11 Αυγούστου 2024

Alcatraz: το νησί, η φυλακή κι η ιστορία 🎥 μέσα από το σινεμά και τον Juan Manuel de Ayala

1934 _Σαν σήμερα 11-Αυγ ανοίγει η ομοσπονδιακή φυλακή του Αλκατράζ, στο ομώνυμο νησί, που βρίσκεται στον κόλπο του Σαν Φρανσίσκο. Οι εγκαταστάσεις έχουν γίνει πολλές φορές τόπος γυρισμάτων ταινιών _και ξεκινάμε μ΄αυτό -ενδεικτικά _όσο παλιότερα, τόσο καλύτερα…

·      Ο βαρυποινίτης του Αλκατράζ _ Birdman of Alcatraz 1962 (2h 27m) του John Frankenheimer, με Burt Lancaster, Karl Malden, Thelma Ritter και Telly Savalas

·      Ο βράχος _The Rock του Michael Bay, με Sean Connery, Nicolas Cage, Ed Harris

·      Alcatraz TV Series 2012 με Sarah Jones, Jorge Garcia, Jonny Coyne

·      Απόδραση από το Αλκατράζ Escape from Alcatraz 1979 του Don Siegel με Clint Eastwood, Patrick McGoohan, Roberts Blossom

·      Αλκατράζ Alcatraz: The Whole Shocking Story του Paul Krasny, με Michael Beck, Art Carney, Alex Karras

·      Alcatraz: Search for the Truth TV Movie 2015

·      Alcatraz 2018 _1h 30m του Andrew Jones με Derek Nelson’ Erick Hayden, Nicholas Anscombe (μπάφα αμερικανιά ολκής)

Ο Βαρυποινίτης του Αλκατράζ

Βασίζεται στη βιογραφία του ομώνυμου κρατούμενου Ρόμπερτ Στράουντ, με στοιχεία μυθοπλασίας _ενός ανθρώπου που μίσησε τους ανθρώπους και λάτρεψε τα πτηνά (γράφτηκε από τον Τόμας Ε. Γκάντις}. Μεγαλύτερο μέρος των γεγονότων εκτυλίσσεται στις φυλακές Λίβενγουορθ, παρά τον τίτλο. Ο Στράουντ μετακινήθηκε στο Αλκατράζ προς το τέλος της ποινής του και δεν του επετράπη να έχει μαζί του πτηνά. Ο Burt Lancaster γεννημένος το 1913 ήταν μόλις 49 χρόνων και έπαιζε κάποιον 72χρονο που εκτίει ποινή φυλάκισης 43 ετών, για δύο φόνους που διέπραξε στο παρελθόν. Είναι περιορισμένος στο απομονωτήριο της φυλακής και έχει περάσει 43 χρόνια μοναξιάς. Στα χρόνια που πέρασε στα κάτεργα, άρχισε έναν κύκλο σπουδών και σταδιακά έγινε αυθεντία στα πουλιά και στις αρρώστιες τους. Αφετηρία γι' αυτές του τις σπουδές αποτέλεσε ένα άρρωστο σπουργιτάκι που βρήκε στην αυλή της φυλακής και κατάφερε να θεραπεύσει, δίνοντας καινούριο νόημα στη μοναχική του ζωή. Με τη δύναμη της θέλησης και του μυαλού, ο Στράουντ, έπλασε μια καινούρια ζωή κι έναν γοητευτικό κόσμο μέσα στο στενό κελί της φυλακής. Η ταινία βασίζεται στη βιογραφία του Ρόμπερτ Στράουντ με τίτλο Birdman Of Alcatraz, την οποία έγραψε ο Τόμας Γκάντις και προκάλεσε τις διαμαρτυρίες της κοινής γνώμης για το γεγονός ότι το αμερικάνικο κράτος, αρνούνταν επι χρόνια να δώσει αναστολή στην ισόβια κάθειρξη του Στράουντ, ο οποίος όχι μόνο έδειξε άψογη διαγωγή στη φυλακή, αλλά μελέτησε σκληρά κι απέκτησε ακαδημαϊκές γνώσεις πάνω στη φυσιοπαθολογία των ασθενειών των πτηνών. Ο Στράουντ ανακάλυψε φάρμακα για πολλές ασθένειες των πτηνών κι έγραψε ένα εγχειρίδιο για τον τρόπο αντιμετώπισής τους. Ο κρατούμενος πέθανε τελικά στη φυλακή κι η ταινία προβλήθηκε ένα χρόνο πριν από το θάνατό του, αλλά δεν του επετράπη να την παρακολουθήσει.

Ο Μπαρτ Λάνκαστερ ενσαρκώνει, ένα σκληροτράχηλο άνδρα, ο οποίος κρύβει πολλές ευαισθησίες μέσα του κι αυτό φαίνεται από τη φροντίδα και την αγάπη που δείχνει στα πτηνά, μέσα απ' τη ζωή και τις ανάγκες των οποίων μαθαίνει να ζει και να χαίρεται κι η ενασχόλησή του μ' αυτά του δίνει μια διέξοδο μεσ΄ τη φυλακή. Ο Στράουντ τα παρατηρεί τα ν' αναπαράγονται και να πετούν ελεύθερα και ζει μαζί τους καθώς ο ίδιος έχει χάσει κάθε ελευθερία. Η ταινία παρουσιάζει το χαρακτήρα του Στράουντ να μαλακώνει με την πάροδο των χρόνων, αν κι ο πραγματικός Στράουντ, σε αντίθεση με την ταινία (απ'ότι λένε διάφορες πηγές) δε μαλάκωσε ποτέ.
Το φιλμ εστιάζεται εκτός από την προσωπικότητα του Stroud και στη ζωή μέσα στα κάτεργα, στην παθολογική αγάπη μάνας και γιου, η οποία οδηγεί σε προστριβές και στον τρόπο με τον οποίο προσπαθεί το σύστημα να επιβάλει την αναμόρφωση στους εγκληματίες ή σε εκείνους που διαφέρουν ή δεν αποτελούν μέρος του συνόλου.

