27-Οκτ-1940: Θα τη θυμάται αυτή τη μέρα ο Πέτρος γιατί πέθανε το τριζόνι του. Θα τη θυμάται γιατί την επομένη ακούει τη φωνή της μητέρας του να λέει: «Σήκω... έγινε πόλεμος. Δεν ακούς τις σειρήνες;» Όταν οι Ιταλοί έφτασαν στο κατώφλι της Ελλάδας, ο Πέτρος ήταν εννιά χρονών, είχε μια χελώνα για κατοικίδιο και γνώριζε τον πόλεμο μόνο μέσα από τα βιβλία. Τώρα όμως θυμάται πως πέθανε το τριζόνι του και τον βιώνει κάθε μέρα, μαζί με τους γονείς του, τον παππού του και τη μεγαλύτερη αδελφή του, την Αντιγόνη, αρχίζοντας έναν μεγάλο περίπατο - μια βόλτα στην Αθήνα της Κατοχής, στα δύσκολα εκείνα χρόνια της πείνας, των συσσιτίων, του φόβου, των διωγμών, αλλά και της ΕΑΜικής Αντίστασης και συνέχεια την εποποιία των αλύγιστων της ταξικής πάλης. __Επιθεώρηση Τέχνης- τ100_1963
(10ετία
1960)
-Είμαι ο Νίκος.
-Ποιος Νίκος;
-Ο
Γρηγόρης!
Τότε
κατάλαβε η Λία και ξαφνιάστηκε. Πού τη θυμήθηκε τώρα δα ο Γρηγόρης!… Της
μιλούσε αργά αργά, τονίζοντας τις λέξεις, όπως έκανε και τότε…
-Η
ιδέα ήτανε της Μαρίας, εξηγεί εκείνος, να μαζευτούμε σπίτι της όλη η παλιά
συντροφιά… Κλείνουν είκοσι χρόνια.
Ύστερα
η φωνή του γίνεται πιο βαθιά:
-Όσοι
μείναμε…
-Θα προσπαθήσω, είπε μόνο η Λία.
Από
την άλλη μεριά έφτασε σίγουρη η φωνή:
-Σε
περιμένουμε, λοιπόν.
Η Λία κατέβασε το ακουστικό κι ύστερα άνοιξε την μπαλκονόπορτα. Έσυρε την πολυθρόνα κοντά στο μπαλκόνι και κάθισε με τον ήλιο κατάφατσα. Μία με μιάμιση. Αυτή η ώρα ήταν καταδικιά της. Η υπηρέτρια πάει να φέρει τη μικρή από το σχολείο κι ο Τάκης δε γυρίζει το μεσημέρι. Τότε μπορεί η Λία να κάθεται και να συλλογιέται. Κι είχε ένα σωρό πράγματα να συλλογιστεί. Πριν από λίγες μέρες έκλεισε τα τριάντα εφτά. Δεν είναι που γέρασε· ούτε μια άσπρη τρίχα δεν έχει. Ένιωσε μόνο, ξαφνικά, σαν να βαρέθηκε. Παρέες, εκδρομές, η συναυλία της εβδομάδας, πού και πού καμιά πρεμιέρα στο θέατρο… Δεκατέσσερα χρόνια τώρα, από τη μέρα που παντρεύτηκε… Το δίπλωμα της βρίσκεται κάπου καταχωνιασμένο, στο πατρικό της σπίτι. Για το νοικοκυριό, για το παιδί φροντίζει η μητέρα του Τάκη. Έτσι είχε ένα σωρό καιρό ελεύθερο. Βαρέθηκε… αυτό είναι. Μόνο ένα ταξίδι στο εξωτερικό θα την έσωζε. Καινούρια μέρη, καινούριοι άνθρωποι. Κάτι ν’ αλλάξει… Συλλογιότανε τη ζωή της με τον Τάκη -αγάπη υπάρχει, δεν μπορείς να πεις. Συλλογιότανε την κόρη της, που μόλις είχε πατήσει τα δεκατρία κι έκανε σκηνές να την αφήσουν να βάλει ψηλά τακούνια. Μόνο εκείνο το κορίτσι των δεκαεννιά χρονώ, τη Λία του ’42, ήταν που δε συλλογιότανε καθόλου. Θαρρείς και διάλεξε την ώρα ο Γρηγόρης -μία και μιάμιση- να τηλεφωνήσει.
Τώρα ο Γρηγόρης είναι πάλι έξω. -Ως πότε;...
Αν τον είχε παντρεφτεί, θα γυρνούσε κι αυτή, σαν τη γυναίκα του Πέτρου, από σπίτι σε σπίτι, να ζητάει να πάει παιδιά περίπατο. Είχε έρθει και σε κείνη, μα ή Λία φοβήθηκε.
Ή
πολυθρόνα πού κάθεται είναι ολοκόκκινη και μαλακιά. Του Τάκη του αρέσει, όταν
μελετάει κανένα καινούργιο σχέδιό, να τη βλέπει αντίκρυ του, καθισμένη στην
πολυθρόνα της. Εκείνη πλέκει, διαβάζει ή δεν κάνει τίποτα. Όταν τελειώσει ο
Τάκης, πίνουν ουίσκι κι ακούνε Βιβάλντι. Άλλη είναι ή ζωή της Λίας τώρα.
Καλλίτερα να μην πάει αύριο. Τώρα πια, τα παλιά πέρασαν... Ούτε θα προσέξουν πώς
δεν πήγε... αν μαζευτούν πολλοί... Τότε, άμα δεν ερχόταν κανείς, αγωνιούσαν.
Πιάστηκε; Έπεσε σε μπλόκο; Τώρα, αν λείψει κάποιος, θα πούνε απλά: «Κάτι θα του
τυχε» και δε θα ξαναμιλήσουν πια για την απουσία.
Κοντεύει
μιάμιση. Λίγα λεπτά της μείνανε ακόμα της Λίας για να συλλογιέται. Δε θέλει
τίποτα να θυμηθεί. ’Ίσως ήταν καλά, πού τόσον καιρό δε συλλογιόταν... Είπε να
σκεφτεί το ταξίδι στη Νέα Υόρκη... Άραγε ο Κρίτωνας τραγουδά ακόμα
μουρμουριστά, όλη ώρα, τζαζ;... Η Λία απόμεινε ασάλευτη στην πολυθρόνα της.
θαρεί πώς κι αυτή ή ανάσα της σταμάτησε. Τη μούδιασε κάτι σαν πανικός. Δε πάει
αύριο! Όχι! θα πάει στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι, στη Ρώμη!... Μα όταν γυρίσει;...
θα πρέπει να βγει ξανά στους δρόμους της Αθήνας... θα περνά έξω από το
Πανεπιστήμιο... θα κατεβαίνει στην οδό Ερμού... θα βρεθεί, πόσες φορές!, στην
οδό Μαυροματαίων, σε κείνο το πεζοδρόμιο από τη μεριά του πάρκου! Η Αθήνα, όσο
και να ΄λλαξε, έχει γωνιές πού έμειναν οι ίδιες, πού σε καλούν-και σου
φωνάζουν: θυμάσαι! Κι αν ξεγελαστείς και θυμηθείς μια φορά...
Ένα λεπτό απόμεινε για να γίνει μιάμιση. Οι σκέψεις έρχονται τώρα μπερδεμένες στο μυαλό της Λίας, απανωτές... Έβγαλε τα παπούτσια της και προσπάθησε να βολευτεί, με τα πόδια διπλωμένα, πάνω στην πολυθρόνα.
Ο ήλιος
πέφτει πάνω στις ασημιές αγκράφες των παπουτσιών της και τις κάνει να
λαμποκοπάνε.
Η Λία θυμήθηκε το ’42, που φορούσε αρβυλάκια με λάστιχο αυτοκινήτου για σόλα
και χοντρές καφετιές κάλτσες με ρίγες… Είχε λιακάδα σαν και σήμερα. Καθότανε
στο προαύλιο του Πανεπιστημίου και λιαζότανε μ’ απλωμένα τα πόδια. Δίπλα της,
δυο άλλα πόδια, με λουστρινένια προπολεμικά γοβάκια και κάτασπρες κάλτσες
πλεγμένες με βελόνες. Ήτανε η Ματίλντε. Η Λία δεν μπορεί να θυμηθεί ξεκάθαρα τα
πρόσωπα. Η Ματίλντε είχε μαύρα μαλλιά και φιλντισένιο πρόσωπο. Λεπτομέρειες της
ξεφεύγουν. Τα πόδια όμως, παράξενο, σαν να τα ‘χει μπροστά της. Θυμάται ακόμα
και τη μελανιά, που είχε στάξει από το στιλό του Κρίτωνα στην κάτασπρη κάλτσα
της Ματίλντε.
-Να
τη βράσεις με τσουένι και θα φύγει το μελάνι, συμβούλεψε η Γιάννα, που καθότανε
στη ράχη του πάγκου και τα παπούτσια της άγγιζαν σχεδόν τη φούστα της Λίας,
κάτι παιδικά, αγορίστικα παπούτσια με κορδόνια και χακί κάλτσες γκολφ.
