Ο σύντροφός μας «Αντώνης ο παράνομος», ανήκει -χωρίς δεύτερη σκέψη, σ’ εκείνους τους αγωνιστές του ΚΚΕ, που αποτέλεσαν Κεφάλαιο, για το Κόμμα, το λαό και το κίνημα και το ότι -έτσι τα ΄φερε η ζωή, είχαμε την τύχη να συνεργαστούμε στενά μαζί του, για πάνω από 25 χρόνια μας ποιεί τιμή και βαρύ φορτίο.
Το αγωνιστικό παράδειγμα του σ. Αντώνη, συνειδητού εκπροσώπου μιας εποχής που έβαλε τα σημάδια της στη λαϊκή διαδρομή, είναι βέβαιο ότι θα εμπνέει και θα διαπαιδαγωγεί χιλιάδες νέους κομμουνιστές, που παίρνουν τη θέση εκείνων που φεύγουν.
📌
Ο σ.φος –μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ επί 30 συνεχή χρόνια, «έφυγε» στις 10
Ιούλη 1998, στα 71 του, αφού γέμισε ολόκληρη τη ζωή του με τον συνεχή
αγώνα για την εκπλήρωση των πιο υψηλών ιδανικών που γνώρισε η ανθρωπότητα,
των ιδανικών για μια κοινωνία αντάξια του ανθρώπου, για το σοσιαλισμό – κομμουνισμό.
📌
Έγινε μέλος του Κόμματος σε ηλικία 18 χρονών και αυτόν τον
τιμητικό τίτλο τον κράτησε μέχρι την ύστατη στιγμή του και σε όλες τις φάσεις
του σκληρού, αλλά ωραίου δρόμου του ΚΚΕ. Στην ΕΑΜική Αντίσταση, στην παρανομία,
στην εποποιία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, στην πολιτική προσφυγιά, στη
δικτατορία του 1967-74, στη νομιμότητα που ακολούθησε.
📌 Διακρίθηκε για την αδάμαστη πίστη του στα δίκαια της
εργατικής τάξης και όλων των καταπιεσμένων λαϊκών δυνάμεων, για τη βαθιά
του πεποίθηση για την τελική νίκη τους. Έδειξε βαθιά αφοσίωση στις αρχές
του μαρξισμού – λενινισμού και του προλεταριακού διεθνισμού, φέρνοντας σε
πέρας όλα τα σημαντικά και υπεύθυνα καθήκοντα, που του
εμπιστεύτηκε το Κόμμα.
«Έζησε και “έφυγε” κομμουνιστής»
✔️ Σύντομο
βιογραφικό (με στοιχεία από τον επικήδειο, του Σπύρου Χαλβατζή, μέλους -τότε
του ΠΓ, που τον αποχαιρέτησε, εκ μέρους της ΚΕ του Κόμματος).
«Η Ικαρία, ο «Κόκκινος Βράχος» έχασε σήμερα ένα
από τα διαλεχτά παιδιά του, τον σύντροφο Αντώνη Καλαμπόγια.
Με πόνο ψυχής, η ΚΕ του ΚΚΕ και όλο το Κόμμα αποχαιρετά σήμερα ένα από τα
στελέχη του, που αφιέρωσε τη ζωή του στην πάλη για το καλό του λαού, για την
απελευθέρωση της εργατικής τάξης, για την αλλαγή της κοινωνίας, για το σοσιαλισμό.
Ο σύντροφος που
αποχαιρετάμε σήμερα έζησε και «έφυγε» κομμουνιστής. Και έφυγε πρόωρα.
Σε δύσκολους καιρούς για το λαό, για το εργατικό κίνημα και το Κόμμα, όταν
άλλοι διάλεγαν το δρόμο της φυγής, ο Αντώνης στάθηκε όρθιος, αταλάντευτος,
αποφασιστικός.
Ήταν λιγόλογος. Αλλά κάθε λόγος του είχε νόημα και σημασία. Είχε τη σεμνότητα εκείνων των τίμιων αγωνιστών που αφήνουν τα έργα τους να μιλήσουν γι’ αυτούς,
Γεννήθηκε πριν από 71 χρόνια στη Νικαριά, από φτωχή οικογένεια, η οποία στους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες του λαού μας σύσσωμη έδωσε το «παρών». Μπήκε από 15 χρονών στη βιοπάλη.
Στο βουνό μέχρι το ’55
🔻
Το 1942 όλη η οικογένεια φεύγει από το νησί, περνά με βάρκα
στην Τουρκία κι από κει στην Κύπρο. Οι αριστερές, αγωνιστικές παραδόσεις της
οικογένειας τον οδήγησαν να οργανωθεί στα 16 του χρόνια στη νεολαία του ΑΚΕΛ
της Κύπρου. Το 1945 έγινε μέλος του ΚΚΕ. Για 53 χρόνια κράτησε
επάξια τον τίτλο, την ιδιότητα του κομμουνιστή. Αγωνίστηκε στην Αντιφασιστική
Οργάνωση της Μέσης Ανατολής.
🔻
Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, στην Ικαρία, το 1946, η
κατάσταση ήταν ήδη δύσκολη. Αφού απολύθηκε μετά από κράτηση τριών μηνών, πέρασε
στην παρανομία και ύστερα στο βουνό. Εφερε σε πέρας δύσκολες και
επικίνδυνες αποστολές, που δεν μπορούν να περιγραφούν.
