23 Ιουνίου 2022

Μην πεις κακό για φαμπρικού γιατί ΄ναι αμαρτία - γιατί την τρώει ο πάγκος της και η ορθοστασία

 

  • 1864 ||> Αφοί Ρετσίνα: «Η ομόρρυθμος εταιρεία “Αφοί Ρετσίνα” ασχολείται με εμπορικές επιχειρήσεις, ναυτασφάλειες και αγοραπωλησία γης».
  • 1869 ||> Πειραιάς: μια πόλη που αναπτύσσεται οικονομικά… Ο Θεόδωρος Ρετσίνας ιδρύει την πρώτη ναυτασφαλιστική εταιρεία “Αρχάγγελος”
  • 1872 ||> «Μέγα Εργοστάσιον Αφων Ρετσίνα»: Επί της οδού Κήπων, στην περιοχή Λεύκα του Πειραιά οι Αφοι Ρετσίνα, Θεόδωρος, Αλέξανδρος και Δημήτριος ίδρυσαν αρχικά το εργοστάσιο-νηματοποιείο και σταδιακά το υφαντήριο με 150 εργάτες και το βαφείο-λευκαντήριο με 50 εργάτες.
  • 1880 ||> Η επιχείρηση επεκτείνεται… Μεταξύ των ετών 1880-1888 έχουμε καθετοποίηση της παραγωγής με χρήση ατμομηχανής ισχύος 150 ίππων και βοηθούμενη από ατμομηχανή ισχύος 80 ίππων.
  • 1880-1891 ||> Με την εξαγορά κλωστοϋφαντουργείων-βαφείων-υφαντήριων, οι Αφοι Ρετσίνα έχουν συνολικά στην κατοχή τους 5 εργοστασιακές μονάδες οι οποίες αριθμούν 2.000 εργάτες και εργάτριες, 25.000 ατράκτους 440 αργαλειούς και 5 ατμομηχανές ισχύος 370 ίππων.
    Παράγουν βαμβακερά υφάσματα, ντρίλια, αλατζάδες, κάμποτ και γίνονται προμηθευτές του ελληνικού στρατού.
    Η οικονομική τους δραστηριότητα αρχίζει να περιλαμβάνει και εξαγωγές


  • 1888 ||> Αγορά υφαντουργικών μονάδων
  • 1888 ||> Αγορά διάφορων επιχειρήσεων όπως το εργοστάσιο Σταματόπουλου και το νηματουργείο Βαρουξάκη
  • 1890 ||> αγοράζουν τη νηματουργία του Δημόκα.
  • 1891 ||> Δημιουργία κάθετης επιχειρηματικής μονάδας κλωστοϋφαντουργίας.
  • 1891 ||> Εξαγοράζουν υφαντουργικές μονάδες: το κλωστήριο του Γ. Νικολέση και το νηματουργείο του Δ. Κουμάνταρου.
  • 13 Απρίλη 1892 ||> η εργοδοσία αποφασίζει πως τα 80 λεπτά που πληρώνει στις υφάντρες για κάθε «τόπι» υφάσματος είναι πολλά…


Έτσι ξεκίνησε, η πρώτη στην Ελλάδα απεργία εργατριών, από τις υφάντριες του εργοστασίου των Αδελφών Ρετσίνα, στον Πειραιά.

Γράφει η Ιρις Αυδή–Καλκάνη με το βιβλίο της «Εκείνο το πρωί»:

«Τα λίγα στοιχεία που γνωρίζουμε για την απεργία, έφτασαν σ’ εμάς μόνο μέσα από τον Τύπο της εποχής. (“Εφημερίς” του Κορομηλά). Και εκεί όμως η σημαντική αυτή γυναικεία εργατική κινητοποίηση αναφέρεται αδιάφορα και υποτονικά, στα πλαίσια της προσπάθειας αγνόησης κάθε θέματος που αφορά την εργατική τάξη και μείωσης της σημασίας του, αλλά και τις γυναίκες της τάξης αυτής ειδικότερα… με δυο τρεις λέξεις, χωρίς κανένα σχόλιο, περισσότερο σαν παράξενο γεγονός που θα κινήσει το ενδιαφέρον του κοινού παρά σαν σημαντική εργατική εκδήλωση με ιδιαίτερη σημασία.
Αντίθετα, η απεργία όχι μόνον αναφέρεται από την “Εφημερίδα των Κυριών”, το φεμινιστικό περιοδικό που εκδίδει από το 1887 η Καλλιρρόη Παρρέν, αλλά η συντάκτρια της είδησης, προφανώς η ίδια η εκδότρια που έχει και την ευθύνη για κάθε άρθρο που δεν υπογράφεται, υπερασπίζεται τις απεργούς».

«Τύλιξε γρήγορα τα μαλλιά της πλεξίδα γύρω από το κεφάλι, έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό της από το πήλινο κανάτι κι έπιασε μάνι-μάνι να κάνει τις δουλειές. Ό,τι προλάβει, όπως πάντα και πιο βιαστικά ακόμα.
Από τότε που δούλευε στο εργοστάσιο, ούτε στην αυλή δεν προλάβαινε να καθίσει, ούτε μια κουβέντα ν’ αλλάξει με τις γειτόνισσές της. Έφευγε νύχτα ακόμα. Να ΄ναι μπροστά στην πόρτα του Ρετσίνα πριν χαράξει. Να πιάσει έγκαιρα δουλειά. Τα λεφτά που έπαιρνε ήταν λίγα, 80 λεπτά για κάθε τόπι πανί που ύφαινε κι αυτά τις πιο πολλές φορές λειψά, αφού όλο και κάποια δικαιολογία εύρισκε ο επιστάτης να της κρατήσει για πρόστιμο τα Σαββατόβραδα που πληρωνότανε το βδομαδιάτικο». 