Βραβεία & υποψηφιότητες

Το φιλμ προτάθηκε για 4 βραβεία όσκαρ, χωρίς να κερδίσει κάποιο, ο Λάνκαστερ είχε κερδίσει ήδη ένα δύο χρόνια πριν για το Είμαστε Διεφθαρμένοι; (Elmer Gantry, 1960) κι είχε να αντιμετωπίσει επίσης τους Πήτερ Ο' Τουλ για το Λόρενς της Αραβίας (Lawrence Of Arabia, 1962) και Γκρέγκορι Πεκ, ο οποίος ακόμα δεν είχε κερδίσει μέχρι τότε και βραβεύτηκε εκείνη τη χρονιά για το ρόλο του θρυλικού Άτικους Φιντς στο Σκιές στη σιωπή (To Kill A Mockingbird, 1962). Παρόλα αυτά ο Λάνκαστερ κέρδισε BAFTA και βραβείο ερμηνείας στο φεστιβάλ της Βενετίας. Η Θέλμα Ρίτερ στο ρόλο μιας μάνας που τρέφει παθολογική αγάπη για το γιο της, έλαβε την 6η της υποψηφιότητα για όσκαρ Β' γυναικείου ρόλου κι έχασε από την Πάτι Ντιουκ για την ταινία Το θαύμα της Ανν Σάλιβαν (The Miracle Worker). Η Ρίττερ μοιράζεται μαζί με τη Ντέμπορα Κερ το ρεκόρ των 6 υποψηφιοτήτων χωρίς νίκη, στις γυναίκες ηθοποιούς. Ο Τέλι Σαβάλας επίσης υποψήφιος έχασε από τον Εντ Μπέγκλεϊ για το Γλυκό πουλί της νιότης (Sweet Bird Of Youth)

                       Απόδραση από το Αλκατράζ

Διαδραματίζεται σε φυλακή και Αποτελεί προσαρμογή του ομώνυμου βιβλίου του Τζ. Κάμπελ Μπρους που κυκλοφόρησε το 1963, στο οποίο δραματοποιεί την απόδραση κρατούμενου από τις φυλακές υψίστης ασφαλείας της νήσου Αλκατράζ το 1962.
Στην ταινία πρωταγωνιστεί ο Κλιντ Ίστγουντ πλαισιωμένος από τους Πάτρικ ΜακΓκούχαν, Φρεντ Γουόρντ, Τζακ Τιμπό και Λάρι Χάνκιν, ενώ κάνει επίσης το κινηματογραφικό του ντεμπούτο ο Ντάνι Γκλόβερ. Η Απόδραση από το Αλκατράζ αποτελεί την πέμπτη και τελευταία συνεργασία ανάμεσα στους Σίγκελ και Ίστγουντ, μετά τη συνεργασία τους στις ταινίες Το δίκιο σου το παίρνεις με αίμα (1968), Οι γύπες πετούν χαμηλά (1970), Ο προδότης (1971) και Ο επιθεωρητής Κάλαχαν (1971).

Στις αρχές του 1960, ο Φρανκ Μόρις, ένας κρατούμενος με εξαιρετικό δείκτη I.Q. ο οποίος έχει καταφέρει να αποδράσει αρκετές φορές από άλλες εγκαταστάσεις, μεταφέρεται στις ομοσπονδιακές φυλακές υψίστης ασφαλείας που είναι χτισμένες στο νησί Αλκατράζ. Σύντομα μετά την άφιξή του, καλείται στο γραφείο του αρχιφύλακα των φυλακών, ο οποίος τον ενημερώνει κοφτά πως το Αλκατράζ είναι μοναδικό στο αμερικανικό σύστημα φυλάκισης για το εξαιρετικά υψηλό επίπεδο ασφάλειάς του και κανένας κρατούμενος δεν έχει καταφέρει να αποδράσει από εκεί επιτυχώς.

Κατά τις επόμενες μέρες, ο Μόρις γνωρίζεται με μερικούς άλλους κρατούμενους, συμπεριλαμβανομένων και του εκκεντρικού Λίτμους, του Ίνγκλις, ενός μαύρου κρατούμενου που εκτίει ποινή δις ισόβια για τη δολοφονία δύο λευκών αντρών ενώ βρισκόταν σε αυτοάμυνα, και του ηλικιωμένου Ντοκ, ο οποίος ζωγραφίζει πορτραίτα και καλλιεργεί χρυσάνθεμα. Πέραν όμως των φίλων, ο Μόρις αποκτά κι έναν εχθρό, τον Γουλφ, ο οποίος είναι βιαστής κι επιχειρεί να παρενοχλήσει τον Μόρις στο μπάνιο χωρίς επιτυχία, με αποτέλεσμα να του επιτεθεί αργότερα με ένα μαχαίρι στο προαύλιο. Ο Μόρις βγαίνει από την απομόνωση νωρίτερα από τον Γουλφ, ενώ ο αρχιφύλακας ανακαλύπτει πως ο Ντοκ ζωγράφισε μία άκομψη καρικατούρα τόσο εκείνου όσο και άλλων φυλάκων του νησιού, με αποτέλεσμα να διατάξει να του αφαιρεθούν τα δικαιώματα ζωγραφικής. Ο Ντοκ πέφτει σε κατάθλιψη και ως “αντίποινα”, κατά τη διάρκεια των εργασιών σε ένα εργαστήρι των φυλακών, κόβει τα δάχτυλά του με ένα τσεκούρι και απομακρύνεται από τους φύλακες.

Ο Μόρις συναντά τα αδέλφια Τζον και Κλάρενς Άνγκλιν, οι οποίοι είναι ληστές τραπεζών και παλιοί του γνώριμοι και φίλοι από άλλες φυλακές, αλλά και τον κρατούμενο Τσάρλι Μπατς. Ο Μόρις παρατηρεί πως το τσιμέντο που βρίσκεται γύρω από τη σχάρα εξαερισμού στο κελί του έχει διαβρωθεί και μπορεί να αφαιρεθεί εύκολα, κάτι που τον κάνει να αρχίσει να στήνει το σχέδιο απόδρασής του. Έτσι, κατά τη διάρκεια των επόμενων μηνών, μαζί με τους Άνγκλιν και τον Μπατς, σκάβουν τους τοίχους των κελιών τους με κουτάλια (τα οποία είχαν συγκολλήσει με κασσίτερο φτιάχνοντας μικρά αυτοσχέδια φτυάρια), φτιάχνουν ψεύτικα κεφάλια τα οποία χρησιμοποιούν ως δόλωμα και κατασκευάζουν μία σχεδία από αδιάβροχα παλτά.

