Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Έλιο Πέτρι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Έλιο Πέτρι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

29 Ιανουαρίου 2020

Η εργατική τάξη πάει στον παράδεισο; Elio Petri, ο αντάρτης ενός κινηματογράφου από το παρελθόν

Αν θέλαμε να σηματοδοτήσουμε την Ιταλία του πολιτικού σινεμά με την έννοια της στράτευσης θα λέγαμε πως η αφετηρία είναι στο 1962 (Francesco Rosi με το «Salvatore Giuliano») και τελειώνει απότομα προς το τέλος της 10ετίας του ΄70

Προς άρση των όποιων αμφιβολιών, δε μιλάμε για τον νεορεαλισμό του ιταλικού κινηματογράφου που γεννήθηκε μέσα στο κοινωνικό και πολιτικό χάος από τα απομεινάρια του πολέμου με μια ψυχορραγούσα κοινωνία που προσπαθεί να σταθεί όρθια και ένα PCI (ΚΚΙταλίας) που μετά την εκδίωξή του από την κυβέρνηση (1948), επιλέγει τη  στάση του «καλού παιδιού» προωθώντας ένα image παράγοντα σταθερότητας. Με άλλα λόγια το ιταλικό πολιτικό σινεμά, της 20ετίας μέχρι το 1980 δεν έχει να κάνει με σκηνοθέτες όπως ο Ντε Σίκα, ο Ρομπέρτο Ροσελίνι, ο Τζιουζέπε ντε Σάντις και φυσικά ο μεγάλος Λουκίνο Βισκόντι.

Ο κοινωνικά στρατευμένος κινηματογράφος μετά το 1960, ξεπερνώντας το σουρεαλιστικό / υπαρξιακό των  Φελίνι / Αντονιόνι χειραφετείται και στοχεύει στην καρδιά του διεφθαρμένου αστικού κατεστημένου της εποχής, αναδεικνύοντας τους φανερούς και κρυφούς δεσμούς της πολιτικής διαχείρισης με το κεφάλαιο, με «πατέρα» όπως ήδη ειπώθηκε τον ναπολιτάνο (και όχι από τη βιομηχανική ‑ανεπτυγμένη βόρεια Ιταλία)  Francesco Rosi, που το 1963 με το «Le mani sulla città» κερδίζει το Leone d’Oro (Χρυσό Λέοντα) στο Φεστιβάλ της Βενετίας και πολύ αργότερα (1972) δημιουργεί το «Il Caso Mattei» ρίχνοντας φως στη δολοφονία του προέδρου της “Eni” (ΣΣ |> η “Eni S.pA” είναι ιταλική πολυεθνική εταιρεία πετρελαιοειδών ‑σήμερα και φυσικού αερίου), Enrico Mattei (που κερδίζει τη μεγάλη διάκριση ‑μαζί με το «La classe operaia va in paradiso» ΣΣ |> «Η εργατική τάξη πάει στον παράδεισο» του Elio Petri και με ειδική μνεία στον Gian Maria Volonté)

Υπάρχουν επίσης ο Damiano Damiani |> «Il giorno della civetta» (1968), «Confessione di un commissario di polizia al procuratore della repubblica» (1971), «Perché si uccide un magistrato» (1974), ο Giuliano Montaldo |> «Gott mit uns (1970), Sacco e Vanzetti (1971) e Giordano Bruno (1973), ο Pasquale Squitieri |> «Il prefetto di ferro» (1977), ο Nanni Loy με το «Detenuto in attesa di giudizi» (1971), ο Gillo Pontecorvo με το «La battaglia di Algeri» (1966), ο Florestano Vancini, |> «La lunga notte del ’43» (1960), «La banda Casaroli» (1962), «Le stagioni del nostro amore» (1966), το «Il delitto Matteotti (1973)» κά. ‑μεταξύ αυτών (σε άλλο μήκος κύματος, κυρίως σ’ ότι αφορά τη φόρμα ο πολυσχιδής Pier Paolo Pasolini).

