Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κώστας Καρυωτάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κώστας Καρυωτάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

21 Ιουλίου 2023

Κώστας Καρυωτάκης _Επέσαμε θύματα εξιλαστήρια του "περιβάλλοντος" και της "εποχής"…

Γεννημένος το 1896, στην Τρίπολη, έδωσε τέλος στη ζωή του στην Πρέβεζα στα 32 του χρόνια τέτοιες μέρες (21 Ιουλίου)

Θάνατος είναι οι κάργιες
που χτυπιούνται στους μαύρους τοίχους και τα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζανε κρεμμύδια.

Θάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοι,
με τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας πίσω η θάλασσα κι ακόμη
ο ήλιος θάνατος μες στους θανάτους.

Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίσει μια ελλειπή μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.

Βάσις φρουρά εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ’ ακούσουμε τη μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο τραπέζης,
πρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάντα.
Περπατώντας αργά στην προκυμαία
"Υπάρχω" λες κι ύστερα "Δεν υπάρχεις".
Φτάνει το πλοίο υψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο κύριος νομάρχης.

Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
ένας πέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία

Μελοποιήθηκε από Δήμο Μούτση _Γιάννη Γλέζο
1η εκτέλεση Θανάσης Γκαϊφύλλιας  _2η Βασίλης Παπακωνσταντίνου _
Η “Πρέβεζα” είναι το τελευταίο ποίημα του Καρυωτάκη και ένα από τα δημοφιλέστερα ελληνικά ποιήματα -το 18ο στο γκάλοπ που είχε κάνει το 2013 ο Αντώνης Πετρίδης.

Δείτε μια σχετική εκπομπή της ΕΡΤ (Φρέντυ Γερμανός) και
στο τέλος της ανάρτησης
9+1 ερωτικά ποιήματα για την οδύνη της αγάπης _
του έρωτα δηλαδή

“Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι
να μην επιχειρήσουνε
ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης”

Στις 21 Ιουλίου 1928, ο Κώστας Καρυωτάκης περπάτησε από το καφενείο “Ουράνιος Κήπος” της Βρυσούλας προς τη θέση Βαθύ της Μαργαρώνας, μια απόσταση περίπου ~400μ. Ξάπλωσε κάτω από έναν ευκάλυπτο και αυτοκτόνησε με πιστόλι στην καρδιά. Η χωροφυλακή τράβηξε φωτογραφία του πτώματος η οποία έχει δημοσιευτεί και τον δείχνει να φορά το κουστούμι του, ψάθινο καπέλο και να κρατά με το χέρι το πιστόλι στο στήθος (μπορείτε να την βρείτε στο διαδίκτυο, ή στο Μουσείο Μπενάκη)

Τις δυο τελευταίες ώρες της ζωής του τις πέρασε στο παραλιακό καφενείο, “Ο Ουράνιος Κήπος”, άφησε φιλοδώρημα 75 δραχμές, ζήτησε ένα τσιγάρο και ένα χαρτί όπου έγραψε τα εξής:

Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερο μου ελάττωμα τάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό. Κάθε πραγματικότης   μου ήταν αποκρουστική.

Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να    έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι.

Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές!!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος.

Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέσει την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.

                      __ Κ.Γ.Κ.

[Υ.Γ.] *Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην    επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.*

Είχε ήδη προμηθευτεί από την προηγούμενη μέρα το όπλο με το οποίο έδωσε τέλος στη ζωή του. Ένα περίστροφο τύπου Pieper Bayard 9mm_ που με τις σφαίρες και την αποχαιρετιστήρια επιστολή, εκτίθενται στο Μουσείο Μπενάκη

 ΗΥΤΟΚΤΟΝΗΣΕΝ
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑΣ

Εις το υπουργείον της Προνοίας ελήφθη τηλεγράφημα εκ Πρεβέζης αγγέλλον ότι ηυτοκτόνησεν εκεί βληθείς δια σφαίρας περιστρόφου εις την κεφαλήν ο ποιητής Κ. Γ. Καριωτάκης.
Ό αυτόχειρ υπηρετών ως εισηγητής εις το υπουργείον της Προνοίας κατεδιώχθη επί υπουργίας του Κύρκου υπό του ιδίου του υπουργού καί όχι μόνον δεν προήχθη εις ανώτερον βαθμόν, μολονότι άλλοι έχοντες ολιγότερα προ­σόντα έτυχον του ευεργετήματος αύτού αλλά καί εξεδιωχθη εκ της κεντρικής υπηρεσίας του Υπουργείου μετατεθείς εις Πρέβεζαν. Το τοιούτον είχεν επιτείνει την μελαγχολίαν του η οποία εκ φύ­σεως τον κατέτρυχεν και τον είχεν καταταστήσει νευρασθενικόν. Όλα αυτά μαζί με την αναγκαστικήν απομάκρυνσίν του εξ Αθηνών ήγαγον τον εκλεκτόν ποιητήν εις την αυτοκτονίαν.
Ό θάνατός του ετηρήθη ενταύθα μυστικός δια να μή το μάθει η μήτηρ του η οποία πάσχει εκ σοβαρού καρδιακού νοσήματος.
Ο αυτόχειρ αφήκεν επιστολήν προς τους οικείους του εν τη οποία  εκθέτει τους λόγους του διαβήματός του.

