Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αζίζ Νεσίν "Ο καφές και η δημοκρατία". Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αζίζ Νεσίν "Ο καφές και η δημοκρατία". Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

21 Ιουνίου 2022

Με τον 2ο καφέ σας


Τότε –πριν 60+ χρόνια ήταν αλλιώς: τηλεόραση δεν υπήρχε και μια γλυκιά φωνή στο ραδιόφωνο μιλούσε για ένα γόνιμο χώρο πέρα από τα σύνορα ως ένα σημείο συνάντησης διαφορετικοτήτων όπου κουλτούρες συνδιαλέγονται για να δημιουργήσουν ένα πολύ πλούσιο κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο με ταξίδι στα χρώματα κι αρώματα του καφέ

Οικονομικά και πολιτικάφυσικά
αναμελιά υπήρχε -όπως πάντα μόνο στην άρχουσα τάξη

Το «ταξίδι» του καφέ, της κουλτούρας του, των αρωμάτων και των διαφορετικών χαρμανιών από χώρα σε χώρα, αφορά μια από τις πιο διαδεδομένες συνήθειες των λαών, στην Ελλάδα και την Ευρώπη, σ’ Ανατολή και Δύση

Ας θυμηθούμε τον Αζίζ Νεσίν, στο «Ο καφές και η δημοκρατία»

Αγαπητοί Έλληνες Αναγνώστες μου,

Θέλησα να γράψω ένα πρόλογο στο βιβλίο μου που για πρώτη φορά κυκλοφορεί στα Ελληνικά. Αυτό το ζήτησα για τον εξής λόγο: Επιθυμώ τα διηγήματά μου, …, να συντείνουν στο να ζήσουν συμφιλιωμένοι οι δυο λαοί μας. Και αντί να αναζητάμε φιλίες με μακρινότερους και αγνώστους σ’ εμάς λαούς, είναι προτιμότερο να προηγηθούμε εμείς οι κοντινοί γείτονες σε μιαν ειρηνική και με πνεύμα αδερφικής συνύπαρξης ζωή.

Δυο πράγματα δεν ευδοκιμούν στη χώρα μας. Το ένα είναι το δέντρο του καφέ και το άλλο η Δημοκρατία. Και τα δύο μας έρχονται από το εξωτερικό.
Στα χώματά μας δεν μπορέσαμε ν’ αναπτύξουμε με κανένα τρόπο το δέντρο του καφέ. Το κλίμα της χώρας μας, το νερό, το χώμα, δεν είναι κατάλληλα για την ανάπτυξη του δέντρου αυτού.
Όσο για τη Δημοκρατία… Η αλήθεια είναι πως ό,τι περνούσε από το χέρι μας, δεν παραλείψαμε να το κάνουμε, για την ανάπτυξή της, για την εδραίωσή της. …

Αν ξοδεύαμε αυτό τον κόπο των εκατό χρόνων που αφιερώσαμε στη Δημοκρατία, για την ανάπτυξη του καφέ, σήμερα η χώρα μας θα γινόταν δάσος από καφέ, … “Δόξα τω Θεώ”, αν και δεν έχουμε καμιά στενοχώρια απ’ τη μεριά της Δημοκρατίας, εμείς ξέρουμε το τι τραβάμε από την έλλειψη του καφέ. Καφές είναι αυτός!… Δε μοιάζει σε τίποτε.
Έτσι είναι η Δημοκρατία; Και να είναι και να μην είναι το ίδιο κάνει… Αν δεν υπάρχει καφές, του ανθρώπου το κεφάλι γυρίζει, αν δεν υπάρχει Δημοκρατία, του ανθρώπου το κεφάλι δεν γυρίζει. Ο καφές μοσκοβολάει, η Δημοκρατία ούτε καν έχει μυρουδιά. Τον καφέ τον βάζεις στο φλιτζάνι, τον πίνεις.
Η Δημοκρατία ούτε τρώγεται, ούτε πίνεται. Σε τι χρειάζεται αυτή η Δημοκρατία, μπορείτε να μου πείτε;
…Ω, Ύψιστε! Να γινόταν, τόσο δα απ’ ό,τι καταλαβαίνουμε απ’ αυτόν τον καφέ, να καταλαβαίναμε και από Δημοκρατία…

Ο καφές της διανόησης, των πολιτικών αντιπαραθέσεων, ελληνικός ή τούρκικος; -τελικά;

Η ιστορία του καφέ ξεκίνησε στην Αιθιοπία, όπου η καφέα η αραβική (Coffea arabica) μεγάλωνε ως θάμνος. Αρχικά ο καρπός χρησιμοποιείτο αυτούσιος από τους τοπικούς πληθυσμούς, που είτε τον μασούσαν είτε τον άλεθαν σε μικρούς σβόλους. Η παλαιότερη αξιόπιστη αναφορά στην κατανάλωση καφέ ή στην γνώση καφεόδεντρων εμφανίζεται στα μέσα του 15ου αιώνα, στα μοναστήρια των Σούφι της Υεμένης.

Το όνομα του προέρχεται από την αραβική λέξη قهوة (qahwa) που είναι παραφθορά τμήματος της αρχικής αραβικής ονομασίας του καφέ, qahwat al-būnn, δηλαδή «κρασί του κόκκου», που αναφέρεται στο γεγονός ότι ο καφές χρησιμοποιείται σαν υποκατάστατο του κρασιού, καθώς το Κοράνι απαγορεύει το αλκοόλ. Όταν ο καφές πρωτοήρθε στην Ευρώπη ήταν γνωστός ως «αραβικό κρασί». Μια άλλη εκδοχή αποδίδει το όνομα του καφέ στο Βασίλειο της Κάφφα, την περιοχή της Αιθιοπίας όπου άρχισε να χρησιμοποιείται.

Η προέλευση του και η ανακάλυψη των ιδιοτήτων του έδωσε τροφή και σε αρκετούς μύθους. Οι σημαντικότεροι είναι αυτός που αποδίδει την ανακάλυψη των ιδιοτήτων του καφέ σε έναν Αιθίοπα γιδοβοσκό, τον Καλντί, που παρατήρησε ότι τα ζώα του γίνονταν πιο δραστήρια όταν έτρωγαν τους καρπούς του φυτού του καφέ (μύθος των κατσικών που χορεύουν) και αυτός που λέει ότι ο καφές δόθηκε στον Μωάμεθ από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ προκειμένου να του χαρίσει δύναμη και αντοχή.

Αραβικός κόσμος

Από την Αφρική ο καφές πέρασε στην Υεμένη, όπου τον έφεραν σκλάβοι από το σημερινό Σουδάν. Η πρώτη αναφορά από τους Μουσουλμάνους γίνεται στο ~900 μ.Χ. στα γραπτά του Πέρση γιατρού Ραζί και υπολογίζεται ότι η παρασκευή του καφέ όπως τη γνωρίζουμε σήμερα (με καβούρδισμα των σπόρων δηλαδή και βράσιμό τους) άρχισε περί τον 14ο αιώνα. Η πρώτη λεπτομερής αναφορά που έχουμε για την προέλευση και τη χρήση του είναι μία εργασία του Αμπντ Αλ Καντίρ Αλ-ΤΖαζίρι από το 1587, όπου αναφέρεται ότι ο πρώτος που καθιέρωσε τη χρήση του καφέ ήταν ο μουφτής του Άντεν τον 14ο αιώνα. Αναγράφεται επίσης ότι ο καφές ήταν δημοφιλές ρόφημα και η πόση του γινόταν προσθέτοντας καλαμποκάλευρο και κανέλα. Το πικρό αυτό ρόφημα φτιαχνόταν με κόκκους καφέ από την Αίγυπτο, η οποία εκείνη την περίοδο είχε επίσης την ίδια εξέλιξη στο θέμα.

