03 Μαΐου 2025

Θανάσης Βέγγος: Μαχητής της ζωής - εργάτης της Τέχνης


 Σεμνός «μαχητής» - από τα γεννοφάσκια του μέχρι το τέλος του - «στη γαλέρα της ζωής» που «τράβηξε άγριο κουπί» όπως έλεγε ο ίδιος, ο «καλός μας άνθρωπος» Θανάσης Βέγγος, πέρασε –το βράδυ της 3ης Μάη του 2011, στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, του θεάτρου, ευρύτερα του λαϊκού μας πολιτισμού, αλλά και των αγώνων του λαού μας, έχοντας πρωταγωνιστήσει σε 52 ταινίες (από τις 126, που πήρε μέρος) σε 25 θεατρικές παραστάσεις, σε δύο ντοκιμαντέρ, 10 τηλεταινίες, 9 βιντεοταινίες κλπ.
Αμίμητος και ανεπανάληπτος ακόμη και στα διαφημιστικά –αναφέρουμε από τα ~20 αυτό για τη μπύρα Germania Lager … «πελάαατες μου! Άλεν μπύρεν καπούτ!» και το ανεπανάληπτο «τρώτε μακαρόνια»

Θανάσης Βέγγος... παντός καιρού


Ποιος μπορεί να έχει τρέξει στη ζωή περισσότερο από τον Θανάση Βέγγο; Ο ίδιος ο Θανάσης Βέγγος! Και έτσι λέει ο ίδιος, γιατί πράγματι έτρεξε αφάνταστα πολύ, από πάθος για την τέχνη του, αλλά και για να επιβιώσει σε κάθε περισσότερο ή λιγότερο χαλεπό καιρό. Γι' αυτό νιώθει και λέει «είμαι άνθρωπος παντός καιρού». Η φράση αυτή του Θανάση Βέγγου, τιτλοδότησε το βιβλίο του συγγραφέα και ιδρυτή των εκδόσεων «Αιγόκερως», Γιάννη Σολδάτου «Ενας άνθρωπος παντός καιρού», που αφορά στη μακρόχρονη καλλιτεχνική προσφορά αυτού του κορυφαίου, δικαίως λαοφιλέστατου, πραγματικά και ουσιαστικά λαϊκού, πολύπλευρου δημιουργού.

Στα ασφυκτικά πλαίσια, της φαρσοκωμωδίας μα κι έξω από αυτά, σαν δαιμονική φιγούρα που διασχίζει ασταμάτητα το κινηματογραφικό κάδρο, ο Βέγγος σήκωσε στην πλάτη το μαρτύριο του θεατή του και έπαιξαν μαζί το ρόλο του θύματος. Σαν αποτέλεσμα ήρθε η εξοικείωση με τη συμφορά, που για μια ακόμα φορά καραγκιοζοποιήθηκε κι από παράγοντας δεινών έγινε παράγοντας γέλιου. Ο Βέγγος, παίζοντας το ρόλο του στη σύγχρονη ελληνική τραγωδία, έγινε ο κλόουν της Ιστορίας μας ο πιο αγαπητός, που σκορπάει το γέλιο στα πρόσωπα που τον περιστοιχίζουν, μήπως και καταφέρουν να επιβιώσουν, έστω και λαθραία, έστω και στον ύπνο τους μέσα στ' όνειρο, στην οθόνη του κινηματογράφου. Είναι ο λάθρα βιών Ρωμιός που στο πρόσωπό του, στο πετσί του, καταγράφτηκε η οδύνη του Νεοέλληνα.
Ξεπέρασε το ρεαλισμό, έτρεξε εκατοντάδες μουσκεμένα χιλιόμετρα, σέρνοντας και τον Νεοέλληνα μαζί του, έλυσε το αίνιγμα της Σφίγγας κατάφερε να συλλάβει στην ξέφρενη πορεία του το μέγεθος της παγίδας που του έστησαν θεοί και άνθρωποι. Αλλά άδικα τον κυνηγάνε οι Ολύμπιοι δεν είναι μίασμα είναι ο καλός μας άνθρωπος. Ο Θανάσης στο ξέφρενο τρέξιμό του άφησε πίσω του θεούς και δαίμονες και ανθρώπους που δεν ήθελαν πάντα το καλό του άφησε ακόμα και τον Βέγγο πίσω του.

Ως χαρακτήρας στην οθόνη, πλήρωνε, κάθε φορά, ακριβά το ψωμί που έτρωγε. Πέρασε από πλήθος λαϊκών, κατά κανόνα, επαγγελμάτων και για την εκάστοτε πρόσληψή του έψαξε, έτρεξε, αγχώθηκε, τα 'βαλε με τη μοίρα του, χτύπησε πόρτες, δούλεψε σκληρά όταν τον προσέλαβαν, και πολλές είναι οι περιπτώσεις που τα 'κανε θάλασσα εξαιτίας του πληθωρικού του χαρακτήρα, της κακής του μοίρας, αλλά και εξαιτίας του ίδιου του εργασιακού συστήματος, ιδιαίτερα πρόσφορου στην ανάπτυξη φαρσικών συμπτώσεων και τερατογενών συμβάντων σύστημα πρόσφορο στη διακωμώδηση. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Με αφορμή την επέτειο θανάτου του, το Αρχείο της ΕΡΤ ψηφιοποίησε ένα απόσπασμα από την ενημερωτική εκπομπή επικαιρότητας του ΕΙΡΤ «Οι Ρεπόρτερς», που προβλήθηκε στις 20/6/1975, το οποίο περιλαμβάνει μια σπάνια συνέντευξη του Θανάση Βέγγου.

«Στη γαλέρα της ζωής μου τράβηξα άγριο κουπί»

Αγαπήθηκε όσο λίγοι από τον κόσμο και όχι τυχαία. Από τις πιο ευγενικές φυσιογνωμίες, αεικίνητος, αυθεντικός, με μια σεμνότητα που ξάφνιαζε, μοναδικός στο είδος του στον ελληνικό κινηματογράφο, ο Θανάσης Βέγγος εποίησε πραγματικό ήθος, σε όλη του την πορεία, τόσο στη ζωή όσο και στο έργο του. Το σπάνιο, το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ήταν αυτή η συνύπαρξη στο ίδιο πρόσωπο του τραγικού και του κωμικού. Η θλίψη και η μελαγχολία συντροφευμένη με το γέλιο και τη χαρά. Ο Ελληνας Σαρλώ. Ο δικός μας Τσάπλιν. Ο ηθοποιός που δεν ερμήνευε, αλλά εξέφραζε τη ζωή, την εντιμότητα, την αξιοπρέπεια. Αντιπροσώπευε την ψυχή του καθημερινού λαϊκού ανθρώπου αυτού του τόπου. Υπήρξε από μικρός αγωνιστής και για το μεροκάματο, και για την οικογένεια, αλλά και για την κοινωνία.

Νοιαζόταν πολύ για τον άνθρωπο. Ισως γι' αυτό στα μάτια του κατοικούσε εκείνη η μελαγχολία.
«Δεν βλέπω γέλιο, μόνο χαμόγελα βλέπω» - είχε πει σε μια από τις πολλές τιμητικές εκδηλώσεις που έγιναν για εκείνον τα τελευταία χρόνια. «Σήμερα πλέον ο κόσμος δεν γελάει με τίποτε. Εχει πολλά προβλήματα. Δεν γελάει όπως γελούσε. Εχει ανάγκη να γελάσει, και μεγαλύτερη από παλιά, αλλά δεν γελάει. Είναι πικραμένος ο κόσμος».

Σε όλη του την πορεία, ο Θανάσης Βέγγος αντιπροσώπευε το ρεαλιστικό φουκαρά, αλλά αξιοπρεπή Νεοέλληνα που μονίμως τρέχει. Πάντα σαρωτικός, στις ταινίες του διακωμωδεί τα τραγικά συμβάντα της φυλής, όπως τα γεννά η τρέχουσα πραγματικότητα.

Στη Μακρόνησο

Γεννήθηκε στο Νέο Φάληρο, στις 29 Μαΐου του 1927 από τον Βασίλη και την Ευδοκία Βέγγου, των οποίων ήταν και το μοναδικό παιδί. Ο πατέρας του εργαζόταν στην Εταιρεία Ηλεκτρισμού και στην Κατοχή οργανώθηκε στο ΕΑΜ. Μετά τον πόλεμο εκδιώχθηκε από τη δουλειά του, εξαιτίας των πολιτικών του φρονημάτων. Γεγονός που προκάλεσε σοβαρό οικονομικό πρόβλημα στην οικογένεια και ο Θανάσης Βέγγος αναγκάστηκε για πολλά χρόνια να ασχολείται με επεξεργασίες δερμάτων, ενώ παράλληλα έκανε διάφορα μικροθελήματα, όπως διανομή πάγου. Ως διανομέας πάγου, αργότερα θα γνωρίσει την γυναίκα του Ασημίνα με την οποία θα ζήσει μέχρι το τέλος της ζωής του, αποκτώντας δύο γιους.

