Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άλκη Ζέη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άλκη Ζέη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

12 Μαΐου 2023

Η Ζωρζ και η Άλκη των παιδιών

Πόσο διαφορετικοί και διαφορετικές θα ήμασταν εμείς σήμερα αν δεν είχαμε διαβάσει κάποια βιβλία;
Αν δεν είχαμε μαγευτεί από την ευφάνταστη αλλά και υπαινικτική λεξιπλασία της Μυρτώς και της Μέλιας, ΕΥ-ΠΟ - ΛΥ-ΠΟ, στο «Καπλάνι της Βιτρίνας»...
Αν δεν είχαμε πεισμώσει για να δέσουμε όλους τους νέους και τις νέες της Γης σε ένα τεράστιο «Γαϊτανάκι» που θα κυκλώσει τη Γη...

Αν δεν είχαμε νιώσει τον φόβο και την αγωνία να μη σε καταλάβουν οι φασίστες Γερμανοί κατακτητές αλλά και την περηφάνια, την ευθύνη ότι συμμετείχες κι εσύ στον αγώνα και τη νίκη εναντίον τους, όπως στον «Μεγάλο Περίπατο του Πέτρου», ή στο «Οταν ο ήλιος»...
Αν δεν είχαμε νιώσει τη φλόγα και το ανώτερο ανάστημα των Ρώσων επαναστατών, αν δεν είχαμε διαισθανθεί τις μεγάλες αλλαγές που συμβαίνουν πέρα, μακριά, κάπου «Κοντά στις ράγες»...

Αν δεν είχαμε ονειρευτεί να σαλπάρουμε με τον «Πορτοκαλί ήλιο» και να ζήσουμε μια μεγάλη περιπέτεια όπως στον «Θησαυρό της Βαγίας»...

Για τα παραπάνω «υπεύθυνες» είναι η Αλκη Ζέη και η Ζωρζ Σαρή, που φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννησή τους.

Είναι πολύ δύσκολο να γράψεις κάτι για τη μία χωρίς την άλλη, ακόμα και να σκεφτείς τη μία χωρίς την άλλη... Αλλωστε, η δική τους η φιλία κρατά από τα 12 τους χρόνια, όταν ξεκίνησαν να φοιτούν μαζί στο Γυμνάσιο και υπέγραφαν «Ενωμένες Πάντα» ή αλλιώς «Ε.Π.». Και αυτή η φιλία κράτησε μια ζωή. «Πιασμένες τώρα από το χέρι πάμε στα σχολεία σε όλη την Ελλάδα και κουβεντιάζουμε με τα παιδιά και τους λέμε, ανάμεσα σε άλλα πολλά, πως μια φιλία (η δική μας) μπορεί να αντέξει στο χρόνο»...

Είναι η Ζωρζ και η Άλκη των χιλιάδων παιδιών... `Η αλλιώς «ο Γιωργάκης» και «το Κούλι» όπως αποκαλούσε η μία την άλλη από τα μαθητικά τους χρόνια.

Το έργο τους έχει ήδη μεγαλώσει γενιές και γενιές... Ισως επειδή το σύμπαν που έχουν φτιάξει «κλείνει το μάτι» στα παιδιά, δεν «σηκώνει» το άδικο και στρατεύεται στον αγώνα για τη ζωή...

Τα θέματα που πραγματεύονται στα δεκάδες βιβλία τους είναι καθημερινά και πανανθρώπινα. Τις σελίδες των βιβλίων τους διατρέχουν τόσο τα ξέγνοιαστα καλοκαίρια, οι παρέες, οι σκανταλιές, οι οικογενειακές σχέσεις, η φιλία, τα εφηβικά όνειρα και η ενηλικίωση, οι πρώτοι έρωτες, όσο και πολλά από τα γεγονότα που συγκλόνισαν την Ελλάδα του 20ού αιώνα, δικτατορία του Μεταξά, Κατοχή, Αντίσταση, διώξεις, Δεκέμβρης, Εμφύλιος, εξορίες, χούντα, Πολυτεχνείο.

Αυτά τα μεγάλα γεγονότα στα οποία συμμετείχαν και οι ίδιες - καταβάλλοντας το τίμημα - ήταν και ο λόγος που τις ώθησε στο γράψιμο. «Αν διάλεξα να γράψω για τα παιδιά είναι γιατί θέλησα να αποτυπώσω όσα σημαντικά έζησε η γενιά μου, που φοβάμαι μην ξεχαστούν όταν θα έχουμε φύγει εμείς», έλεγε η Α. Ζέη, ενώ η Ζ. Σαρή σημείωνε: «Καταχωνιασμένες, οι αναμνήσεις μου, όποτε θέλω, ανεβαίνουν στην επιφάνεια ολοζώντανες, φωτεινές. Σαν να ήταν χθες». Οι προσωπικές τους εμπειρίες δένονται με τα ιστορικά γεγονότα και οι μυθιστορηματικοί τους ήρωες συντονίζονται με τα μικρά και μεγάλα γεγονότα και τη δράση του λαού μας.

Μόνο που η Α. Ζέη ήξερε ότι ήθελε να γράφει από «πάντα», ενώ η Ζ. Σαρή το κατάλαβε χρόνια αργότερα. «Χάρη στην Αίγινα, τα παιδιά μου και τους φίλους τους, χάρη στη Βαγία των παιδικών μου χρόνων, έγινα συγγραφέας», τότε που λόγω της χούντας σταμάτησε να δουλεύει στο θέατρο. «Μου την έφερε! Είχαμε συμφωνήσει από μικρές ότι εγώ θα γίνω συγγραφέας και εκείνη ηθοποιός», έλεγε χαριτολογώντας η Α. Ζέη.


Η Άλκη Ζέη γεννήθηκε στην Αθήνα και πέρασε τα πρώτα παιδικά της χρόνια στη Σάμο, από όπου καταγόταν η μητέρα της και στη συνέχεια στην Αθήνα. Από πολύ μικρή ασχολήθηκε με το γράψιμο. Ηδη από τις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου άρχισε να γράφει κείμενα για το κουκλοθέατρο. Ενας από τους ήρωες που δημιούργησε, ο Κλούβιος, έγινε κατοπινά ο ήρωας του γνωστού κουκλοθέατρου «Μπαρμπα - Μυτούσης».

Κατά την περίοδο της Κατοχής εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ. Σπούδασε Φιλοσοφία του Θεάτρου στη Φιλοσοφική του Πανεπιστημίου των Αθηνών και υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Ωδείου Αθηνών. Τότε γνώρισε και τον Γιώργο Σεβαστίκογλου, θεατρικό συγγραφέα, με τον οποίο παντρεύτηκαν το 1945. Κατά την υποχώρηση του ΔΣΕ ο Γιώργος Σεβαστίκογλου, ο οποίος ήταν μέλος του κινηματογραφικού του συνεργείου, βρέθηκε στην Τασκένδη, ενώ η Ζέη συνελήφθη και εξορίστηκε στη Χίο. Επανασυνδέθηκε με τον σύζυγό της το 1954 στην Τασκένδη, όπου απέκτησαν και δυο παιδιά. Το 1957 μετακόμισαν στη Μόσχα και η Ζέη σπούδασε στο Τμήμα Σεναριογραφίας του Ινστιτούτου Κινηματογράφου της Μόσχας.

Στη Μόσχα γράφει και το πρώτο της βιβλίο, «Το καπλάνι της βιτρίνας». Οπως έχει αναφέρει η ίδια, «ξεκίνησε επειδή διηγόμουν πολύ τις ιστορίες των παιδικών μου χρόνων με τον παππού μου στα παιδιά μου». Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα υπήρξε έργο - σταθμός για την ελληνική παιδική λογοτεχνία και θεωρείται πλέον ένα κλασικό έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας για παιδιά.

Άλκη Ζέη
Αρβυλάκια και Γόβες

27-Οκτ-1940: Θα τη θυμάται αυτή τη μέρα ο Πέτρος γιατί πέθανε το τριζόνι του. Θα τη θυμάται γιατί την επομένη ακούει τη φωνή της μητέρας του να λέει: «Σήκω... έγινε πόλεμος. Δεν ακούς τις σειρήνες;» Όταν οι Ιταλοί έφτασαν στο κατώφλι της Ελλάδας, ο Πέτρος ήταν εννιά χρονών, είχε μια χελώνα για κατοικίδιο και γνώριζε τον πόλεμο μόνο μέσα από τα βιβλία. Τώρα όμως θυμάται πως πέθανε το τριζόνι του και τον βιώνει κάθε μέρα, μαζί με τους γονείς του, τον παππού του και τη μεγαλύτερη αδελφή του, την Αντιγόνη, αρχίζοντας έναν μεγάλο περίπατο - μια βόλτα στην Αθήνα της Κατοχής, στα δύσκολα εκείνα χρόνια της πείνας, των συσσιτίων, του φόβου, των διωγμών, αλλά και της ΕΑΜικής Αντίστασης και συνέχεια την εποποιία των αλύγιστων της ταξικής πάλης.

Το 1964 επέστρεψε στην Ελλάδα, για να ξαναφύγει πάλι το 1967 με τον ερχομό της χούντας, αυτήν τη φορά για το Παρίσι, και να επιστρέψει οριστικά το 1974. Τα επόμενα χρόνια συνεχίζει να γράφει και να εκδίδει βιβλία. «Έφυγε» από τη ζωή το 2020.