🔻
Κι όταν, μετά την ήττα των επαναστατικών δυνάμεων του
Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, κάποιοι έμειναν στα μισά του δρόμου, ο Αντώνης
δε λύγισε. Συνέχισε το σκληρό δρόμο της ταξικής πάλης. Έμεινε στο βουνό
όλα τα χρόνια της θύελλας, μαζί με άλλους εφτά συντρόφους του από το
Δημοκρατικό Στρατό.
“Μείναμε στο βουνό με τα όπλα ως το 1955. Μας έσωσε το ότι δημιουργήσαμε κομματικές οργανώσεις σε όλα σχεδόν τα χωριά και οργανώσαμε τη ζωή μας με αυτομόρφωση και μαθήματα“, αναφέρει κάπου στο βιογραφικό του.
🔻
Ο λαός του νησιού, οι Νικαριώτες, με μια αγωνιστική,
πατριωτική φροντίδα, κάλυψαν τη δράση των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού για
6 ολόκληρα χρόνια μετά τη λήξη του Εμφύλιου. Προστάτεψαν και έσωσαν τους
αγωνιστές από τη δολοφονική δράση του καθεστώτος της υποτέλειας και της
αμερικανοκρατίας.
🔻
Και δω επιβεβαιώνεται ότι η λειτουργία κομματικής
οργάνωσης σε όλες τις συνθήκες, είναι η απαραίτητη, η αναγκαία προϋπόθεση, για
να υπάρξει λαϊκή κινητοποίηση και δράση, για να υπάρχουν αποτελέσματα στον
αγώνα.
Αταλάντευτη στράτευση
“Μετά το 1955 πέρασε στις σοσιαλιστικές χώρες. Δούλεψε εργάτης στη βαριά βιομηχανία της Ρουμανίας. Έκανε διάφορες σπουδές όλα αυτά τα χρόνια. Ταυτόχρονα, αναδείχτηκε σε στέλεχος του Κόμματος σε διάφορους τομείς.
📌 Στη διαδικασία της 12ης Ολομέλειας του 1968, όταν η ιδεολογική αντιπαράθεση με τις αναθεωρητικές δυνάμεις, που υπονόμευαν το κομμουνιστικό κίνημα, έπαιρνε σκληρές μορφές, και ο σ. Αντώνης έδωσε τη συμβολή του για την επικράτηση των μαρξιστικών – λενινιστικών χαρακτηριστικών. Σ’ αυτήν την ιστορική Ολομέλεια έγινε μέλος της ΚΕ του Κόμματος 📌
Στη
διάρκεια της στρατιωτικοφασιστικής δικτατορίας, το καλοκαίρι του 1968,
έρχεται παράνομα στην Ελλάδα και, ως επικεφαλής του Κλιμακίου της ΚΕ,
συμβάλλει αποφασιστικά στην παρουσία του Κόμματος και στο δυνάμωμα του
αντιδικτατορικού κινήματος.
Ο σ. Αντώνης πήρε την ιστορική πρωτοβουλία το 1968, ως υπεύθυνος του
Κλιμακίου και μαζί με άλλους δύο συντρόφους, υλοποίησαν την απόφαση για τη
δημιουργία της Κομμουνιστικής Νεολαίας Ελλάδας – ΚΝΕ.
Εξέδωσαν τον “ΟΔΗΓΗΤΗ“, αρθρογραφούσαν σ’ αυτόν και στο
“ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ” και έδιναν τον καλύτερο εαυτό τους για την προώθηση της
αντιδικτατορικής πάλης και της ανάπτυξης των γραμμών του Κόμματος και της ΚΝΕ.
Μετά
τη μεταπολίτευση γύρισε στην Ελλάδα με την συντρόφισσά
του την Τικώ (Γραμματική) και τα παιδιά του και ρίχτηκε στον αγώνα για την
ανάπτυξη του Κόμματος και το 1977 ήταν και υποψήφιος βουλευτής του Κόμματος
Στις δυσκολίες του επαναστατικού κινήματος μετά τις ανατροπές στις
σοσιαλιστικές χώρες και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, δεν ταλαντεύτηκε.
Είχε μπούσουλα τη μαρξιστική – λενινιστική αντίληψη και την ακλόνητη πίστη στην
πάλη της εργατικής τάξης μέχρι την τελική νίκη. Πάλεψε αποφασιστικά, ενάντια σ’
αυτούς που εγκατέλειψαν τον αγώνα.
Ακούραστος αγωνιστής, με απέραντη αισιοδοξία, που αντλούσε από την εμπιστοσύνη του στην εργατική τάξη και το λαό, πάλεψε με συνέπεια για τη δημοκρατία, την ειρήνη και το σοσιαλισμό. Η συλλογικότητα, η ταξική αλληλεγγύη, η υπεράσπιση των αδικημένων, η αισιοδοξία για τη νίκη των σοσιαλιστικών ιδανικών, ήσαν οι υψηλές αξίες που πήρε από το Κόμμα και το λαϊκό κίνημα.
Σύντροφε
Αντώνη στα 53 χρόνια που πέρασες στις γραμμές του Κόμματος και του λαϊκού
κινήματος, συμφέρον σου πάντα ήταν το συμφέρον της εργατικής τάξης και του
Κόμματος. «Έφυγες», αφήνοντας ένα μεγάλο κενό. Δεν έφυγες, όμως, από κοντά μας.