«… .. Με την απεργία αποδεικνύεται πως οι εργαζόμενες γυναίκες στη χώρα μας, αντίθετα απ’ ό,τι πιστεύεται, πάλευαν από πολύ νωρίς ενάντια στους εργοδότες, όχι απλά συμπληρωματικά στο πλευρό των εργατών, αλλά και αυτόνομα, σε μια εποχή που κάθε γυναίκα είναι ακόμα μια ετερόφωτη προσωπικότητα, εξαρτημένη πάντα από έναν άντρα, χωρίς δική της άποψη και θέληση, με συνέπεια η υποταγή της στον άντρα και στον εργοδότη να θεωρείται αυτονόητη».

(Ίρις Αυδή-Καλκάνη: Εκείνο το πρωί-Πειραιάς 1892. Η πρώτη απεργία εργατριών στην Ελλάδα / Πηγή: Ριζοσπάστης)

βλ και Αλίκη Ξένου – Βενάρδου ||> Της Γης οι κολασμένες! (19 Αυγούστου 2001) Αφιερωμένο στις ανώνυμες εργαζόμενες Ελληνίδες, τις αφανείς πρωταγωνίστριες της καθημερινής ζωής, αυτές που σήκωσαν στις πλάτες τους το μέλλον του τόπου

Τα εργοστάσια Ρετσίνα

Μην πεις κακό για φαμπρικού γιατί ΄ναι αμαρτία
γιατί την τρώει ο πάγκος της _ και η ορθοστασία

Ό,τι απέμεινε σήμερα είναι τα ερείπια του εργοστασίου Ρετσίνα, που μένουν περιφρονημένα και καταδικασμένα στη λήθη. Πεζοί, φορτηγά, ΙΧ, προσπερνούν καθημερινά και ούτε ως υποψία περνάει από το μυαλό των περαστικών πως αυτά τα ερείπια, λίγα μέτρα από τη λεωφόρο Θηβών, πριν από 150 χρόνια ξύπνησαν τις ελπίδες δεκάδων απεγνωσμένων, εργατικών οικογενειών του Πειραιά που πάλευαν πενόμενες για να συντηρηθούν.

Το 1871 οι αδελφοί Θεόδωρος, Αλέξανδρος και Δημήτριος Ρετσίνας, που έχουν τις ρίζες τους στην Πελοπόννησο, ιδρύουν το πρώτο τους εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας στον Πειραιά με την επωνυμία «Αδελφοί Ρετσίνα». Στην περιοχή της Λεύκας λειτουργεί νηματουργείο με 5.000 ατράκτους και ατμομηχανή 60 ίππων.
Τα χρόνια που ακολούθησαν δημιουργείται υφαντήριο και βαφείο και στις αρχές της δεκαετίας του 1890, η επιχείρηση Ρετσίνα διαθέτει πέντε εργοστάσια στον Πειραιά, με 2.000 εργάτες και εργάτριες.
Με την ανατολή του 20ού αιώνα η επιχείρηση Ρετσίνα είναι η μεγαλύτερη κλωστοϋφαντουργία της χώρας και χιλιάδες εργατών και εργατριών από όλες τις συνοικίες του Πειραιά εργάζονται στα εργοστάσια της.
Η οικογενειακή επιχείρηση που έχει αναπτυχθεί σε υφαντουργία βαμβακερών υφασμάτων, γνωστών με το όνομα «ρετσίνες» γίνεται η σημαντικότερη των Βαλκανίων.

Πριν την ίδρυση της κλωστοϋφαντουργίας των Αδελφών Ρετσίνα, τα υφάσματα ήταν πανάκριβα, καθώς εισάγονταν από την Ευρώπη. Οι ρετσίνες λοιπόν, τα υφάσματα του Ρετσίνα, γίνονται περιζήτητα. Είναι χαρακτηριστικό της υψηλής ζήτησης των υφασμάτων του Ρετσίνα, σκίτσο του Θέμη Άννινου που απεικονίζει τον Χαρίλαο Τρικούπη να φοράει ελληνικά τσαρούχια και να είναι ντυμένος με τις «ρετσίνες».

Η οικογένεια Ρετσίνα την εποχή αυτή κυριαρχεί στην οικονομική και πολιτική ζωή του Πειραιά.
Ο Θεόδωρος Ρετσίνας εκλέγεται δήμαρχος της πόλης και στη συνέχεια βουλευτής με το κόμμα του Χαρίλαου Τρικούπη.

Οι εργάτριες της εποχής ξεκινούν να δουλεύουν στα 10 με 12 τους χρόνια, εργάζονται 12 με 14 ώρες την ημέρα και πληρώνονται με το μισό ή και ακόμα πιο κάτω, από το μεροκάματο που λαμβάνουν οι άνδρες. Στον Πειραιά, έχουν ήδη φθάσει μαζικά Κρητικοί που δημιουργούν κάτω από τον λόφο της Καστέλας, τη συνοικία «Κρητικά».
Οι κρητικοπούλες, με παράδοση στην υφαντική τέχνη, δεν δυσκολεύονται να βρουν εργασία στα εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας του Πειραιά. Το ίδιο και οι γυναίκες που καταφθάνουν στον Πειραιά από την Ανατολή, μέσω των νησιών, ψάχνοντας μεροκάματα. Πενόμενοι εργάτες και εργάτριες ελληνικής εθνικότητας από την Κωνσταντινούπολη και από άλλα μέρη της Ανατολής έχουν μεταναστεύσει στον Πειραιά για εργασία. Οι εργάτριες, προφανώς λόγω της παράδοσης της Ανατολής στην υφαντική τέχνη, τοποθετούνται στα κλωστήρια και υφαντήρια.