Η Ζωρζ Σαρή γεννήθηκε στην Αθήνα από Αϊβαλιώτη πατέρα και γαλλικής καταγωγής Σενεγαλέζα μητέρα. Στα χρόνια της Κατοχής σπούδασε στη δραματική σχολή του Δημήτρη Ροντήρη και οργανώνεται στην ΕΠΟΝ. «Από δυστυχισμένοι γίναμε ευτυχισμένοι. Και αυτό γιατί διαλέξαμε τον δρόμο της ζωής και ας υπήρχε θάνατος μέσα. Θρηνούσαμε και χαιρόμασταν όλοι μαζί. Δε φοβόμασταν όμως. Υπήρχε ένας στόχος, η απελευθέρωση», έγραφε. Συμμετέχει ενεργά στην Αντίσταση, «με τους συντρόφους μου καταργούμε το θάνατο, την πείνα, την παγωνιά και τον φόβο. Είμαι 20 χρονών και κυρίαρχος του κόσμου».

Στις μάχες του Δεκέμβρη τραυματίστηκε σοβαρά στην πλατεία Κυψέλης. Το 1947 αναγκάστηκε να διαφύγει στο Παρίσι. Εκεί σπούδασε υποκριτική στη σχολή του Σαρλ Ντιλέν. Εργάστηκε στο θέατρο ως ηθοποιός και παντρεύτηκε τον Αιγυπτιώτη χειρουργό Μαρσέλ Καρακώστα, με τον οποίο απέκτησαν δυο παιδιά.

Επέστρεψε στην Ελλάδα και το 1962 εντάχθηκε στον θίασο του Δημήτρη Ροντήρη, που περιόδευε στο εξωτερικό με παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας. Ακολούθησαν και άλλες συνεργασίες της στο θέατρο και στον κινηματογράφο.

Στην παιδική λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1969, με το μυθιστόρημα για εφήβους «Ο θησαυρός της Βαγίας». Έκτοτε επιδόθηκε, κυρίως, στο γράψιμο, εμπνεόμενη πρωτίστως από την πολιτικοκοινωνική ιστορία του τόπου μας στον 20ό αιώνα, τα ιδανικά, τους αγώνες και τις περιπέτειες του λαού μας και τις δικές της. Πέθανε το 2012.

Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι οι δύο συγγραφείς θεμελίωσαν στη χώρα μας τη σύγχρονη παιδική λογοτεχνία. Κατοχύρωσαν τη διεύρυνσή της σε επίπεδο θεμάτων και απόψεων. «Κορίτσια και αγόρια μάθανε να διαβάζουν καλά μυθιστορήματα, να βλέπουν πόσο έντονα το ατομικό συνυπάρχει με το συλλογικό, να αναγνωρίζουν στους χάρτινους ήρωες δικά τους όνειρα μα και αδιέξοδα», γράφει ο λογοτέχνης Μ. Κοντολέων.

Με χιούμορ, τρυφερότητα, ωραία και δουλεμένη πλοκή, διεισδυτική ματιά στα γεγονότα, καθαρή γραφή απευθύνονται κατευθείαν στην καρδιά των παιδιών. Δεν μιλάνε τυποποιημένα ή ευκολοχώνευτα. «Το καπλάνι της βιτρίνας», «Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου», «Κοντά στις ράγες», «Μωβ ομπρέλα», «Οταν ο ήλιος», «Το ψέμα», «Οι νικητές», «Τα στενά παπούτσια», «Ε.Π», «Ο χορός της ζωής», «Ο θησαυρός της Βαγίας» είναι κάποια μόνο από τα βιβλία τους που τόσο έχουν αγαπηθεί και τα μηνύματά τους έχουν λάβει τη δική τους θέση στο μυαλό και στην καρδιά ενός παιδιού που μεγαλώνει.

Με το έργο τους ζωντάνεψαν παλιότερα χρόνια και εποχές που έχουν περάσει, όμως έχουν πολλά ακόμα να μας μάθουν. Αλλωστε, αυτό είναι και ένα χαρακτηριστικό του καλού λογοτεχνικού βιβλίου, να ανοίγει νέους ορίζοντες προσφέροντας απλόχερα μια συμπυκνωμένη πείρα από τη ζωή, μια πείρα που ποτέ δεν θα μπορέσει από μόνο του το παιδί να την αποκτήσει στη διάρκεια της ζωής του.

Τα έργα τους αποτελούν τομή στην παιδική - εφηβική λογοτεχνία για το πρωτοπόρο ιδεολογικό, πολιτικό περιεχόμενό τους, σε πείσμα του κυρίαρχου αφηγήματος ότι η πολιτική σκοτώνει τη λογοτεχνία. Είναι έργα που βοηθούν τους νέους ανθρώπους να δουν τον κόσμο «αλλιώς», να αναγνωρίσουν την αξία των κοινωνικών αγώνων, να συμμεριστούν τα μεγάλα κοινωνικά ιδανικά, να αγαπήσουν εκείνους που τα υπερασπίζονται, θυσιάζοντας ακόμη και τη ζωή τους, σε αντίθεση με τον ατομικισμό, τη ματαιοδοξία, την ιδιοτέλεια που καλλιεργεί το κυρίαρχο σύστημα από τα παιδικά κιόλας χρόνια.

Άλλωστε, η Τέχνη δεν είναι μια στιγμιαία διαδικασία, αλλά μια διαρκής πορεία και συνομιλία μέσα στον χρόνο. Και εκεί είναι που ο γονιός και ο φωτισμένος δάσκαλος πρέπει να βοηθήσουν τα αρχικά ερεθίσματα ενός καλού λογοτεχνικού βιβλίου να πάρουν οριστική θέση στο μυαλό και στην καρδιά ενός παιδιού που μεγαλώνει. Αυτό είναι που κάνουν και οι ιστορίες της Ζέη και της Σαρή. Δεν «επαναπαύουν». Καλούν τον μικρό αναγνώστη να ψάξει να βρει την αλήθεια του τόπου του, δηλαδή του κόσμου όλου...

“Τι σαχλαμάρες είναι αυτές; Θα τσακωνόμαστε για ξένα γίδια;
– Όταν η Άλκη Ζέη και η Ζωρζ Σαρή
_πιάστηκαν στα χέρια για τον Βασιλιά και τον Βενιζέλο

Χόρευαν, άλλες τραγουδούσαν “Του αϊτού ο γιος” κι άλλες “Βενιζέλε μας, γενναίε της πατρίδας”, όμως αγκαλιασμένες. Η Άλκη με τη Ζωρζ, στο θρανίο τους κάθονταν φρόνιμα κι έγραφαν στα τετράδιά τους τα κεφαλαία γράμματα της φιλίας: Ε.Π., Ε.Π.

Το Ε.Π. είναι το βιβλίο όπου η Ζωρζ Σαρή περιγράφει τα σχολικά της χρόνια στο Γυμνάσιο Θηλέων. Και μαζί με αυτά τη γνωριμία της με την Άλκη Ζέη που εξελίχθηκε σε μια φιλία ζωής και ας… δοκιμάστηκε από τις παιδικές πολιτικές τους διαφωνίες, όταν η Ζωρζ Σαρή αγαπούσε ακόμα τον βασιλιά -και για λίγο και τις στολές της ΕΟΝ του Μεταξά- ενώ η Άλκη Ζέη ήταν ακόμα Βενιζελική και παραλίγο να πιαστούν στα χέρια για αυτό και για τον χαρακτηρισμό “ξενοκίνητος” -που αγνοούσαν τη σημασία του, αλλά τους φάνηκε βαρύς.

Παρακάτω θα βρείτε τρία αποσπάσματα από το βιβλίο “Ε.Π.”, που σημαίνει ενωμένες πάντα και συμβολίζει την αιώνια φιλία μεταξύ των δύο συγγραφέων. Το πρώτο είναι ο πρόλογος που έγραψε η Άλκη Ζέη για το βιβλίο της επιστήθιας φίλης της. Το δεύτερο είναι η πρώτη μέρα της Ζωρζ Σαρή στο σχολείο, όπου κάθεται στο ίδιο θρανίο με τη Ζέη και κάνει εντύπωση στις συμμαθήτριές της με το “αγορίστικο” όνομά της. Και το τρίτο είναι το σπαρταριστό επεισόδιο που προαναγγέλλεται και στον τίτλο της ανάρτησης.

Γιωργάκη μου,

Μου ζήτησες να σου γράψω πρόλογο για το βιβλίο σου, το τελευταίο, γιατί κι εγώ δε θυμάμαι πόσα έχεις γράψει. Δε φτάνει που μου την έσκασες, θέλεις και πρόλογο! Δεν τα είχαμε συμφωνήσει ωραία και καλά από τα δώδεκά μας χρόνια; Εσύ ηθοποιός κι εγώ συγγραφέας; Μέχρι και στο Χόλλυγουντ σε είχα φανταστεί να φτάνεις, να παίρνεις το Όσκαρ και να με καλείς να έρθω να σε βρω. Δεν πειράζει, με κάλεσες στο “Έγκλημα στα παρασκήνια”, κι εγώ καμάρωνα το ίδιο σα να ήσουνα στο Χόλλυγουντ! Ακόμα σε φανταζόμουνα… άγαλμα. Στημένο στην πλατεία Κυψέλης, εκεί κοντά που είχες τραυματιστεί βαριά σε μια από τις τόσες μάχες που πήγαινες εσύ μπροστά κι εγώ ξοπίσω. Μας ξεγέλασες όλους και δεν πέθανες, κι έτσι δε σου στήσανε άγαλμα, να το στολίζω εγώ με λουλουδάκια και να δακρύζω. Ευτυχώς, δεν έγινε ηρωίδα όπως το επιθυμούσες, κι έτσι δε σ’ έχασα.