Ο Καρυωτάκης και η εποχή του...

Αυτοκτονώντας, άφησε πίσω του, εκτός από τρεις ποιητικές συλλογές, πλήθος ερωτήματα που προβληματίζουν, ακόμη και σήμερα, την κριτική και τους αναγνώστες του. Το φάντασμα του ποιητή δεν «στοίχειωσε» μόνο την πόλη της Πρέβεζας, αλλά και τη νεότερη ελληνική ποίηση. Τι ήταν τελικά ο Καρυωτάκης; Ήταν ο εγωπαθής μισάνθρωπος, ο περιθωριακός, ο παρακμιακός, ο ψυχικά άρρωστος;

Ή ο μαχητικός συνδικαλιστής και ο άτεγκτος και αυστηρός κριτής της εποχής του; Ερωτήματα πιθανόν αναπάντητα, χαρακτηρισμοί, κάποιες φορές, ανακριβείς, και κατηγοριοποιήσεις ενίοτε παραπλανητικές, δεν βοηθούν την κριτική έρευνα του έργου του. Η υπερβολική ενασχόληση με την προσωπική ιδιορρυθμία του και κυρίως με την αυτοκτονία του συσκότισε το έργο του και παραμόρφωσε την ποιητική του φυσιογνωμία.

Αυτό που κυρίως πρέπει να έχουμε στο νου μας, είναι ότι ο Καρυωτάκης υπήρξε ο κατεξοχήν αντιπροσωπευτικός ποιητής της γενιάς του, όπως επισημαίνει ο Τέλλος Άγρας, ο σημαντικότερος κριτικός της καρυωτακικής ποίησης. Ως τέτοιος, λοιπόν, θα πρέπει να κριθεί, ενώ λυδία λίθος της ποιητικής του αξίας είναι ο τρόπος με τον οποίο συνδιαλέγεται ως ποιητής με την ταραγμένη εποχή που ζει.

Η ιστορική πραγματικότητα των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα σηματοδοτεί το «αστέρι» με το οποίο ο Καρυωτάκης και η γενιά του ήρθαν στη ζωή. Αν, προσεγγίζοντας την καρυωτακική ποίηση, αγνοήσουμε αυτήν την πραγματικότητα, αδικούμε, νομίζω, και τον ποιητή και το έργο του. Πρόκειται για μια εποχή γεμάτη συγκρούσεις και αντιθέσεις. Από τη μια ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, η Οκτωβριανή Επανάσταση, η παγκόσμια οικονομική ύφεση, και από την άλλη, στην Ελλάδα, η οικονομική κρίση, η πολιτική αστάθεια, η ιδεολογική σύγχυση. Ταυτόχρονα, το νεοϊδρυμένο Κομμουνιστικό Κόμμα δεν έχει ακόμα ωριμάσει και το εργατικό κίνημα αναπτύσσεται κάτω από τη βαριά σκιά της κρατικής τρομοκρατίας και καταστολής. Οι τραγικές συνέπειες της Μικρασιατικής Εκστρατείας, η ήττα, ο θάνατος, η προσφυγιά, κλονίζουν τις αρχές και τα ιδανικά της αστικής τάξης και, παράλληλα, τις βεβαιότητες μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας, ιδιαίτερα της μικροαστικής. Μπροστά σ' αυτήν την τραγική πραγματικότητα, ο Καρυωτάκης δεν μένει αδιάφορος. Αντίθετα, την αποτυπώνει στην ποίησή του με ειλικρίνεια και ρεαλισμό και αναδεικνύεται δίκαια ως ο αντιπροσωπευτικός ποιητής της γενιάς του. Με ποιον τρόπο συνέβη αυτό; «Όλοι οι δρόμοι οδηγούνε στη Ρώμη», γράφει ο Άγρας, «Όλοι οι δρόμοι ωδήγησαν τον Καρυωτάκη στη Σάτιρα».

Με τη σάτιρα, λοιπόν, και μάλιστα με την πολιτική σάτιρα, ο ποιητής εξελίσσεται σε έναν από τους πρωτοπόρους του ποιητικού ρεαλισμού στον τόπο μας. «Η σάτιρα», παρατηρεί ο Αγρας, «είναι η σφαίρα, όπου, ολιγώτερον από κάθε άλλη, η ποίησις μένει άπρακτη και αδιάφορη από τον έξω κόσμον. Κι ο έξω κόσμος είναι ο ρεαλισμός, η κοινωνία - η πολιτική. Στο Αγαλμα της Ελευθερίας που φωτίζει τον Κόσμο, ο Μιχαλιός, Ωδή εις Ανδρέαν Κάλβον, Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον - ιδού τέσσερα ποιήματα του Καρυωτάκη εμπνευσμένα από την πολιτική, χωρίς όμως να ξεφεύγουν καθόλου από τα σύνορα της τέχνης».
Με την πολιτική σάτιρα ο ποιητής εγκαταλείπει τα ιδιωτικά θέματα και παραμερίζοντας την εσωστρέφειά του συναντά το «περιβάλλον» και την «εποχή». Η συνάντηση αυτή, προσωπική και βιωματική αρχικά, μετουσιώνει την ποίησή του, όχι μόνο ως προς το περιεχόμενο αλλά και ως προς τη μορφή της.

