεταλλευτικό. Γι’ αυτό σήμερα παρά ποτέ, είναι ανάγκη να διδασκόμαστε και μέσα από την τέχνη που διαφωτίζει και δείχνει την αλήθεια σαν όπλο σε αυτούς που την έχουν ανάγκη. Και τα παραδείγματα τόσο της μάνας Βλάσοβα, όσο και της Κουράγιο έχουν να μας δείξουν ποιο δρόμο πρέπει σήμερα να ακολουθήσουν οι μανάδες της δουλειάς, τόσο σε καιρούς πολέμου όσο και σε καιρούς ιμπεριαλιστικής ειρήνης.

Το θέμα της «Μάνας», που έγραψε ο Μπρεχτ με τη συνεργασία των Γκούντερ Βάιζενμπορ, Χανς Αϊσλερ και Σάλταν Ντούντοβ, είναι παρμένο από το μυθιστόρημα του Γκόρκι και από «πλήθος διηγήσεις συντρόφων πάνω στον καθημερινό τους αγώνα», είναι δηλαδή πολύ περισσότερο από διασκευή ενός μυθιστορήματος για το θέατρο. Σ’ αυτό είναι ξεκάθαρη η ταξική θέση της μάνας, αφού είναι εργάτρια, χήρα εργάτη και μάνα εργάτη. Το βασικό πρόβλημα που βάζει το έργο του Μπρεχτ είναι αν αυτή η κοινωνική λειτουργία της μάνας μπορεί να γίνει επαναστατική λειτουργία και πώς. Κι αυτό μας το απαντά μέσα από τη ζωή και τη δράση της Πελαγίας Βλάσοβα, που ζει μια αφόρητη ζωή (αφού δεν έχει τι να βάλει στη σούπα του γιου της) και γι’ αυτό πρέπει να βρει μια διέξοδο, ή ακόμα περισσότερο να τη δημιουργήσει με τα ίδια της τα χέρια, με τη δική της δύναμη.

Έτσι, η Πελαγία Βλάσοβα είναι η φιγούρα εκείνη που αναπαριστά τον επαναστατικό τύπο ανθρώπου, που σταδιακά κατακτά τη γνώση και επενεργεί στην πραγματικότητα της ζωής της για να την αλλάξει. Σ’ αυτήν τη διαδικασία, από μάνα του γιου της Πάβελ, γίνεται μάνα κοινωνική, ένα συλλογικό σύμβολο, που έχει για παιδιά της όλα τα παιδιά, που τα αγαπά, τα υπερασπίζεται και τα προστατεύει (ακόμη κι όταν χάνει το δικό της), γιατί είναι το μέλλον του κόσμου και για τα παιδιά και τις μητέρες τους, για την εργατική τάξη, το μέλλον είναι ο κομμουνισμός, η μόνη διέξοδος.

Δίνε το χέρι σου σε όποιον σηκώνεται
Πολύ νωρίς κατάλαβα πως τον άνθρωπο τον πλάθει η αντίστασή του στο περιβάλλον του
                              Μαξίμ Γκόρκι

Μεγάλη η δυσκολία να γράψει κανείς ένα κείμενο για τον Μαξίμ Γκόρκι γιατί πρέπει να αναφερθεί σε ένα πολύ ιδιαίτερο και μοναδικό φαινόμενο της λογοτεχνίας. Αν είχε γεννηθεί και μεγαλώσει σε μια συμβατική αστική οικογένεια που θα του παρείχε την «πρέπουσα» μόρφωση, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για τον συγγραφέα και τις λογοτεχνικές και φιλοσοφικές επιρροές που θα διαμόρφωναν το έργο του. Θα ήταν εύκολο να ερμηνεύσουμε το έργο του και να το κατηγοριοποιήσουμε σε ένα από τα ιστορικά ρεύματα της εποχής του. Αυτό όμως είναι πολύ δύσκολο στην περίπτωση του Γκόρκι, γιατί ο συγκεκριμένος συγγραφέας ανήκει στην τάξη που είθισται να παράγει εξαθλιωμένους προλετάριους - με την κυριολεξία του όρου - που προσπαθούν απεγνωσμένα να επιβιώσουν κι όχι να συλλογιστούν επί αισθητικών και φιλοσοφικών ερμηνειών του κόσμου.

Αυτό το στοιχείο είναι που καθιστά τον Γκόρκι μοναδικό στο είδος του, γιατί δεν είναι μια απλή γραφική πένα που ωραιοποιεί τη μιζέρια των «κολασμένων» και τη μετατρέπει σε «εναλλακτική» λογοτεχνία. Έχοντας ζήσει την απόλυτη φτώχεια και την ανάγκη της εργασίας (ελαιοχρωματιστής, φούρναρης, αχθοφόρος κλπ.) για την εξασφάλιση της επιβίωσης, με πλήρη συνείδηση της ταξικής του προέλευσης, ξέρει πως η μιζέρια κι η εξαθλίωση του ανθρώπου δεν εξανθρωπίζονται ούτε ωραιοποιούνται. Αποτελούν τα δεσμά που διαιωνίζουν έναν κόσμο βαρβαρότητας απόλυτα στηριγμένο στην ύπαρξη της σχέσης αφέντη - δούλου.

Αυτή τη σχέση εξουσίας των λίγων επί των πολλών απογυμνώνει κι αναλύει ο Γκόρκι μέσα από τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του που έχουν ως βάση την πλούσια προσωπική του εμπειρία ως εκμεταλλευόμενου προλετάριου. Με όπλο την αισθητική του - ο Μαξίμ διαβάζει ακατάπαυστα ακόμα κι όταν η ανάγκη του για επιβίωση μετατρέπει το βιβλίο σε πολυτέλεια - και την ικανότητά του να παρατηρεί αυτό που ζει αλλά και να ζει αυτό που παρατηρεί, αποκαλύπτει στις πραγματικές της διαστάσεις τη βαρβαρότητα του δούλου αλλά και του αφέντη. Ο δούλος, ζώντας μέσα στη φτώχεια και στην αγριότητα της βαρβαρότητας, απανθρωπίζεται κι ευτελίζεται ως οντότητα. Ο αφέντης, ζώντας με γνώμονα και κανόνα τη διαιώνιση της επιβολής του ως κυρίαρχου, εκβαρβαρίζεται, γίνεται μια απάνθρωπη κρεατομηχανή υποταγής της ανθρώπινης φύσης στη δύναμη της εξουσίας του αλλά και στην εξουσία της δύναμής του. Ο φούρναρης Σεμιόνοφ κι ο αστυνόμος Νικιφόριτς, πρόσωπα που έπαιξαν ρόλο στην αισθητική και πολιτική διαμόρφωση του Μαξίμ κι αποτέλεσαν ήρωες των έργων του «Το Αφεντικό» και «Τα Πανεπιστήμιά μου», αντίστοιχα, είναι τα αλλοτριωμένα αφεντικά που βγάζουν τον πιο κτηνώδη εαυτό τους στην προσπάθεια επιβεβαίωσης και διαιώνισης της εξουσίας τους. Στον αντίποδα στέκονται η σύζυγος του αστυνόμου, οι παραγιοί, όπως κι η γυναίκα κι οι παλλακίδες του φούρναρη. Αποστεωμένοι από κάθε έννοια ανθρώπινης αξιοπρέπειας βιώνουν το φόβο και την πραγματικότητα της κτηνωδίας του αφέντη, εθίζονται σ' αυτή και τη θεωρούν αναπόσπαστο στοιχείο μιας προαιώνιας δεδομένης σχέσης εξουσίας - ανθρώπου.