Στο μεταξύ, μία μέρα κατά τη διάρκεια του μεσημεριού, ο Μόρις τοποθετεί ένα χρυσάνθεμο στο τραπέζι τους προς τιμή του Ντοκ, αλλά ο αρχιφύλακας που περνάει από εκεί το βλέπει και το συνθλίβει, λέγοντας πως τα λουλούδια είναι ενάντια στους κανονισμούς. Αυτό εξαγριώνει τον Λίτμους ο οποίος στην προσπάθειά του να επιτεθεί στον αρχιφύλακα, παθαίνει καρδιακή ανακοπή και πεθαίνει. Αργότερα, υποψιαζόμενος πως ο Μόρις κάτι κρύβει, ο αρχιφύλακας διατάζει εξονυχιστικό έλεγχο του κελιού του αλλά δεν βρίσκει τίποτα ασυνήθιστο. Παρόλα αυτά, διατάζει τη μεταφορά του Μόρις σε άλλο κελί το συντομότερο δυνατό. Εξαιτίας αυτού του περιστατικού, και οι δύο άντρες μεταφέρονται στην απομόνωση. Ο Μόρις βγαίνει από την απομόνωση νωρίτερα από τον Γουλφ, ενώ ο αρχιφύλακας ανακαλύπτει πως ο Ντοκ ζωγράφισε μία άκομψη καρικατούρα τόσο εκείνου όσο και άλλων φυλάκων του νησιού, με αποτέλεσμα να διατάξει να του αφαιρεθούν τα δικαιώματα ζωγραφικής. Ο Ντοκ πέφτει σε κατάθλιψη και ως αντίποινα, κατά τη διάρκεια των εργασιών σε ένα εργαστήρι των φυλακών, και κόβει τα δάχτυλά του με ένα τσεκούρι και απομακρύνεται από τους φύλακες.

Ο Μόρις συναντά τα αδέλφια Τζον και Κλάρενς Άνγκλιν, οι οποίοι είναι ληστές τραπεζών και παλιοί του γνώριμοι και φίλοι από άλλες φυλακές, αλλά και τον κρατούμενο Τσάρλι Μπατς. Ο Μόρις παρατηρεί πως το τσιμέντο που βρίσκεται γύρω από τη σχάρα εξαερισμού στο κελί του έχει διαβρωθεί και μπορεί να αφαιρεθεί εύκολα, κάτι που τον κάνει να αρχίσει να στήνει το σχέδιο απόδρασής του. Έτσι, κατά τη διάρκεια των επόμενων μηνών, μαζί με τους Άνγκλιν και τον Μπατς, σκάβουν τους τοίχους των κελιών τους με κουτάλια (τα οποία είχαν συγκολλήσει με κασσίτερο φτιάχνοντας μικρά αυτοσχέδια φτυάρια), φτιάχνουν ψεύτικα κεφάλια τα οποία χρησιμοποιούν ως δόλωμα και κατασκευάζουν μία σχεδία από αδιάβροχα παλτά.

Εκείνο το βράδυ, οι κρατούμενοι αποφασίζουν πως είναι έτοιμοι για να αποδράσουν. Ο Μόρις, οι Άνγκλιν και ο Μπατς κανονίζουν, αφού βγουν από τα κελιά τους, να συναντηθούν στον διάδρομο από όπου και θα συνεχίσουν από κοινού. Ο Μπατς όμως χάνει την ψυχραιμία του και δυσκολεύεται να αφαιρέσει τη σχάρα του κελιού του, με αποτέλεσμα να τα παρατήσει. Αργότερα αλλάζει γνώμη και προσπαθεί εκ νέου, αλλά δεν φτάνει εγκαίρως στο σημείο συνάντησης με αποτέλεσμα οι άλλοι τρεις να φύγουν χωρίς εκείνον. Έτσι, επιστρέφει στο κελί του και κλαίει για την ευκαιρία που μόλις έχασε.

Στο μεσοδιάστημα, οι Μόρις και Άνγκλιν κουβαλώντας τον εξοπλισμό της αυτοσχέδιας σχεδίας που κατασκεύασαν, καταφέρνουν να φτάσουν στην οροφή και να αποφύγουν τους προβολείς αναζήτησης της φυλακής. Έπειτα, κατεβαίνουν από το πλάι του κτιρίου στην αυλή της φυλακής, σκαρφαλώνουν πάνω από τον φράκτη συρματοπλέγματος και φτάνουν στην ακτή του νησιού. Εκεί, φουσκώνουν τη σχεδία και αναχωρούν από το Αλκατράζ μερικώς βυθισμένοι στο νερό και προσκολλημένοι στη σχεδία, χρησιμοποιώντας τα πόδια τους για προώθηση.

Το επόμενο πρωί, η απόδραση γίνεται αντιληπτή και ξεκινάει ένα μεγάλο ανθρωποκυνηγητό. Κομμάτια από αδιάβροχο υλικό με το οποίο ήταν κατασκευασμένη η σχεδία, συμπεριλαμβανομένων και προσωπικών αντικειμένων των ανδρών, ανευρίσκονται να επιπλέουν στον κόλπο. Ψάχνοντας το κοντινό νησί Έιντζελ, ο αρχιφύλακας επιμένει πεισματικά πως τα προσωπικά αντικείμενα που βρήκαν είναι σημαντικά για τους τρεις άντρες και δεν θα τα άφηναν πίσω, οπότε συμπεραίνει πως πνίγηκαν. Ωστόσο, ένας άλλος φύλακας έχει τις αμφιβολίες του για αυτό, επισημαίνοντας πως μπορεί να τα άφησαν επίτηδες πίσω ώστε να φαίνεται σαν να είχαν πνιγεί. Ο αρχιφύλακας πληροφορείται από τον βοηθό του πως τον έχουν καλέσει να παρουσιαστεί στους ανωτέρους του στην Ουάσιγκτον, με την προοπτική να αποδεχτεί πρόωρη αφυπηρέτηση για την αποτυχία του να αποτρέψει την απόδραση. Σε έναν βράχο, ο αρχιφύλακας βρίσκει ένα χρυσάνθεμο και ρωτώντας αν καλλιεργούνται χρυσάνθεμα στο νησί Έιντζελ, ο βοηθός του του λέει πως όχι. Η ταινία κλείνει με ένα κείμενο το οποίο αναφέρει πως οι φυγάδες δεν εντοπίστηκαν ποτέ και πως οι φυλακές του Αλκατράζ έκλεισαν μέσα στην επόμενη χρονιά.

