Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργης Φαρσακίδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργης Φαρσακίδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

22 Ιουλίου 2024

Γιώργης Φαρσακίδης: ο σύντροφός μας, ο κομμουνιστής εικαστικός και λογοτέχνης, ο ανταρτοΕΠΟΝίτης μαχητής του ΕΛΑΣ, ο αλύγιστος αγωνιστής που πέρασε 16,5 χρόνια από τη ζωή του σε φυλακές και εξορίες

"Μια ζωή και για πάντα, πλάι στην πιο ζωογόνα πηγή της ελληνικής κοινωνίας, το ΚΚΕ", είχε αναφέρει στον Ριζοσπάστη σε μία από τις τελευταίες δηλώσεις του..

Από την Οδησσό στη Θεσσαλονίκη


 

Γεννήθηκε το 1924 στην Οδησσό της Σοβιετικής Ένωσης. Μητέρα του ήταν η Ρωσίδα Ελένα και πατέρας του ο Αναστάσιος Φαρσακίδης, τιμημένος από τη νεαρή ΕΣΣΔ ως «πρωτοπόρος της σοσιαλιστικής εργασίας», γιατί παρότι μη επαναστάτης πίστευε πως «το μεγάλο δίκιο είναι το δίκιο της επανάστασης». Από τα παιδικά του χρόνια θυμάται τους γονείς του να του μιλάνε για την Επανάσταση, για το Θωρηκτό Ποτέμκιν όταν έφτασε στην Οδησσό το 1905.

Το 1934 η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο Ντεπώ της Θεσσαλονίκης. «Ποτέ μου δεν υπήρξα "καλός μαθητής" και στο Δημοτικό το μόνο δεκαράκι που έπαιρνα, προς μεγάλη θλίψη της μάνας, ήταν στο "μάθημα της ιχνογραφίας". Η ζωγραφική στάθηκε σε μεγάλο βαθμό μια γέφυρα επικοινωνίας μου με τους άλλους, ένας τρόπος έκφρασης αλλά και προσωπικής μου δικαίωσης».

Ο νεαρός Γιώργος από μικρή ηλικία έρχεται σε επαφή με τις αξίες και τα ιδανικά του ΚΚΕ. Η Κατοχή τον βρήκε μαθητή στη Β' Γυμνασίου. Κάνει διάφορες δουλειές για να βοηθήσει την οικογένειά του και καταλήγει εργάτης στους φούρνους της βιομηχανίας «Αλατίνη», οργανωμένος ήδη στην ΕΠΟΝ. Εκεί ξεκινά και η πρώτη του επαφή με τη δημιουργία, φιλοτεχνώντας αντιφασιστικές γελοιογραφίες «με στόχο τους εισβολείς και τους "Ελληνες" συνεργάτες τους». Την άνοιξη του 1943 εντάσσεται στην ΕΠΟΝίτικη Υποδειγματική Διμοιρία του «Τάγματος Χορτιάτη» στο 2/31 Σύνταγμα του ΕΛΑΣ. Πολεμά, γράφει ημερολόγιο και σκιτσάρει την αντάρτικη ζωή και δράση. Σε μάχη κατά των Βουλγάρων τραυματίζεται στο κεφάλι και τρέχοντας χάνει το σακίδιό του, όπου ήταν και τα σκίτσα του. Τα σκίτσα αυτά θα παραδοθούν δεκαετίες αργότερα στην Οργάνωση Πολιτικών Προσφύγων στη ΛΔ Βουλγαρίας και θα δημοσιευτούν στον «Ριζοσπάστη», με την παράκληση να βρεθεί ο άγνωστος ΕΛΑΣίτης ζωγράφος. Δύο μέρες μετά, στα γραφεία της εφημερίδας θα εμφανιστεί ο Γιώργης Φαρσακίδης...

Το Σεπτέμβρη του 1944, σε μάχη εναντίον γερμανικού στρατοπέδου στη Χαλκιδική, οπλοπολυβόλο τσακίζει και τα δυο χέρια του Γιώργη. Το Μάρτη του '45 βγαίνει από το νοσοκομείο. Το Σεπτέμβρη του 1946 εντάσσεται στη «Στενή Αυτοάμυνα» και στα τέλη του ίδιου χρόνου συλλαμβάνεται και βασανίζεται στην Ειδική Ασφάλεια Θεσσαλονίκης. Για το πώς άντεξε τα βασανιστήρια, απαντούσε με μια φράση του πατέρα του: «Είναι θαυμάσιο να μπορείς να αγαπάς στη ζωή σου κάτι πιο πολύ κι από τη ζωή σου ακόμα». Τον Αύγουστο του '47 ξανασυλλαμβάνεται. «Μας βρόντηξαν την πόρτα του σπιτιού και πάλι νυχτιάτικα, κι όπως την προηγούμενη φορά, με ξύπνησε η μάνα: "Ηρθανε, σήκω..."».