Ο Γκόρκι δεν ταυτίζεται με κανένα από τα δύο στρατόπεδα γιατί από πολύ νέος έχει συνειδητοποιήσει την αξία της εργασίας, όχι μόνο ως αναγκαιότητα επιβίωσης αλλά κι ως μέσο δημιουργίας που μπορεί να οδηγήσει στον ατομικό και συλλογικό εξανθρωπισμό του ανθρώπου. Αυτή η αντίληψη που διαμόρφωσε στο «πεζοδρόμιο» του βίου τον οδήγησε στο μαρξισμό, τον οποίο υπηρέτησε ως το θάνατό του τόσο μέσα από το έργο του όσο και μέσα από την ίδια του τη ζωή. Ο γραπτός λόγος για τον Μαξίμ Πεσκόφ - αυτό είναι το αληθινό όνομα του συγγραφέα, το Γκόρκι είναι ψευδώνυμο και σημαίνει «Πικρός» - είναι το όπλο που αποκαλύπτει την άγρια εικόνα των προλεταρίων της εποχής του - μέσω των αισθητικών κανόνων του συγγραφικού ρεαλισμού - αλλά και την αναγκαιότητα του συνειδητού ξεσηκωμού των σκλάβων για την ανατροπή του εφιάλτη που βιώνουν. Μια συνειδητότητα που χαράζεται και σφυρηλατείται στον καπιταλισμό στο δρόμο για την τελική έφοδο και την οικοδόμηση μιας κοινωνίας απαλλαγμένης από αφέντες και δούλους.

Όπως λέει ο ίδιος ο συγγραφέας,
Την «ηθική των αφεντικών» την αντιπάθησα όσο και την «ηθική των δούλων». Μια τρίτη ηθική έβλεπα να διαμορφώνεται μέσα μου: «Δίνε το χέρι σου σε όποιον σηκώνεται».

Στη «Μάνα» που γράφτηκε το 1906, απεικονίζεται για πρώτη φορά στη λογοτεχνία ο αγώνας του επαναστατημένου προλεταριάτου να σπάσει τα δεσμά της σκλαβιάς του και κάτω από την καθοδήγηση του κόμματος της εργατικής τάξης να προχωρήσει στην οικοδόμηση της νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας και τη γέννηση του νέου ανθρώπου μέσα σε αυτόν τον αγώνα. Με τη μοναδική γραφή του Γκόρκι δίνεται ο αγώνας των κομμουνιστών σε όλες του τις πτυχές: Στη δράση στις μάζες των εργοστασίων, στον αγώνα για τη μαρξιστική μόρφωση, στη σύγκρουση με τους μηχανισμούς του τσαρικού κράτους.
Η Πελαγία Νίλοβνα, η Μάνα, είναι μία γυναίκα φοβισμένη, κακοποιημένη από τον άντρα της. Ο Μιχαήλ, ο άντρας της, είναι άγριος, απότομος και επιθετικός. Σύντομα ο Μιχαήλ πεθαίνει και τη θέση του στο σπίτι παίρνει ο νεαρός γιος τους, Πάβελ. Αρχικά προσπαθεί να ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα του, δεν αργεί όμως να καταλάβει πως δεν του ταιριάζουν. Μία νέα ζωή θα ξεκινήσει για την οικογένεια, όταν ο Πάβελ θα πρωτοστατήσει στον επαναστατικό αγώνα. Η Νίλοβνα στην αρχή διστακτικά, στη συνέχεια πιο θερμά, θα αποδεχτεί την επιλογή του παιδιού της. Θα γνωρίσει τους ομοϊδεάτες του Πάβελ, θα ταυτιστεί μαζί τους, θα νιώσει μέρος μιας ομάδας που αγωνίζεται για το δίκιο. Αργότερα, δεν θα διστάσει να αναλάβει και η ίδια επικίνδυνες αποστολές. Θα γίνει η «Μάνα» όλων των αγωνιστών. Η Νίλοβνα, από αγάπη για τον γιο της, μαθαίνει να αγαπάει σαν μάνα όλους τους καταπιεσμένους, την εργατική τάξη και καταλαβαίνει πως είναι χρήσιμη στη μεγάλη υπόθεση του αγώνα. Βήμα - βήμα ξεπερνάει το φόβο, από δυστυχισμένη και υποταγμένη γίνεται ατρόμητη αγωνίστρια.

Στην παράνομη διαδήλωση της Πρωτομαγιάς, η Πελαγία νιώθει πια τη σιγουριά για το δρόμο που επέλεξε ο γιος της και η ίδια. Είναι εκεί όταν τον συλλαμβάνουν. Μαζεύει την πεσμένη κόκκινη σημαία και μιλάει στο αναστατωμένο πλήθος.
«Ακούστε, για το θεό! [...] κοιτάξτε χωρίς φόβο, τι ήταν αυτό που έγινε; Περπατούν φρόνιμα τα παιδιά, το δικό μας αίμα, πάνε για το δίκιο... για όλους! Για όλους εσάς, για τα δικά σας τα παιδάκια έταξαν τον εαυτό τους στο δρόμο του Γολγοθά... [...] Θέλουν το καλό για όλο τον κόσμο!».
Από αυτή τη στιγμή κι έπειτα, η ανάγκη της να προσφέρει και η ίδια στον αγώνα μεγαλώνει. Έτσι προχωράει η ζωή της, άλλοτε με μικρότερες και άλλοτε με μεγαλύτερες αποστολές και σε αναμονή για τη δίκη του γιου της. Η ηρεμία του Πάβελ και των συντρόφων του στη δίκη τής δίνουν δύναμη και αισιοδοξία.
Η ποινή του Πάβελ είναι η εξορία. Η Μάνα παίρνει τη θέση του και συνεχίζει τη δουλειά του άφοβα. Μέχρι και το τέλος μένει πιστή στο χρέος που έχει αναλάβει απέναντι στο γιο της και όλα τα παιδιά της εργατικής τάξης.
«Νέοι, γέροι, δίνουν την ακατανίκητη δύναμή τους όλοι για ένα σκοπό, για το δίκιο! Προχωράν για να νικήσουν όλα τα καλά της ανθρωπότητας, για να καθαρίσουν τις αδικίες όλης της γης ξεσηκώθηκαν. Ορμάν να νικήσουν καθετί το αδιάντροπο και θα το νικήσουν! Θ' ανάψουμε καινούριο ήλιο, μου 'λεγε ένας τους, και σίγουρα θα τον ανάψουν! Θα ενώσουμε τις κομματιασμένες καρδιές, μου 'λεγε, και θα τις ενώσουν όλες μαζί σε μία καρδιά»!

