14 Νοεμβρίου 2018

“Αγώνας είναι αυτός συναγωνιστή, αγώνας... Αν τον κερδίσουμε τα κερδίσαμε όλα, κι όταν τον χάσουμε τα χάνουμε όλα”.

(από το βιβλίο "Με τους Αντάρτες στα βουνά" του πρωτομάστορα και ποιητή της τέχνης της φωτογραφίας, «με τις απανωτές δυστυχίες μας και τις λιγοστές χαρές μας» φωτογράφου της Εθνικής Αντίστασης Σπύρου Μελετζή)

🔹 Μια μέρα είχα πάει σ’ ένα κοντινό χωριό που λέγεται Στένωμα. Σ’ αυτό το χωριό ήταν εγκατεστημένο το Πολιτικό Γραφείο του Κ.Κ.Ε. και τράβηξα κάτι φωτογραφίες. Όταν γύριζα πίσω στη Βίνιανη νωρίς το απόγευμα, βρήκα στο δρόμο μια ομάδα γυναικών που ξεκουράζονταν σε μια βρύση που βρίσκεται πριν από τη Βίνιανη. Να ένα ωραίο θέμα, είπα μέσα μου. Θα φωτογραφίσω αυτές τις γυναίκες με τις ζαλίγκες τους μόλις ετοιμασθούν να ξεκινήσουν. Τις πλησίασα και τις χαιρέτισα κατά τον συνηθισμένο τρόπο:

🔹 Γεια σας συναγωνίστριες...
🔺 Γεια σου συναγωνιστή
🔹 Από πού έρχεσθε;
🔺 Από τη Νεράιδα -συναγωνιστή


Κι’ όταν άκουσα πως ερχόταν από το χωριό Νεράιδα κι είχανε περπατήσει έτσι φορτωμένες πέντε ώρες, άρχισαν πάλι οι τύψεις να με βασανίζουν. Πέντε ώρες πορεία και φορτωμένες έτσι. Ε, αυτό πια πώς να το χωρέσει ο νους μου…
Ανάμεσά τους ξεχώριζε μια γριά (είναι αυτή που έχω στο λεύκωμά μου με την κασόνα ζαλίγκα). Αυτή τράβηξε πιο πολύ την προσοχή μου, οι άλλες ήταν νέες, και την ρώτησα τότε:

🔹 «Καλά, εσύ συναγωνίστρια, δεν έχεις κανένα δικό σου, καμιά κόρη, καμιά αγγόνα, να ερχόταν εκείνη “αγγαρεία”, παρά φορτώθηκες εσύ γριά γυναίκα αυτή την κασόνα και περπάτησες τόσες ώρες.»

Να τι μ’ απάντησε εκείνη η Ευρυτάνα γυναίκα:

🔻 «Έχω συναγωνιστή, και κόρες κι αγγόνες, αλλά όλες πήγανε σήμερα “αγγαρεία”.
Αγώνας είναι αυτός συναγωνιστή, αγώνας. Αν τον κερδίσουμε τα κερδίσαμε όλα, κι όταν τον χάσουμε τα χάνουμε όλα».


Βούρκωσαν τα μάτια μου κι άθελα άρχισαν να κυλάν τα δάκρυα. Καμώθηκα πως ήθελα να πιω νερό και πήγα κοντά στη βρύση. Πλύθηκα για να κρύψω τα δάκρυα που κυλούσαν στο πρόσωπό μου και να πάρω λίγο κουράγιο. Και χίλια κανόνια να έπεφταν με μιάς ίσως θα μπορούσαν να τ’ αντέξουν τ’ αυτιά μου. Μα τούτα τα λόγια της Ευρυτάνας γριάς ήταν αδύνατο να τ’ αντέξω.

Την ίδια στιγμή σαν να βρισκόμουνα σε έκσταση ή έβλεπα ένα θάμα, άρχισε εκείνη η γυναίκα με την κασόνα ζαλίγκα να μεγαλώνει, να μεγαλώνει, να γίνεται στοιχειό και δράκαινα, να ξεπερνά τις κορφές του Βελουχιού και ν’ ανεβαίνει στα μεσούρανα.
Μέσα στο νου μου αυτή η γυναίκα έλαμψε και φωτίστηκε και στάθηκε μπροστά μου επιβλητική, μεγαλόπρεπη, ακατάλυτη. Κι εγώ μπροστά της ένας νάνος, ένα τίποτε. Την έβλεπα και δεν τη χόρταινα. Να, έλεγα, αυτή είναι η Ελλάδα, βουνήσια Ελλάδα, που αγωνίζεται και μάχεται για τη λευτεριά.