Τα χρόνια των εξοριών και της δημιουργίας

Ακολουθούν τα σκληρά χρόνια των διώξεων στις φυλακές και τις εξορίες. Εκεί όπου ο Φαρσακίδης έκανε τα τσακισμένα χέρια του «όπλα» του απροσκύνητου και αλύγιστου αγώνα. Εκεί όπου η Τέχνη του, η αυτοδίδακτη και στρατευμένη, «δεν υπήρξε μια ευχάριστη ενασχόληση, αλλά ένα επιπλέον, αναντικατάστατο όπλο αγώνα, μια μαρτυρία». Ζωγραφίζει, αποτυπώνει τις στιγμές, τα βασανιστήρια, σκηνές από τη ζωή των εξόριστων. Συμμετέχει στη δημιουργία σκηνικών για τις παραστάσεις που ανέβαζαν οι εξόριστοι. Αντιμετωπίζει όλες αυτές τις ανείπωτες στιγμές με αισιοδοξία. «Πες το αισιόδοξη στάση ζωής, πες το αυτοάμυνα ενστικτώδη, ένα το σωστό, το γέλιο στάθηκε ο πιο πολύτιμος σύντροφός μας στη δύσκολη ώρα. Σε στιγμές της μεγάλης δοκιμασίας γελάς συχνά, γελάς πολύ. Με τη λύσσα του Αλφαμίτη, την κούρασή του σαν σε χτυπάει. Με την τρέλα, τον πόνο, με τις πληγές σου. Με ό,τι σήμερα πια ποτέ δε θα γελάσεις». Αϊ - Στράτης, Μακρόνησος, ξανά Αϊ - Στράτης και αργότερα, στα χρόνια της χούντας, Γυάρος και Λέρος είναι τα νησιά όπου εξορίζεται. Σύνολο: 16,5 χρόνια.

«Η πρώτη μου γνωριμία με την ξυλογραφία είχε γίνει το 1949 - '50 στο "Σύρμα" των πολιτών στο ΑΕΤΟ - ΕΣΑΙ στο Μακρονήσι». Στον Αϊ - Στράτη οι συνθήκες ήταν καλύτερες. «Δε σε σκοτώνανε, δε σε βασάνιζαν, αλλά υπήρχε η πολύχρονη κράτηση. Ολη τη δεκαετία του '50 ήμουν εκεί. Στο στρατόπεδο των πολιτικών εξόριστων του Αϊ - Στράτη, ο δάσκαλος, που μας μύησε στην τεχνική της ξυλογραφίας, στάθηκε ο ζωγράφος - χαράκτης Χρήστος Δαγκλής». Διηγείται χαρακτηριστικά ο Γ. Φαρσακίδης για το πώς κατάφεραν να στείλουν κάρτες στους δικούς τους. Και συνεχίζει: «Στέλνοντας κάρτες δηλώναμε ότι ζούμε, ότι αντιστεκόμαστε. Οι κάρτες θα ήταν μια επαφή, θα είχαμε μια συμπαράσταση από τις οικογένειές μας και τον περίγυρο. Τα βάλαμε κάτω. Χαρτιά, πινέλα, χρώματα, δραχμές διακόσιες είκοσι. Κινήσαμε, λοιπόν, να βρούμε τον Γραμματέα της Ομάδας, να μοιραστούμε μαζί του τη χαρά της ανακάλυψης, να μας δώσει χρήματα. Ο μπάρμπα Χρήστος, ο Γραμματέας μας, άνθρωπος θετικός, υπεύθυνος, με πολύπλευρη πείρα. Οργανωτικός προπολεμικά ακόμη, στον Αϊ - Στράτη με τον Γληνό και τον Βάρναλη. Τότε αυτός σκεφτόταν πώς θα έκοβε χρήματα για να αγοράσουμε πινελάκια. Ομως, όπως και αν τα υπολόγιζε, λεφτά για πινελάκια δεν μπορούσε να μας δώσει. Ηταν μεγάλη πολυτέλεια. Ο σωτήρας άγγελός μας βρέθηκε στο πρόσωπο του Γιάννη Ρίτσου. Συμπλήρωσε το ποσό από την τσέπη του και σε λίγο οι πρώτες χειροποίητες κάρτες γίναν ανάρπαστες». Στη Γυάρο, μέσα στα πρώτα «απαγορεύεται» του στρατοπέδου συμπεριλαμβάνονταν και τα αιχμηρά αντικείμενα. «Ετσι τα πρώτα μαχαίρια και σκαλιστικά εργαλεία υπήρξαν κάποια σιδερικά και κουτάλια ακονισμένα. Και η πρώτη μας ύλη από καυσόξυλα, κασόνια και τελάρα λαχανικών. Αλλά και οι πέτρες και τα βότσαλα του γιαλού...». Γυρίζοντας από την εξορία ο Φαρσακίδης, συζητώντας με τη μάνα του, της είπε: «Σ' ευχαριστώ μάνα, που δε μου ζήτησες ποτέ να υπογράψω δήλωση για να βγω». Κι εκείνη απάντησε: «Αυτό μου 'λειπε. Ησουν που ήσουν χοντροκέφαλος, να γύριζες και με προσκυνημένο, σκυμμένο το κεφάλι...».

Μια ζωή γεμάτη

Από τη μεταπολίτευση και μετά ο Γ. Φαρσακίδης τυπώνει τα έργα του, συμμετέχει σε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις. Εκδίδει πολλά βιβλία και λευκώματα τα οποία αποτυπώνουν πλευρές της πολυτάραχης ζωής του. Το έργο του περνά τα σύνορα της πατρίδας μας. Για τη μεγάλη αγωνιστική και καλλιτεχνική προσφορά του, του απονέμεται το ανώτατο Χρυσό Μετάλλιο της Σοβιετικής Επιτροπής Ειρήνης στα 30 χρόνια από την Αντιφασιστική Νίκη. Το 1984, το βιβλίο του «Η Πρώτη Πατρίδα» πήρε το πρώτο βραβείο της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.