Από την Υεμένη ο καφές διαδόθηκε βορειότερα, στη Μέκκα και τη Μεδίνα, και από εκεί στις μεγάλες πόλεις της Βόρειας Αφρικής. Η ιδιότητα του καφέ να καταπολεμά την υπνηλία τον έκανε δημοφιλή ανάμεσα στους Σούφι, ενώ καθώς το Κοράνι απαγορεύει τη χρήση αλκοόλ ο καφές θεωρήθηκε ένα καλό υποκατάστατο, και από κοινωνικής άποψης η χρήση του ήταν ίδια με αυτή του αλκοόλ στη Δύση: τα καφεποτεία γίνονταν τόπος συνάθροισης, συζητήσεων, διασκέδασης ή και τζόγου. Τα πρώτα καφεποτεία άνοιξαν στη Μόκα, που ήταν και το κύριο λιμάνι από το οποίο γινόταν η διακίνηση του καφέ. Αρκετές φορές λόγω του χαρακτήρα τους τα καφεποτεία έγιναν τόπος πολιτικής συζήτησης και δραστηριότητας, και για αυτό έγιναν αρκετές προσπάθειες να κλείσουν, χωρίς όμως επιτυχία λόγω της δημοτικότητας του ροφήματος. Την ίδια τύχη είχαν και οι προσπάθειες να απαγορευθεί γενικά ο καφές σαν διεγερτική ουσία, τόσο από σκληροπυρηνικούς ιμάμηδες στη Μέκκα και το Κάιρο, όσο και από την Αιθιοπική Εκκλησία αργότερα.

Το 1511 ο Καΐρ Μπεγκ έθεσε εκτός νόμου τον καφέ και τα καφενεία μέσα στην Μέκκα. Εκείνη την εποχή, ο καφές χρησιμοποιήθηκε ευρέως από τους μουσουλμάνους για να προετοιμαστούν και να μένουνε ξύπνιοι κατά τη διάρκεια της βραδινής προσευχής, ορισμένοι πίστευαν μάλιστα ότι το αίσθημα της επαγρύπνησης που τους χάριζε ο καφές τους έφερνε πιο κοντά στο Θεό. Ο Κανσού αλ-Γκαούρι ο Σουλτάνος του Καΐρου, επέμεινε ότι δεν μπορεί να υπάρξει απαγόρευση χωρίς προηγούμενη έγκριση του. Η ιστορία είναι λίγο ασαφής ως προς το τι συνέβη μετά. Μερικές εκθέσεις δείχνουν ότι ο Σουλτάνος ​​ήρε την απαγόρευση του καφέ, καταδικάζοντας τον Καΐρ Μπεγκ σε θάνατο. Άλλοι λένε ότι ο σουλτάνος απλά αντικατέστησε τον Καΐρ Μπεγκ με ένα νέο κυβερνήτη κατά το επόμενο έτος, που δεν ήταν αντίθετος με τον καφέ. Ανεξαρτήτως, η απαγόρευση του καφέ δεν κράτησε για πολύ.

 
Πέρασμα στην Ευρώπη

Ο καφές (ως έτοιμο προϊόν, καθώς οι Άραβες απαγόρευαν αυστηρά την εξαγωγή σπόρων) πέρασε στην Ευρώπη από τη Βενετία, που διατηρούσε ισχυρές εμπορικές σχέσεις με τον αραβικό κόσμο, στα τέλη του 16ου αιώνα. Διατέθηκε αρχικά από τους Βενετούς εμπόρους στους πλούσιους, σαν εξωτικό είδος. Η δημοτικότητά του μεγάλωσε αφότου ο Πάπας Κλήμης Η΄, παρά τις συμβουλές του περιγύρου του να αφορίσει τον καφέ σαν ισλαμική απειλή προς τον χριστιανισμό, δοκίμασε στα 1600 καφέ, τον βρήκε εξαίσιο και τον «βάπτισε» χριστιανικό ρόφημα. Το πρώτο καφεποτείο άνοιξε στην Ιταλία το 1645.
Οι Ολλανδοί ήταν οι πρώτοι που κατάφεραν να πάρουν σπόρους καφέ και να τον καλλιεργήσουν αρχικά στις αποικίες τους στην Ινδονησία. Την ίδια εποχή μάλιστα το φυτό του καφέ πέρασε και στην Ινδία, όπου μετέφερε σπόρους λαθραία ο Μπάμπα Μπουντάν κρύβοντας τους στις πτυχές των ρούχων του επιστρέφοντας από τη Μέκκα.

Η δημοτικότητα του καφέ αυξήθηκε ραγδαία στην Ευρώπη· στην Αγγλία υπήρχαν 3.000 καφεποτεία το έτος 1675. Ο καφές έφτασε στη Γαλλία το 1657 και το 1669 το δώρο που έφερε στο Παρίσι ο απεσταλμένος του Σουλτάνου Μωάμεθ Δ΄ ήταν μια μεγάλη ποσότητα καφέ.
Ένα από τα λάφυρα Πολωνών, Αυστριακών και Γερμανών μετά τη νίκη τους στη Βιέννη το 1683 ήταν τα πολλά σακιά με καφέ που άφησε πίσω του ο ηττημένος οθωμανικός στρατός. Ο Φραντσίζεκ Κουλτζίτσκι, Πολωνός αξιωματικός στον οποίο χαρίστηκαν τα σακιά του καφέ ως δώρο για τη γενναιότητά του, άνοιξε ένα καφεποτείο, ενώ πρωτοτύπησε και με την προσθήκη ζάχαρης και γάλακτος στον καφέ. Έτσι, η νίκη αυτή έγινε και αφορμή για τη διάδοση του καφέ στην Αυστρία, την Πολωνία και τη Γερμανία.


 
Όταν το απόγευμα μαραζώνει, οι σκιές ξαναγεννιούνται
Και μέσα στην ησυχία, οι φυτείες καφέ ξυπνάνε
Αυτό το λυπηρό παλιό τραγούδι αγάπης
Αυτό στον λήθαργο της νύχτας μοιάζει να κλαψουρίζει

Ένας πόνος αγάπης και μια θλίψη
Ο Μανουέλ κουβαλά το σάμπο στην πικρία του
Περνώντας τη νύχτα αασταμάτητα αλέθοντας καφέ
Όταν το απόγευμα μαραζώνει...                 
Ένας πόνος αγάπης και μια θλίψη
Ο Μανουέλ κουβαλά το σάμπο 
Στον λήθαργο της νύχτας μοιάζει να γκρινιάζει
φαίνεται να γκρινιάζει -να κλαψουρίζει...