·         Κλιντ Ίστγουντ ως Φρανκ Μόρις

·         Πάτρικ ΜακΓκούχαν ως Αρχιφύλακας

·         Φρεντ Γουόρντ _ Τζον Άνγκλιν

·         Τζακ Τιμπό _ Κλάρενς Άνγκλιν

·         Λάρι Χάνκιν _ Τσάρλι Μπατς

·         Φρανκ Ρόνζιο _ Λίτμους

·         Ρόμπερτς Μπλόσομ _ Τσέστερ «Ντοκ» Ντάλτον

·         Πολ Μπέντζαμιν _ Ίνγκλις

·         Μπρους Μ. Φίσερ _ Γουλφ Γκρέις

·         Μάντισον Άρνολντ _ Ζίμερμαν

·         Ντάνι Γκλόβερ ως κρατούμενος

·         Ντον Μακίλιαν _ Μπεκ

Αλκατράζ

Το Αλκατράζ (επονομαζόμενο "Ο Βράχος" μπορείτε να Googlάρετε 37°49′36″N 122°25′22″W), είναι μια μικρή νησίδα και _κατ΄ επέκταση η επιτόπου ομώνυμη φυλακή στη είσοδο του Κόλπου του Σαν Φρανσίσκο στις ΗΠΑ. Η νησίδα αυτή μικρής σχετικής έκτασης, μήκους 530 μέτρων, είναι αρκετά υπερυψωμένη ( 40 .) και στο ψηλότερο σημείο της υπήρχαν οι εγκαταστάσεις των άλλοτε ομώνυμων περίφημων ομοσπονδιακών φυλακών από τις οποίες η όποια απόδραση θεωρούταν αδύνατη. Σε μια πλευρά των κτιρίων των φυλακών βρίσκεται εγκατεστημένος ο ομώνυμος φάρος 70μ ύψους από επιφάνεια θαλάσσης.
Στις 4 Μαΐου του 1946 σημειώθηκε σοβαρότατη εξέγερση των κρατουμένων που εξελίχθηκε σε διήμερη μάχη, η οποία τελικά κατεστάλη από επέμβαση μονάδων του αμερικανικού πολεμικού ναυτικού με αποτέλεσμα 3 κρατούμενοι και 2 φύλακες να χάσουν τη ζωή τους και να τραυματιστούν περισσότερα από 15 άτομα.
Στις 11 Ιουνίου του 1962 από τις εν λόγω φυλακές κατάφεραν να δραπετεύσουν οι Φρανκ Μόρρις, Τζον Άγκλιν και Κλάρενς Άγκλιν που θεωρείται πως ήταν και οι μοναδικοί που κατάφεραν ποτέ να αποδράσουν, στην ιστορία των φυλακών αυτών. Η ιστορία αυτής της απόδρασης έχει μεταφερθεί και στη κινηματογραφική σκηνή με τον τίτλο "Escape from Alcatraz" (Απόδραση από το Αλκατράζ _1979).
Από τις 21 Μαρτίου 1963 οι ομοσπονδιακές αυτές φυλακές έπαψαν να λειτουργούν, όχι όμως και ο φάρος.
🤔  Τοπογραφική ομοιότητα με τις φυλακές Αλκατράζ παρουσίαζαν και οι ελληνικές πρώην ναυτικές φυλακές της Ψυτάλλειας, έναντι της εισόδου του λιμένα Πειραιώς.

Ιστορία

Την νήσο Αλκατράζ φέρεται πως πρώτος την ανακάλυψε ο Ισπανός Πλοίαρχος Χουάν Μανoυέλ ντε Αγιάλα (Juan Manuel de Ayala) το 1775 και την ονόμασε "Isla de los Alcatraces" (Η Νήσος των Πελεκάνων) από ένα πτηνό αυτού του είδους που είδε στο νησί. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ χρησιμοποίησε το νησί αρχικά για να κτίσει στρατιωτικές φυλακές που λειτούργησαν κατά την περίοδο 1868-1933. Από το 1934 στο νησί κρατούνταν εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου. Μετά από κινητοποιήσεις φυσιολατρικών οργανώσεων που ξεκίνησαν το 1969 και αργότερα κατέλαβαν τη νήσο το 1971 αποφασίστηκε τελικά από το 1972 ν΄ αποτελέσει τμήμα του Εθνικού Ψυχαγωγικού Πάρκου της περιοχής όπου και παραμένει σήμερα ως επισκέψιμος χώρος.

Ξεκινώντας τον Νοέμβριο του 1969, το νησί καταλήφθηκε για περισσότερους από 19 μήνες από μια ομάδα ιθαγενών Αμερικανών, αρχικά κυρίως από το Σαν Φρανσίσκο, στους οποίους στη συνέχεια προσχώρησαν οι AIM και άλλοι Ινδιάνοι της πόλης από άλλα μέρη της χώρας, που ήταν μέρος ενός κύματος των ιθαγενών Αμερικανών ακτιβιστών που οργανώνουν δημόσιες διαδηλώσεις σε όλες τις ΗΠΑ μέχρι τη 10ετία του 1970. Το 1972, το Αλκατράζ μεταφέρθηκε στο Υπουργείο Εσωτερικών για να γίνει μέρος της Εθνικής περιοχής αναψυχής Golden Gate. Χαρακτηρίστηκε ως Εθνικό Ιστορικό Ορόσημο το 1986.

Δεν υπάρχουν εγγενείς αναφορές στις ακτές του Ειρηνικού, καθιστώντας την παλαιότερη ισπανική χρήση πιο πιθανή. Το νησί Yerba Buena επισημάνθηκε στο χάρτη του Ayala του 1775 στον κόλπο του Σαν Φρανσίσκο ως "Isla de Alcatraces". Το όνομα εφαρμόστηκε αργότερα στον βράχο που είναι τώρα γνωστός ως νησί Αλκατράζ από τον πλοίαρχο Frederick W. Beechey, έναν Άγγλο αξιωματικό του ναυτικού και εξερευνητή. Με τα χρόνια, η ισπανική έκδοση «Alcatraz» έγινε δημοφιλής και πλέον χρησιμοποιείται ευρέως. Τον Αύγουστο του 1827, για παράδειγμα, ο Γάλλος καπετάνιος Auguste Bernard Duhaut-Cilly έγραψε "... τρέχοντας μπροστά από το νησί του Αλκατράζ (Πελεκάνοι) ... καλυμμένο με έναν αμέτρητο αριθμό από αυτά τα πουλιά. Ένα όπλο που εκτοξεύτηκε πάνω από τις φτερωτές λεγεώνες τους έκανε να πετάξουν επάνω σε ένα μεγάλο σύννεφο και με θόρυβο σαν τυφώνα." Ο καφέ πελεκάνος της Καλιφόρνια (Pelecanus occidentalis californicus) δεν είναι γνωστό ότι φωλιάζει στο νησί σήμερα. Οι Ισπανοί έχτισαν αρκετά μικρά κτίρια στο νησί και άλλες μικρές κατασκευές