Ο Γ. Φαρσακίδης ήταν μέλος του Τμήματος Χαρακτικής του ΕΕΤΕ. Συμμετείχε στην 30μελή αντιπροσωπεία του ΕΕΤΕ το 1999, κατά τη διάρκεια των αεροπορικών βομβαρδισμών του ΝΑΤΟ κατά της Σερβίας, στο ταξίδι αλληλεγγύης και συμπαράστασης του ΕΕΤΕ στον βομβαρδιζόμενο λαό.

«Ορθοστατών και ορθοβαδίζων» μέχρι τέλους. Ήταν μέλος της ΚΟΒ Εικαστικών της ΤΟ Καλλιτεχνών της ΚΟ Αττικής του ΚΚΕ. Όσο του το επέτρεπαν οι δυνάμεις του, συμμετείχε σε δραστηριότητες του ΚΚΕ. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο σπίτι του στη Θεσσαλονίκη, έχοντας τη βοήθεια και τη συντροφιά φίλων και συντρόφων. Θα υπάρχει πάντα η «Ιθάκη» μου, η ιδεολογία μου»

«Ο Λένιν έλεγε ότι κομμουνιστής είναι εκείνος που συμβάλλει ώστε να προωθηθούμε έστω κι ένα βηματάκι προς την επανάσταση. Ούτε μεγάλα λόγια, ούτε εξάρσεις... Να συμβάλλεις με ένα μικρό λιθαράκι, αυτό που μπορεί να προσφέρει ο καθένας.

Για μένα οι ιδέες του Σοσιαλισμού συνοψίζονται στη φράση "να ανθρωπέψει ο άνθρωπος".

Για μένα θα υπάρχει πάντα η "Ιθάκη" μου, η ιδεολογία μου. Ποτέ δεν θα 'θελα να κάνω συμβιβασμό, να κάνω πίσω, να αρνηθώ. Αυτό ποτέ δεν θα το κάνω».

"Μια ζωή που ποτέ δεν θα 'θελα να αλλάξω"

Η Τέχνη του

Ο Γ. Φαρσακίδης με πολλά γραπτά του έχει σταθεί στο τι σημαίνει Τέχνη... «Αναγκαιότητα της Τέχνης! Μια αναντικατάστατη μορφή έκφρασης, πληροφόρησης, γνώσης. Στο Δημοτικό, το μοναδικό δεκαράκι που έπαιρνα προς μεγάλη θλίψη της μάνας μου, ήταν στο μάθημα της ιχνογραφίας. Αντιστάθμισμα, δικαίωση και γέφυρα επικοινωνίας με τους άλλους.

(…)
Στην Κατοχή θα φιλοτεχνήσω γελοιογραφίες με στόχο τους εισβολείς και τους "Ελληνες" συνεργάτες τους. Πολεμώντας στο αντάρτικο θα απεικονίσω συμβάντα της εκεί ζωής μας σε σκίτσα και στο "Σύρμα" της Μακρονήσου τα βασανιστήρια και τους βασανιστές. Μα πάντα με πρόθεση να τους καταγγείλω και να πληροφορήσω τους έξω. Στη δεκαετία του '50, στο στρατόπεδο του Αη Στράτη, με τη συμπαράσταση των πνευματικών μας ανθρώπων, θα ανεβάσουμε το μορφωτικό μας επίπεδο. Θα μάθω πως τον καιρό του Ομήρου, το καλό και το ωφέλιμο ήταν ταυτόσημα του ωραίου και ότι ο ανώνυμος τοιχογράφος της Αλταμίρα ζωγραφίζοντας τα ανεπανάληπτα σε ομορφιά και κίνηση ζώα, δεν αποσκοπούσε παρά να μεταδώσει την πείρα του κυνηγού στους νεώτερους. Διάβασα για το ότι ο Αϊζενστάιν γυρίζοντας τον Αλέξανδρο Νιέφσκι, παραμερίζοντας αισθητικούς πειρασμούς, δάγκανε τις γροθιές του, που δεν ήταν έτοιμη η ταινία, να την "πετάξει σαν χειροβομβίδα ενάντια στον εχθρό".

Και εμείς, δουλεύοντας σε συνθήκες αντίξοες τα σκηνικά του στρατοπεδικού μας θεάτρου, αντλούσαμε κουράγιο από την αίσθηση των στιγμών της χαράς που θα δίναμε στους ταλαιπωρημένους από την πολύχρονη κράτηση συνεξόριστους. Και ένα επιφώνημα θαυμασμού με το άνοιγμα της αυλαίας, η μόνη και ανεκτίμητη ανταμοιβή μας. Ζωγραφίζαμε, χαράζαμε, τυπώναμε κάρτες στον Αη Στράτη και επί χούντας αργότερα στη Γυάρο και Λέρο. Να μάθουν οι έξω ότι ζούμε και κρατάμε άπαρτο το αγωνιστικό μας χαράκωμα. Πρότυπά μας οι μεγάλοι ρεαλιστές που είχαν θέσει την τέχνη τους στην υπηρεσία των λαϊκών συμφερόντων. Θαυμάζαμε τον Μαγιακόφσκι που είχε στρατεύσει την ποίησή του στην καταπολέμηση του αναλφαβητισμού. Τον Ριβιέρα που ζωγραφίζει σκυμμένες πλάτες και γερμένα κεφάλια των αγροτών, Αμερικάνους ληστές πετρελαίων, τραπεζίτες με τη Βίβλο και πόρνες της "υψηλής κοινωνίας", αλλά και την απελευθερωμένη γη, με τους γεωπόνους, τα τρακτέρ και τα λαϊκά πανηγύρια. Χαιρόμασταν την καυστική ειρωνεία του Πικάσο για τους αρνητές του κοινωνικού περιεχομένου στην Τέχνη και τη δήλωσή του στους βολεμένους αστούς για το ότι τα έργα του: "...Δεν είναι πουλάκια να κελαηδάνε, αλλά βόλια που στοχεύουν πάνω τους...".