Θα σε θυμόμαστε πάντα αυστηρό στην τήρηση των αρχών, ακριβοδίκαιο, με την
κομμουνιστική καθαρή ματιά, γνώμη και άποψη, να λες σε όλους τους καιρούς τα
πράγματα με το όνομά τους. Τα σύκα – σύκα και τη σκάφη – σκάφη. Πάντα για το
καλό του Κόμματος και της εργατικής τάξης. Χωρίς ιδιοτέλεια, να είσαι πάντα ο
εαυτός σου. Να είσαι πάντα το μέλος του ΚΚΕ. Θα συντροφεύεις την καθημερινή
πάλη των νέων αγωνιστών. Θα βοηθάς την πορεία της ΚΝΕ, όπως έκανες τότε, πριν
από 30 χρόνια, με τη δημιουργία της.
Σύντροφε Αντώνη, τις λίγες μέρες έμεινες στο νοσοκομείο,
συζητήσαμε αρκετές φορές -όχι για την υγεία σου …άλλαζες κουβέντα, αλλά γι τη
δουλειά: η μόνη σου ανησυχία ήταν για το Κόμμα, τα προβλήματα και η
κατάσταση του κινήματος μετά τις ανατροπές και έτσι σε θυμόμαστε. Παρόντα
στους αγώνες του σήμερα και στις αυριανές νίκες του επαναστατικού κινήματος,
για το οποίο αγωνίστηκες σε όλη σου τη ζωή.
📌 Τη νεκρολογία που του έγραψαν οι τέσσερις, -Ο Στρατής Τσαμπής Στράτος, Παπαγιωργάκης Στέφανος, Τσερμέγκας Γιάννης, Μπάφας Δημήτρης- μόνοι τότε εν ζωή, συναγωνιστές του στον «Κόκκινο Βράχο»📌
Μια βδομάδα μετά το θάνατό του στη μνήμη του η οικογένειά του (προσφέρει και 20.000 δρχ. στο ΚΚΕ), του αφιέρωνε το παρακάτω:
«Βιάστηκες. Βιάστηκες να μας αφήσεις. Όμως
δεν πειράζει και ξέρεις γιατί; Γιατί έφυγες ευτυχισμένος και μας άφησες
περήφανους.
Ευτυχισμένος γιατί έκανες στη ζωή σου αυτό που ήθελες. Αγωνίστηκες, πάλεψες,
δημιούργησες, αγάπησες και αγαπήθηκες πολύ. Μπροστά πάντα, άνοιξες
δρόμους για μας. Δημιούργησες νέους αγωνιστές και τους δίδαξες.
Θυσιάστηκες για όλους μας. Έφτιαξες μια οικογένεια που σε λάτρεψε και
θα σε λατρεύει για πάντα.
Μας αφήνεις περήφανους, γιατί έχουμε εσένα για σύζυγο και πατέρα.
Για μας θα είσαι πάντα εδώ, μαζί μας, αγαπημένε, γλυκέ, παντοτινέ μας πατέρα.
«Εις τη γωνιά του γράμματος \ δεν έχω τι να γράψω \ μονάχα
τη λέξη Σ’ ΑΓΑΠΩ \ και δε θα σε ξεχάσω».
Λόγια σου γραμμένα προς τη μαμά, που
στα ψιθυρίζουμε εμείς τώρα.
Τικώ, Δέσποινα, Βάσω, Ζαχαρίας, Βαλεντίνος, Νίνα
Τιμή και δόξα στους αλύγιστους της ταξικής πάλης
Ήταν τέλη Αυγούστου 1949. Ο Γράμμος και η ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, η προσφυγιά χιλιάδων πατριωτών αγωνιστών. Ένα γιγαντιαίο λαϊκό κίνημα που γιγαντώθηκε μέσα στη ναζιστική κατοχή και χάρισε στιγμές ανείπωτου ηρωισμού στη νεώτερη ιστορία μας, αμφισβήτησε ένοπλα την αμερικανο – αγγλική ιμπεριαλιστική παρέμβαση στη χώρα μας και ηττήθηκε τελικά απ’ αυτές, τις δραματικά υπέρτερες δυνάμεις, αφήνοντας ανεκπλήρωτο το στόχο μιας λαϊκοδημοκρατικής και ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ Ελλάδας. Κάποιοι έμειναν πίσω, «φυλάττοντας Θερμοπύλες» ανάμεσα σ’ αυτούς…
Οι «9 της Νικαριάς», οι «9 του κόκκινου βράχου»
- Αντώνης Καλαμπόγιας |>«Αντώνης ο παράνομος»<|
- Βασίλης Φρουζές,
- Γιάννης Τσερμέγκας,
- Φίλιππος Μαυρίκης,
- Στρατής Τσαμπής,
- Στέφανος Παπαγεωργάκης,
- Κώστας Λίτσας,
- Δημήτρης Μπάφας, και
- Χαράλαμπος Γκότζιος.
