26 Απριλίου 2024

Το Κομμουνιστικό Κίνημα στην Ισπανία _1920... Φωτο🎥Video

Στη Συνάντηση των Κομμάτων της Ευρωπαϊκής Κομμουνιστικής Πρωτοβουλίας στην Κωνσταντινούπολη στις 16–17 Φλεβάρη 2019, ο Ástor García (Άστορ Γκαρθία) ΓΓ της ΚΕ του (ενιαίου τότε) Partido Comunista de los Pueblos de España PCPE  (Κομμουνιστικού Κόμματος των Λαών της Ισπανίας ‑ΚΚΛΙ) παρουσίασε σημαντικά ιστορικά στοιχεία σχετικά με τη στρατηγική του ΚΚ

σσ. Η ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος των Λαών της Ισπανίας (ΚΚΛΙ) με Γενικό Γραμματέα τον Άστορ Γκαρσία, με απόφασή της στις 3/3/19 προχώρησε στη μετονομασία του κόμματος σε Partido Comunista de los Trabajadores de España – PCTE (Κομμουνιστικό Κόμμα των Εργαζομένων της Ισπανίας).
Η κίνηση αυτή αποσκοπούσε στο να ξεπεραστεί το πρόβλημα που προέκυψε από τον Απρίλη του 2017, ότι δύο διαφορετικά κόμματα χρησιμοποιούν την ίδια επωνυμία.
«Από σήμερα 3 Μάρτη 2019, που συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη συγκρότηση της Κομμουνιστικής Διεθνούς, το κόμμα μετονομάζεται σε ΚΚ των Εργαζομένων της Ισπανίας, διατηρώντας τις λειτουργίες και όλα τα όργανά του, διατηρώντας ως οργάνωση νεολαίας του τις Κολεκτίβες Νέων Κομμουνιστών (CJC), την εφημερίδα του “Νuevo Rumbo” (“Νέα Πορεία”), το θεωρητικό του περιοδικό “Nuestra Politica” (“Η Δική μας Πολιτική”) και τη συμμετοχή στην Πρωτοβουλία Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων της Ευρώπης και τις Διεθνείς Συναντήσεις των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων».

1. Το ΚΚ Ισπανίας (Partido Comunista de España), γεννήθηκε μεταξύ Απρίλη του 1920 και Νοέμβρη του 1921 και πέρασε μια αργή διαδικασία μπολσεβικοποίησης, που ολοκληρώθηκε μόνο ύστερα από τη σωστή παρέμβαση της ΚΔ μεταξύ του Μάη του 1931 και του Οκτώβρη του 1932.
Η αργή μπολσεβικοποίηση του ΚΚΙ οφειλόταν στην επιρροή που είχε ο αναρχοσυνδικαλισμός στο ισπανικό εργατικό κίνημα, στις αριστερίστικες τάσεις που εμφανίστηκαν στο Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ισπανίας (PSOE) και στη Σοσιαλιστική Νεολαία, απ’ όπου προέρχονταν οι ιδρυτές του Κόμματος, και λόγω ολόκληρης της περιόδου κατά την οποία οι Ισπανοί κομμουνιστές έμειναν μακριά από τις αντιπαραθέσεις και τη ζωή της ΚΔ λόγω των συνθηκών καταστολής και παρανομίας που είχαν επιβληθεί από τη δικτατορία του Primo de Rivera.

2. Τη στιγμή που προκηρύσσεται η Δημοκρατία, στις 14-Απρ-1931, στους κόλπους του ΚΚΙ κυριαρχούν θέσεις που, κάτω από έναν αριστερίστικο μανδύα, κρύβουν στην πραγματικότητα μια δεξιά παρέκκλιση μενσεβίκικου τύπου, που αντιλαμβάνεται ότι η γραμμή της δημοκρατικής επανάστασης αντιστοιχεί στην αστική τάξη.
Έτσι, απέναντι στην ανατροπή της μοναρχίας, το ΚΚΙ ανταπαντά με το σύνθημα Κάτω η Αστική Δημοκρατία!, χωρίς να καταλαβαίνει ότι η μοναρχία αντιπροσώπευε την εξουσία των μεγάλων γαιοκτημόνων και της μεγάλης αστικής τάξης, στην οποία οι γαιοκτήμονες είχαν την ηγεμονία, ενώ η προσωρινή δημοκρατική κυβέρνηση αντιπροσώπευε την εξουσία της μεγάλης αστικής τάξης και των γαιοκτημόνων, όμως κάτω από την καθοδήγηση της αστικής τάξης, που είχε παρασύρει πίσω της τους μικροαστούς και σημαντικά στρώματα της εργατικής τάξης και της αγροτιάς.
Εξαιτίας των προηγούμενων λόγων, το ΚΚΙ με αργό και μη ολοκληρωμένο τρόπο εφάρμοσε τις αποφάσεις του 6ου Συνεδρίου της ΚΔ, ιδιαίτερα σε ό,τι είχε να κάνει με τη δημιουργία σοβιέτ των εργατών, αγροτών και στρατιωτών και των εργοστασιακών επιτροπών όπως είχε προτείνει η Διεθνής, περιορίζοντας τη δράση του σε γενική προπαγάνδα του κομμουνισμού, με ασθενείς δεσμούς με τις μάζες και ελάχιστη συνδικαλιστική επιρροή.

3.

Από το 4ο Συνέδριο (Μάρτης 1932), το ΚΚΙ καταφέρνει σιγά-σιγά να διορθώσει αυτές τις αδυναμίες.
Αρχίζει μια περίοδος ανάπτυξης και αύξησης της επιρροής του στην εργατική τάξη με την εφαρμογή της πολιτικής του ενιαίου μετώπου από τη βάση, σε συνθήκες που υπάρχει έντονη όξυνση της ταξικής πάλης.
Στην Ισπανία εξελίσσεται μια περίοδος που είναι γνωστή ως η Μαύρη Διετία, στην οποία οι φασιστικές δυνάμεις προσπαθούν να ανέλθουν στην εξουσία διαμέσου της νόμιμης οδού, ακολουθώντας το ναζιστικό παράδειγμα.
Η στρατηγική του ΚΚ αλλάζει χέρι-χέρι με τις συζητήσεις για την προετοιμασία των υλικών του 7ου Συνεδρίου της ΚΔ, που έγινε το καλοκαίρι του 1934. Καθ’ υπόδειξη της ΚΔ, το ΚΚΙ αποφασίζει να μπει στις Εργατικές Συμμαχίες που έχει φτιάξει το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ισπανίας (PSOE), ως απάντηση στην πρόταση του Ενιαίου Μετώπου που υπερασπίζονταν οι κομμουνιστές.
Υπό σοσιαλιστική καθοδήγηση, και πριν την αναγγελία της εισόδου στην κυβέρνηση της Ισπανικής Συνομοσπονδίας Αυτόνομων Δεξιών (CEDA), συγκαλείται στην Ισπανία γενική επαναστατική απεργία που παίρνει ένοπλο χαρακτήρα σε διάφορες πόλεις και μετατρέπεται σε εξέγερση στην Αστούρια, όπου το προλεταριάτο, οργανωμένο στις Εργατικές Συμμαχίες, παίρνει την εξουσία για περίπου δύο βδομάδες.
Το επαναστατικό κίνημα του Οκτώβρη του 1934 ηττάται και ξεκινά μια τεράστια καταστολή.
Το ΚΚ παίρνει επάνω του όλη την ευθύνη για την επαναστατική πάλη και ξεκινάει να αντιπαρατίθεται στην ηγεμονία που μέχρι τότε διατηρούσε το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ισπανίας (PSOE).