Μετά τη διάλυση των στρατοπέδων, ζώντας στη "ζούγκλα" της "ελεύθερης αγοράς", πιστοποιούμε όλο και περισσότερο ότι: Η τέχνη που δεν ξανοίγει προοπτικές ενός κόσμου καλύτερου, που προβάλλει σαν αυτοσκοπό τη βία και την απληστία του κέρδους. Μια τέχνη που της είναι αδιάφορος ο ανθρώπινος πόνος, που πολεμά τις χαρές της ζωής, την ομορφιά, τη φύση, τον έρωτα, δεν είναι παρά μια τέχνη σύμφωνη με τις επιταγές της ανθρωποφαγικής "νέας τάξης πραγμάτων"».

ΚΕ ΚΚΕ
Ανακοίνωση για τον θάνατο του Γιώργη Φαρσακίδη

Σε ανακοίνωσή της για τον θάνατο του παλαίμαχου κομμουνιστή, εικαστικού και λογοτέχνη, Γιώργου Φαρσακίδη, η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ αναφέρει τα εξής:

«Η ΚΕ του ΚΚΕ με μεγάλη θλίψη αποχαιρετά τον Γιώργη Φαρσακίδη, ταλαντούχο καλλιτέχνη και αφοσιωμένο αγωνιστή, στα ιδανικά του ΚΚΕ. Παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του ακούραστος και δημιουργικός. Τίμησε με το παραπάνω τον τίτλο του μέλους του ΚΚΕ.
Ο σ. Γιώργης Φαρσακίδης γεννήθηκε στην Οδησσό της Σοβιετικής Ένωσης το 1924, όπου έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Το 1934 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, αρχικά στο Κέντρο και μετά στο Ντεπώ, την προσφυγογειτονιά που σημάδεψε τα νεανικά του χρόνια.

Ποτισμένος με το νάμα της Οκτωβριανής Επανάστασης, από μικρός ήρθε σε επαφή με τις ιδέες του ΚΚΕ. Συμμετείχε στους πρώτους αντιφασιστικούς πυρήνες, μυημένος από παλιούς κομμουνιστές, όταν βρέθηκε να εργάζεται στους επιταγμένους από τις αρχές Κατοχής αλευρόμυλους Αλλατίνι, όπου στεγάζονταν τα αρτοποιεία του γερμανικού στρατού. Εκεί εμπνεύστηκε τα πρώτα χιουμοριστικά αντιφασιστικά σκίτσα του.

Οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ το 1943. Σύντομα έγινε μέλος του ΚΚΕ. Το 1944 με άλλους συντρόφους του εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ, στην υποδειγματική διμοιρία της ΕΠΟΝ, και πολέμησε στη Χαλκιδική εναντίον των γερμανικών και βουλγαρικών δυνάμεων κατοχής όπως και των δοσίλογων συνεργατών τους.

Το καλοκαίρι του 1944, σε μάχη μεταξύ Κρήνης και Πετραλώνων, τραυματίστηκε στα δυο του χέρια, τα οποία τελικά μπόρεσε να κρατήσει, έστω παραμορφωμένα, χάρη στην αυτοθυσία και στις φροντίδες των συναγωνιστών του. Εκεί "έχασε" το σακίδιο με τα πρώτα του σχέδια και το ημερολόγιό του. Του τα επέστρεψε όμως πολύ αργότερα ένας Βούλγαρος φαντάρος που τα περιμάζεψε και τα κράτησε.

Μετά τηΒάρκιζα”, μαζί με χιλιάδες συντρόφους του υπέστη τις διώξεις και τις βιαιότητες από το αστικό κράτος και το παρακράτος. Το Σεπτέμβριο του 1946 εντάχθηκε στην Στενή αυτοάμυνα και συμμετείχε σε ένοπλες ενέργειες κατά των αστικών δυνάμεων καταστολής. Συνελήφθη στα τέλη Δεκεμβρίου και βασανίστηκε επί εβδομάδες μέχρι θανάτου στην Ασφάλεια. Δε "μίλησε" ούτε όταν τον οδήγησαν στον τέταρτο όροφο για να τον "εκπαραθυρώσουν".

Αργότερα, τον Αύγουστο του 1947, εκτοπίστηκε στον Άη-Στράτη και αμέσως μετά στη Μακρόνησο, στο Α΄ ΕΤΟ όπου στάθηκε όρθιος και πάλι απέναντι στα πιο σκληρά και απάνθρωπα βασανιστήρια και μέσα στο "Σύρμα", στη "Χαράδρα", στη ΣΦΑ. Αντιμετώπισε τα πάντα με υπεράνθρωπη αντοχή αλλά και πηγαίο χιούμορ, που ποτέ δεν τον εγκατέλειψε.

Στη Μακρόνησο, μέσα σ’ εκείνες τις συνθήκες, φιλοτέχνησε σχεδόν χωρίς χέρια την πρώτη του ξυλογραφία. Εκεί, στο κάτεργο εξόντωσης, άνοιξε ένας νέος δρόμος, αυτός του λαϊκού, του επαναστάτη καλλιτέχνη, που με τα τσακισμένα χέρια, μαζί με λεπτά προσωπικά συναισθήματα και ευαισθησίες, έμελλε να εκφράσει με βάθος και ταλέντο την ψυχή και την πνοή των λαϊκών αγώνων, των αγώνων του ΚΚΕ.