💥 Εννιά παλληκάρια – ασυμβίβαστοι ηρωικοί αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού παρέμειναν έξι χρόνια στα βουνά του νησιού, έχοντας την αμέριστη στήριξη των ντόπιων κι όχι μόνο των αριστερών, που παρά τη φτώχεια, την απομόνωση και τις διώξεις των χωροφυλάκων, τους εφοδίαζαν με τα απαραίτητα για να ζουν μέχρι το 1955, οπότε αναχώρησαν απ’ το νησί, κρυφά με καΐκι. Τη μεταφορά τους ανέλαβε, μετά από κάποιες αποτυχημένες προσπάθειες φυγάδευσής τους ο Κώστας Μεγαλοοικονόμος, ο οποίος μόλις είχε γυρίσει από εξορία στη Μακρόνησο. Το πλήρωμα στο καΐκι του αποτελούσε η 17χρονη κόρη του Φούλα και ο 18χρονος Νίκος Μοσχοβάκης. Πίσω, φυγαδεύοντας τους αντάρτες στην Αλβανία, άφησε τα άλλα πέντε παιδιά του. Ακολούθησαν ένα επίπονο οδοιπορικό που κατέληξε στη Ρουμανία. Εκεί ύστερα από χρόνια πέθανε ο ηρωικός αυτός καπετάνιος, χωρίς να ξαναγυρίσει στην αγαπημένη του πατρίδα την Ικαρία.
Μαζί τους χιλιάδες άλλοι τίμιοι αγωνιστές που πάλεψαν με τ’ όπλο στο χέρι «για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά», που την ήθελαν «πανανθρώπινη», πήραν το δρόμο της προσφυγιάς και της εξορίας. Δρόμο δύσκολο, πονεμένο και κακοτράχαλο. Τα αιτήματα για ειρήνη, δικαιοσύνη, δημοκρατία και κυρίως για το σταμάτημα της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, παραμένουν δραματικά ανεκπλήρωτα.
💥 Ηρωικές και συνάμα τραγικές ιστορίες που δείχνουν την αυταπάρνηση και το μεγαλείο της πίστης στα ιδανικά των μαχητών των βγαλμένων μέσα απ’ τα σωθικά αυτού του λαού, ιστορίες που διαδραματίστηκαν, ακριβώς την εποχή που οι δοσίλογοι, οι ταγματασφαλίτες και οι κάθε είδους συνεργάτες των Γερμανών, απολάμβαναν τη «θαλπωρή» του τότε στρατιωτικοπολιτικού κατεστημένου, παρέχοντας τη συνδρομή τους στη κατατρομοκράτηση του λαού μας, στις εκλογικές νοθείες και στη δημιουργία παρακρατικών συμμοριών.
💥 Όμως η ιστορία δείχνει ότι η ανιδιοτελής προσφορά για το δίκιο του λαού ποτέ δε πάει χαμένη. Ειδικά όταν στοχεύει στην -νομοτελειακά πανανθρώπινη κοινωνία του σοσιαλισμού-κομμουνισμού. Ο αγώνας αυτών των ανθρώπων ήταν μια παρακαταθήκη κι ένας φάρος για τη συνέχιση του αγώνα από άλλα μετερίζια. Ακόμα και σήμερα που το αστικό κατεστημένο ξαναγράφει την ιστορία καταπατώντας βάναυσα «διαγράφοντας» την ιστορική αλήθεια»
Ήταν 16 του Ιούνη του 1955. Σάββατο. 🚩 Ο “Κόκκινος Βράχος“ λουζόταν στο δυνατό καλοκαιριάτικο φως. Και εκείνοι τον ρουφούσανε με τα μάτια. Και τα βουνά και τις ακρογιαλιές του τις θαλασσοδαρμένες και γύρω τον ανοιχτό και απέραντο ορίζοντα. Ήταν η γη που τους είχε γεννήσει τους πιο πολλούς (…) Φρουροί τους και καλοί τους άγγελοι στάθηκαν και τ’ άψυχά του και οι άνθρωποί του (…)
Πάνω
απ’ όλα οι άνθρωποί του. Ξωμάχοι της φτενής του γης και
ξωμάχοι της θάλασσας, μεροκαματιάρηδες του λιμανιού και της φτωχικής αγοράς,
όλοι αυτοί που τους αγκάλιασαν με τη φροντίδα και τη στοργή της καρδιάς τους.
Αυτής της καρδιάς που τη θέρμαινε η φλόγα της πίστης στην υπόθεση που και
κείνοι υπηρετούσαν. Στην υπόθεση του λαού και του Κόμματός του. Του
Κόμματος που μ’ όλες τις αντιξοότητες και τους κατατρεγμούς, μ’ όλες τις κατά
καιρούς ανεπάρκειες και τα λάθη του, δεν έπαψε στιγμή να παλεύει για το λυτρωμό
και το ξανάσαμα (…)
(…) Κανείς δε χαίρεται για το φευγιό. Η ζωή του παράνομου αγωνιστή έχει
πολλές δυσκολίες. Πίκρες, δοκιμασίες σκληρές. Μα έχει και τις όμορφες πλευρές
της. Κι η πιο όμορφη απ’ όλες είναι η ψυχική ανακούφιση που σε πλημμυρίζει σαν
σκέφτεσαι πως όλα αυτά που αντιμετωπίζεις και τον κίνδυνο της κάθε στιγμής και
τη στέρηση την αφάνταστη, τα υφίστασαι μόνο και μόνο για το λαό που σ’
ανάθρεψε και του ανήκεις. Για να δει άσπρη μέρα κι αυτός. Και τώρα; Φεύγεις για
μέρη μακρινά κι άγνωστα…
Τέτοιες μέρες, λοιπόν, του 1955. Έξι χρόνια πριν, οι δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας πέρναγαν συγκροτημένα στις Λαϊκές Δημοκρατίες και δύο χρόνια αργότερα, τον Απρίλη του 1951, είχαν περάσει και οι τελευταίοι ξεκομμένοι της ηπειρωτικής χώρας. Στα νησιά όμως; Κανονικά, μόνο ο θάνατος περίμενε όποιον είχε ξεκοπεί.