Οχυρό Αλκατράζ

Ο παλαιότερος καταγεγραμμένος ιδιώτης ιδιοκτήτης του νησιού Αλκατράζ είναι ο Τζούλιαν Γουόρκμαν, στον οποίο δόθηκε από τον Μεξικανό κυβερνήτη Πίο Πίκο τον Ιούνιο του 1846, με την αντίληψη ότι ο Γουόρμαν θα έχτιζε έναν φάρο πάνω του. Julian Workman είναι το βαπτιστικό όνομα του William Workman, συνιδιοκτήτη του Rancho La Puente και προσωπικού φίλου του Pio Pico. Αργότερα το 1846, ενεργώντας υπό την ιδιότητά του ως Στρατιωτικός Κυβερνήτης της Καλιφόρνια, ο John C. Frémont αγόρασε το νησί για 5.000 $ στο όνομα της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών από τον Φράνσις Τεμπλ.

Το 1850, ο Πρόεδρος Μίλαρντ Φίλμορ διέταξε να παραμεριστεί το νησί Αλκατράζ ειδικά ως στρατιωτική κράτηση των Ηνωμένων Πολιτειών, για στρατιωτικούς σκοπούς με βάση την απόκτηση της Καλιφόρνια από τις ΗΠΑ από το Μεξικό μετά τον Μεξικανοαμερικανικό πόλεμο. Ο Frémont περίμενε μεγάλη αποζημίωση για την πρωτοβουλία του να αγοράσει και να εξασφαλίσει το νησί Alcatraz για την κυβέρνηση των ΗΠΑ, αλλά η κυβέρνηση αργότερα ακύρωσε την πώληση και δεν πλήρωσε τίποτα. Ο Frémont και οι κληρονόμοι του μήνυσαν για αποζημίωση κατά τη διάρκεια παρατεταμένων αλλά ανεπιτυχών νομικών αγώνων που επεκτάθηκαν στη δεκαετία του 1890.


Μετά την εξαγορά της Καλιφόρνια από τις Ηνωμένες Πολιτείες ως αποτέλεσμα της Συνθήκης της Γουαδελούπης Ινταλγκό (1848), η οποία τερμάτισε τον Μεξικανο-Αμερικανικό Πόλεμο και την έναρξη του Χρυσού Πυρετού της Καλιφόρνια το επόμενο έτος, ο στρατός των ΗΠΑ άρχισε να μελετά την καταλληλότητα του Αλκατράζ για την τοποθέτηση των παράκτιων ένοπλων ομάδων για προστασία του κόλπο Σαν Φρανσίσκο. Το 1853, υπό τη διεύθυνση του Zealous B. Tower, το Σώμα Μηχανικών Στρατού των ΗΠΑ άρχισε να οχυρώνει το νησί, έργο που συνεχίστηκε μέχρι το 1858, όταν ολοκληρώθηκε η αρχική έκδοση του Fort Alcatraz. Η πρώτη φρουρά του νησιού, που αριθμούσε ~200 στρατιώτες, έφτασε στο τέλος του ίδιου έτους.

Όταν ξέσπασε ο Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος το 1861, το νησί τοποθέτησε 85 κανόνια (αυξήθηκαν σε 105 μέχρι το 1866) γύρω από την περίμετρό του, αν και το μικρό μέγεθος της φρουράς σήμαινε ότι μόνο ένα μέρος των όπλων μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ταυτόχρονα. Αυτή τη στιγμή χρησίμευε επίσης ως οπλοστάσιο του Σαν Φρανσίσκο για την αποθήκευση πυροβόλων όπλων για να αποφευχθεί η πτώση τους στα χέρια των συμπαθών της Συνομοσπονδίας. Το Αλκατράζ, που χτίστηκε ως «βαριά οχυρωμένη στρατιωτική τοποθεσία στη Δυτική Ακτή», επρόκειτο να σχηματίσει ένα «τρίγωνο άμυνας» με το Fort Point και το Lime Point, αλλά το προβλεπόμενο έργο στο Lime Point δεν κατασκευάστηκε ποτέ. Ο πρώτος επιχειρησιακός φάρος στη δυτική ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών κατασκευάστηκε επίσης στο Αλκατράζ. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, το οχυρό Αλκατράζ χρησιμοποιήθηκε για να φυλακίσει συμπαθείς και ιδιώτες της Συνομοσπονδίας στη δυτική ακτή, αλλά τα όπλα του δεν πυροβολήθηκαν ποτέ εναντίον εχθρού.

Οι μελέτες του νησιού και των οχυρώσεων του έχουν συμπεριλάβει αρχαιολογικές έρευνες που βασίζονται στη σύγχρονη τεχνολογία. Το 2019 ο αρχαιολόγος του Πανεπιστημίου Binghamton Timothy de Smet και οι συνεργάτες του εντόπισαν ιστορικά λείψανα κάτω από την πρώην αυλή αναψυχής του Ομοσπονδιακού Σωφρονιστικού του Αλκατράζ. Χρησιμοποιώντας δεδομένα ραντάρ διείσδυσης εδάφους (GPR) και γεωρεκτοποιήσεις, ο Smet και οι συνεργάτες του ανακάλυψαν δομές, συμπεριλαμβανομένης μιας “βομβιστικής” χωματουργικής τραβέρσας μαζί με την υποκείμενη θολωτό τούβλο τοιχοποιίας της και τους αγωγούς αερισμού», σε εκπληκτικά καλή κατάσταση. Οι αρχαιολόγοι βρήκαν επίσης υπολείμματα γεμιστών πυρομαχικών και σήραγγες κάτω από το σωφρονιστικό κατάστημα που χτίστηκε αργότερα.