Απλωμένα στον ήλιο και τα πόδια της Μαρίας, με καλοκαιρινά πέδιλα και χοντρές
κάλτσες. Ο Κρίτωνας καμάρωνε για τα καινούρια του άρβυλα από την οδό Πανδρόσου.
Ύστερα είχαν έρθει αθόρυβα, να σταθούν πλάι στα δικά της, δυο πόδια με
λαστιχένια παπούτσια του μπάσκετ και μάλλινες κάλτσες από αδρύ μαλλί. Οι
κοπέλες τσίριξαν χαρούμενα.
-Γεια
σου, Γρηγόρη!
Ο
Γρηγόρης άπλωσε τα μακριά του χέρια, σαν νά ‘θελε να τις αγκαλιάσει όλες μαζί.
-Γεια
σας, αγάπες μου, είπε και τράβηξε τη Γιάννα παράμερα.
“Κι
όμως η φωνή του είναι ολότελα σαν και τότε”, συλλογίστηκε η Λία μετά το τηλεφώνημα.
—Έσβησα
το κοτόπουλο με κρασί, μισάνοιξε την πόρτα ή μητέρα του Τάκη.
—Καλά,
λέει μηχανικά ή Λία και κοιτάζει τις γόβες της.
Ολοκαίνουργιες,
αφόρετες σχεδόν, στέκονται απάνω στο χαλί, Έτσι όπως τις πρωτόχε δει στη
βιτρίνα. Τις κοιτάζει και προσπαθεί, με απόγνωση και πείσμα, να διώξει τη
σκέψη, πώς δε θα μπορεί πια να. αγοράζει τέτοιες γόβες, με μαλακό πετσί σα
γάντι, χωρίς να της έρχονται στο νου τ’ Αρβυλάκια της κατοχής, από την οδό
Πανδρόσου, πού πάλιωνε γρήγορα ή βακέττα τους και σχιζόταν κ’ ύστερα έκανε πάνω
ο τσαγκάρης χοντρά καφετιά γαζιά, πού σχημάτιζαν ροδίτσες…
Πόσο διαφορετικοί και διαφορετικές θα ήμασταν εμείς σήμερα αν δεν είχαμε διαβάσει κάποια βιβλία; Αν δεν είχαμε μαγευτεί από την ευφάνταστη αλλά και υπαινικτική λεξιπλασία της Μυρτώς και της Μέλιας, ΕΥ-ΠΟ - ΛΥ-ΠΟ, στο «Καπλάνι της Βιτρίνας»... Αν δεν είχαμε πεισμώσει για να δέσουμε όλους τους νέους και τις νέες της Γης σε ένα τεράστιο «Γαϊτανάκι» που θα κυκλώσει τη Γη... Αν δεν είχαμε νιώσει τον φόβο και την αγωνία να μη σε καταλάβουν οι φασίστες Γερμανοί κατακτητές αλλά και την περηφάνια, την ευθύνη ότι συμμετείχες κι εσύ στον αγώνα και τη νίκη εναντίον τους, όπως στον «Μεγάλο Περίπατο του Πέτρου», ή στο «Όταν ο ήλιος»... Αν δεν είχαμε νιώσει τη φλόγα και το ανώτερο ανάστημα των Ρώσων επαναστατών, αν δεν είχαμε διαισθανθεί τις μεγάλες αλλαγές που συμβαίνουν πέρα, μακριά, κάπου «Κοντά στις ράγες»... Αν δεν είχαμε ονειρευτεί να σαλπάρουμε με τον «Πορτοκαλί ήλιο» και να ζήσουμε μια μεγάλη περιπέτεια όπως στον «Θησαυρό της Βαγίας»...
Για τα παραπάνω «υπεύθυνες» είναι η Άλκη Ζέη και η Ζωρζ Σαρή, που κλείσανε 100 χρόνια από τη γέννησή τους (102+ φέτος). Είναι πολύ δύσκολο να γράψεις κάτι για τη μία χωρίς την άλλη, ακόμα και να σκεφτείς τη μία χωρίς την άλλη... Άλλωστε, η δική τους η φιλία κρατά από τα 12 τους χρόνια, όταν ξεκίνησαν να φοιτούν μαζί στο Γυμνάσιο και υπέγραφαν «Ενωμένες Πάντα» ή αλλιώς «Ε.Π.». Και αυτή η φιλία κράτησε μια ζωή. «Πιασμένες τώρα από το χέρι πάμε στα σχολεία σε όλη την Ελλάδα και κουβεντιάζουμε με τα παιδιά και τους λέμε, ανάμεσα σε άλλα πολλά, πως μια φιλία (η δική μας) μπορεί να αντέξει στο χρόνο»... Είναι η Ζωρζ και η Άλκη των χιλιάδων παιδιών... `Η αλλιώς «ο Γιωργάκης» και «το Κούλι» όπως αποκαλούσε η μία την άλλη από τα μαθητικά τους χρόνια. Το έργο τους έχει ήδη μεγαλώσει γενιές και γενιές... Ίσως επειδή το σύμπαν που έχουν φτιάξει «κλείνει το μάτι» στα παιδιά, δεν «σηκώνει» το άδικο και στρατεύεται στον αγώνα για τη ζωή...Τα θέματα που πραγματεύονται στα δεκάδες βιβλία τους είναι καθημερινά και πανανθρώπινα. Τις σελίδες των βιβλίων τους διατρέχουν τόσο τα ξέγνοιαστα καλοκαίρια, οι παρέες, οι σκανταλιές, οι οικογενειακές σχέσεις, η φιλία, τα εφηβικά όνειρα και η ενηλικίωση, οι πρώτοι έρωτες, όσο και πολλά από τα γεγονότα που συγκλόνισαν την Ελλάδα του 20ού αιώνα, δικτατορία του Μεταξά, Κατοχή, Αντίσταση, διώξεις, Δεκέμβρης, Εμφύλιος, εξορίες, χούντα, Πολυτεχνείο. Αυτά τα μεγάλα γεγονότα στα οποία συμμετείχαν και οι ίδιες - καταβάλλοντας το τίμημα - ήταν και ο λόγος που τις ώθησε στο γράψιμο. «Αν διάλεξα να γράψω για τα παιδιά είναι γιατί θέλησα να αποτυπώσω όσα σημαντικά έζησε η γενιά μου, που φοβάμαι μην ξεχαστούν όταν θα έχουμε φύγει εμείς», έλεγε η Α. Ζέη, ενώ η Ζ. Σαρή σημείωνε: «Καταχωνιασμένες, οι αναμνήσεις μου, όποτε θέλω, ανεβαίνουν στην επιφάνεια ολοζώντανες, φωτεινές. Σαν να ήταν χθες». Οι προσωπικές τους εμπειρίες δένονται με τα ιστορικά γεγονότα και οι μυθιστορηματικοί τους ήρωες συντονίζονται με τα μικρά και μεγάλα γεγονότα και τη δράση του λαού μας.
Μόνο που η Α. Ζέη ήξερε ότι ήθελε να γράφει από «πάντα», ενώ η Ζ. Σαρή το κατάλαβε χρόνια αργότερα. «Χάρη στην Αίγινα, τα παιδιά μου και τους φίλους τους, χάρη στη Βαγία των παιδικών μου χρόνων, έγινα συγγραφέας», τότε που λόγω της χούντας σταμάτησε να δουλεύει στο θέατρο. «Μου την έφερε! Είχαμε συμφωνήσει από μικρές ότι εγώ θα γίνω συγγραφέας και εκείνη ηθοποιός», έλεγε χαριτολογώντας η Α. Ζέη.
Η Άλκη Ζέη γεννήθηκε στην Αθήνα και πέρασε τα πρώτα παιδικά της χρόνια στη Σάμο, από όπου καταγόταν η μητέρα της και στη συνέχεια στην Αθήνα. Από πολύ μικρή ασχολήθηκε με το γράψιμο. Ηδη από τις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου άρχισε να γράφει κείμενα για το κουκλοθέατρο. Ενας από τους ήρωες που δημιούργησε, ο Κλούβιος, έγινε κατοπινά ο ήρωας του γνωστού κουκλοθέατρου «Μπαρμπα - Μυτούσης».