Εδώ με την κουβανή soprano Xiomara Alfaro - Siboney - 1957 ταινία ¡Ole Cuba! -
τότε που το νησί της επανάστασης ήταν το πορνείο των ΗΠΑ
Μετά ήρθαν οι barbudos του Che και του comandante en jefe Fidel ...
και ξεκίνησε η δοξασμένη και δύσκολη πορεία
οικοδόμησης του σοσιαλισμού ...
Año Primero (1ο) de la revolución¡ Año 60+1 de la revolución !

Αμερικανική ήπειρος

Τον καφέ έφεραν εκεί οι Γάλλοι, μέσω των αποικιών τους στη Μαρτινίκα, τη Γαλλική Γουιάνα και αλλού. Τα πρώτα φυτά έφερε ο Γκαμπριέλ ντε Κλιού στη Μαρτινίκα το 1714 κι από εκεί πέρασε στη Γαλλική Γουιάνα. Το 1727 ο Φρανσίσκο Παλιέτα στάλθηκε από τον βασιλιά της Βραζιλίας στη Γουιάνα, προκειμένου να φέρει σπόρους καφέ για να καλλιεργηθούν στη χώρα του. Καθώς η απόσπαση των σπόρων αποδείχτηκε δύσκολη, ο Παλιέτα έλυσε το πρόβλημα σαγηνεύοντας τη γυναίκα του Γάλλου κυβερνήτη, η οποία του έδωσε σπόρους και φύτρα καφέ, και έτσι το φυτό πέρασε στη Βραζιλία, η οποία σήμερα είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη παραγωγή καφέ στον κόσμο.

Την ίδια περίπου εποχή ο καφές καλλιεργήθηκε στη Τζαμάικα, το 1740 στο Μεξικό, το 1784 στη Βενεζουέλα και στα τέλη του αιώνα στην Κολομβία. Το 1893 ο καφές πέρασε από τη Βραζιλία στην Κένυα και την Τανζανία, ολοκληρώνοντας έτσι το διηπειρωτικό του ταξίδι που ξεκίνησε λίγο βορειότερα, στην Αιθιοπία, 900 χρόνια πριν.

Η παγκόσμια παραγωγή ήταν (στοιχεία 2015) 7.358.897 τόνοι, η οποία έτυχε ανάπτυξης παρά την οικονομική ύφεση, που οφείλεται κυρίως στην οικιακή κατανάλωση των εξαγωγικών χωρών, οι οποίες κρατούν το 28% της συνολικής ζήτησης.

Πρώτη σε παγκόσμια κατάταξη κατανάλωσης καφέ ανά κάτοικο (Green Bean Equivalent, GBE) έρχεται η Φινλανδία με 12 κιλά !! ~35gr/ημέρα …κάπου 10 καφέδες κατά ΜΟ!!, ενώ κι η Ελλάδα δεν πάει πίσω -βρίσκεται στην 16η θέση (με 5,5 κιλά)

Βέβαια, τόσο στη χώρα μας όσο και γενικότερα ο παραδοσιακός καφές –και μαζί η όλη φιλοσοφία, έχει κυριολεκτικά εκφυλιστεί (με εξαίρεση ίσως την Ιταλία όπου ο espresso λούνγκο …μακκιάτο …νορμάλε …στρέττο …φρέντο …κορέτο …αφογκάτο + cappuccino κυριαρχούν με πάνω από 95%)

Στην Ελλάδα ο Frappè (φραπές, φραπεδιά κλπ ζεστός ή cold) καταλαμβάνει τη μερίδα του λέοντος, σε βάρος του παραδοσιακού (μπρίκι –που τώρα είναι πλέον «παπορίσιος» -χτυπιέται στη μηχανή espresso bar με τον ατμό, δημιουργώντας ένα νερομπούλι που δεν πίνεται) και …

  • Cafe bombon  (Ισπανία)
  • Egg Coffee (Βιετνάμ)
  • flat white (Αυστραλία)
  • Kaapi (Νότια Ινδία)
  • Turkish coffee  | Türk kahvesi  (Τουρκία -στην χόβολη)
  • Kaffeost (Σουηδία & Φινλαδία)
  • Café de olla (Μεξικό)
  • Cafezinho (Βραζιλια)
  • Melange (Αυστρία)
    • και …
    • καπουτσίνο καραμέλ
    • κοζίτο (αμαρέττο -τσόκο –καραμέλ κά)
    • φροζίτο εσπρέσσο & σπέσιαλ
    •  
  • Υπάρχει και ο φίλτρου ή γαλλικός (που προτιμούν λιγότεροι από ένας στους δύο Γάλλους…), ενώ
  • Οι Ιρλανδοί επιμένουν –και στη μετα_ΙΡΑ εποχή με τον δυναμίτη τους τον Irish coffee
    • 2/3 του φλιτζανιού καφές
      2 κουταλιές (ή κατά βούληση) Whisky -Ιρλανδέζικο φυσικά...
      1/4 φλιτζανιύ σαντιγί "
      καπάκι" +
      ζάχαρη από 1 κουταλιά έως καθόλου

Jim Jarmusch (Τζιμ Τζάρμους) - Καφές και τσιγάρα

Όπως νιώθεις διαβάζοντας μια συλλογή με μικρά ποιήματα, που έχουν, μεν, θεματολογική σχέση μεταξύ τους, αλλά δεν είναι ένα θέμα - ποίημα, μια ιστορία - ποίημα, για να σε «πάρει» μαζί της, έτσι ακριβώς νιώθεις και με την ασπρόμαυρη ταινία του Τζάρμους, «Καφές και Τσιγάρα».

Εχεις την αίσθηση του ανολοκλήρωτου. Θέλεις, ακόμα, κι άλλο! Η «συμπύκνωση» του ποιήματος, στη συγκεκριμένη περίπτωση του «επεισοδίου», δε σου επιτρέπει τις ανάσες. Οι οποίες ανάσες σου παρέχουν την «πολυτέλεια» της άνεσης του χρόνου. Της άνεσης του χρόνου να χαρείς την αισθητική, τους διαλόγους, τα μηνύματα. Να παρακολουθήσεις μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Να συνδιαλλαγείς μαζί της...

Η έλλειψη του μύθου, που απαιτούσε ο Αριστοτέλης, καλύπτεται, στη συγκεκριμένη περίπτωση, μερικώς, με το ενιαίο της υπόθεσης: Καφές και Τσιγάρα. Καλύπτεται, επίσης, όπως γίνεται με τα καλά μικρά ποιήματα, με τη σαφήνεια στη διατύπωση. Με τη σαφήνεια του θέματος. Με την εξαιρετική χρήση των διαλόγων. Με την οικονομία στις λέξεις. Με την πολύ καλή επιλογή των ηθοποιών. Ετσι, στο τέλος, αποκομίζεις την εντύπωση πως είδες μια ολοκληρωμένη ιστορία. Διάβασες ένα ενιαίο μεγάλο ποίημα!

Άνθρωποι, δυο - δυο ή και περισσότεροι, ανταμώνουν, γύρω από ένα τραπέζι και ενώ πίνουν καφέ και καπνίζουν (ή δεν πίνουν και δεν καπνίζουν), μιλούν για πολλά και διάφορα. Αυτά τα μικρά στιγμιότυπα εξωτερικά φαντάζουν αδιάφορα. Στον πυρήνα τους, όμως, υπάρχει ζωή και ουσία ζωής. Οχι μεγάλες στιγμές. Μικρές. Βαθιά ανθρώπινες, όμως, στιγμές.