Λόγω της απομόνωσης που δημιουργήθηκε από τα κρύα, ισχυρά ρεύματα των νερών του κόλπου του Σαν Φρανσίσκο, ήδη από το 1859, το Αλκατράζ χρησιμοποιήθηκε για να στεγάσει στρατιώτες που είχαν καταδικαστεί για εγκλήματα. Μέχρι το 1861, το φρούριο ήταν η στρατιωτική φυλακή για το Τμήμα του Ειρηνικού. Στέγαζε αιχμαλώτους πολέμου του Εμφυλίου Πολέμου (POWs) ήδη από εκείνο το έτος.

Ομοσπονδιακή
σωφρονιστική υπηρεσία του Αλκατράζ

Οι Πειθαρχικοί Στρατώνες των ΗΠΑ στο Αλκατράζ αποκτήθηκαν από το Υπουργείο Δικαιοσύνης των Ηνωμένων Πολιτειών στις 12 Οκτωβρίου 1933 και το νησί ορίστηκε ως ομοσπονδιακή φυλακή τον Αύγουστο του 1934. Το Αλκατράζ σχεδιάστηκε για να κρατά κρατούμενους που προκαλούσαν συνεχώς προβλήματα σε άλλες ομοσπονδιακές φυλακές. Στις 9:40 πμ. 11 Αυγούστου 1934, η πρώτη παρτίδα των 137 κρατουμένων έφτασε στο Αλκατράζ, σιδηροδρομικώς από το σωφρονιστικό ίδρυμα των Ηνωμένων Πολιτειών στο Λέβενγουορθ του Κάνσας, στη Σάντα Βενέτια της Καλιφόρνια. Τους συνόδευσαν στο Αλκατράζ, ενώ τους έβαζαν χειροπέδες σε βαγόνι υψίστης ασφαλείας και τους φρουρούσαν 60 ειδικοί πράκτορες του FBI, στρατάρχες των ΗΠΑ και αξιωματούχοι ασφαλείας των σιδηροδρόμων.
Οι περισσότεροι από τους κρατούμενους ήταν διαβόητοι ληστές τραπεζών και δολοφόνοι. Η φυλακή αρχικά είχε προσωπικό 155 ατόμων, συμπεριλαμβανομένου του πρώτου αρχιφύλακα Τζέιμς Α. Τζόνστον και του συνεργάτη αρχιφύλακα Τζέι Ε. Σάτλγουορθ, που και οι δύο θεωρούνταν «σιδερένιοι». Το προσωπικό ήταν άριστα εκπαιδευμένο σε θέματα ασφάλειας, αλλά όχι αποκατάστασης

Κατά τη διάρκεια των 29 ετών που χρησιμοποιήθηκε, η φυλακή κρατούσε μερικούς από τους πιο διαβόητους εγκληματίες στην αμερικανική ιστορία, συμπεριλαμβανομένων γκάνγκστερ όπως ο Αλ Καπόνε, ο Ρόμπερτ Φράνκλιν Στρούντ (ο «Birdman του Αλκατράζ»), ο Τζορτζ «Πολυβόλο» Κέλι, ο Bumpy Johnson και πολιτικούς κρατούμενους “τρομοκράτες” όπως ο Rafael Cancel Miranda, μέλος του Εθνικιστικού Κόμματος του Πουέρτο Ρίκο που επιτέθηκε στο κτίριο του Καπιτωλίου των Ηνωμένων Πολιτειών το 1954. Πέρασαν ο Mickey Cohen, ο Arthur R. "Doc" Barker και ο Alvin "Creepy" Karpis, ο οποίος υπηρέτησε περισσότερο χρόνο στο Αλκατράζ από οποιονδήποτε άλλο κρατούμενο. Παρείχε επίσης στέγαση για το προσωπικό του Γραφείου Φυλακών και τις οικογένειές τους.

Φαινόταν απλό, να ξεφύγει κανείς κολυμπώντας μέχρι την ακτή. Ωστόσο, κατά τα 29 χρόνια λειτουργίας του, το σωφρονιστικό κατάστημα υποστήριξε ότι κανένας κρατούμενος δεν απέδρασε επιτυχώς. Συνολικά 36 κρατούμενοι έκαναν 14 απόπειρες απόδρασης, δύο άνδρες προσπάθησαν δύο φορές. 23 πιάστηκαν ζωντανοί, έξι πυροβολήθηκαν και σκοτώθηκαν κατά τη διαφυγή τους, δύο πνίγηκαν και πέντε αναφέρονται ως «αγνοούμενοι και εικαζόμενοι πνιγμένοι». Το πιο βίαιο περιστατικό συνέβη στις 2 Μαΐου 1946, όταν μια αποτυχημένη απόπειρα απόδρασης από έξι κρατούμενους οδήγησε στη μάχη του Αλκατράζ. Ίσως η πιο διάσημη είναι η περίπλοκη απόδραση, που πραγματοποιήθηκε στις 11 Ιουνίου 1962, από τους Frank Morris, John Anglin και Clarence Anglin. Οι τρεις άνδρες πιστεύεται ότι πνίγηκαν στην προσπάθειά τους.

Αν και οι περισσότεροι δραπέτες πιάστηκαν ή πνίγηκαν, το 1962, ο κρατούμενος John Paul Scott έφτασε στην ακτή. Ωστόσο, ήταν τόσο κουρασμένος που οι αστυνομικοί τον βρήκαν αναίσθητο και σε υποθερμικό σοκ. Το ετήσιο Escape from Alcatraz Triathlon περιλαμβάνει ένα απαιτούμενο κολύμπι 1,5 μιλίων (2,4 χλμ.) από το νησί μέχρι την ακτή του κόλπου


Ο Βράχος (The Rock) είναι αμερικανική κινηματογραφική ταινία του 1996, σε σκηνοθεσία Μάικλ Μπέι. Παραγωγοί της ήταν οι Ντον Σίμπσον και Τζέρυ Μπρουκχάιμερ, ενώ οι Σον Κόνερι, Νίκολας Κέιτζ και Εντ Χάρις, με τους Γουίλιαμ Φόρσαϋθ και Μάικλ Μπην σε χαρακτηριστικούς δεύτερους ρόλους. Η υπόθεση της ταινίας παρακολουθεί την προσπάθεια μιας έμπειρης αλλά ανομοιογενούς ομάδας να εισέλθει στη Φυλακή του Αλκατράζ και να εξουδετερώσει έναν στασιαστή ταξίαρχο των πεζοναυτών, ο οποίος με ομάδα ανδρών του κρατεί ομήρους δεκάδες τουρίστες στο νησί απειλώντας επιπλέον να εκτοξεύσει πυραύλους με δηλητήριο νεύρων στο Σαν Φρανσίσκο, εκτός αν η αμερικανική κυβέρνηση πληρώσει 100 εκατομ$ στους στενότερους συγγενείς 83 ανδρών που σκοτώθηκαν σε αποστολές υπό τις διαταγές του, αλλά το Πεντάγωνο αρνείται ότι έγιναν.

