Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τάσος Λειβαδίτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τάσος Λειβαδίτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

30 Οκτωβρίου 2023

Τάσος Λειβαδίτης: Ο αξέχαστος ποιητής του αγώνα και της φτωχογειτονιάς που κρατούσε ανοιχτή την πόρτα της αδικαίωτης ελπίδας, μέχρι “ν’ ανθίσει μες στην καρβουνόσκονη, σαν έν’ άσπρο τριαντάφυλλο”

Οι λαογέννητοι δε φεύγουν. Αγκαλιάζουν με τα πελώρια απλωμένα χέρια των στίχων τους τα σκιρτήματα της ψυχής και των ονείρων μας, στηρίζοντας τα βήματά μας στα δυσκολοδιάβατα μονοπάτια των σύγχρονων καιρών.

"Γράφω για εκείνους που δεν ξέρουν να διαβάσουν \ για τους εργάτες που γυρίζουνε το βράδυ με τα μάτια κόκκινα από τον άμμο.\ __
Γράφω να διαβάζουν αυτοί που μαζεύουνε τα χαρτιά απ' τους δρόμους" __
"Ζήσαμε πάντοτε αλλού και μόνο όταν κάποιος μας αγαπάει ερχόμαστε για λίγο"
, έγραφε ο Τάσος Λειβαδίτης.

Νύχτα. Περπατάς κάτω από τα κίτρινα φώτα της πόλης. Ελαφρύς θόρυβος, σαν κάποιος να περπατάει πίσω σου. Γυρνάς. Κανείς. Και όμως. Ήταν ένας ποιητής, εκείνος που στέκεται εμπρός σου τώρα, στη γωνιά και ανάβει το τσιγάρο του και που, πριν προλάβεις να πλησιάσεις, θα χαθεί πάλι μέσα στη νύχτα. Ένας ποιητής. Ο Τάσος Λειβαδίτης.

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1922. Μεγάλωσε στην καρδιά της πολιτείας, στο Μεταξουργείο. Από πολύ νεαρή ηλικία, από το Γυμνάσιο της οδού Αγησιλάου κιόλας, είναι και δηλώνει ποιητής. Η νύχτα της Κατοχής τον βρίσκει στο Πανεπιστήμιο Αθήνας.
Στη Νομική Σχολή, που δεν την τέλειωσε. Μαζί με άλλους της γενιάς του, θα αφήσει τα πρώτα του γραπτά ίχνη, πάνω στους τοίχους της αδούλωτης πολιτείας, γράφοντας συνθήματα, παλεύοντας μέσα από τις γραμμές της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης.
Ένας περήφανος λαός, πεινασμένος, ξυπόλυτος, ρακένδυτος, αλλά πάντα όρθιος, προσπαθεί, με το όπλο στο χέρι, με την καθημερινή του πάλη, με τη δημιουργία του, να ορίζει αυτός τα πεπρωμένα του. Κάποιοι δεν το ήθελαν αυτό. Μα, ο ποιητής επιμένει να τραγουδά:

«Τραγουδάω εσάς, αδέρφια μου \
εσάς που χτίζετε τις μεγαλουπόλεις \
τραγουδάω εσάς, μικρά μου αγόρια \
που ξεπαγιάζετε πουλώντας σπίρτα στους δρόμους του χειμώνα\
εσάς που φοράτε εφημερίδες κάτω απ' τα τριμμένα σας σακάκια\
τραγουδάω εσάς που ξεκινάτε κάθε αυγή\
κουβαλώντας κάτω απ' το τρύπιο πουκάμισό σας ένα κομμάτι ψωμί\
κι ολάκερη την ισότητα του κόσμου».

                    Ο πηγεμός στην "κόλαση"

1947 "Όποιος διαβαίνει τούτη την πύλη ας αφήσει απ' έξω κάθε ελπίδα" (Δάντε Αλλιγκιέρι: "Κόλαση")

ΣΤΓ 902. Αυτά τα αρχικά και αυτός ο αριθμός ήταν ο επίσημος κωδικός της «κόλασης», που τη λέγανε Μακρόνησο. Ο Τάσος Λειβαδίτης εξορίστηκε εκεί το 1947. Ακολούθησαν η Λήμνος και ο Αϊ - Στράτης, μέχρι το 1952. Στην ποίησή του αποτυπώνεται καθαρά, γυμνή, η Υβρις προς τον Ανθρωπο.