Ήθελα να τρέξω κοντά της, να την αγγίξω, να πάρω κι εγώ δύναμη, να πάρω κουράγιο να γεμίσω την ψυχή μου με πίστη και θάρρος, με αυτοπεποίθηση για να μπορώ να πράξω κι εγώ κάτι. Μα δεν είχα ούτε μια στάλα δύναμη. Τα πόδια μου λες κι είχαν κολλήσει σε λάσπη ή είχαν ριζώσει μεσ’ στη γη, δεν μπορούσα να τα κουνήσω και έτσι καρφώθηκα στο ίδιο μέρος και την κοίταζα αμίλητος και σαν υπνωτισμένος. Και μόνο όταν σηκώθηκαν και οι άλλες κοπέλες με τις ζαλίγκες τους και μούπαν «Γεια σου συναγωνιστή», τότε συνήλθα. Τότε τις φωτογράφισα κι έφυγα ντροπιασμένος.

Σκεπτόμουνα πάντα, κι ως τα σήμερα ακόμα, τι έδωσε ο λαός μας σ’ αυτό το διάστημα της κατοχής και τι αντάλλαγμα πήρε για τις τόσες και τόσες του θυσίες. Έρχονται στιγμές, ακόμα και σήμερα, που φέρνω μπρος στα μάτια μου όλο αυτό το μεγαλείο του λαού μας όπως το ζήσαμε όλοι όσοι είχαμε την τύχη, την ευλογία του θεού και βρεθήκαμε τότε στην Ελεύθερη Ελλάδα, και πονώ για τον λαό μας και για την κατάρα που τον δέρνει. Κι όταν μάλιστα ξέρεις ποια είναι αυτή η κατάρα τότε πονάς ακόμα πιο πολύ. ▪️


Τα χρόνια περνούν και οι άνθρωποι που με τον απελευθερωτικό τους αγώνα έγραψαν ιστορία, πριν η ιστορία ασχοληθεί μαζί τους, ένας - ένας έφυγαν.
Κάθε χρόνο, στο «προσκλητήριο», όλο και κάποιοι απουσιάζουν.
Μαζί τους φεύγει μια εποχή, όχι όμως και τα προβλήματα και τα αιτήματα για ψωμί, δουλιά, λευτεριά.

15 χρόνια από το θάνατο (13/11/2003) του πρωτομάστορα και ποιητή της τέχνης της φωτογραφίας, του φωτογράφου της Εθνικής Αντίστασης, συμπληρώνονται φέτος.
Δίνοντας το προσωπικό στίγμα του φακού του, που ήξερε να αποτυπώνει τη μάχιμη καθημερινότητα των απλών ανθρώπων, αναζητώντας την ομορφιά και τις κοινωνικές προεκτάσεις ανάμεσα σε πρόσωπα, πράγματα και πεπρωμένα, ο μάχιμος καλλιτέχνης του Αντάρτικου, με το όπλο στο ένα χέρι και τη φωτογραφική μηχανή στο άλλο, έγραψε ιστορία. Οι φωτογραφίες του διακρίνονται όχι μόνο για την ιστορική σημασία τους, αλλά και για την υψηλή αισθητική τους.

Η φωτογραφία στάθηκε για εκείνον το μεγάλο σχολειό της ζωής του, όπως ο ίδιος έλεγε. «Χωρίς τη βοήθεια και τη συμπαράστασή της, μπορεί η ζωή μου να περνούσε ολόκληρη χωρίς κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον».

Γεννημένος στην Ιμβρο το 1906, έφυγε σε ηλικία 17 ετών για την Αλεξανδρούπολη, όπου θα βρεθεί στο φωτογραφείο του Παναγιώτου και θα έχει την πρώτη επαφή με το φακό και το πρώτο αντάμωμα με τη φωτογραφία. Η πρώτη του μεγάλη φωτογραφική δουλιά αναφέρεται στη φύση της Ηπείρου. Ενα δεύτερο φωτογραφικό ταξίδι, κι αυτό προπολεμικό, έγινε στην Κεφαλονιά.