Η ταινία είναι αφιερωμένη στη μνήμη του συμπαραγωγού της Ντον Σίμπσον, που πέθανε 5 μήνες πριν την κυκλοφορία της. Ο Βράχος δέχθηκε θετικές κριτικές, προτάθηκε για Βραβείο Όσκαρ Καλύτερης Ηχοληψίας στην Απονομή του 1997 και υπήρξε επίσης εμπορική επιτυχία, με εισπράξεις άνω των 335 εκατομ$ έναντι κόστους παραγωγής 75 εκατομ$ (ήταν η τέταρτη σε εισπράξεις ταινία του 1996).

Πλοκή

Ο απογοητευμένος ταξίαρχος (Brigadier General) Φράνσις Χάμελ και ο υπαρχηγός του Τομ Μπάξτερ οδηγούν σε ανταρσία μια ομάδα Αμερικανών πεζοναυτών και επιτίθενται σε μία καλά φρουρούμενη αποθήκη όπλων του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ, κλέβοντας μια συστοιχία μικρών πυραύλων τύπου M55 με γόμωση δηλητηρίου νεύρων VX. Την επόμενη ημέρα ο Χάμελ και οι άνδρες του καταλαμβάνουν τη νησίδα Αλκατράζ, παίρνοντας ομήρους 81 τουρίστες, τους φύλακες και τους ξεναγούς. Ο Χάμελ τηλεφωνεί στο FBI και στο Πεντάγωνο, απειλώντας να εκτοξεύσει τους πυραύλους εναντίον του Σαν Φρανσίσκο, εκτός και αν η αμερικανική κυβέρνηση του πληρώσει 100 εκατομμύρια δολάρια, τα οποία θα διανείμει στους άνδρες του και στις οικογένειες όσων πεζοναυτών του σκοτώθηκαν σε μυστικές αποστολές, για τις οποίες δεν έχουν αποζημιωθεί.

Το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ και το FBI εκπονούν ένα σχέδιο ανακαταλάβουν το νησί με μία ομάδα βατραχανθρώπων του Ναυτικού με διοικητή τον Άντερσον, μαζί με τον κορυφαίο ειδικό του FBI στα χημικά όπλα δρα. Στάνλεϋ Γκούντσπηντ και τον μοναδικό κρατούμενο που είχε αποδράσει ποτέ από τη Φυλακή του Αλκατράζ, τον Βρετανό Τζων Μέισον. Ο διευθυντής του FBI Τζέιμς Γούμακ υπόσχεται να αμνηστεύσει τον Μέισον και ο τελευταίος συμφωνεί απρόθυμα. Στη συνέχεια όμως ο Γούμακ σκίζει τη συμφωνία και κλείνει τον Μέισον σε ένα ξενοδοχείο, από όπου όμως ο Μέισον δραπετεύει, με αποτέλεσμα ένα εντυπωσιακό κυνηγητό αυτοκινήτων με τον Γκούντσπηντ. Ο Μέισον κατορθώνει να ξανασυναντηθεί με την αποξενωμένη κόρη του, την Τζέιντ Αγγέλου, και μετά πείθεται από τον χημικό να ενταχθεί στην ομάδα.

Η ομάδα καταφέρνει να διεισδύσει στο Αλκατράζ, αλλά οι άνδρες του Χάμελ διαπιστώνουν με σύστημα ανιχνευτών την παρουσία τους και τους στήνουν ενέδρα σε μια αίθουσα λουτρών. Ο Άντερσον και όλοι οι βατραχάνθρωποι σκοτώνονται, οπότε παραμένουν ζωντανοί από όλη την ομάδα μόνο ο Μέισον και ο Γκούντσπηντ. Σταδιακά, οι δυο τους επιτυγχάνουν να σκοτώσουν αρκετούς πεζοναύτες και να εξουδετερώσουν τους 12 από τους 15 πυραύλους αφαιρώντας τα ολοκληρωμένα κυκλώματα που τους κατευθύνουν. Ο Χάμελ απειλεί να εκτελέσει έναν όμηρο εάν δεν παραδοθούν επιστρέφοντας και τα κυκλώματα. Ο Μέισον ωστόσο τα καταστρέφει προτού παραδοθεί στον Χάμελ προκειμένου να επιχειρήσει να τον μεταπείσει, κερδίζοντας επίσης χρόνο. Ο δρ. Γκούντσπηντ αχρηστεύει έναν ακόμα πύραυλο, αλλά μετά αιχμαλωτίζεται από τους άνδρες του Χάμελ. Μαθαίνοντας την αιχμαλώτιση και των τελευταίων μελών της ομάδας, το Πεντάγωνο ετοιμάζει την εκτέλεση του εναλλακτικού σχεδίου: ενός αεροπορικού βομβαρδισμού από F-18 με βόμβες πλάσματος θερμίτη, που θα εξουδετερώσουν το δηλητήριο (το VX δεν είναι πτητικό), αλλά θα σκοτώσουν και όλους τους ανθρώπους που βρίσκονται πάνω στο νησί.

Ωστόσο ο Μέισον και ο Γκούντσπηντ ξεφεύγουν. Σε αυτό το σημείο του έργου ο Μέισον εξηγεί γιατί βρισκόταν υπό κράτηση: ήταν ένας πρώην λοχαγός της βρετανικής SAS και πράκτορας της MI6, ο οποίος είχε συλληφθεί έχοντας καταφέρει να κλέψει ένα μικροφίλμ με λεπτομέρειες των πιο απόρρητων μυστικών των ΗΠΑ. Γνωρίζοντας ότι θα τον «αυτοκτονούσαν» αν το επέστρεφε, είχε περάσει τα τελευταία τριάντα χρόνια φυλακισμένος χωρίς δίκη.