Όλα λοιπόν τα φανταζόμουν πως μπορούσες να γίνεις, ακόμα και… βασίλισσα, αφού όταν ήσουνα μικρή σού άρεσαν οι βασιλιάδες (ευτυχώς τους απαρνήθηκες γρήγορα). Μονάχα συγγραφέα δεν μπορούσα να σε φανταστώ. Έσπαγα το κεφάλι μου να βρω τι σ’ έκανε να γίνεις συγγραφέας, και δεν πίστευα, βέβαια, το παραμύθι που λες στα παιδιά: πως τάχατες το 1967 που ήρθε η Χούντα, οι ηθοποιοί στην αρχή της δικτατορίας αποφάσισαν να μην παίζουν στο θέατρο, κι εσύ, μην ξέροντας τι να κάνεις, από απελπισία άρχισες να γράφεις τις ιστορίες και τα παιχνίδια των παιδιών. Ύστερα γλυκάθηκες και συνέχισες και ένα και δύο και τρία και είκοσι τρία μυθιστορήματα. Ενώ μου διάβαζες τις δακτυλογραφημένες σελίδες από το καινούριο σου βιβλίο, ξαφνικά κατάλαβα γιατί έγινες συγγραφέας. Θέλησες (όπως και στο βιβλίο) να πάμε ξανά χέρι με χέρι στο σχολείο. Όχι, βέβαια, σαν μαθήτριες πια. Μπράβο, Γιωργάκη, τα κατάφερες, έγινες συγγραφέας και, όπως το λογάριασες, πιασμένες τώρα από το χέρι πάμε στα σχολεία σ’ όλη την Ελλάδα και κουβεντιάζουμε με τα παιδιά και τους λέμε, ανάμεσα σε άλλα πολλά, πως μια φιλία (η δική μας) μπορεί να αντέξει στο χρόνο.

Ε.Π. λοιπόν! Καλή επιτυχία και καλή αντάμωση ξανά… στο σχολείο.
         Άλκη Ζέη \ Φθινόπωρο 1995

Το γραφείο της κυρίας Ερασμίας ήταν ανάμεσα σε δύο μπαλκονόπορτες, κάτω από το πορτρέτο του πατέρα της, του Ευφράνορος Δελαπόρτα: ένας μουσάτος, με αρειμάνιον μύστακα, με αυστηρό βλέμμα.

Η κυρία Ερασμία σηκώθηκε από την πολυθρόνα της για να τους υποδεχτεί:
-Χαίρομαι τέκνον μου, που θα είσαι μαθήτριά μου. Ο πατήρ σου είναι ένας άριστος καθηγητής. Σου εύχομαι καλή πρόοδον.
Η Ζωρζ έσκυψε το κεφάλι και δεν ήξερε αν έπρεπε να την ευχαριστήσει ή να της φιλήσει το χέρι. Η κυρία Ερασμία πάτησε ένα επιτραπέζιο κουδούνι, κι αμέσως μπήκε μια κοπέλα.

-Υπαπαντή, της είπε, συνόδευσε την Γεωργία Σαριβαξεβάνη εις την τάξιν της.

Η Ζωρζ τα ‘χασε. Ποια ήταν αυτή η Γεωργία; Το Γεωργία δεν το είχε ακούσει ποτέ της. Εκείνη την είχαν βαφτίσει GEORGE σαν τη GEORGE SAND…

Η κοπέλα που τη φώναζαν Υπαπαντή ήταν λεπτή, χλωμή, με μεγάλα μάτια. Την πήρε από το χέρι και την πήγε σε μια τάξη που δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο. Τα θρανία έμοιαζαν με θρανία και στους τοίχους κρέμονταν οι ήρωες του 1821, λίγο κιτρινισμένοι. Στο σχολειάκι της κρέμονταν οι ίδιοι. Πάνω από την έδρα ήταν κι ένας Χριστός με κόκκινο μανδύα και μια κόκκινη καρδιά στο χέρι.

Η Υπαπαντή σύστησε το κορίτσι στις μαθήτριες:
-Η καινούρια σας συμμαθήτρια, η Γεωργία Σαριβαξεβάνη. Ποια θα την φιλοξενήσει;
Μια αδυνατούλα, με κόκκινα φιογκάκια στις πλαϊνές αλογοουρές της, πετάχτηκε απάνω.

-Εγώ! είπε.

Η Ζωρζ κάθισε πλάι της.
Το θρανίο ήταν το πρώτο στη σειρά, δεξιά, κοντά στο παράθυρο. Έκανε να βγάλει από την τσάντα της την κασετίνα και κάποιο τετράδιο.

-Δε χρειάζεται να βγάλεις τα σύνεργά σου, της είπε το κορίτσι με τις αλογοουρίτσες.
-Γιατί; απόρησε η Ζωρζ.
-Σήμερα δε θα κάνουμε μάθημα.
-Και πώς το ξέρεις εσύ;
-Μου το ‘πε η Λενιώ, η αδερφή μου, αυτή πάει στη Β’ Γυμνασίου. Την πρώτη μέρα δεν έχει μάθημα. Όλοι οι καθηγηταί θα παρελάσουν για να μας γνωρίσουν. Ο καθένας θα πει τα δικά του. Κατάλαβες, Γεωργία;
-Δε με λένε Γεωργία.
-Και πώς σε λένε;
-Ζωρζ.
-Ζωρζ; Σαν το συγγραφέα Ζωρζ Ονέ; Αγόρι είσαι;
-Η συγγραφέας Ζωρζ Σαντ ήταν γυναίκα.
-Και γιατί ξένο όνομα;
-Η μαμά μου είναι Γαλλίδα, από τη Σενεγάλη. Από την Αφρική… Εσένα πώς σε λένε;
-Άλκη. Άλκη Ζέη!
-Αγόρι είσαι; Έχω έναν ξάδερφο που τον λένε Άλκη.
-Το Άλκη είναι και κοριτσίστικο όνομα.
-Τότε, είμαστε πάτσι.

Γέλασε η Άλκη.
Το κορίτσι που καθόταν στο πίσω θρανίο έσκυψε μπροστά.

-Μα τι λέτε τόσην ώρα και χασκογελάτε;
Φορούσε γυαλιά, ήταν χοντρούλα.
Η Άλκη γύρισε και της είπε:

-Συστηθήκαμε. Τη λένε Ζωρζ.
-Ζωρζ; απόρησε το κορίτσι.
-Η μαμά της είναι από την Αφρική, Γαλλίδα!
-Από την Αφρική!
-Γαλλίδα, από τη Σενεγάλη…
-Άποικος, διευκρίνισε η Ζωρζ…
-Και γιατί έχει αντρικό όνομα; Ζωρζ Ονέ;
-Όχου, να τα ξαναλέμε; Άσ’ το για αργότερα. Ζωρζ, να σου συστήσω την Αθηνά, την καλύτερη μαθήτρια της τάξεως.
-Και πού το ξέρεις εσύ; ρώτησε η Ζωρζ την Άλκη.
-Ήμασταν μαζί στο δημοτικό. Εκτός από σένα κι άλλες τρεις καινούριες, όλες ήμασταν μαζί στο δημοτικό, φίλες…

Ένας κάβουρας άνοιξε τις δαγκάνες του.

-Θα τηλεφωνήσω τα νέα της Ζωρζ, είπε η Αθηνά.
-Τηλεφώνησε, και γρήγορα, να προλάβουμε! είπε η Άλκη.

Τώρα ο κάβουρας δάγκωσε τη Ζωρζ. Την κορόιδευαν οι φίλες. Γύρισε να πει στην Αθηνά, στη σπουδαία μαθήτρια, πως δεν ήταν δα και τόσο βλάκας, να μην καταλαβαίνει τα σαχλά αστεία τους, όμως εκείνη τη στιγμή η Αθηνά ψιθύριζε κάτι στ’ αυτί της διπλανής της, κι αμέσως η διπλανή γύρισε, έσκυψε και κάτι είπε στ’ αυτί της μαθήτριας που καθόταν πίσω της.

-Μα τι λένε; ρώτησε την Άλκη.

-Τηλεφωνούν. Όλες να μάθουν τα νέα σου πριν από το διάλειμμα… Το τηλέφωνο το παίζαμε από πάντα, στο δημοτικό, ακόμη κι όταν ο δάσκαλος ήταν πάνω στην έδρα: “Από το στόμα στ’ αυτί”, έτσι λέγεται το παιχνίδι. Κοίτα, τώρα το όνομά σου και η Αφρική σου έφτασαν στο πίσω θρανίο της μεσαίας σειράς…

Ο κάβουρας άνοιξε τις δαγκάνες του και παράτησε τη Ζωρζ, που πολύ ευχαριστήθηκε με τα λόγια της Άλκης. Κι εκείνη έπαιζε το ίδιο παιχνίδι, στη Βαγία, τα καλοκαίρια. Καθόταν με το φίλο της τον Παναγιώτη, με όλη την παρέα, κορίτσια αγόρια, πλάι στην πεζούλα, κι ο ένας ψιθύριζε κάτι στ’ αυτί του άλλου. Αυτό που ψιθυριζόταν, μέχρι να φτάσει στο τελευταίο αυτί, γινόταν άλλο των άλλων. Λόγου χάρη, έλεγε ο πρώτος: σκουληκομερμηγκότρυπα, κι ο τελευταίος άκουγε και φώναζε: σκούζει ο λύκος για μια τρύπα, και γελούσαν. Και τώρα γελούσε. Άραγε θα φτάνανε το όνομά της και η μαμά της σώα στο τέρμα;

Η Ζωρζ άκουγε χωρίς ν’ ακούει, σκεφτόταν το γράμμα που της έκαιγε την τσάντα. Κι αμέσως μετά μπήκαν η Αννούλα, η Άλκη, η Κική, η Πόπη, η Λιλή… Αυτές δεν είχαν δει το μεθυσμένο, και ο κυρ Στάθης τους είπε: “Μπείτε γρήγορα μέσα γιατί στη γωνιά είναι ένας μπεκρούλιακας!”