Ο Τζάρμους έχει το δικό του, ξεχωριστό, κινηματογραφικό λόγο. Στη συγκεκριμένη ταινία βοηθήθηκε εξαιρετικά, για να ακουστεί ο λόγος του, από θαυμάσιους ηθοποιούς ή μουσικούς που εμφανίζονται σαν ηθοποιοί.

Παίζουν: Ρομπέρτο Μπελίνι, Αλφερντ Μολίνα, Κέιτ Μπλάνσετ, Στιν Κούγκαν, Στιβ Μπούσεμι, Στίβεν Ράιτ, Ιγκι Ποπ, Τομ Γουέτς, Μεγκ Γουάιτ, Τζακ Γουάιτ κά.

Ελάτε να πάρετε τον καφέ σε μας...

Μια πολυσυζητημένη στον καιρό της, διασκεδαστικής κωμωδίας «αλά ιταλιάνα», βασισμένη στο μυθιστόρημα του Πιέρο Κιάρα «La Spartizione» (1964) - ο συγγραφέας εμφανίζεται στην ταινία στο ρόλο του Πότσι - και μεταφερμένης στον κινηματογράφο αριστοτεχνικά από τον Μιλανέζο Αλμπέρτο Λατουάντα, που ξέρει να αφηγείται το σκαμπρόζικο χωρίς να πέφτει στο χυδαίο. Νόστιμη σαρκική ιστοριούλα για ενήλικο κοινό, με γερή δόση ειρωνείας, αλλά και επιείκειας, χωρίς ίχνος κοινωνιολογικών αξιώσεων πάρεξ της ωμής κριτικής προσέγγισης και απομυθοποίησης του υποκριτικού μικροαστικού καθωσπρεπισμού, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της ιταλικής επαρχίας.

Οι τρεις μεγαλοκοπέλες, αδελφές Ταταμάντζι, συνιστούν την προσωποποίηση της ηθικής, της εγκράτειας και της αγνότητας, αρετές που αρχίζουν να παραπαίουν με την άφιξη του ώριμου εφοριακού - ανυπέρβλητη η ερμηνεία του Ούγκο Τονιάτσι στο ρόλο - που νυμφεύεται μεν μία εξ αυτών, αλλά δεν του πάει να αφήνει παραπονεμένες και τις δυο κουνιάδες του. Έτσι, αφού εξυπηρετεί τη σύζυγο, συνεχίζει τις «θεσμοθετημένες» πια νυχτερινές του βάρδιες στις κρεβατοκάμαρες του υπόλοιπου γυναικείου πληθυσμού, που, αφότου έπεσαν οι μάσκες, αποκαλύπτεται ιδιαίτερα ευάλωτος στους πειρασμούς του πονηρού, της λαγνείας και της αναίσχυντης αμαρτίας. Όταν όμως ο εφοριακός θελήσει να επεκτείνει τη δραστηριότητα του ερωτικού σέρβις και προς την υπηρέτρια του σπιτιού, το κακό καιροφυλαχτεί...
Η εργατική τάξη δεν αστειεύεται…

Με τους: Ούγκο Τονιάτσι, Μιλένα Βούκοτιτς, Φραντσέσκα Ρομάνα Κολούτσι, Αντζελα Γκούντγουιν κ.ά.

Τρεις πολυεθνικές μονοπωλούν τον κλάδο

Τρεις πολυεθνικές μονοπωλούν τον κλάδο του καφέ, μέσω των θυγατρικών τους, ενώ μονοπωλιακές τάσεις εμφανίζονται και στα σημεία παρασκευής του, μέσω μεγάλων αλυσίδων. Αυτό προκύπτει από μελέτη της ICAP με τίτλο «Καφές - Αλυσίδες Cafe».
Οπως διαπιστώνουν οι συντάκτες της μελέτης, κύριο χαρακτηριστικό του κλάδου του καφέ αποτελεί το γεγονός ότι η αγορά ελέγχεται ουσιαστικά από τρεις μεγάλου μεγέθους επιχειρήσεις που είναι θυγατρικές πολυεθνικών ομίλων με σημαντική παρουσία στην αγορά του καφέ διεθνώς.

Εκτός από τις μεγάλες πολυεθνικές δραστηριοποιούνται και αρκετές μικρότερου μεγέθους επιχειρήσεις που εισάγουν, επεξεργάζονται και εμπορεύονται καφέ, οι περισσότερες από τις οποίες διαθέτουν μη τυποποιημένο προϊόν. Ο καφές διανέμεται κυρίως από σούπερ μάρκετ, καφεκοπτεία και χώρους μαζικής εστίασης.

Η συνολική κατανάλωση καφέ, δε, είναι ανοδική, ενώ παρατηρούνται διαφορετικοί ρυθμοί εξέλιξης μεταξύ των επιμέρους κατηγοριών των προϊόντων καφέ. Την ίδια στιγμή, καταγράφεται αξιοσημείωτη ανάπτυξη των αλυσίδων καταστημάτων που σερβίρουν καφέ. Προκύπτει έτσι και η τάση δημιουργίας μονοπωλιακών καταστάσεων ακόμη και στα σημεία παρασκευής του καφέ, η οποία αναμένεται να εμφανίσει εντονότερα τις αρνητικές επιπτώσεις της στο μέλλον.

Η συνολική εγχώρια κατανάλωση καφέ εμφάνισε ανοδική τάση ενώ όσον αφορά στα καταστήματα που σερβίρουν καφέ σημαντικό μερίδιο φαίνονται να καταλαμβάνουν οι «επώνυμες» και οργανωμένες αλυσίδες καταστημάτων, ενώ τα τελευταία χρόνια το δίκτυο των αλυσίδων αναπτύσσεται μέσω franchising.
Οι πωλήσεις των μεγαλύτερων αλυσίδων καφέ παρουσίασαν αύξηση πωλήσεων με ετήσιους ρυθμούς αύξησης μεταξύ 4 και 12,7%. Το ποσό που προήλθε από τις πωλήσεις του σερβιριζόμενου καφέ εκτιμάται ότι κάλυψε ποσοστά μεταξύ 40 και 55%.

Ο πικρός βίος του Μαξ Χάβελααρ -
Μια ιστορία εκμετάλλευσης στις αποικίες καφέ

«Δεν ξέρω ο άνθρωπος τι είναι. Ξέρω την τιμή του μονάχα». Οι γραμμές αυτές από την «Μπαλάντα του Έμπορα» του Μπ. Μπρεχτ μάς έρχονται στο νου διαβάζοντας το βιβλίο «Ο πικρός βίος του Μαξ Χάβελααρ-Μια ιστορία εκμετάλλευσης στις αποικίες καφέ» του Eduard Douwes Dekker (1820-1887) το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ατέχνως» με μετάφραση και εισαγωγή της Άννεκε Visee-Ιωαννάτου.