Μαρία Πεσκετζή _Ριζοσπάστης

Κώστας Καρυωτάκης ΑΠΑΝΤΑ μια άλλη ανάγνωση _εκδόσεις ΑΤΕΧΝΩΣ
Η έκδοση περιλαμβάνει τις τρεις αυτοτελώς δημοσιευμένες, από τον ίδιο τον ποιητή, συλλογές:

·       Ο πόνος του ανθρώπου και των πραμάτων (1919)
·       Νηπενθή (1921)
·       Ελεγεία και Σάτιρες (1927)

Τα τρία τελευταία του ποιήματα: Αισιοδοξία, Όταν κατέβουμε…, Πρέβεζα που αποτελούν το επιστέγασμα του καθαρώς ποιητικού του έργου και εννιά πεζά του.
Γιατί αυτοκτόνησε; Τι ρόλο έπαιξε η αρρώστια του; Σε αυτά τα ερωτήματα προσπαθεί να απαντήσει η εισαγωγή του Ηρακλή Κακαβάνη.

1.500.000 πρόσφυγες της Μικρασίας

Χωρίς να προσπαθεί πια να δραπετεύσει από την πραγματικότητα, ζει από κοντά το δράμα της προσφυγιάς ως προϊστάμενος του Γραφείου Εγκαταστάσεως Προσφύγων, θέση στην οποία τοποθετήθηκε στις 18 Δεκέμβρη 1923. Ταυτόχρονα, όμως, έρχεται αντιμέτωπος με τις καταχρήσεις και τις αυθαιρεσίες πολλών απ' αυτούς που εμπλέκονται στην υπόθεση της αποκατάστασης των προσφύγων. Το ελληνικό κράτος είναι υποχρεωμένο να λύσει ένα οξύ κοινωνικό πρόβλημα: Από τη μια έπρεπε να αποκαταστήσει τους πρόσφυγες, ενώ από την άλλη είχε να αντιμετωπίσει τις αντιδράσεις των «γηγενών», αντιδράσεις που έφταναν μέχρι την αυτοδικία, για τις υποχρεωτικές απαλλοτριώσεις.

Έτσι, λοιπόν, η τραγωδία των προσφύγων από τη μια και η δυσοσμία των δημοσίων σκανδάλων από την άλλη λειτουργούν σαν ωστικό κύμα που ρίχνει τον Καρυωτάκη στον έξω κόσμο, στην πραγματικότητα της εποχής του: Εκλέγεται στις 13 Γενάρη του 1928 ΓΓ. της Ενώσεως Δημοσίων Υπαλλήλων Αθηνών και ως συνδικαλιστής δρα με πάθος και μαχητικότητα. Συγκρούεται με την εξουσία, αποκαλύπτει σκάνδαλα και μετατίθεται δυσμενώς στην Πρέβεζα, «στη θλιβερώτερη επαρχία του θλιβερώτερου τόπου του κόσμου», όπως τη χαρακτήρισε κάποιος κριτικός.

Ο τρόπος με τον οποίο ο Καρυωτάκης ανταποκρίνεται - τόσο με τις πράξεις του όσο και με την ποίησή του - στη Μικρασιατική Εκστρατεία και στην τραγωδία που επακολούθησε, φανερώνει τη σχέση του με την κοινωνία της εποχής του. Η σάτιρα Εις Ανδρέαν Κάλβον, ένα από τα σημαντικότερα ίσως πολιτικά ποιήματα της νεότερης ελληνικής ποίησης, αποτυπώνει έξοχα τη σχέση αυτή. Η ειρωνεία, ο σαρκασμός, η ανελέητη επίθεση στις αξίες των αστών συγκροτούν τον θεματικό πυρήνα του ποιήματος. Μορφολογικά το ποίημα παρουσιάζει ενδιαφέρον, γιατί συνθέτει την παρωδία με τη σάτιρα. Από τη μια, οι δεκαπέντε πεντάστιχες στροφές του μιμούνται το λεξιλόγιο, τη σύνταξη και τη στιχουργική των κάλβειων ωδών, ενώ από την άλλη η ανάπτυξη του θέματος, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από τις εξωκειμενικές σημάνσεις, παραπέμπει στις δραματικές συνέπειες της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Θα λέγαμε ότι η παρωδία υποστηρίζει τη σάτιρα και η σάτιρα προϋποθέτει την παρωδία. Διαλεγόμενος, λοιπόν, ο Καρυωτάκης με τον Ανδρέα Κάλβο και τις Ωδές του, γίνεται άτεγκτος κριτής της πολιτικής, κοινωνικής και ηθικής παρακμής της εποχής του.