Κανονικά!
… Αυτό το «κανονικά» δεν ισχύει
στην περίπτωση του ΚΚΕ.
Αυτό το κανονικά το ανέτρεψε στην πράξη ξανά και ξανά η ακατάλυτη σχέση του
λαού με το ΚΚΕ κι αντίστροφα. Ετσι και τώρα, στη Νικαριά.
Εννιά παράνομοι, στελέχη του ΚΚΕ, για πέντε ολόκληρα χρόνια, «όργωσαν»
το νησί, έστησαν ξανά το Κόμμα στα πόδια του, κι όταν ήρθε η ώρα,
πάντα στο όνομα του λαού και με εντολή του ΚΚΕ, πήραν το δρόμο το
μακρύ γι’ αλλού, για κει που νέα καθήκοντα του λαϊκού επαναστατικού
κινήματος όριζαν
Πολιτικοί εξόριστοι στην Ικαρία -διακρίνεται ο Στ Σαράφης |
Τ’ αντάρτικο στην Ικαρία είχε γράψει τις δικές του ξεχωριστές ιστορίες. Είχε ξεπηδήσει από ‘να «πάντρεμα» των εξόριστων που κατά χιλιάδες έριχνε στο νησί η αντίδραση, με το αγωνιστικό φρόνημα των ντόπιων, που από τη στάση τους είχε πάρει το νησί τ’ όνομα «Κόκκινος Βράχος» απ’ την εποχή ακόμα του Μεταξά. Δεν είναι τυχαίο που απ’ το ξεκίνημα ακόμα της ναζιστικής κατοχής, στο νησί εγκαταστάθηκε λαϊκή εξουσία. Δημιουργήθηκαν Λαϊκά Συμβούλια, Λαϊκή Δικαιοσύνη, Λαϊκή Πολιτοφυλακή. Κι όταν η πατρίδα «λευτερώθηκε», αυτό το βράχο επέλεξε η αστική τάξη για να εξορίσει κατά χιλιάδες τους αγωνιστές που πάλεψαν για τη λευτεριά. Ρίξανε πάνω σ’ ένα νησί με 11.000 κατοίκους, 14.000 εξόριστους! Ας τους να φαγωθούν μεταξύ τους, ήταν η πίσω σκέψη. Κι όμως, αυτό το νησί, αυτός ο λαός, στέγασε, πότισε, τάισε τον καθένα από τους 14.000 εξόριστους σα να ‘τανε ένας προς έναν δικά του παιδιά. Κι έγιναν οι εξόριστοι ντόπιοι.
Η αλληλεγγύη
«Τις
πρώτες μέρες που είχαν πάει στο χωριό δεν είχαν τακτοποιημένο το καζάνι. Μα οι
χωρικοί δεν τους άφησαν να πεινάσουν. Ηταν καλοκαίρι. Τα φρούτα και τα λαχανικά
ήταν αρκετά στο χωριό. Ακόμα κι οι λεγόμενοι δεξιοί δεν έμειναν αμέτοχοι στο
έργο της προστασίας των ξένων. Οι νέοι του χωριού συγκέντρωναν τα τρόφιμα και
τα παρέδιδαν στον υπεύθυνο της ομάδας. Η στιγμή της πρώτης παράδοσης ήταν
συγκινητική.
🔻
Πόσα χρωστάμε; λέει ο υπεύθυνος της
ομάδας στους νέους που παρέδωσαν τα τρόφιμα.
🔺
Τίποτα δεν χρωστάτε. Αυτά είναι δώρο του χωριού στην ομάδα.
🔻
Πώς; Δώρα; Όχι, δεν γίνεται. Η ομάδα θα χρειαστεί να παίρνει τακτικά φρούτα
και λαχανικά απ’ τους χωριανούς. Τότες, τι θα γίνει;
🔺
Άκου, συναγωνιστή: Το χωριό απ’ αυτά που παράγει θα σας εφοδιάζει δωρεάν.
Αν έχετε τίποτα οικονομίες, μπορείτε να τις διαθέσετε για ν’ αγοράσετε κάτι που
δεν έχουμε εμείς να σας δώσουμε (…) Να, μια γυναίκα, μας είπε ότι θέλει να σας
δώσει ένα κομμάτι απ’ τον κήπο που έχει φυτέψει ντομάτες και να μαζεύετε μόνοι
σας τον καρπό, όποτε σας κάνει ανάγκη. Για τους χωριανούς δεν είναι δύσκολο.
Δίνουν όλοι από λίγα και το ποσόν συγκεντρώνεται.
✔️ Γι’ αυτό δεν θα χαθεί ποτές η υπόθεση
η δικιά μας, μονολογεί κάποιος από τους “ξένους”».