4. Το ΚΚΙ βγάζει μονομερή συμπεράσματα από το επαναστατικό κίνημα του Οκτώβρη του 1934. Εκτιμά ως θετικά τα αποτελέσματα που είχαν στην Αστούρια, θεωρώντας ότι είναι αποκλειστικά αποτέλεσμα της εργατικής ενότητας που δημιουργήθηκε στους κόλπους των Εργατικών Συμμαχιών, αλλά δε βγάζει συμπεράσματα σχετικά με το χαρακτήρα της ισπανικής επανάστασης. Παρά το γεγονός ότι η κατάληψη της εξουσίας στην Αστούρια έδειχνε προς την αντίθετη κατεύθυνση, συνεχίζει να χαρακτηρίζει την επανάσταση στην Ισπανία σαν επανάσταση αστικοδημοκρατική, παρόλο που τα γεγονότα δεν το επιβεβαιώνουν.
Η εκτίμηση της εμπειρίας του Οκτώβρη και το παράδειγμα του Λαϊκού Μετώπου στη Γαλλία, όπως επίσης και οι συζητήσεις στην Εκτελεστική Επιτροπή της ΔΚ, δημιουργούν την ανάγκη να επιταχυνθεί στην Ισπανία η εφαρμογή αυτού που στη συνέχεια θα αποτελέσει τη βάση των αποφάσεων του 7ου Συνεδρίου της Διεθνούς: Η στρατηγική του Λαϊκού Αντιφασιστικού Μετώπου και του Ενιαίου Κόμματος του Προλεταριάτου. Έπειτα από το 7ο Συνέδριο της ΚΔ, το ΚΚΙ εφαρμόζει με ένταση τη λαϊκομετωπική στρατηγική.
Τα συνδικάτα της Ενωτικής Γενικής Συνομοσπονδίας Εργασίας (CGTU) εντάσσονται στη Γενική Ένωση Εργαζομένων (UGT) το Νοέμβρη του 1935. Τον Απρίλη του 1936 ενώνονται η Ένωση Κομμουνιστικών Νεολαιών Ισπανίας (UJCE) και η Εθνική Συνομοσπονδία Σοσιαλιστικής Νεολαίας (FNJS), δημιουργώντας την Ενοποιημένη Σοσιαλιστική Νεολαία (JSU). Στην Καταλονία δημιουργείται η πρώτη εμπειρία του Ενιαίου Κόμματος του Προλεταριάτου, με τη δημιουργία του Ενοποιημένου Σοσιαλιστικού Κόμματος Καταλονίας (PSUC) λίγο πριν το ξέσπασμα του πολέμου.
Το Γενάρη του 1936 δημιουργείται το Λαϊκό Μέτωπο, επί της βάσης ενός μίνιμουμ προγράμματος που δε συμπεριλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος των προτάσεων του ΚΚΙ.
Το Λαϊκό Μέτωπο θριαμβεύει στις εκλογές της 16ης Φλεβάρη, από τις οποίες σχηματίζεται μια κυβέρνηση αποκλειστικά ρεπουμπλικανική σε πολιτικό επίπεδο, χωρίς να συμμετέχουν σε αυτήν εργατικές δυνάμεις, αλλά με την κοινοβουλευτική υποστήριξη των κομμάτων του Λαϊκού Μετώπου. Το ΚΚΙ προειδοποιεί για τον κίνδυνο ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος και απαιτεί να εφαρμοστεί το πρόγραμμα του Λαϊκού Μετώπου με στόχο να εξοντωθεί η υλική βάση από την οποία στηρίζεται η φασιστική απειλή.

5. Στις 18-Ιουλ-1936, η εργατική τάξη ξεκινά την ένοπλη πάλη ενάντια στο στρατιωτικό πραξικόπημα και καταρχάς το νικά.
Η ρεπουμπλικανική κυβέρνηση αρνείται να οπλίσει το λαό και προσπαθεί να καθησυχάσει τους πραξικοπηματίες προσφέροντάς τους κυβερνητικές θέσεις. Παρά το ότι υπάρχει επαναστατική κατάσταση και το ρεπουμπλικανικό κράτος αποσυντίθεται, το ΚΚΙ επιμένει στη λαϊκομετωπική του στρατηγική.
Πριν την άμεση και μαζική παρέμβαση του ιταλικού φασισμού και του γερμανικού ναζισμού, το ΚΚ χαρακτηρίζει τον πόλεμο σαν εθνικό-επανασταστικό και, δεδομένης της κατάρρευσης του αστικού κράτους και του επαναστατικού αναβρασμού των μαζών, χαρακτηρίζει τη Δημοκρατία σα νέου τύπου στην οποία η εξουσία βρίσκεται στις οργανώσεις του Λαϊκού Μετώπου, ανεξάρτητα από την κοινωνική τάξη που κάθε μία από τις δυνάμεις που το αποτελούν αντιπροσωπεύει. Μπροστά στις θέσεις των αναρχοσυνδικαλιστών, των τροτσκιστών και του λεγόμενου αριστερού τμήματος του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ισπανίας (PSOE), το ΚΚΙ είναι η μόνη δύναμη ικανή να καθορίσει μια στρατιωτική πολιτική προσαρμοσμένη στις συνθήκες σύγχρονου πολέμου που εξελίσσεται στην Ισπανία. Οι Εργατοαγροτικές Αντιφασιστικές Πολιτοφυλακές που είχαν οργανωθεί από το ΚΚΙ είναι η οργάνωση που δίνει σχήμα και οδηγεί σε πρώτη φάση την ένοπλη αντίσταση της εργατικής τάξης.
Η δημιουργία του 5ου Συντάγματος από πλευράς του ΚΚ μετατρέπεται στο μοντέλο επί του οποίου θα δημιουργηθεί ο μελλοντικός Λαϊκός Στρατός. Η σωστή πολεμική πολιτική του ΚΚΙ και το παράδειγμα των δεκάδων χιλιάδων κομμουνιστών αγωνιστών που μπαίνουν επικεφαλής στην ένοπλη πάλη ενάντια στο φασισμό σε όλη τη χώρα, ενωμένοι με το τεράστιο κύρος της Σοβιετικής Ένωσης, με την πολιτική της βοήθειας στη Δημοκρατία και με το ρόλο της Κομμουνιστικής Διεθνούς για τη στήριξη του αγώνα που διεξάγεται στην Ισπανία, όπως και η άφιξη των Διεθνών Ταξιαρχιών, οδηγούν το Κομμουνιστικό Κόμμα σε ορμητική ανάπτυξη και ήδη από την έναρξη του πολέμου έχει μετατραπεί στο ισχυρότερο κόμμα του Λαϊκού Μετώπου.

6. Το Λαϊκό Μέτωπο δεν έπαιξε σε καμία στιγμή το ρόλο του οργανωτικού κέντρου και του καθοδηγητή των εργατικών-λαϊκών δυνάμεων. Πέρα από κάποιες εκκλήσεις και, σίγουρα με μερικές εξαιρέσεις, περιορίστηκε στο να δίνει την επίσημη στήριξή του στις διάφορες κυβερνήσεις και να προσπαθεί να επιλύει τις σκληρές αντιπαραθέσεις που υπήρχαν μεταξύ των δυνάμεων που το συγκροτούσαν. Ούτε είχαν πιθανότητα να ευδοκιμήσουν οι επαναλαμβανόμενες προσπάθειες του ΚΚΙ να σχηματίσει μαζί με το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ισπανίας (PSOE) το Ενιαίο Κόμμα του Προλεταριάτου. Αυτά τα στρατηγικά στοιχήματα καθόρισαν το ρόλο του ΚΚΙ. Στον ισπανικό εθνικό επαναστατικό πόλεμο, μακριά από αυτό που για πολλά χρόνια είχε επιβεβαιώσει το κομμουνιστικό κίνημα, η πείρα δεν επιβεβαίωσε τις αναλύσεις του 7ου Συνεδρίου της ΚΔ.

7. Ο ισπανικός πόλεμος επιβεβαιώθηκε ότι ήταν ένας επαναστατικός πόλεμος, στον οποίο όλες οι καπιταλιστικές δυνάμεις παρενέβησαν σύμφωνα με τα συμφέροντα των μονοπωλίων τους, με πλήρη συνείδηση ότι στην Ισπανία δινόταν η πρώτη μάχη ενός γενικευμένου ιμπεριαλιστικού πολέμου που ήταν έτοιμος να ξεσπάσει.
Έτσι, η Γερμανία, η Ιταλία, η Πορτογαλία έδωσαν τη στήριξή τους από την πρώτη στιγμή στους φρανκιστές πραξικοπηματίες. Από τη δική τους πλευρά, η Αγγλία και η Γαλλία υιοθέτησαν την εγκληματική πολιτική «μη επέμβασης», που στην πραγματικότητα υπονοούσε μια έμμεση στήριξη στους φασίστες, την αντιπροσώπευση των οποίων αναγνώρισαν πριν καλά-καλά τελειώσει ο πόλεμος, μπροστά στην πλήρη απουσία πράξεων της Κοινωνίας των Εθνών. Με εξαίρεση το Μεξικό, μόνο η ΕΣΣΔ στάθηκε στο πλάι της εργατικής τάξης και του λαού της Ισπανίας.

8. Το ΚΚΙ είχε την ευκαιρία να εφαρμόσει άλλη στρατηγική κατά τη διάρκεια του πολέμου, ιδιαιτέρως κατά το πρώτο μισό του 1937, έχοντας μετατραπεί στο ισχυρότερο κόμμα κι έχοντας τεράστια επιρροή στο Λαϊκό Στρατό και ανάμεσα στους Επιτρόπους του. Όμως, αντί να επιλύσει το ζήτημα της εξουσίας, σα μοναδικό τρόπο για την εφαρμογή της σωστής πολεμικής πολιτικής που υπερασπιζόταν, ενίσχυσε τη λαϊκομετωπική πολιτική και τις εκκλήσεις για τη δημιουργία του Ενιαίου Κόμματος του Προλεταριάτου, με αποτέλεσμα οι προτάσεις του είτε να μην εφαρμοστούν ή να εφαρμοστούν υπερβολικά αργά.