Το πραγματικό όνομα του Γκόρκι ήταν Αλεξέι Μαξίμοβιτς Πέτσκοφ (1868-1936). Ορφανός και πάμφτωχος περιπλανήθηκε αναζητώντας δουλειά. Από πολύ νέος έχει συνειδητοποιήσει την αξία της εργασίας ως μέσο δημιουργίας. Αυτή η αντίληψη τον οδήγησε στο μαρξισμό, τον οποίο υπηρέτησε έως το θάνατό του. Ο γραπτός λόγος για τον Γκόρκι αποκαλύπτει τη ζωή των προλεταρίων της εποχής του, αλλά και την αναγκαιότητα του συνειδητού ξεσηκωμού για μια κοινωνία απαλλαγμένη από αφέντες και δούλους. Καθιερώθηκε ως πρωτεργάτης της νέας σοβιετικής λογοτεχνίας.

Μια παρουσίαση του βιβλίου ΜΑΝΑΑΑ
της Μαριάνθης Αλειφεροπούλου-Χαλβατζή

Μάνααα…
Μαριάνθη Αλειφεροπούλου - Χαλβατζή
Μάνααα…
Η κραυγή αυτή, κραυγή απελπισίας, πόνου και απαντοχής διαπερνάει όλο το βιβλίο. Η Βαγγελιώ, η Φραγκούλαινα και η Λέγκω, οι ηρωίδες των τριών διηγημάτων, σηκώνουν όσο πόνο και αγάπη κουβαλάει αυτό το βιβλίο, όσα κακά και απάνθρωπα κουβαλάει ακόμα αυτή η κοινωνία. Εξωθήθηκαν σε ακραίες πράξεις. Και οι τρεις βρήκαν τη λύτρωση. Πώς και από τι; Ιχνηλάτης και καθοδηγητής στο δύσκολο μονοπάτι αυτής της αναζήτησης είναι η φωνή της Μάνας - στο τέταρτο αφήγημα - σε ένα διάλογο με το παιδί της, αρχέγονη και παράλληλα από τη φύση της πρωτοπόρα και επαναστατική, γι` αυτό και ελπιδοφόρα. Το βιβλίο αποτελεί μια κραυγή, μια επίκληση της συγγραφέως να μοιραστεί με τον αναγνώστη, όπως η ίδια λέει «το ανεπανάληπτο ποίημα και δράμα της ζωής, τη νομοτελειακή μοίρα του ανθρώπου προς την ελευθερία και το θάνατο, που συνθέτουν και επικυρώνουν το νόημα της ζωής και την ευτυχία να είμαστε άνθρωποι. Και η παγκόσμια μέρα της μητέρας, όπως και η μέρα της γυναίκας, έχει καταντήσει μια εμπορική φιέστα με σχόλια μελό, αφιερώματα γλυκανάλατα, μηνύματα αντιδραστικά –γεμάτα κοινωνικού αυτοματισμού, αλλά και συνειδητά δουλεμένα – για το «προορισμό» της γυναίκας για ένα και μόνο ρόλο, αυτό της αναπαραγωγής του είδους. Κατά τ’ άλλα, οι διαφημιστικές εταιρείες παροτρύνουν στην αγορά πλυντηρίου, σίδερου, ηλεκτρικής σκούπας για να διευκολύνεται η μητέρα στο βασικό της ρόλο   – ο καθένας ανάλογα με την τσέπη του – καρφώνοντας τη συνείδηση μονόπλευρα στον ρόλο της εξυπηρέτησης των άλλων. Και βέβαια δεν λείπουν και τα λουλούδια. Φυσικά απευθύνονται στη μεγάλη πλειονότητα, μια και στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα τα πρακτικά προβλήματα είναι λυμένα.  Παρ’ όλο που ο τίτλος του βιβλίου που θα αναλύσουμε εδώ, δίνει με την πρώτη ματιά αφορμή για παρερμηνείες σ’ ό, τι αφορά τον «αρχέγονο» ρόλο του γυναικείου φύλου, η ουσία του βιβλίου ανοίγει ενδιαφέροντες ορίζοντες και εστιάζει σε πτυχές που σπάνια θα τα βρούμε στην παγκόσμια λογοτεχνία. Μιλάμε για το ΜΑΝΑΑΑ…της Μαριάνθης Αλειφεροπούλου που η πρώτη έκδοσή του κυκλοφόρησε το 2003 από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».
Αριθμός σελίδων: 231 _ISBN-13: 9789602249260 _ISBN-10: 9602249269