Το εργοστάσιο Ρετσίνα έμελλε και πρώτος υποδοχέας γυναικών εργαζομένων και πεδίο της πρώτης απεργίας εργατριών στην Ελλάδα.

Η θέση της εργάτριας στην Ελλάδα του 1890

Τον Μάιο του 1894, η εφημερίδα «Ακρόπολις» δημοσιεύει στην πρώτη σελίδα άρθρο με τον τίτλο «Ο εργατικός κόσμος εν Ελλάδι-Οι φαμπρικούδες».
Το δημοσίευμα αυτό δίνει την εικόνα και τις συνθήκες για την εργάτρια της εποχής. Μαθαίνουμε ότι στα υφαντουργεία ξεκινούν εργασία ακόμη και κορίτσια οκτώ, εννιά και δέκα ετών, γυναίκες χλωμές, ρακένδυτες, εξαθλιωμένες που βγήκαν στην παραγωγή για να επιβιώσουν και με μεροκάματα στο μισό ή στο ένα τρίτο από αυτά που έπαιρναν οι άνδρες.

Εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ» – Αθήνα Σάββατο 14 Μαΐου 1894 αριθμός 4405

«Εις τας υπωρείας του Σταυρού, όπου εκτείνονται τα Υδραιϊκά, κάτω από την Καστέλλα, όπου είναι τα Κρητικά, εις το χωριό του Μελετόπουλου και εις τα Καμίνια, ένθα ανεγείρονται τα εργοστάσια, εκεί κατοικεί η φαμπρικού. Το κορίτσι, που πάει στη φάμπρικα, η μεσόκοπη δουλεύτρα, που έμεινε χήρα και εργάζεται να θρέψη τα ορφανά ή δια να συμπληρώσει την προίκα της θυγατρός της, οι περισσότεραις από την Ύδρα και τας Σπέτσαις, από τον Πόρον και την Σαντορίνην, καμμιά φορά από τα χωριά της Αττικής και από την Κούλουρην. Έχει όλων των ηλικιών. Έχει κορίτσια οκτώ ετών και εννιά ετών και δέκα ετών. Έχει κοπέλας εις την τελειοτέραν ακμή της νεανικής ηλικίας και του σφρίγους της ζωής, δέκα οκτώ έως είκοσι τεσσάρων ετών, έχει και γεροντοκόραις και μεσόκοπαις και γρηαίς. Αλλά ο κυριαρχών τύπος είναι της νεανικής ηλικίας από τα δέκα εξ έως τα είκοσι δύο»

Η εφημερίδα «Ακρόπολις» έδινε στους αναγνώστες με μεγάλη γλαφυρότητα την εικόνα της εργάτριας:
«…Αληθής εικών εργατρίας είναι της δυστυχούς εκείνης νεανίδος που διαβαίνει εκεί πτωχικά ενδεδυμένη, πολλάκις δε ρακένδυτος και με μπαλώματα, που αν έχει υποδήματα θα είναι καταφαγωμένα από τους δρόμους τους μακρυνούς, αλλά συνήθως δεν έχει και σούρνεται με τας εμβάδας της αναιμικής»,
«Και όταν βγαίνουν από το εργοστάσιον του Φαλήρου και αναρριχώνται επί των εκεί βραχώδων λόφων δια να γλυτώσουν δρόμον, και όταν διέρχωνται τας μαυρισμένας στενωπούς των Καμινίων και τας κονιορτοβρεθείς λεωφόρους και όταν εδώ στην Αθήνα σχολούν από το εργοστάσιον του Πυρρή ή την πρωίαν όταν πηγαίνουν εις τα εργοστάσια και εκεί υπό τους επικλινείς υψηλούς από ψευδάργυρον θόλους ίστανται προ των ατμηλάτων ιστών εν τω εκκωφαντικών και εκνευριστικών βόμβων των περιφερόμενων τελαμόνων, υπό τον οξύν κρότον της σιδηράς σαϊτας, μέσα εις το πανδαιμόνιον αυτό, που και το συνδιαλέγεσθαι είναι αδύνατον, όπου η άμιλλα περί του ποία θα υφάνη, περισσότερον διπλασιάζει τους κόπους παντού και πάντοτε θα τα ιδήτε να καμπουριάζουν επωδύνως, με το κιτρινόλευκον χρώμα της αναιμίας, με το βαθυκίτρινον της χρόνιας χλωρώσεων, νευρασθενικάς, υστερικάς, φυματιώσας. Νευρασθένειαι δε, φυματιώσεις και υστερισμοί κατά τας παρατηρήσεις των εν Πειραιεί ιατρών υπερπλεονάζουν δυσαλόγως προς τον αριθμόν των εργατίδων. Και όλα αυτά κατά την ομόφωνον γνώμην γων ιδίων εκ της ελεεινής διαίτης, την οποίαν κάμνουν οι εργάτιδές μας».