Όπως και άλλοι κρατούμενοι, το πραγματικό σχολείο της εικαστικής δημιουργίας στάθηκε η κοινότητα των εξόριστων, όπου ο καθένας συνεισέφερε με όσα είχε και κατείχε. Εκεί, στον Άη-Στράτη με πρώτο δάσκαλο το Χρήστο Δαγκλή, ο Φαρσακίδης μυήθηκε, μ’ ένα σουγιαδάκι, ένα κοπίδι, ή ένα απλό καρφί στα μυστικά της χαρακτικής. Εκτός από τα προσωπικά δημιουργήματα, φιλοτέχνησε σκηνικά για θεατρικές παραστάσεις που έστηναν οι εξόριστοι, με τη βοήθεια των κομμουνιστών διανοούμενων και καλλιτεχνών όπως ο Γιάννης Ρίτσος, ο Μάνος Κατράκης, ο Τζαβαλάς Καρούσος, και άλλοι.

Το 1956 ο Γιώργης Φαρσακίδης, ως αδειούχος εξόριστος, έλαβε εντολή από το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ να ανασυγκροτήσει και να καθοδηγήσει την παράνομη ΚΟΘ, καθήκον στο οποίο δόθηκε με ζήλο. Αν και τα αποτελέσματα ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικά αναγκάστηκε να πειθαρχήσει στις αποφάσεις της 8ης Ολομέλειας του 1958 για τη διάλυση των Κομματικών Οργανώσεων.

Σύντομα η άδεια "ανακλήθηκε" και παρέμεινε στον Άη-Στράτη ως το 1961. Ο αγώνας συνεχίστηκε μέσα από τις γραμμές της ΕΔΑ. 1967 _1971 εκτοπίστηκε και πάλι στη Γυάρο και στο Λακκί της Λέρου. Συμπαρατάχθηκε σταθερά με τις αποφάσεις της 12ης Ολομέλειας το 1968. Στην νέα εξορία μετέφερε παράνομα έναν πυρογράφο κάτι που δε σημάδεψε μόνο την δική δημιουργία της περιόδου αυτής. Έγινε παράλληλα το έναυσμα να μυηθούν δεκάδες συγκρατούμενοί του στην τεχνική αυτή. Άλλο ένα παράδειγμα της επαναστατικής αντίληψης και πρακτικής του Φαρσακίδη για την τέχνη. Μετά τη Χούντα ο Φαρσακίδης συνέχισε μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ την στρατευμένη πάλη ανάμεσα στους καλλιτέχνες.

Το πρώτο του λεύκωμα, που είχε εκδοθεί το 1964, εμπνευσμένο από τη ζωή στο κάτεργο της Μακρονήσου. Έξω από τα κάτεργα, πάντα συνειδητά στρατευμένος κομμουνιστής, ο καλλιτέχνης Φαρσακίδης ήταν πλέον ασυγκράτητος. Το βαθύ αποτύπωμα της ζωής, των αγώνων και των βασανιστηρίων στην ευαίσθητη και λεπτή φύση του βρήκε δημιουργική έκφραση στο εικαστικό και συγγραφικό έργο.

Ο Γιώργης Φαρσακίδης πραγματοποίησε δεκάδες εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Πολυγραφότατος και πολυδιαβασμένος εξέδωσε πάνω από τριάντα βιβλία, με εικαστικές δημιουργίες ή πεζογραφήματα. Έγραψε παράλληλα σε εφημερίδες και περιοδικά.

Το έργο του είναι εμπνευσμένο από την Αντίσταση, τους λαϊκούς αγώνες, την ταξική πάλη, από τη ζωή των φυλακισμένων αλλά και από την καθημερινότητα των λαϊκών στρωμάτων. Με την αμεσότητα, την απλότητα και το ανθρώπινο βάθος άγγιξε όχι μόνο τις γενιές της Αντίστασης και του ΔΣΕ, των φυλακών και των βασανιστηρίων, αλλά και κάθε ευαίσθητο προοδευτικό άνθρωπο. Γνώρισε καθολική αποδοχή, αλλά και την προσοχή ειδικών. Έχουν δημοσιευθεί σχετικά εξειδικευμένες εργασίες και έχουν πραγματοποιηθεί δημόσιες παρουσιάσεις από ειδικούς.

Το ΚΚΕ και το λαϊκό εργατικό κίνημα τίμησαν επανειλημμένα το Γιώργο Φαρσακίδη. Η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών βράβευσε το 1984 το βιβλίο του "Η πρώτη πατρίδα". Μέσα στις διεθνείς τους διακρίσεις ξεχωρίζει η απονομή του Ανώτατου Χρυσού Μεταλλίου της Σοβιετικής Επιτροπής Ειρήνης για τα 30 χρόνια από την αντιφασιστική νίκη.

Ο κομμουνιστής ζωγράφος και λογοτέχνης, Γιώργης Φαρσακίδης, θα πορεύεται πάντα μαζί μας, το έργο του ανήκει στο ΚΚΕ, στην εργατική τάξη, γιατί στην μεγάλη υπόθεσή της, αφιέρωσε όλη του τη ζωή.

Η ΚΕ του ΚΚΕ εκφράζει τα πιο θερμά της συλλυπητήρια στην οικογένεια του σ. Γιώργη Φαρσακίδη».