4.35 το πρωί… ο Ludovico Massa, επονομαζόμενος Lulù, ξυπνά ιδρωμένος, το ένα μάτι στο ξυπνητήρι, η σύντροφός κοιμάται δίπλα του –ακόμη με τα σκέλια ανοιχτά, αφού προηγούμενα υπό το μπλε φως της TV της έκανε έρωτα _βιασμό στην ουσία, σε ρυθμούς της μηχανής που δουλεύει στο εργοστάσιο. Στη συνέχεια, νιώθοντας ότι τον παρακολουθούν, γυρίζει –σε κενό σκέψης για να βρει τα άψυχα μάτια ενός λούτρινου.
Ήδη στην πρώτη σκηνή του «Η εργατική τάξη πηγαίνει στον παράδεισο» το βλέμμα του Λουλού -Βολοντέ είναι απανθρωποποιημένο: όπως αυτό το ψεύτικο ελαφάκι, είναι προϊόν του Κεφαλαίου. Και στον μικρόκοσμο του εργοστασίου, εμπίπτει στην κατηγορία των κομματιών που γοητεύονται από τις υποσχέσεις της εξουσίας. Το πρώτο μέρος της ταινίας, λοιπόν, θέτει τις βάσεις για μια τέλεια ταξική σάτιρα.
Στην πραγματικότητα, το σενάριο που γράφτηκε από κοινού με τον Ugo Pirro ξεκινά από την εξέγερση της Lulu, αλλά μόνο για να μας οδηγήσει στον κολασμένο κύκλο των πολιτικών αγώνων. Ο απλός εργάτης επαναστατεί, φυσικά, όπως πολλοί θα ήθελαν. Αλλά αυτός ο μόνος εργάτης το κάνει μόνο επειδή ο χρόνος μηχανής που απαιτείται από τη διοίκηση τον καταναλώνει, για να γίνει καλύτερος σε σώμα και πνεύμα. Αυτό που ανέλαβε ο πρωταγωνιστής λοιπόν αποδεικνύεται ένας ατομικιστικός και μικροπρεπής αγώνας, ακριβώς όπως η στάση που τον κράτησε στη θέση του όταν του υποσχέθηκαν τριάντα λιρέτες παραπάνω για να δουλέψει πιο γρήγορα.
Οι συγκεντρώσεις του προς τους συντρόφους του είναι αφηρημένες, παραληρητικές και ασαφείς, όχι λιγότερο από αυτές των διεφθαρμένων συνδικαλιστών και των αναρχικών φοιτητών που τον υποστηρίζουν. Τα συμφέροντά του δεν φαίνεται να συμπίπτουν με το συλλογικό συμφέρον και ο καθένας εμφανίζεται μόνο στον αγώνα για επιβίωση. Σε περιόδους συστημικής επισφάλειας όπως η σημερινή μας, αυτή η ιστορία εξακολουθεί να είναι επίκαιρη και επείγουσα. Ακριβώς όπως είναι αξιοσημείωτη η αντινατουραλιστική προσέγγιση της σκηνοθεσίας του Petri, που εκφράζεται στα σύνολα που εμπνέονται από τη φλαμανδική ζωγραφική, το ρυθμικό μοντάζ, τα πολύ κοντινά πλάνα. Όλα δείχνουν έναν εφιάλτη από τον οποίο ο Λουλού δεν ξύπνησε ποτέ. Επιπλέον, η τελευταία σκηνή στο εργοστάσιο, γκροτέσκο ειδυλλιακή, υποδηλώνει μια αίσθηση τραγικής κυκλικότητας αφού μετά το τελευταίο πλάνο η ιστορία θα μπορούσε να ξεκινήσει ξανά και να επαναληφθεί ξανά και ξανά…

Αν υπάρχει θεός, αυτός είναι κομμουνιστής!