Κατά τα ταραγμένα χρόνια του Εμφυλίου, ο Θανάσης Βέγγος, ως παιδί ΕΑΜίτη, εστάλη να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, ουσιαστικά ως εξόριστος, στη Μακρόνησο. Εκεί γνωρίστηκε με τον Νίκο Κούνδουρο, επίσης εξόριστο, που στη συνέχεια του χάρισε τον πρώτο του κινηματογραφικό ρόλο στη «Μαγική Πόλη».

«Έμεινε μαζί μου όλα τα χρόνια της Μακρονήσου» - θυμάται στο ντοκιμαντέρ του Γ. Σολδάτου «Ένας άνθρωπος παντός καιρού». «Είχα χρεωθεί την κατασκευή ενός θεάτρου - ήμουν τριτοετής της Αρχιτεκτονικής τότε. Πήγα στη διοίκηση και λέω: Αυτόν το μισότρελο φαντάρο να μου τον δώσετε. Κι έτσι βρέθηκα να φτιάχνω το θέατρο με τον Θανάση βοηθό. Στήσαμε τη σκηνή, ανεβάσαμε το πρώτο έργο, και να ο Βέγγος ηθοποιός, και να ο Βέγγος πρωταγωνιστής, και να ο Βέγγος αγαπημένος ολόκληρου του τάγματος, και να ο Βέγγος η ανακούφισή μας, η λύτρωσή μας και το χαμόγελό μας».

Ο Τάσος Ζωγράφος, απέναντι από την κάμερα του Γιάννη Σολδάτου, είχε πει: «Ο Θανάσης κι ο Κούνδουρος κι εγώ πρωτοκάναμε τις πρώτες θεατρικές δουλειές στη Μακρόνησο... Η Μακρόνησος είναι, για μένα και για το Θανάση, εφαλτήριο. Από κει κινήσαμε και κάναμε αυτό που κάναμε».

Στο ίδιο ντοκιμαντέρ ο γιος του λέει: «ο Κούνδουρος, όταν απολύονταν, του είπε: "Θανάση, κάποια στιγμή, θα κάνουμε ταινία και θα σε φωνάξω και σένα να πάρεις μέρος", έτσι κι έγινε. Ο πατέρας, βέβαια, όταν απολύθηκε, επέστρεψε στην κανονική του δουλειά, κάπου στο Μοναστηράκι, αν θυμάμαι καλά (ήταν ένας πάρα πολύ καλός κατασκευαστής δερμάτινων ειδών), και ξέχασε τελείως την ιστορία του Κούνδουρου, ώσπου κάποια στιγμή, όταν ο Νίκος ετοιμαζόταν να γυρίσει την πρώτη του ταινία, τη "Μαγική Πόλη", τον φώναξε».

           Αυτοδίδακτος, αλλά εξαιρετικό ταλέντο

Ουσιαστικά σ' αυτήν την ταινία ξεκίνησε σαν τεχνικός, ενώ έπαιξε και έναν πολύ μικρό ρόλο. Στη συνέχεια το 1956 ο Κούνδουρος, αναγνωρίζοντας πρώτος τις δυνατότητές του, του εμπιστεύεται ένα σημαντικό ρόλο, τον «Δράκο», ταινία βασισμένη σε σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Πολλοί λίγοι είδαν τις δυνατότητες του Βέγγου στην ταινία αυτή, την ποιότητα ενός κορυφαίου του χορού που μπορούσε να σταθεί απέναντι στον εξαιρετικό Ντίνο Ηλιόπουλο. Από αυτήν την ταινία φάνηκε η δυνατότητά του να εκφράζει, σωματικά, τη μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού. Ο άνθρωπος που τρέχει, που θέλει όλα να είναι τακτοποιημένα, να μην υπάρχει σκόνη, να αποκατασταθεί η αρχοντιά, έστω με τα απλά και φτωχά μέσα που διαθέτει.

Μια ταινία που όταν προβλήθηκε στις ελληνικές αίθουσες το 1956 αντιμετώπισε εμπορική αποτυχία, αλλά και επιθετικότητα μεγάλης μερίδας του Τύπου. Ομως, βραβεύτηκε στο 1ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, ως μία από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες της περιόδου 1955 - 1959, ενώ πήρε ειδική μνεία στο Φεστιβάλ Βενετίας.

Ο Νίκος Κούνδουρος, σε εκδήλωση προς τιμήν του Θανάση Βέγγου, το 2004 είχε χαρακτηρίσει τον σπουδαίο αυτό ηθοποιό «εθνικό σύμβολο», ενώ, μεταξύ άλλων, είχε πει ότι «ο Βέγγος έχει καταφέρει εν ζωή να είναι ένας μύθος. Είναι παρών, είναι αναλλοίωτος, δεν έχει προχωρήσει στο ελάχιστο τη μανιέρα του, είναι μοναδικός. Ο Βέγγος δε χρειάζεται σκηνοθέτη, τον έχει καταργήσει και, σε ένα σημείο, έχει μισοκαταργήσει τον σεναριογράφο. Και επιβάλλει αυτό που είναι».

Ο Θανάσης Βέγγος, λοιπόν, που δεν σπούδασε υποκριτική, πήρε άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ηθοποιού το 1959, ως εξαιρετικό ταλέντο με εξετάσεις σε ειδική επιτροπή. Η πρώτη του θεατρική παράσταση ήταν στην επιθεώρηση «Ομόνοια πλατς πλουτς», δίπλα στους Νίκο Ρίζο και Γιάννη Γκιωνάκη, την ίδια χρονιά.

Στην ίδια εκδήλωση του 2004, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος θυμήθηκε τον Θ. Βέγγο «να δίνει εξετάσεις σε επιτροπή ταλέντων και να μην μπορεί να επικοινωνήσει με την επιτροπή», διότι, όπως είπε, «αυτός ο μανικός ηθοποιός έφερνε στη σκηνή τον εαυτό του, ενώ οι τυπολάτρες της επιτροπής απαιτούσαν να πει κείμενο. Κανένας από τους ανθρώπους της επιτροπής δεν μπορούσε να αντιληφθεί ότι είχε μπροστά του τη γέννηση ενός φυσικού φαινομένου, που είναι σπάνιο στο θέατρο. Ο Βέγγος έχει "εφεύρει" τον εαυτό του. Δεν ακουμπάει πουθενά, δεν έχει μιμητές, δε δημιούργησε σχολή. Εκανε μύθο τις ευκολίες του, τις τεχνικές του, ακόμη και τις αδυναμίες του. Το πώς θα είναι και θα συμπεριφέρεται. Ολος ο χειρονομημένος λόγος του περνούσε μέσα από το δικό του κώδικα και δεν τον όφειλε σε κανέναν άλλον. Οντως είναι ένας υποκριτικός μύθος αυτού του τόπου. Ανοικονόμητος ηθοποιός. Δεν μπορούσε να τον χωνέψει η θεατρική σκηνή. Τον θυμάμαι στο "Δελφινάριο", όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά γιατί είναι η πιο πλατιά θεατρική σκηνή στην Αθήνα. Ε, λοιπόν, έβγαινε έξω από τη σκηνή. Δεν του έφτανε αυτή η σκηνή. Διότι κουβαλούσε ένα ιδίωμα που δεν μπορούσε να το προβλέψει ούτε η θεατρική αρχιτεκτονική. Σωματοποίησε την αίσθηση, την έννοια και τις διαδικασίες του Καραγκιόζη. Ο Καραγκιόζης είναι μια φιγούρα που κάθε φορά υπηρετεί μια υπόθεση: Γραμματικός, αεροπόρος, νύφη. Αυτό έκανε ο Βέγγος. Είναι ο μοναδικός ηθοποιός, που ουσιαστικά ταυτίστηκε με τους ρόλους του».

      Θεατρική διαδρομή


Στη θεατρική του διαδρομή έπαιξε: Θίασος Γιάννη Γκιωνάκη - Νίκου Ρίζου - Τάκη Μηλιάδη (1959-1960): Δημήτρη Βασιλειάδη και Ναπολέοντα Ελευθερίου «Μαντουμπάλα και καινούργια Αθήνα» και Χρήστου Γιαννακόπουλου και Αλέκου Σακελλάριου «Ανθρωποι του '60».