Ο Κάλβος έγινε μεγάλος ποιητής υμνώντας τους αγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης και τα ιδανικά τους. Από την αρετή τους άντλησε την ποιητική μεγαλοσύνη του. Σε μια εποχή παρακμής όμως, μας λέει ο Καρυωτάκης, ένας ποιητής σαν τον Κάλβο είναι καταδικασμένος στη σιωπή. Πώς θα μπορούσε να εμπνευστεί από τις πολιτικές φιλοδοξίες, τις ίντριγκες και τα ψεύτικα οράματα που εξέθρεψαν τη Μεγάλη Ιδέα και οδήγησαν τον Αύγουστο του 1921 τον ελληνικό στρατό στον Σαγγάριο, τον μοιραίο ποταμό, όπου, παρά τη νίκη των Ελλήνων, κρίθηκε η τύχη της Μικρασιατικής Εκστρατείας; Ο Κάλβος έγραψε τις Ωδές του σε μια εποχή που η αστική τάξη βρισκόταν στην ακμή της. Ο Καρυωτάκης, από την άλλη, βίωσε με τον πιο τραγικό τρόπο την παρακμή της αστικής τάξης, η οποία, και με το ξεθώριασμα της Μεγάλης Ιδέας, δεν μπορούσε πια να εμπνεύσει κανένα ιδανικό στην ελληνική κοινωνία. Συνομιλώντας με τον Κάλβο, ο Καρυωτάκης καταγγέλλει:

Ίππους δεν επιβαίνουσι, \ αμή την εξουσίαν \ και του λαού τον τράχηλον \ ιδού, μάχονται οι ήρωες \ μέσα στα ντάνσιγκ.
Τις δάφνες του Σαγγαρίου \ η Ελευθερία φορέσασα \ γοργά από μίαν χείρα \ σ' άλλην περνά και σύρεται \ δούλη στρατώνος.

Αναρωτιέμαι πώς αλλιώς θα μπορούσαμε να κατανοήσουμε αυτό το ποίημα, παρά ως την ενσυνείδητη αντίθεση του ποιητή στη στάση και τη συμπεριφορά της αστικής τάξης της εποχής του.

Ωστόσο, ο Καρυωτάκης συνειδητοποιεί ταυτόχρονα την προσωπική του αδυναμία, καθώς και την αδυναμία των ποιητών της γενιάς του να δράσουν, να συγκρουστούν δυναμικά με το κατεστημένο και, με την ανατροπή του, να αλλάξουν τελικά τον κόσμο. Με ειρωνεία που φτάνει τον σαρκασμό, γράφει στο ποίημα Ολοι μαζί:

Κι αν πειναλέοι γυρνάμε ολημερίς,
κι αν ξενυχτούμε κάτω απ' τα γεφύρια,
επέσαμε θύματα εξιλαστήρια
του «περιβάλλοντος» και της «εποχής».

Οπως φαίνεται, ο ποιητής δεν έχει αυταπάτες για την έλλειψη εσωτερικής δύναμης, που τον οδήγησε πρώτα στην αδράνεια, έπειτα στο προσωπικό αδιέξοδο και τέλος στην αυτοκτονία.

Ο Καρυωτάκης δεν πρόλαβε να γράψει πολλά ποιήματα - εξάλλου σύντομη ήταν η ζωή του, σύντομο και το έργο του. Κατήγγειλε, όμως, με πάθος και παρρησία τις «δημόσιες αμαρτίες» της εποχής του. Τις κατήγγειλε ως ποιητής μείζων και, ως τέτοιον, πρέπει να τον θυμόμαστε: «[...] μη τον ξεχνάτε, και ακόμη, να τον αγαπάτε», μας προτρέπει ο Ανδρέας Εμπειρίκος. «Ητο μεγάλος ποιητής ο νέος αυτός και ευγενής. Το λέγω και θα το ξαναπώ πολλάκις - είναι μεγάλος ποιητής ο Κώστας Καρυωτάκης».Η ποίησή του, επηρεασμένη σε μεγάλο βαθμό από τον συμβολισμό και τον υπαρξισμό, εμβαθύνει σε θέματα απομόνωσης, απελπισίας και της φευγαλέας φύσης της ζωής.