«Σχολείο μου ήταν οι δρόμοι, οι οργανώσεις βάσης του κομμουνιστικού κόμματος, ο κινηματογράφος, οι παραστάσεις βαριετέ, η δημοτική βιβλιοθήκη, οι αγώνες των ανέργων, τα κρατητήρια, οι συγκρούσεις με την αστυνομία, τα στούντιο των συνομηλίκων μου καλλιτεχνών, οι κινηματογραφικές λέσχες. Και, στη συνέχεια, επίσης δάσκαλοί μου ήταν αυτοί που την εποχή εκείνη ονομάζοντανεπαγγελματίες επαναστάτες”»

Στις 29-Ιαν-1929 γεννιέται στη Ρώμη, ο Elio Petri μοναχογιός μιας οικογένειας μαστόρων, με μια παιδική ηλικία που ο ίδιος χαρακτηρίζει σαν «πλήρη δυστυχίας». Ανατρέφεται σε περιβάλλον αυστηρού καθολικισμού από τη γιαγιά του, αλλά σύντομα ‑έφηβος πια δένεται βαθιά με τα ιδανικά της νεολαίας του Κομμουνιστικού Κόμματος και βρίσκεται μεταξύ σφύρας και άκμονος.

Κάνει την πρώτη του προσέγγιση με τον κινηματογράφο, αλλά όχι στην κάμερα, αλλά σαν κριτικός, αρχικά στην εφημερίδα του PCI “L’Unità” και μετά στην “Città aperta”, μετά σαν σεναριογράφος (δίπλα στο Giuseppe De Santis, που τον χαρακτηρίζει σαν «ο πρώτος και μοναδικός μου δάσκαλος») μέχρι να συναντηθεί με τον Marcello Mastroianni (προτού ο τελευταίος «κολλήσει» με τον Federico Fellini) δημιουργώντας την πρώτη του ταινία «L’assassino» (1961), που δεν ανήκει στην ώριμη περίοδό του (χαρακτηρίστηκε «άγαρμπη»), αλλά διαφαίνονται οι δυνατότητες που διαθέτει.

Και έρχεται το «La decima vittima» ‑Το 10ο θύμα /1965, πάλι με τον Mastroianni) και αμέσως συναντιέται με το μεγάλο Leonardo Sciascia και τον Gian Maria Volonté δημιουργώντας την ταινία «A ciascuno il suo» (σσ. «Σε καθέναν ό,τι του πρέπει», 1967).

Φτάνοντας έτσι στην «τριλογία της νεύρωσης» που με τον Volonté πια σηματοδοτεί την πιο σημαντική περίοδο για την καριέρα του.

Οι ψευδαισθήσεις του ’68 πάνε περίπατο έχουν ήδη κρυώσει όταν βγαίνει στις αίθουσες το «Indagine su un cittadino al di sopra di ogni sospetto» (1970). Το «υπεράνω υποψίας» είναι μια γερή γροθιά στο στομάχι των «καθωσπρέπει» με ένα στυλ μπαρόκ και αλλοτριωτικό και ένα θέμα ανατρεπτικό / παράλογο όσο και απειλητικό / εύλογο. Η κάμερα ακολουθεί, στην πραγματικότητα, τα βήματα ενός ανώνυμου «Dottore» (σσ. ο όρος αυτό στα ιταλικά, εκτός από το προφανές -«γιατρός» σημαίνει και «ευυπόληπτος», «υψηλά ιστάμενος» και άξιος σεβασμού) ενός αστυνομικού (του Volonté) που αφού δολοφόνησε την ερωμένη του, δεν κάνει τίποτα για να κρύψει… Διαδίδει τα αποδεικτικά στοιχεία της ενοχής του, πεπεισμένος ότι παντοδυναμία του σαν «κράτος» αρκεί για να τον προστατεύσει από οποιαδήποτε κατηγορία. Με καταλυτική και τη μουσική του Ennio Morricone, ένα πραγματικό ντελίριο / ψευδαίσθηση παντοδυναμίας που επιβεβαιώνεται και από το «ανοιχτό» φινάλε.
Κέρδισε το Όσκαρ για την καλύτερη ξένη ταινία, αλλά παράλληλα δέχεται βροχή από αλληλοσυγκρουόμενες (αναμενόμενο) κριτικές. Στην πραγματικότητα, πολλοί διαβάζουν μια σαφή αναφορά στον θάνατο του αναρχικού Giuseppe Pinelli και της φιγούρας του επιθεωρητή Luigi Calabresi. Δίπλα σ’ αυτούς που τον χαιρετίζουν ως έργο «ανάσα της δημοκρατίας» και «ωριμότητα της χώρας»,  συνωστίζονται εκείνοι που βλέποντας την ανοιχτή  επίθεση στη δικαιοσύνη και την αστυνομία, κατηγορούν τον Petri πως «πατάει επί πτωμάτων»