  • Θέατρο Ακροπόλ (1963): Γ. Ασημακόπουλου - Β. Σπυρόπουλου - Π. Παπαδουκά «Οκτώ άνδρες κατηγορούνται», Ασημ. Γιαλαμά - Κ. Πρετεντέρη - Ναπ. Ελευθερίου «Κόκκινα τριαντάφυλλα». Θέατρο Εθνικού Κήπου (1963): Ασημ. Γιαλαμά - Κ. Πρετεντέρη «Οι φτωχοδιάβολοι» (ρόλος: Φρίξος). Θέατρο Ακροπόλ (1963-64, θιασάρχης με τους Ρένα Βλαχοπούλου , Γ. Δάνη): Γ. Γιαννακόπουλου - Κ. Νικολαΐδη - Γ. Οικονομίδη «Αρχοντορεμπέτισσα» και «Κύπρος γιοκ». Συνθιασάρχης με τη Σμαρούλα Γιούλη (1969-70): Γ. Λαζαρίδη «Ο τρελός του λούνα παρκ και η ατσίδα» (Θανάσης) .
  • Από το 1970 και επί σειρά ετών, ο Θανάσης Βέγγος συγκρότησε δικούς του θιάσους, παρουσιάζοντας τα έργα: Γ. Λαζαρίδη «Ο τρελός του λούνα παρκ» (Θανάσης Ο Απόλας ). Επαιξε το ίδιο έργο σε πολλές παραστάσεις και το παρουσίασε επίσης, μεταξύ των άλλων, σε περιοδεία του στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αλ. Σακελλαρίου «Τι έκανες στον Τρωικό πόλεμο, Θανάση» (Μενέλαος). Γ. Λαζαρίδη «Το βλήμα» (Θανάσης Μουρλός ). Γ. Μιχαηλίδη - Γιάν. Ξανθούλη «Μαμ, κακά, κοκό και νάνι».
  • Και επιτέλους έρχεται η μεγάλη στιγμή για τον Θανάση Βέγγο σε ό,τι αφορά στη θεατρική του πορεία. Το Ανοιχτό Θέατρο και ο Γ. Μιχαηλίδης τον καλούν να παίξει το 1995, στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, τον Τρυγαίο στην «Ειρήνη» του Αριστοφάνη. Ο Θανάσης Βέγγος με την εμπειρία και με το λαϊκής φλέβας κωμικό ταλέντο του έπλασε έναν πληθωρικό, απολαυστικό Τρυγαίο που ευεργέτησε εκείνη τη συνολικά ευτυχή καλλιτεχνική συνεύρεση. Αλλά και στη συνέχεια πάλι με το Ανοιχτό Θέατρο το 1998, βλέποντάς τον να υποδύεται τον Δικαιόπολι από τους «Αχαρνής», εύκολα κανείς αναρωτιέται γι' αυτήν την πορεία του Βέγγου, που ίσως ήρθε αργά. Ο Θανάσης Βέγγος, με τον καθαρά προσωπικό, γοητευτικότατο ερμηνευτικό του κώδικα, πρόβαλε στον Δικαιόπολι τον ασίγαστο πόθο του απλού ανθρώπου για την ειρήνη και τις απλές, φυσικές χαρές της ζωής, αλλά και τον μανικό αγώνα που αξίζει και οφείλει να κάνει ο ίδιος ενάντια στους κάθε λογής πολεμοκάπηλους και στο παράλογο του πολέμου.

«Ζήτω» ...ο κινηματογράφος

Όμως, η πορεία του στον κινηματογράφο ήταν αυτή που τον έφερε πιο κοντά στο λαό. Τα έργα του λειτούργησαν σαν καταλύτης, αναδεικνύοντας την περηφάνια της φτώχειας, την περιφρόνηση στην ταξική κοινωνία, αλλά και τον τελικό θρίαμβο της καρδιάς. Μπορεί να σατίρισε τα ελαττώματα των Νεοελλήνων, αλλά προχώρησε και σε ταινίες με πολιτικά υπονοούμενα σε εποχές δύσκολες.

Έγινε ιδιαίτερα αγαπητός στο ελληνικό κοινό με ταινίες όπως «Ψηλά τα χέρια Χίτλερ», «Μην είδατε τον Παναή», «Ζήτω η τρέλα», «Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης». Η στενή σχέση του με τον σκηνοθέτη Ντίνο Κατσουρίδη τον οδηγεί στο θρίαμβο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το 1971 με την ταινία «Τι έκανες στον πόλεμο, Θανάση;». Κοινό και κριτική τον αποθεώνουν και αποσπά το βραβείο Α΄ανδρικού ρόλου. Ενα χρόνο μετά, ο ρόλος του στην ταινία «Θανάση, πάρε το όπλο σου!» του χαρίζει ένα ακόμη βραβείο Α΄ανδρικού ρόλου.


Συμμετείχε σε ταινίες - σταθμούς για το ελληνικό σινεμά, όπως: «Ποτέ την Κυριακή», «Κορίτσι με τα μαύρα», «Διακοπές στην Αίγινα», «Ηλίας του 16ου» «Μανταλένα». Λίγα χρόνια αργότερα, ο «Πράκτωρ Θου Βου» μετατρέπει τον Βέγγο σε λαϊκό ήρωα μέσα από πολλές ταινίες με μεγάλη εισπρακτική επιτυχία, την εποχή που ο κινηματογράφος αποτελούσε τη μόνη φθηνή ψυχαγωγία για το ευρύ κοινό.

Τη δεκαετία του '80 αποσύρεται από το σινεμά και κάνει λίγες βιντεοταινίες, για να επανέλθει το 1991 με τις «Ησυχες μέρες του Αυγούστου» του Παντελή Βούλγαρη (ταινία για την οποία βραβεύεται στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με το βραβείο Β` ανδρικού ρόλου). Ακολουθούν «Το βλέμμα του Οδυσσέα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου (1995), «Ολα Είναι Δρόμος» (1998), «Ψυχή Βαθιά» (2009) του Βούλγαρη, ενώ τελευταία ταινία του ήταν «Το πέταγμα του κύκνου» (2010) του Ν. Τζήμα. Η ερμηνεία του στις τελευταίες αυτές ταινίες έχει πια διαφοροποιηθεί, είναι χαμηλών τόνων, αλλά μεγάλης εκφραστικότητας.

Συνολικά, είχε παίξει σε 126 ταινίες, σε 52 από τις οποίες ως πρωταγωνιστής, και είχε σκηνοθετήσει (πρωταγωνιστώντας ταυτόχρονα) ακόμη επτά ταινίες. Στην τηλεόραση εμφανίστηκε στις σειρές: «Αστυνόμος Θανάσης Παπαθανάσης» (ΑΝΤ1, 1990), «Ερωτας, όπως έρημος» (ΝΕΤ, 2003), «Περί ανέμων και υδάτων» (Mega, 2002), «Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου» (ΑΝΤ1, 2006), «Βεγγαλικά» (ΕΡΤ) και «Η Θεσσαλονίκη της νοσταλγίας μας» (ΕΤ3, 2009).

«Ένας άνθρωπος» ...αξιαγάπητος

Οπως σημειώνει, στο βιβλίο του «Ενας άνθρωπος παντός καιρού» για τη ζωή και το έργο του Θανάση Βέγγου, ο Γ. Σολδάτος: «Ο αρχαίος Ελλην ήταν ωραίος, αθλητικός, με νουν και σώμα υγιές· ο διαχρονικός Ελληνας είναι ωραίος σαν Ελληνας, σαν τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, τον Αθανάσιο Διάκο, σαν τον Σίμωνα Μπολιβάρ· ο Νεοέλληνας πώς είναι; Σαν τον Θανάση Βέγγο: σκονισμένος. Ο ρόλος του Βέγγου ερμηνεύεται σε σχέση με την ανάγκη που πέρασε τον Θανάση από τη γη στην οθόνη κι εκεί τον καθιέρωσε: Την ανάγκη του κόσμου να έχει απέναντί του έναν δίμορφο Θανάση. Το ρεαλιστικό φουκαρά μια και τον άλλον τον υπερρεαλιστή, τον εκδικητή της πολύπαθης περιπλάνησής του. Ανάγκη τυφλή, όπως αυτή που γέννησε, μετά από αιώνες, τον Θανάση τον Νεοέλληνα. Πάντως, ο Βέγγος είναι δημιούργημα μιας τέτοιας ανάγκης και, κατά συνέπεια, επαναφέρει και διακωμωδεί τα τραγικά συμβάντα της φυλής. Εύκολα μπορεί στη μυθοπλασία των ταινιών του, να ξεχωρίσει το Καλό από το Κακό (κύριο χαρακτηριστικό στο χαρακτήρα του Θανάση) σύμφωνα με την παραδοσιακή ηθική, μα η παραπέρα εξέλιξη του μύθου δεν αφήνει περιθώρια συνθέσεων, παράθυρα λύσεων. Βαδίζει μέσα από συνεχείς συγκρούσεις σ' ένα κοινωνικά στάσιμο πεδίο. Μόνη λύση η υπέρβαση, με το σύστημα των δικών του αυτοματικών λειτουργιών ή ακολουθώντας ενστικτώδικα τα τυχαία συμβάντα που διέπονται από βουλές αγνώστων θεών».