Κατά την περίοδο της Κατοχής εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ. Σπούδασε Φιλοσοφία του Θεάτρου στη Φιλοσοφική του Πανεπιστημίου των Αθηνών και υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Ωδείου Αθηνών. Τότε γνώρισε και τον Γιώργο Σεβαστίκογλου, θεατρικό συγγραφέα, με τον οποίο παντρεύτηκαν το 1945. Κατά την υποχώρηση του ΔΣΕ ο Γιώργος Σεβαστίκογλου, ο οποίος ήταν μέλος του κινηματογραφικού του συνεργείου, βρέθηκε στην Τασκένδη, ενώ η Ζέη συνελήφθη και εξορίστηκε στη Χίο. Επανασυνδέθηκε με τον σύζυγό της το 1954 στην Τασκένδη, όπου απέκτησαν και δυο παιδιά. Το 1957 μετακόμισαν στη Μόσχα και η Ζέη σπούδασε στο Τμήμα Σεναριογραφίας του Ινστιτούτου Κινηματογράφου της Μόσχας.Στη Μόσχα γράφει και το πρώτο της βιβλίο, «Το καπλάνι της βιτρίνας». Οπως έχει αναφέρει η ίδια, «ξεκίνησε επειδή διηγόμουν πολύ τις ιστορίες των παιδικών μου χρόνων με τον παππού μου στα παιδιά μου». Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα υπήρξε έργο - σταθμός για την ελληνική παιδική λογοτεχνία και θεωρείται πλέον ένα κλασικό έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας για παιδιά..png)
27-Οκτ-1940: Θα τη θυμάται αυτή τη
μέρα ο Πέτρος γιατί πέθανε το τριζόνι του. Θα τη θυμάται γιατί την επομένη
ακούει τη φωνή της μητέρας του να λέει: «Σήκω... έγινε πόλεμος. Δεν ακούς τις
σειρήνες;» Όταν οι Ιταλοί έφτασαν στο κατώφλι της Ελλάδας, ο Πέτρος ήταν εννιά
χρονών, είχε μια χελώνα για κατοικίδιο και γνώριζε τον πόλεμο μόνο μέσα από τα
βιβλία. Τώρα όμως θυμάται πως πέθανε το τριζόνι του και τον βιώνει κάθε μέρα,
μαζί με τους γονείς του, τον παππού του και τη μεγαλύτερη αδελφή του, την
Αντιγόνη, αρχίζοντας έναν μεγάλο περίπατο - μια βόλτα στην Αθήνα της Κατοχής,
στα δύσκολα εκείνα χρόνια της πείνας, των συσσιτίων, του φόβου, των διωγμών,
αλλά και της ΕΑΜικής Αντίστασης και συνέχεια την εποποιία των αλύγιστων της
ταξικής πάλης.
(παρένθεση)
Η Ζωρζ Σαρή γεννήθηκε στην Αθήνα από Αϊβαλιώτη πατέρα και γαλλικής καταγωγής
Σενεγαλέζα μητέρα. Στα χρόνια της Κατοχής σπούδασε στη δραματική σχολή του
Δημήτρη Ροντήρη και οργανώνεται στην ΕΠΟΝ. «Από δυστυχισμένοι γίναμε
ευτυχισμένοι. Και αυτό γιατί διαλέξαμε τον δρόμο της ζωής και ας υπήρχε θάνατος
μέσα. Θρηνούσαμε και χαιρόμασταν όλοι μαζί. Δε φοβόμασταν όμως. Υπήρχε ένας
στόχος, η απελευθέρωση», έγραφε. Συμμετέχει ενεργά στην Αντίσταση, «με τους συντρόφους μου καταργούμε το θάνατο,
την πείνα, την παγωνιά και τον φόβο. Είμαι 20 χρονών και κυρίαρχος του κόσμου».
Στις μάχες του Δεκέμβρη τραυματίστηκε σοβαρά στην πλατεία Κυψέλης. Το 1947
αναγκάστηκε να διαφύγει στο Παρίσι. Εκεί σπούδασε υποκριτική στη σχολή του Σαρλ
Ντιλέν. Εργάστηκε στο θέατρο ως ηθοποιός και παντρεύτηκε τον Αιγυπτιώτη
χειρουργό Μαρσέλ Καρακώστα, με τον οποίο απέκτησαν δυο παιδιά. Επέστρεψε στην
Ελλάδα και το 1962 εντάχθηκε στον θίασο του Δημήτρη Ροντήρη, που περιόδευε στο
εξωτερικό με παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας. Ακολούθησαν και άλλες συνεργασίες
της στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Στην παιδική λογοτεχνία εμφανίστηκε το
1969, με το μυθιστόρημα για εφήβους «Ο
θησαυρός της Βαγίας». Έκτοτε επιδόθηκε, κυρίως, στο γράψιμο, εμπνεόμενη
πρωτίστως από την πολιτικοκοινωνική ιστορία του τόπου μας στον 20ό αιώνα, τα
ιδανικά, τους αγώνες και τις περιπέτειες του λαού μας και τις δικές της. Πέθανε
το 2012.
Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί
κανείς ότι οι δύο τους _Άλκη & Ζώρζ, θεμελίωσαν στη χώρα μας τη σύγχρονη
παιδική λογοτεχνία. Κατοχύρωσαν τη διεύρυνσή της σε επίπεδο θεμάτων και
απόψεων. «Κορίτσια και αγόρια μάθανε να
διαβάζουν καλά μυθιστορήματα, να βλέπουν πόσο έντονα το ατομικό συνυπάρχει με
το συλλογικό, να αναγνωρίζουν στους χάρτινους ήρωες δικά τους όνειρα μα και
αδιέξοδα», γράφει ο λογοτέχνης Μ. Κοντολέων. Με χιούμορ, τρυφερότητα, ωραία
και δουλεμένη πλοκή, διεισδυτική ματιά στα γεγονότα, καθαρή γραφή απευθύνονται
κατευθείαν στην καρδιά των παιδιών. Δεν μιλάνε τυποποιημένα ή ευκολοχώνευτα. «Το καπλάνι της βιτρίνας», «Ο μεγάλος
περίπατος του Πέτρου», «Κοντά στις ράγες», «Μωβ ομπρέλα», «Οταν ο ήλιος», «Το
ψέμα», «Οι νικητές», «Τα στενά παπούτσια», «Ε.Π», «Ο χορός της ζωής», «Ο
θησαυρός της Βαγίας» είναι κάποια μόνο από τα βιβλία τους που τόσο έχουν
αγαπηθεί και τα μηνύματά τους έχουν λάβει τη δική τους θέση στο μυαλό και στην
καρδιά ενός παιδιού που μεγαλώνει. Με το
έργο τους ζωντάνεψαν παλιότερα χρόνια και εποχές που έχουν περάσει, όμως έχουν
πολλά ακόμα να μας μάθουν. Άλλωστε, αυτό είναι και ένα χαρακτηριστικό του καλού
λογοτεχνικού βιβλίου, να ανοίγει νέους ορίζοντες προσφέροντας απλόχερα μια
συμπυκνωμένη πείρα από τη ζωή, μια πείρα που ποτέ δεν θα μπορέσει από μόνο του
το παιδί να την αποκτήσει στη διάρκεια της ζωής του. Τα έργα τους αποτελούν
τομή στην παιδική - εφηβική λογοτεχνία για το πρωτοπόρο ιδεολογικό, πολιτικό
περιεχόμενό τους, σε πείσμα του κυρίαρχου αφηγήματος ότι η πολιτική σκοτώνει τη
λογοτεχνία. Είναι έργα που βοηθούν τους νέους ανθρώπους να δουν τον κόσμο
«αλλιώς», να αναγνωρίσουν την αξία των κοινωνικών αγώνων, να συμμεριστούν τα
μεγάλα κοινωνικά ιδανικά, να αγαπήσουν εκείνους που τα υπερασπίζονται,
θυσιάζοντας ακόμη και τη ζωή τους, σε αντίθεση με τον ατομικισμό, τη
ματαιοδοξία, την ιδιοτέλεια που καλλιεργεί το κυρίαρχο σύστημα από τα παιδικά
κιόλας χρόνια.
Άλλωστε, η Τέχνη δεν είναι μια στιγμιαία διαδικασία, αλλά μια διαρκής πορεία και συνομιλία μέσα στον χρόνο. Και εκεί είναι που ο γονιός και ο φωτισμένος δάσκαλος πρέπει να βοηθήσουν τα αρχικά ερεθίσματα ενός καλού λογοτεχνικού βιβλίου να πάρουν οριστική θέση στο μυαλό και στην καρδιά ενός παιδιού που μεγαλώνει. Αυτό είναι που κάνουν και οι ιστορίες της Ζέη και της Σαρή. Δεν «επαναπαύουν». Καλούν τον μικρό αναγνώστη να ψάξει να βρει την αλήθεια του τόπου του, δηλαδή του κόσμου όλου...
“Τι
σαχλαμάρες είναι αυτές;
Θα τσακωνόμαστε για ξένα γίδια;”
Όταν η Άλκη Ζέη και η Ζωρζ Σαρή πιάστηκαν
στα χέρια για τον Βασιλιά και τον Βενιζέλο: Χόρευαν, άλλες τραγουδούσαν “Του
αϊτού ο γιος” κι άλλες “Βενιζέλε μας, γενναίε της πατρίδας”, όμως
αγκαλιασμένες. Η Άλκη με τη Ζωρζ, στο θρανίο τους κάθονταν φρόνιμα κι έγραφαν
στα τετράδιά τους τα κεφαλαία γράμματα της φιλίας: Ε.Π., Ε.Π.
Το Ε.Π. είναι το βιβλίο όπου η Ζωρζ Σαρή περιγράφει τα σχολικά της χρόνια στο
Γυμνάσιο Θηλέων. Και μαζί με αυτά τη γνωριμία της με την Άλκη Ζέη που
εξελίχθηκε σε μια φιλία ζωής και ας… δοκιμάστηκε από τις παιδικές πολιτικές
τους διαφωνίες, όταν η Ζωρζ Σαρή αγαπούσε ακόμα τον βασιλιά -και για λίγο και
τις στολές της ΕΟΝ του Μεταξά- ενώ η Άλκη Ζέη ήταν ακόμα Βενιζελική και
παραλίγο να πιαστούν στα χέρια για αυτό και για τον χαρακτηρισμό “ξενοκίνητος”
-που αγνοούσαν τη σημασία του, αλλά τους φάνηκε βαρύς.