-Έχουμε ένα τέταρτο πριν αρχίσει η προσευχή, ε; είπε η Ίντα που είχε ρολόι, δώρο του Χαϊλέ Σελασιέ στον μπαμπά της, για την κόρη του.
Χαϊλέ Σελασιέ εσύ, σκέφτηκε η Ζωρζ, βασιλέα Γεώργιο το Β’ εγώ. Χα!
Όταν μαζεύτηκαν όλες, ήταν η ώρα της προσευχής, δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για το γράμμα. Έψαλαν όλες μαζί το “Γλυκό του κόσμου στήριγμα, αθάνατη Μαρία” κι ύστερα μπήκαν στις τάξεις. Πρώτη ώρα είχαν Καλιμάνη. Η Ζωρζ θα περίμενε το διάλειμμα. Όμως, η Υπαπαντή ήρθε να τους πει πως ο Καλιμάνης δε θα ερχόταν γιατί ήταν ασθενής.

-…Να μείνετε στην τάξη σας, φρόνιμα, και η Παπακυριακοπούλου να σας προσέχει.

Χαράς ευαγγέλια!
Η Λένα ανέβηκε στην έδρα και χτύπησε το χάρακα.

-Λοιπόν, λοιπόν, αγαπηταί μου μαθήτριαι, ποια έχει να πει ενδιαφέροντα;
-Εγώ, πετάχτηκε η Ζωρζ. Όμως, πρέπει όλες να προσέχετε. Τα νέα μου είναι σπουδαία, σπουδαιότατα! Χτες ήρθε ο βασιλιάς στο σπίτι μας, θέλω να πω ο σοφέρ του!
-Τρελάθηκες ή θες να μας τρελάνεις; τη ρώτησε η Αθηνά. Ποιος βασιλιάς και κουραφέξαλα;

-Του έγραψα γράμμα και μου απάντησε.

-Γράμμα του έγραψες; Και τι του ‘λεγες.
-Να πάω στο παλάτι του και να τα πούμε.
-Να τους πεις τι; ρώτησε η Άλκη.
-Ήθελα να του τα πω όλα, για σένα, για μας, για τους γονείς μου…

Η Αννούλα δεν ήξερε τι να πει.

-Ησύχασε, Ζωρζ, ησύχασε, όλα θα περάσουν…
-Μα δε θέλω τίποτε να περάσει. Ο βασιλιάς μού έγραψε, εδώ έχω το γράμμα του, στην τσάντα μου!
Και έχωσε το χέρι της στην τσάντα θριαμβευτικά.
Η Άλκη την κορόιδεψε:
-Πάλι παραμύθια;
-Όχι κυρία μου, πάρε και διάβασε!

Η Άλκη διάβασε, είδε τη φωτογραφία και ύστερα κοίταξε την καλύτερή της φίλη:

-Δηλαδή, του έγραψες;
-Και βέβαια του έγραψα, είπε δυνατά η Ζωρζ. Του έγραψα και μου απάντησε. Κοίτα τη φωτογραφία την οποίαν ευηρεστήθη να υπογράψει δι’ ημάς!
-Και γιατί του έγραψες; ρώτησε η Άλκη.
-Γιατί είναι ο βασιλιάς μας.
-Ένας ξένος! φώναξε η Άλκη.
-Γιατί, αχ, γιατί του έγραψες; ρώτησε η Αθηνούλα.
-Του έγραψα γιατί τον αγαπώ! της απάντησε η Ζωρζ.
-Δηλαδή, αγαπάς έναν εχθρό; τη ρώτησε η Άλκη.
-Εχθρός; Ο βασιλιάς μας; Αν θες να ξέρεις, είναι ο προστάτης μας!
-Ε, όχι και προστάτης μας! είπα η Ίντα.
-Γιατί, δηλαδή, ο Χαϊλέ Σελασιέ σου είναι καλύτερος; της φώναξε θυμωμένη η Ζωρζ.
-Άλλα αντ’ άλλων λες, της αντεπιτίθεται η Ίντα. Εγώ μιλώ για την Ελλάδα.
-Συμφωνώ με την Ίντα, είπε και η Λένα, που στεκόταν πάνω στην έδρα και προσπαθούσε να βάλει τάξη. Το θέμα μας είναι η Ελλάδα κι όχι αν ο βασιλιάς είναι καλός ή κακός…
-Καλός! φώναξε η Όλγα.
-Καλός! φώναξε η Λιλίκα.
Και η Αθηνούλα είπε:
-Πήγαν να σκοτώσουν το Βενιζέλο!
-Εχθρός! φώναξε η Άλκη.
-Εχθρός! είπε και η Αννούλα με ψιθυριστή φωνή.

Η Ζωρζ προχώρησε, πήγε και στάθηκε μπροστά στην Άλκη.
-Ζήτω ο βασιλιάς! φώναξε.
-Ζήτω ο Βενιζέλος! φώναξε η Άλκη.

Η Λένα χτυπούσε το χάρακα πάνω στην έδρα.
-Σιωπή, ησυχάστε…

-Τι ξέρεις εσύ για το βασιλιά και φωνάζεις ζήτω;
-Ξέρω και παραξέρω! Ο Βενιζέλος αγωνίζεται να σώσει την Ελλάδα! Ο βασιλιάς σου είναι ξενοκίνητος…

Η Ζωρζ δεν ήξερε τι πάει να πει “ξενοκίνητος”, όμως κατάλαβε πως ήταν βρισιά. Η Άλκη της έβριζε το βασιλιά της. Προχώρησε καταπάνω της:

-Πάρε το λόγο σου πίσω.
Η Άλκη πείσμωσε:
-Ξενοκίνητος!… Ξενοκίνητος!… Ξέρεις τι πάει να πει ξενοκίνητος;
-Όχι, δεν ξέρω κι ούτε με νοιάζει…

Ούτε και η Άλκη ήξερε τι πάει να πει ξενοκίνητος.

-Ε λοιπόν, κι εγώ δε θα σου το πω ποτέ!

Η Ζωρζ σήκωσε το χέρι να τη βαρέσει. Η Άλκη τής το άρπαξε στον αέρα. Με το άλλο χέρι η Ζωρζ τράβηξε τα μαλλιά της. Η Άλκη στρίγγλισε, παράτησε το χέρι της Ζωρζ, και με τα δυο της χέρια άρχισε να τη χτυπάει όπου έβρισκε, όμως και η Ζωρζ δεν έκανε πίσω, βαρούσε κι εκείνη, και σε λίγο τα δυο κορίτσια βρέθηκαν χάμω, στα ξεπλυμένα σανίδια της τάξης, και πάλευαν. Οι μαθήτριες παρακολουθούσαν βουβές, άλλες περίεργες κι άλλες τρομαγμένες.

Η Λένα κατέβηκε από την έδρα και, σαν υπεύθυνη της τάξης, πήγε να της χωρίσει. Τα κατάφερε. Η Ζωρζ και η Άλκη είχαν κουραστεί.

Η Ζωρζ προπαντός δεν άντεξε άλλο. Έμπηξε τα κλάματα και κάθισε στο θρανίο της. Οι ώμοι της τραντάζονταν, να τη λυπάσαι. Η Αθηνούλα ξέχασε το Βενιζέλο και το βασιλιά κι έτρεξε κοντά της.

-Μην κλαις, κουτή, μην κλαις…
Η Ζωρζ πήρε στραβά την παρηγοριά:
-Κι εσύ με λες κουτή;
Η Αθηνούλα δεν ήξερε πώς να την παρηγορήσει. Αυτό το κουτή το είπε όπως θα έλεγε “Ζωρζάκι μου”.
Όμως, και οι άλλες λυπήθηκαν τη Ζωρζ. Έτρεξαν κοντά της.
Η Λένα θύμωσε:

-Τι σαχλαμάρες είναι όλα αυτά; Θα τσακωνόμασταν για ξένα γίδια; Άιντε να φιλιώσουμε, κι όπου να ‘ναι θα χτυπήσει ο κώδων, κι αν μας πάρουν είδηση, εγώ θα πληρώσω τα σπασμένα…

Η Αθηνά, η Αννούλα, η Ίντα, η Τίλδα, η Κική συμφώνησαν, όχι άλλος τσακωμός. Η Άλκη στεκόταν βουβή χωρίς να ξέρει τι να κάνει. Η φίλη της, η καλύτερη φίλη της, θα πέθαινε από το κλάμα. Άλλη λύση δεν υπήρχε. Πήγε κοντά της και την αγκάλιασε:
-Γιωργάκη μου, μην κλαις άλλο, συγχώρεσέ με, σε στενοχώρησα, παίρνω πίσω το ξενοκίνητος, έλα σε παρακαλώ, σταμάτα, γιατί θ’ αρχίσω να κλαίω κι εγώ!

Κι έβαλε κι εκείνη τα κλάματα. Κλαίγαν τώρα κι οι δυο αγκαλιασμένες.

Όταν μπήκε ο Παπαδόπουλος, σάστισε. Του φάνηκε πως οι μαθήτριές του γιόρταζαν ένα σπουδαίο γεγονός. Χόρευαν, άλλες τραγουδούσαν “Του αϊτού ο γιος” κι άλλες “Βενιζέλε μας, γενναίε της πατρίδας”, όμως αγκαλιασμένες. Η Άλκη με τη Ζωρζ, στο θρανίο τους κάθονταν φρόνιμα κι έγραφαν στα τετράδιά τους τα κεφαλαία γράμματα της φιλίας: Ε.Π., Ε.Π.