Και αν με τον «πολίτη υπεράνω από κάθε υποψία» οι πιο άγριες επικρίσεις είχαν προέλθει από την  κεντροδεξιά και τους φασίστες με την επόμενη ταινία του La classe operaia va in paradiso (η εργατική τάξη πηγαίνει στον παράδεισο) γίνεται στόχος του PCI που δηλώνει «δεν το περιμέναμε αυτό από ένα σύντροφο) και των «ενωτικών» συνδικάτων: θυμίζουμε πως η ταινία πραγματεύεται και καταγγέλλει τη φρίκη και την αλλοτρίωση του εργαζόμενου στη γραμμής συναρμολόγησης μιας μεγάλης φάμπρικας, όπου ακρωτηριάζεται ο παραδειγματικός εργάτης που καθορίζει και τη «νόρμα», ο  Ludovico Massa, χαϊδευτικά Lulù (που τον υποδύεται υποδειγματικά ο Gian Maria Volonté)

Να θυμίζουμε πως η νόρμα (σσ. “cottimo” στο έργο), είναι το   μίσθωμα της εργατικής δύναμης με βάση το ποσό της εργασίας ή του προϊόντος που παράγεται ή εκτιμάται. Ειδικά στη μεγάλη βιομηχανία και στη μεταποίηση, η δουλειά με το κομμάτι μπορεί να είναι είτε συλλογική είτε ατομική, που εφαρμόζεται στη «λάινα» και καθορίζει έναν υποχρεωτικό ελάχιστο αριθμό την ημέρα ή ανά κύκλο, που έχει να κάνει με το βασικό μεροκάματο, με πριμ και με πρόστιμα και με την εντατικοποίηση για κάποια ψίχουλα αμοιβής, μέσα από πολύπλοκους αλγόριθμους του εργοδότη καπιταλιστή όπως η «ποσοτική καμπύλη» που μπορεί να είναι γραμμική ή μη «μείωση της οριακής αύξησης» κά τερτίπια

Στο εξωτερικό, ωστόσο, η απόλυτη πρωτοτυπία της ‑ως ένα βαθμό, μαρξιστικής ανάγνωσης του ιταλού σκηνοθέτη αρέσει. Και όχι λίγο (βραβεύτηκε και στο XXI Φεστιβάλ των Καννών, με τον τρόπο που είπαμε παραπάνω)

Και η τριλογία ολοκληρώνεται το 1973 με το «La proprietà non è più un furto» (η ιδιοκτησία δεν είναι πλέον κλοπή) ‑χωρίς τον Volonté αυτή τη φορά, όπου ο Flavio Bucci και ο Ugo Tognazzi παίζουν με τη χρηματοπιστωτική  απληστία και το χρήμα.

Ο σκηνοθέτης που «σκότωσε» τον Aldo Moro

«Στην τελευταία περίοδο της ζωής μου, έκανα δυσάρεστες ταινίες σε μια κοινωνία που τώρα ζητάει την ευχαρίστηση σε όλα, ακόμα και στη δέσμευση» θα πει ο Elio.