«Πέντε δίκοχα γύρω\
Ο λοχαγός δίχως όνομα\
ένα παιδί γυμνό\
κρεμασμένο από τα χέρια\
αυλακωμένο το σώμα του\
κουρελιασμένο απ' τις βουρδουλιές\
μόλις πατάν' τα νύχια του στο πάτωμα\
όπως σηκώνεται κανείς να δει\
ένα κορίτσι που γελάει πίσ' απ' το φράχτη.\

Ο λοχαγός τον ρωτάει.\
Ο βούρδουλας καίει το πετσί\
ο πόνος γίνεται ένα με το σώμα\
ο πόνος γίνεται ο ίδιος σώμα\
ύστερα θυμάται\
ένα μισοχτισμένο σπίτι στη γωνιά\
το παιδί στη σκαλωσιά ανεβάζει πέτρες\
μα γιατί ένα τόσο μικρό παιδί\
για τόσο μεγάλες πέτρες\
τα ποδαράκια του λυγίσαν ξαφνικά\
δεν πρόφτασε να πιαστεί\
το παιδικό κρανίο κάτω στις πλάκες\
άνοιξε\
μια γυναίκα αλαλιασμένη\
φώναζε μονάχα: μη\

Τώρα πρέπει να μιλήσει\
για να σωθεί\
πρέπει να πάψει να θυμάται\
και να ζήσει.\
Θέλει να ζήσει\
όπως θέλετε κι εσείς.\
Τώρα πρέπει να μιλήσει\
για να σωθεί\
πρέπει να πάψει ν' αγαπάει\
και να ζήσει.\

Ο λοχαγός λέει: μίλησε\
Ο βούρδουλας λέει: μίλησε\
η νύχτα του λέει: μίλησε\
μα η νύχτα είναι λίγη\
οι συντρόφοι πολλοί\
κι έκοψε με τα δόντια του τη γλώσσα\
όπως θα κάνατε κι εσείς.»
__από το ποίημα "Μάχη στην άκρη της νύχτας".

Μέσα στη «μεγάλη νύχτα» της Μακρονήσου, ο ποιητής, ανάμεσα στα χτυπήματα του βούρδουλα, θα μιλήσει για τους συντρόφους του:

«Σφίξαμε το χέρι τόσων συντρόφων!
Οταν καμιά φορά λιποψυχάμε\
νιώθουμε σαν ένα μαχαίρι να τρυπάει την παλάμη μας\
η ανάμνηση του χεριού τους.\

Κι όταν κάνουμε το καθήκον μας\
νιώθουμε κάτω απ' την παλάμη μας κάτι σίγουρο κι ακέριο\
σα να κρατάμε μες στα χέρια μας \
ολάκερο τον κόσμο».
                    («Κάτω απ' την παλάμη μας»).

Και καθώς χτυπά ο βούρδουλας, ο ποιητής βρίσκει και τον τρόπο για να φτιάξει ένα κόκκινο γαρίφαλο από στίχους και να το προσφέρει στον βασανιστή του. Ενα γαρίφαλο φτιαγμένο από περηφάνια, από περπατησιά λαϊκής γειτονιάς, από μόχθο ανθρώπων.

«Γέρασε η μάνα σου σφουγγαρίζοντας τις σκάλες των\ υπουργείων\
το βράδυ σταματάει στη γωνιά\
κι αγοράζει λίγα κάρβουνα απ' το καρότσι του πατέρα μου\
κοιτάζονται μια στιγμή και χαμογελάνε\
την ώρα που εσύ γεμίζεις τ' όπλο σου\
κι' ετοιμάζεσαι να με σκοτώσεις.\

Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις\
χτύπα με αλλού\
μη σημαδέψεις την καρδιά μου.\
Κάπου βαθιά της ζει το παιδικό σου πρόσωπο.\
Δε θα 'θελα να το λαβώσεις.»
___"Μη σημαδέψεις την καρδιά μου. Τρία Ποιήματα".