Ο συγγραφέας ο οποίος υπέγραφε με το ψευδώνυμο «Multatuli» («Μουλτατούλι»: Στα Λατινικά σημαίνει υπέφερα πολλά) διετέλεσε διοικητικός αξιωματούχος στη Δυτική Ιάβα, αποικία τότε της Ολλανδίας φθάνοντας στον βαθμό του αντιπεριφερειάρχη της περιοχής Λεμπάκ.
Το αυτοβιογραφικό αυτό βιβλίο, το οποίο δημοσιεύθηκε το 1860, ήταν ιδιαίτερα αποκαλυπτικό για την κατάσταση που επικρατούσε στην αποικία, όπου τόσο οι «λευκοί» Ευρωπαίοι, όσο και οι «ιθαγενείς» ηγεμόνες, ενταγμένοι στο αποικιοκρατικό σύστημα και σε στενή συνεργασία με την ολλανδική αποικιακή διοίκηση, εκμεταλλεύονταν άγρια τον ντόπιο πληθυσμό, ενώ ο δικαιολογημένος φόβος των πάμπτωχων ιθαγενών, έριχνε το πέπλο της σιωπής πάνω στον ζόφο της καθημερινής ζωής τους. Η κατάσταση στην οποία ζούσαν εκατομμύρια άνθρωποι αποτυπώνεται με ιδιαίτερη ενάργεια στο 17ο κεφάλαιο του βιβλίου.

Στα όσα εξιστορούνται στο βιβλίο εισάγει τον αναγνώστη ο έμπορος καφέ Μπατάβιους Ντροχστόπελ, «υπόδειγμα» υποκριτή, στενόμυαλου, καθωσπρέπει προτεστάντη εμπόρου καφέ, ο οποίος όχι μόνο ανέχεται αλλά και δικαιολογεί κάθε αχρειότητα καθώς, σύμφωνα με την τάξη του «είναι θέλημα θεού να υπάρχουν φτωχοί και γι' αυτό πρέπει να υπάρχουν».

Ο έμπορος αυτός συναντά ένα παλιό συμμαθητή του, ο οποίος κυκλοφορεί με ένα μαντήλι στο κεφάλι και τους ώμους του γιατί, λόγω φτώχειας δεν έχει παλτό (ο «μαντηλοφόρος» στο βιβλίο) και ο οποίος δίνει στον έμπορο ένα πακέτο εγγράφων για διάφορα θέματα και τον παρακαλεί να χρηματοδοτήσει την έκδοση μερικών από αυτά.
Ο έμπορος καφέ διστάζει αρχικά, αλλά αλλάζει γνώμη όταν ανακαλύπτει ότι μεταξύ των εγγράφων βρίσκονται και μερικά που αφορούν στο εμπόριο καφέ στην Ιάβα των Ολλανδικών Ινδιών. Έτσι παρακινεί τον γιο τού Γερμανού συνεταίρου του τον οποίο φιλοξενούσε για να μάθει ολλανδικά να γράψει ένα βιβλίο για το εμπόριο καφέ.
Η συγγραφή του βιβλίου, όμως, οδηγείται σε διαφορετικό μονοπάτι, από εκείνο που είχε σχεδιαστεί αρχικά, και μέσω της αξιοποίησης των εγγράφων του «μαντηλοφόρου» και τα οποία αφορούσαν την δράση του Μαξ Χάβελααρ στην Ιάβα αποκαλύπτεται σε όλη του την έκταση ο μηχανισμός εκμετάλλευσης των Ιαβανέζων.
Καθώς εξελίσσεται η συγγραφή του βιβλίου καθίσταται όλο και περισσότερο σαφές ότι ο «μαντηλοφόρος», ο Μαξ Χάβελααρ της ιστορίας μας και ο «Μουλτατούλι», είναι ένα και το αυτό πρόσωπο.

Στο τέλος του βιβλίου «μιλά» ο ίδιος ο συγγραφέας και η σημασία των όσων αφηγείται βρίσκεται στην κίνηση στην οποία μπήκε η ίδια του η ζωή μετά τα όσα βίωσε στην Ιάβα. Έτσι ενώ αρχικά ο Χάβελααρ, άνθρωπος πάνω απ' όλα δίκαιος, πίστευε και πάλευε να αποκαταστήσει τις όποιες αδικίες, στο τέλος, ξεπερνά τις αρχικές του πεποιθήσεις και υπογραμμίζει τόσο ότι «θα αυξηθεί η δύναμή μου και η αιχμηρότητα των όπλων μου, όσο θα προκύπτει η ανάγκη...», όσο και ότι αν δεν εισακουστούν οι καταγγελίες του από το «ληστρικό κράτος» της Ολλανδίας, τότε θα έγραφε πολεμικά τραγούδια που θα ακονίζουν τα σπαθιά των φτωχών μαρτύρων.
Ο «Μουλτατούλι» με το βιβλίο του «Ο πικρός βίος του Μαξ Χάβελααρ-Μια ιστορία εκμετάλλευσης στις αποικίες καφέ» αποδεικνύει πώς ένας ευφυής, και πάνω απ' όλα δίκαιος άνθρωπος, μπορεί να αξιοποιήσει ακόμα και τα «στεγνά» διοικητικά έγγραφα για να αποκαλύψει και να καταγγείλει τα βάσανα της ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων.

Ο συγγραφέας παραιτήθηκε από τη θέση του, ενώ μάταια περίμενε μια ακρόαση, προκειμένου να παραθέσει στοιχεία για την κατάσταση στη Δυτική Ιάβα.
«Σκοπός μου δεν ήταν να γράψω καλά... ήθελα να γράψω με τέτοιο τρόπο, ώστε να εισακουστώ» κραυγάζει μέσα από το βαθύ πηγάδι της «διοικητικής αδιαφορίας» ο Eduard Douwes Dekker. Τα κατάφερε γιατί το βιβλίο του, το οποίο ανατυπώνεται συνεχώς, προκάλεσε μεγάλες συζητήσεις και στην Ολλανδία και διεθνώς. Ο συγγραφέας του ο οποίος άφησε κι άλλο έργο που περιλαμβάνεται σε 20 τόμους, πέθανε πάμπτωχος στην Γερμανία το 1887.

Η εισαγωγή της Άννεκε Visee-Ιωαννάτου είναι εξαιρετικά κατατοπιστική για την κατανόηση του περιεχομένου και της μορφής του βιβλίου, του διοικητικού μηχανισμού των Ολλανδικών αποικιών, καθώς και για τις αντιλήψεις και τις πεποιθήσεις των Ολλανδών αποίκων και των Ιαβανέζων συνεργατών τους.

Δείτε και Ριζοσπάστης
Η χημεία του καφέ + Δυο φλιτζάνια καφέ

 

06 Ιουλίου 2018

Αζίζ Νεσίν: Αυτοί που θα δυναμώσουν τους δεσμούς φιλίας ανάμεσα στους λαούς μας είναι πρώτ' απ' όλα οι συγγραφείς και οι καλλιτέχνες

«Δυο πράγματα δεν ευδοκιμούν στη χώρα μας.
το ένα είναι το δέντρο του καφέ
και το άλλο η Δ η μ ο κ ρ α τ ί α.
Και τα δύο μας έρχονται από το εξωτερικό.
Στα χώματά μας δεν μπορέσαμε ν' αναπτύξουμε
με κανένα τρόπο το δέντρο του καφέ.
Το κλίμα της χώρας μας, το νερό, το χώμα,
δεν είναι κατάλληλα
για την ανάπτυξη του δέντρου αυτού.
Όσο για τη Δ η μ ο κ ρ α τ ί α...»