Η ταινία του Todo Modo του 1976 (σσ. κυριολεκτικά «με κάθε τρόπο», ο ελληνικός τίτλος ήταν «Μια Σειρά Δολοφονίες»)  με τους Gian Maria Volonté, Marcello Mastroianni, Michel Piccoli Mariangela Melato Renato Salvatori κά από το επώνυμο μυθιστόρημα του Leonardo Sciascia «è soprattutto un film maledetto» (είναι πάνω απ’ όλα μια «καταραμένη» ταινία) κάτι που σύντομα μετατρέπεται σε γκροτέσκο τραγωδία σε ένα είδος αναφοράς  στους σκλαβωμένους κύκλους της Θείας Κωμωδίας.

Ένα τσούρμο ισχυρών αντρών — πολιτικών, υπουργών, επιχειρηματιών, διευθυντών εφημερίδων, τραπεζικών και ασφαλιστικών διαχειριστών, μέλη όλοι του χριστιανοδημοκρατικού κόμματος πηγαίνουν σε ένα καθολικό μοναστήρι το Zafer, που βρίσκεται σε μια μυστηριώδη τοποθεσία στην Ιταλία, για να εξαγνιστούν, αλλά εκεί ξεκινάει μια σειρά δολοφονιών. Συγκεντρωμένοι υπό την πνευματική καθοδήγηση του padre Gaetano προσεύχονται και «μετανοούν» για τις αμαρτίες τους (υποτίθεται για λίγες μέρες) «αναρωτιούνται» για τη διαφθορά και την απληστία τους, σύντομα όμως ο χρόνος τρέχει και η ειδυλλιακή υποχώρηση αποκαλύπτεται για το τι πραγματικά είναι — μια δικαιολογία για όλους αυτούς τους χαρακτήρες να σχεδιάζουν και να ξανασχεδιάζουν το ένα το άλλο ώστε να βρίσκουν ουσιαστικά έναν τρόπο να παραμένουν στην εξουσία.

Τα σχέδια προγραμματισμού τους αναταράσσονται από πολλαπλές δολοφονίες που εξαλείφουν διάφορους εξέχοντες πολιτικούς, αφήνοντας τον Μαγίστορα Dr. Scalambri να αναρωτιέται για την μάλλον παράξενη εξήγηση που του δίνει ο αινιγματικός Πρόεδρος — με σαφή αναφορά στον Aldo Moro («Todo modo para buscar la voluntad divina» …«Πρέπει κανείς να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο για να αναζητήσει και να βρει τη θεία θέληση»!)

Ο Petri πέθανε από καρκίνο στις 10-Νοε-1982

Φιλμογραφία

  •  L’assassino (1961) — Η δολοφόνος της Ρώμης
  • I giorni contati (1962)
  • Il maestro di Vigevano (1963) — Ο δάσκαλος του χωριού
  • La decima vittima (1965) — Το δέκατον θύμα
  • A ciascuno il suo (1967) — Στον καθένα το δικό του
  • Un tranquillo posto di campagna (1968) — Ο Πύργος των εραστών
  • Indagine su un cittadino al di sopra di ogni sospetto (1970) — Υπεράνω πάσης υποψίας
  • La classe operaia va in paradiso (1971) — Η εργατική τάξη πάει στον Παράδεισο
  • La proprietà non è più un furto (1973) — Η ιδιοκτησία δεν είναι πια κλοπή
  • Todo modo (1976) — Μια σειρά δολοφονείες
  • Buone notizie (1979) — Δυστυχώς, τα νέα είναι… ευχάριστα!
  • Τελευταία έργα του ήταν η τηλεοπτική παραγωγή της «Le mani sporche (1978), μια διασκευή του Les Mains sales του Jean-Paul Sartre και η ταινία «Le buone notizie» (1980), με πρωταγωνιστή τον Giancarlo Giannini.