 

 

26 Αυγούστου 2022

Αρβυλάκια και Γόβες

Αφιερωμένο στην –ακόμα ομορφούλα και τσαχπίνα Μαργαρίτα από τη Σαλονίκη, συντρόφισσα από τα παλιά –ανερχόμενο στελεχάκι στην ΚΝΕ τότε και φίλη, που της πήγα δώρο μια από τις πρώτες εκδόσεις του αγαπημένου μου βιβλίου, τη 10ετία του ΄80, λίγα χρόνια πριν τις ανατροπές και τον ορυμαγδό.
Δε φόρεσε ποτέ το πράσινο αμπέχωνο της εποχής, ούτε αρβύλες, αλλά γοβες –κάποιες φορές και «στιλέτο», αλλά διαβάζοντας το βιβλίο ξετρελάθηκε, αναπολώντας πάντα εκείνα τα παπούτσια - τ’ αρβυλάκια της κατοχής, από την οδό Πανδρόσου, πού πάλιωνε γρήγορα ή βακέττα τους και σχιζόταν κ’ ύστερα έκανε πάνω ο τσαγκάρης χοντρά καφετιά γαζιά, πού σχημάτιζαν ροδίτσες

Τσαγκάρης, Παπουτσής – Παπουτσάνης στα καθαρευουσιάνικα “υποδηματοποιός» -επίσημη ονομασία των τεχνιτών που κατασκεύαζαν και επιδιόρθωναν παπούτσια, έβαζαν τακούνια, σόλες και μπάλωναν με τον κερωμένο σπάγκο τα τρυπημένα. Σε μας τους πιτσιρικάδες έβαζαν και «πέταλα» για να αντέχουν.

Γεμάτη η περιοχή Ψυρρή  
πριν την «ανάπλαση»
με καφετέριες και ξενυχτάδικα


Για τα καινούργια παπούτσια, ο μάστορας έπαιρνε τα «μέτρα» -με τη βοήθεια του κάλφα το «στάμπο» ή «στάμπα», μάκρος,  δάχτυλα, κουντουπιέ, πασάγιο. Οι κουντουράδες όταν έπεφτε πολύ δουλειά, δούλευαν ως τα μεσάνυχτα (Πάσχα – Χριστούγεννα) -τότε έλεγαν πως «έτρωγαν της λάμπας το φυτίλι», ενώ
Η Τσαγκαροδευτέρα -από προπολεμικά, γιατί οι τσαγκάρηδες την επόμενη της Κυριακής,  επειδή δεν είχαν δουλειά είχαν καθιερώσει από μόνοι τους συνέχιση της αργίας.

Ο τσαγκάρης δούλευε στον πάγκο -ένα  ξύλινο μικρό τετράγωνο τραπεζάκι με γύρω-γύρω ξύλινο κορδόνι και χωρισμένο στις γωνίες με άλλο, ώστε να σχηματίζονται τέσσερα τρίγωνα. Με σφυριά  και σφυράκια, τανάλιες μονταρίσματος και τις παπουτόπροκες, φαλτσέτες (μακριές ατσάλινες λάμες για το κόψιμο των δερμάτων) ράσπες, λίμες, κατσαμπρόκο,  διάφορα σουβλιά –σπαθάτα και πατωτικά- (για να τρύπες στα δέρματα), γάντζο για το καλαπόδι, μασάτι (ακόνι για τις φαλτσέτες -για να «γλυκαθούν»), μεζούρα, σπράγκες και ξυλόπροκες. Γύρω - γύρω από τον πάγκο υπήρχαν  πέτσινες θήκες με τα βοηθητικά εργαλεία  και δίπλα η «πατούνα» (αμόνι) και τρίποδο.  
Αναπόσπαστο αξεσουάρ το καλαπόδι (ξύλινο ομοίωμα σε φυσικό μέγεθος, του ποδιού του πελάτη επάνω στο οποίο συναρμολογούσαν τα παπούτσια –βάζοντας «τσόντες αν χρειαζόταν: συμπλήρωμα για το μάκρος, «λόγκα» στο πίσω μέρος ή «άλτσες», προσθετικό στο πάνω μέρος για να μεγαλώνει τον κου(ν)τουπιέ. Επάνω τα «φόντια». Τις «σόλες», και τα «βάρδουλα» τις έβρεχε στο «μαστέλο» (μεγάλο δοχείο με νερό κάτω απ’ το τραπεζάκι του). Στο μαστέλο έβαζαν τα πετσιά  για να μαλακώσουν, να χτυπηθούν, να «πισταριστούν», να ανοίξουν και να είναι εύκολα στην παραπέρα  επεξεργασία.  Το μαστέλο έπρεπε να καθαρίζεται κάθε μέρα. H κατασκευή των παπουτσιών ήταν όλη χειροποίητη. Τα παπούτσια γίνονταν ραφτά και καρφωτά.  
Τα σκαρπίνια ήταν το επίσημο χαμηλό παπούτσι που άφηνε ακάλυπτους τους αστράγαλους.
Οι  κουντούρες ήταν παπούτσια χαμηλά, κλειστά και δερμάτινα των γεωργών.  
Οι μπότες κλειστές και ψηλές –αρχικά προνόμιο των αντρών, καλύπτοντας το πόδι συνήθως ως το γόνατο (υπήρχαν και οι «παπαδίστικες» -μέχρι την κνήμη και τα τσερβούλια (τσαρούχια με δερμάτινο πάτο).
Τα γαμπριάτικα ήταν τα πιο ακριβά και περιποιημένα -μερικοί μάλιστα ήθελαν τριζάτα σκαρπίνια.

Άλκη Ζέη
Αρβυλάκια και Γόβες

27-Οκτ-1940: Θα τη θυμάται αυτή τη μέρα ο Πέτρος γιατί πέθανε το τριζόνι του. Θα τη θυμάται γιατί την επομένη ακούει τη φωνή της μητέρας του να λέει: «Σήκω... έγινε πόλεμος. Δεν ακούς τις σειρήνες;» Όταν οι Ιταλοί έφτασαν στο κατώφλι της Ελλάδας, ο Πέτρος ήταν εννιά χρονών, είχε μια χελώνα για κατοικίδιο και γνώριζε τον πόλεμο μόνο μέσα από τα βιβλία. Τώρα όμως θυμάται πως πέθανε το τριζόνι του και τον βιώνει κάθε μέρα, μαζί με τους γονείς του, τον παππού του και τη μεγαλύτερη αδελφή του, την Αντιγόνη, αρχίζοντας έναν μεγάλο περίπατο - μια βόλτα στην Αθήνα της Κατοχής, στα δύσκολα εκείνα χρόνια της πείνας, των συσσιτίων, του φόβου, των διωγμών, αλλά και της ΕΑΜικής Αντίστασης και συνέχεια την εποποιία των αλύγιστων της ταξικής πάλης.

Επιθεώρηση Τέχνης- τ100_1963

(10ετία 1960)
-Είμαι ο Νίκος.

-Ποιος Νίκος;

-Ο Γρηγόρης!

Τότε κατάλαβε η Λία και ξαφνιάστηκε. Πού τη θυμήθηκε τώρα δα ο Γρηγόρης!… Της μιλούσε αργά αργά, τονίζοντας τις λέξεις, όπως έκανε και τότε…

-Η ιδέα ήτανε της Μαρίας, εξηγεί εκείνος, να μαζευτούμε σπίτι της όλη η παλιά συντροφιά… Κλείνουν είκοσι χρόνια.

Ύστερα η φωνή του γίνεται πιο βαθιά:
-Όσοι μείναμε…

-Θα προσπαθήσω, είπε μόνο η Λία.

Από την άλλη μεριά έφτασε σίγουρη η φωνή:
-Σε περιμένουμε, λοιπόν.

Η Λία κατέβασε το ακουστικό κι ύστερα άνοιξε την μπαλκονόπορτα. Έσυρε την πολυθρόνα κοντά στο μπαλκόνι και κάθισε με τον ήλιο κατάφατσα. Μία με μιάμιση. Αυτή η ώρα ήταν καταδικιά της. Η υπηρέτρια πάει να φέρει τη μικρή από το σχολείο κι ο Τάκης δε γυρίζει το μεσημέρι. Τότε μπορεί η Λία να κάθεται και να συλλογιέται. Κι είχε ένα σωρό πράγματα να συλλογιστεί. Πριν από λίγες μέρες έκλεισε τα τριάντα εφτά. Δεν είναι που γέρασε· ούτε μια άσπρη τρίχα δεν έχει. Ένιωσε μόνο, ξαφνικά, σαν να βαρέθηκε. Παρέες, εκδρομές, η συναυλία της εβδομάδας, πού και πού καμιά πρεμιέρα στο θέατρο… Δεκατέσσερα χρόνια τώρα, από τη μέρα που παντρεύτηκε… Το δίπλωμα της βρίσκεται κάπου καταχωνιασμένο, στο πατρικό της σπίτι. Για το νοικοκυριό, για το παιδί φροντίζει η μητέρα του Τάκη. Έτσι είχε ένα σωρό καιρό ελεύθερο. Βαρέθηκε… αυτό είναι. Μόνο ένα ταξίδι στο εξωτερικό θα την έσωζε. Καινούρια μέρη, καινούριοι άνθρωποι. Κάτι ν’ αλλάξει… Συλλογιότανε τη ζωή της με τον Τάκη -αγάπη υπάρχει, δεν μπορείς να πεις. Συλλογιότανε την κόρη της, που μόλις είχε πατήσει τα δεκατρία κι έκανε σκηνές να την αφήσουν να βάλει ψηλά τακούνια. Μόνο εκείνο το κορίτσι των δεκαεννιά χρονώ, τη Λία του ’42, ήταν που δε συλλογιότανε καθόλου. Θαρρείς και διάλεξε την ώρα ο Γρηγόρης -μία και μιάμιση- να τηλεφωνήσει.