Παρακάτω θα βρείτε τρία αποσπάσματα από το βιβλίο “Ε.Π.”, που σημαίνει ενωμένες πάντα και συμβολίζει την αιώνια φιλία μεταξύ των δύο συγγραφέων. Το πρώτο είναι ο πρόλογος που έγραψε η Άλκη Ζέη για το βιβλίο της επιστήθιας φίλης της. Το δεύτερο είναι η πρώτη μέρα της Ζωρζ Σαρή στο σχολείο, όπου κάθεται στο ίδιο θρανίο με τη Ζέη και κάνει εντύπωση στις συμμαθήτριές της με το “αγορίστικο” όνομά της. Και το τρίτο είναι το σπαρταριστό επεισόδιο που προαναγγέλλεται και στον τίτλο.
Γιωργάκη μου,
Μου ζήτησες να σου γράψω πρόλογο για το βιβλίο σου, το τελευταίο, γιατί κι εγώ δε θυμάμαι πόσα έχεις γράψει. Δε φτάνει που μου την έσκασες, θέλεις και πρόλογο! Δεν τα είχαμε συμφωνήσει ωραία και καλά από τα δώδεκά μας χρόνια; Εσύ ηθοποιός κι εγώ συγγραφέας; Μέχρι και στο Χόλλυγουντ σε είχα φανταστεί να φτάνεις, να παίρνεις το Όσκαρ και να με καλείς να έρθω να σε βρω. Δεν πειράζει, με κάλεσες στο “Έγκλημα στα παρασκήνια”, κι εγώ καμάρωνα το ίδιο σα να ήσουνα στο Χόλλυγουντ! Ακόμα σε φανταζόμουνα… άγαλμα. Στημένο στην πλατεία Κυψέλης, εκεί κοντά που είχες τραυματιστεί βαριά σε μια από τις τόσες μάχες που πήγαινες εσύ μπροστά κι εγώ ξοπίσω. Μας ξεγέλασες όλους και δεν πέθανες, κι έτσι δε σου στήσανε άγαλμα, να το στολίζω εγώ με λουλουδάκια και να δακρύζω. Ευτυχώς, δεν έγινε ηρωίδα όπως το επιθυμούσες, κι έτσι δε σ’ έχασα.
Όλα λοιπόν τα φανταζόμουν πως μπορούσες να γίνεις, ακόμα και… βασίλισσα, αφού όταν ήσουνα μικρή σού άρεσαν οι βασιλιάδες (ευτυχώς τους απαρνήθηκες γρήγορα). Μονάχα συγγραφέα δεν μπορούσα να σε φανταστώ. Έσπαγα το κεφάλι μου να βρω τι σ’ έκανε να γίνεις συγγραφέας, και δεν πίστευα, βέβαια, το παραμύθι που λες στα παιδιά: πως τάχατες το 1967 που ήρθε η Χούντα, οι ηθοποιοί στην αρχή της δικτατορίας αποφάσισαν να μην παίζουν στο θέατρο, κι εσύ, μην ξέροντας τι να κάνεις, από απελπισία άρχισες να γράφεις τις ιστορίες και τα παιχνίδια των παιδιών. Ύστερα γλυκάθηκες και συνέχισες και ένα και δύο και τρία και είκοσι τρία μυθιστορήματα. Ενώ μου διάβαζες τις δακτυλογραφημένες σελίδες από το καινούριο σου βιβλίο, ξαφνικά κατάλαβα γιατί έγινες συγγραφέας. Θέλησες (όπως και στο βιβλίο) να πάμε ξανά χέρι με χέρι στο σχολείο. Όχι, βέβαια, σαν μαθήτριες πια. Μπράβο, Γιωργάκη, τα κατάφερες, έγινες συγγραφέας και, όπως το λογάριασες, πιασμένες τώρα από το χέρι πάμε στα σχολεία σ’ όλη την Ελλάδα και κουβεντιάζουμε με τα παιδιά και τους λέμε, ανάμεσα σε άλλα πολλά, πως μια φιλία (η δική μας) μπορεί να αντέξει στο χρόνο.
Ε.Π. λοιπόν!
Καλή επιτυχία και καλή αντάμωση ξανά… στο σχολείο.
Άλκη Ζέη \ Φθινόπωρο 1995
Το γραφείο
της κυρίας Ερασμίας ήταν ανάμεσα σε δύο μπαλκονόπορτες, κάτω από το πορτρέτο
του πατέρα της, του Ευφράνορος Δελαπόρτα: ένας μουσάτος, με αρειμάνιον μύστακα,
με αυστηρό βλέμμα. Η κυρία Ερασμία σηκώθηκε από την πολυθρόνα της για να τους
υποδεχτεί:
-Χαίρομαι
τέκνον μου, που θα είσαι μαθήτριά μου. Ο πατήρ σου είναι ένας άριστος
καθηγητής. Σου εύχομαι καλή πρόοδον.
Η Ζωρζ
έσκυψε το κεφάλι και δεν ήξερε αν έπρεπε να την ευχαριστήσει ή να της φιλήσει
το χέρι. Η κυρία Ερασμία πάτησε ένα επιτραπέζιο κουδούνι, κι αμέσως μπήκε μια
κοπέλα.
-Υπαπαντή,
της είπε, συνόδευσε την Γεωργία Σαριβαξεβάνη εις την τάξιν της.
Η Ζωρζ τα
‘χασε. Ποια ήταν αυτή η Γεωργία; Το Γεωργία δεν το είχε ακούσει ποτέ της.
Εκείνη την είχαν βαφτίσει GEORGE σαν τη GEORGE SAND… δείτε George Sand ^Γεωργία
Σάνδη: επαναστάτρια; ή σουφραζέτα της δεκάρας;
Η κοπέλα που τη φώναζαν Υπαπαντή ήταν λεπτή, χλωμή, με μεγάλα μάτια. Την πήρε από το χέρι και την πήγε σε μια τάξη που δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο. Τα θρανία έμοιαζαν με θρανία και στους τοίχους κρέμονταν οι ήρωες του 1821, λίγο κιτρινισμένοι. Στο σχολειάκι της κρέμονταν οι ίδιοι. Πάνω από την έδρα ήταν κι ένας Χριστός με κόκκινο μανδύα και μια κόκκινη καρδιά στο χέρι.
Η Υπαπαντή
σύστησε το κορίτσι στις μαθήτριες:
-Η καινούρια
σας συμμαθήτρια, η Γεωργία Σαριβαξεβάνη. Ποια θα την φιλοξενήσει;
Μια
αδυνατούλα, με κόκκινα φιογκάκια στις πλαϊνές αλογοουρές της, πετάχτηκε απάνω.
-Εγώ! είπε.
Η Ζωρζ
κάθισε πλάι της.
Το θρανίο
ήταν το πρώτο στη σειρά, δεξιά, κοντά στο παράθυρο. Έκανε να βγάλει από την
τσάντα της την κασετίνα και κάποιο τετράδιο.
-Δε
χρειάζεται να βγάλεις τα σύνεργά σου, της είπε το κορίτσι με τις αλογοουρίτσες.
-Γιατί;
απόρησε η Ζωρζ.
-Σήμερα δε
θα κάνουμε μάθημα.
-Και πώς το
ξέρεις εσύ;
-Μου το ‘πε η Λενιώ, η αδερφή μου, αυτή πάει στη Β’ Γυμνασίου. Την πρώτη μέρα δεν έχει μάθημα. Όλοι οι καθηγηταί θα παρελάσουν για να μας γνωρίσουν. Ο καθένας θα πει τα δικά του. Κατάλαβες, Γεωργία;
-Δε με λένε
Γεωργία.
-Και πώς σε
λένε;
-Ζωρζ.
-Ζωρζ; Σαν το
συγγραφέα Ζωρζ Ονέ; Αγόρι είσαι;
-Η
συγγραφέας Ζωρζ Σαντ ήταν γυναίκα.
-Και γιατί
ξένο όνομα;
-Η μαμά μου
είναι Γαλλίδα, από τη Σενεγάλη. Από την Αφρική… Εσένα πώς σε λένε;
-Αγόρι
είσαι; Έχω έναν ξάδερφο που τον λένε Άλκη.
-Το Άλκη
είναι και κοριτσίστικο όνομα.
-Τότε,
είμαστε πάτσι.
Γέλασε η
Άλκη.
Το κορίτσι
που καθόταν στο πίσω θρανίο έσκυψε μπροστά.
-Μα τι λέτε
τόσην ώρα και χασκογελάτε;
Φορούσε
γυαλιά, ήταν χοντρούλα.
Η Άλκη
γύρισε και της είπε:
-Συστηθήκαμε.
Τη λένε Ζωρζ.
-Ζωρζ; απόρησε
το κορίτσι.
-Η μαμά της
είναι από την Αφρική, Γαλλίδα!
-Από την
Αφρική!
-Γαλλίδα,
από τη Σενεγάλη…
-Άποικος,
διευκρίνισε η Ζωρζ…
-Και γιατί
έχει αντρικό όνομα; Ζωρζ Ονέ;
-Όχου, να τα
ξαναλέμε; Άσ’ το για αργότερα. Ζωρζ, να σου συστήσω την Αθηνά, την καλύτερη
μαθήτρια της τάξεως.