Παρεξηγημένος από τους συγχρόνους του

Ο Κ.Γ. Καρυωτάκης, βιωματικός και αντιπροσωπευτικός της εποχής του, μπορεί να χαρακτηρίστηκε ποιητής του μηδενισμού και της απαισιοδοξίας, και να έχει περισσότερο ίσως από κάθε άλλον τις ρίζες του στην ιστορική στιγμή και τα περιστατικά που δημιουργούσαν την ασφυκτική ατμόσφαιρα, όμως ταυτόχρονα προεκτείνει ως την εποχή μας. Μπορεί οι σύγχρονοί του εντυπωσιασμένοι από την αυτοκτονία του και βιώνοντας και οι ίδιοι το καταθλιπτικό περιβάλλον, αλλά χωρίς τη δική του ένταση και αδιαλλαξία, στάθηκαν στην απαισιοδοξία του, χωρίς να μπορούν να αντιληφθούν ότι ο Καρυωτάκης κατάφερε να φτάσει ως τη σάτιρα, για να εξευτελίσει, να ελεεινολογήσει, να ξεσπάσει, να καθορίσει την ιδεολογική του στάση. Γιατί ο Καρυωτάκης δεν ταίριαζε μόνο ευχάριστες ομοιοκαταληξίες, έκανε μάχη, με τον τρόπο του, με το στίχο του, το σαρκασμό του, χωρίς ποτέ να παραμερίζει την πραγματικότητα και τον αμετακίνητο στόχο του, τον άνθρωπο μέσα στις αμείλικτες κοινωνίες και κάτω από τη Μοίρα.

«Σε κάποιο κείμενο είδα πάλι επαναλαμβανόμενο τον όρο "καρυωτακισμός"» - γράφει ο Μίλτος Σαχτούρης (1988). «"Καρυωτακισμός" σήμερα το 1988, δε σημαίνει τίποτα. Και τότε γύρω στα 1930 ήταν μια άτυχη λέξη προερχόμενη από την παρεξήγηση ότι ο Καρυωτάκης ήταν τάχα μισάνθρωπος, πεισιθανάτιος κλπ.
Ο Καρυωτάκης δεν ήταν τίποτε από όλα αυτά. Ήταν απλώς επαναστατημένος ενάντια στην αστική Ελλάδα του 1928 με τους λασπωμένους δρόμους το χειμώνα, τη σκόνη το καλοκαίρι, με το χαμηλό επίπεδο ζωής, τη δυστυχία των δημοσίων υπαλλήλων που τους έκανε οκνηρούς και αδιάφορους, ριζωμένους στις καρέκλες τους με τους ατέλειωτους καφέδες. Επαναστατημένος για τη δική του καταδίωξη, επειδή αυτός ήταν υπάλληλος υπεύθυνος, γλωσσομαθής, έξω από την εποχή του. Και ήταν ακόμα παρεξηγημένος από όλους τους συγχρόνους του. Ο Καρυωτάκης δεν ήταν minor ποιητής, ήταν μεγάλος ποιητής όπως τον βλέπει τώρα η νέα γενιά κι όπως άλλαξαν γνώμη περί το τέλος της ζωής τους και τον είδαν μεγάλο, οι άλλοτε αρνητές του, Εμπειρίκος και Εγγονόπουλος. Ο πρώτος μάλιστα σε τελευταίο ποίημά του, έτσι τον αποκαλεί, "μεγάλο": "Είναι μεγάλος ποιητής ο Κώστας Καρυωτάκης". Οσο για τον Σεφέρη, δύσκολα κρυβόταν η εκτίμησή του».

Γιατί όπως έγραφε, το 1938, ο Γιάννης Ρίτσος: «Κάποιες βραδινές ώρες, που η πικρία και η μοναξιά δεσπόζουν στην ψυχή μας, τα Ελεγεία και Σάτιρες, μας περιμένουν κάτω από την αρχαία λάμπα. Τέτοιες στιγμές δε θα λείψουν απ' τη ζωή μας. Μαζί μ' αυτές θα ζει για πάντα και ο Καρυωτάκης».

Πρέβεζα 100νταρχία \ Εξηκονταρχία Πρεβέζης

σσ. Ο όρος [αριθμός]+[αρχία], είναι στρατιωτικός όρος των ελληνιστικών ή και νωρίτερα χρόνων (ρωμαϊκή ιστορία) στρατιωτικό τμήμα στρατιωτών της (ρωμαϊκής) λεγεώνας, της μεγαλύτερης μονάδας των Ρωμαίων. Τα πρώτα χρόνια του Ρωμαϊκού Βασιλείου ίσως σήμαινε το σύνολο του στρατού, γενικά η οργάνωση άλλαζε με την πάροδο του χρόνου, πάντως αποτελούνταν από ~5.000 άνδρες. Υποδιαίρεση η 1.000αρχία _χιλιαρχία …ως 100νταρχία (η μικρότερη) σε αντιστοιχία με τον λόχο της αρχαίας Ελλάδας (100 έως 640 πολεμιστές)

Ο Καρυωτάκης, ως δημόσιος υπάλληλος, έχοντας έρθει σε σύγκρουση με τον υπΕσ Μιχ. Κύρκο (πατέρα του Λεωνίδα) μετατέθηκε δυσμενώς στην Πάτρα και από εκεί αποσπάστηκε στην Πρέβεζα. Φτάνει στις 18 Ιουνίου 1928 και στις 21 Ιουλίου, 33 μέρες μετά, αυτοκτονεί.