Τώρα ο Γρηγόρης είναι πάλι έξω. -Ως πότε;...
Αν τον είχε παντρεφτεί, θα γυρνούσε κι αυτή, σαν τη γυναίκα του Πέτρου, από σπίτι σε σπίτι, να ζητάει να πάει παιδιά περίπατο. Είχε έρθει και σε κείνη, μα ή Λία φοβήθηκε.

Ή πολυθρόνα πού κάθεται είναι ολοκόκκινη και μαλακιά. Του Τάκη του αρέσει, όταν μελετάει κανένα καινούργιο σχέδιό, να τη βλέπει αντίκρυ του, καθισμένη στην πολυθρόνα της. Εκείνη πλέκει, διαβάζει ή δεν κάνει τίποτα. Όταν τελειώσει ο Τάκης, πίνουν ουίσκι κι ακούνε Βιβάλντι. Άλλη είναι ή ζωή τής Λίας τώρα. Καλλίτερα νά μήν πάει αύριο. Τώρα πιά, τά παλιά πέρασαν... Ούτε θά προσέξουν πώς δεν πήγε... αν μαζευτούν πολλοί... Τότε, άμα δεν ερχόταν κανείς, αγωνιούσαν. Πιάστηκε; Έπεσε σε μπλόκο; Τώρα, αν λείψει κάποιος, θα πούνε απλά: «Κάτι θα του τυχε» και δε θα ξαναμιλήσουν πια για την απουσία.

Κοντεύει μιάμιση. Λίγα λεπτά της μείνανε ακόμα της Λίας για να συλλογιέται. Δε θέλει τίποτα να θυμηθεί. ’Ίσως ήταν καλά, πού τόσον καιρό δε συλλογιόταν... Είπε να σκεφτεί το ταξίδι στη Νέα Υόρκη... Άραγε ο Κρίτωνας τραγουδά ακόμα μουρμουριστά, όλη ώρα, τζαζ;... Η Λία απόμεινε ασάλευτη στην πολυθρόνα της. θαρεί πώς κι αυτή ή ανάσα της σταμάτησε. Τη μούδιασε κάτι σαν πανικός. Δε πάει αύριο! Όχι! θα πάει στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι, στη Ρώμη!... Μα όταν γυρίσει;... θα πρέπει να βγει ξανά στους δρόμους της Αθήνας... θα περνά έξω από το Πανεπιστήμιο... θα κατεβαίνει στην οδό Ερμού... θα βρεθεί, πόσες φορές!, στην οδό Μαυροματαίων, σε κείνο το πεζοδρόμιο από τη μεριά του πάρκου! Η Αθήνα, όσο και να ΄λλαξε, έχει γωνιές πού έμειναν οι ίδιες, πού σε καλούν-και σου φωνάζουν: θυμάσαι! Κι αν ξεγελαστείς και θυμηθείς μια φορά...

Ένα λεπτό απόμεινε για να γίνει μιάμιση. Οι σκέψεις έρχονται τώρα μπερδεμένες στο μυαλό της Λίας, απανωτές... Έβγαλε τα παπούτσια της και προσπάθησε να βολευτεί, με τα πόδια διπλωμένα, πάνω στην πολυθρόνα.

Ο ήλιος πέφτει πάνω στις ασημιές αγκράφες των παπουτσιών της και τις κάνει να λαμποκοπάνε.
Η Λία θυμήθηκε το ’42, που φορούσε αρβυλάκια με λάστιχο αυτοκινήτου για σόλα και χοντρές καφετιές κάλτσες με ρίγες… Είχε λιακάδα σαν και σήμερα. Καθότανε στο προαύλιο του Πανεπιστημίου και λιαζότανε μ’ απλωμένα τα πόδια. Δίπλα της, δυο άλλα πόδια, με λουστρινένια προπολεμικά γοβάκια και κάτασπρες κάλτσες πλεγμένες με βελόνες. Ήτανε η Ματίλντε. Η Λία δεν μπορεί να θυμηθεί ξεκάθαρα τα πρόσωπα. Η Ματίλντε είχε μαύρα μαλλιά και φιλντισένιο πρόσωπο. Λεπτομέρειες της ξεφεύγουν. Τα πόδια όμως, παράξενο, σαν να τα ‘χει μπροστά της. Θυμάται ακόμα και τη μελανιά, που είχε στάξει από το στιλό του Κρίτωνα στην κάτασπρη κάλτσα της Ματίλντε.

-Να τη βράσεις με τσουένι και θα φύγει το μελάνι, συμβούλεψε η Γιάννα, που καθότανε στη ράχη του πάγκου και τα παπούτσια της άγγιζαν σχεδόν τη φούστα της Λίας, κάτι παιδικά, αγορίστικα παπούτσια με κορδόνια και χακί κάλτσες γκολφ.

Απλωμένα στον ήλιο και τα πόδια της Μαρίας, με καλοκαιρινά πέδιλα και χοντρές κάλτσες. Ο Κρίτωνας καμάρωνε για τα καινούρια του άρβυλα από την οδό Πανδρόσου.

Ύστερα είχαν έρθει αθόρυβα, να σταθούν πλάι στα δικά της, δυο πόδια με λαστιχένια παπούτσια του μπάσκετ και μάλλινες κάλτσες από αδρύ μαλλί. Οι κοπέλες τσίριξαν χαρούμενα.

-Γεια σου, Γρηγόρη!

Ο Γρηγόρης άπλωσε τα μακριά του χέρια, σαν νά ‘θελε να τις αγκαλιάσει όλες μαζί.

-Γεια σας, αγάπες μου, είπε και τράβηξε τη Γιάννα παράμερα.

“Κι όμως η φωνή του είναι ολότελα σαν και τότε”, συλλογίστηκε η Λία μετά το τηλεφώνημα.

—Έσβησα το κοτόπουλο με κρασί, μισάνοιξε την πόρτα ή μητέρα του Τάκη.

—Καλά, λέει μηχανικά ή Λία και κοιτάζει τις γόβες της.

Ολοκαίνουργιες, αφόρετες σχεδόν, στέκονται απάνω στο χαλί, Έτσι όπως τις πρωτόχε δει στη βιτρίνα. Τις κοιτάζει και προσπαθεί, με απόγνωση και πείσμα, να διώξει τη σκέψη, πώς δε θα μπορεί πια να. αγοράζει τέτοιες γόβες, με μαλακό πετσί σα γάντι, χωρίς να της έρχονται στο νου τ’ Αρβυλάκια της κατοχής, από την οδό Πανδρόσου, πού πάλιωνε γρήγορα ή βακέττα τους και σχιζόταν κ’ ύστερα έκανε πάνω ο τσαγκάρης χοντρά καφετιά γαζιά, πού σχημάτιζαν ροδίτσες…

«Εφυγε» από τη ζωή η Αλκη Ζέη

Ο κυρ - Κώστας,
ο τσαγκάρης, έριξε καλό σπόρο
...

Στις 3 Δεκεμβρίου του 1989 βρισκόταν στο Λος Αντζελες, στο διαμέρισμά του. Ο Τίτος Βανδής περίμενε να έρθει από την Ελλάδα η Δέσπω του. «Τι ωραίο όνομα!», έλεγε. Η μάνα της το άλλαξε σε Μπέτυ, κι έτσι την ξέρει ο κόσμος. Μπέτυ Βαλάση.

Περίμενε εκείνη, στην οποία, σ' ένα από τα πολλά ερωτικά σημειωματάκια του, έλεγε: «Είσαι η Μονάκριβη. Η γυναίκα που περίμενα από την ώρα που γεννήθηκα. Η μόνη γυναίκα που γνώρισα. Κι αν οι άσχετοι καγχάσουν, εσύ θα χαμογελάς ευτυχισμένα γιατί θα ξέρεις». Ο Τίτος Βανδής βρισκόταν στην Αμερική, για να τακτοποιήσει τις «λίγες πενταροδεκάρες» από τα εκεί κινηματογραφικά και τηλεοπτικά του «συγγενικά δικαιώματα». Κλεισμένος στο σπίτι, πήρε μολύβι και χαρτί. Άρχισε να γράφει και να κρίνει ό,τι σκέφτηκε, ό,τι ένιωσε, ό,τι βίωσε, ό,τι αγάπησε, ό,τι έπραξε στη ζωή του.

Πάνω από δέκα χρόνια έγραφε το βιβλίο του. «Κουβέντα με τους φίλους μου» το τιτλοφόρησε. Τέτοιο είναι. Μέσα από αυτό θα «περιδιαβούμε» σταθμούς του βίου, των ιδεών, των αγώνων, της καλλιτεχνικής πορείας του μεγάλου ηθοποιού, του αξέχαστου συντρόφου μας.