-Και πού το
ξέρεις εσύ; ρώτησε η Ζωρζ την Άλκη.
-Ήμασταν
μαζί στο δημοτικό. Εκτός από σένα κι άλλες τρεις καινούριες, όλες ήμασταν μαζί
στο δημοτικό, φίλες…
Ένας
κάβουρας άνοιξε τις δαγκάνες του.
-Θα
τηλεφωνήσω τα νέα της Ζωρζ, είπε η Αθηνά.
-Τηλεφώνησε,
και γρήγορα, να προλάβουμε! είπε η Άλκη.
Τώρα ο κάβουρας δάγκωσε τη Ζωρζ. Την κορόιδευαν οι φίλες. Γύρισε να πει στην Αθηνά, στη σπουδαία μαθήτρια, πως δεν ήταν δα και τόσο βλάκας, να μην καταλαβαίνει τα σαχλά αστεία τους, όμως εκείνη τη στιγμή η Αθηνά ψιθύριζε κάτι στ’ αυτί της διπλανής της, κι αμέσως η διπλανή γύρισε, έσκυψε και κάτι είπε στ’ αυτί της μαθήτριας που καθόταν πίσω της.
-Μα τι λένε;
ρώτησε την Άλκη.
-Τηλεφωνούν.
Όλες να μάθουν τα νέα σου πριν από το διάλειμμα… Το τηλέφωνο το παίζαμε από
πάντα, στο δημοτικό, ακόμη κι όταν ο δάσκαλος ήταν πάνω στην έδρα: “Από το
στόμα στ’ αυτί”, έτσι λέγεται το παιχνίδι. Κοίτα, τώρα το όνομά σου και η
Αφρική σου έφτασαν στο πίσω θρανίο της μεσαίας σειράς…
Ο κάβουρας
άνοιξε τις δαγκάνες του και παράτησε τη Ζωρζ, που πολύ ευχαριστήθηκε με τα
λόγια της Άλκης. Κι εκείνη έπαιζε το ίδιο παιχνίδι, στη Βαγία, τα καλοκαίρια.
Καθόταν με το φίλο της τον Παναγιώτη, με όλη την παρέα, κορίτσια αγόρια, πλάι
στην πεζούλα, κι ο ένας ψιθύριζε κάτι στ’ αυτί του άλλου. Αυτό που ψιθυριζόταν,
μέχρι να φτάσει στο τελευταίο αυτί, γινόταν άλλο των άλλων. Λόγου χάρη, έλεγε ο
πρώτος: σκουληκομερμηγκότρυπα, κι ο τελευταίος άκουγε και φώναζε: σκούζει ο
λύκος για μια τρύπα, και γελούσαν. Και τώρα γελούσε. Άραγε θα φτάνανε το όνομά
της και η μαμά της σώα στο τέρμα;
Η Ζωρζ άκουγε χωρίς ν’ ακούει, σκεφτόταν το γράμμα που της έκαιγε την τσάντα. Κι αμέσως μετά μπήκαν η Αννούλα, η Άλκη, η Κική, η Πόπη, η Λιλή… Αυτές δεν είχαν δει το μεθυσμένο, και ο κυρ Στάθης τους είπε: “Μπείτε γρήγορα μέσα γιατί στη γωνιά είναι ένας μπεκρούλιακας!”
-Έχουμε ένα
τέταρτο πριν αρχίσει η προσευχή, ε; είπε η Ίντα που είχε ρολόι, δώρο του Χαϊλέ
Σελασιέ στον μπαμπά της, για την κόρη του.
Χαϊλέ
Σελασιέ εσύ, σκέφτηκε η Ζωρζ, βασιλέα Γεώργιο το Β’ εγώ. Χα!
Όταν
μαζεύτηκαν όλες, ήταν η ώρα της προσευχής, δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για το
γράμμα. Έψαλαν όλες μαζί το “Γλυκό του κόσμου στήριγμα, αθάνατη Μαρία” κι
ύστερα μπήκαν στις τάξεις. Πρώτη ώρα είχαν Καλιμάνη. Η Ζωρζ θα περίμενε το
διάλειμμα. Όμως, η Υπαπαντή ήρθε να τους πει πως ο Καλιμάνης δε θα ερχόταν
γιατί ήταν ασθενής.
-…Να μείνετε
στην τάξη σας, φρόνιμα, και η Παπακυριακοπούλου να σας προσέχει.
Χαράς
ευαγγέλια!
Η Λένα
ανέβηκε στην έδρα και χτύπησε το χάρακα.
-Λοιπόν,
λοιπόν, αγαπηταί μου μαθήτριαι, ποια έχει να πει ενδιαφέροντα;
-Εγώ,
πετάχτηκε η Ζωρζ. Όμως, πρέπει όλες να προσέχετε. Τα νέα μου είναι σπουδαία,
σπουδαιότατα! Χτες ήρθε ο βασιλιάς στο σπίτι μας, θέλω να πω ο σοφέρ του!
-Τρελάθηκες
ή θες να μας τρελάνεις; τη ρώτησε η Αθηνά. Ποιος βασιλιάς και κουραφέξαλα;
-Του έγραψα
γράμμα και μου απάντησε.
-Γράμμα του
έγραψες; Και τι του ‘λεγες.
-Να πάω στο
παλάτι του και να τα πούμε.
-Να τους
πεις τι; ρώτησε η Άλκη.
-Ήθελα να
του τα πω όλα, για σένα, για μας, για τους γονείς μου…
Η Αννούλα
δεν ήξερε τι να πει.
-Ησύχασε,
Ζωρζ, ησύχασε, όλα θα περάσουν…
-Μα δε θέλω
τίποτε να περάσει. Ο βασιλιάς μού έγραψε, εδώ έχω το γράμμα του, στην τσάντα
μου!
Και έχωσε το
χέρι της στην τσάντα θριαμβευτικά.
Η Άλκη την
κορόιδεψε:
-Πάλι
παραμύθια;
-Όχι κυρία
μου, πάρε και διάβασε!
Η Άλκη
διάβασε, είδε τη φωτογραφία και ύστερα κοίταξε την καλύτερή της φίλη:
-Δηλαδή, του
έγραψες;
-Και βέβαια του έγραψα, είπε δυνατά η Ζωρζ. Του έγραψα και μου απάντησε. Κοίτα τη φωτογραφία την οποίαν ευηρεστήθη να υπογράψει δι’ ημάς!
-Και γιατί
του έγραψες; ρώτησε η Άλκη.
-Γιατί είναι
ο βασιλιάς μας.
-Ένας ξένος!
φώναξε η Άλκη.
-Γιατί, αχ,
γιατί του έγραψες; ρώτησε η Αθηνούλα.
-Του έγραψα
γιατί τον αγαπώ! της απάντησε η Ζωρζ.
-Δηλαδή,
αγαπάς έναν εχθρό; τη ρώτησε η Άλκη.
-Εχθρός; Ο
βασιλιάς μας; Αν θες να ξέρεις, είναι ο προστάτης μας!
-Ε, όχι και
προστάτης μας! είπα η Ίντα.
-Γιατί,
δηλαδή, ο Χαϊλέ Σελασιέ σου είναι καλύτερος; της φώναξε θυμωμένη η Ζωρζ.
-Άλλα αντ’
άλλων λες, της αντεπιτίθεται η Ίντα. Εγώ μιλώ για την Ελλάδα.
-Συμφωνώ με
την Ίντα, είπε και η Λένα, που στεκόταν πάνω στην έδρα και προσπαθούσε να βάλει
τάξη. Το θέμα μας είναι η Ελλάδα κι όχι αν ο βασιλιάς είναι καλός ή κακός…
-Καλός!
φώναξε η Όλγα.
-Καλός!
φώναξε η Λιλίκα.
Και η
Αθηνούλα είπε:
-Πήγαν να
σκοτώσουν το Βενιζέλο!
-Εχθρός!
φώναξε η Άλκη.
-Εχθρός!
είπε και η Αννούλα με ψιθυριστή φωνή.
Η Ζωρζ
προχώρησε, πήγε και στάθηκε μπροστά στην Άλκη.
-Ζήτω ο
βασιλιάς! φώναξε.
-Ζήτω ο
Βενιζέλος! φώναξε η Άλκη.
Η Λένα
χτυπούσε το χάρακα πάνω στην έδρα.
-Σιωπή,
ησυχάστε…
-Τι ξέρεις
εσύ για το βασιλιά και φωνάζεις ζήτω;
-Ξέρω και
παραξέρω! Ο Βενιζέλος αγωνίζεται να σώσει την Ελλάδα! Ο βασιλιάς σου είναι
ξενοκίνητος…
Η Ζωρζ δεν
ήξερε τι πάει να πει “ξενοκίνητος”, όμως κατάλαβε πως ήταν βρισιά. Η Άλκη της
έβριζε το βασιλιά της. Προχώρησε καταπάνω της:
-Πάρε το
λόγο σου πίσω.