(…) Κι έφτασε κάποτε το καλοκαίρι του 1949. «Βαριά η σκιά της ήττας απλώθηκε σ’ όλη την Ελλάδα. Οι σκόρπιες εστίες αντίστασης, όπου ακόμα κρατούν, καίγονται με τη φωτιά και το σίδερο. Ο περήφανος Κέρκης της Σάμου, που ως τώρα καμάρωνε τις νίκες των αντάρτικων όπλων, κλαίει τα παλικάρια του που τόσο στοργικά τα φύλαξε στις κορφές, στις πλαγιές και τις ρεματιές του. Δεν του έμεινε κανένα. Η πανωλεθρία σφραγίστηκε με το αίμα των δύο τελευταίων συντρόφων Σαλά Γιάννη και Καρούτσου Σαράντη (…) Ο Αθέρας συλλυπάται τον Κέρκη και κλαίνε μαζί για το χαμό των παλικαριών. Καμιά τριανταριά απ’ αυτά τα ‘χε στείλει ο ίδιος ο Αθέρας να ενισχύσει τον Κέρκη. Η ατμόσφαιρα βάραινε. Ο ικαριώτικος λαός ένιωθε τη θύελλα που πλησίαζε».
Η παρανομία
🔻
Με απανωτές ανακοινώσεις η Χωροφυλακή καλεί τους παρανόμους
να παρουσιαστούν. Οι παράνομοι, καμιά πενηνταριά σκόρπιοι σ’ όλη την Ικαρία σε
μικρές ομάδες, θεωρούν παγίδα αυτές τις ανακοινώσεις. Έχουν τη γνώμη πως πρέπει
να παραμείνουν στο βουνό. Όσο όμως περνούν οι μέρες κι αισθάνονται το ξέσπασμα
της θύελλας και τους θανάσιμους κινδύνους του άμεσου μέλλοντος, τόσο μεγαλώνουν
οι αμφιβολίες για την ορθότητα αυτής της γνώμης. Μέσα σ’ ένα τέτοιο κλίμα
αβεβαιότητας ο Γραμματέας της ΚΟ Ικαρίας έβαλε τη θέση να παραδοθούν οι
παράνομοι. Παραδόθηκε κι ο ίδιος.
🔻
Τρεις ομαδούλες, καμιά 15αριά άτομα, παραμένουν ακόμα στην παρανομία,
στον περιορισμένο χώρο των κοινοτήτων Αρεθούσας, Καραβόσταμου, Περδικιού κι
Αγίου Κηρύκου. Η επαφή τους με όλο το νησί έχει κοπεί. Η ομάδα που είχε
επαφή με Αρεθούσα – Καραβόσταμο δεν άντεξε, παραδόθηκε. Με την παράδοση αυτή
έχασαν οι παράνομοι την επαφή με αυτά τα δύο χωριά. Περιορίστηκε ακόμα
περισσότερο ο χώρος όπου μπορούσαν να κρύβονται, «μόνο πικρά μαντάτα απ’ όλες
τις μεριές. Νυχτωνόσουν με παρέα και ξημερωνόσουν μοναχός (…) Σε τέτοιες
καταστάσεις μόνο ένα πράγμα μπορεί να σταθεί στήριγμα, να δώσει κουράγιο για
τον αγωνιστή. Η πίστη στο Κόμμα και στο λαό.
Ο σπόρος
Ο
εχθρός άρχισε να το παίρνει απόφαση πως όσοι έμειναν στο βουνό, έμειναν για
πάντα (…) Η ζωή βεβαιώνει αυτό που είχε πει ο αξέχαστος μπαρμπα – Γρηγόρης.
🔻
Το κίνημα καταστράφηκε, μπαρμπα – Γρηγόρη. Τους πολλούς τους
σκότωσαν, άλλους τους σακάτεψαν κι άλλοι παραδόθηκαν. Τι θα γίνει;
🔺
Άκου, παιδί μου. Ακουσε εμένα που ‘μαι γέρος, τι
θα σου πω. Άκου και μην το ξεχνάς. Εγώ θα πεθάνω, μα εσύ θα ζήσεις κι αν δεν
γίνει αυτό που θα σου πω, βλαστήμα με κι ας είμαι και πεθαμένος. Στο χωράφι
που ‘πεσε σπόρος, μπορείς να θερίσεις, μπορείς να μάσεις τον καρπό ένα ένα
σπειρί, μπορείς ακόμα να βάλεις και τις κότες να μάσουν εκείνα που δεν μπόρεσες
εσύ να βρεις. Ε, να ξέρεις ότι την άνοιξη, πάλι θα σκάσει δώθε – κείθε από
κανένα φύτρο, και θα πληθύνουν, θα γίνουν πολλά, θα γεμίσει ξανά το χωράφι.
Ετσι, κι ακόμα πιο δυνατός είναι και ο σπόρος του αγώνα, δεν εξοντώνεται με
τίποτα, ούτε με τους σκοτωμούς, ούτε με ξεριζώματα, ούτε με τις φωτιές και τις
φωνές των Καψοκαλύβηδων. Εχε υπομονή και θα δεις».
Τη θέση του πατέρα μου την πήρα εγώ
Έγιναν
συλλήψεις σ’ όλο το νησί, γέμισαν ξανά τα κρατητήρια, έπιασαν κόσμο σχεδόν απ’
όλα τα χωριά: Μα δε θα πετύχουν τίποτα κι αυτή τη φορά.