9. Η στρατηγική του ΚΚΙ απομακρύνθηκε από τις λενινιστικές διδασκαλίες και από το παράδειγμα της Επανάστασης του Οκτώβρη του 1917.
Διαχωρίστηκε η αντιφασιστική πάλη από την πάλη για την εξουσία, ανατρέχοντας στη θεωρητικοποίηση της Δημοκρατίας νέου τύπου ή λαϊκής δημοκρατίας, που τοποθετούνταν ενδιάμεσα στην αστική δημοκρατία και στη δικτατορία του προλεταριάτου, που δεν ήταν ούτε μεταβατική μορφή μεταξύ της μίας και της άλλη εξουσίας στις συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί από τον πόλεμο.
Ένα από τα βασικά λάθη του Κόμματος ήταν ότι δεν προέβλεψε τις πιθανότητες της στρατιωτικής ήττας. Το ΚΚΙ δεν υιοθέτησε κανένα μέτρο σχετικά με την εγγύηση της ικανότητας δράσης του σε συνθήκες παρανομίας μέχρι τις τελευταίες μέρες του πολέμου, ούτε είχε σχέδιο υποχώρησης σε περίπτωση ήττας. Γι’ αυτό, οι δυνάμεις των κομμουνιστών θα πλήρωναν υψηλό τίμημα αργότερα.
Παραμένουν προς ανάλυση οι συνέπειες που είχαν τα στρατηγικά λάθη που διαπράχτηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου στην ανάπτυξη των επόμενων γεγονότων στους κόλπους του ΚΚΙ.
Πέρα από τις συζητήσεις που έγιναν μεταξύ του ΠΓ και της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΚΔ στους μήνες μετά από την ήττα, το κομμουνιστικό κίνημα δεν έκανε μια συλλογική ανάλυση των πεπραγμένων. Μετατράπηκε σε κανόνα μια εκδοχή των γεγονότων που επί της ουσίας είχε σαν κίνητρο τις σκληρές συνθήκες παρανομίας κι εξορίας που αντιμετώπισε η κομμουνιστική πάλη στις τέσσερις επόμενες δεκαετίες μετά από την ήττα στον πόλεμο.

10. Μετά τη νίκη του Φράνκο, οι Κομμουνιστές πέρασαν δύσκολους καιρούς. Το φασιστικό καθεστώς δαιμονοποίησε το ΚΚ (Partido Comunista de España – PCE), φυλακίζοντας, βασανίζοντας και δολοφονώντας τα στελέχη και τα μέλη του, με συνοπτικές δίκες σκοπιμότητας. Υπό αυτές τις σκληρές συνθήκες, το PCE έπρεπε να αναδιοργανωθεί στην παρανομία στηνοντας οργανώσεις στη Χώρα των Βάσκων, τη Γαλικία, την Ανδαλουσία, την Extremadura τη Βαλένθια, τη Ναβάρα και την Καταλονία, στο εξωτερικό (Σοβιετική Ένωση, Γαλλία, Μεξικό, Κούβα, Χιλή, Ουρουγουάη, βόρεια της Αφρική) και μέσα στα κάτεργα με ηγέτες στελέχη στις οποίες υπήρχαν ηγέτες όπως ο Domingo Girón και ο Guillermo Ascanio.
Στο εσωτερικό της Ισπανίας, από το 1943, με αναδιοργανωμένο σιγά-σιγά το κόμμα κυκλοφορούν Mundo Obrero, Verdad, Unidad, El Obrero και Nuestra Bandera –ορισμένες σε εθνική κλίμακα. Ήταν για μεγάλο χρονικό διάστημα η κύρια, αν όχι η μοναδική, οργανωμένη δύναμη ενάντια στη δικτατορία του Φράνκο.
Λίγο μετά την έναρξη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Γενικός Γραμματέας του José Díaz πέθανε στην πρωτεύουσα της Γεωργίας Τιφλίδα και αντικαταστάθηκε από την Dolores Ibárruri-“Pasionaria”.
Εκείνα τα χρόνια, το PCE προσχώρησε στο κίνημα αντίστασης ενάντια στον ναζισμό σε γαλλικό έδαφος (Fuerzas Francesas del Interior [F.F.I.]- Forces françaises de l’intérieur), με πολλούς από τους μαχητές του να στέλνονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης όπως το Μαουτχάουζεν, ενώ ταυτόχρονα, προώθησε το αντάρτικο ‑τους λεγόμενους μακίς (maquis), στην Ισπανία, ελπίζοντας ότι με την ήττα του Χίτλερ θα υπήρχε συμμαχική παρέμβαση στην εκεί, κάτι που φυσικά δεν έγινε.

11. Το κόμμα αποφάσισε να εγκαταλείψει την ένοπλη πάλη το 1948, έχοντας χάσει χιλιάδες μαχητές –μετά και την καταστολή ‑αντίποινα στον άμαχο πληθυσμό (κάποιες μικρές εστίες παρέμειναν μέχρι το 1952).
Τον Ιούνιο του 1956 ο απόηχος του 20ού Συνέδριου του ΚΚΣΕ (14–25 Φλεβάρη 1956) οδηγεί σε στροφή των θέσεων του PCE, μέσω του συνθήματος και πολιτικο-στρατηγικού στόχου της «εθνικής συμφιλίωσης», που πρότεινε ο Santiago Carrillo (Σαντιάγκο Καρρίγιο) που σήμανε και το τέλος της ιδεολογία των maquis (θάνατοι Ramón Vila το 1963 και José Castro το 1965).

                        Συνδικαλιστικοί αγώνες και μέτωπα

Το 1947, τα πρώτα κινήματα διαμαρτυρίας πραγματοποιήθηκαν στο μέταλλο (Μαδρίτη) και στην κλωστοϋφαντουργία (Καταλονία)
Το κόμμα επιλέγει να συνδυάσει τον παράνομο αγώνα με τα νομικά κενά του συστήματος και οι κομμουνιστές συμμετέχουν σε ενώσεις και σ΄ όλες τις μαζικές οργανώσεις που υπάρχουν (συνδικάτα αλλά και καθολικές αδελφότητες «δράσης»).
Στις συνδικαλιστικές εκλογές του 1950, πολλοί κομμουνιστές και άλλοι συνειδητοί πρωτοπόροι εργαζόμενοι δημιουργούν ένα ευρύ κίνημα φρούτο του οποίου ήταν οι Comisiones Obreras (εργατικές επιτροπές).

Από την άλλη πλευρά η δικτατορική κυβέρνηση δένεται στο άρμα των ΗΠΑ κατά της Σοβιετικής Ένωσης και όχι μόνο, ενώ το 1950, ο ΥπΕσ της Γαλλίας Jules Moch, απαγορεύει τη δράση του PCE στη Γαλλία και συλλαμβάνει τα εκεί ηγετικά στελέχη του.
Στο μεταξύ ο παράνομος ραδιοσταθμός «Ανεξάρτητη Ισπανία» (Radio España Independiente ή La Pirenaica  ‑λειτούργησε από το 1941 ως το 1977 αρχικά στην ΕΣΣΔ και μετά στη Ρουμανία), μεταδίδει το όραμα του PCE σύμφωνα με τις γενικότερες θέσεις του κομμουνιστικού κινήματος της εποχής.

Στις 12-Μαρτ-1951, το Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα Καταλονίας (Partit Socialista Unificat de Catalunya PSUC) κάλεσε σε γενική απεργία στην Καταλονία –παράλληλα με Euskadi, Navarra και Μαδρίτη όπου ήδη υπήρχαν κινητοποιήσεις εργαζόμενων, φοιτητών και διανοούμενων.

Το Σεπτέμβρη του 1954, πραγματοποιήθηκε το 5ο Συνέδριο του PCE, στο οποίο καθιερώθηκε η νέα στρατηγική και τακτική, βασισμένες στη θεωρία των σταδίων.
Το πρώτο με τη δημιουργία ενός ευρύτερου μετώπου κατά της δικτατορίας με σχηματισμό (προσωρινής) κυβέρνησης «εθνικής σωτηρίας» που «θα αποκαθιστούσε τις δημοκρατικές ελευθερίες, με γενική πολιτική αμνηστία και επείγοντα μέτρα για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης του πληθυσμού» \ Στη συνέχεια εκλογές και «βλέπουμε»

Θεωρία των σταδίων: με τη δημιουργία ενός ευρύτερου μετώπου κατά της δικτατορίας με σχηματισμό (προσωρινής) κυβέρνησης «εθνικής σωτηρίας» που «θα αποκαθιστούσε τις δημοκρατικές ελευθερίες, με γενική πολιτική αμνηστεία και επείγοντα μέτρα για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης του πληθυσμού» και στη συνέχεια εκλογές για «να αναπτυχθεί η δημοκρατία» και μετά –για το 2ο στάδιο (έτσι κι αλλιώς θολό) «βλέπουμε» …

Τον Ιούνιο του 1956, το PCE σχεδίασε την πολιτική της «Εθνικής Συμφιλίωσης» με την οποία προσχώρησε επίσης το PSUC των Καταλωνών (Partido Socialista Unificado de Cataluña).
Παράλληλα εκείνη την εποχή, οι φοιτητές βρίσκονταν στο φόρτε τους, με τη φοιτητική ένωση SEU (Sindicato Español Universitario, που δημιουργήθηκε το 1930, από τη φάλαγγα — Falange Española υπό την ηγεσία του José Antonio Primo de Rivera) να επηρεάζεται από αστικά δημοκρατικά κινήματα, μερικά από τα μέλη των οποίων προέρχονταν από δυσαρεστημένους τομείς της δεξιάς, ακόμη και από τους φαλαγγίτες.
Ο αγώνας του PCE όλο και περισσότερα ταυτιζόταν με τον «αγώνα για δημοκρατικές ελευθερίες», κάνοντας σχεδόν στρατηγικό το στόχο «συμμαχίας όλων των δημοκρατικών δυνάμεων για να ξεπεραστούν οι πληγές του εμφυλίου πολέμου και της μεταπολεμικής περιόδου» με επίσημη διακήρυξη «Για την εθνική συμφιλίωση και δημοκρατική — ειρηνική επίλυση του ισπανικού προβλήματος» (Ιούνιος 1956)