 

 
 

 

 

20 Δεκεμβρίου 2022

  “Πνεύμα” Χριστουγέννων _μια ραψωδία του Μακρονησιού

«Μακρονήσι, σεμνό σκαπανέων σχολειό,
τιμημένε ναέ ανθρωπιάς μεγαλείου»

σσ. Το δίστιχο είναι από το προκλητικό σκοταδιστικό εμβατήριο «Μακρόνησος»,
σύμφωνα με τον ιστορικά ασυγχώρητο χαρακτηρισμό του κολαστηρίου της Μακρονήσου,
από τον Π. Κανελλόπουλο, ως «νέου Παρθενώνα».


«Από βραδύς οι χουγιάστρες1 είχαν πει:

📣  Τα συγκροτήματα αύριον, μετά το πρωινόν προσκλητήριον, εφ’ όσον ο καιρός επιτρέπει θα παρακολουθήσωσι την θείαν λειτουργίαν εις τον χώρον συγκεντρώσεων. Δεν θα λείψει κανείς.

Κατά τα μεσάνυχτα είχε σηκωθεί άγριος αγέρας. Οι ορθοστάτες έτριζαν καθώς φυσομανούσε σφυρίζοντας. Από στιγμή σε στιγμή περιμέναμε να τσακιστούν και να μας πλακώσει το τσαντίρι. Η θάλασσα μούγκριζε, σα βόδι που το σφάζουν. Έκανε πολύ κρύο όλη τη νύχτα, παγωνιά. Κι η φωτιά ήταν απαγορευμένη στα τσαντίρια, “προς πρόληψιν πυρκαγιών”, καθώς έλεγε η ημερήσια διαταγή του τάγματος. Μα και τι να κάψεις για να πυρωθείς; Άλλο από χλωρές ρίζες δε βρίσκεις στον καταραμένο τούτον τόπο.

Λαγοκοιμόμασταν ντυμένοι, κουλουριασμένοι, στριμωγμένοι ο ένας κοντά στον άλλον, για να ζεσταινόμαστε κάπως ο ένας απ’ τον άλλο. Όπως κάθε νύχτα δα που σηκωνόταν θυμωμένος ο αγέρας και σάρωνε με βία όλα τα πάντα πάνω στην παγωμένη γης. Πατικωμένα, μουχλιασμένα χόρτα, υγρά και γεμάτα ψύλλους, παράσταιναν τα στρώματα στα γιατάκια μας. Ως κι αυτά ακόμα ήταν ενάντιά μας. Τραβούσαν τη ζεστασιά απ’ το κορμί μας και την πήγαιναν στην παγωμένη γης. Κι αμολούσαν τους αμέτρητους ψύλλους να μας τσιμπάνε και να διώχνουν τον ύπνο που λαχταρούσαμε. Οξω από τον καταραμένο τούτον τόπο, για όλον τον κόσμο, η νύχτα χαρίζει τη γλυκιά ξεκούραση απ’ τους μόχτους της ημέρας. Κάποτε τη χάραζε και σε μας.

Ξαπλώνεις στο στρώμα σου και νιώθεις χίλια — μύρια μερμήγκια να γαργαλάνε γλυκά το κορμί σου και να φεύγουν απ’ τ’ ακρόνυχό σου. Μα τώρα δεν ήταν έτσι. Τώρα το μαρτύριο της νύχτας ήταν συνέχεια απ’ το μαρτύριο της ημέρας. Τούτα — δα τα μερμήγκια δε γαργαλούν μήτε φεύγουν. Τσιμπούν κι αλωνίζουν το κορμί.

Τα ξημερώματα, νύχτα ακόμα, η σάλπιγγα βάρεσε εγερτήριο. Τιναχτήκαμε μ’ ανακούφιση που θα διακοβότανε το νυχτερινό μαρτύριό μας. Σκουντουφλώντας ο ένας πάνω στον άλλο μέσα στο πηχτό σκοτάδι, συγκεντρωθήκαμε για το προσκλητήριο. Λες κι αυτό περίμενε ο αγέρας και μας ρίχνεται ουρλιάζοντας με μανία. Καθώς μας χτυπά από το δεξί πλευρό όλοι μας γέρνουμε κατά ‘κει.

Αρχινούν να ξεχωρίζουν οι όγκοι μας, στριμωγμένοι ο ένας κοντά στον άλλον.

- Μ’ αυτόν τον καιρό, λέει κάποιος, πιστεύω να μας πουν να γυρίσουμε στις σκηνές.

Είναι νεοφερμένος. Κανένας δεν τ’ αποκρίνεται, μα νιώθεις πως όλοι καγχάζουν με την ελπίδα του. Ξημέρωσε για καλά. Στο χαμηλό ουρανό σταχτόμαυρα σύννεφα κυνηγιούνται βιαστικά, σμίγουν, ξεχωρίζονται, κουρελιάζονται, ξαναγεννιούνται.

Θωρούμε τη θάλασσα, ίδια χολή, που την ξεσηκώνει ο έξαλλος αγέρας καλά και σώνει να καταπιεί τη γης.
Ακούραστα, σβέλτα, μεγάλα κοπαδιαστά κύματα καλπάζουν και σαλτάρουν με ανεξήγητη έχθρα πάνω στα βράχια, τόνα κοντά στ’ άλλο. Καθώς χτυπάνε πάνω τους, γίνονται άσπρος αφρός και διαλύονται εξευτελισμένα σ’ αμέτρητες σταλαγματιές.
Ακόμη ν’ αρχίσει η θεία λειτουργία. Ίσως δεν ξύπνησε ακόμα ο παπάς. Ίσως και να μη γίνει, καιρός πούναι…

Τ’ αγγελούδια2 ροβόλησαν. Με μια βεργούλα στο χέρι, με το γιακά της χλαίνης ανασηκωμένο και το κεφάλι χωμένο στους ώμους, πήραν μπάλα τα τσαντίρια, μη και δε συμμορφώθηκε κάποιος με τη διαταγή.

