Αν είχε γλώσσα, θα 'λεγε κι αυτή τη δική της ιστορία. Πλούσια κι ηρωική ιστορία. Μα, δεν έχει γλώσσα. Εχει, όμως, μάτι. Και τι μάτι! Τα 'βλεπε όλα και μάλιστα από μακριά. Τα 'δειχνε, ή, καλύτερα, τα κατάγγελνε.
Μιλάμε για μια φωτογραφική μηχανή KODAK, απ' αυτές τις παλιές αντίκες, τις τετράγωνες. Κειμήλιο του αντιφασιστικού αγώνα, που γλίτωσε από φωτιά και μπαρούτι για να παραδοθεί στο Αρχείο του Κόμματός μας απ' την «ιδιοκτήτρια», την καλή συμπολίτισσα, την σ. Μαριγούλα Μαστρολέων - Ζέρβα, με σκοπό να πλουτίσει τις προθήκες του αυριανού Μουσείου Αγώνα του ΚΚΕ.
Η KODAK ξεκίνησε το πολυτάραχο ταξίδι της απ' το Χατζηκυριάκειο του Πειραιά, το Μάρτη του 1948, όταν η ...«ιδιοκτήτριά» της μεταφέρθηκε, μαζί με χιλιάδες αγωνίστριες, στο στρατόπεδο γυναικών της Χίου, θύμα κι αυτή της αντικομμουνιστικής μανίας της κυβέρνησης του φιλελεύθερου Θεμ. Σοφούλη!
Η Μαριγούλα σκέφτηκε τότε ότι η KODAK πρέπει να 'ρθει γρήγορα στα χέρια της για ν' ...απαθανατίσει τις απάνθρωπες συνθήκες κράτησης των γυναικών πολιτικών κρατουμένων στο στρατόπεδο της Χίου. Με συνθηματικό τρόπο, δίνει οδηγίες στην αδελφή της για τον τρόπο που θα «ταξιδέψει» η φωτογραφική μηχανή απ' τον Πειραιά στη Χίο, ενώ με τη συνεργασία της καθοδήγησης του στρατοπέδου καταστρώνεται το σχέδιο, για να μην την ανακαλύψουν οι χωροφύλακες που ελέγχουν τα γράμματα και τα δέματα που έστελναν οι συγγενείς των κρατουμένων.
Η KODAK τοποθετείται σ' ένα σακούλι, που περιέχει πέντε οκάδες ζάχαρη, για να φτιάξουν οι εξόριστες δήθεν μαρμελάδα που κάνει καλό στη δυσκοιλιότητα! Εδώ, όμως, να δώσουμε το λόγο στην σ. Μαριγούλα:
«Είμαστε μια παρέα από Πειραιώτισσες, η Πολυτίμη Τιμογιαννάκη, Ζωή Αθανασιάδου, Δέσποινα Δελησάββα και η Λεμονιά Γεωργά». Τις φώναξα και τους είπα το Μυστικό, «η μηχανή έρχεται και πρέπει να τη γλιτώσουμε στον έλεγχο».
Το ψιλοκουβεντιάσαμε και αποφασίστηκε: «Θα πάμε όλες μαζί και την ώρα που θα ελέγχει ο χωροφύλακας το δέμα θα του πιάνομε την κουβέντα να του αποσπάμε την προσοχή και εσύ - λέω στη Ζωή - θα δεις πώς θα πάρεις το σακούλι με τη ζάχαρη και θα εξαφανιστείς».
Έτσι κι έγινε. Η μηχανή πέρασε στο στρατόπεδο κι άρχισε το «έργο» της. Τα πράγματα δυσκόλεψαν, όταν οι κρατούμενες μεταφέρθηκαν στο Μακρονήσι. Η μηχανή ήταν ανάγκη να μεταφερθεί για ν' αποκαλύψει το όργιο που συντελέστηκε στο «νέο Παρθενώνα». Οι έλεγχοι, όμως, στις σκηνές απ' τους αλφαμίτες ήταν καθημερινοί και εξονυχιστικοί. Ο κίνδυνος ν' ανακαλυφθεί η μηχανή ήταν πολύ μεγάλος. Η σ. Μαριγούλα μας λέει: «Το σκέφτηκα πολύ. Πήρα ένα σπάγκο που είχα δέμα, μια μαξιλαροθήκη, βάζω μέσα τη Μηχανή και φεύγω. Πήγα και βρήκα μια μεγάλη γυναίκα Μυτιληνιά, Μάηκο τη φωνάζαμε, που φορούσε βράκες. Της είπα τι συμβαίνει και αν θέλει να της κρεμάσω τη Μηχανή μέσα στη βράκα να μη μας την πάρουν: Η απάντησή της «και το ρωτάς μαρή; Τι νόμιζες; Πως η Μάηκο θα σου έλεγε όχι; Αμ καημένη. Αϊντε σύρε να μου τη φορέσεις».