Η Άλκη
πείσμωσε:
-Ξενοκίνητος!…
Ξενοκίνητος!… Ξέρεις τι πάει να πει ξενοκίνητος;
-Όχι, δεν
ξέρω κι ούτε με νοιάζει…
Ούτε και η
Άλκη ήξερε τι πάει να πει ξενοκίνητος.
-Ε λοιπόν,
κι εγώ δε θα σου το πω ποτέ!
Η Ζωρζ
σήκωσε το χέρι να τη βαρέσει. Η Άλκη τής το άρπαξε στον αέρα. Με το άλλο χέρι η
Ζωρζ τράβηξε τα μαλλιά της. Η Άλκη στρίγγλισε, παράτησε το χέρι της Ζωρζ, και
με τα δυο της χέρια άρχισε να τη χτυπάει όπου έβρισκε, όμως και η Ζωρζ δεν
έκανε πίσω, βαρούσε κι εκείνη, και σε λίγο τα δυο κορίτσια βρέθηκαν χάμω, στα
ξεπλυμένα σανίδια της τάξης, και πάλευαν. Οι μαθήτριες παρακολουθούσαν βουβές,
άλλες περίεργες κι άλλες τρομαγμένες.
Η Λένα
κατέβηκε από την έδρα και, σαν υπεύθυνη της τάξης, πήγε να της χωρίσει. Τα
κατάφερε. Η Ζωρζ και η Άλκη είχαν κουραστεί.
Η Ζωρζ
προπαντός δεν άντεξε άλλο. Έμπηξε τα κλάματα και κάθισε στο θρανίο της. Οι ώμοι
της τραντάζονταν, να τη λυπάσαι. Η Αθηνούλα ξέχασε το Βενιζέλο και το βασιλιά
κι έτρεξε κοντά της.
-Μην κλαις,
κουτή, μην κλαις…
Η Ζωρζ πήρε
στραβά την παρηγοριά:
-Κι εσύ με
λες κουτή;
Η Αθηνούλα
δεν ήξερε πώς να την παρηγορήσει. Αυτό το κουτή το είπε όπως θα έλεγε “Ζωρζάκι
μου”.
Όμως, και οι
άλλες λυπήθηκαν τη Ζωρζ. Έτρεξαν κοντά της.
Η Λένα
θύμωσε:
-Τι
σαχλαμάρες είναι όλα αυτά; Θα τσακωνόμασταν για ξένα γίδια; Άιντε να
φιλιώσουμε, κι όπου να ‘ναι θα χτυπήσει ο κώδων, κι αν μας πάρουν είδηση, εγώ
θα πληρώσω τα σπασμένα…
Η Αθηνά, η
Αννούλα, η Ίντα, η Τίλδα, η Κική συμφώνησαν, όχι άλλος τσακωμός. Η Άλκη
στεκόταν βουβή χωρίς να ξέρει τι να κάνει. Η φίλη της, η καλύτερη φίλη της, θα
πέθαινε από το κλάμα. Άλλη λύση δεν υπήρχε. Πήγε κοντά της και την αγκάλιασε:
-Γιωργάκη
μου, μην κλαις άλλο, συγχώρεσέ με, σε στενοχώρησα, παίρνω πίσω το ξενοκίνητος,
έλα σε παρακαλώ, σταμάτα, γιατί θ’ αρχίσω να κλαίω κι εγώ!
Κι έβαλε κι
εκείνη τα κλάματα. Κλαίγαν τώρα κι οι δυο αγκαλιασμένες.
Όταν μπήκε ο Παπαδόπουλος, σάστισε.
Του φάνηκε πως οι μαθήτριές του γιόρταζαν ένα σπουδαίο γεγονός. Χόρευαν, άλλες
τραγουδούσαν “Του αϊτού ο γιος” κι άλλες “Βενιζέλε μας, γενναίε της πατρίδας”,
όμως αγκαλιασμένες. Η Άλκη με τη Ζωρζ, στο θρανίο τους κάθονταν φρόνιμα κι
έγραφαν στα τετράδιά τους τα κεφαλαία γράμματα της φιλίας: Ε.Π., Ε.Π.
Το αγαπημένο
μου «Αρβυλάκια και Γόβες» είναι από
πάντα αφιερωμένο στην _σχεδόν συνομήλικη μου –ακόμα ομορφούλα και τσαχπίνα Μαργαρίτα από τη
Σαλονίκη, συντρόφισσα από τα παλιά –ανερχόμενο στελεχάκι στην ΚΝΕ τότε και
φίλη, που της πήγα δώρο μια από τις πρώτες εκδόσεις, τη 10ετία του ΄80, λίγα
χρόνια πριν τις ανατροπές και τον ορυμαγδό.
Δε φόρεσε ποτέ το πράσινο αμπέχωνο της εποχής, ούτε αρβύλες, αλλά γόβες
–κάποιες φορές και «στιλέτο», αλλά διαβάζοντας το βιβλίο ξετρελάθηκε,
αναπολώντας πάντα εκείνα τα παπούτσια - τ’ αρβυλάκια της κατοχής, από την οδό Πανδρόσου,
πού πάλιωνε γρήγορα ή βακέττα τους και σχιζόταν κ’ ύστερα έκανε πάνω ο
τσαγκάρης χοντρά καφετιά γαζιά, πού σχημάτιζαν ροδίτσες…
Τσαγκάρης, Παπουτσής – Παπουτσάνης στα καθαρευουσιάνικα “υποδηματοποιός» -επίσημη ονομασία των τεχνιτών που κατασκεύαζαν και επιδιόρθωναν παπούτσια, έβαζαν τακούνια, σόλες και μπάλωναν με τον κερωμένο σπάγκο τα τρυπημένα. Σε μας τους πιτσιρικάδες έβαζαν και «πέταλα» για να αντέχουν. Γεμάτη η περιοχή Ψυρρή, πριν την «ανάπλαση» με καφετέριες και ξενυχτάδικα. Για τα καινούργια παπούτσια, ο μάστορας έπαιρνε τα «μέτρα» -με τη βοήθεια του κάλφα το «στάμπο» ή «στάμπα», μάκρος, δάχτυλα, κουντουπιέ, πασάγιο. Οι κουντουράδες όταν έπεφτε πολύ δουλειά, δούλευαν ως τα μεσάνυχτα (Πάσχα – Χριστούγεννα) -τότε έλεγαν πως «έτρωγαν της λάμπας το φυτίλι», ενώ η Τσαγκαροδευτέρα -από προπολεμικά, γιατί οι τσαγκάρηδες την επόμενη της Κυριακής, επειδή δεν είχαν δουλειά είχαν καθιερώσει από μόνοι τους συνέχιση της αργίας. Ο τσαγκάρης δούλευε στον πάγκο -ένα ξύλινο μικρό τετράγωνο τραπεζάκι με γύρω-γύρω ξύλινο κορδόνι και χωρισμένο στις γωνίες με άλλο, ώστε να σχηματίζονται τέσσερα τρίγωνα. Με σφυριά και σφυράκια, τανάλιες μονταρίσματος και τις παπουτόπροκες, φαλτσέτες (μακριές ατσάλινες λάμες για το κόψιμο των δερμάτων) ράσπες, λίμες, κατσαμπρόκο, διάφορα σουβλιά –σπαθάτα και πατωτικά- (για να τρύπες στα δέρματα), γάντζο για το καλαπόδι, μασάτι (ακόνι για τις φαλτσέτες -για να «γλυκαθούν»), μεζούρα, σπράγκες και ξυλόπροκες. Γύρω - γύρω από τον πάγκο υπήρχαν πέτσινες θήκες με τα βοηθητικά εργαλεία και δίπλα η «πατούνα» (αμόνι) και τρίποδο.
Αναπόσπαστο αξεσουάρ το καλαπόδι (ξύλινο ομοίωμα σε φυσικό μέγεθος, του ποδιού του πελάτη επάνω στο οποίο συναρμολογούσαν τα παπούτσια –βάζοντας «τσόντες αν χρειαζόταν: συμπλήρωμα για το μάκρος, «λόγκα» στο πίσω μέρος ή «άλτσες», προσθετικό στο πάνω μέρος για να μεγαλώνει τον κου(ν)τουπιέ. Επάνω τα «φόντια». Τις «σόλες», και τα «βάρδουλα» τις έβρεχε στο «μαστέλο» (μεγάλο δοχείο με νερό κάτω απ’ το τραπεζάκι του). Στο μαστέλο έβαζαν τα πετσιά για να μαλακώσουν, να χτυπηθούν, να «πισταριστούν», να ανοίξουν και να είναι εύκολα στην παραπέρα επεξεργασία. Το μαστέλο έπρεπε να καθαρίζεται κάθε μέρα. H κατασκευή των παπουτσιών ήταν όλη χειροποίητη. Τα παπούτσια γίνονταν ραφτά και καρφωτά. Τα σκαρπίνια ήταν το επίσημο χαμηλό παπούτσι που άφηνε ακάλυπτους τους αστράγαλους. Οι κουντούρες ήταν παπούτσια χαμηλά, κλειστά και δερμάτινα των γεωργών.Οι μπότες κλειστές και ψηλές –αρχικά προνόμιο των αντρών, καλύπτοντας το πόδι συνήθως ως το γόνατο (υπήρχαν και οι «παπαδίστικες» -μέχρι την κνήμη και τα τσερβούλια (τσαρούχια με δερμάτινο πάτο). Τα γαμπριάτικα ήταν τα πιο ακριβά και περιποιημένα -μερικοί μάλιστα ήθελαν τριζάτα σκαρπίνια.