Το ποίημα το έστειλε αρχικά στον εξάδελφό του Κ. Δ. Καρυωτάκη την 1η Ιουλίου με τίτλο “Επαρχία” και όχι “Πρέβεζα”, λέγοντας “Σου εσωκλείω ένα ποίημα για να γελάσεις και να πληροφορηθείς καλύτερα”.
Πυκνή η αλληλογραφία του Καρυωτάκη με συγγενείς και φίλους (σε μια προσπάθεια να σπάσει την εσωτερική του μοναξιά) με φράσεις στα γράμματά του, που τις μετέπλασε ποιητικά και τις έβαλε στο ποίημα. Έτσι, στις 22 Ιούνη γράφει στον εξάδελφό του Θόδωρο Καρυωτάκη:
Απόψε το βαπόρι ήρθε σημαιοστολισμένο. Μέγας θόρυβος μέσα στη Νομαρχία, όταν το είδαμε. Ο κ. Α΄ Γραμματεύς επήγαινε δώθε-κείθε ανήσυχος. Ποιος είναι μέσα; Ο Νομάρχης; Ο Γεν. Διοικητής ή καμιά άλλη προσωπικότης; Επιτέλους τώρα εξηκριβώθη ότι του πλοίου επέβαινε ο Σεβασμιότατος Ιωαννίνων (την ευχήν του να ‘χεις). Και τότε επέσαμε πάλι στη νάρκη μας.
Αυτά είναι τα νεώτερα της Πρεβέζης. Άλλη είδηση, η οποία ελπίζω να σ’ ενδιαφέρει εξ ίσου, είναι ότι προχθές ο κ. Ειρηνοδίκης απήγαγε την μερίδα που του έφεραν στο ξενοδοχείο, επειδή την ήβρε ελλιπή, αφού την ετύλιξε πρώτα σ’ ένα καθαρό χαρτί. Την εζύγισε στην Αστυνομία, την έφερε πάλι, την εξεδίπλωσε, την έβαλε στο πιάτο του και την έφαγε.

Σε άλλη επιστολή, στις 24 Ιουνίου, γράφει στη Μαρία Πολυδούρη: “Η Πρέβεζα είναι ένα άσχημο χωριό … Κανένας [δρόμος] δεν είναι μακρύτερος από 30 μέτρα και όλοι έχουν τενεκεδένιες πινακίδες με μεγαλειώδη ονόματα: οδός Γαλλίας, Γεωργίου Α’, Μεγάλου Αλεξάνδρου κλπ. κλπ".
Καλαματιανή +Μανιάτισσα (πέθανε στο 28 της) με τον Κώστα Καρυωτάκη μεγάλο έρωτα της ζωής της, καλλιέργησε το αίσθημα του ανικανοποίητου με τον έρωτα και το θάνατο να είναι οι δύο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ποίησή της. Με πηγαίο λυρισμό που ξεσπά σε βαθιά θλίψη και κάποτε σε σπαραγμό, με εμφανείς επιδράσεις από τα μανιάτικα μοιρολόγια _Δείτε
το εξαιρετικό αφιέρωμα του Τάσου Ψαρρά με θέμα τη ζωή και το έργο της

Οπότε, ξέρουμε με ακρίβεια ότι η Επαρχία\Πρέβεζα γράφτηκε το 10ήμερο του Ιουνίου 1928. Υπάρχουν και άλλα χειρόγραφα του ποιήματος, ενώ η πρώτη του δημοσίευση σε έντυπο έγινε μόλις τον Αύγουστο του 1930 στη Νέα Εστία, με τον τίτλο Πρέβεζα, που καθιερώθηκε.
Σε ένα χειρόγραφο που ο Γ. Π. Σαββίδης το θεωρεί μάλλον πρωτόγραφο, υπάρχει μια διαφορετική λέξη “Εκατονταρχία Πρεβέζης”, άρα μάλλον Εκατονταρχία αρχικά και μετά το άλλαξε σε Εξηκονταρχία.

Κώστας Καρυωτάκης:
9+1 ερωτικά ποιήματα για την οδύνη της αγάπης _
δηλαδή του έρωτα

 Μυγδαλιά…

Κι ακόμα δεν μπόρεσα να καταλάβω
πώς μπορεί να πεθάνει μια γυναίκα
που αγαπιέται.

Έχει στον κήπο μου μια μυγδαλιά φυτρώσει
κι είν’ έτσι τρυφερή που μόλις ανασαίνει∙
μα η κάθε μέρα, η κάθε αυγή τήνε μαραίνει
και τη χαρά του ανθού της δε θα μου δώσει.

Κι αλίμονό μου! εγώ της έχω αγάπη τόση…
Κάθε πρωί κοντά της πάω και γονατίζω
και με νεράκι και με δάκρυα την ποτίζω
τη μυγδαλιά που ‘χει στον κήπο μου φυτρώσει.