Η διαλεκτική της δημιουργίας της ζωής

Ο τίτλος του βιβλίου είναι μια κραυγή, δίνει μια καθολική, παγκόσμια διάσταση περνώντας όλα τα σύνορα, παρ’ όλο που τα διηγήματα διαδραματίζονται σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Είναι μια κραυγή από το βάθος του χρόνου και «από τα σωθικά της γης» με τα λόγια της συγγραφέα. Μια πανάρχαια κραυγή από την οποία αρχίζει και στην οποία καταλήγει όλη η ζωή. «Και εποίησα Ανθρωπο»  είναι ο τίτλος του τέταρτου αφηγήματος και στον επίλογο διευκρινίζεται ότι το βιβλίο δεν φωτίζει μονόπλευρα τη γυναίκα, αλλά ένα ενδιαφέρον διαλεκτικό δίπολο. Έτσι διαβάζουμε: «Αλλά το τραγούδι ετούτο της μητρότητας δεν το τραγούδησα μόνη. Δε θα μπορούσα να το τραγουδήσω μόνη. Γιατί η φύση έπλασε το θηλυκό και το αρσενικό σαν ενιαίο δίπολο της ζωής και, εκείνη, στην εξέλιξή της εξύψωσε τη γυναίκα και τον άντρα σε συντρόφους. Σου οφείλω, λοιπόν, σύντροφέ μου, τη μητρότητά μου. Γιατί με το δικό σου σώμα και τη δική σου αγάπη έγινα μάνα, συνδημιουργέ και πατέρα των παιδιών μου» (σελ. 231).  Επομένως, συνδημιουργός ο άντρας και όχι κυρίαρχος. Η ιστορία σε ισορροπία, στο φυσιολογικό διαλεκτικό δίπολο δρόμο της, τον οποίο είχε χάσει από τα αρχαία χρόνια, όταν με την επιβολή της ταξικής κοινωνίας και- λόγω ατομικής ιδιοκτησίας- η γυναίκα περιορίστηκε κυρίως στον αναπαραγωγικό της ρόλο ως παθητικού δέκτη του σπόρου-σπέρματος με τον άντρα να θεωρείται πια δημιουργός της ζωής, το ενεργό στοιχείο. Μια εξέλιξη που ο Φρίντριχ Ένγκελς χαρακτήρισε «παγκόσμια ήττα του γυναικείου φύλου» και που ανακλάται στη λογοτεχνία, όπως στην τριλογία του Αισχύλου «Ορέστεια» και δη στο τρίτο μέρος «Ευμενίδες», όπου αντανακλάται η ιστορική διαπάλη της ανερχόμενης πατριαρχίας (ανάγκη της ατομικής ιδιοκτησίας για να εξασφαλίζει την πατρότητα) με την μητριαρχία που αντιπροσώπευε το παλαιότερο καθεστώς το οποίο έχανε έδαφος με την αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων ως συνέπεια της αλλαγής του τρόπου παραγωγής. Το γυναικείο φύλο απαξιώθηκε πια και περιορίστηκε η βασική σημασία της στην αναπαραγωγή του είδους κυριαρχούμενο απ’ αυτούς που είχαν την παραγωγή στα χέρια τους και ήθελαν, γι αυτό, να ελέγχουν και την αναπαραγωγή. Στην ως άνω τριλογία ο Απόλλων εκφράζει γλαφυρά τη νέα αντίληψη με το επιχείρημα που επισφραγίζει στο επίπεδο των σχέσεων την κατάργηση της μητριαρχίας:
«δεν είναι η μάνα που γεννά αυτό που λένε
παιδί της. Θρέφει μοναχά το νέο το σπέρμα
Ο άντρας που σπέρνει, αυτός γεννά. Κείνη σαν ξένη
το φύτρο σώζει, αν ο θεός γερό τ’ αφήσει».
Απόφθεγμα-καταδίκη που προσκρούει ακόμα στην ίδια τη ρίζα των λέξεων «γυναίκα-γέννα». Αυτά τα έργα οπωσδήποτε αντανακλούν μια τεράστια αλλαγή στον τρόπο παραγωγής που εξελισσόταν βαθμιαία στη διάρκεια αιώνων και που εδώ περιγράφηκε σχηματικά, γιατί δεν είναι του παρόντος μια εκτενέστερη ανάλυση. Πιστεύω, ότι ο τίτλος «Και εποίησα Άνθρωπο» στο τέταρτο αφήγημα της παρούσας έκδοσης δεν είναι τυχαίος. Το διέπει η διαλεκτική της φύσης, όπου το μόνο απόλυτο είναι η αέναη αυτοκίνηση της ύλης. Αν ο αναγνώστης νομίζει τώρα ότι έχει να κάνει με ένα δύσκολο, επιστημονικό βιβλίο που απευθύνεται στους λίγους, κάνει λάθος. Το αφήγημα-επίλογος είναι το φιλοσοφικό επιστέγασμα μιας γιατρού-συγγραφέα που παρατηρεί μέσα της τη δημιουργία της νέας ζωής και που μετά από ένα μονόλογο έρχεται σε διάλογο με το αγέννητο παιδί της παρατηρώντας τα «μικροσκοπικά, αόρατα κύτταρα» στα σπλάχνα της, τη δημιουργία της ζωής. Τα τρία διηγήματα που προηγήθηκαν προσγειώνουν τον αναγνώστη στη σκληρή πραγματικότητα. Θα πάμε σε τρεις γυναίκες, τη Βαγγελιώ, τη Φραγκούλαινα και τη Λέγκω, γυναίκες του χωριού, του μόχθου, αγρότισσες κοντά στη γη, στην πρωτογενή παραγωγή. Από διήγημα σε διήγημα υπάρχει μια κλιμάκωση στο επίπεδο του περιεχομένου, αλλά και στο μπόι των πρωταγωνιστριών.