Ο Αζίζ Νεσίν, στον πρόλογο της μετάφρασης στα ελληνικά, σημειώνει μεταξύ άλλων: «Αυτοί που θα δυναμώσουν τους δεσμούς φιλίας ανάμεσα στους λαούς μας είναι πρώτ' απ' όλα οι συγγραφείς και οι καλλιτέχνες. Γίνονται εχθροί οι άνθρωποι, όταν δε γνωρίζονται μεταξύ τους. Και για να γίνουν φίλοι πρέπει να αλληλοδανειστούν. Δεν είναι οι λόγοι των πολιτικών που θα συντελέσουν στη γνωριμία των λαών μας, αλλά τα έργα των πνευματικών ανθρώπων. Τρέφω μεγάλη εκτίμηση στον ελληνικό λαό για τα ηρωικά κατορθώματά του στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και στα μετέπειτα χρόνια... Ο ελληνικός λαός έχυσε ηρωικά το αίμα του στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και μετέπειτα για την υπεράσπιση του τόπου του και τη διαφύλαξη της εθνικής ανεξαρτησίας του γράφοντας σελίδες δόξας. Αυτόν τον ηρωισμό τον καταλαβαίνουν οι Τούρκοι καλύτερα από κάθε άλλο λαό σ' όλη την υφήλιο που πρώτοι αγωνίστηκαν ενάντια στον ιμπεριαλισμό, στην περίοδο του απελευθερωτικού τους πολέμου. Οι πολιτικές καταστάσεις αλλάζουν συχνά, οι κυβερνήσεις έρχονται και παρέρχονται, οι λαοί όμως μένουν παντοτινοί και αθάνατοι. Και η Ιστορία δουλεύει για την ευτυχία των σημερινών ανθρώπων. Τα διηγήματά μου αυτά που γράφτηκαν για να γελάσουν οι αναγνώστες μου, και γελώντας να σκεφτούν βαθύτερα, μπορεί να εδραιώσουν δεσμούς φιλίας ανάμεσα στον τουρκικό και στον ελληνικό λαό. Κι αν αυτό μπορεί να βοηθήσει στην αλληλογνωριμία των λαών μας, θα 'ναι για μένα, αληθινά, μια μεγάλη ευτυχία. Επιθυμώ το βιβλίο μου αυτό, που πρώτη φορά τυπώνεται στα ελληνικά, να μοιάσει σαν ένα κλαδί δάφνης, που κάθε του φύλλο θα 'ναι γελαστό και που θ' απλώνεται από τη Μικρασία ως την Ελλάδα. Πιστεύω ότι η σκέψη μου θα βρει ανταπόκριση στην πλειοψηφία των προοδευτικών διανοούμενων Ελλήνων. Ο τουρκικός λαός χαιρετάει τον ελληνικό λαό, τους πρωτοπόρους διανοούμενους της Ελλάδας!».

 

“Αν ήμουν γυναίκα”
Ο Σελιαμέτ διορίστηκε θυρωρός σ ένα εργοστάσιο πλεκτών.

Θα παιρνε 80 λίρες το μήνα. Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει με 80 λίρες. Ούτε το ένα τέταρτο του ανθρώπου δεν μπορεί να ζήσει. Μα ο Σελιαμέτ στηριζόταν στην εργατικότητά του. Το αφεντικό θα καταλάβαινε τελικά. την προθυμία του και θα τού ανέβαζε το μισθό. Η δουλειά του θυρωρού ήταν, βέβαια, ταπεινωτική γι’ αυτόν, τί να γίνει όμως; Σήμερα ο κόσμος έχει χάσει, βλέπεις, την ισορροπία του. Πόσοι και πόσοι κάνουν τη δουλειά του θυρωρού, ενώ δεν αξίζουν ούτε για θυρωροί! Ο Σελιαμέτ είχε φτάσει μόνο ως τη δευτέρα γυμνασίου. Έγινε τότε ένα από τα συνηθισμένα οικογενειακά δράματα και αναγκάστηκε να παρατήσει το σχολειό.

Δούλευε, χωρίς να λυπάται κόπους και θυσίες, για να πάρει μια μικρή αυξησούλα στο μισθό του.  Αχ, να ήταν νυχτοφύλακας! νυχτοφύλακας του εργοστασίου, έπαιρνε κοτζάμ 200 λίρες το μήνα. Και δούλευε με το πάσο του, δεν κουραζόταν.

Όταν ο άνθρωπος λαχταράει κάτι με την καρδιά του, ο πόθος του εκπληρώνεται. Μια ωραία μέρα το αφεντικό φώναξε το Σελιαμέτ στο γραφείο του:

–  Είμαι ευχαριστημένος από σένα, του λέει.
–  Ευχαριστώ, ευχαριστώ.
– Είσαι παντρεμένος; ρωτάει τ
αφεντικό.
–  Ναι, απαντάει ο Σελιαμέτ, ζαρώνοντας, σαν να τον είχαν πιάσει να κάνει έγκλημα.

Αναγνωρίζοντας το φταίξιμό του και για να ξαλαφρώσει την ψυχή του, πρόσθεσε κατεβάζοντας το κεφάλι:

–  Έχω και δυο παιδιά, μπέη εφέντη.

Το αφεντικό τον συμπόνεσε και αναστέναξε:

– Άι άι… Και πώς τα βολεύεις;
–  Πολύ δύσκολα, μπέη εφέντη.
–  Άντε, κάτι θα κάνω και για σένα. Θα τα καταφέρεις να κάνεις και τη δουλειά του θυρωρού και τη δουλειά του νυχτοφύλακα;
–  Θα τα καταφέρω, μπέη εφέντη.

–  Για να πούμε την αλήθεια, μόνο έξι ώρες την ήμερα κάθεσαι στην πόρτα. Βάλε και οχτώ ώρες τη νύχτα, μάς κάνουν δεκατέσσερες. Σού μένουν ακόμα δέκα ώρες. ᾿Εντάξει;
–  Ευχαριστώ, μπέη εφέντη.

–  Για τη νυχτερινή δουλειά θα σού δίνω άλλες 30 λίρες το μήνα.
–  Ευχαριστώ.
Ο νυχτοφύλακας, πού έπαιρνε 200 λίρες το μήνα, απολύθηκε αμέσως, γιατί κοιμόταν την ώρα της δουλειάς, και τη θέση του την πήρε
θυρωρός μας. Την ήμερα στεκόταν στην πόρτα και τη νύχτα φύλαγε το εργοστάσιο: με το ρολόι ελέγχου κρεμασμένο στο λαιμό. Ο μισθός του μεγάλωσε τώρα. Έγινε 110 λίρες.
Ήταν πολύ αφοσιωμένος και προσεχτικός. Στο κάτω – κάτω, το αφεντικό δεν είναι βλάκας. Θα διαπιστώσει αμέσως την προθυμία του και κάτι μπορεί να κάνει γι’ αυτόν. Να, αν λόγου χάρη, τον διόριζε γραμματέα στο εργοστάσιο, τί καλά πού θα
ταν!