Όλοι μας έχουμε τα κεφάλια χωμένα στους ώμους και τα χέρια στις τσέπες, κολλητά στα παγίδια. Πονάν οι πλάτες μας, πονάν τα πλευρά μας, πονάν οι γοφοί μας. Πονά όλο μας το είναι. Ο Βασίλης 25 χρονώ παλικάρι, από τον Πειραιά, μελάνιασε. Από το σακάκι του λείπουν μεγάλα κομάτια και το πουκάμισό του είναι αγιάτρευτα ξεσκισμένο. Το παντελόνι του είναι δειγματολόγιο από λογής λογής μπαλώματα και κλωστές. Κάλτσες δεν έχει. Στο ένα πόδι του φορά μια αρβύλα και στ’ άλλο ένα σκαρπίνι. Και τα δυο ξεσολιασμένα. Για πάτους έβαλε χαρτόνια και τα έδεσε με σύρμα και σπάγγους. Τρέχουν οι μύτες απ’ το κρύο. Ο παππούς ο Χρήστος, 70 χρονώ, από τη Χαλκιδική είναι κουκουλωμένος με μια τριμμένη παλιοβελέτζα. Μα καθώς κάνει έτσι και παίρνει το μάτι του τον Βασίλη, την τραβά και τον σκεπάζει.

- Πάρτην, αγόρι μου, να μην πουντιάσεις. Υστερις τη δίνεις.
Μα ο Βασίλης δεν είχε κουράγιο να σηκώσει τα χέρια του για να κουκουλωθεί. Αν κουνηθεί και τα σηκώσει θα κρυώσει περισσότερο. Τον κουκουλώνουν άλλοι. Ο Βαγγέλης ο Μυτιληνιός, ψηλόλιγνος και ξερακιανός, σα νάχει μέσα του κάποιο ελατήριο, τουρτουρίζει κατακόρυφα! Εχει έλκος στο στομάχι και καλογέρους στα πισινά. Ρουφήχτηκαν πολύ τα μάγουλά του τώρα τελευταία. Λεμόνι η φάτσα του. Η παμπάλαια, τριμμένη χλαίνη του, από χακί του Λαναρά, δεν μπορεί να σταματήσει τον παγωμένο αγέρα απ’ έξω. Τον αφήνει και περνά λεύτερα μέσα για μέσα.

- Γιατί δεν αρχινούν καμιά φορά;
- Ισως έκαμε λάθος ο σαλπιχτής, στην ώρα…

Αυτές είναι οι τελευταίες κουβέντες “εις τον χώρον συγκεντρώσεων”. Δεν ακούγεται άλλο απ’ τα σφυρίγματα του λυσσασμένου αγέρα και τους αλαλαγμούς της θάλασσας. Τα σαγόνια χτυπάν, τα χείλια κοκαλιάζουν. Τα μάτια κλείνουν, οι μύτες τρέχουν, βελόνια κεντούν τα δάχτυλα στα πόδια. Κι ο αγέρας ανελέητος, μας δέρνει με μίσος και μανία, λες και του πατήσαμε τα οικόπεδα.

Βρε τι κατεβάζει τούτο το κανάλι της Αντρος! Πέρα, στο βάθος, ξαγναντεύουμε κατάλευκα τα χιονισμένα βουνά της Εύβοιας. Αγνάντια μας, το Λαύριο, ανίδεο σ’ ό,τι γίνεται δω, τούτη την ώρα. Η καμινάδα του πανύψηλη, στητή, φουμάρει συνέχεια, υπεροπτικά κι αδιάφορα. Για δες τον Σπύρο απ’ την Καρδίτσα με το κομμένο πόδι. Το ‘χασε στην Εθνική Αντίσταση, στην Καλεντίνη. Καθώς είναι κουκουλωμένος μ’ ένα παλιοτσούβαλο και πασκίζει να κρατηθεί στο ένα πόδι και στις δυο πατερίτσες φαντάζει απ’ αλάργα σα φωτογράφος στη μηχανή του — κάτι τέτοιο. Μια παράξενη νύστα μας μούδιασε το κορμί και τη σκέψη.

- “Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε, νυν και αεί.…”, ακούγεται η φωνή του παπά απ’ τη χουγιάστρα. Αρχισε η λειτουργία καμιά φορά.
- Ααμηήν… απαντούν οι ταιριασμένες φωνές της χορωδίας.

Καλά θάνε τώρα στην εκκλησία. Ζεστούτσικα. Ολοι οι πολυέλαιοι αναμένοι. Μοσχοβολά το λιβάνι. Ολοι φορούν τα γιορτινά τους. Οι ψαλτάδες ψέλνουν κεφάτοι. Οι γυναίκες συζητούν ψιθυριστά και κάνουν σούσουρο. Ο παπάς αγριεύει:

- Ευλογημένες χριστιανές σεβασθήτε τον οίκον του Θεού. Εσάς θ’ ακούμε ή τα ιερά γράμματα;

Το σούσουρο κόβεται μαχαιράτο και κυριαρχεί η ψαλμωδία του ψάλτη, που βγαίνει απ’ τη μύτη του. Μα σε λίγο το σούσουρο ξαναρχίζει ζωηρότερο.