            Η πικροδάφνη

Στο πρώτο διήγημα, Η πικροδάφνη, η πρωταγωνίστρια ζει και δρα στους πανάρχαιους ρυθμούς της ζωής της υπαίθρου: «Μοίρα τραχιά, αλλά αληθινή και περήφανη, σαν του πατέρα Ταϋγετου» (σελ. 9, 1η έκδοση). Σε κάποιες σύντομες φράσεις, ανάμεσα στις γραμμές, σχεδόν παρεμπιπτόντως, μπαίνουν μεγάλα κοινωνικά ζητήματα που δεν τα βιώνει συνειδητά η πρωταγωνίστρια, αλλά σαν τα δεδομένα της μοίρας που δεν μπορεί να τα αλλάξει, μονάχα να υποστεί. Αυτά της προκαλούν ένα αμαρτύρητο πόνο της αδικίας που υφίσταται, αλλά να διαμαρτυρηθεί, πόσο μάλλον να αντισταθεί, θα αποτελούσε ύβρη, παραβίαση των αυστηρών, άγραφων νόμων της παραδοσιακής αγροτικής κοινωνίας. Αυτό που της μένει είναι η γνωστή, βουβή, καρτερική προσαρμογή. Ένα παράδειγμα: «Νύφη στο χωριό, δεν είχε κοντά της κανένα δικό της». Έτσι, μια απλή κουβέντα φανερώνει μια πανάρχαια κοινωνική κατάσταση. Η Βαγγελιώ, σαν νύφη στο χωριό του άντρα της, είναι «ξένη», συγκεντρώνει ευκολότερα τα πυρά και έχοντας μακριά τη φυσική προστατευτική ασπίδα των δικών της (άλλο που συχνά δεν εκπληρώνουν αυτό το φυσικό ρόλο τους) υφίσταται μια αυτόματη ανισότητα. Η γυναίκα σαν κυρίως αναπαραγωγικό στοιχείο και σ’ ό, τι αφορά την παραγωγή βοηθητικό στοιχείο, άρα δευτερεύουσας σημασίας, ακολουθεί τον άντρα της και με το γάμο της μετακόμιζε συνήθως στο χωριό του άντρα της ή ακόμα και μέσα στο ίδιο το σπίτι της οικογένειάς του. Έτσι ήταν οργανωμένες οι παλαιότερες αγροτικές κοινωνίες ακολουθώντας άγραφους νόμους που, ωστόσο, πάντα στηρίζονταν σε μια πραγματικότητα. Όταν η πραγματικότητα αυτή αλλάζει, δημιουργείται η προϋπόθεση για την αλλαγή των σχέσεων που είχαν δημιουργηθεί, αλλά πολύ αργά και αφήνοντας επιβιώσεις ή/και απόηχους των παλαιότερων καταστάσεων. Μέσα σ’ αυτούς τους ρυθμούς, τα έθιμα και τα ήθη που, κατά τα φαινόμενα τίποτα δεν θα μπορούσε να τα αλλάξει και η υποταγή στους πανάρχαιους άγραφους νόμους ήταν δοσμένη, συμβαίνουν καμιά φορά τα απροσδόκητα, τα ανατρεπτικά. Συμβαίνουν, όταν ο άνθρωπος δεν αντέχει άλλο την υποταγή, την παθητική υπακοή σε όσα του επιβάλλονται, ξεφεύγει και κάνει μια πράξη υπέρβασης. Μια πράξη που τη γεννάει ένας πόνος αβάσταχτος και που απελευθερώνει τη συνείδηση. Ο φόνος του ίδιου του ανάπηρου παιδιού της που κάνει η Βαγγελιώ, ήταν στην ουσία μια πράξη μεγάλης αγάπης η οποία ταυτόχρονα εμπεριέχει ένα απόλυτο αντίθετο: η μάνα παίρνει τη ζωή που η ίδια είχε γεννήσει. Δεν χωράει εδώ η μικρόψυχη κριτική, αν «είχε δικαίωμα να το κάνει».  Μετά από χρόνια έρχεται η κάθαρση, η λύτρωση. Συμβολικά «επιστρέφει» η δολοφονημένη κόρη (ποτέ, βέβαια, η μάνα δεν μπορούσε να τη βγάλει από την καρδιά, από το νου, από τη συνείδησή της, πόσο μάλλον από το υποσυνείδητο). Η μάνα παρακαλεί το γιο της να ξεχώσει τα κόκκαλα της νεκρής αδερφής του. Εκείνος της λέει: «Πάμε μάνα. Απόψε θέλω να ‘σαι ευτυχισμένη. Ήρθε στο σπίτι μας και στο χωριό μας ξανά η Φωτεινή μας…» Κι εκείνη ψιθύρησε: «Σ’ ευχαριστώ, παλικάρι μου, …και τα μάτια της άρχισαν να τρέχουν…Ένα κλάμα ασταμάτητο, λυτρωτικό. Τώρα πια δεν υπήρχε λόγος να το σταματήσει» (σελ. 45).  Μετά από λίγο πεθαίνει, λυτρωμένη πια, ενώ ο γιος της κραυγάζει ΜΑΝΑΑΑ…

Το αμπελάκι
Η Φραγκούλαινα είναι η πρωταγωνίστρια του δεύτερου διηγήματος Το αμπελάκι, που ξεκινάει με ένα άλλο οδυνηρό, κλασικό πρόβλημα: η ανύπαντρη κόρη μένει έγκυος και πώς να κρυφτεί το γεγονός από την κοινωνία του χωριού. Την κοπέλα τη «χάλασαν» σύμφωνα με τις επικρατούσες αντιλήψεις, δίνοντας πάντα το βαρύτατο στίγμα της αμαρτίας στη γυναίκα. Η κοινωνική ντροπή είναι και για την οικογένεια της κοπέλας που αναγκάζεται να ανατρέξει είτε σε ταπεινωτικά παζάρια είτε να απομακρύνει την κοπέλα από τη στιγμή που αρχίζει να φαίνεται η εγκυμοσύνη είτε επιχειρείται μια ερασιτεχνική ριψοκίνδυνη έκτρωση, όπως στην περίπτωση αυτή. Η κοπέλα σηκώνει στους ώμους της το κοινωνικό στίγμα και όχι ο άντρας, τουλάχιστον στον ίδιο βαθμό. Μπορεί και να κάνει φτερά ευκολότερα μια και δεν έχει το πρόβλημα των άμεσων συνεπειών απαγορευμένων σχέσεων. Η κοινωνία τον αντιμετωπίζει πολύ λιγότερα αυστηρά ή ακόμα και επαινετικά. Στην περίπτωση του βιβλίου δεν διώχνουν την κοπέλα. 

Η μητέρα της, η Φραγκούλαινα, είναι καλή γυναίκα. Θέλει να βοηθήσει το παιδί της. Το πονάει, όπως άλλωστε και ο πατέρας. Μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια να παντρέψουν την κόρη με τον πατέρα του αγέννητου παιδιού και εφόσον έχει σκοτωθεί ο άντρας της Φραγκούλαινας από τον αδερφό του, το σήμα έχει δοθεί για μια αλυσίδα τραγικών γεγονότων, ο πρώτος κρίκος της οποίας ήταν η απρόοπτη και απαγορευμένη εγκυμοσύνη. Ενός κακού μύρια έπονται. Η σκηνή της έκτρωσης με πρωτόγονα μέσα που εκτελεί η απελπισμένη μητέρα στην κόρη της, είναι συγκλονιστική. Η συγγραφέας την αναπαρασταίνει με όλες τις φρικιαστικές λεπτομέρειες χωρίς η περιγραφή να μοιάζει με εντυπωσιοθηρική, αλλά ωμά ρεαλιστική για να επιστήσει την προσοχή του αναγνώστη σ’ ένα έγκλημα όχι των γυναικών, όπως κάποιοι προσπαθούν να επιβάλουν σαν άποψη, αλλά απάνθρωπων κοινωνικών καταστάσεων. Το έγκλημα φορτώνεται στο ίδιο το θύμα που έπειτα το αποκαλούν «φόνισσα» απαλλάσσοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το κοινωνικό σύστημα. Η σκηνή αυτή με τη ρεαλιστική σκληρότητα και υποβλητικά γραμμένη, αποτελεί ένα βροντερό «κατηγορώ». Τη Φραγκούλαινα τη βιάζει ο κουνιάδος της, απροστάτευτη όπως έχει μείνει σαν χήρα. Έτσι η συγγραφέας φωτίζει άλλο ένα κοινωνικό έγκλημα χωρίς τιμωρία..