Ο γραμματέας παίρνει 300 λίρες το μήνα!
Όταν
άνθρωπος λαχταράει κάτι με την καρδιά του, ο πόθος του εκπληρώνεται. Το αφεντικό φώναξε το Σελιαμέτ στο γραφείο του:
– Είμαι ευχαριστημένος από τη δουλειά σου, τού λέει.
Θέλω κάτι να κάνω ακόμα για σένα. Τη νύχτα ουσιαστικά δεν κάνεις τίποτα. Μπορείς να κρατάς την αλληλογραφία μας; Θα σού δίνω άλλες 60 λίρες.
Ο Σελιαμετ κόντεψε να λιποθυμήσει. Τώρα θα κέρδιζε 170 λίρες…

– Ο Αλλάχ να σού δίνει υγεία, μπέη εφέντη, απάντησε.
Ο γραμματέας που έπαιρνε 300 λίρες, απολύθηκε αμέσως, γιατί με τις κουβέντες, τον καφέ και τα τσιγάρα δεν του έμενε καιρός για δουλειά και στη θέση του πήρανε το θυρωρό μας. Τώρα, την ημέρα στεκόταν στην πόρτα και τη νύχτα έβαζε μπροστά του τη γραφομηχανή κ
έγραφε.

Δούλευε με την ψυχή του. Στο κάτω – κάτω τ αφεντικό δεν είναι ηλίθιος. Αργά ή γρήγορα θα καταλάβει την προθυμία του και θα τον ανταμείψει. Ο λογιστής του εργοστασίου έπαιρνε 400 λίρες το μήνα… Αχ, να μπορούσε να γίνει λογιστής!

Όταν ο άνθρωπος λαχταράει κάτι με την καρδιά του, ο πόθος του εκπληρώνεται. Μια ωραία μέρα τ αφεντικό φώναξε το Σελιαμέτ στο γραφείο του:
– Ξέρω πώς σήμερα οι 170 λίρες δεν είναι τίποτα, του λέει. Θέλω να σου αυξήσω το μισθό.
– Ευχαριστώ, μπέη εφέντη.
– Σου μένει βέβαια αρκετή ώρα. Αντί να κάθεσαι στο σπίτι σου και να χαζεύεις, μπορείς να κρατάς τους λογαριασμούς του εργοστασίου;
– Μπορώ, μπέη εφέντη.
-Εντάξει θα παίρνεις άλλες 45 λίρες.
Ο λογιστής του εργοστασίου πού έπαιρνε 400 λίρες το μήνα, απολύθηκε αμέσως, γιατί αντί για πρόσθεση έκανε αφαίρεση και αντί για πολλαπλασιασμό διαίρεση.

Τώρα ο Σελιαμέτ έπαιρνε 215 λίρες το μήνα. Έξι ώρες την ημέρα στεκόταν στην πόρτα, οχτώ ώρες τη νύχτα φύλαγε το εργοστάσιο δουλεύοντας ταυτόχρονα στη γραφομηχανή κι όταν γύριζε στο σπίτι του, έπιανε τους λογαριασμούς.
Κουραζόταν πάρα πολύ, ήταν φιλότιμος, προσπαθούσε να κάνει περισσότερα απ’ αυτά που του ζητούσαν. Τώρα ονειρευόταν τη θέση του αποθηκάριου.
αποθηκάριος έπαιρνε 450 λίρες το μήνα. Όταν άνθρωπος λαχταράει κάτι με την καρδιά του, ο πόθος του εκπληρώνεται. Μια μέρα, το αφεντικό φώναξε το Σελιαμέτ:

– Θέλω να κάνω κάτι για σένα. Τι θα έλεγες αν σε έκανα αποθηκάριο;
– Θα σου χρωστούσα μεγάλη χάρη, μπέη εφέντη.
– Εντάξει. Θα προσθέσω άλλες 35 λίρες στο μισθό σου. Έλα πάμε στην  αποθήκη!

Ο αποθηκάριος, πολύ ασυνείδητος άνθρωπος, που συνήθιζε να κουβαλάει ένα σωρό εμπορεύματα από το εργοστάσιο στο σπίτι του, απολύθηκε αμέσως και τη θέση του την πήρε ο νυχτοφύλακάς μας. Δούλευε μέρα και νύχτα, χωρίς να λογαριάζει ούτε την κούραση, ούτε τις ώρες. Στο κάτω – κάτω, το αφεντικό δεν είναι στραβό, θα εκτιμήσει την αυτοθυσία του.

Και πραγματικά… Το αφεντικό τον φώναξε:
– Είμαι πολύ ευχαριστημένος από σένα. Όσο δουλεύεις τόσο τα καταφέρνεις καλύτερα. Η δουλειά του θυρωρού δεν σου ταιριάζει. Θα κρατήσεις όλες τίς άλλες δουλειές και θα σε κάνω και διευθυντή του εργοστασίου.
Διευθυντή; Ο Σελιαμέτ κόντεψε να λιποθυμήσει. Από καιρό την ονειρευόταν αυτή τη θέση. Όταν ο άνθρωπος λαχταράει κάτι με την καρδιά του,
πόθος του εκπληρώνεται. Να που έγινε και διευθυντής! Θα προσθέσω 90 λίρες στο μισθό σου, είπε το αφεντικό. Αφού θα έπαυε να είναι θυρωρός θα του κόβανε 80 λίρες από το μισθό. Θα γινόταν όμως διευθυντής και θα του δίνανε 90 λίρες αύξηση, δηλαδή θα είχε και 10 λίρες διαφορά. Θα έπαιρνε 260 λίρες το μήνα.

Ο πρώην διευθυντής, που έπαιρνε 500 λίρες, απολύθηκε αμέσως γιατί πείραζε την ιδιαίτερη γραμματέα του αφεντικού!
Το εργοστάσιο είχε 40 εργάτες, 2 αρχιεργάτες και 20 μηχανές.
Εργάτης δε μπορούσε να γίνει, δεν ήξερε τη δουλειά. Ούτε αρχιεργάτης, ακόμα περισσότερο δεν την ήξερε αυτή τη δουλειά. Να δουλεύει αυτός αντί για τις μηχανές; Δε γινόταν. Στα γραφεία του εργοστασίου, εκτός από αυτόν, είχε απομείνει μόνο ιδιαίτερη γραμματέας και το αφεντικό.
Όταν του έμενε λίγη ώρα, κουβέντιαζε με τη γραμματέα και έπλεκε το εγκώμιο του αφεντικού.
-Ο θεός να του δίνει υγεία. Χρυσός άνθρωπος ! Μπήκα στο εργοστάσιο σαν θυρωρός με 80 λίρες το μήνα. Με έκανε νυχτοφύλακα και μου έδωσε 110 λίρες. Ύστερα με έκανε γραμματέα και μου ανέβασε το μισθό σε 170 λίρες. Με διόρισε λογιστή και άρχισε να μου δίνει 215 λίρες. Έγινα αποθηκάριος και έπαιρνα 250 λίρες. Τώρα είμαι διευθυντής και παίρνω 260 λίρες.