Είναι σπάνιες οι φορές, που τα σπουδαία επίθετα που αποδίδονται σε κάποιον δεν θεωρούνται υπερβολικά. Αρκούσε να παρατηρεί κανείς τον Θανάση Βέγγο στις δημόσιες εμφανίσεις του, κυρίως στις τιμητικές εκδηλώσεις που γινόταν με πολλή αγάπη για το δικό τους Θανάση, για να καταλάβει τη γνήσια σεμνότητα, την πραγματική «στόφα» του λαϊκού καλλιτέχνη.
Σε μια τέτοια βραδιά προς τιμήν του στον Κορυδαλλό, είχε πει: «Καλοί μου άνθρωποι... Πρέπει να κουραστήκατε απ' αυτήν την ακατάσχετη βεγγολογία - εγώ πάντως κουράστηκα. Το χάρηκα, αλλά κουράστηκα. Ειλικρινά δεν πιστεύω ότι έκανα πάρα πολύ σπουδαία πράγματα στην καριέρα μου. Για ένα πράγμα, όμως, σας διαβεβαιώ: ότι στη γαλέρα της ζωής μου τράβηξα άγριο κουπί»... και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Πώς να μην αγαπήσεις έναν τέτοιο άνθρωπο!

Με τη γυναίκα του Μίνα (Ασημίνα)  Καρύδη -
παντρεύτηκαν την εποχή που γυριζόταν "Ο Δράκος"
και έζησαν μαζί μέχρι το θάνατό του

Τότε που ο “καλός μας άνθρωπος”
ήθελε “μπάρμπα στην Κορώνη” για να γίνει αποδεκτός

Φθινόπωρο 1969, κάργα χούντα και στο θέατρο Αμιράλ (οδός Αμερικής, του επιχειρηματία Βαγγέλη Λιβαδά) ανέβασε το θεατρικό έργο του Γιώργου Λαζαρίδη “Ο τρελός του Λούνα Παρκ και η Ατσίδα”. Ο θίασος ήταν της Σμαρούλας Γιούλη (σύζυγος τότε του Λιβαδά), αλλά σ’ αυτή την παράσταση, σ’ αυτό το έργο κυρίαρχη προσωπικότητα ήταν ο Θανάσης Βέγγος που μ’ αυτό το έργο έκανε ουσιαστικά το ντεμπούτο του μετά από δύο τρεις αποτυχημένες απόπειρες στο παρελθόν και μάλιστα στον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Ήταν μια ξεχωριστή παράσταση. Παρ’ όλο που στην αρχή φαινόταν πως θα είχε κάποια επιτυχία _τις πρώτες δύο εβδομάδες δεν πάτησε άνθρωπος να το δει, κάποια στιγμή όμως, μια Τετάρτη στη λαϊκή-απογευματινή ξαφνικά μπήκε στην αίθουσα και κάθισε στην τελευταία σειρά -ενός στην ουσία άδειου, με ελάχιστους 5-10 θεατές θεάτρου- ο Δημήτρης Χορν. Μετά την παράσταση πήγε στα παρασκήνια ενθουσιασμένος και μίλησε με τα πιο θερμά λόγια, για το έργο και πάνω απ’ όλα για τον Βέγγο _“καταπληκτικό έργο _καταπληκτικός ηθοποιός”, είπε στον Βαγγέλη Λιβαδά με τη γενναιοδωρία που τον διέκρινε και ακούγοντας (αλλά και βλέποντας την εισπρακτική αποτυχία του έργου αποφάσισε να αναλάβει δράση και το ίδιο βράδυ κάλεσε έναν δημοσιογράφο της “Απογευματινής” στο Χίλτον, δίνοντας συνέντευξη όπου εκθείαζε το έργο και τον Θανάση Βέγγο. «Ο Δημήτρης Χορν γυρίζει σπίτι του», ήταν ο τίτλος ενός μεγάλου κομματιού στην “Απογευματινή”, της 31ης Οκτωβρίου του 1969, και _“Ο Θανάσης Βέγγος με συνεκλόνισε” έλεγε…

Μετά από αυτό, το έργο παιζόταν συνέχεια επί τρία χρόνια, ενώ ανέβαινε και ξανανέβαινε στην Αθήνα, στην Ελλάδα και σε ολόκληρο τον κόσμο μέχρι και το Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν για τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια. Μετά την πρώτη παρουσίαση όπου ήταν πρωταγωνίστρια η Σμαρούλα Γιούλη έφυγε από τον τίτλο “…η Ατσίδα” και έμεινε “Ο τρελός του Λούνα Παρκ”. Το έργο το είχε γράψει ο Λαζαρίδης ειδικά για τον Βέγγο, με τον οποίο συνεργάζονταν στο σινεμά.

Θανάσης Βέγγος,
ο λαός τον λάτρεψε, τον αγάπησε βαθιά

Ο Θανάσης Βέγγος, ο λαϊκός ήρωας που απέδωσε με την μεγαλύτερη ευκρίνεια τον “φουκαρά” Έλληνα, τον “πολυτεχνίτη και ερημοσπίτη”, τον γκαφατζή, τον άνθρωπο για όλες τις δουλειές και της “καρπαζιάς”, που εξέπεμπε την καλοσύνη, ένα κράμα των κορυφαίων κωμικών παγκοσμίως, έχει μείνει ως “ο άνθρωπος που έτρεχε πολύ”. Το σωστό θα ήταν ο άνθρωπος που πάντα έτρεχε. Κι αυτό γιατί έτρεχε, αρχικά, για να ξεφύγει από τις διώξεις, το σκληρό κράτος της μετεμφυλιακής Ελλάδας, τη Μακρόνησο, στη συνέχεια για το μεροκάματο και να ξεφύγει από την καταραμένη φτώχεια, την πείνα. Μπαίνοντας στον χώρο του κινηματογράφου, έτρεχε για να προλάβει, να δουλέψει, να ξεφύγει από την υποτίμηση των συναδέλφων του, να καταφέρει αυτό που είχε στο μυαλό του, να φτιάξει τις δικές του ταινίες, καλύτερες απ’ αυτές που του έδιναν, και μετά για να ξεπληρώσει τα χρέη του. Έτρεχε μέχρι τα γεράματά του, όσο κρατούσαν τα πόδια του, καταφέρνοντας να ξεφύγει από την μιζέρια, αλλά και από τους εφιάλτες που του είχαν προκαλέσει τα νεανικά του χρόνια, ένας αφιλόξενος πλανήτης που μοιάζει να μην έχει χώρο για ανθρώπους σαν τον ένα και μοναδικό Θανάση μας.
Εν αντιθέσει με το κυνηγητό που υπέστη από καταστάσεις, κράτος, σινάφι, ο λαός τον λάτρεψε, τον αγάπησε βαθιά. Όσοι ζήσαμε τις δεκαετίες του ’70 και ’80 και τον είδαμε από κοντά, σε μια πρεμιέρα, στο θέατρο, που έκανε περισσότερο για να εκτονώσει αυτή την απίστευτη αγάπη του λαού, που δεν μπορούσε να καλύψει το σινεμά, δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τις εικόνες αποθέωσής του, την αγνή αγάπη του κόσμου. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1978, σε ποδοσφαιρικό αγώνα δημοσιογράφων- ηθοποιών “στα Φιλαδέλφεια” πήγαν για να δουν τον Βέγγο πάνω από 40.000 άτομα! Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, όλοι πήγαν για να δουν τον δικό τους “καλό άνθρωπο”. Το οχτάστηλο πρωτοσέλιδο της “Αθλητικής” την επομένη ήταν «Ντελίριο 40.000 λαού για τον απίθανο Βέγγο». Αυτό δεν το κατάφερε φυσικά με τεχνικές, εξαίρετες ερμηνείες ή με γραφεία προώθησης, ιμπρεσάριους ή τη βιομηχανία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Το κατάφερε γιατί ήταν ένα αυτόφωτο ταλέντο, που απλώς έπαιζε τον εαυτό του, ένας άνθρωπος που εξέπεμπε μεγαθυμία, ήταν ένα με το λαό και δεν τον πούλησε ποτέ.
Ακόμη και σήμερα, 14 χρόνια από τον θάνατό του (3 Μαΐου 2011) παραμένει ο αγαπημένος μουσαφίρης της ελληνικής οικογένειας, με τις χιλιοπαιγμένες κωμωδίες του, που προβάλει η τηλεόραση καθημερινά.