Ο πόνος και το αίμα των συντρόφων του γεννούν και την "Κριτική της ποίησης":

«Ε! τι κάθεστε, λοιπόν, ποιητές\
βγείτε στους δρόμους, καβαλήστε στα λεωφορεία, ανεβείτε\
στις αμαξοστοιχίες
θα δείτε καθώς θ' απαγγέλλετε τα τραγούδια σας\
ν' ανθίζει μες στην καρβουνόσκονη, σαν έν' άσπρο τριαντάφυλλο\
το γέλιο των μηχανοδηγών».
____Η "επιστροφή" στη ζωή.

1951. Επιστροφή στην πολιτεία που προσπαθεί να δέσει τις πληγές της. Ορθιες οι γειτονιές, δένουν κρυφά τις πληγές τους και σφίγγουν τα δόντια για να μην δείξουν ότι πονάνε, στον δεσμοφύλακα, που στηριγμένος στο ξένο δεκανίκι του... κρακ... κρακ... τριζοβολώντας απαίσια τις περιδιαβαίνει.

«Ο δεσμοφύλακας κοιμήθηκε\
στην πόρτα\
η νύχτα προχωράει στη νύχτα\
αδέρφια\
βασανισμένα μου αδέρφια\
χαμηλώστε\

Βάλτε τ' αυτί σας στον τοίχο\
σ' όλους τους τοίχους του κόσμου\
ν' ακούσετε αυτά τα χτυπήματα\
ν' ακούσετε την ίδια σας φωνή.\

Ο ήλιος για όλους τους ανθρώπους\
η μέρα είναι κοντά.\
Θα βαδίσουμε.»
____"Μάχη στην άκρη της νύχτας"

Κρακ. κρακ. Το δεκανίκι και το ξυλοπόδαρο του δεσμοφύλακα, της πόλης και της ζωής μας. Η ανάσα του φόβου. Και όταν φύγει, με το αυτί ακουμπισμένο στο χώμα, προσπαθούμε να ακούσουμε από πού περνάει το ρυάκι της ζωής, πού χτυπάνε οι μυστικές φλέβες του νερού. Ενα αστέρι από πάνω μας γλυκαίνει την αγωνία της αναζήτησης. Τακ - τακ η φλέβα του νερού χτυπάει ρυθμικά. Ήχος ευγενικός, όπως η ελπίδα, η αξιοπρέπεια και ο έρωτας.

«Ναι, αγαπημένη μου. Πολύ πριν να σε συναντήσω\
εγώ σε περίμενα. Πάντοτε σε περίμενα.\

Σαν ήμουνα παιδί και μ' έβλεπε λυπημένο η μητέρα μου\
έσκυβε και με ρωτούσε. Τι έχεις αγόρι;\

Δε μίλαγα. Μονάχα κοίταζα πίσω απ' τον ώμο της\
έναν κόσμο άδειο από σένα.\

Και καθώς πηγαινόφερνα το παιδικό κοντύλι\
ήτανε για να μάθω να σου γράφω τραγούδια.»
_____"Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας"

Τραγούδια των ονείρων

«Για να μάθω να γράφω τραγούδια», λέει στο παραπάνω ποίημα ο Τάσος Λειβαδίτης. Κι έγραψε μέγιστα, αθάνατα τραγούδια: «Σαββατόβραδο», «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», «Δραπετσώνα», «Μάνα μου και Παναγιά», «Εχω μια αγάπη», «Λυρικά».

Βρέχει στη φτωχογειτονιά, και είναι παγωμένη τούτη η βροχή. Πάντα παγωμένη ήταν η βροχή στις φτωχογειτονιές. Δεν πειράζει. Οι άνθρωποι ζεσταίνονταν από τα όνειρα.
             «Θυμάμαι το '36\
κάθε βράδυ μόλις κατάφερνε ο πατέρας να φέρνει ένα καρβέλι\
ψωμί.\

Αχνίζαν στο τραπέζι λίγες βραστές πατάτες.\
Μα καθώς άρχιζε να μας μιλάει για την Ισπανία που πολεμούσε\
τ' άδειο τραπέζι γέμιζε μονομιάς σημαίες, οδοφράγματα,\
τραγούδια\
νιώθαμε να χορταίνουμε.»