«Όλοι οι δικοί μου ήταν από την Καβάλα. Γινόταν κάτι φασαρίες τότε με τους Τούρκους και με τους Βούλγαρους κι η μάνα μου με μένα στην κοιλιά πήγε στην Αθήνα, με γέννησε στο Νέο Φάληρο και σ' ένα χρόνο με ξανάφερε στην Καβάλα. Γεννήθηκα το 1917». Ήταν ανήμερα της Οχτωβριανής Επανάστασης (7/11/1917). Η μάνα του δεν του 'λεγε την ημερομηνία. Ισως, γιατί θεωρούσε «βρωμιάρηδες» και «άθεους» τους εργάτες και τους κομμουνιστές. Πού να φανταζόταν η αρχοντομαθημένη μάνα του - σύζυγος μεγαλοκαπνεμπόρου, ότι ο ελβετομεγαλωμένος και γαλλομαθημένος γιος της θα γινόταν κομμουνιστής. Οτι δεκατριάχρονος θα αποφάσιζε να γίνει μεροκαματιάρης σαν τους εργάτες. Ηθοποιός! Πού να 'ξερε ότι τον γιο της «ξεμυάλισε» ο κομμουνιστής τσαγκάρης της γειτονιάς τους στη Θεσσαλονίκη, ο κυρ - Κώστας, που του 'λεγε ότι από τους εργάτες, που είδε - γύρω στο 1930 ήταν - να περνούν μπροστά από το σπίτι, «τους παίρνουν το ψωμί. Δεν τους πληρώνουν και δεν μπορούν ν' αγοράσουν ούτε ψωμί ούτε παπούτσια σαν τα δικά σου. Γι' αυτό φωνάζουν. Παλεύουν για τη ζωή τους. Μπροστά στο σπίτι σου τους χτύπησε η Χωροφυλακή. Δυο απ' αυτούς είναι σε κρίσιμη κατάσταση. Θέλουν να τους φοβίσουν, να τους διαλύσουν. Και πολλές φορές τα καταφέρνουν. Οσοι φεύγουν, όσοι δε μιλάνε, περιμένουν κάποιο θάμα, που λέει ο δικός μας ο ποιητής».

 

Το πρώτο ξύπνημα

Το αγόρι, συμπτωματικά, ήξερε τους «Μοιραίους» του Βάρναλη, όταν του 'πε τα παραπάνω ο κυρ - Κώστας. Αργότερα του έλεγε κι άλλα. Οτι «οι κομμουνιστές εργάτες, αν διαφέρουν σε κάτι, είναι ότι αυτοί έχουν μάθει τι σημαίνει εκμετάλλευση, Ξέρουν την αξία της οργάνωσης, του σωματείου, της μαζικής αντίστασης. Οι κομμουνιστές δε δέχονται την αδικία σιωπηλά». Ο κυρ - Κώστας τού δάνειζε βιβλία. «Το "Κεφάλαιο" του Μαρξ ήταν το πρώτο. Μου έδινε και προκηρύξεις ύστερα από λίγο καιρό», θυμόταν ο Τίτος Βανδής, ομολογώντας ότι αγάπησε πολύ και ουδέποτε ξέχασε τον κυρ - Κώστα.

Δεκάχρονος ο Βανδής έλεγε στη μάνα του ότι, τάχα, έχει γαλλικό αξάν και για να μιλά καλά τα ελληνικά πρέπει να πάει σε δραματική σχολή. Τα κατάφερε. Το γυμνασιόπαιδο πήγε σε δραματική σχολή της Θεσσαλονίκης. Κι έπειτα έπαιξε σε σχολικές παραστάσεις τον «Πειρασμό», με σκηνοθέτη τον Τάκη Μουζενίδη και τον «Διαβάτη» του Κοπέ. Υπό τον Μουζενίδη, το 1933, έπαιξε στη διασκευασμένη σε θεατρικό «Νερατζούλα» του κομμουνιστή Παναΐτ Ιστράτι. Το «κακό» έγινε. Παράτησε το σχολείο και βρέθηκε στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, με μεγάλους δασκάλους. Μετά τις πρώτες ερωτικές εμπειρίες, δεκαοχτάχρονος ετοιμαζόταν να παντρευτεί την πρώτη του γυναίκα, τη συμμαθήτριά του στη Σχολή, Μαρία Αλκαίου. Πριν το γάμο του (διαλύθηκε γρήγορα), η Μαρίκα Κοτοπούλη έδινε παραστάσεις στη Θεσσαλονίκη. Ο Βανδής πήγε, την είδε και της είπε ότι σπουδάζει ηθοποιός. Η Κοτοπούλη υποσχέθηκε να ξαναμιλήσουν στην Αθήνα. Δεν άργησε πολύ να βρεθεί επί σκηνής μαζί της, σε ασήμαντους κι ύστερα σε σημαντικούς ρόλους.

 

Φιλίες και όνειρα

Φίλοι, συμμαθητές κι ομοϊδεάτες του στη Σχολή, ήταν η Μαρία και ο Γιάννης, τα παιδιά του δασκάλου του, Αιμίλιου Βεάκη. «Δασκάλα» του στα ιδεολογικά και - έως άδικης παρεξήγησης - φίλη του, η Μαρία. Στα 1932-1933, ο Βανδής έγινε «μέλος της Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Η πρώτη επαφή με την οργάνωση... πρώτη μυρουδιά από το ΚΚΕ». Το 1933-1934, δευτεροετής στη Σχολή, παίζει στο Εθνικό Θέατρο, στον «Ιούδα» του Σπύρου Μελά και γίνεται μέλος του ΣΕΗ. Η Κατερίνα Ανδρεάδη υπόσχεται - στον μέλλοντα πεθερό του, άντρα της Σαπφώς Αλκαίου και δάσκαλό του στη Σχολή, Νίκο Παπαγεωργίου - ότι θα πάρει στο θίασό της τους μελλονύμφους. Το νεαρό ζεύγος έμεινε άνεργο. Αργότερα, ο Βανδής δουλεύει με την Κατερίνα (έπαιξε πολλές φορές μαζί της) και στο Εθνικό. Η μεταξική δικτατορία δεν τον «σηκώνει» και φεύγει από το Εθνικό. Στα χρόνια 1937-1938 περιοδεύει με το θίασο Αργυρόπουλου - Λάμπρου - Σαντοριναίου. Μεγάλο «σχολειό». Καθημερινά και άλλο έργο. Στο θίασο ήταν και ο μορφωμένος και σπουδαίος κομμουνιστής ηθοποιός Αντώνης Γιαννίδης (πέθανε στην ΕΣΣΔ). Μεγάλος «δάσκαλός» του κι αυτός. Το καλοκαίρι του 1938 συμμετέχει σε περιοδεύοντα εταιρικό θίασο του ΣΕΗ. Στο θίασο ήταν και η παντρεμένη με επιφανή δημοσιογράφο, Τασία, η μάνα του πρώτου του παιδιού, της Ζαΐρας, που πέθανε τριάντα εννιά χρόνων.

Ο Τίτος Βανδής καθολικός καλόγερος -
σκίτσο του Πίτερ Ουστίνοφ με λεζάντα:
Mastro don Tito Vandikios

Το 1938-1939 πάει στο στρατό. Το '40 στο Μέτωπο. Τότε αρχίζει το μίσος του για τον πόλεμο: «Οι ιστορικοί γράφουν για κάθε πόλεμο πολλά χρόνια μετά τη λήξη του, απολύτως "αντικειμενικά". Ούτε λέξη για το παγκόσμιο καθεστώς της δουλείας, που μας επιβάλλει να πηγαίνουμε στον πόλεμο και να δίνουμε τη ζωή μας ή κομμάτια από το κορμί μας για να πλουτίζει το πουγκί των Ισχυρών της Γης. Αλήθεια, ποιοι είναι οι Ισχυροί; Εμείς είμαστε οι Ισχυροί. Οι πολλοί. Είναι σίγουρο. Δεν έχουμε παρά να καθίσουμε και να σκεφτούμε πέντε λεπτά. Να ξεχάσουμε αυτά που μας καρφώνουν στο μυαλό με όλα τα μέσα που διαθέτουν, από σχολεία, ΜΜΕ, "Βασιλεία των Ουρανών" και βία».

 

Στα χρόνια της Αντίστασης

Με τη γερμανική κατοχή, αρχίζει τον αγώνα της επιβίωσης, «το κυνήγι του συσσιτίου». Ο Δήμος Σταρένιος τον μυεί στο ΕΑΜ. Ζητά επανασύνδεση με το ΚΚΕ. Ο Γιώργος Γιολδάσης τού ανακοινώνει: «Το κόμμα σε ξαναενέκρινε». Το 1941 δουλεύει στο θίασο του Αργυρόπουλου. Επειτα στης Κατερίνας, με σκηνοθέτη τον Κάρολο Κουν. Μια από τις κομματικές ευθύνες του ήταν και ο Τύπος. Το 1942, μαζί με άλλους ΕΑΜίτες, εκλέγεται στο ΔΣ του ΣΕΗ. Ομως, μόνον εκείνος ήταν μέλος του ΚΚΕ. Για τα χρόνια της Αντίστασης, γράφει ότι «ίσως, τότε, ήμουν ο τέλειος κομμουνιστής. Κουβαλούσα πιστόλια. Μοίραζα προκηρύξεις. Μάζευα ρούχα παλιά γι' αυτούς που δεν είχαν. Οδήγησα σε σπίτια δυο Ακροναυπλιώτες που το έσκασαν από τη "Σωτηρία" το 1943. Κι ακόμα, όταν έπαιζα στο θέατρο, προσπαθούσα να παίζω καλύτερα, γιατί είχα πιο πολλές ευθύνες. Γιατί ήμουνα κομμουνιστής».

Οι έρωτες και οι γάμοι του Τ. Βανδή καταλαμβάνουν πολλές σελίδες. Το 1943 παντρεύεται τη συμμαθήτριά του στη Σχολή Καίτη Ασπρέα, που γεννά την κόρη τους, Τίτα. Ο γάμος δεν κρατά πολύ. Δουλεύει σε γνωστούς θιάσους, συχνά πρωταγωνιστώντας. Ερχονται η «απελευθέρωση» και τα Δεκεμβριανά. Ολο το Δεκέμβρη, ο Βανδής δρα στην Πολιτοφυλακή της Κυψέλης. Γενάρη του '45, με την υποχώρηση, ο Βανδής με άλλους ΕΑΜίτες ηθοποιούς διαβαίνει τη Θήβα, τη Λαμία, το Αγρίνιο, τη Λάρισα, την Κοζάνη, συμμετέχοντας στο «Θέατρο του Λαού». Παίζει στα έργα του Ρίτσου «Η Αθήνα στ' άρματα», του Γιαλαμά «Ελληνική Εποποιία», του Τσέχοφ «Αίτηση σε γάμο».