Είναι εντυπωσιακό ότι η «Ακρόπολις» δεν παραλείπει να παραθέσει στο πρωτοσέλιδο αυτό άρθρο της για τις «φαρμπρικούδες» και τη μαρτυρία του ίδιου του Θεόδωρου Ρετσίνα, που τότε ήταν και δήμαρχος Πειραιά αλλά και να τον επικρίνει διότι «δεν ηθέλησε να πρωτοστατήσει εις το εργατικό ζήτημα» αν και μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα είχε καταφέρει να κάνει «αγνώριστη» την πόλη.
«Είνε χαρακτηριστικώτατον κάτι που μας αφηγήθησαν, ότι ο Δήμαρχος Πειραιώς κ. Θ. Ρετσίνας και μεγαλοεργοστασιάρχης περιέλθων τα Χριστούγεννα τας οικογενείας των εργατών έφριξε, λέγει, δια την ένδειαν και τας κρατούσας συνθήκας της διαίτης! Ποιαί είναι αι συνθήκαι αυταί νομίζομεν ότι δεν υφίσταται ανάγκη μακρών και εμπεριστατωμένων περιγραφών δια να το αντεληφθήτε και το εννοήσετε. Θα ήτο κοινοτοπία του τελευταίου είδους να σας είπωμεν ότι κατοικούν εις τρώγλας ανηλίους, τρία και τέσσαρα άτομα εις το αυτό δωμάτιον, πατέρας, μητέρα, τεκνία, αδελφοί και αδελφαί κοιμώνται επί του αυτού επιπέδου και κατά την αυτήν γραμμήν, να οφραίνωνται τον βούρκον, που ρέει εν τω μέσω της αυλής, να μην καθαρίζωνται, να μη πλένωνται. Και ενώ τοιαύται υπήρξαν αι εντυπώσεις του κ. Ρετσίνα και συγκινηθείς διένειμε 4,000 δρ. εις τα ενδεή ταύτα πλήθη, χριστιανικώτατα φερόμενος, η φιλανθρωπία του δεν προέβη περαιτέρω ατυχώς και αυτός που εποιήσιν εντός ολιγίστου χρονικού διαστήματος την πόλιν, ης προϊσταται, αγνώριστον δι έργων καλλωπιστικών και δι έργων της απολύτου ανάγκης, δεν ηθέλησε να πρωτοστατήση εις το εργατικόν ζήτημα, να βελτιώση την θέσιν των εργατών του, να τακτοποιήση αυτούς εις ανθρωπινωτέραν τάξιν, ρυθμίζων τα της διαίτης αυτών εντός και εκτός των εργοστασίων, μεριμνών περί ιδρύσεως εργατικών θεραπευτηρίων, αφού μάλιστα ως προς το τελευταίον τούτο γνωρίζει κάλλιον παντός άλλου, ότι το Ζάνειον νοσοκομείον είνε εκάστοτε υπερπληρωμένον από ξένους. Διότι η καλή θέλησις δεν λείπει από τον κ Ρετσίναν και απόδειξις τα μεγάλα αυτού και του αδελφού του εργοστάσια, τα αχανή ταύτα ιδρύματα, πρότυπα ευρωπαϊκών εργοστασίων με τα τελειότερα μηχανήματα, την μεθοδικότέραν κατάταξιν και τας χιλιάδας των εργατών και εργατίδων, που απορεί κανείς και εξίσταται ομολογουμένως, πότε έφθασαν εις τοιαύτην πρόοδον και ακμήν».

«Περί τας 60 εκ των εργαζομένων γυναικών εις το εν Πειραιεί Νηματουργείον των αδελφών Ρετσίνα, ενήργησαν απεργίαν ως εγένετο αυταίς γνωστόν, ότι ηλαττώθη το ημερομίσθιόν των»
 
Σημαντικά είναι τα στοιχεία που αντλούμε και για τις αμοιβές στα εργοστάσια της εποχής, από το άρθρο της εφημερίδας:
«Το ημερομίσθιον κατά γενικό κανόνα το είπομεν εις τα προηγούμενα και κατά μέσον όρον δεν φθάνει πέραν των 2 δραχμών. Είναι τώρα και ημερομίσθια των 3 δρχ. και άλλα που υπερβαίνουν το ποσόν τούτο. Αι υφάντριαι λόγου χάριν, ή εργαλειούδες, όπως αποκαλούνται, φθάνει να κερδίζουν και τρεις και τρεις ήμισυ και τέσσαραις εργαζόμεναι κατ αποκοπήν με το τόκι. Αλλ αυταί δεν είναι αι περισσότεραι απέναντι του ολικού αριθμού των εργατίδων. Έπειτα η άμιλλα περί του ποια να κάμη μεγαλύτερον αριθμόν πήχεων τας εξαντλεί προώρως. Έχουν δε οι δυστυχισμέναις αυταίς εξαιρετικώς το μαρτύριον των υστερισμών, της αναιμίας και της χλωρώσεως ένεκεν της διαρκούς ορθοστασίας και του παραγομένου εκ της κινήσεως των μηχανημάτων θορύβου, ο οποίος εξάπτει το νευρικόν των σύστημα. Κα οι πνεύμονές των ευκολώτερον προσβάλλονται εκ φυματιώσεων δια το αναπνέειν μολυσμένον και δηλητηριώδη αέρα. Αλλά και μεταξύ αυτών ακόμη των τοιαύταις υφισταμένων ο μέσος όρος του ημερομισθίου ουδέποτε υπερβαίνει τας 3 δρχ».