Στο δεύτερο αυτό διήγημα υπάρχει και η πολιτική διάσταση, η οποία κλιμακώνεται στο τρίτο διήγημα, αλλά με άλλα πρόσωπα και σε άλλες καταστάσεις. Η Φρανκούλαινα έχει αδερφό αγωνιστή εξόριστο. Βοηθάει έμμεσα τον αντιστασιακό αγώνα (ο αντίθετος κουνιάδος εκδικείται τη χήρα με το βιασμό, όπως η φασιστική αντίδραση ιδιαίτερα στα χωρία έκανε αφόρητη τη ζωή των συγγενών των σε φυλακές και εξορίες απόντων αγωνιστών). Η Φρανκούλαινα αντιπροσωπεύει μια εμβρυακή μορφή πολιτικοποίησης μέσα από τη βοήθεια στον αδερφό της, μια μορφή αλληλεγγύης που τη θεωρεί αυτονόητη. Στο τρίτο διήγημα παρακάτω θα δούμε μια πιο προχωρημένη πολιτική συνειδητοποίηση της πρωταγωνίστριας με επίσης κλιμάκωση της δραματικής φόρτισης. Από διήγημα σε διήγημα μεγαλώνει το μπόι των πρωταγωνιστριών, πορεία η οποία δίνεται μέσα από μια συναρπαστική γραφή που κάνει τον αναγνώστη να ζει ο ίδιος  κάθε στιγμή της ψυχικής πορείας των ηρωίδων, αλλά και να βιώνει από κοντά τις συνθήκες της μετεμφυλιακής τρομοκρατίας. Ο ρόλος της λογοτεχνίας να μας δώσει πραγματικότητες που δεν τις ζήσαμε, αλλά κι αυτές που τις ζήσαμε και ζούμε, εκπληρώνεται με όλη την έννοια της λέξης. Στο τέλος του δεύτερου αυτού διηγήματος εμφανίζεται η ελπίδα μέσα από τη σκηνή της αυτοχειρίας της πρωταγωνίστριας, ενώ χτυπάνε αναστάσιμα οι καμπάνες. Είναι Πάσχα. Θάνατος και ζωή. Ζωή και Θάνατος. Σαν μια αναλαμπή ενός φωτεινού μέλλοντος ο πόθος για ένα καλύτερο αύριο περνάει μπροστά από τα μάτια της ψυχής της Φρανκούλαινας στις τελευταίες στιγμές της με τη μορφή καβαλαραίων με κόκκινη παντιέρα και με τη χαμένη κόρη, τη μονάκριβη, μαζί τους με ολόασπρο φόρεμα ντυμένη να φωνάζει τη λέξη που είναι και ο τίτλος του βιβλίου. Με την ίδια κραυγή όπως στο πρώτο διήγημα, τελειώνει και το δεύτερο: ΜΑΝΑΑΑ…

Η εκτέλεση

Στο βιβλίο αυτό η συγγραφέας απευθύνεται στις σχέσεις μάνας-παιδιού (είτε κόρης είτε γιου) στα πολύ δύσκολα και καμιά φορά απρόβλεπτα μονοπάτια της ζωής, αλλά και σε συνθήκες κραυγαλέας και βίαιης, εγκληματικής κρατικής καταστολής. Στο τρίτο διήγημα Η εκτέλεση έχουμε τη σχέση αυτή στο αποκορύφωμα του πόνου, αλλά και του ηρωισμού, της απόλυτης υπέρβασης του Θανάτου. Η πρωταγωνίστρια, η Λέγκω, ανεβαίνει ψηλά, πολύ ψηλά, «δύσκολο πια να πουν το μπόι τους» με τα λόγια του Ποιητή της Ρωμιοσύνης. Η συγγραφέας μπροστά στο μεγαλείο της άλλης μάνας του ρεαλιστικού διηγήματος θα εκφράσει στο Υστερόγραφο ένα αίσθημα ανεπάρκειας που νιώθει: «Έπλασα πολλές ιστορίες, πολλές εκδοχές για να προσεγγίσω την ψυχή της εκείνη τη φοβερή στιγμή. Να ιδώ από πού βρήκε τη δύναμη και την απαντοχή. Καμιά δε με έπεισε, ούτε αυτή που σας διηγήθηκα. –Θεία Λέγκω, σου ζητώ συγνώμη γιατί μίκρυνα τη μεγαλοσύνη σου. Είχα, όμως, ανάγκη να σε καταλάβω» (σελ. 185).