Η προσθεσμία που είχε δώσει ο Χάμελ για την καταβολή των λύτρων περνά, οπότε οι άνδρες του τον πιέζουν να εξαπολύσει έναν πύραυλο. Αυτό και γίνεται, αλλά ο ταξίαρχος την ανακατευθύνει ώστε να εκραγεί στη θάλασσα. Αντιμετωπίζοντας τους λοχαγούς του Ντάροου και Φράυ, ο Χάμελ εξηγεί ότι η απειλή των πυραύλων ήταν μια περίτεχνη μπλόφα, καθώς δεν σκόπευε ποτέ να σκοτώσει αθώους αμάχους. Κηρύσσει το τέλος της επιχειρήσεως και διατάσσει τους πεζοναύτες να εγκαταλείψουν το Αλκατράζ με μερικούς ομήρους και τον μοναδικό ενεργό πύραυλο που απέμεινε, προκειμένου να καλύψουν την αποχώρησή τους, αναλαμβάνοντας ταυτοχρόνως την ευθύνη. Οι Ντάροου και Φράυ, καταλαβαίνοντας ότι δεν θα πληρωθούν, στασιάζουν εναντίον του. Ακολουθεί πιστολίδι μεταξύ των πεζοναυτών, οπότε ο Μπάξτερ σκοτώνεται υπερασπιζόμενος τον Χάμελ και ο ίδιος ο Χάμελ τραυματίζεται θανάσιμα. Προτού πεθάνει, ο ταξίαρχος καταφέρνει να αποκαλύψει στον Γκούντσπηντ το σημείο όπου είναι κρυμμένος ο τελευταίος πύραυλος.

Οι Ντάροου και Φράυ προχωρούν με το σχέδιο ρίψεως του πυραύλου στην πόλη, ενώ ο Γκούντσπηντ τον αναζητεί. Ο Μέισον αντιμετωπίζει τους πεζοναύτες που έχουν απομείνει. Με τα πολεμικά αεροπλάνα να έχουν πλησιάσει πολύ, ο Γκούντσπηντ απενεργοποιεί τον πύραυλο, σκοτώνοντας τους Ντάροου και Φράυ. Παρά το ότι ειδοποιεί την τελευταία στιγμή ότι η απειλή έχει εξουδετερωθεί, το ένα από τα αεροσκάφη ρίχνει κατά λάθος μία βόμβα. Κανένας όμηρος δεν τραυματίζεται, αλλά η έκρηξη τινάζει τον Γκούντσπηντ στη θάλασσα, οπότε ο Μέισον τον διασώζει.

Ο Γκούντσπηντ αναφέρει την επιτυχία της αποστολής τους, αλλά ψεύδεται λέγοντας ότι ο Μέισον σκοτώθηκε από την έκρηξη. Βεβαιώνει τον Μέισον ότι ο Γούμακ έσκισε το έγγραφο της αμνηστείας του και του προσφέρει μια διαφυγή από το νησί, καθώς και το πώς θα βρει χρήματα στο δωμάτιο ξενοδοχείου του Γκούντσπηντ. Ευγνώμων, ο Μέισον αποκαλύπτει την κρυψώνα του μικροφίλμ καθώς αποχωρίζονται με τον χημικό. Σε κάποιο μεταγενέστερο χρόνο, ο Γκούντσπηντ με τη νεόνυμφη σύζυγό του Κάρλα φεύγουν γρήγορα από ένα εκκλησάκι κάπου στο Κάνσας, έχοντας πάρει το μικροφίλμ.

Διανομή ρόλων

·         Σον Κόνερι ως Τζων Πάτρικ Μέισον

·         Νίκολας Κέιτζ ως δρ. Στάνλεϋ Γκούντσπηντ, χημικός του FBI

·         Εντ Χάρις ως ταξίαρχος Φράνσις Χάμελ

·         Μάικλ Μπην ως διοικητής Άντερσον

·         Γουίλιαμ Φόρσαϋθ ως Έρνεστ Πάξτον του FBI

·         Ντέιβιντ Μορς ως ταγματάρχης Τομ Μπάξτερ

·         Τζων Σπένσερ ως ο διευθυντής του FBI Τζέιμς Γούμακ

·         Τζων Κ. Μακγκίνλυ ως λοχαγός Χέντριξ

·         Τόνι Τοντ ως λοχαγός Ντάροου

·         Μπόκημ Γούντμπαϊν ως λοχίας Κρισπ

·         Ντάνι Νούτσι ως ανθυπολοχαγός Σέπαρντ

·         Κλερ Φορλάνι ως Τζέιντ Αγγέλου, κόρη του Μέισον

·         Βανέσα Μαρσέλ ως Κάρλα Πεσταλότσι, αρραβωνιαστικιά του Γκούντσπηντ

·         Γκρέγκορυ Σπορλέντερ ως λοχαγός Φράυ

Επιπλέον, ο Στιούαρτ Γουίλσον εμφανίζεται στον ρόλο του στρατηγού Αλ Κράμερ, αρχηγού του αμερικανικού ΓΕΕΘΑ, και ο Ντέιβιντ Μάρσαλ Γκραντ στον ρόλο του Προσωπάρχη του Λευκού Οίκου Χέυντεν Σίνκλαιρ.

Παραγωγή

Το μεγαλύτερο μέρος του έργου έχει γυριστεί στην πραγματική Φυλακή Αλκατράζ. Επειδή αυτή λειτουργεί πλέον ως αξιοθέατο, διοικούμενη από την Υπηρεσία Εθνικών Πάρκων, δεν ήταν δυνατό να κλείσει για τους περιηγητές, οπότε μεγάλο μέρος των γυρισμάτων έπρεπε να δίνει χώρο σε ομάδες τουριστών που περιφέρονταν. Η σκηνή στην οποία ο Γούμακ ρίχνεται από το μπαλκόνι του ξενοδοχείου κινηματογραφήθηκε επίσης στην πραγματική θέση, στο ιστορικό Ξενοδοχείο Φαίρμοντ στο Σαν Φρανσίσκο. Λέγεται ότι το γύρισμα της σκηνής προκάλεσε πολλά τηλεφωνήματα προς το ξενοδοχείο από ανθρώπους που είχαν δει έναν άνδρα να κρέμεται από το μπαλκόνι του ρετιρέ.

Ο Βράχος ήταν η πρώτη ταινία του Μάικλ Μπέι που κινηματογραφήθηκε σε αναμορφικό φορμά ευρείας οθόνης με Super 35, αν και το γεγονός δεν ήταν της αρεσκείας ούτε του σκηνοθέτη, ούτε του φωτογράφου Τζων Σβάρτσμαν.