Αχ, της ζωούλας της το ψέμα θα τελειώσει∙
όσα δεν έχουν πέσει, θα της πέσουν φύλλα
και τα κλαράκια της θε ν’ απομείνουν ξύλα.
Την άνοιξη του ανθού της δε θα μου δώσει
Κι όμως εγώ ο φτωχός της είχ’ αγάπη τόση…
             1918∙1919 __Ο πόνος του ανθρώπου και των πραμάτων

Ασημένιο το μέτωπο. Και ωραία
τα μάτια σου εφωσφόριζαν γαλάζα.
Το πιάνο καθώς άνοιγες, δυο νέα
τριαντάφυλλα τρεμίζανε στα βάζα.
μα οι κρόταφοί σου ρόδα πλέον ωραία.

Επάλευαν τα χέρια σου, εκερδίζαν·
τα πλήχτρα υποχωρούσανε· τις νότες,
τη μελωδία σαν έπαθλο εχαρίζαν.
Ακούαμε. Και τα αισθήματα, δεσμώτες
που την ελευτερία τους εκερδίζαν.

Δεν θυμούμαι καλά, πέρασαν χρόνια,
πώς είχες όμως λέω και τραγουδήσει·
εξόν αν εκελάηδησαν αηδόνια.

Λάλο ή βουβό, το χείλο σου είναι βρύση,
ελάφια κουρασμένα εμέ τα χρόνια.
Η πεταλούδα πάντα θα πετάξει
αφήνοντας στα δάχτυλα τη γύρη.

Θρόισμα το αντίο, το χέρι σου μετάξι,
κι εχάθηκες. Από το παραθύρι
η πεταλούδα πάντα θα πετάξει…
             __Νηπενθή, 1921

Οι  αγάπες

Θα ‘ρθουν όλες μια μέρα, και γύρω μου
θα καθίσουν βαθιά λυπημένες.
Φοβισμένα σπουργίτια τα μάτια τους,
θα πετούνε στην κάμαρα μέσα.

Ωχρά χέρια θα σβήνουν στο σύθαμπο
και θανάσιμα χείλη θα τρέμουν.

«Αδελφέ», θα μου πουν, «δέντρα φεύγουνε
μες στη θύελλα, και πια δε μπορούμε,
δεν ορίζουμε πια το ταξίδι μας.

Ένα θάνατο πάρε και δώσε.
Εμείς, κοίτα, στα πόδια σου αφήνουμε,
συναγμένο από χρόνια, το δάκρυ.

«Τα χρυσά πού ‘ναι τώρα φθινόπωρα,
πού τα θεία καλοκαίρια στα δάση;

Πού οι νυχτιές με τον άπειρον, έναστρο
ουρανό, τα τραγούδια στο κύμα;

Όταν πίσω και πέρα μακραίνανε,
πού να επήγαν χωριά, πολιτείες;

»Οι θεοί μας εγέλασαν, οι άνθρωποι,
κι ήρθαμε όλες απόψε κοντά σου,
γιατί πια την ελπίδα δεν άξιζε
το σκληρό μας, αβέβαιο ταξίδι.

Σα φιλί, σαν εκείνα που αλλάζαμε,
ένα θάνατο πάρε και δώσε.»

Θα τελειώσουν. Επάνω μου γέρνοντας,
θ’ απομείνουν βουβές, μυροφόρες.
Ολοένα στην ήσυχη κάμαρα
θα βραδιάζει, και μήτε θα βλέπω
τα μεγάλα σαν έκπληκτα μάτια τους
που γεμίζανε φως τη ζωή μου…

Αγάπη

Κι ήμουν στο σκοτάδι. Κι ήμουν το σκοτάδι.
Και με είδε μια αχτίδα.

Δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπό της
κι εγώ ήμουν το κατάξερο ασφοδίλι.
Πώς μ’ έσεισε το ξύπνημα μιας νιότης,
πώς εγελάσαν τα πικρά μου χείλη!

Σάμπως τα μάτια της να μου είπαν ότι
δεν είμαι πλέον ο ναυαγός κι ο μόνος,
κι ελύγισα σαν από τρυφερότη,
εγώ που μ’ είχε πέτρα κάνει ο πόνος.
__    1918

Της θάλασσας νεράιδα

Από τα βράχι’ ανάμεσα πετιέται ‘να κεφάλι
και βλέμματα ολόγυρα σκορπάει φοβισμένα.

Εγώ, κρυμμένος κάπου κει στο έρημ’ ακρογιάλι,
το βλέπω —σαν σε όνειρο— με μάτια λιγωμένα.

Ένα κορμί παρθενικό, γυμνό αργοπροβάλλει
κι απλώνεται ηδονικά σε κύματ’ αφρισμένα∙
ο ήλιος εσκυθρώπιασε μπροστά σε τόσα κάλλη,
τα κάλλη τ’ απολλώνεια και τα φωτολουσμένα.

Ανατριχιάζ’ η θάλασσα στο θείο άγγιγμά τους,
τα κυματάκια απαλά με χάρη τ’ αγκαλιάζουν
κι αχτίδες τα χαϊδεύουνε χρυσές στο πέρασμά τους.

Θεότρελος, ο δύστυχος, βουτιέμαι μες στο κύμα,
τα μάτια της τα θεϊκά με φόβο με κοιτάζουν
και χάνεται στη θάλασσα… Ήταν νεράιδα … Κρίμα!