Δείτε και – από το Ριζοσπάστη

02 Μαΐου 2025

Με το Δημήτρη Κουτσούμπα στο πυροφυλάκιο 🔥 εθελοντικής Δασοπροστασίας Καισαριανής

Ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημήτρης Κουτσούμπας, επισκέφτηκε σήμερα, λίγο πριν τις 19.00, το πυροφυλάκιο Καισαριανής, στην είσοδο του Υμηττού (τέρμα οδού Καραμολέγκου), ενόψει της έναρξης της φετινής αντιπυρικής περιόδου, όπου τον υποδέχτηκε ο δήμαρχος Ηλίας Σταμέλος και πολλά μέλη του δημοτικού συμβουλίου. Παρών ο Θέμης Γκιώνης μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ. Επίσης μέλη και “μαθουσάλες” της εθελοντικής ομάδας δασοπροστασίας του δήμου Καισαριανής και πολλοί δημότες φυσικά ο 902, αλλά και η ΕΡΤ.
Μετά από έναν καφέ, ξεκίνησε η συζήτηση με μια σύντομη εισαγωγή του δημάρχου και ενημέρωση από τους εθελοντές για τα προβλήματα _τις ελλείψεις βασικά, ενώ τρέχει ήδη η αντιπυρική περίοδος.

Θυμίζουμε πως η Καισαριανή έχει το προνόμιο να διαθέτει μία από τις πιο δυναμικές ομάδες Εθελοντικής Δασοπροστασίας _ένα θεσμό που έχει ξεκινήσει από το καλοκαίρι του 1985 με πρωτοβουλία του αείμνηστου κομμουνιστή δημάρχου Παναγιώτη Μακρή, του Σάκη Εξαρχόπουλου και άλλων τριών εθελοντών, η Ομάδα Εθελοντικής Δασοπροστασίας Δήμου Καισαριανής, είναι μία από τις παλαιότερες και πιο δραστήριες ομάδες και μάλιστα η πρώτη στον Υμηττό. και συνεχίζεται με επιτυχία μέχρι και σήμερα. O ΚΥΡΙΟΣ ΣΤΟΧΟΣ της  είναι αφ’ ενός η περιφρούρηση του Δάσους του Υμηττού για τον έγκαιρο εντοπισμό & αναγγελία της φωτιάς και αφ’ ετέρου η γρήγορη προσβολή της και με τη βοήθεια της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας. Η επίτευξη του στόχου αυτού περνάει μέσα από την ευαισθητοποίηση και την ενεργό συμμετοχή των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής του Υμηττού, από τη διαπαιδαγώγηση της νεολαίας, αλλά και μέσα από τη συνεχή εκπαίδευση των εθελοντών, ώστε να μπορούν να εκτελούν την αποστολή τους με ασφάλεια. Για περισσότερες  πληροφορίες απευθυνθείτε στο πυροφυλάκιο “ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΜΟΛΕΓΚΟΣ” τηλ. 210 7244042 που βρίσκεται στον ομώνυμο δρόμο για το Μοναστήρι της Καισαριανής.

“1-30, 1-30 το Κέντρο …”
“Διαβιβάστε Κέντρο…”

Τα μηνύματα ακούγονται το ένα μετά το άλλο στο Πυροφυλάκιο της Καισαριανής, όπου οι εθελοντές Δασοπυροσβέστες βρίσκονται ήδη εκεί για να πραγματοποιήσουν την καθιερωμένη βάρδιά τους από τις 6 το απόγευμα έως τις 9 το βράδυ και από τις 9 το βράδυ έως τις 12 πμ. _ήδη ένας κάνει περιπολίες με το τζιπάκι του στο βουνό. «Αν προλάβεις τη φωτιά και τη σβήσεις μέσα σε δέκα λεπτά, δεν χρειάζεται να έρθει καν η Πυροσβεστική», εξηγεί η εθελόντρια Μαρία

Το πυροσβεστικό όχημα με τους δύο εθελοντές, μετά την περιπολία του γυρνά στη βάση του. Πάντα υπ’ ατμόν, συνδεδεμένοι με τον ασύρματο, είναι σε επιφυλακή για να προλάβουν να σβήσουν τις φωτιές στον Υμηττό -σαν πρώτη προσβολή- πριν επεκταθούν στην ευρύτερη δασική περιοχή. Σύμφωνα με το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, το οποίο βασίζεται στις αναφορές από την Υπηρεσία Ταχείας Χαρτογράφησης Copernicus και το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για Δασικές Πυρκαγιές (EFFIS), τα τελευταία έξι χρόνια (από το 2017 μέχρι και το τέλος Ιουλίου 2023) έντεκα χιλιάδες μεγάλες πυρκαγιές έκαψαν περισσότερα από 550.000 στρέμματα στην Αττική. Ειδικά αυτή την περίοδο, το Πυροφυλάκιο είναι σημείο αναφοράς πολλών εθελοντών ανεξαρτήτως ηλικίας. Μπορεί να συναντήσεις εκεί ακόμα και μικρά παιδιά με τους εθελοντές γονείς τους, οι οποίοι από την τρυφερή αυτή ηλικία προσπαθούν να τους διδάξουν το ιδεώδες του εθελοντή δασοπυροσβέστη.

Έξω από το Πυροφυλάκιο, υπάρχουν ξύλινα παγκάκια και τραπέζια, όπου μαζεύεται όλη η οικογένεια των εθελοντών, με φόντο το καταπράσινο δάσος του Υμηττού. Το μικρό κόκκινο ΙΧ με το λογότυπο της ομάδας καταφθάνει για μία ακόμη φορά στο βουνό. Ο ψηλός ψαρομάλλης κύριος με τα γυαλιά και την κίτρινη μπλούζα με το λογότυπο της ομάδας, που θα κατεβεί από το αυτοκίνητο, αφού το παρκάρει στην άκρη του δρόμου είναι η ζωντανή ιστορία της. Και αυτό, γιατί ο Σάκης Εξαρχόπουλος ήταν και είναι παρών κάθε λεπτό στη ζωή της ομάδας.

«Κύριε! Δε μπορείτε να ανεβείτε. Έχει απαγορευτεί η κυκλοφορία. Σήμερα έχουμε βαθμό επικινδυνότητας 4», σπεύδει να ενημερώσει ο κ. Εξαρχόπουλος τον περαστικό, που κατευθύνεται στο βουνό με τον σκύλο του. «Πυροφυλάκιο, Πυροφυλάκιο! To Κ2…»
«Διαβιβάστε Κ2…»
«Όλα βαίνουν καλώς… Επιστρέφουμε!»
«Καλώς Κ2. Σας αναμένουμε!»

Η ιστορία ενός εθελοντή

Σάκης Εξαρχόπουλος
Εγώ είχα ξεκινήσει να ασχολούμαι με τον εθελοντισμό από το 1980 σαν ραδιοερασιτέχνης. Εκείνη την εποχή, ο Αβέρωφ όταν είχε δει τη φωτιά στην Εκάλη, είχε μιλήσει για "ιπτάμενες κουκουνάρες". Είχε καεί ο αναμεταδότης της Δασικής Υπηρεσίας που ήταν τότε υπεύθυνη και οι ραδιοερασιτέχνες είχαμε βάλει μηχανήματα για να μιλούν τα οχήματα μεταξύ τους και κάναμε και βάρδιες στο δασαρχείο. Αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή.  Στη συνέχεια, οργάνωσα τις ομάδες έκτακτης ανάγκης των ραδιοερασιτεχνών. Έπειτα, στον μεγάλο σεισμό της Καλαμάτας, ο πρώτος που μετέδωσε το μήνυμα ήταν ένας ραδιοερασιτέχνης, γιατί είχαν πέσει το ρεύμα και τα τηλέφωνα. Τότε είχαμε στείλει κάτω ομάδα και διατηρούσαμε τις κρατικές επικοινωνίες.

Μετά, το ’85 ήρθε το τηλέφωνο του Μακρή, ζητώντας να φυλάξουμε για καμιά εβδομάδα το βουνό για να μην το κάψουν. Βρεθήκαμε 7-8 άτομα εκ των οποίων 3-4 είπαμε ότι το βουνό θέλει μόνιμα φροντίδα. Πρέπει να είσαι εδώ. Πήγαμε στον Μακρή και του το είπαμε. Εγώ τότε, ήμουν Αρχηγός στο 2ο Σύστημα Προσκόπων της Καισαριανής. Μαζί με τα μεγαλύτερα παιδιά, τους ανιχνευτές, αρχίσαμε να κάνουμε περιπολίες και βάρδιες επιτήρησης.

Ξεκινήσαμε αυτή την ομάδα, γιατί φοβόμαστε το κράτος, ότι θα εγκαταλείψει το δάσος και θα καεί, όπως έγινε το 1988. Ήμαστε ακόμα στα σπάργανα τότε. Η πρώτη σοβαρή δουλειά που έγινε από εμάς, ήταν όταν συμμετείχαμε στην αναδάσωση και καταφέραμε να ξαναγίνει το δάσος. Είχε καεί όλη η πλαγιά μέχρι την Καλοπούλα. Πήγαμε και φυτεύαμε, δηλαδή κάναμε αναδάσωση.