Λαβομάνα στυλ _και ανθοστήλες _κράνη, πιάτα, ξιφολόγχες και αρβύλες
2020 Έφυγε _σαν σήμερα, πλήρης ημερών η σπουδαία και πολυβραβευμένη για το έργο της Άλκη Ζέη (γεννήθηκε 15η Δεκ- 1923) πεζογράφος και συγγραφέας. Τα βιβλία της έχουν μεταφραστεί σε 20 γλώσσες. Όπως αναφέρει η ίδια, _βλ το επίσημο site της γεννήθηκε στην Αθήνα το 1923, «στην οδό Κέας, πλατεία Κολιάτσου, στις 15 του Δεκέμβρη» (Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο). Ο πατέρας της καταγόταν από την Κρήτη και η μητέρα της από τη Σάμο, όπου πέρασε τα πρώτα παιδικά της χρόνια. Όταν άρχισε το σχολείο, η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στο Μαρούσι και στη συνέχεια στην Αθήνα. Παντρεύτηκε τον θεατρικό συγγραφέα και σκηνοθέτη Γιώργο Σεβαστίκογλου, που πέθανε το 1991. Απέκτησαν δύο παιδιά, την Ειρήνη και τον Πέτρο. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών και στο Κινηματογραφικό Ινστιτούτο της Μόσχας, στο τμήμα σεναριογραφίας.
Από το 1954 έως το 1964 έζησε σαν πολιτική πρόσφυγας στη Σοβιετική Ένωση. Το 1964 επιστρέφει οικογενειακώς στην Ελλάδα, για να ξαναφύγουν πάλι όλοι μαζί με τον ερχομό της Χούντας το 1967. Αυτήν τη φορά ο τόπος διαμονής τους είναι η Γαλλία, και συγκεκριμένα το Παρίσι, απ’ όπου επιστρέφουν μετά τη δικτατορία.
Από πολύ μικρή ασχολήθηκε με το γράψιμο. Στις πρώτες ακόμη τάξεις του Γυμνασίου άρχισε να γράφει κείμενα για το κουκλοθέατρο, διηγήματα και νουβέλες, που δημοσιεύονταν σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Ένας από τους ήρωες που δημιούργησε, ο Κλούβιος, έγινε κατοπινά ο ήρωας του γνωστού κουκλοθέατρου «Μπαρμπα-Μυτούσης», εμπνεύστρια του οποίου ήταν η Ελένη Θεοχάρη-Περάκη.
Πρώτο της μυθιστόρημα είναι Το καπλάνι της βιτρίνας (1963), που το έχει εμπνευστεί από τα παιδικά της χρόνια στη Σάμο και είναι σχεδόν αυτοβιογραφικό. Ακολουθεί μια σειρά μυθιστορημάτων για παιδιά, και το 1987 κυκλοφορεί το πρώτο της βιβλίο για μεγάλους Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα. Το 2013 κυκλοφόρησε το αυτοβιογραφικό της βιβλίο «Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο», και το 2017 το «Πόσο θα ζήσεις ακόμα, γιαγιά»;. Ο καθαρός τρόπος γραφής της, η γλωσσική αρτιότητα, η κριτική στάση απέναντι σε πρόσωπα και καταστάσεις, το χιούμορ και η διεισδυτική ματιά στα γεγονότα είναι τα χαρακτηριστικά των έργων της Άλκης Ζέη που το έχουν κάνει να αγαπηθεί από το ελληνικό και το ξένο αναγνωστικό κοινό. Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, Το καπλάνι της βιτρίνας και Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου συμπεριλαμβάνονται στα διαχρονικά ευπώλητα βιβλία της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Τα βιβλία της απευθύνονται κυρίως στα παιδιά και τους εφήβους, πάντα όμως διαβάζονται με μεγάλη ευχαρίστηση και από τους ενήλικες. Εμπνέονται από προσωπικές της εμπειρίες υφαίνοντας την υπόθεσή τους παράλληλα με ιστορικά γεγονότα. Τα θέματα που πραγματεύονται είναι καθημερινά και πανανθρώπινα.
Το καπλάνι της βιτρίνας, το πρώτο της μυθιστόρημα, υπήρξε έργο-σταθμός για την ελληνική παιδική λογοτεχνία και θεωρείται πλέον ένα κλασικό έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας για παιδιά, με συνεχείς επανεκδόσεις από το 1963 που πρωτοκυκλοφόρησε στην Ελλάδα και πολλές μεταφράσεις και διακρίσεις στο εξωτερικό. Το 2021 διασκευάστηκε σε graphic novel από τη Γεωργία Ζάχαρη και τη Στέλλα Στεργίου.
- Η Άλκη Ζέη αποτελεί πρέσβειρα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό, καθώς το σύνολο του έργου της είναι μεταφρασμένο και κυκλοφορεί σε πολλές χώρες ανά τον κόσμο. Η ίδια έχει επίσης μεταφράσει από τα γαλλικά, τα ιταλικά και τα ρωσικά αρκετά βιβλία.
- Το 2010 τιμήθηκε με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου της. Το 2012 αναγορεύτηκε επίτιμη διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Κύπρου, το 2014 επίτιμη διδάκτωρ του Τμήματος Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ενώ το 2015 απέσπασε την ίδια τιμή από το Τμήμα Επιστημών της Εκπαίδευσης και της Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία (Τ.Ε.Ε.Α.Π.Η.) της Σχολής Ανθρωπιστικών & Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πατρών.
- Τον Ιανουάριο του 2015 έλαβε τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος της Τιμής, διάκριση που αποδίδεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας σε διαπρεπείς προσωπικότητες των τεχνών, των επιστημών και των γραμμάτων, ενώ τον Σεπτέμβριο του 2015 τιμήθηκε από τη Γαλλία με τον τίτλο του Ταξιάρχη του Τάγματος των Τεχνών και των Γραμμάτων (Commandeur de l’Ordre des Arts et des Lettres).
Αγαπημένη του αναγνωστικού κοινού
Η Άλκη Ζέη, εκτός από τα δυο δικά της παιδιά, έχει μεγαλώσει πολλά παιδιά με τα βιβλία της. Τα σημερινά παιδιά μάλιστα έχουν πλέον την ευκαιρία να γνωρίσουν κείμενά της και μέσα στα σχολικά τους βιβλία, όπου είναι ανθολογημένα έργα της. Από όλες τις διεθνείς διακρίσεις που έχει λάβει, η μεγαλύτερη επιβράβευση έρχεται από το κοινό που διαβάζει με μανία τα βιβλία της και τα ανεβάζει ψηλά στις λίστες των ευπώλητων. Όμως αυτό που κάνει το έργο της Άλκης Ζέη πραγματικά μεγάλο, είναι η απήχησή του και εκτός των συνόρων της Ελλάδας. Τα βιβλία της έχουν κατ’ επανάληψη βραβευθεί στο εξωτερικό: Mildred Batchelder στην Αμερική για το Καπλάνι της βιτρίνας, τον Μεγάλο περίπατο του Πέτρου και το Κοντά στις ράγιες, Acerbi στην Ιταλία για την Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, Βραβείο των Βιβλιοφάγων στη Γαλλία για την Κωνσταντίνα και οι αράχνες της. Πάνω απ’ όλα Το καπλάνι της βιτρίνας, που από το 1963 όταν πρωτοκυκλοφόρησε και με τις συνεχείς του επανεκδόσεις αποτέλεσε σταθμό για τη νεότερη ελληνική λογοτεχνία για παιδιά, έχει αξιολογηθεί ως ένα από τα καλύτερα βιβλία για παιδιά στον κόσμο, περιλαμβάνεται σε διεθνείς καταλόγους προτεινόμενων βιβλίων για ανάγνωση και για μελέτη στο σχολείο, ενώ το 2007 διακρίθηκε με ακόμα ένα βραβείο στην Ιταλία.
Η Άλκη Ζέη είναι λοιπόν μια σταθερή αξία για τη σύγχρονη λογοτεχνία μας. Μπορεί να γράφει κυρίως για παιδιά, όμως απευθύνεται και στους ενήλικες. Μέσα στα έργα της η συγγραφέας μετατρέπει προσωπικά της βιώματα σε μυθιστορηματικές καταστάσεις, κρατώντας πάντα την απαραίτητη απόσταση από το αυτοβιογραφικό στοιχείο αλλά επιτρέποντας στους ήρωές της να βλέπουν τα πράγματα με τη δική της θεώρηση. Ανήκοντας σε μια γενιά της οποίας οι ατομικές φιλοδοξίες υποχώρησαν μπροστά στα συλλογικά οράματα και στα συνταραχτικά γεγονότα που αναγκαστικά ισοπέδωναν την προσωπική ζωή κι έχοντας συμβαδίσει με την πρόσφατη ιστορία της Ελλάδας, των ανατροπών, των διωγμών, της αγωνίας για το αύριο, της συμμετοχής στους αγώνες για ελευθερία και δημοκρατία, αισθάνεται το χρέος να αποτυπώσει σημαντικές ιστορικές στιγμές για χάρη των νεότερων γενεών. Πάντως παρόλο που τα βιβλία της είναι τοποθετημένα σε βιωμένο ιστορικό πλαίσιο, δεν επιδιώκει να εξαντλήσει ιστορικά ζητήματα ούτε να νουθετήσει τον αναγνώστη. Χωρίς ίχνος διδακτισμού δίνει μέσα απ’ τα βιβλία της αφορμή για προβληματισμό και περισσότερη αναζήτηση πάνω σε πλήθος διαχρονικών αξιών και σύγχρονων θεμάτων.