Νυχτερινό

Απόψε σε φαντάζομαι λευκότερη απ’ τα κρίνα
μες στο σκοτάδι το πηχτό. Σαν κάποια αγνή θεότη
στο μαύρο φόντο της νυχτιάς λαμποκοπάς. Μ’ αχτίνα
μοιάζεις που ο Φοίβος φεύγοντας λησμόνησε στα σκότη.

Ναι, σε θωρώ. Απ’ τον ουρανό ξεφεύγουνε τα’ αστέρια
και σαν πετράδια ατίμητα στολίζουν τα μαλλιά σου.

Ο Γαλαξίας άσπρο φως στα μάγουλα, στα χέρια
σου χύνει∙ μες στο γάλα του βουτά την ομορφιά σου.

Να και τα μαύρα μάτια σου! Τα βλέπω: σιγανοίγουν
εκεί ψηλά στη σκοτεινιά, μεγάλα, ογρά, θλιμμένα∙
σαν δυο ποτάμια φωτερά τα δυο ποτάμια σμίγουν:
εσύ κοιτάζεις μένανε κι εγώ κοιτάζω εσένα.

Από το στόμα σου φωνή δε βγαίνει, μα μου κραίνεις.
Τα δακρυσμένα μάτια σου: «Τραγουδιστή», μου λένε,
«μην τραγουδάς, κι είναι κοντά η μέρα που πεθαίνεις».
Αυτά μου λεν τα μάτια σου, τα μάτια σου που κλαίνε.

Αγαπημένη

Βρεθήκαμε μονάχοι στο μπαλκόνι∙
μας έσπρωξε κει πάνου αυτή η φροντίδα
που τα πουλιά στα δέντρα ζευγαρώνει.

Ολόφωτη στα σκοτεινά την είδα.

Η νύχτα με τη νύχτα των ματιών της
παράβγαινε —μα, μάταια— στη μαυρίλα∙
κάθε άστρο μπρος στ΄ αστέρια των ματιών της
τρεμόσβηνε σαν άλαδη καντήλα.

Τα μάτια της τα μάργαρα… Η ματιά της
εβύθιζε, πλατιά και γοργοφτέρα,
στα τρίπαχα σκοτάδια τη φωτιά της
κι επέταγε όλο πέρα κι όλο πέρα,

Σε κόσμους ονειρόβγαλτους, σε μάκρη
ανείδωτα. Στο δροσομάγουλό της
εκύλησε διαμάντινο ένα δάκρυ
και πρόδωσε το μαύρο στοχασμό της.

Εδάκρυσα. Τρεμάμενη η φωνή μου
ακούστηκε δειλή, κομματιασμένη
(την άκουσε, την άκουσε η καλή μου;):
«Ω, πάψε πια, μην κλαις, αγαπημένη».

            ΙΙ
Σε πέπλο συνεφένιο τυλιγμένο
εφάνηκε —κι ακλούθησε με χάρη
το δρόμο του τον ωριοχαραγμένο
μ’ αστέρια κι απ’ αστέρια —το φεγγάρι.

Οι αχτίδες του που παίζουν στο σκοτάδι
σιμά της σαν περνούνε, απαλαφήνουν
στη σάρκα της ζεστό ένα φωτοχάδι
και στα μαλλιά χρυσόσκονη της χύνουν.

Τα σκότια πια βαριά δεν την τυλίγουν
και κρούσταλο το δάκρυ της δε βρέχει
το μάγουλο∙ οι ματιές μας γλυκοσμίγουν
κι η σκέψη μας μακριά τώρα δεν τρέχει.

Μια δύναμη γιγάντινη τραβάει
και φέρνει το ένα στ’ άλλο τα κορμιά μας,
τα χείλια μας μια δύναμη κολλάει,
μια δύναμη πληθαίνει τα φιλιά μας.

Ξημέρωνε. Τρεμάμενη η φωνή μου
ακούστηκε μες στα φιλιά πνιγμένη
(την άκουσε, την άκουσε η καλή μου;)
«Ω, φίλα, φίλα, φίλα, αγαπημένη».
          Ελεγεία και Σάτιρες, 1927

 Της αμαρτίας δουλεύτρα

Στα στήθια σου τον άφησες να γείρει,
τον σκέπασες με τα χρυσά μαλλιά σου
κι εστράγγισες της γλύκας το ποτήρι.  
___5


Μες στου φιλιού τ’ ανείπωτο μεθύσι
εκοίταξες, τρελή, την παρθενιά σου:
την είδες σα χρυσόνειρο να σβήσει.             
 ___10

Κι εδάκρυσες. Με μάτια θολωμένα
—απάρθενη σιγόλαμψε η ματιά σου—
τη μαύρη αλήθεια αντίκρισες θλιμμένα.

Και σήμερα που —οϊμέ!— την Αμαρτία
δουλεύεις, τη νεκρή την ομορφιά σου
προσφέρνεις σε μια αναίμαχτη θυσία.