«Τη νύχτα πήραν τον πατέρα μου, είπε ένα αμούστακο παλικάρι. Νόμιζες
ότι έπιαναν κανένα ληστή, έτσι χύθηκαν μέσα στο σπίτι και τον άρπαξαν. Δεν ξέρω
πώς είχε μάθει ότι θα τον έπαιρναν και τους περίμενε. Ήρθαν κατά τα μεσάνυχτα.
Ο πατέρας δεν είχε κοιμηθεί. Είχε ξαπλώσει και κάπνιζε, το ‘να τσιγάρο πάνω στο
άλλο. Για μια στιγμή με φώναξε και μου είπε: Εγώ θα φύγω, θα με πάρουν απόψε,
δεν ξέρω πότε θα γυρίσω στο σπίτι. Εδώ αφήνω εσένα. Οι άλλοι είναι μικροί. Εσύ
μεγάλωσες, έχεις τα δεκάξι τώρα. Με τη μάνα σου μαζί θα αποφασίζετε για τις
δουλειές. Τώρα άκου και το πιο δύσκολο χρέος σου: Τους ξέρεις τους δικούς μας,
κατάλαβες; Οταν χρειάζεται, όταν σου λέει η μάνα, εσύ θα πηγαίνεις να τους
ανταμώνεις.
Αυτά μου είπε ο πατέρας χθες προτού τον πάρουν και η μάνα απόψε με
έστειλε να σας πω για τις συλλήψεις και να σας δώσω κι αυτό το δέμα. Τη θέση
του πατέρα την πήρα εγώ, να μου ‘χετε εμπιστοσύνη όπως είχατε στον πατέρα μου
κι ας είμαι μικρός. Ας μη νομίζουν αυτοί που πιάνουν αράδα κόσμο πως θα μείνετε
μόνοι σας. Αυτά είπε ο Νικολάκης, το παιδί του Καστάνη, που τον πιάσανε κείνες
τις μέρες»
Το δρομολόγιο καθορίστηκε
Κανένας δεν ήξερε ότι πλησιάζει ο καιρός που η ομάδα θα εγκαταλείψει τον “Κόκκινο Βράχο”. Ούτε η ίδια η ομάδα το ‘ξερε. Η εντολή είναι κατηγορηματική, δεν αφήνει περιθώρια για συζήτηση (…) Έπρεπε να βρεθεί άνθρωπος που έχει καΐκι και να δεχθεί να κάνει μια τέτοια θυσία. Γιατί μόνο θυσία μπορούσε να χαρακτηριστεί. Επρόκειτο να χάσει την περιουσία του και να διακινδυνεύσει τη ζωή του».
Ο καπετάν Κώστας ήταν η επιλογή. Από μόνη της η ιστορία του ένα μυθιστόρημα. Το κρίσιμο ήταν η απάντησή του: «Εγώ δε θέλω πληρωμή. Αυτές οι δουλειές δεν είναι δουλειές για πληρωμή. Εγώ θα διαθέσω την περιουσία μου και τη ζωή μου αν χρειαστεί για το Κόμμα». Δεν ήταν εύκολο πράγμα σ’ αυτή την περίοδο να βρεις τέτοιους ανθρώπους. Το δρομολόγιο καθορίστηκε (…) Κάποια μέρα το καΐκι σαλπάρισε (…) Αυτοί τραβάνε για κει που τους έχει ορισθεί. Πίσω τους αφήνουν την Οργάνωση. Αυτή θα αντικαταστήσει τη δουλειά τους. Ήταν 16 του Ιούλη του 1955. Σάββατο.
Παραπάνω αναφερθήκαμε σχεδόν αποκλειστικά, στη ζωή και δράση του σ.φου Αντώνη Καλαμπόγια -εδώ δυο λόγια για δυο ακόμη πρωταγωνιστές, το Στρατή Τσαμπή και το Στεφανή Παπαγεωργάκη
Στρατής Τσαμπής, ο κομμουνιστής ναυτεργάτης, ο αγωνιστής του ταξικού ναυτεργατικού συνδικαλιστικού κινήματος
🔻 Ο Στρατής Τσαμπής αφιέρωσε όλη του τη ζωή στους αγώνες για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης από τα δεσμά της εκμετάλλευσης. Η ζωή του είναι συνυφασμένη με μεγάλο κομμάτι της ιστορίας του ΚΚΕ.
🔻 Μέσα από τις γραμμές της θρυλικής ΟΕΝΟ, μέσα από τις γραμμές του Κόμματος, όπου αναδείχτηκε σε στέλεχος, υπηρετώντας το Κόμμα και από τη θέση του μέλους του Πολιτικού Γραφείου. Αφιέρωσε τη ζωή του στον αγώνα για την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, έμεινε αταλάντευτα πιστός μέχρι την τελευταία του πνοή στον αγώνα για μια άλλη κοινωνία, τη σοσιαλιστική. Η πλούσια δράση του αποτελεί πλούσια παρακαταθήκη, λαμπρό παράδειγμα για τους νέους ανθρώπους και τους ναυτεργάτες.
🔻 Ολόκληρη ζωή στον αγώνα
🔻
Ο σ.φος Στρατής Τσαμπής γεννήθηκε το 1922 στο Χρυσόστομο
Ικαριάς. Παιδί πολυμελούς φτωχής εργατοαγροτικής οικογένειας, αναγκάστηκε να
βγει στο μεροκάματο από μικρός, από το 1937, εγκαταλείποντας, στην τετάρτη τάξη,
το εξατάξιο σχολείο, για να δουλέψει στην οικοδομή, εργάτης γης και, από το
1939, ναυτεργάτης.