Φυσικά, το μεγαλύτερο προτέρημα των βιβλίων της παραμένει η εξαιρετική λογοτεχνικότητά τους, που με την άριστη έκφραση, την καλοδουλεμένη πλοκή και το διάσπαρτο χιούμορ κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη και τον κάνουν να τα διαβάζει μονορούφι.
Έζησε ως παιδί στη Σάμο, μαζί με τη
μεγαλύτερή της αδελφή Λενούλα, όσον καιρό η μητέρα της ανάρρωνε από φυματίωση
στο Σανατόριο Πάρνηθας. Επιστρέφοντας στην Αθήνα οικογενειακώς το 1937, φοίτησε
αρχικά στην Ιόνιο Σχολή, όπου γνώρισε τη φίλη της και μετέπειτα συγγραφέα Ζωρζ
Σαρή. Εκείνη την περίοδο ο θείος της, Πλάτων Σωτηρίου (αδελφός της μητέρας
της), παντρεύτηκε τη γνωστή συγγραφέα Διδώ Σωτηρίου, η οποία βοήθησε τη Άλκη να
ασχοληθεί με τη συγγραφή. Ενώ ήταν μαθήτρια συμμετείχε στον όμιλο κουκλοθεάτρου
της σχολής της που διεύθυνε η καθηγήτρια τέχνης Ελένη Περράκη-Θεοχάρη. Τότε
ξεκίνησε να γράφει έργα για κουκλοθέατρο και ένας από τους χαρακτήρες που
δημιούργησε, ο Κλούβιος, έγινε μετέπειτα ένας από τους κυριότερους ήρωες του
κουκλοθεάτρου Αθηνών «Μπάρμπα Μυτούσης» που ίδρυσε η Περράκη-Θεοχάρη.
Κατά την περίοδο της κατοχής εντάσσεται στην ΕΠΟΝ, παρακινούμενη από τη Διδώ
Σωτηρίου και παράλληλα σπούδασε φιλοσοφία θεάτρου στη Φιλοσοφική και υποκριτική
στη δραματική σχολή του Εθνικού Ωδείου. Ενώ φοιτούσε στη δραματική σχολή το
1943 γνώρισε τον μελλοντικό της σύζυγο _θεατρικό συγγραφέα Γιώργο Σεβαστίκογλου
(1913-1990), με τον οποίο παντρεύτηκε το 1945. Το 1948, ύστερα από την ήττα του
ΔΣΕ, ο σύζυγός της διέφυγε στην Τασκένδη. Η Ζέη προσπάθησε να τον ακολουθήσει
αλλά τη συνέλαβαν και την εξόρισαν στη Χίο και ύστερα από προσπάθειες έξι ετών,
και αφού ταξίδεψε για 6 νύχτες από την Ιταλία -ΕΣΣΔ το 1954 επανασυνδέθηκε με
τον σύζυγο της στην Τασκένδη. Και το 1957 μετακόμισαν στη Μόσχα, όπου σπούδασε
και στο τμήμα σεναριογραφίας του Ινστιτούτου Κινηματογράφου της Μόσχας. Το 1964
επέστρεψε στην Ελλάδα για να ξαναφύγει πάλι το 1967, με τον ερχομό της Χούντας
— αυτή τη φορά για το Παρίσι — και να επιστρέψει οριστικά όταν έπεσε η
απριλιανή δικτατορία.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής της στην ΕΣΣΔ συνέχισε το γράψιμο και μια σειρά
παιδικών διηγημάτων της δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό για τους νέους Νεανική
Φωνή, που είχε ως συντακτική επιτροπή τον Μάριο Πλωρίτη, τον Τάσο Λιγνάδη και
τον Κωστή Σκαλιόρα. Το πρώτο της μυθιστόρημα, το αυτοβιογραφικό Το καπλάνι της
βιτρίνας, γράφτηκε το 1963 ενώ ήταν στη Μόσχα. Αποτελεί έργο-σταθμό στην
ελληνική παιδική λογοτεχνία, όντας το πρώτο ίσως παιδικό βιβλίο με πολιτικές
αναφορές, στη δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά, που το έχει εμπνευστεί από τα
παιδικά της χρόνια στη Σάμο και είναι σχεδόν αυτοβιογραφικό. Ακολουθεί μια
σειρά μυθιστορημάτων για παιδιά, και το 1987 κυκλοφορεί το πρώτο της βιβλίο για
μεγάλους Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα. Το 2013 κυκλοφόρησε το αυτοβιογραφικό
της βιβλίο Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο, και το 2017 το Πόσο θα ζήσεις ακόμα,
γιαγιά;.Έργα της δημοσιεύονταν στο περιοδικό “Επιθεώρηση Τέχνης”.Το 1971 και
ενώ ήταν εξόριστη στο Παρίσι, έγραψε τον Μεγάλο περίπατο του Πέτρου, αυτή τη
φορά με θέμα την Κατοχή και την απελευθέρωση. Το σημαντικό στα ιστορικά της
μυθιστορήματα είναι ότι δεν αποτελούν μια απλή καταγραφή ιστορικών γεγονότων
αλλά είναι ζυμωμένα με τα αυτοβιογραφικά βιώματα των ηρώων της.
Μαζί με τη Ζωρζ Σαρή, με την οποία γνωρίζονταν από τα σχολικά τους χρόνια,
καθιέρωσε ένα νέο στυλ στο νεανικό μυθιστόρημα, τόσο από την άποψη του
ζωντανού, αυτοβιογραφικού ύφους όσο και της εισαγωγής του πολιτικού, κοινωνικού
και ιστορικού στοιχείου στο είδος. Το εφηβικό μυθιστόρημα Η Κωνσταντίνα και οι
αράχνες της κέρδισε το 2003 το βραβείο εφηβικού μυθιστορήματος του Κύκλου
Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου (ελληνικό τμήμα της IBBY), ενώ το 2004 η Ζέη ήταν
υποψήφια για το βραβείο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και το βραβείο Άστριντ Λίντγκρεν
λογοτεχνίας. Το βραβείο Mildred L. Batchelder της απονεμήθηκε για τις εκδόσεις
στις Ηνωμένες Πολιτείες των έργων της Το καπλάνι της βιτρίνας, Ο μεγάλος
περίπατος του Πέτρου και Κοντά στις ράγες. Το 2010 τιμήθηκε με το βραβείο της
Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου της. Το 2014 αναγορεύτηκε σε επίτιμη
διδάκτορα του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, για να τιμηθεί με τον
τρόπο αυτό η προσφορά και το έργο της, ιδίως στην παιδική λογοτεχνία.
Αναγορεύτηκε ομοίως επίτιμη διδάκτωρ, το 2012 από τη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών
και Επιστημών Αγωγής του Πανεπιστημίου Κύπρου, και το 2015 από τη Σχολή
Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Δείτε και (Ριζοσπάστης)
Λογοτεχνικό έτος Άλκη ς Ζέη το 2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ℹ️ Η αντιγραφή και χρήση (αναδημοσίευση κλπ) αναρτήσεων στο σύνολό τους ή αποσπασματικά είναι ελεύθερη, με απλή αναφορά στην πηγή
ℹ️ Οι περισσότερες εικόνες που αναπαράγονται σε αυτόν τον ιστότοπο είναι πρωτότυπες ή μακέτες δικές μας.
Κάποιες που προέρχονται από το διαδίκτυο, αν δεν αναφέρεται κάτι συγκεκριμένο τις θεωρούμε δημόσιες χωρίς «δικαιώματα» ©®®
Αν υπάρχει πηγή την αναφέρουμε πάντα
Τυχόν «ιδιοκτήτες» φωτογραφιών ή θεμάτων μπορούν ανά πάσα στιγμή να επικοινωνήσουν μαζί μας για διευκρινήσεις με e-mail.
ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΥ
🔻 Είμαστε ανοιχτοί σε όλα τα σχόλια που προσπαθούν να προσθέσουν κάτι στην πολιτική συζήτηση.
Αν σχολιάζετε σαν «Ανώνυμος» καλό είναι να χρησιμοποιείτε ένα διακριτικό όνομα, ψευδώνυμο, ή αρχικά
🔳 ΘΑ ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ:
Α) που δεν σέβονται την ταυτότητα και τον ιδεολογικό προσανατολισμό του blog
Β) με υβριστικό περιεχόμενο ή εμφανώς ερειστική διάθεση
Γ) εκτός θέματος ανάρτησης
Δ) με ασυνόδευτα link (spamming)
Παρακαλούμε τα σχόλια σας στα Ελληνικά - όχι "Greeklings"