Μπαίνομε μέσα στη σκηνή, δένω το σακούλι με το σπάγκο και της την κρεμάω χαμηλά που φούσκωνε η βράκα και της έδεσα το σπάγκο στη μέση. Οσο της έδενα το σπάγκο, μου έλεγε: «σιγούρεψέ τον καλά μαρή». Όταν τελειώσαμε, άρχισε να περπατάει, λέγοντάς μου «τήρα καλά μη μας πάρουν χαμπάρι οι λεχρίτες». Της λέω. «Και στο χορό να μπεις, δε θα φανεί». «Αϊντε σύρε και μη φοβάσαι, ξέρει η Μάηκο από τέτοια».
Πήγα στη σκηνή μου, με περίμεναν οι άλλες και φύγαμε για το Α2, στο γραφείο του Βασιλόπουλου, ξέραμε τι μας περιμένει. Και αφού πήγαμε και του είπαμε πως δεν έχομε μηχανή, σηκώθηκε, φώναξε: «Και αυτές εγώ τις έβγαλα;» και χτύπαγε με τη βίτσα που συνήθιζε να κρατά στο γραφείο, που ήταν η εφημερίδα ανοιχτή. Φωνάζει τους αλφαμίτες και τους έστειλε να ψάξουν τις σκηνές. Εμάς μας είπαν «δεν έχει από σήμερα ούτε γράμματα, ούτε δέματα».
Μια μέρα, δυο αλφαμίτες συναντιούνται με την Μάηκο και τη ρωτάνε:
- Καλέ θεια, μήπως είδες καμιά να βαστάει καμιά μηχανή να βγάλει φωτογραφίες, να μας βγάλει και μας να στείλουμε στη μανούλα μας;». Τους απαντά η Μάηκο «αχ εγώ είχα μια κατσίκα στο χωριό και έκανε πέντε οκάδες γάλα και πήγαν και μου την πήραν οι λεχρίτες οι προδότες των Γερμανών». Όταν την άκουσαν, την αγριοκοίταξαν και έφυγαν.
Η Μάηκο σε λίγο με φωνάζει και μου λέει:
- Τώρα είναι επικίνδυνο να μας την πάρουν τη μηχανή. Σύγκαψα η καψερή και στον ύπνο μου τη σηκώνω...
Η KODAK συνέχισε τη δύσκολη αποστολή της. Η Μάηκο την παράδωσε στην Μαριγούλα κι αυτή στην υπεύθυνη, για να την προωθήσει στους άντρες της χαράδρας που βασανίζονταν απ' τους αναμορφωτές.
Κι ήρθε ο Σεπτέμβρης του 1948. Μεταγωγή πίσω πάλι στο Τρίκερι. Φορτώναμε τα πράγματά μας στο αρματαγωγό και ακούω και με φώναζαν δύο συνεξόριστές μου, πήγα κοντά και μου λένε: «Πέρασε το αυτοκίνητο που κάνει διανομή τις κουραμάνες και μας πέταξαν αυτές τις τρεις κουραμάνες. Μας φώναζαν δώστε και μία στη Μαριγούλα τη Μαστρολέων, και μας έκανε εντύπωση με τον τρόπο που το φώναζαν».
Οταν τις άκουσα, παραξενεύτηκα και εγώ και τους λέω «δεν έχω κανένα γνωστό στη ΣΦΑ». Λέει η μία, «τις ανοίγουμε μήπως έχουν κανένα σημείωμα;», τίποτα άλλο δεν πέρναγε από το μυαλό μας.
Αρχίσαμε και τις κόβαμε στη μέση και στη δεύτερη κουραμάνα, που ήταν και λίγο πιο φουσκωτή, βρήκαμε μέσα τη φωτογραφική μηχανή.
Η KODAK είχε ολοκληρώσει την ιστορική της διαδρομή. Έκανε το γύρο απ' το Χατζηκυριάκειο, στο στρατόπεδο της Χίου, στο Μακρονήσι, στη «Χαράδρα» στη ΣΦΑ, στο Τρίκερι. Τερμάτισε, στην τιμητική θέση, εκεί που τις αξίζει. Στο ιστορικό Αρχείο του ΚΚΕ.