Αυτό που λένε ‘’Άσε το δάσος και θα αναγεννηθεί μόνο του’’ δεν ισχύει πάντα. Για να συμβεί αυτό, το μέρος πρέπει να είναι παρθένο και να είναι υπερώριμα τα δέντρα, γιατί τα πευκοδάση είναι πυρόφιλα. Κάθε ογδόντα με εκατό χρόνια, δημιουργούν το υπόστρωμα, ούτως ώστε να πάρουν φωτιά. Μόλις περάσει η φωτιά, τα κουκουνάρια ανοίγουν και βγάζουν κάτι σπόρους που έχουν ένα φτερό και καρφώνονται στο χώμα.

Φοβόμαστε τον κρατικό μηχανισμό, γιατί στην πρώτη κρίση, το πρώτο που την πληρώνει είναι το περιβάλλον.

Ο πρώτος εξοπλισμός
και ο “αγώνας” με την Αττική Οδό

«Είχαμε πάει στη Νομαρχία 15-20 άτομα και ο Μακρής τους είπε ότι έπρεπε να δώσουν χρήματα, γιατί η φωτιά δε μπορεί να σβήσει με κλάρες, ούτε μπορείς να ειδοποιήσεις τρέχοντας. Τότε, η Νομαρχία έκοψε 1 εκατομμύριο δραχμές από την κωνωποκτονία και το έδωσε στο Δήμο. Έτσι πήραμε τους πρώτους μας ασυρμάτους», εξηγεί ο Σάκης. Το πρώτο κτίριο της ΕΔΔΚ, βρισκόταν στη διασταύρωση του δρόμου, από τον οποίο στρίβουν τα αυτοκίνητα στο ύψος της Καισαριανής για να μπουν στην Αττική Οδό. Το 2002 το πυροφυλάκιο μεταφέρθηκε 50 μέτρα πιο πάνω, με την ομάδα να δίνει τον δικό της νέο «αγώνα».

 «Μετά την φωτιά του ’88, η Δασική Υπηρεσία μας έφτιαξε ένα πυροφυλάκιο με κορμούς δέντρων λίγο πιο κάτω από εδώ που βρισκόμαστε τώρα, εκεί που είναι η διασταύρωση. Μετά, ήρθε η Αττική Οδός και μας είπε ότι θα το γκρεμίσει για να περάσει η διασταύρωση. Τους λέω ‘’Δεν κατάλαβα. Δεν πρόκειται να γκρεμίσετε τίποτα, αν δε φτιάξετε καινούριο, αν δε μεταφέρετε το πυροφυλάκιο πιο πάνω…’’ και μας είπαν ότι θα το έκαναν μετά. ‘’Δεν έχει μετά. Θα ξαπλώσουμε στον δρόμο’’, τους είπαμε και αναγκάστηκαν το 2002 να μας φτιάξουν το πυροφυλάκιο. Προτιμήσαμε να έχουμε σε αυτό το σημείο το πυροφυλάκιο, γιατί αυτό το δάσος και ιδιαίτερα το αισθητικό δάσος της Καισαριανής έχει ένα ειδικό καθεστώς. Υπάρχει Δασική Αστυνομική Διάταξη, η οποία απαγορεύει την κυκλοφορία πεζών και οχημάτων μετά τη δύση του ηλίου μέχρι την ανατολή. Αυτό το εκμεταλλευτήκαμε για να έχουμε περισσότερο έλεγχο στην όλη ιστορία», διηγείται ο κ. Εξαρχόπουλος.

Το έργο και η εκπαίδευση των εθελοντών

Η Εθελοντική Ομάδα Δασοπροστασίας της Καισαριανής έχει συμμετέχει σε πάρα πολλές επιχειρήσεις πυρόσβεσης. «Εμάς η δουλειά μας είναι πρώτα από όλα η επιτήρηση. Η πρόληψη έχει μεγάλη σημασία. Να επιτηρείς, να δεις τον καπνό και να ειδοποιήσεις έγκαιρα. Δεύτερον είναι η πρώτη προσβολή, για αυτό έχουμε μικρά και ευέλικτα οχήματα. Όταν έρθει μετά η Πυροσβεστική κάνουμε επικούρηση», εξηγεί ο κ. Εξαρχόπουλος αναφορικά με το έργο της ομάδας.

Το πρώτο όχημα της Εθελοντικής Ομάδας Δασοπροστασίας το αγόρασε το 2000, ο _κομμουνιστής πρώην _δήμαρχος Καισαριανής Γιώργος Κατημερτζής, το οποίο χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα από την ομάδα και χωρά 800 λίτρα νερού. Το 2008, η Ένωση Ελληνογερμανικών Εταιρειών δώρισε στην ομάδα ένα Magirus του 1972 χωρητικότητας 7,5 τόνων νερού. Το αυτοκίνητο παραδόθηκε στην ομάδα από τον διοικητή της πόλης Τύμπινγκεν μαζί με τον περιφερειάρχη της περιοχής, οι οποίοι έφεραν οδικώς το όχημα στην Καισαριανή.

«Μετά πήγαμε εμείς στο Τύμπινγκεν για μία εβδομάδα και εκπαιδευτήκαμε από την Πυροσβεστική. Μάθαμε μερικά πράγματα παραπάνω, έμαθαν κι εκείνοι από εμάς, γιατί δεν έχουμε τις ίδιες συνθήκες. Από τότε προετοιμάζονταν για την κλιματική αλλαγή. Τώρα, όταν μας λένε ‘’Είναι κλιματική αλλαγή’’, τους λέμε ναι είναι η κλιματική αλλαγή. ‘’Την ξέρετε όμως. Και τι κάνετε γι’ αυτό; Δεν έχετε αλλάξει τίποτα. Έχετε ελλείψεις στο Πυροσβεστικό Σώμα, έχετε ελλείψεις σε μέσα. Έχετε απαρχαιωμένα αεροσκάφη…’’ Μας υπόσχονται ότι θα αγοραστούν νέα καναντέρ, ενώ το εργοστάσιο έχει κλείσει και μετά θα μας πουν ‘’Δεν πήρε μπρος το εργοστάσιο’’, αλλά δουλεύουν τον κόσμο», υποστηρίζει ο κ. Εξαρχόπουλος.

«Καλησπέρα! Δεν επιτρέπεται σήμερα η διέλευση στο βουνό…», ακούγεται από μακριά η Αφροδίτη, μία ακόμα, εθελόντρια να λέει σε περαστικούς.

Ποια είναι όμως η εκπαίδευση που πρέπει να ακολουθήσει κάποιος που θέλει να γίνει εθελοντής δασοπυροσβέστης; ___

Στις 22 Ιουλίου του 1998, ο 20χρονος εθελοντής δασοπυροσβέστης της Ομάδας Εθελοντικής Δασοπροστασίας Δήμου Καισαριανής, Δημήτρης Καραμολέγκος χάνει τη ζωή του μαχόμενος φλόγες τεράστιας πυρκαγιάς που κατακαίει τον Υμηττό. Στην ίδια πυρκαγιά χάνουν τότε τη ζωή τους οι αρχιπυροσβέστες Μαλούκος Δημήτρης & Μαυραειδής Θεμιστοκλής και ο πυροσβέστης Διαβολής Αλέξανδρος.

Δ. Κουτσούμπας
Το κράτος να πάρει όλα τα αναγκαία μέτρα
για την πυροπροστασία

Τα μέλη της εθελοντικής ομάδας, η οποία συμπληρώνει φέτος 40 χρόνια λειτουργίας και προσφοράς μετέφεραν στον Δημήτρη Κουτσούμπα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στο έργο τους, όπως η έλλειψη μόνιμης παροχής και συντήρησης του εξοπλισμού, των οχημάτων και των μέσων προστασίας.

«Ο εξοπλισμός που έχουμε εξασφαλίστηκε με αγώνες και διεκδικήσεις» ανέφερε χαρακτηριστικά ο Σάκης Εξαρχόπουλος ενώ ο Μιχάλης Γεωργάρος, επίσης μέλος της ομάδας αναφέρθηκε στα γραφειοκρατικά εμπόδια που έχει υψώσει το υπουργείο πολιτικής προστασίας, που προβλέπει χρονοβόρες διαδικασίες για απόκτηση βεβαιώσεων για τους εθελοντές, ενώ παράλληλα οι σχετικές εκπαιδεύσεις χαρακτηρίζονται από ανοργανωσιά, με αποτέλεσμα όπως είπε, να αποθαρρύνονται και οι εθελοντές.