Τηλεταινίες

  • Roma ore 11 (1952)
  • Le mani sporche (1978)
  • L’orologio americano (1980)

Διακρίσεις

  • Βραβείο καλύτερης ταινίας στο Festival di Mar del Plata 1962: I giorni contati
  • Βραβείο σεναρίου Nastro d’Argento 1962: I giorni contati
  • Βραβείο σεναρίου στο Φεστιβάλ των Καννών 1967: A ciascuno il suo
  • Βραβείο σκηνοθεσίας Nastro d’Argento 1967: A ciascuno il suo
  • Αργυρή Άρκτος στο Φεστιβάλ Βερολίνου 1969: Un tranquillo posto di campagna
  • Βραβείο Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας 1971: Indagine su di un cittadino al di sopra di ogni sospetto
  • Ειδικό βραβείο κριτικής επιτροπής του Φεστιβάλ των Καννών 1970: Indagine su di un cittadino al di sopra di ogni sospetto
  • Χρυσός Φοίνικας στο Φεστιβάλ των Καννών 1972: La classe operaia va in paradiso
  • Βραβείο καλύτερης ταινίας David di Donatello 1972: La classe operaia va in paradiso                                                                                                                                   

______________________________________________

βλ &  [1] <|> |> [2]

Στο site του Elio, διαβάζουμε σαν σήμα κατατεθέν: «Per fare un film bisogna avere, oggi, molta follia e molto amore per il cinema. E questo è probabilmente, l’unico aspetto positivo della faccenda…» «Για να κάνεις μια ταινία, σήμερα πρέπει να έχεις πολλή τρέλα και πολλή αγάπη για τον κινηματογράφο. Και αυτό είναι ίσως η μόνη θετική πτυχή της όλης υπόθεσης ..»

Εδώ ένα σύντομο κλιπ από το ανατρεπτικό και ταξικά πολύπλευρο έργο του «La Classe Operaia Va In Paradiso» — Η εργατική τάξη πάει στον παράδεισο. Είναι η σκηνή του εργατικού ατυχήματος του Μάσα (Τζ.Μ.Βολοντέ). Η συνέχεια γνωστή: θερμή συμπαράσταση των εργατών που τρομοκρατεί τη διεύθυνση, η οποία τελικά (αν και «τσιράκι» της) τον απολύει. Το εργοστάσιο παραλύει από τις απεργίες των εργατών, που ζητούν ανανέωση του συμβολαίου εργασίας του και την επαναπρόσληψή του, μαζί με ευρύτερα αιτήματα που έχουν να κάνουν με τις συνθήκες και τις ΣΣ εργασίας, ενώ παράλληλα υπάρχουν κινητοποιήσεις της τοπικής κοινωνίας. Μετά την αρχική άρνησή της, ξαφνικά η διεύθυνση του προτείνει να γυρίσει στη δουλειά, όμως μόνο αν δεχτεί να γίνει απεργοσπάστης. Ο Μάσα δέχεται, αλλά το άλλο πρωί, όταν αντιμετωπίζει τους συντρόφους του έξω από τις πύλες του εργοστασίου, που δεν τον εμποδίζουν να μπει, απλά προσπαθούν να τον πείσουν, χάνει το κουράγιο του και αρνείται. Ο αγώνας συνεχίζεται… -Εδώ όλη η ταινία

Τέλος ένα 10λεπτο αφιέρωμα με αποσπάσματα από τις ταινίες του, με τίτλους τέλους αυτό που είπε (δείχνοντας και τα όριά του από ταξικής σκοπιάς) σε μια συνέντευξη, λίγο πριν πεθάνει «Όχι! εγώ δεν πιστεύω πως η επανάσταση γίνεται μέσω του κινηματογράφου. Πιστεύω ακράδαντα σε ένα διαλεκτικό προτσές, που θα ξεκινήσει με την κινητοποίηση των μαζών… μέσω του φιλμ και κάθε άλλου μέσου που μπορεί να βρεθεί». Δεν αναφέρεται πουθενά στην εργατική τάξη και στην πρωτοπορία της το ΚΚ (βέβαια τότε είχαμε στην Ιταλία το PCI- «ΚΚ» βλ. ευρωκομμουνισμός, ιστορικός συμβιβασμός κλπ)