«… Το Κομμουνιστικό Κόμμα αντιπροσωπεύει αναμφίβολα το μέρος του λαού που υπέστη τα πάνδεινα τα τελευταία είκοσι χρόνια: η εργατική τάξη, η εργατική τάξη, οι φτωχοί αγρότες, η προοδευτική διανόηση. 
Κανείς δεν δέχτηκε μεγαλύτερη επίθεση από εμάς. Κατανοούμε ότι η μέγιστη δικαιοσύνη για όλους εκείνους που κυνηγήθηκαν και υπέφεραν από την έλλειψη ελευθερίας συνίσταται ακριβώς στην εγκαθίδρυση της ελευθερίας στην Ισπανία.
Μια πολιτική αντεκδίκησης δεν θα βοηθούσε την Ισπανία να βγει από την κατάσταση αυτή.
Αυτό που χρειάζεται η χώρα αυτήν τη στιγμή είναι η πολιτική ομόνοιας και ειρήνης, η συμφιλίωση των παιδιών της, η ελευθερία.
…»

Στο μεταξύ το καθεστώς του Φράνκο κέρδιζε συνεχώς σε διπλωματικό επίπεδο ‑το 1955 με στήριξη και αβάντα των ΗΠΑ, έγινε μέλος του ΟΗΕ.
Ο αγώνας από την παρανομία πρέπει να συνεχιστεί, καθώς το καθεστώς αισθάνεται ενισχυμένο και εντείνει την καταστολή.
Το 1957, το PCE προώθησε το κίνημα υπέρ της Αμνηστίας και συμμετείχε στα μποϊκοτάζ που έλαβαν χώρα στη Μαδρίτη και τη Βαρκελώνη και υπήρξε καθοδηγητής στους αγώνες των εργατών που έλαβαν χώρα στη Σεβίλλη, το Alcoy, το Valladolid και ιδιαίτερα σε εκείνους των ανθρακωρύχων της Asturias το Μάρτη του 1958.
Υπήρξε ψυχή και καθοδηγητής της εθνικής απεργίας της 18ης Ιούνη 1959.

Ηγεσία Santiago Carrillo _Σαντιάγο Καρρίγιο

Τον Ιανουάριο του 1960, πραγματοποιήθηκε  στην Πράγα το VI Συνέδριο του PCE, το οποίο εξέλεξε τον Σαντιάγο Καρρίγιο γενικό γραμματέα και την Dolores Ibárruri στην προεδρία του Κόμματος.
Εν μέσω της οικονομικής κρίσης, με τον πραγματικό μισθό των εργαζομένων να κατρακυλάει πάνω από 40% με κατάργηση υπερωριών, πριμ και μπόνους, το Κόμμα αξιοποίησε την καθολική αντίδραση του λαού στον Φράνκο δημιουργώντας τις Εργατικές Επιτροπές (Comisiones Obreras ‑CCOO).
Η ένωση CCOO δεν δημιουργήθηκε εγκεφαλικά από το PCE, αλλά στη βάση από εργαζόμενους που είχαν δημιουργήσει απεργιακές επιτροπές κλπ.
Οι απολύσεις γίνονται πλέον ολοένα και συχνότερες, η ανεργία εκτινάσσεται και η κρίση αγκαλιάζει μικρομεσαίους και το εμπόριο λόγω πτώσης της αγοραστικής δύναμης της λαϊκής οικογένειας

Μεταξύ 1961 και 1964 συνελήφθησαν πάνω από 1.500 κομμουνιστές, μεταξύ αυτών ‑το 1962, ο Julián Grimau, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του PCE, από παρακρατικούς του Φράνκο που αφού βασανίστηκε απάνθρωπα και, ένα χρόνο αργότερα καταδικάστηκε σε θάνατο, γεγονός που προκάλεσε μεγάλη διεθνή αντίδραση διαμαρτυρίας, με μαζικές διαδηλώσεις σ’ Ευρώπη και Λατινική Αμερική, που όμως δεν μπόρεσε να τον σώσει: εκτελέστηκε την αυγή της 20ής Απρίλη 1963.

Παρόλ’ αυτά το Κόμμα, σε κοινό μέτωπο με τους Ιταλούς του PCI ‑Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, το PCE αναζητά το «δικό του αυτόνομο μονοπάτι», τον «ισπανικό δρόμο» ‑σε αντι-ΚΚΣΕ κατεύθυνση ξεκινώντας θεωρητικές επεξεργασίες  στρατηγικής του «δημοκρατικού σοσιαλισμού» και του ευρωκομμουνισμού.

Κατά τη διάρκεια της εσωκομματικής διαπάλης εκδιώχτηκαν από το Κόμμα με συνοπτικές διαδικασίες το 1964 οι Fernando Claudín και Jorge Semprún, ενώ ένα κομμάτι ενάντια στην πολιτική της εθνικής συμφιλίωσης και ευρωκομμουνισμού, δημιούργησε το Partido Comunista de España (marxista-leninista), με κάποια επιρροή εκείνα τα χρόνια και που στη συνέχεια εκφυλίστηκε σε αριστερίστικο περιθωριακό γκρουπούσκουλο (σαν τα δικά «ΜΛ»)

Στα μέσα του 1965, πραγματοποιήθηκε το VII Συνέδριο του PCE, όπου –με τον Φράνκο να λύνει και να δένει ξεκίνησαν οι επεξεργασίες για «μετάβαση προς τον σοσιαλισμό μέσω μιας ειρηνικής, κοινοβουλευτικής πορείας» … «προσαμοσμένης στα ειδικά χαρακτηριστικά της Ισπανίας»

Μετά την καταδίκη της σοβιετικής επέμβασης στην Τσεχοσλοβακία το 1968, μια ακόμη διάσπαση θα δημιουργήσει το el Partido Comunista de España (Κομμουνιστικό Κόμμα της Ισπανίας –που ολοκληρώθηκε  στα VIII-IX συνέδρια).

Μετά το VIII συνέδριο (1972), ο Enrique Líster  ίδρυσε το Partido Comunista Obrero Español (Ισπανικό Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα), οπότε ένα ακόμη κομμάτι διαχωρίζεται από το PCE.

Η νέα πολιτική του Carrillo συντονίζεταιι στο Παρίσι με άλλα κόμματα και ανεξάρτητες προσωπικότητες της Junta Democrática de España στις 30 Ιουλίου 1974, (οργάνωση που προσπάθησε να σχηματίσει έναν συνασπισμό πολιτικών, συνδικαλιστικών και κοινωνικών δυνάμεων ενάντια στη δικτατορία του Φράνκο, συμπεριλαμβανομένου του ΚΚ Ισπανίας και ανεξάρτητες προσωπικότητες των αστών όπως ο Juan De Borbón, με επικεφαλής τον Rafael Calvo Serer) και αργότερα στο Δημοκρατικό Συντονιστικό (Coordinación Democrática η λεγόμενη “platajunta”), ένωση μεταξύ της Junta και της Plataforma de Convergencia (πλατφόρμας σύγκλισης) που χρηματοδοτείτο από το PSOE (το «Ισπανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα», ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα νόμιμο επί Φράνκο).

Μεταξύ 1967 και 1976 το Ανώτατο Δικαστήριο εξαπολύει νέο κυνηγητό, καταδικάζοντας πλήθος πολιτικών αντιπάλων του, 36% από το PCE και 25% από τις Εργατικές Επιτροπές CCOO.
Το 1973 πραγματοποιείται η δίκη 1001», στην οποία κρίνεται η ηγεσία του CCOO, που καταδικάζεται για τους δεσμούς της με το PCE.

Η συνδιάσκεψη του ανατολικού Βερολίνου
και ο ευρωκομμουνιστικός αναθεωρητισμός

Σε αυτή την προοπτική, το 1975, το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας προέβησαν σε κοινή ανακοίνωση σχετικά με το μοντέλο μετάβασης στο σοσιαλισμό με «ειρήνη και ελευθερία».
Αυτά ήταν τα προλεγόμενα της Συνδιάσκεψης των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων της Ευρώπης που πραγματοποιήθηκε στο Ανατολικό Βερολίνο στις 29–30 Ιούνη του 1976, της οποίας τα αποτελέσματα είχαν παγκόσμια απήχηση.
Τα κομμουνιστικά κόμματα Ιταλίας, Γαλλίας και Ισπανίας που στηρίζονταν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό από την παρέμβαση ορισμένων κομμάτων εξουσίας ‑όπως το γιουγκοσλαβικό- παρουσίασαν ανοιχτά σε ενιαίο μέτωπο την ευρωκομμουνιστική πλατφόρμα.