Σίγουρα, η συγγραφέας, όπως κάθε μάνα, διαβάζοντας ή ακούγοντας μια τέτοια ιστορία, φαντάζεται ότι της συμβαίνει της ίδιας και μετράει, σιωπηλά, μέσα στην ψυχή της, τις δικές της δυνάμεις, αν θα μπορούσε με τον ίδιο τρόπο να αντιμετωπίσει την εκτέλεση του παιδιού της. Και ίσως μέσα της να λέει «Εγώ δεν θα το μπορούσα, εγώ δεν θα άντεχα». «Είχα, όμως, ανάγκη να σε καταλάβω» θα πει στο τέλος, σαν υστερόγραφο, συνοψίζοντας τη βασανιστική απορία πολλών γονιών. Και στα τρία διηγήματα πεθαίνει ένα παιδί, αλλά με τελείως διαφορετικό τρόπο. Πεθαίνει, αλλά συμβολικά γεννιέται μια νέα ζωή, γίνεται μια κάθαρση, μια ανάσταση ψυχής, μια ποιοτικά νέα κατάσταση, ενώ στο τέταρτο –αφήγημα- ένα παιδί ετοιμάζεται να γεννηθεί. Θάνατος και ζωή. Ζωή και Θάνατος σε μια αδιάρρηκτη διαλεκτική σχέση δεμένα. Ενώ στο πρώτο ο θάνατος είναι ένα από τα «τυχερά» στη ζωή μιας γυναίκας, στο δεύτερο υπάρχει κλιμάκωση της τραγικότητας: δυστυχία-απόγνωση-αδιέξοδο-αυτοκτονία-λύτρωση και ελπίδα. Στο τρίτο τα πράγματα αποκτούν μια άλλη ποιοτική διάσταση. Εδώ τα γεγονότα που οδηγούν στο θάνατο είναι πολιτικά, είναι απόφαση του επίσημου φασιστικού κράτους και απόφαση μαζί του ανυπότακτου περήφανου αλύγιστου Ανθρώπου. Δεν είναι πια τα προσωπικά «τυχερά» της ζωής που ήταν το «γραμμένο» και που μια τυφλή μοίρα επιβάλλει. Το διήγημα είναι βαθιά ανθρώπινο, φιλοσοφημένο, η εσωτερική πορεία της μητέρας είναι σπαρακτική με στο τέλος μια απόλυτη νίκη πάνω στον εαυτό της και μια οδυνηρή συνειδητοποίηση της κοινωνικής αποστολής της. Δεν είναι πια το ένστικτο που κυβερνάει. Το ένα παιδί της Λέγκως σκοτώνεται στο Αντάρτικο, το άλλο εκτελείται από μοναρχοφασιστικό στρατοδικείο. Συναντούμε τη Λέγκω μαζί με τον άντρα της, κάποτε εξόριστος κι αυτός, στα βαθιά γεράματα με τις αναμνήσεις τους και με τη Λέγκω να λέει: «Πονέσαμε τον πιο φρικτό, τον πιο οδυνηρό πόνο της ζωής…» «Πώς το αντέξαμε και ζούμε». Και η απάντηση του Σωτήρη, του άντρα της: «Αντέξαμε, Λέγκω, γιατί τα παιδιά μας γίνανε λίπασμα ζωής, γίνανε οξυγόνο λευτεριάς, γίνανε φάροι και οδηγητές για τους ανθρώπους». Αυτό το «πώς αντέξαμε;» εκφράζει την απορία όλων, ιδιαίτερα όσων δεν έχουν ζήσει από κοντά τέτοιες καταστάσεις  και προσπαθούν, μαζί με τη συγγραφέα, να καταλάβουν. Η ανάταση του Ανθρώπου σε κάποιες ιστορικές στιγμές μπορεί να μοιάζει για τους μεταγενέστερους απίθανη, αλλά γι αυτό ακριβώς, χρειάζεται να βγάλουμε τα συμπεράσματα μαθαίνοντας τις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες και κατανοώντας γιατί μπορούν να ανεβάσουν άλλους ανθρώπους στα ύψη του ήθους, αλλά άλλους στα χαμηλά του (αυτό) ξεφτελισμού. Βέβαια, δεν πρέπει να τα βλέπουμε αυτά ξεκομμένα από την ιδεολογία και τα ιδανικά των επιλογών των ανθρώπων και να τα εντοπίζουμε μόνο στην ψυχική τους δύναμη. Αυτή πάντα από κάπου θρέφεται.

Για όσους τα έζησαν, το βιβλίο προσφέρει την αναγνώριση, τη βεβαιότητα ότι δεν πήγαν χαμένες οι θυσίες κι ας μην είχαν το άμεσα προσδοκούμενο και επιθυμούμενο αποτέλεσμα. Για όσους δεν τα έζησαν προσφέρει τη γνώση της ιστορίας των υπέρτατων θυσιών για την ανατροπή της παλαιάς σάπιας καθεστηκυίας τάξης και της κοινωνίας της και τη δημιουργία μιας νέας ανώτερης καλύτερης.  Το βιβλίο της Μαριάνθης Αλειφεροπούλου-Χαλβατζή δίνει μια σπάνια και επιβλητική στην παραστατικότητά της εικόνα. Έτσι, πράγματι, θα μπορούσε να ήταν. Έτσι, πράγματι, ήταν. Γι αυτό θα αλλάξουμε τα λόγια της στο Υστερόγραφο, ότι δεν την  έπεισε καμία εκδοχή, ούτε αυτή που μας διηγήθηκε και θα πούμε: μας έπεισες! Διότι το παράδειγμα της ανώτατης ηθικής πράξης της αντίστασης, του μη-συμβιβασμού στην υποταγή σ’ όλες τις εποχές και σε όλους τους τόπους, θα είναι πάντα πειστικό.

Πλευρές της μητρότητας στην Κούβα

Όπως ήδη αναφερθήκαμε σε προηγούμενη ανάρτηση, αναφορικά με τη το ρόλο της μάνας  στο νησί της επανάστασης η γυναίκα χειραφετείται και χειραφετεί _ Σε αντίθεση με τα υποκριτικά πεθαμένα λουλούδια των χιλιάδων αφιερώσεων στη ζούγκλα του καπιταλισμού (και στη χώρα μας φυσικά), εκεί, στο μαλακό υπογάστρια των ΗΠΑ έχουμε μια καθημερινή μάχη –ένα βήμα μπρος δύο πίσω _ένα μπρος … (παραφράζοντας τον Λένιν). Παραθέτουμε κάποιες πλευρές (αντιγράψαμε από τη granma, όργανο του ΚΚ Κούβας

Οι κουβανικές αρχές συγχαίρουν
αγωνιστικά τις μητέρες για την ημέρα τους

Ο πρώτος γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κούβας και Πρόεδρος της Δημοκρατίας Miguel Díaz-Canel και άλλα επίσημα χείλη αναφέρθηκαν στην «καρδιά» των Κουβανών μητέρων και στην ημέρα που είναι «όλη δική τους» (και δική μας), μέσα από μια παράδοση που εδώ ξεπερνά τον αιώνα και χειραφετείται καθημερινά μέσα στην επανάσταση

A las madres cubanas, capaces de sostener y transformar la realidad más difícil, con ensibilidad,oraje y belleza, ¡Muchas Felicidades!#Cuba pic.twitter.com/SvEZrbO9at — Miguel Díaz-Canel Bermúdez (@DiazCanelB) May 12, 2024

Ο πρόεδρος τόνισε την ικανότητα των μητέρων της χώρας του να συντηρούν και να μεταμορφώνουν την πιο δύσκολη πραγματικότητα, με ευαισθησία, θάρρος και ομορφιά, έγραψε στην πλατφόρμα X.

Στις Κουβανές μητέρες, Συγχαρητήρια! Να μας ζήσετε!, ενώ από την πλευρά του, ο πρωθυπουργός Μανουέλ Μαρέρο τις αποκάλεσε ηρωίδες, oμοίως, ο πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης της Λαϊκής Εξουσίας (κοινοβούλιο), Εστεμπάν Λάζο, αναφέρθηκε τον Εθνικό Ήρωα της Κούβας, Χοσέ Μαρτί, ο οποίος είπε για τις μητέρες: «είναι αγάπη, εξαιρετική ευαισθησία και στήριγμα της ζωής μας».