Και η ιδιαίτερη γραμματέας δεν πήγαινε πίσω στα εγκώμια για το αφεντικό.
-Ήρθα εδώ σαν καθαρίστρια με 40 λίρες το μήνα. Ύστερα άρχισα να σκουπίζω και να σφουγγαρίζω το σπίτι του αφεντικού και μού έδινε 60 λίρες. Έγινα δακτυλογράφος και ο μισθός μου ανέβηκε σέ 80 λίρες. Άρχισα να μαγειρεύω και να βοηθώ στο νοικοκυριό του αφεντικού και μου έκανε το μισθό 100 λίρες. Ύστερα ξέρετε, έγινα και… τότε μού έδωσε άλλες 15 λίρες. Έτσι τώρα παίρνω 115 λίρες. .
Μια μέρα ο Σελιαμέτ είπε στη γραμματέα:
– Δουλεύετε πολύ, κουράζεσθε.
Η γραμματέας του απάντησε:
– Και σεις μήπως δουλεύετε λιγότερο; Και δεν πληρώνεστε καλά.
Ασφαλώς θα θέλετε αύξηση.
Ο Σελιαμέτ την κοίταξε. Θυμήθηκε πως στα γραφεία του εργοστασίου δεν είχε απομείνει κανένας άλλος εκτός από αυτούς τους δυο. Σκέφτηκε τις υποχρεώσεις της κοπέλας…

-Όχι, όχι, είπε. Δε θέλω καμιά αύξηση. Ευχαριστώ πολύ. Αν ήμουνα γυναίκα… ξέρετε τι θα γινόταν; Το αφεντικό θα σας έδιωχνε και θα πρόσθετε άλλες 20 λίρες στο μισθό μου… Όχι, όχι… Είμαι πολύ ευχαριστημένος… Αν ήμουνα γυναίκα…

Ο Αζίζ Νεσίν γεννήθηκε το 1915 στη Χάλκη και πέθανε το 1995 στα Αλάτσατα. Αρχικά στρατιωτικός, σπούδαζε παράλληλα στη Φυσικομαθηματική Σχολή και στη Σχολή Καλών Τεχνών. Το 1944 παραιτήθηκε από τον στρατό, δούλεψε σε διάφορα επαγγέλματα και κατέληξε στη δημοσιογραφία.
Έχει πλούσιο συγγραφικό έργο, αρθρογραφία σε εφημερίδες, διηγήματα, μυθιστορήματα, σενάρια για τον κινηματογράφο, θεατρικά έργα.
Καταδικάστηκε, εξορίστηκε και φυλακίστηκε για 6 χρόνια από το καθεστώς Μεντερές και τα στρατοκρατικά καθεστώτα της Τουρκίας.
Με λιτό και άμεσο λόγο καταγγέλλει με το πικρό και αυτοσαρκαστικό του χιούμορ καταστάσεις και νοοτροπίες. Η ανθρωπιά του είναι ειλικρινής και συγκινητική.
Αγωνίστηκε σε όλη τη ζωή του για τη δημοκρατία στην πατρίδα του. Τιμήθηκε με πολλά διεθνή βραβεία. Είναι γνωστός και αγαπητός σε πολλές χώρες και στην Ελλάδα, όπου έχουν μεταφραστεί πολλά έργα του.

“Σώπα…, μη μιλάς!”

 Το διήγημα ανήκει στη συλλογή «Ο καφές και η Δημοκρατία» σε μετάφραση Έρμου Αργαίου, που κυκλοφόρησε το 1979 από τις εκδόσεις «Θεμέλιο».

...με μια κραυγή που θα μου λέει: ΜΙΛΑ!

«Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο, "Τι σε νοιάζει εσένα;", μου λέγανε, "θα βρεις τον μπελά σου, σώπα" (...) Σε χρόνια δίσεκτα οι γονείς, οι γείτονες με συμβουλεύανε: "Μην ανακατεύεσαι, κάνε πως δεν είδες τίποτα. Σώπα". Μπορεί να μην είχαμε με δαύτους γνωριμίες ζηλευτές, με τους γείτονες, μας ένωνε, όμως, το Σώπα (...) Τουλάχιστον σωστός στα σχέδια και στα όνειρά μου ανάμεσα σε λυγμούς και σε παροξυσμούς κρατώ τη γλώσσα μου, γιατί νομίζω πως θα' ρθει η στιγμή που δεν θα αντέξω και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο, με έναν ψίθυρο, με ένα τραύλισμα, με μια κραυγή που θα μου λέει: ΜΙΛΑ!...».

Ο Αζίζ Νεσίν, ένας από τους κορυφαίους λογοτέχνες της Τουρκίας, υπερασπίστηκε σε όλη του τη ζωή την ελευθερία στην κριτική, αλλά και τη σύνδεση της κριτικής με την πράξη του αγώνα και το αριστερό κίνημα. Η δημοσιογραφική του πορεία, η πολιτική του σάτιρα, τα θεατρικά του έργα και το συνολικό συγγραφικό του έργο αντιμετωπίστηκαν με λογοκρισία, φυλακίσεις, επικήρυξη και απόπειρες δολοφονίας. Ήδη, το 1947 φυλακίζεται κι εξορίζεται για τις πολιτικές του ιδέες. Το 1956 «άγνωστοι» του καίνε τον εκδοτικό οίκο.

Τη δεκαετία του '80, όταν την Τουρκία κυβερνούσε η χούντα του στρατηγού Εβρέν, ο Νεσίν ύψωσε φωνή διαμαρτυρίας και ανέλαβε την πρωτοβουλία για τη γνωστή «Επιστολή των Διανοουμένων», που ασκούσε κριτική στο καθεστώς και ζητούσε την επαναφορά της δημοκρατίας. Ακολούθησε δίκη και καταδίκη. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του αφιερώθηκε στη μάχη κατά του θρησκευτικού φανατισμού και αναδείχθηκε ένας από τους ασυμβίβαστους επικριτές του Ισλάμ. Στις αρχές της δεκαετίας του '90 άρχισε να μεταφράζει τους «Σατανικούς Στίχους» του Σαλμάν Ρούσντι, που ήταν καταδικασμένος σε θάνατο για το βιβλίο του αυτό από ισλαμικό φετφά για προσβολή του Προφήτη Μωάμεθ. Ο Νεσίν έγινε στόχος των ισλαμιστών στην Τουρκία και επικηρύχθηκε από έναν επιχειρηματία με το ποσό των 100.000 δολαρίων.

Στις 2 Ιούλη 1993, ενώ παρακολουθούσε μια πολιτιστική εκδήλωση των Αλεβιτών στην πόλη Σιβάς (Σεβάστεια), ένα εξαγριωμένο πλήθος πολιόρκησε το ξενοδοχείο και ουρλιάζοντας «θάνατος στον Νεσίν» και «κάτω το κοσμικό κράτος» πυρπόλησε το ξενοδοχείο, με αποτέλεσμα 37 άνθρωποι (κυρίως Αλεβίτες διανοούμενοι, αφού η εκδήλωση ήταν προς τιμήν του Αλεβίτη ποιητή Pir Sultan Abdal, 1480 - 1550) να βρουν το θάνατο. Ο Νεσίν διασώθηκε και δυο χρόνια αργότερα έχασε τη ζωή του από καρδιακή προσβολή σε βιβλιοπωλείο της Σμύρνης, στις 6 Ιούλη 1995. Η κυβέρνηση κατηγόρησε διά στόματος πρωθυπουργού Τανσού Τσιλέρ τον ίδιο τον Νεσίν, επειδή είχε «προκαλέσει το πλήθος».