Το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα υποστήριζε ανοιχτά το διαμελισμό του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, λέγοντας σχετικά με τη Συνδιάσκεψη του Βερολίνου:
«…σε αυτή επιβεβαιώθηκαν σθεναρά οι αρχές της αυτονομίας που σήμερα καθορίζουν τις σχέσεις συνεργασίας ανάμεσα στα κομμουνιστικά κόμματα […] Η επιτυχία αυτής της πολιτικής ειρήνης και συνύπαρξης στην Ευρώπη αποτελεί προϋπόθεση για δημοκρατική και ειρηνική πορεία του λαού της Ιταλίας για μετασχηματισμούς σοσιαλιστικού τύπου σε βάθος» (Εφημερίδα «L’ Unitá» (πολιτικό όργανο του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος), 4 Ιούλη 1976).

Ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ δήλωνε:
«…η Συνδιάσκεψή μας δεν είναι συνδιάσκεψη μιας διεθνούς κομμουνιστικής οργάνωσης, που δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει σε οποιαδήποτε μορφή, ούτε σε διεθνές επίπεδο ούτε σε ευρωπαϊκό…».

Από πλευράς του το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα συνέχιζε να υποστηρίζει τη λεγόμενη δημοκρατική οδό και τις εθνικές ιδιαιτερότητες:
«…το κόμμα μας έθεσε στη Συνδιάσκεψη τις κεντρικές ιδέες του 22ου Συνεδρίου και συγκεκριμένα το , που λαμβάνει υπόψη τις εθνικές ιδιαιτερότητες της Γαλλίας και στον οποίο καλεί τους εργάτες, το λαό μας»( Εφημερίδα «L’ Humanité» (πολιτικό όργανο του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος), 8 Ιούλη 1976).

Μετά την Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής, που πραγματοποιήθηκε στη Ρώμη στις 28–29 Ιούλη του 1976, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας έδωσε σε συνέντευξη τύπου μια πλήρη έκθεση των αναθεωρητικών αυτών απόψεων:
«Οι συνθήκες που βιώνουν τα διάφορα κομμουνιστικά κόμματα, τα χαρακτηριστικά τους, η ίδια η ιστορία του κάθε κόμματος και του λαού του, διαφέρουν σε τέτοιο βαθμό ώστε αυτή η διαφορετικότητα να αποτελεί το καθοριστικό στοιχείο που χαρακτηρίζει τις αμοιβαίες σχέσεις […] Αυτή η διαφορετικότητα στις καταστάσεις περιορίζει τα θέματα στα οποία μπορεί να υπάρξει ενιαίο κριτήριο, όπως έχει διαπιστωθεί στη διάρκεια αυτών των δύο χρόνων προετοιμασίας.
Υπάρχει όμως κάτι πιο βαθύ. Αυτή η διαφορετικότητα των καταστάσεων προέρχεται λογικά από βαθιά διαφορετικές αντιλήψεις, κυρίως σε μια σειρά σημαντικά θέματα όσον αφορά την αντίληψη για το σοσιαλισμό, πολλά σύγχρονα προβλήματα, πολλά ιδεολογικά ζητήματα, την πολιτική δημοκρατία […] Επίσης, στο Βερολίνο κατέστη σαφές ότι στην Ευρώπη υπάρχει μια ομάδα κομμουνιστικών κομμάτων που η πολιτική τους γραμμή, οι αναλύσεις τους, η αντίληψή τους για το σοσιαλισμό συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό […] Αυτά τα κόμματα παλεύουν για το δημοκρατικό δρόμο προς το σοσιαλισμό και για ένα σοσιαλισμό με δημοκρατία, με πλήρη άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων, με πολυκομματισμό, με σεβασμό στην εναλλαγή στην εξουσία σύμφωνα με τη βούληση του λαού μέσω της καθολικής ψηφοφορίας. Το σύνολο αυτών των κομμάτων αγωνίζονται για ένα σοσιαλισμό όπου θα υπάρχει απόλυτος σεβασμός της ελευθερίας της συνείδησης και των θρησκευτικών πρακτικών, της ελευθερίας της έκφρασης, του συνέρχεσθαι, της επιστημονικής, λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής ελευθερίας, του δικαιώματος στην απεργία, για ένα σοσιαλισμό όπου το Κράτος δε θα έχει επίσημη ιδεολογία»( «Η Ευρώπη και οι κομμουνιστές», εκδ. «Progreso», 1977, σελ. 294–297).

Ο «ευρωκομμουνισμός» εκδηλώθηκε ανοιχτά ως δεξιό αναθεωρητικό ρεύμα, υιοθετώντας πλήρως δόγματα του ιμπεριαλισμού γύρω από τις πιο ποικίλες πολιτικές πτυχές: δημοκρατία, ελευθερίες, θρησκεία κλπ.
Στο πλαίσιο της υπεράσπισης των πολιτικών ελευθεριών και της αστικής δημοκρατίας, ιδιαίτερα του πολυκομματισμού και της καθολικής ψηφοφορίας, έθαψαν την πάλη των τάξεων και αρνήθηκαν το ρόλο της ταξικής πλευράς και κυριαρχίας του Κράτους.
Άσκησαν διαρκή και διευρυνόμενη επιθετική πολιτική στις σοσιαλιστικές χώρες, προσπάθησαν να δυναμιτίσουν με όλα τα μέσα που είχαν στη διάθεσή τους το συντονισμό και την ανάπτυξη του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και μετατράπηκαν ‑στο όνομα των εθνικών ιδιαιτεροτήτων και του δημοκρατικού σοσιαλισμού- σε εκφραστές της αντικομμουνιστικής στρατηγικής των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Στην πάλη τους ενάντια στον μαρξισμό-λενινισμό αναβίωσαν τη θέση του Κάουτσκι ότι «η αντίθεση ανάμεσα στις δύο σοσιαλιστικές κατευθύνσεις» (δηλαδή, τους μπολσεβίκους και τους μη μπολσεβίκους) είναι «η αντίθεση ανάμεσα σε δυο ριζικά διαφορετικές μεθόδους: τη δημοκρατική και τη δικτατορική»( Β. Ι. Λένιν: «Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκι», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 11) και, όπως αυτός, προσπάθησαν να μετατρέψουν ξανά το Μαρξ σε κοινό φιλελεύθερο.
Επιτέθηκαν με μανία στο λενινιστικό συλλογισμό ότι μαρξιστής είναι μόνο εκείνος που επεκτείνει την αναγνώριση της πάλης των τάξεων ως την αναγνώριση της δικτατορίας του προλεταριάτου και ότι το πρόβλημα της δικτατορίας του προλεταριάτου είναι το πρόβλημα της στάσης του προλεταριακού κράτους απέναντι στο αστικό κράτος, της προλεταριακής δημοκρατίας απέναντι στην αστική δημοκρατία.

Ως αναθεωρητικό ρεύμα ο «ευρωκομμουνισμός» εμφανίστηκε ως συνέχεια της ιδεολογικής πάλης της αστικής τάξης ενάντια στις επαναστατικές ιδέες, στη βάση της επίσημης αναγνώρισης του μαρξισμού και όπως έκαναν και με τον Κάουτσκι σχετικά με τη θεωρία του Κράτους, επανέφεραν για την καταπολέμησή τους τον ίδιο τον Μπερνστάιν, υψώνοντας ξανά τη σημαία ότι «ο τελικός σκοπός δεν είναι τίποτα, η κίνηση είναι το παν», ότι δηλαδή «η σοσιαλιστική επανάσταση δεν είναι τίποτα, οι μεταρρυθμίσεις είναι τα πάντα».
Έτσι έβαλαν φρένο σε κάθε επαναστατική απόπειρα στο όνομα μια πλατιάς συμμαχίας με σοσιαλδημοκράτες και χριστιανοδημοκράτες που θα κέρδιζε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ώστε μέσα από μεταρρυθμίσεις, κάποια μέρα, θα έφτανε στο σοσιαλισμό, χρησιμοποιώντας ως όπλο το μηχανισμό του αστικού κράτους, ακόμα και σε συμμαχία με την ίδια την εθνική αστική τάξη στο πλαίσιο ενός αντιμονοπωλιακού μετώπου.
Και καθώς δε θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, λαμβάνοντας υπόψη την οργανική σχέση που σύμφωνα με τα λόγια του Λένιν, υπάρχει ανάμεσα στα οργανωτικά ζητήματα και στις προγραμματικές αντιλήψεις του αναθεωρητισμού, στην πολιτική και στην τακτική του, προσπάθησαν να καταστρέψουν το λενινιστικό χαρακτήρα των αντίστοιχων κομμάτων και τα κομμουνιστικά χαρακτηριστικά των μελών τους (στην περίπτωση του ΚΚ Ισπανίας, η Ολομέλεια της ΚΕ που συνεδρίασε στη Ρώμη το 1976 τροποποίησε τη δομή του Κόμματος, αντικαθιστώντας τους πυρήνες με εδαφικές οργανώσεις, κατά τα πρότυπα της σοσιαλδημοκρατίας, στο πλαίσιο της προετοιμασίας για τις επερχόμενες τότε εκλογές).