Στην Κούβα σήμερα κυριαρχεί μια ατμόσφαιρα οικογενειακής γιορτής και χαράς πριν από μια γιορτή που, μετά από περισσότερο από έναν αιώνα, γίνεται εδώ απαραίτητη κάθε δεύτερη Κυριακή του Μαΐου _ από συντάκτη της granma

  Η μάνα στο παιδί της

Χθες το βράδυ σκέφτηκα ότι, όπως κάθε χρόνο, κάποιος θα πρέπει να ετοιμάσει κάτι και να το στείλει  στην σύνταξη, ως δώρο της εφημερίδας μας σε όλες τις μαμάδες αυτή την ξεχωριστή μέρα που τους αφιερώνεται.
Να! τα παίρνω… τα αφήνω, εδώ είναι, κοντά στους παλμούς που είμαστε όλοι ικανοί να νιώσουμε: μητέρες, παιδιά, πατέρες, αδέρφια, παππούδες, γιαγιάδες, γείτονες _ευγνώμονες, με λίγα λόγια, όπως διαβάζουμε…

__Τι συμβαίνει μαμά;

Δεν πειράζει, αγάπη μου, πρέπει να νιώσω τους χτύπους της καρδιάς σου, θα σου πω κάτι που δεν θα καταλάβεις τώρα, αλλά όταν μεγαλώσεις και το διαβάσεις, ίσως τότε να με καταλάβεις καλά.

__Πες μου μαμά.

  •        Όταν η ζωή περιπλέκεται, όταν κάνεις λάθος, όταν διαλέγεις λάθος δρόμο, ακόμα κι εκείνες τις στιγμές, θα είμαι εδώ.
  • ·      Όταν κάποια άνοιξη σε μια από τις πολλές σου δεν δεις τον ήλιο να ανατέλλει, όταν λαχταράς τη ζεστασιά μου, θα είμαι εδώ.
  • ·      Όταν νιώθεις διαφορετικός, περίεργος ή όταν κάποιος σε απορρίπτει επειδή είσαι εξαιρετέος _δήθεν ή πραγματικά, όταν θέλεις να βρεις καταφύγιο, όταν τα πόδια σου κουραστούν από το περπάτημα και χρειάζεσαι αγκαλίτσες, θα είμαι εδώ.
  • ·      Όποτε θέλεις συντροφιά στο ταξίδι, θα είμαι εδώ.
  • ·      Όταν η μνήμη σου σε πάει πίσω στα παιδικά σου χρόνια και θες να θυμηθείς πόσο ξεχωριστός_ή ήσουν για μένα, θα είμαι εδώ.
  • ·      Όταν φύγω, κλείσε τα μάτια σου και σκέψου με. Όπου κι αν βρίσκομαι: θα είμαι εδώ, πάντα!».

Η γέννηση ενός ονείρου

Μια ιστορία θυσίας και αφοσίωσης, ως φόρος τιμής στις μητέρες, σε όσες έχουν ήδη γεννηθεί και σε αυτές που μια μέρα θα γεννηθούν. Ξέρω μια γυναίκα που πολέμησε ενάντια στη φύση, σπαθί ενάντια σε σπαθί και κέρδισε. Αγαπούσε ένα γιγάντιο όνειρο, τόσο τεράστιο, τόσο πεισματάρικο, που δεν θα εγκατέλειπε ποτέ τη μάχη για να το πετύχει. Σημείωσε τις γόνιμες μέρες στο αλμανάκ. Πραγματοποιήθηκαν εκατοντάδες υπέρηχοι και εξετάσεις _στο κρατικό νοσοκομείο της Αβάνας και στο κέντρο υγείας του χωριού της (μου).
Έκλαψε κι εκείνη, απαρηγόρητη, μπροστά στο αρνητικό τεστ εγκυμοσύνης, μια σκηνή που επαναλάμβανε, μήνα με τον μήνα, σε έναν κύκλο που έμοιαζε ατελείωτος.

Κράτησε την αναπνοή της κατά τη διάρκεια αυτής της επώδυνης και επεμβατικής εξέτασης στην οποία πίστευε ότι θα έχανε την ζωή της, αλλά πήρε μια βαθιά ανάσα και διαβεβαίωσε τη νοσοκόμα ότι ήταν μια χαρά, τέλεια, ασυναγώνιστη. Πήρε (πήρα) πολλά χάπια _η πατρίδα μας παρέχει ό,τι χρειαζόμαστε. Δεν της άρεσε να μιλάει γι’ αυτό. Πονούσε πάρα πολύ. Το κράτησε σε μια γωνιά του μονόλογου της, ανάμεσα σε βελούδινες κουβέρτες, προτίμησε να μείνει σιωπηλή. Έζησε πάνω από μια δεκαετία θυσίας, ανάπαυσης, πόδια ψηλά, λαχτάρας για τη δεύτερη γραμμή των μαλλιών.

Δεν ήταν τόσο νέα όσο όταν ξεκίνησε την περιπέτεια να μεγαλώσει την οικογένεια. Τίποτα όμως δεν την σταμάτησε, ούτε καν οι ιδιοτροπίες της γενετικής, πολύ λιγότερο η ηλικία. Ξέρω μια γυναίκα που είχε ένα όνειρο και πάλεψε τόσο σκληρά για αυτό που η μοίρα, ντροπιασμένη μπροστά της, αναγκάστηκε να κατεβάσει το κεφάλι της.

Και όταν ο COVID-19 γονάτισε τον κόσμο, εκείνη, που δεν ήταν διατεθειμένη να τα παρατήσει ούτε λίγο, πόνταρε τα πάντα σε αυτό που πίστευαν οι άλλοι ότι ήταν ουτοπία.
Ξέρω μια γυναίκα που αυτή τη στιγμή ζει ανεμοστρόβιλο, που έχει την πρώτη θέση στον κόσμο στο καθάρισμα μύξας και …, που δουλεύει για να κερδίσει τον χαμένο χρόνο και κυνηγάει με τα μάτια της τα δύο άτακτα ξωτικά της. Ξέρω μια γυναίκα που σχεδόν δεν κοιμάται, που γράφει, δουλεύει και μαγειρεύει κάνει τα πάντα με την ίδια ένταση.

Που δεν παραπονιέται ποτέ, γιατί η χαρά εμφανίζεται σε ένα ζευγάρι εξαντλημένα μάτια. Όλοι τη θαυμάζουν. Άλλοι, στη θέση τους, θα είχαν αποφασίσει να πάρουν το πιο άνετο μονοπάτι: πετάγοντας την πετσέτα, κρεμώντας εκείνη την παλιά λαχτάρα με απογοήτευση. Ξέρω μια γυναίκα που δεν τα παρατάει ποτέ. Μια γενναία γυναίκα, που ήταν πρόθυμη να κάνει τα πάντα, ακόμα και να προσφέρει τη ζωή της, για να κυνηγήσει το όνειρο της μητρότητας.