Εκεί που χτιζόταν η Νέα Ελλάδα

Ομως, τα έργα που θα τον αναδείξουν και θα τον καθιερώσουν ως έναν από τους σπουδαιότερους φωτογράφους μας, είναι οι στιγμές που αποτυπώνει με το φακό του την περίοδο της Κατοχής και της Αντίστασης. Η γερμανική σημαία που κυματίζει στην Ακρόπολη, οι άνθρωποι που πεθαίνουν στους δρόμους της Αθήνας, οι ΕΑΜίτες αντάρτες που αγωνίζονται στα βουνά της Ελλάδας, η Απελευθέρωση, είναι μερικά από τα θέματα των φωτογραφιών του, οι οποίες διακρίνονται όχι μόνο για την ιστορική σημασία τους, αλλά και για την υψηλή αισθητική τους.

Στις αρχές του 1942, ο Σπ. Μελετζής πάει στον Ολυμπο, στο χωριό Καρυές και φωτογραφίζει αντάρτικες ομάδες, καθώς και λοχαγούς του ΕΛΑΣ. Τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο του 1942, ταξιδεύει στην Πελοπόννησο με αποστολή, που του είχε αναθέσει η οργάνωση του ΕΑΜ της Αθήνας, να φέρει τρόφιμα στην πρωτεύουσα. Από τις φωτογραφίες του ταξιδιού, ήταν και εκείνη της Αννέτας, της πρώτης αντάρτισσας που είχε βγει στα βουνά της περιοχής. Το Φλεβάρη του '44, το ΠΓ του ΚΚΕ τού στέλνει το μήνυμα: «Σπύρο, έλα στο βουνό, εκεί που χτίζεται η Νέα Ελλάδα». Το «σαΐνι», όπως ήταν το παρατσούκλι του, παίρνει τη μηχανή του, 332 φιλμ και ανεβαίνει στη Βίνιανη, όπου και στήνει το εργαστήριό του. Εκεί απαθανάτισε το έπος της Εθνικής Αντίστασης και έκανε πραγματικότητα το όνειρό του, να φωτογραφίσει τον Αρη.

Η απελευθέρωση της Αθήνας στις 12 Οκτωβρίου του 1944, θα βρει τον Σπ. Μελετζή στα βουνά της Ρούμελης. Το 1996, σε εκδήλωση προς τιμήν του στη Ρεντίνα Καρδίτσας, θυμόταν: «Συνάντησα μια Ρουμελιώτισσα γερόντισσα, που κουβαλούσε εφόδια για τους αντάρτες. Οταν τη ρώτησα, πώς μπορεί να είναι ζαλωμένη με ένα τόσο βαρύ φορτίο, πήρα μιαν απάντηση: "Αγώνας είναι αυτός συναγωνιστή, άμα κερδίσουμε, τα κερδίζουμε όλα. Αμα τα χάσουμε, τα χάνουμε όλα". Τότε είδα αυτήν τη γερόντισσα, σα γίγαντα μπροστά μου και άρχισα να σκέφτομαι ότι οι φωτογραφίες που έπρεπε να τραβήξω, έπρεπε να έχουν την αγωνία, την πίστη, την ελπίδα και τη λεβεντιά αυτού του λαού».