«Αι καλαμούδες, που δουλεύουν εις το κλωστήριον, αι δυάστραις και ανεμούδες, αυταί που αποτελούν τον μέγαν αριθμόν, την πλειονότητα δυστυχούν, φθίνουν, μικραίνονται. Τα ημερομίσθια αρχίζουν από τα 80 λεπτά και μόλις προσεγγίζουν το δίδραχμον. Και όμως δια το φόρεμα της δουλειάς, το οποίον αγοράζει εκ του εργοστασίου και όπερ φθείρεται ταχέως και λαδώνεται και μουντζουρώνεται θέλει 8 δρχ αντίτιμον μόνον του υφάσματος προς 1 δρχ τον πήχυν, υπό τον όρον πάλιν να το κάνει στενόν ως σάβανον, διότι για να φοράη ένα φόρεμα της προκοπής και να κινήται ελευθέρως 10 πήχεις δεν της φθάνουν, οπότε η δαπάνη ανέρχεται εις 10 δρχ. Για να φάει το μεσιμέρι θέλει το ολιγώτερον 50 λεπτά, για να φάη το βράδυ βεβαίως θα θέλη περισσότερα. Αλλ αι άλλαι ανάγκαι; Να παπουτσωθεί, να πληρώση ενοίκιον, να έχη ένα φόρεμα εορτάσιμον, να ανταποκριθή εις άλλα έκτακτα περιστατικά της ζωής; Ελάτε να βρήτε λογαριασμόν».

Η Καλλιρόη Παρρέν

Στην Ελλάδα οι πρώτες φωνές διαμαρτυρίας, προκειμένου να θεσπισθούν προστατευτικοί νόμοι για την εργάτρια, προέρχονται από γυναίκες διανοούμενες που ανήκουν στην αστική τάξη. Η διευθύντρια του περιοδικού «Εφημερίς των Κυριών» Καλλιρρόη Παρρέν ζητεί το 1890 να καθορισθούν με νόμο οι ώρες εργασίας των γυναικών.

Την εικόνα της εργάτριας εκείνης της εποχής πέτυχε να διατηρήσει ζωντανή η Καλλιρόη Παρρέν μέσα από την Εφημερίδα των Κυριών. Το εβδομαδιαίο περιοδικό της, που το 1892 έρχεται δεύτερο σε κυκλοφορία από τα εβδομαδιαία έντυπα, με πρώτο τον «Ρωμηό» του Σουρή, είναι η σημαντικότερη πηγή γνώσης για την πραγματική κατάσταση των γυναικών και είναι το έντυπο που παίρνει σαφή θέση για το δίκαιο της απεργίας των εργατριών του Ρετσίνα τον Απρίλιο του 1892.

Περί τας 60 εκ των εργαζομένων γυναικών
εις το εν Πειραιεί Νηματουργείον των αδελφών Ρετσίνα,
ενήργησαν απεργίαν ως εγένετο αυταίς γνωστόν,
ότι ηλαττώθη το ημερομίσθιόν των

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΚΥΡΙΩΝ” –
Απεργία εργατριών εν Πειραιεί

«Περί τας 60 εκ των εργαζομένων γυναικών εις το εν Πειραιεί Νηματουργείον των αδελφών Ρετσίνα, ενήργησαν απεργία άμα ως εγένετο αυταίς γνωστόν, ότι ηλαττώθη το ημερομίσθιόν των. Αι απεργήσασαι ανηνέχθησαν εις την διεύθυνσιν του καταστήματος, ζητούσαι τη διόρθωσιν του αδίκου τούτου μέτρου.
Εν εποχή καθ΄ην πάντα τα τρόφιμα και λοιπά είδη της απολύτου ανάγκης έχουσιν υπερτιμηθεί, φρονούμεν, ότι έδει να αυξηθεί το ημερομίσθιον των πτωχών εργατίδων, αίτινες δι΄όλης της ημέρας εργαζόμεναι, μόλις πορίζονται τον επιούσιον άρτον, πλουτίζοντες ολονέν δια του ιδρώτος αυτών τα βαλάντια των εργοστασιαρχών».

«Εφημερίς» 14 Απριλίου 1892 – Απεργία εργατριών

“Χθες την πρωίαν περί τα 50 κοράσια ανήκοντα εις το δεύτερον εργοστάσιον των αδελφών Ρετσίνα συνελθόντα κατά την Λάκκαν Βάβουλα εν Πειραιεί συνεφώνησαν ν΄απόσχουν της εργασίας των. Αίτιον της απεργίας των αυτής ην ότι δι΄έκαστον τόπι πανίου, ενώ μέχρι τούδε επληρώνοντο προς 80 λεπτά τους ανηγγέλθη ότι εις το εξής θα πληρώνονται μόνον 65. Αι εργάτριαι εκείθεν μετέβησαν εν σώματι εις την διεύθυνσιν του εργοστασίου, όπως υποβάλωσι τα παράπονά των”.