🔻
Οταν κηρύχτηκε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος εργαζόταν στα καΐκια.
Με την κατοχή της Ελλάδας από τους Γερμανούς, πέρασε με καΐκι στην
Κωνσταντινούπολη και σε συνέχεια στη Μέση Ανατολή. Εντάχθηκε στη θρυλική ΟΕΝΟ
και, το 1943, στη διάρκεια της μεγάλης απεργίας εντάχθηκε οργανωτικά στο ΚΚΕ.
Οταν έγινε η επίθεση των Αγγλων στα γραφεία της ΟΕΝΟ και έκλεισαν τα γραφεία
της, ο Στρ. Τσαμπής, που βρισκόταν στην Αλεξάνδρεια, πέρασε στην παρανομία. Απ’
εκεί έφυγε στο Πορτ Σάιδ και το 1945 με ένα καϊκάκι της ΟΥΝΡΑ επέστρεψε στην
Ελλάδα. Με την έναρξη του εμφύλιου βρισκόταν στο εξωτερικό και όταν επέστρεψε
στην Ελλάδα πέρασε ξανά στην παρανομία. Εφτασε «λαθραίος» στην Ικαριά και
βγήκε, στη συνέχεια, στο βουνό, υπεύθυνος της Ομάδας, ενώ κρατούσε την
επικοινωνία με τη Σάμο (μετέφερε εξόριστους που ανέβαιναν στο βουνό, τραυματίες
κλπ.).
🔻 Με την ήττα του ΔΣΕ, έμεινε μαζί με άλλους τέσσερις συντρόφους από την Ικαριά και 4 εξόριστους που βρίσκονταν στο βουνό, συνεχίζοντας την πολιτική δουλειά, έως το 1955, οπότε με εντολή του Κόμματος έφυγαν για το εξωτερικό, με καΐκι στην Αλβανία και από κει στη Ρουμανία, όπου συνέχισαν την κομματική δουλειά.
🔻 Το 1963 πήγε στην Πολωνία, συνεχίζοντας την κομματική και συνδικαλιστική δουλιά στους ναυτεργάτες σαν μέλος του Γραφείου. Με την κήρυξη της δικτατορίας ανέλαβε υπεύθυνος της ΚΟΝ.
🔻 Στη 12η Ολομέλεια εκλέχτηκε μέλος της ΚΕ και έδωσε τη μάχη υπέρ της απόφασης του Κόμματος από διάφορες θέσεις. Το 1969 ήρθε παράνομα στην Ελλάδα με απόφαση του ΠΓ και έγινε μέλος του κλιμακίου της ΚΟΑ. Συνελήφθη στο τέλος του 1970, λίγο πριν βγει ξανά παράνομα στο εξωτερικό. Πέρασε στρατοδικείο το 1971 και καταδικάστηκε σε 12 χρόνια κατά συγχώνευση. Αφέθηκε με την αμνηστία της χούντας του Παπαδόπουλου τον Αύγουστο του 1973, για να περάσει ξανά στην παρανομία μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και μέχρι την κατάρρευση της χούντας. Στο 9ο Συνέδριο, ενώ βρισκόταν στη φυλακή, εκλέχτηκε μέλος της ΚΕ. Στο 10ο Συνέδριο εκλέχτηκε μέλος του ΠΓ. Επανεκλέχτηκε μέλος της ΚΕ, ξανά, στο 11ο, στο 12ο και στο 13ο Συνέδριο του Κόμματος.
🔻 Ο Στεφανής Παπαγεωργάκης γεννήθηκε το 1923 στο Μουράτο Ικαρίας. Ήταν το 3ο από τα 7 παιδιά οικογένειας εργατοαγροτών. Οι βιοποριστικές ανάγκες του επέτρεψαν να φοιτήσει μόνο μέχρι τη Γ’ τάξη του εξατάξιου γυμνασίου.
Με τη χιτλεροφασιστική εισβολή η οικογένεια του κατέφυγε στην Κύπρο και ο
Στεφανής κατατάχτηκε εθελοντής στο στρατό της Μέσης Ανατολής. Το 1942 έγινε
μέλος του ΚΚΕ.
🔻
Συμμετείχε ενεργά στο κίνημα της Μέσης Ανατολής και γι’ αυτό
κλείστηκε στις αρχές του 1944 στα σύρματα. Τον Αύγουστο του 1945 απολύθηκε και
επέστρεψε στην πατρίδα του.
Το συνεχές κυνηγητό της χωροφυλακής τον ανάγκασε να καταφύγει στο ΔΣΕ Ικαρίας.
Η υπόλοιπη οικογένεια του στάλθηκε στη Μακρόνησο.
🔻
Την περίοδο της παρανομίας στην Ικαρία διετέλεσε Γραμματέας
της Αχτιδικής Επιτροπής Ικαρίας του ΚΚΕ. Καταδικάστηκε το 1949 ερήμην σε θάνατο
από το Εφετείο Σύρου και επικηρύχτηκε με 25 εκατομμύρια δραχμές.
Τον Ιούνη του 1955, ύστερα από έγκριση της ΚΕ του ΚΚΕ οι τελευταίοι αντάρτες
και ανάμεσα τους ο Στεφανής δραπέτευσαν στο εξωτερικό.