Το Νοέμβρη του 1944, έγινε στην Αθήνα έκθεση αφιερωμένη στο έργο του. Η έκθεση στήθηκε σε χρόνο ρεκόρ, δίνοντας φωτογραφικά τη μεγάλη σελίδα του Βουνού. «Οσοι την είδαν - είπε τότε ο Νίκος Καραντηνός - έτριβαν τα μάτια τους, γνωρίζοντας μια Ελλάδα της Αντίστασης με το φωτογραφικό μάτι του Σπύρου Μελετζή. Ολο αυτό το υλικό το υπερασπίστηκε, το έκρυψε στα φυλλοκάρδια του και μας το παρέδωσε ως παρακαταθήκη για κληρονομιά». Η έκθεση κράτησε μόνον 9 ημέρες, γιατί ακολούθησαν τα Δεκεμβριανά. Ο φωτογράφος, που κατά τη διάρκεια της Μάχης της Αθήνας θα προσπαθήσει να φωτογραφίσει, θα συλληφθεί με τη φωτογραφική μηχανή του και θα βρεθεί αιχμάλωτος στην Ελ - Ντάμπα της Αιγύπτου. Τον Ιούλη του 1945, ο Σπύρος Μελετζής έθαψε στον τοίχο της κουζίνας του σπιτιού του και στο ταβάνι 2.200 περίπου φιλμ από την Αντίσταση και τα Δεκεμβριανά. Τριάντα χρόνια αργότερα, με μεγάλη αγωνία για το τι είχε απομείνει, ξανάβγαλε στο φως όλον αυτόν το θησαυρό ανέπαφο και τον παρέδωσε στη Νεοελληνική Ιστορία.

Σε νέους ορίζοντες

Ο φακός του Σπ. Μελετζή από το 1950 κι έπειτα κινείται σε νέους ορίζοντας. Φωτογραφίζει τη φύση και τα μνημεία της Ελλάδας. Παράλληλα, παρουσιάζει τη δουλιά του σε όλο τον κόσμο και δέχεται πολλές τιμητικές διακρίσεις και βραβεία. Τη δεκαετία του 1950 - 1960, συνεργάζεται με την Ελένη Παπαδάκη και μαζί αρχίζουν να φωτογραφίζουν τα ελληνικά μουσεία, εκδίδοντας πολυτελείς οδηγούς. Το 1993, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Βιέννης τού οργανώνει μεγάλη έκθεση με θέμα την Ελλάδα. Ενα χρόνο πριν, η διεύθυνση της Εθνικής Πινακοθήκης αρνήθηκε να του παραχωρήσει την αίθουσά της για να εκθέσει τα έργα του. Το Γενάρη του 1994, η Πανελλήνια Ομοσπονδία Φωτογράφων ανακήρυξε τον Σπύρο Μελετζή επίτιμο πρόεδρό της, σε μια εκδήλωση που συνδιοργάνωσε με την Ενωση Καλλιτεχνών Φωτογράφων, ενώ το 1995 τού απονεμήθηκε ο «Σταυρός του Φοίνικα».

Αξίζει να σημειωθεί, όμως, η άρνηση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, το 2000, να χορηγήσει σύνταξη στον φωτογράφο της Εθνικής Αντίστασης, σημειώνοντας ότι αυτό θα παραβίαζε «βασική συνταξιοδοτική αρχή της νομοθεσίας μας... Σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, σύνταξη από το Δημόσιο δικαιούνται όσοι έχουν αναλώσει τη ζωή τους στη δημόσια υπηρεσία, όσοι έχουν πάθει κάποια αναπηρία σε πόλεμο ή στην Εθνική Αντίσταση, καθώς και οι οικογένειές τους... Επομένως, το αίτημα για παροχή σύνταξης σε φωτογράφο της Εθνικής Αντίστασης δεν είναι δυνατό να ικανοποιηθεί...». (Αρ. Πρωτ. 130656/1137/0092 5 Ιανουαρίου 2000).

Το 1986, σε εκδήλωση που διοργάνωσε το ΚΚΕ προς τιμήν του, ο Σπ. Μελετζής είχε πει για τη δουλιά του, την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης: «Αν μπόρεσα να ανταποκριθώ σ' αυτό που μου ανέθεσε το Κόμμα, δεν ξέρω. Ισως, ναι. Ισως, όχι. Η εποχή ήταν δύσκολη. Δεν υπήρχαν τα μέσα. Υπήρχε όμως πολύς ενθουσιασμός. Μεγάλη πίστη και αγάπη στα ιδανικά του αγώνα. Κρατώ και σήμερα αυτήν την πίστη και αυτήν την αγάπη». Ετσι παρέμεινε πάντα ο Σπύρος Μελετζής. Πάντα με ενθουσιασμό και πάντα γοργοπόδαρος σα νέος. Το έργο του αποτελεί ιστορική παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές. Το μοναδικό αυτό υλικό θα μείνει παντοτινή κληρονομιά του λαού μας.