Η ευρωκομμουνιστική φράξια επικαλούνταν διαρκώς τα αποτελέσματα του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ, και κυρίως τη θέση που υποστήριζε την ποικιλία μορφών μετάβασης στο σοσιαλισμό και την κριτική στο Στάλιν που περιέχονται στη μυστική έκθεση, που χρησίμευσαν ως πρόσχημα για να δυσφημήσουν την ΕΣΣΔ και να αποκλίνουν από τα διδάγματα της Οκτωβριανής Επανάστασης στην επαναστατική μετάβαση και οικοδόμηση του σοσιαλισμού.
Επίσης, βασίστηκαν γι’ αυτό το σκοπό στα αντεπαναστατικά γεγονότα του Οκτώβρη-Νοέμβρη στη Λαϊκή Δημοκρατία της Ουγγαρίας και ιδιαίτερα στην επέμβαση των δυνάμεων του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία, το οποίο χρησιμοποιήθηκε σε συνδυασμό με τα παραπάνω για να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη των αγωνιστών και της εργατικής τάξης στο σοσιαλισμό, αλλά και το τεράστιο κύρος της ΕΣΣΔ.

Ο οπορτουνισμός της ευρωκομμουνιστικής ηγεσίας του ΚΚ Ισπανίας δεν είχε όρια. Το 1970 ο Σαντιάγο Καρίγιο αναφέρει στη γαλλική εφημερίδα «Λε Μοντ»:
«Βλέπαμε μόνο μια σοσιαλιστική Ισπανία, όπου ο πρωθυπουργός θα ήταν καθολικός και το ΚΚ μια μειοψηφία […] ο ισπανικός σοσιαλισμός θα πορευτεί με το δρεπάνι και το σφυρί στο ένα χέρι και με τον σταυρό στο άλλο»( Δηλώσεις του Σαντιάγκο Καρίγιο στην εφημερίδα «Le Monde» που δημοσιεύτηκαν 4- Νοε-1970).
Από τότε, για το ΚΚ Ισπανίας σε πρώτο πλάνο βρίσκεται η διαμόρφωση του λεγόμενου «συμφώνου για την ελευθερία».
Οπως και στο Ιταλικό ΚΚ με τον «ιστορικό συμβιβασμό» (σσ. Compromesso Storico = Ιστορικός συμβιβασμός), το εν λόγω σύμφωνο, που αποτελεί πλήρη έκφραση του θριάμβου της διαταξικότητας στο ΚΚ Ισπανίας δεν γίνεται αντιληπτό ως μια συμμαχία των τάξεων και οργανώσεων για να ξεπεραστεί η δικτατορία.
Στο πλαίσιο του ευρωκομμουνισμού μετατρέπεται σε απεγνωσμένη αναζήτηση αναγνώρισης από την άρχουσα τάξη, ιδίως από την ολιγαρχία που τα συμφέροντά της είναι αντίθετα με τις αυταρχικές τάσεις του Φράνκο και προωθεί στο πλαίσιο του συστήματος την ένταξη της Ισπανίας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Αυτό σε πολιτικό επίπεδο απαιτούσε αλλαγή στη μορφή της κυριαρχίας, μια υπό κηδεμονία μετάβαση από τη δικτατορία του Φράνκο στην κοινοβουλευτική δημοκρατία.


Και σε αυτή τη μετάβαση πήρε μέρος το αναθεωρητικό ΚΚ Ισπανίας.
Αρχικά αποδέχτηκε τις «Συμφωνίες της Μονκλόα» (Pactos de las Moncloa ‑κοινωνικό συμβόλαιο), κατά τις οποίες τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων υπόκεινται στα οικονομικά συμφέροντα της ολιγαρχίας, στο πλαίσιο πλήρους οικονομικής κρίσης, με σκοπό να αναχαιτίσουν τον αγώνα των εργαζομένων.
Αφού αποδέχτηκαν τη μοναρχία, θάβοντας την ιστορία του αντιφασιστικού αγώνα της εργατικής τάξης και του λαού της Ισπανίας, αποδέχτηκαν μοιρολατρικά την εγκαθίδρυση της αστικοδημοκρατικής νομιμότητας και στήριξαν το Σύνταγμα του 1978, το οποίο θέσπιζε την αλλαγή της μορφής άσκησης της δικτατορίας του κεφαλαίου.
Παράλληλα, από την Ολομέλεια της ΚΕ που πραγματοποιήθηκε το 1976 στη Ρώμη, δέχτηκε επίθεση η λενινιστική αντίληψη για το Κόμμα, τη θέση και το ρόλο του στην κοινωνία, τις οργανωτικές του αρχές. Από την άλλη, σε ένα κόμμα με χιλιάδες εκκαθαρίσεις, άνοιξαν διάπλατα οι πόρτες του χωρίς κανέναν έλεγχο και επαγρύπνηση.
Οι συνθήκες ήταν τέτοιες ώστε το IX Συνέδριο, που πραγματοποιήθηκε στη Μαδρίτη το 1978, αποφάσισε επίσημα την εγκατάλειψη του Μαρξισμού-Λενινισμού και καθιέρωσε την αναθεωρητική πολιτική που επιβλήθηκε στους Ισπανούς κομμουνιστές μέσω μιας μακράς διαδικασίας.Έτσι λοιπόν το Κόμμα του εθνικού επαναστατικού πολέμου, του ανταρτοπόλεμου, που οι μαχητές του πήραν μέρος στην αντίσταση που εκδηλώθηκε ενάντια στο ναζισμό-φασισμό σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και έδωσαν σκληρό αγώνα στο πλευρό του σοβιετικού λαού στις μάχες του Λένινγκραντ και Στάλινγκραντ, χάθηκε.

Το ΚΚ Ισπανίας μεταλλάχθηκε σε οργάνωση που μέχρι και σήμερα στρέφεται ενάντια στην ιστορική αναγκαιότητα της σοσιαλιστικής επανάστασης και της επαναστατικής εξουσίας της εργατικής τάξης, της δικτατορίας του προλεταριάτου, κατά τη μεταβατική περίοδο και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού.

Είναι αντίθετο με τις λενινιστικές αρχές της οργάνωσης, ιδίως με το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό. Απορρίπτει την εμπειρία και τα διδάγματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης κατά τον εικοστό αιώνα, χαρακτηρίζοντάς τα ως ένα είδος «κρατικού καπιταλισμού» και ιδιαίτερα την περίοδο που είναι γνωστή ως «επίθεση του σοσιαλισμού ενάντια στον καπιταλισμό», κατά την οποία η Σοβιετική Ενωση, με το Στάλιν στην ηγεσία του ΚΚΣΕ, απέδειξε την ανωτερότητα του σοσιαλισμού απέναντι στον καπιταλισμό και σημείωσε σημαντικές επιτυχίες.
Αποδέχεται το ιμπεριαλιστικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διεκδικώντας μια κοινωνική και δημοκρατική εκδοχή της μέσω των οπορτουνιστικών αξιώσεων του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς. Επίσης, απορρίπτει κάθε μορφή ανασύνθεσης του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος σε στέρεα ιδεολογικά θεμέλια.

Στην Ιβηρική Χερσόνησο, το Πορτογαλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΠΚΚ) δέχτηκε διαφόρων ειδών πιέσεις. Θέτοντας μεταξύ άλλων το ισπανικό παράδειγμα, προσπάθησαν να βάλουν τέλος στη μαρξιστική-λενινιστική γραμμή του. Ο Αλβαρο Κουνιάλ απάντησε σταθερά και αποφασιστικά:
«Η εκστρατεία αυτή εμφανίζεται συχνά με πατερναλιστικό ύφος. Εκφράζουν τη λύπη τους για αυτό που αποκαλούν “ακαμψία”, “δογματισμό”, “σεχταρισμό”, “σταλινισμό” του ΠΚΚ και ελπίζουν ότι θα γίνει “σύγχρονο” κόμμα κατά το “δυτικό πρότυπο” […] Και ποιες είναι οι αλλαγές που πρέπει να κάνει το ΠΚΚ για να “αποδείξει την ανεξαρτησία του”;
Οι προϋποθέσεις που μπαίνουν είναι προκλητικές. Ολα περιστρέφονται γύρω από έξι βασικά σημεία: να σταματήσει να είναι μαρξιστικό-λενινιστικό κόμμα, να διακόψει τις φιλικές του σχέσεις με το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ενωσης, να ασκήσει κριτική στην ΕΣΣΔ και στις σοσιαλιστικές χώρες, να βάλει τέλος στον προλεταριακό διεθνισμό, να εγκαταλείψει στην Πορτογαλία τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σοσιαλιστικού χαρακτήρα και να υιοθετήσει μια εσωτερική λειτουργία που θα δημιουργεί το έδαφος για τάσεις, ρεύματα και ρήξη της ενότητας του Κόμματος
» (Αλβαρο Κουνιάλ: «Ενα Κόμμα με γυάλινους τοίχους», εκδ. «Avante», Λισσαβόνα, 1985).