Το κεφάλαιο περιφρουρείται…

Αφοι Ρετσίνα εν Πειραιεί |> 1864-2020

  • 1925 ||> Κλωστοϋφαντουργία Αφων Ρετσίνα ΑΕ
  • 1933 ||> 23-Ιούνη
    Τριακόσιες εργάτριες του 5ου εργοστασίου υφαντουργίας του Ρετσίνα στο Φάληρο κατεβαίνουν σε απεργία με αιτήματα την αύξηση των μισθών, το σταμάτημα των προστίμων και την εφαρμογή του 8ώρου. Τις επόμενες 5 μέρες η απεργία επεκτάθηκε και στα υπόλοιπα υφαντουργία, ενώ έληξε μετά από 27 μέρες, με τις απεργούς να πετυχαίνουν αυξήσεις 10% στα μεροκάματα.
  • 1944  ||> Βομβαρδισμός του Πειραιά… «Το 1944 κατά τον βομβαρδισμό του Πειραιά καταστροφές καταγράφηκαν στις εγκαταστάσεις, τα μηχανήματα και τα εμπορεύματα».
    Μετά τον πόλεμο, το 1945 ξεκινάει κανονικά η βιομηχανική δραστηριότητα στο εργοστάσιο της Λεύκας.
  • 1950 ||> Η καπιταλιστική ελπίδα της ανασυγκρότησης…
  • 1953 (20 Απρίλη) Νέα αίτηση της εταιρείας στην ΕΤΕ…
    Τρία χρόνια μετά η εταιρεία καταθέτει νέα αίτηση στην ΕΤΕ για δάνειο ανασυγκρότησης ύψους 298.000 $.
    Σύμφωνα με τους όρους η εταιρεία καταβάλλει το 50%.
    Στην αίτηση αναφέρεται ότι αυτό θα καλυφθεί (α) από την υπάρχουσα παραγωγή και (β) από την εκποίηση ετοίμων προϊόντων της.
  • 1953 (30 Μάη) ||> Η εταιρεία καταθέτει αίτηση υπαγωγής στο «Σχέδιον Οικονομικής Ανασυγκρότησης- Μάρσαλ»  βλ. σχέδιο Μάρσαλ: Η αστική τάξη ανάβει ακόμα λαμπάδες στο όνομά του
    Η Εθνική Τράπεζα «δεν παρέχει την εγγύησή της» στην Κλωστοϋφαντουργία
  • 1953 (18 Ιούνη) ||> Η εταιρεία «δεν είναι μεταξύ των χρηματοδουμένων από την ΚΕΔ»
  • Η ΚΕΔ απορρίπτει το αίτημα της επιχείρησης και η δυσμενής οικονομική της κατάσταση προοιωνίζει ένα εξίσου δυσμενές μέλλον.
  • 1955 ||> Υπαγωγή σε αναγκαστική διαχείριση: «Η οικονομική δυσπραγία και η αδυναμία να εκπληρώσει τις οικονομικές υποχρεώσεις προς την Τράπεζα, οδηγεί την εταιρεία σε αναγκαστική διαχείριση από την ΕΤΕ»… και ξαφνικά 17 χρόνια μετά

  • 1972 ||> (13 Δεκέμβρη) … Ίδρυση της Αχαϊκής Κλωστοϋφαντουργίας Αφων Ρετσίνα: Η ΑΧΑΪΚΗ ΚΛΩΣΤΟΫΦΑΝΤΟΥΡΓΙΑ ΑΦΩΝ ΡΕΤΣΙΝΑ Α.Ε. συνεστήθη το 1972 με το υπ’ αρ. 13859/13-12-1972 έγγραφο του υπ. Οικονομίας και το υπ’ αρ.1929/13-12-1972 ΦΕΚ.
    Ιδρυτές και μέτοχοι της καινούργιας κλωστοϋφαντουργικής μονάδας υπήρξαν οι μέτοχοι της Α.Κ.Ε. ΑΦΟΙ ΡΕΤΣΙΝΑ και η Ε.Τ.Β.Α. ΑΕ.
    Έδρα της εταιρείας είναι ο Πειραιάς και το εργοστάσιο βρίσκεται στις Καμάρες του νομού Αχαΐας. Γενικός Διευθυντής είναι ο Α. Δρούλιας.
  • 1973 ||> Μια νέα επιχείρηση γεννιέται… οι προοπτικές φαίνονται μεγάλες, αλλά «οι καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση των έργων» και «την παράδοση των μηχανημάτων» θα δημιουργήσουν προβλήματα… η εταιρεία θα αιτηθεί συμπληρωματικής δανειοδότησης.
  • 1980 (18 Αυγούστου) ||> «Ιδρύεται εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με σκοπό την παραγωγή ετοίμων ενδυμάτων, και κυρίως τη στροφή στην εργατική ένδυση».
    Οι παραγγελίες από το εσωτερικό και το εξωτερικό, οι προοπτικές κατά την οικονομοτεχνική μελέτη Werner (1981) είναι πολύ θετικές.
  • 1982  (22 Απρίλη) ||> Ο Δρούλιας δίνει νέα ώθηση στην εταιρεία υιοθετώντας τις προτάσεις της έκθεσης Werner και ταυτόχρονα ζητάει …
    Νέο θαλασσοδάνειο |>νέο αίτημα οικονομικής ενισχύσεως από ΕΤΕ & ΕΤΒΑ<| (ένα από τα 100άδες της χουντικής περιόδου που πλήρωσε αδρά ο ελληνικός λαός) λόγω «μείωσης των εξαγωγών, αναστολής παραγγελιών από το εξωτερικό και …οικονομικής στενότητος»
  • 1983 (24 Απρίλη) ||> Ο Α. Δρούλιας, «προκειμένου να διατηρηθεί η λειτουργία της εταιρείας και να μην βρεθούν στον δρόμο 260 εργαζόμενοι» (sic!!), προτείνει (α) εξαγορά του ακινήτου της Α.Κ.Ε. ρετσίνα από την ΕΤΒΑ «για την εξόφληση των οφειλουμένων» (β) μετοχοποίηση των μη παραγωγικών δανείων και αγορά τους από την ΕΤΕ και ΕΤΒΑ με δικαίωμα των ιδιωτών για επαναγορά της πλειοψηφίας των μετοχών της ΑΧΑΙΚΗΣ  (γ) συγχώνευση της ΑΚΕ Ρετσινα ΑΕ και της ΑΧΑΙΚΗΣ
  • 1984 ||> Ο Δρούλιας επιμένει -σε περίοδο που η ελληνική κλωστοϋφαντουργία διαλύεται λόγω διείσδησης των ΕΟΚικών μονοπωλίων στην αγορά να υπαχθεί η ΑΧΑΙΚΗ στον Οργανισμό Οικονομικής Ανασυγκρότησης (βάσει του ν.1386/1983), το αίτημά του δεν γίνεται αποδεκτό και το 2000 η εταιρεία θα βρεθεί σε κατάσταση πτώχευσης και ο ελληνικός λαός θα πληρώσει για μια ακόμη φορά το μάρμαρο…