Τα δάχτυλα στα πόδια ξύλιασαν. Καθώς σηκώνουμε τόνα πόδι και πατάμε τ’ άλλο, μοιάζουμε σα να χορεύουμε τον ποντιακό. Ολοι χορεύουμε. Το δεξί πλευρό μας είναι πάγος. Τ’ αυτιά μας τσούζουν. Κι ο αγέρας δεν έχει νισάφι. Φυσομανά δαιμονισμένα.

- “… και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία…” ψέλν’ η χουγιάστρα.

Ειρήνη… ειρήνη… Τι να γίνονται σήμερα στο σπίτι; Προχτές η Σμαρώ έγραψε πως το λάδι ξέπεσε η τιμή του και δεν ξέρει τι να κάμει, να το δώσει; Να μην το δώσει; Και το χρέος λέει, ανέβηκε και να πάω γρήγορα να ιδούμε τι θ’ απογίνουμε. Κι ο γιατρός βρήκε την Αναστασία πολύ αδύνατη. Πρέπει λέει να του κάνουμε ενέσεις στο παιδί, δυναμωτικές.

- “Σε προσκυνείν, τον ήλιον της δικαιοσύνης…” ψέλν’ η χουγιάστρα.

Δικαιοσύνη… Δικαιοσύνη για… Πώς μπορούμε να ζήσουμε δίχως δικαιοσύνη; Τα προχτές έφεραν και το Δημήτρη τον Ταρπάνη απ’ την Καρατζόβα κι ανταμώθηκε με το γιο του, τον Μεθόδη. Αυτός το ‘φερε και τα φρέσκα μαντάτα. Το δελτίο τροφίμων τόκοψαν κι ο δικηγόρος πήρε και τ’ άλλο το χωράφι. Η μάνα έπεσε στο κρεβάτι από κόλπο. Τον Θωμά το γαμπρό τους δεν τον εκτέλεσαν ακόμα. Μπορεί και να γλιτώσει. Τη Λενιώ τη στείλαν στο Τρίκερι…

Ο αγέρας λυσσομανά. Η παγωνιά περουνιάζει την καρδιά μας. Τα δάχτυλα στα πόδια μας ξύλιασαν και πονάν. Μάτια και μύτες τρέχουν συνέχεια. Το μισό κορμί μας, η δεξιά μπάντα, είναι κρούσταλλο, πάγος. Ισως να φέρουν εδώ και τη Ζαφειρούλα. Λένε πως θα τις φέρουν όλες τις γυναίκες από το Τρίκερι. Η Χρυσούλα έγραψε πως τα καπνά μένουν απούλητα και τι να κάνω, να το δώσω το βόδι; Οχι, λέει, πως το ‘χει ανάγκη. Από ψυχικό, λέει το θέλει, να μπορέσω λέει να στυλώσω τα παιδιά μας και να σου στείλω και σένα τίποτες…

- “Δι’ ευχών των αγίων πατέρων ημών…”, λέει ήρεμα — ήρεμα και μαλακά η χουγιάστρα. “Βοήθειά σας, χρόνια πολλά…”

Η θεία λειτουργία τέλεψε. Ο καιρός επέτρεψε στα “συγκροτήματα” να την παρακολουθήσουν “εις τον χώρον των συγκεντρώσεων”.

- “Τα συγκροτήματα ελεύθερα”, ξαναλέει η χουγιάστρα, τραχιά και κοφτά. Ύστερα παίρνει το τραγουδάκι της μόδας. “Μ’ αυτό σου τον καινούργιο χορό”. Τρικλίζοντας κινάμε για τα τσαντίρια μας. Κάποιος κρύος γυρίζει κατά το πλήθος κι εύχεται φωναχτά;

- Χρόνια πολλά, συνάδελφοι… Και του χρόνου νάμαστε καλά!

Τι του πληρώνεις;

Η καμινάδα, φουμάρει υπεροπτική κι αδιάφορη. Ο αγέρας λυσσασμένος μας κυνηγά από κοντά. Πασκίζει να μας ξαπλώσει χάμω. Η θάλασσα αφρισμένη απ’ το κακό της, χιμά με μανία πάνω στα βράχια. Τα βράχια, που περήφανα κι ακλόνητα αψηφούν την ηλίθια οργή της».


  1. Χουγιάστρα = μεγάφωνο
  2. Τ’ αγγελούδια = οι αλφαμίτες

Από το Ριζοσπάτη
|> Δεκέμβρης 2006
Διηγηματικό αφιέρωμα στα 60 χρόνια του δημοκρατικού στρατού Ελλάδας
Λευτέρη Σκλάβου: «χριστουγεννιάτικη ραψωδία»

Βιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα του διηγήματος δε βρήκαμε. Ίσως πρόκειται για ψευδώνυμο. Προφανώς επρόκειτο για μακρονησιώτη δεσμώτη. Το διήγημα περιλήφθηκε στη συλλογή «Πεζογράφοι της Αντίστασης» (εκδόσεις «Νέα Ελλάδα», 1952).

Οι φωτογραφίες είναι του σ.φου Γιώργη Φαρσακίδη
🎈  Δείτε | Ριζοσπάστης
Μια ζωή που ποτέ δεν θα 'θελα να αλλάξω
Ένας χρόνος χωρίς τον Γιώργη Φαρσακίδη