Στο ισπανικό κομμουνιστικό κίνημα, σε αντίθεση με το πορτογαλικό, επικράτησαν οι αναθεωρητικές θέσεις που προώθησε η ηγεσία του ΚΚ Ισπανίας και κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας διασπάστηκε σε δύο κύριες δυνάμεις: εκείνους που αντιστάθηκαν στην επίθεση του ευρωκομμουνισμού και υπερασπίστηκαν το Μαρξισμό-Λενινισμό, ιδρύοντας το 1984 το Κομμουνιστικό Κόμμα των Λαών της Ισπανίας και σ’ εκείνους που επέμειναν και επιμένουν να τσαλαβουτούν στο βάλτο του αναθεωρητισμού, χωρίς να έχουν προβεί σε σοβαρή και αυστηρή αυτοκριτική, σε μια απλή ανάλυση που να ξεπερνάει τον απλό θρήνο για το ότι θα μπορούσε να γίνει αλλά δεν έγινε η λεγόμενη «ισπανική μετάβαση» και συνεχίζουν να υπερασπίζονται στην πράξη το δρόμο του αστικού κοινοβουλευτισμού που αυτή τη στιγμή είναι ντυμένος με το μανδύα της ρεπουμπλικανικής σημαίας που κάποτε πρόδωσαν.
Ένα παράδειγμα. Στο όργανο του ΚΚ Ισπανίας, τον Απρίλη του 2010, υπό τον τίτλο «Επιθετική πολιτική απέναντι στη Ρεπουμπλικανική Συνδιάσκεψη του ΚΚ Ισπανίας», η Γραμματεία του Ρεπουμπλικανικού Κινήματος του ΚΚ Ισπανίας αναφέρει μεταξύ άλλων:

(σσ. O όρος ρεπουμπλικάνος ή ρεπουμπλικάνικος που αναφέρεται στο κείμενο σχετίζεται με τη διεκδίκηση για την κατάργηση της συνταγματικής μοναρχίας στην Ισπανία. Σύμφωνα με τον συντάκτη του κειμένου το ΚΚ Ισπανίας [PCE] χαρακτηρίζεται ως «ρεπουμπλικάνικο» επειδή υποστηρίζει τη διεύρυνση της αστικής δημοκρατίας, δηλαδή έχει την έννοια των αστικοδημοκρατικών αυταπατών.)


«Το ΚΚ Ισπανίας κατανοεί ότι το ρεπουμπλικανικό σχέδιο δεν πρέπει να κατηγοριοποιείται από άποψη ορολογίας που αφορά χώρους του πολιτικού φάσματος. Πρέπει να δώσουμε στη λέξη Δημοκρατία οντότητα για να γίνει πιο προσιτή και ελκυστική. Η Δημοκρατία είναι μια μεταρρύθμιση οικονομική, κοινωνική, πολιτική, ιδεολογική, μια μεταρρύθμιση νέων αξιών στις παρούσες συνθήκες».
Στη συνέχεια, ο διευθυντής της εφημερίδας Μούντο Ομπρέρο, στο άρθρο του με τίτλο «Οικοδομώντας τη Δημοκρατία», μας δίνει ακόμη πιο σαφή σημάδια της απόλυτης σύγχυσης που επικρατεί στους κόλπους του ρεφορμισμού:
«Δε στρεφόμαστε ενάντια στο Σύνταγμα το οποίο ζητάμε να μεταρρυθμιστεί με αποφασιστικό τρόπο. Έχουμε καθαρό ότι στοχεύουμε ενάντια στην αρχαϊκή, ξεπερασμένη μοναρχία που εγγυάται τις αξίες του νεοφιλελευθερισμού. Δε θέλουμε παρά μία ομοσπονδιακή δημοκρατία, με τις αξίες της Πρώτης και της Δεύτερης Δημοκρατίας, οι οποίες να εφαρμοστούν στις σημερινές συνθήκες […] Το μελλοντικό δημοκρατικό Σύνταγμα θα πρέπει να κινείται στο πλαίσιο του περιεχομένου της Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων από τον ΟΗΕ της 10ης Δεκέμβρη του 1948 και στη βάση των τριών συμφωνιών που υπεγράφησαν το 1966 και έγιναν δεκτές από την Ισπανία και αναπτύσσουν αυτό το περιεχόμενο […] Η δημοκρατία, ως μόνιμη συμφωνία μεταξύ ελεύθερων και ίσων ατόμων για να καταφέρνουν να συνυπάρχουν, έχει έκταση και βάθος που επιτρέπει την πρόσβαση των πολιτών στη λήψη κάθε είδους αποφάσεων…».

Το παλιό αναθεωρητικό περιεχόμενο, που ακολουθεί στην Ισπανία και σε άλλες χώρες ο «ευρωκομμουνισμός», προσαρμόζεται απόλυτα στη νέα εποχή.
Νέες εκφράσεις για παλιές προσεγγίσεις, χωρίς ίχνος μαρξισμού. Οι Θέσεις του 18ου Συνεδρίου του ΚΚ Ισπανίας επισήμαιναν ότι:
«Στο 17ο Συνέδριο, το ΚΚ Ισπανίας επιβεβαιώνει την υπεράσπιση του σοσιαλισμού ως συνεκτική ανάπτυξη και πλήρη εφαρμογή της δημοκρατίας. Αναγνωρίζει, επομένως, την αξία των ατομικών ελευθεριών και της διασφάλισής τους, τις αρχές του κοσμικού κράτους και της δημοκρατικής διάρθρωσής του, τον πολυκομματισμό, την αυτονομία των συνδικάτων, την ελευθερία της θρησκείας και της άσκησης της λατρείας ιδιωτικά, καθώς και την απόλυτη ελευθερία της έρευνας και των καλλιτεχνικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων».

Ακριβώς τα ίδια δήλωνε το ευρωκομμουνιστικό ΚΚ Ισπανίας, μετά την Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής που πραγματοποιήθηκε στη Ρώμη το 1976, σε απόσπασμα που παραθέσαμε παραπάνω.
Ο λεγόμενος Σοσιαλισμός του 21ου αιώνα είναι η νέα σημαία των Ρεπουμπλικάνων σήμερα και των ευρωκομμουνιστών χθες (σσ. στις Θέσεις που ψήφισε το 18ο Συνέδριο του ΚΚ Ισπανίας, το Νοέμβρη του 2009, υιοθετεί τις θέσεις του λεγόμενου Σοσιαλισμού του 21ου αιώνα).
Μια πρόταση που οι πιο επεξεργασμένες εκδοχές της απορρέουν από τις ίδιες αναθεωρητικές θέσεις που έχουν διαπεράσει την κύρια διαπάλη που αναπτύσσεται στο εργατικό κίνημα από τότε που εμφανίστηκε στην Ιστορία, από τον Μπερνστάιν στον ευρωκομμουνισμό, αντιπαραθέτει στον επιστημονικό σοσιαλισμό μια άσκηση εκλεκτικισμού συνδυασμένη με φιλελεύθερες-αστικές θέσεις.

Επομένως δεν αποτελεί έκπληξη ότι κόμματα κληρονόμοι του ευρωκομμουνισμού χαιρέτισαν θερμά την πρόταση για την Πέμπτη Διεθνή, όπου οι αναθεωρητικές προσεγγίσεις τους μπορούν να συνυπάρχουν φυσικά με δυνάμεις που έχουν πλήρως παραιτηθεί από την ταξική πάλη, με όλα τα είδη των σοσιαλδημοκρατών, Τροτσκιστών και άλλων σύγχρονων εκφραστών του οπορτουνισμού, τόσο του δεξιού όσο και του αριστερού, όπως συμβαίνει άλλωστε ήδη σε περιφερειακό επίπεδο με το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς
(σσ. Στην έκθεση που εγκρίθηκε ομόφωνα από την Ομοσπονδιακή Επιτροπή του ΚΚ Ισπανίας στις 18 Δεκέμβρη 2009, αναφέρεται σχετικά με την πρόταση για την Πέμπτη Διεθνή: «Στο διεθνές πλαίσιο προβάλλει η πρωτοβουλία που ξεκίνησε από τη Βενεζουέλα στην κατεύθυνση μιας νέας Σοσιαλιστικής Διεθνούς. Κατ’ αρχάς πρέπει να σημειώσουμε ότι εδώ και χρόνια το ΚΚ Ισπανίας εκφράζει την ανάγκη να επεκταθεί σε όλο τον πλανήτη το Φόρουμ του Σάο Πάολο ‑όπου συμμετέχουν με πλήρη δικαιώματα μόνο τα κόμματα της Λατινικής Αμερικής, ενώ τα υπόλοιπα κόμματα είναι καλεσμένοι- καθώς γίνεται όλο και πιο αναγκαίος ο συντονισμός και η ανάπτυξη δραστηριοτήτων και η ανταλλαγή απόψεων απέναντι στο κεφάλαιο που είναι πλήρως οργανωμένο και το κύριο τώρα είναι να δούμε πώς θα δώσουμε μορφή σε αυτή την πρωτοβουλία, στην οποία σήμερα το ΚΚ Ισπανίας πρέπει να δείξει προθυμία να συμμετάσχει»).

Η ταξική πάλη στην Ισπανία δεν σταματά

Έχουν περάσει πέντε βδομάδες από τότε που η κυβέρνηση της Ισπανίας κήρυξε «κατάσταση ετοιμότητας»λόγω της διασποράς των κρουσμάτων του Covid-19 σε όλη τη χώρα. Μέχρι σήμερα, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, ο αριθμός των κρουσμάτων ξεπερνάει τις 200.000, ενώ έχουν πεθάνει πάνω από 22.000 άνθρωποι.