Ο Δ. Κουτσούμπας αφού ευχαρίστησε την ομάδα και τους εθελοντές για την τεράστια προσφορά στην πόλη, αλλά και συνολικά στον λαό της Αττικής με την προστασία του σημαντικού πνεύμονα πρασίνου για όλη την Αττική, συνεχίζοντας το έργο της ομάδας που πρωτοθεμελιώθηκε 40 χρόνια πριν με τον κομμουνιστή δήμαρχο Παναγιώτη Μακρή, επεσήμανε πως «όσο και να παλέψετε εσείς, όσο και να παλέψει το Δημοτικό Συμβούλιο, οι μαζικοί φορείς εδώ της πόλης και ευρύτερα, δεν λύνεται το πρόβλημα. Γιατί εδώ πρέπει να βάλουμε μπροστά στις ευθύνες της, την κυβέρνηση και τη σημερινή, φυσικά όσο τους αναλογεί και τις προηγούμενες, για το ότι δεν πήραν όλα τα δραστικά εκείνα μέτρα που έπρεπε για να προστατεύσουν το δάσος, τα δασικά οικοσυστήματα, να προστατεύσουν τους συνανθρώπους μας, να προστατέψουν αυτό το πλούτο που έχει η Ελλάδα, που είναι ο δασικός πλούτος, είναι το περιβάλλον. Αλλά αντίθετα έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους, όλοι τους και η σημερινή κυβέρνηση, για να απαξιώσουν την πυροσβεστική, να μειώσουν προσωπικό, να διαλύσουν ουσιαστικά τις δασικές υπηρεσίες και όλα αυτά που τα γνωρίζει και ο ελληνικός λαός».

Ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ τόνισε πως το πρωταρχικό είναι η πρόληψη, σημειώνοντας πως «το πρόβλημα είναι ότι πρέπει όλος ο αντιπυρικός σχεδιασμός να υπηρετεί το δάσος, να υπηρετεί τον πολίτη, να υπηρετεί την προστασία της λαϊκής περιουσίας, της ζωής, αλλά και το περιβάλλον, την προστασία του δάσους. Αυτό είναι η ουσία. Δυστυχώς, ο αντιπυρικός σχεδιασμός, αυτός ο ελάχιστος που υπάρχει, δεν υπηρετεί αυτά τα καθήκοντα».

Σημείωσε ακόμη πως το ΚΚΕ κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του, παλεύει, καταθέτει ερωτήσεις στη Βουλή – όπως και ξανά πρόσφατα με επερώτηση – «πιέζουμε σε κάθε κατεύθυνση, έστω και τώρα να δοθεί γενναία χρηματοδότηση», τονίζοντας πως χρήματα υπάρχουν αλλά τα δίνουν σε εξοπλισμούς και Ομίλους για την κερδοφορία τους. «Και μένουν όλα τα υπόλοιπα όπως είναι η προστασία του δάσους το καλοκαίρι, όπως είναι η προστασία της περιουσίας των ανθρώπων στο έλεος των καιρικών φαινομένων» σημείωσε ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, υπογραμμίζοντας πως «το πώς προβλέπεις, πώς σχεδιάζεις, πώς παίρνεις μέτρα αντιπυρικά, πώς κάνεις υποδομές αντιδιαβρωτικές, αντιπλημμυρικές επίσης, για να συγκρατηθεί όλη αυτή η κατάσταση και να μη θρηνήσουμε νέα θύματα με πλημμύρες που γίνονται μετά τις πυρκαγιές και την έλλειψη των δασών, όλα αυτά είναι μέτρα, μια δέσμη μέτρων που εμείς λέμε ότι έπρεπε να παρθούν χτες αλλά έστω και σήμερα, έστω και τελευταία στιγμή τουλάχιστον να ανοίξει αυτός ο δρόμος. Γι’ αυτό παλεύουμε και γι’ αυτό είμαστε σήμερα εδώ. Για να αναδείξουμε αυτό το ζήτημα.

Μαζί με την μεγάλη προσφορά, την αλληλεγγύη που δίνετε εσείς σε αυτό εδώ τον τόπο και στους συνανθρώπους σας, να αναδείξουμε και το μεγάλο πρόβλημα της δασοπροστασίας, της πυροπροστασίας, των αναγκαίων μέτρων που χρειάζεται να πάρει το κράτος, να πάρει η κυβέρνηση, να πάρει η περιφέρεια, σε συνέχεια και όλοι οι αρμόδιοι για να μπορέσουμε να ζήσουμε ήρεμα, να περάσουμε ένα καλοκαίρι χωρίς φωτιές, χωρίς κινδύνους για τις ζωές και για τις περιουσίες των ανθρώπων».

Το πρώτο πυροφυλάκιο Καισαριανής


 

 

Η Κόκκινη Σημαία υψώνεται στο Ράιχσταγκ 🎥 Video

Ήταν 30 Απρίλη 1945 και ώρα 21.50 όταν ο επιλοχίας Μ. Α. Φ. Γιεγκόροφ και ο λοχίας Μ. Β. Καντάρια του σοβιετικού στρατού ύψωναν την κόκκινη σημαία με το σφυροδρέπανο, τη Σημαία της Νίκης, πάνω από τον κεντρικό Τρούλο του Ράιχσταγκ.
Mikhail_Alekseyevich_Yegorov

K.Ya.Samsonov_M.V.Kantaria_
M.A.Egorov_I.Ya.Syanov_
S.A.Neustroev _Πανό της Νίκης

Ο διοικητής της 3ης στρατιάς κρούσης, στρατηγός Β. Ι. Κουζνετσόφ, που παρακολουθούσε την ιστορική μάχη κατάληψης του Ράιχσταγκ, ανακοίνωσε στο στρατάρχη Ζούκοφ: «Στο Ράιχσταγκ κυματίζει η κόκκινη σημαία! Ζήτω, σύντροφε στρατάρχη!».

Την επομένη ξημέρωνε Πρωτομαγιά.
Η Παγκόσμια Ημέρα της Εργατικής Τάξης.

Το τέλος του πολέμου και η συντριβή της ναζιστικής Γερμανίας δεν είχαν έρθει ακόμη, όμως, η κόκκινη σημαία στο Ράιχσταγκ έδειχνε ότι ήταν θέμα χρόνου το τσάκισμα του ναζιστικού τέρατος. Η νίκη δεν άργησε να έρθει. Σε λίγες μέρες, στις 9 Μάη, την Ημέρα της Αντιφασιστικής Νίκης των Λαών θα υπογραφόταν η συνθηκολόγηση της Γερμανίας.

Η επιχείρηση του Βερολίνου άρχισε στις 16 Απριλίου του 1945.
Στη διαταγή που εκδόθηκε από τη διοίκηση του 1ου Λευκορώσικου μετώπου του σοβιετικού στρατού, που ανέλαβε το χτύπημα στην καρδιά της ναζιστικής Γερμανίας, την κατάληψη και του Βερολίνου, αναφερόταν: «Πλησιάζει η ώρα της οριστικής νίκης κατά του εχθρού. Η Σοβιετική σημαία κυματίζει πάνω στο κεντρικό κτίριο του Ράιχσταγκ στο κέντρο του Βερολίνου. Σύντροφοι μαχητές, υπαξιωματικοί, αξιωματικοί και στρατηγοί του 1ου Λευκορώσικου μετώπου! Εμπρός κατά του εχθρού, με το τελευταίο ορμητικό μας χτύπημα να αποτελειώσουμε το φασιστικό θηρίο στη φωλιά του και να φέρουμε πιο κοντά την ώρα της οριστικής και ολοκληρωτικής νίκης κατά της φασιστικής Γερμανίας».

Η κόκκινη σημαία πάνω στο Ράιχσταγκ, έδειχνε το παρόν και το μέλλον της ανθρωπότητας: Πως η νίκη κατά του φασισμού ήταν πρωτίστως νίκη ενός λαού και ενός κράτους. Του σοβιετικού λαού και του πρώτου εργατικού κράτους στην ιστορία, της Σοβιετικής Ένωσης.

       «Έτσι ύψωσα τη σημαία της νίκης στο Ράιχσταγκ»

Στις 30 Απρίλη του 1945 οι λοχίες του Κόκκινου Στρατού Μελίτων Βαρλάμοβιτς Καντάρια (Meliton Varlamis dze Kantaria _Kantariya και Μιχαήλ Αλεξέγιεβιτς Γεγκόροφ (Mikhail Alekseyevich Yegorov _Михаил Алексеевич Егоров) υψώνουν την κόκκινη Σημαία της Νίκης, στην ψηλότερη κορυφή του Ράιχσταγκ.
Το «κάρφωμα» του κόκκινου λάβαρου με το σφυροδρέπανο την «καρδιά» του φασισμού, σηματοδοτούσε το τέλος του πολέμου (που θα ερχόταν λίγες μέρες αργότερα με την άνευ όρων παράδοση της ναζιστικής Γερμανίας) και έστελνε στα πέρατα του κόσμου το μήνυμα ότι ο Κόκκινος Στρατός, ο στρατός του πρώτου προλεταριακού κράτους στην ιστορία της ανθρωπότητας ήταν ο αδιαμφισβήτητος νικητής.