Υφαντουργία-Έσπερος

Δείτε…
τη δημόσια σελίδα ΑΠΕ / Κατερίνα Βλαχοδήμου <| Οι Ελληνίδες «φαμπρικούδες», που άνοιξαν τον δρόμο στις… σουφραζέτες |>
Timeline Μαρία Κεκροπούλου (maria.kekropoulou)
 

Για τα σκυλόψαρα της ολιγαρχίας

Η ΠΡΩΤΗ γνωριμιά με τα γκέτο των Λαναράδων ήταν κατοχική. Και τη χρωστάμε σε μια σπαθάτη κοπέλα, μια υφαντουργίνα, που για πολύ καιρό ήταν σύνδεσμος στην ΕΠΟΝ Αθήνας. Το όνομά της, πιο σωστά το ψευδώνυμό της, που την ξέραμε, ήταν Ελευθερία και δούλευε στου Λαναρά.
ΗΤΑΝ αυτή, που τακτικά μας έφερνε ανταποκρίσεις από το εργοστάσιο για τις κινητοποιήσεις, που είχαν συχνά οι εργαζόμενοι για το ψωμί τους αλλά και τα κυνηγητά τα αδιάκοπα των χαφιέδων, που είχε εγκαταστήσει ολούθε ο Λαναράς. Η Ελευθερία με τα προσωπικά της βιώματα, συμπλήρωνε πολλές φορές τα χαρτάκια με τις ανταποκρίσεις.
Η ΦΑΡΑ της κλωστοϋφαντουργίας, όπως την ονομάτισε ο Κ. Βιδάλης στη μεγάλη του έρευνα στην «Ελεύθερη Ελλάδα», βγήκε από τον πόλεμο φορτωμένη χρυσάφι. Από τους πρώτους κι ο Λαναράς καθαρός πεντακάθαρος. Εκείνοι, που τα πλήρωσαν είναι οι εργαζόμενοι, με απολύσεις αλλά και με δίκες, εξορίες και διωγμούς.

ΤΟ ΓΚΕΤΟ, των Λαναράδων με την απελευθέρωση πέρασε από τους Γερμανούς στη δούλεψη των Σκόμπηδων, χρυσές οι δουλιές με κέρδη τεράστια. Φυσικά δεν ήταν ο μοναδικός που βγήκε αλώβητος από τη λεηλασία του εθνικού πλούτου. Ολοι βγήκαν λευκοί και άμωμοι...
Ο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» κι ιδιαίτερα ο «ΡΙΖΟΣ της Δευτέρας» αποκαλύπτουν συνεχώς παρά τις διώξεις, τη ρεμούλα, που έχει εξαπολύσει η ελληνική πλουτοκρατία με τη στήριξη των ξένων.

ΟΙ ΛΑΝΑΡΑΔΕΣ στη μεγάλη αυτή έρευνα «Τα σκυλόψαρα της ολιγαρχίας» χρεώθηκαν στη Διδώ Σωτηρίου (τη Σ. Δέλτα αυτό ήταν το ψευδώνυμο με το οποίο υπέγραφε) άλλοι συντάκτες στην κατανομή ανέλαβαν άλλους όπως το Λιάμπεη της ΕΤΜΑ, το Νομικό κλπ.
Η ΕΡΕΥΝΑ που δούλεψε η Διδώ και μπήκε στο «Ρίζο της Δευτέρας» ήταν ένα λεπτομερές ρεπορτάζ που αποκάλυπτε όλες τις πτυχές ενός γκέτο που για τους δημοσιογράφους και μάλιστα του «Ρ» ήταν φρούριο. Που δεν μπορούσε να το πλησιάσει και να μπει σ' αυτό.
ΓΡΑΦΕΙ η Διδώ για τα «σκυλόψαρα», τους Λαναράδες: «... καθώς κατεβαίνω από τις θλιβερές παράγκες του Περιστεριού και τα χαμόσπιτα του Μπαρουτάδικου σε σταματά θέλεις δε θες το βαρύ πέτρινο μεγαθήριο των εργοστασίων Λαναρά σαν έτσι να σου λέει: Εγώ διατηρώ τούτη τη μιζέρια. Αυτή κι εγώ είμαστε αλληλένδετα. Υπάρχει γιατί υπάρχω. Κοιτάζω την υψηλή πέτρινη μάντρα που την περιζώνει. Μπροστά ο Κηφισός και γύρω χωράφια και χαμόσπιτα, όπως οι παλιοί πύργοι του φεουδάρχη στη μέση του μεσαιωνικού χωριού.