Μετά τη Βάρκιζα, οι ΕΑΜίτες καλλιτέχνες γυρίζουν στην Αθήνα. Με «διευθυντή» τον Αντρέα Μαρουλίδη, δημιουργείται ένα θίασος εξαιρετικών ΕΑΜιτών ηθοποιών: Αιμ. Βεάκης, Α. Γιαννίδης, Θ. Κουρή, Θ. Μορίδης, Δ. Σταρένιος, Γ. Δήμος, Ν. Κεδράκας, Αλ. Δαμιανός, Ν. Βασταρδής, Τ. Βανδής, Μ. Μυράτ, Αλ. Παΐζη, Ασπ. Παπαθανασίου. Σκηνοθέτης ο Γιαννούλης Σαραντίδης. Σκηνογράφος ο Γιώργος Βακαλό. Ο θίασος ανεβάζει κλασικό και σύγχρονο ρεπερτόριο. Σε μια παράσταση του σαιξπηρικού «Ιουλίου Καίσαρα», στο θέατρο εισβάλλουν 100 Χίτες. Κοινό και ηθοποιοί δίνουν κανονική μάχη. Οι ηθοποιοί, με τα κοντάρια και τα σπαθιά της παράστασης. Τραυματίζονται ο Βεάκης, ο Γιαννίδης και η Μ. Μυράτ.

Αρχές του 1945, δημιουργείται ο ΕΑΜικός θίασος «Ενωμένοι Καλλιτέχνες». Λειτουργεί μέχρι το 1946. Οι Σταρένιος - Βανδής - Παΐζη κάνουν δικό τους θίασο. Ο Βανδής και η Παΐζη είναι ζευγάρι από το 1945. Το 1947 ο Βανδής καλείται στο στρατό σαν έφεδρος και η Παΐζη εξορίζεται. Μετά την επιστροφή της από την εξορία (γύρω στο 1950) παντρεύονται, αλλά το 1956 χωρίζουν.

Στο Μπροντγουαίη και στο Χόλιγουντ

Ο Βανδής, προ πολλού, είναι καταξιωμένος ηθοποιός. Θα χρειαζόταν πολύς χώρος για να αναφερθούν οι απόψεις του για τους θιασάρχες, σκηνοθέτες, ηθοποιούς, με τους οποίους συνεργάστηκε, οι θίασοι στους οποίους έπαιξε - μεταξύ των θιάσων ήταν και το «Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο» του Μάνου Κατράκη - και οι ρόλοι του στη δεκαετία του '50 και μέχρι την περίοδο 1963-1964, που παίζει τον «Ερρίκο Ογδοο» στο «Κυκλικό Θέατρο» του Λεωνίδα Τριβιζά, που έκτοτε έγιναν φίλοι. Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '60, διδάσκει στη Σχολή Σταυράκου και με τον σκηνοθέτη Γιώργο Θεοδοσιάδη συστήνουν τη Δραματική Σχολή Αθηνών. Το 1964 κάνει δικό του θίασο στον κινηματογράφο «Μετάλλιον», στο Παγκράτι. Θέλει μόνιμο σκηνοθέτη τον Τριβιζά. Αγαπούν κι οι δυο τον Μπρεχτ. Ο Βανδής μεταφράζει τους μπρεχτικούς «Στρογγυλοκέφαλους και μυτεροκέφαλους». Δε βρίσκουν κατάλληλους πρωταγωνιστές για το μπρεχτικό έργο και ανεβάζουν τον «Όμηρο» του προοδευτικού Ιρλανδού συγγραφέα Μπρένταν Μπίαν, σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη.

Το 1960, όταν πήγε στις Κάννες για την προβολή της ταινίας του Ζυλ Ντασσέν «Ποτέ την Κυριακή» (ήταν συμπρωταγωνιστής της Μελίνας στην ταινία αυτή, όπως και στο «Τοπ Καπί», επίσης του Ντασσέν), γνώρισε έναν Αμερικάνο ατζέντη. Αυτός ο ατζέντης, Μάη του 1965, του ζήτησε τηλεφωνικά να «πεταχτεί» στο Παρίσι για μια πρόταση του Αμερικανού παραγωγού Λέρνερ να παίξει στο «On a clear day yoy can see for ever», στο θέατρο «Mark Hellinger», το δεύτερο μεγαλύτερο του Μπροντγουαίη, με «χίλια δολάρια τη βδομάδα». Ελπίζοντας να ξελασπώσει από τα θιασαρχικά του χρέη, ο Βανδής πάει στο Παρίσι και την άλλη μέρα στη Ν. Υόρκη, για ακρόαση από το επιτελείο του παραγωγού. Αγγλικά δεν ήξερε. Εκανε αγώνα για να τα μάθει το ταχύτερο. Αύγουστο του '65 άρχισε πρόβες. Η επιτυχία του σ' αυτήν την παράσταση και σε άλλες, σε πολλές ταινίες και σίριαλ, τον έκανε να παραμείνει και να δουλέψει στις ΗΠΑ, περίπου, 26 χρόνια. Να συνεργαστεί ακόμα και με διεθνούς φήμης καλλιτέχνες (λ.χ., με τον Λόρενς Ολίβιε), να ερωτευτεί, να παντρευτεί και ξαναπαντρευτεί.

Μια «γεύση» από τη ζωή του στις ΗΠΑ είναι και η εξής: «Παρ' όλο το ξεσήκωμα του κόσμου στη δεκαετία του 1960 εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ, ακόμα και στη δεκαετία του 1970 πλανιόταν πάνω από τις ΗΠΑ η σκιά του Μακάρθι. Η μεγάλη ευαισθησία των Αμερικανών γενικά είναι το οικονομικό. Πάνω απ' όλα τιμούν το δολάριο. Ο στρατηγός Morehead, στην ερώτηση "Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι με τόσες απώλειες οι Βιετναμέζοι κρατήσαν τόσα χρόνια;", απάντησε: "Δεν είναι παράξενο. Αλλιώς λογαριάζεται η ζωή ενός Βιετναμέζου. Αλλο Αμερικάνοι, άλλο Βιετναμέζοι". Εννοούσε "Αλλο να σκοτώνεις ανθρώπους κι άλλο μύγες και κουνούπια. Αυτά τα σκοτώνεις και έρχονται άλλα. Ο θάνατός τους δεν έχει σημασία, ούτε για σένα, ούτε γι' αυτά". Στην κατηγορία της μύγας και του κουνουπιού έχουν κατατάξει οι Αμερικάνοι τους Σέρβους, τους Ιρακινούς, οποιονδήποτε αντιστέκεται», έγραφε ο Βανδής στην «Κουβέντα με τους φίλους μου».

 

Επιστροφή στην Ελλάδα

Το 1982 ήρθε στην Ελλάδα. Τότε γνώρισε την Μπέτυ Βαλάση, με την οποία συνδέθηκε το 1983 και παντρεύτηκε το 1984. Εκτοτε έζησε μόνιμα στην Ελλάδα. Δούλεψε στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση και ξαναδίδαξε σε δραματικές σχολές. Επανασυνδέθηκε με το ΚΚΕ, στο οποίο δεν έπαψε ουδέποτε να πιστεύει. Αρθρογραφούσε κάθε βδομάδα στο «Ριζοσπάστη». Ελπίδα του ήταν όσοι διαλέγουν το δρόμο του αγώνα και προπάντων η ΚΝΕ - «το νέο αίμα του ΚΚΕ». Και περηφάνια του μεγάλη ήταν ότι από τη ζωή θα φύγει κομμουνιστής, όπως ο κυρ - Κώστας, που «ο λόγος του έπεφτε σαν τη βροχή σε δέντρο που κάρπιζε αμέσως. Ο κυρ - Κώστας που ήταν πάντα μαζί μου, όπως και η γυναίκα μου η Δέσπω, και το Μπέτυ δε μ' ενοχλεί. Ημουνα τυχερός που τη βρήκα». Την τύχη του αυτή, της την έγραφε και σε καθημερινά γραμματάκια ή στιχάκια του: «Μην κλαιν πια τα ματάκια σου/ ευρήκα τα γυαλάκια/ κι ησύχασε η καρδούλα μου/ γιατ' είσαι η ψυχούλα μου».

Εκτός του κυρ - Κώστα και της Μπέτυς, όπως εξομολογείται στο βιβλίο του, «ο τρίτος της παρέας είναι ο εαυτός μου, που μου φέρνει εμπόδια, με εκθέτει, με προκαλεί, με ρωτάει: "Αφού έγραψες ένα βιβλίο για να τα πεις όλα, γιατί δεν τα είπες;". Τι να κάνω, να τον συγχωρέσω, να τον σκοτώσω, ή να τον αγαπήσω; Θα κάνω μια ευχή. Να καταργηθεί το ρητό "Η σιωπή είναι χρυσός". Γιατί η σιωπή είναι ντροπή. Και να φωνάζουμε όλοι μαζί για το Δίκιο. Για τη Λευτεριά. Για τον Άνθρωπο». Αυτή ήταν η τελευταία «κουβέντα» του Τίτου Βανδή. Δεν την ξεχνούμε...

 

Δείτε  Flashback “Ώρα ανάγκης”

Λαλητής των ανταρτών και των συγκεντρώσεων
Ημουνα και καλός τσαγκάρης”, έλεγε ο μπαρμπα - Τάσος