Τριάντα χρόνια αργότερα, στην επέτειο της Μεγάλης Αντιφασιστικής Νίκης των Λαών ο Ριζοσπάστης θα φιλοξενήσει τη μαρτυρία ενός από τους δυο ήρωες του Σοβιετικού Λαού που με την πράξη τους πρόσθεσαν με ανεξίτηλα γράμματα τα ονόματά τους  στις γεμάτες από αίμα και ηρωισμό σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας.

Ο Μελίτων Καντάρια θυμάται με συγκίνηση και περιγράφει τις στιγμές που το κόκκινο λάβαρο υψώθηκε στον ουρανό της λεύτερης πια από φασισμό ανθρωπότητας. «Κάθε φορά που επισκέπτομαι την όμορφη πρωτεύουσα της Λ.Δ. Γερμανίας, την πόλη που αναδύθηκε από τα ερείπια, η καρδιά μου πλημμυρίζει από υπερηφάνεια για όλους τους σοβιετικούς στρατιώτες που πήραν μέρος στην ιστορική εκείνη έφοδο για την κατάληψη του τελευταίου οχυρού του φασισμού. Μπροστά στα μάτια μου περνάνε οι δικοί μου δρόμοι του μετώπου. Όλα τα χρόνια του πολέμου τα πέρασα στην πρώτη γραμμή. Κι ύστερα από τέσσερα χρόνια τόσων δοκιμασιών, είχα την τύχη να πολεμήσω στους δρόμους του Βερολίνου, πυρπολημένου από τους ίδιους τους υπερασπιστές του»…

Παράδοση στον Ζούκωφ

Η Σημαία της Νίκης στο Ράιχσταγκ!…

Ποιος μπορεί να μη θυμάται εκείνη τη συγκλονιστική τελευταία στιγμή του πολέμου! Το τυλιγμένο στους καπνούς γκρίζο κτίριο, μισογκρεμισμένο από τις οβίδες και τους όλμους, το μαυρισμένο, μπαρουτοκαπνισμένο ουρανό του Βερολίνου, και το κόκκινο φλάμπουρο να ανεμίζει περήφανα ψηλά στο θόλο. Ήταν η πολεμική σημαία της δικής μας 3ης  στρατιάς κρούσης, όπου στο 756 σύνταγμα υπηρετούσα ανιχνευτής μαζί με τον Μιχαήλ Γεγκόροφ. Με τι αγώνα σκαρφαλώσαμε μαζί σε κείνες τις φλογισμένες ώρες ως το θόλο του κτιρίου…
Οι τελευταίες μάχες στο Βερολίνο ήταν ιδιαίτερα σκληρές. Το φασιστικό θηρίο λυσσομανούσε στην επιθανάτια αγωνία του. Ο στρατός μας έσφιγγε την πόλη στην ατσαλένια λαβίδα του. Εμείς πολεμούσαμε στο κέντρο της  πόλης που οι χιτλερικοί το είχαν μετατρέψει σε απόρθητο, κατά τη γνώμη τους, φρούριο. Οι αμυντικές τους γραμμές κι οι κόμβοι αντίστασης ήταν παραγεμισμένοι με κανόνια, όλμους και πάτζερ.
Το πρωί στις 29 Απρίλη άρχισε η προετοιμασία των μονάδων της 3ης στρατιάς για την έφοδο στο Ράιχσταγκ. Η έφοδος άρχισε την άλλη μέρα στις 13:30. Ο εχθρός πρόβαλε λυσσασμένη αντίσταση. Η πρώτη έφοδος δεν πέτυχε. Στις 18:30 άρχισε η δεύτερη και τελευταία έφοδος κατά του κτιρίου. Με την κάλυψη του πυροβολικού, τα τάγματα κρούσης μας ρίχτηκαν στην έφοδο. Πάνω στην έξαψη της μάχης εμένα και τον Γεγκόροφ μας φώναξε ο διοικητής του συντάγματος Φ. Ζιντσιένκο και μας έδωσε τη σημαία λέγοντας: «Η σημαία αυτή θα γίνει σύμβολο της νίκης μας κατά του φασισμού. Θα γίνει, αν εσείς δείξετε εξυπνάδα και παλικαριά. Από αυτή τη στιγμή δεν είστε πια ανιχνευτές, είστε σημαιοφόροι. Σας εύχομαι καλή επιτυχία!».
Ύστερα ο συνταγματάρχης γονάτισε και φίλησε τη σημαία. Εμείς μιμηθήκαμε το παράδειγμά του.
Το Ράιχσταγκ είχε δυόμισι ορόφους και το χώρο κάτω από τη στέγη. Τριγύρω ο εχθρός δεν σταματούσε στιγμή τα καταιγιστικά του πυρά. Για να ανεβούμε στη στέγη ήταν το ίδιο σαν να βγαίναμε στα μετόπισθεν του εχθρού. Με μια ομάδα στρατιωτών που είχαν επικεφαλής τον υπολοχαγό Α. Μπέρεστ και με την κάλυψη του λόχοι του Ι. Σιάνωφ ανεβήκαμε γρήγορα τη μεγάλη σκάλα. Αρχίσαμε τους φασίστες με τις χειροβομβίδες. Τελικά φτάσαμε στη στέγη. Κάτω απλωνόταν το Βερολίνο. Ζυγώσαμε στο άγαλμα του αλόγου που έστεκε σχεδόν στην κορυφή του κτιρίου. Εκείνη τη στιγμή ένα θραύσμα χτύπησε στο άγαλμα και του τρύπησε την κοιλιά. Εμείς βάλαμε το κοντάρι της σημαίας σ’ αυτήν την τρύπα, αλλά είδαμε ότι η σημαία φαινότανε μόνο από τη μια μεριά. Τότε σκαρφαλώσαμε πιο ψηλά στο θόλο. Εκεί στεριώσαμε το πολεμικό μας φλάμπουρο. Την άλλη μέρα, από το πολεμικό ανακοινωθέν του σοβιετικού γραφείου πληροφοριών έμαθε ολόκληρος ο κόσμος το εξαιρετικό εκείνο γεγονός. Εμείς όμως είχαμε κι άλλες μάχες. Στις 2 του Μάη, ώρα 15:00 είχε τσακιστεί πια η αντίσταση της φρουράς του Βερολίνου και κατά το βράδυ η πόλη είχε καταληφθεί ολόκληρη από το στρατό μας.
Τότε άφησα κι εγώ μαζί με άλλους στρατιώτες το αυτόγραφό μου στον τοίχο του Ράιχσταγκ κι ήπια το φανταρίστικο ποτήρι για τη νίκη που πλησίαζε. Στο Ράιχσταγκ ήρθε ο διοικητής του 1ου λευκορωσικού μετώπου στρατάρχης Ζούκωφ και άλλοι στρατηγοί. Μας συγχάρηκαν όλους εμάς, όσοι λάβαμε μέρος στην τολμηρή ανάβαση στη στέγη του Ράιχσταγκ.

Ανάμεσα στα πολλά παράσημα και μετάλλια που φοράω περήφανα στο στήθος μου, είναι και το «Μετάλλιο για την κατάληψη του Βερολίνου» που δόθηκε προς τιμή της ιστορικής Νίκης σε 1.100.000 πολεμιστές. Πάνω από 600 στρατιώτες και αξιωματικοί που διακρίθηκαν ιδιαίτερα στην επίθεση κατά της φασιστικής πρωτεύουσας τιμήθηκαν με τον τίτλο του ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης και 187 μονάδες ονομάστηκαν «Βερολινέζικες». Σήμερα επωφελούμαι από την ευκαιρία να στείλω εγκάρδιο χαιρετισμό σε όλους τους συμπολεμιστές για τη γιορτή της Μεγάλης Νίκης.

ΚΚΕ: Μεγάλη πολιτική συγκέντρωση με συναυλία
για τα 80 χρόνια από την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών _
στο Σκοπευτήριο Καισαριανής

Μεγάλη πολιτική συγκέντρωση για τα 80 χρόνια από τη Μεγάλη Αντιφασιστική Νίκη των Λαών θα πραγματοποιήσει η ΚΟ Αττικής του ΚΚΕ την Κυριακή 4 Μάη στις 7.30 μ.μ. στο Σκοπευτήριο Καισαριανής, με τίτλο «Όταν πυκνώνει το “σκοτάδι”, ανάβουμε τη φλόγα που το διαλύει! Σοσιαλισμός, για να νικήσει το δίκιο των λαών!». Θα μιλήσει ο ΓΓ της ΚΕ του Κόμματος, Δημήτρης Κουτσούμπας, και θα ακολουθήσει συναυλία.