...Η ΕΙΣΟΔΟΣ δύσκολη για τους αστούς γίνεται αδύνατη για το δημοσιογράφο αριστερής εφημερίδας. Τα κανόνια του και οι πολεμίστρες του είναι αόρατες μα υπάρχουν. Υπάρχουν παντού αρχίζοντας από τη μελετημένη τοποθέτηση της πόρτας, που βρίσκεται σε δρόμο όχι περαστικό ως τους θυρωρούς και τους πληρωμένους μέσα κι έξω χαφιέδες... Ομως οι σκλάβοι που φθείρουν μέσα κει τα πνεμόνια τους για να μπορούν να ζουν και να ξαναπηγαίνουν κάθε πρωί και ν' αυξάνουν με τη δουλιά τους τα πλούτη των Λαναράδων βγαίνουν κάποτε στον έξω κόσμο. Είναι 4 το απόγιομα, που οι εργάτες ξεχύνονται στους γύρω δρόμους. Πάνω από 1.500 εργάτες δουλεύουν στου Λαναρά. Οι περισσότερες γυναίκες. Τι λέω; Κορίτσια και μικρά κορίτσια, που όσο θα υφαίνουν περισσότερα τόσο θα ξεϋφαίνει η φυματίωση τη ζωή τους.
ΑΛΛΑ οι μεγάλοι αυτοί "εθνικόφρονες" - γράφει η δημοσιογράφος - που πρόσφεραν τελευταία (το 1946) 30 εκατ. δραχμές για τους ακρίτες μας, που κόπτονται για τη "Μεγάλη Ελλάδα" και λυσσούν για τους "προδότες" ΕΑΜοβουλγάρους έχουν κι άλλες λαμπρές πράξεις "πατριωτισμού" να επιδείξουν. Εχουν γραφεί και χιλιοειπωθεί χωρίς να κινηθεί ποτέ η δραστηριότητα κανενός εισαγγελέα ότι: 1) Τα εργοστάσιά τους στην Κατοχή δούλευαν χακί και γκρι πράσινο. Για να ντύσουν ποιόν; Τα τάγματα και τους Ούννους. 2) Λαναράδες και Οτο Χέρτσφελδ έκαναν χρυσές δουλιές με τη γερμανική επιτροπή λείας πολέμου. Και έπεται συνέχεια χωρίς τέλος. Ετσι αγοράστηκε η πασίγνωστη μπλε πολυκατοικία των Εξαρχείων!! και τα άλλα ακίνητα».

Η ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΗ έρευνα για τα φέουδα των Λαναράδων έφερε στο φως κι ένα πρακτικό της υποεπιτροπής Βιομηχανοποιήσεως Βάμβακος Αθηνών (7/7/1944). Σ' αυτό ο Ι. Πεσμαζόγλου ευυπόληπτος όχι κουκουές, αναγκάζεται να αποκαλύψει μια λεπτομέρεια που ξεχειλίζει από το βόρβορο των «μπίζνες» της Κατοχής... «Μεταξύ των διαφόρων ειδών (υφασμάτων) άτινα επρομηθεύθη η υπηρεσία ημών επ' ανταλλαγή εκκοκκισμένου βάμβακος διά την περίθαλψιν πυροπαθών πληθυσμών της υπαίθρου ήτο και ποσότης 5.000 μαλλίνων κουβερτών παραληφθείσα παρά της βιομηχανίας "Λαναρά-Κυρίτση". Ανεξαρτήτως των δυσχερειών ας προέβαλεν ο εκπρόσωπος αυτής κ. Λαναράς και της αρχικής του αρνήσεώς του να χορηγήσει με τας καθορισμένας ανταλλακτικάς σχέσεις κλινοσκεπάσματα άτινα μόνος διέθετε έτοιμα και εις μεγάλας ποσότητας επιδείξας εγκληματικήν αδιαφορίαν διά την εξυπηρέτησιν του σκοπού δι' ον τω υπεδείχθη ότι εχρειάζοντο ημίν...».

ΚΑΙ το πρακτικό προσθέτει: «... Χαρακτηριστικόν τούτου διά την ιστορίαν αναφέρω το γεγονός ότι ούτος εδήλωσεν εις την υπηρεσίαν ότι "προτιμά να τα δώσει εις τους Βουλγάρους, οίτινες του χορηγούν ζάχαριν εις σχέσιν συμφεροτέραν..."». Με άλλα λόγια οι άνθρωποι έντυναν και ζέσταιναν τους φασίστες Βουλγάρους, που σκότωναν το μακεδονικό και θρακικό πληθυσμό και... αφιλοκερδώς έπαιρναν ζάχαρη, η οποία διοχετεύετο στη μαύρη αγορά για «τας ανάγκας του... ελληνικού λαού».

ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ στην έρευνα για τους Λαναράδες είναι απλά, τεκμηριωμένα και αποκαλυπτικά. Οι οικονομικοί αυτοί δοσίλογοι, φυσικά θα έπρεπε να δικαστούνε για τα οικονομικά τους εγκλήματα που διέπραξαν... Επρεπε, δεν έγινε όμως έτσι. Οι περισσότεροι απηλλάγησαν μετ' επαίνου! Κι οι επίγονοι της φάρας κορδακίζονται σήμερα με τις περγαμηνές της εθνικοφροσύνης τους. Κι αρπάζουν ξανά δισεκατομμύρια αμέτρητα που τους δίνει η κυβέρνηση και αφήνουν ψίχουλα για τους εργάτες.

Του
Νίκου ΚΑΡΑΝΤΗΝΟΥ

Δείτε και (Ριζοσπάστης)