Η κρίση του Covid-19 είχε βίαιο αντίκτυπο στο ισπανικό σύστημα δημόσιας Υγείας, του οποίου τα όρια σε πολλές περιοχές ξεπεράστηκαν, σχεδόν μέχρι σημείου κατάρρευσης. Ο αριθμός των εργαζομένων που έχουν μολυνθεί στον κλάδο της Υγείας είναι δεκάδες χιλιάδες.  Οι συνεχείς περικοπές στο δημόσιο σύστημα Υγείας, η επιδείνωση των συνθηκών εργασίας του προσωπικού και οι συστηματικές πολιτικές μεθοδεύσεις υπέρ των ιδιωτικών κλινικών έχουν αποδυναμώσει την ικανότητα ανταπόκρισης του δημόσιου συστήματος Υγείας και εξηγούν εν μέρει την άσχημη υγειονομική κατάσταση που βιώνει από τότε η χώρα. Αλλά αυτή η κρίση δεν είναι μόνο μια υγειονομική κρίση. Η πανδημία του Covid-19 λειτούργησε ως καταλύτης για μια οικονομική κρίση «που δεν έχουμε ξαναδεί», όπως εκτίμησε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Πρόκειται για μια νέα κρίση υπερπαραγωγής και υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, η οποία αποκαλύπτει τα όρια του καπιταλιστικού συστήματος.

Πέρα από τον τομέα της Υγείας, η κρίση έχει πολύ ισχυρό αντίκτυπο στην παραγωγή και χρησιμεύει ως δικαιολογία για τη γενικευμένη επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, την οποία διευθύνει η κυβέρνηση του σοσιαλδημοκρατικού συνασπισμού που σχηματίστηκε από το PSOE (Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ισπανίας) και τους «Unidas Podemos» (συμμαχία του κόμματος Podemos με την «Ενωμένη Αριστερά», στην οποία συμμετέχει το ΚΚ Ισπανίας).

Με τα πρώτα μέτρα που πάρθηκαν τότε, έγινε σαφές πως η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση στέκεται στο πλευρό της εργοδοσίας, αποκαλύπτοντας έτσι τον ταξικό της χαρακτήρα και τα συμφέροντα που ουσιαστικά εξυπηρετεί η σοσιαλδημοκρατία. Παρά τις διακηρύξεις των βασικών στελεχών της, στις οποίες σημειώνουν «κανένας να μη μείνει πίσω στην κρίση», το μεγαλύτερο μέρος των κυβερνητικών μέτρων στοχεύουν στην προστασία των συμφερόντων των μονοπωλίων.

Από τη μία πλευρά, προσπάθεια να διασφαλιστεί η ρευστότητα των εταιρειών μέσω κρατικών εγγυήσεων για τραπεζικά δάνεια, με σκοπό να εξασφαλιστεί η μη διακοπή της κυκλοφορίας των κεφαλαίων. Από την άλλη, το κράτος πήρε πάνω του ένα πολύ σημαντικό μέρος του κόστους παραγωγής των εταιρειών, αναλαμβάνοντας ουσιαστικά να πληρώσει ολόκληρους τους μισθούς και το κόστος των ασφαλιστικών εισφορών χιλιάδων εταιρειών μέσω του Κανονισμού Προσωρινής Παύσης Απασχόλησης (ERTE), που υπήρχε ήδη στην ισπανική νομοθεσία αλλά ανανεώθηκε ειδικά γι’ αυτήν την κρίση.

Ο ERTE είναι μία νομική μορφή που επιτρέπει την αναστολή ή τη μείωση των ωρών εργασίας του συνόλου ή μέρους του προσωπικού μιας εταιρείας. Πριν από αυτήν την κρίση, το κράτος αναλάμβανε μέρος του κόστους των μισθών, αλλά το κόστος της Κοινωνικής Ασφάλισης παρέμενε ευθύνη της εταιρείας. Από τα μέσα Μάρτη, το κράτος αναλαμβάνει επίσης το κόστος των ασφαλιστικών εισφορών.

Η Τράπεζα της Ισπανίας υπολόγισε πως υπήρχαν 4,6 εκατομμύρια εργαζόμενοι που επηρεάζονταν από τον ERTE _1 στους 3 μισθωτούς σε κατάσταση αναστολής της εργασίας του ή σημαντικής μείωσης των ωρών εργασίας, χωρίς την αντίστοιχη κρατική επιχορήγηση, οπότε στην πράξη, και πέρα από την προπαγάνδα της κυβέρνησης, εκατομμύρια οικογένειες εργαζομένων που δεν είχαν κανένα εισόδημα …

Η καπιταλιστική κρίση «έσκασε» στα χέρια της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης. Για πολλές βδομάδες, η κυβέρνηση θεωρούσε ότι η κρίση Covid-19 θα είχε βαθιά, αλλά βραχυπρόθεσμη, επίδραση στην παραγωγή. Πάρθηκαν μέτρα για την προστασία των συμφερόντων των καπιταλιστών με κόστος την υγεία εκατομμυρίων εργατών. Εγκρίθηκαν μηχανισμοί που στοχεύουν κυρίως στη μετατροπή του ιδιωτικού χρέους σε δημόσιο, ιδιαίτερα του χρέους των εταιρειών. Όλες οι οικονομικές προβλέψεις δείχνουν πτώση του ΑΕΠ κατακόρυφη.

Η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση, μπροστά στο δίλημμα υγεία του πληθυσμού ή συνέχιση της παραγωγής, επέλεξε το δεύτερο, τοποθετώντας οριστικά τον εαυτό της στο πλευρό των καπιταλιστών και δίνοντας προτεραιότητα στα επιχειρηματικά κέρδη έναντι της υγείας και της ζωής εκατομμυρίων εργαζομένων.

Για να καλύψει αυτήν τη νέα χρεοκοπία, ζυμώνει το επιχείρημα περί «ενότητας μεταξύ των τάξεων». Το σύνθημα της κυβέρνησης και των εργοδοτών είναι «θα βγούμε από αυτήν την κρίση μαζί». Απέναντι σε αυτό το σύνθημα των καπιταλιστών, οι κομμουνιστές προτάξαμε το σύνθημα «Δεν θα πληρώσουμε αυτήν την κρίση ούτε με την υγεία μας ούτε με τα δικαιώματά μας». Δουλέψαμε με επιμονή για να αποκαλύψουμε τον ταξικό χαρακτήρα των κύριων μέτρων που υιοθέτησε η κυβέρνηση, ενώ εξηγήσαμε με όλα τα διαθέσιμα μέσα ότι τα μέτρα που υποτίθεται πως έχουν παρθεί υπέρ των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων είναι εξαιρετικά λίγα και απατηλά, πως είναι ένας «αντικατοπτρισμός» με σκοπό να μετριάσει την αυξανόμενη δυσαρέσκεια των μαζών, που κατανοούν ότι τα δικαιώματα και οι συνθήκες διαβίωσής τους θα θυσιαστούν στην καπιταλιστική κρίση, όπως ακριβώς έγινε και το 2008.

Η εργατική — λαϊκή πάλη δεν έχει σταματήσει, αλλά οι περιορισμοί είναι προφανείς. Η «κατάσταση ετοιμότητας» σήμαινε περιορισμό των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Σήμερα στην Ισπανία είναι δυνατόν να μετακινηθεί κάποιος προς τη δουλειά ή για να αγοράσει τα απαραίτητα, αλλά τίποτα περισσότερο. Το δικαίωμα συγκέντρωσης και διαδήλωσης έχει ντε φάκτο ανασταλεί και αυτό εμποδίζει το έργο των κομμουνιστών, των εργατικών — λαϊκών οργανώσεων. Ενώ αναπτύσσουμε και προσαρμόζουμε τη δουλειά μας μέσα στις μάζες, αντιλαμβανόμαστε ότι πολλά από τα έκτακτα μέτρα που λαμβάνονται με το πρόσχημα της κρίσης θα παραμείνουν και μετά την πανδημία. Οι καπιταλιστές και οι κυβερνήσεις τους θα θέλουν να τα χρησιμοποιήσουν ενάντια στο εργατικό κίνημα όταν εναντιωθεί στις εξαιρετικά σκληρές επιθέσεις που ήδη εξελίσσονται και σε αυτές που θα έρθουν στο άμεσο μέλλον.

Οι συνθήκες μπορεί να αλλάξουν, αλλά η ταξική πάλη δεν έχει σταματήσει στην Ισπανία. Μόνο διατηρώντας την πλήρη ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική αυτοτέλεια του Κομμουνιστικού Κόμματος μπορούμε να πολεμήσουμε ενάντια στα ψεύτικα διλήμματα που βάζει η σοσιαλδημοκρατία στην τάξη μας και στο λαό μας. Ο ταξικός αγώνας δεν έχει σταματήσει στην Ισπανία ούτε ο αγώνας των κομμουνιστών για την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας.


 Άρθρο για τον «Ριζοσπάστη»
από τον Αστορ Γκαρσία,
Γενικό Γραμματέα της ΚΕ
του Κομμουνιστικού Κόμματος Εργαζομένων της Ισπανίας