___"Ο Ανθρωπος με το Ταμπούρλο"

Και ξανά «ανοίξαμε την πόρτα το βράδυ, τη λάμπα κρατήσαμε ψηλά», πορευόμενοι. Και ύστερα πάλι η νύχτα. Στη διάρκεια της δικτατορίας, ο Τάσος Λειβαδίτης, χρησιμοποιώντας ψευδώνυμο, δουλεύει σε λαϊκό περιοδικό, μεταφράζοντας σε συνέχειες τους «Αδελφούς Καραμαζώφ» του Ντοστογιέφσκι. Κρακ, κρακ, το κουτσό πόδι του δεσμοφύλακα με το δεκανίκι, η ανάσα του φόβου και πάλι στις γειτονιές.

«Είχαν αλλάξει οι καιροί, τώρα δε σκότωναν, σ' έδειχναν μόνο με το δάχτυλο, και αυτό αρκούσε. Υστερα, κάνοντας ένα κύκλο που όλο στένευε, σε πλησιάζανε σιγά σιγά, εσύ υποχωρούσες, στριμωχνόσουνα στον τοίχο, ώσπου, απελπισμένος, άνοιγες μόνος σου μια τρύπα να χωθείς.

Κι όταν ο κύκλος διαλυόταν, στη θέση σου στεκόταν ένας άλλος, καθ' όλα αξιαγάπητος κύριος».
          ___
Από τον "Νυχτερινό Επισκέπτη".

Η πόλη, η φτωχογειτονιά, τα ξεκοιλιασμένα από τις σφαίρες κτίρια, τα πρησμένα πόδια αυτών «που τους έλεγαν αλήτες», τα κουρελιασμένα ντρίλινα παντελόνια των εργατών, η μνήμη του αίματος, η εξευτελιστική για τον Άνθρωπο μυρωδιά του φόβου, άμμος στα γρανάζια του «συστήματος» στα εμφυλιακά και μετεμφυλιακά χρόνια.

Μέρες και άλλης "κόλασης"

Μια μικρή «ανάσα» κι ύστερα, πάλι σκοτάδι, αίμα, φόβος. Χούντα και Πολυτεχνείο. Έτος 1973.

«Στον δρόμο περπατούνε αγκαλιασμένοι\
σιγομιλούνε σε κάποιο καφενείο\
κι όλοι οι νεκροί είναι πάλι αναστημένοι\
σαν γονατίζουν στο Πολυτεχνείο».

Στην οθόνη της πόλης, η ταινία της Ελλάδας - πάντα ασπρόμαυρη - εξακολουθεί να προβάλλεται. Χωρίς ήχο. «Θα πρέπει να συνηθίσετε να βλέπετε ξανά εφημερίδες με σφυροδρέπανα αναρτημένες στα περίπτερα», γράφει η Ελένη Βλάχου, προετοιμάζοντας τους αναγνώστες της «Καθημερινής» για την κυκλοφορία, προσεχώς, του νόμιμου, πλέον, «Ριζοσπάστη». Σιωπή, επικρατεί ακόμα. Σιωπή στα σταυροδρόμια, σιωπή στην πόλη, και το μόνο που ακούγεται είναι η ανεπαίσθητη, σαν θρόισμα φύλλου, μουσική, που βγάζει ένα χέρι, καθώς χαϊδεύει τα σημάδια που άφησαν οι χειροπέδες πάνω στο άλλο και αντίστροφα.

«Αιώνια κυνηγημένοι, διωγμένοι από παντού, και μόνο το τραγούδι\
μας, καμιά φορά, θλιμμένο\
μαρτυρούσε το δρόμο, ή άλλοτε για να ξεφύγουμε, σε θρύλους, όπως\
σε σιωπηλή γυναίκα.\

Γέρναμε, ή γινόμαστε απλοί, τόσο που μας έχαναν.\
Κι αλήθεια, κατά πού πέφτει η βασιλεία,\
και μόνος ο καθένας μας θ' ακούσει το ράγισμα ενός άστρου,\
αργά, τη νύχτα.»
          ___
 "Σκοτεινή Πράξη"

Αχός μέγας ακούγεται στην πόλη. Έχει φθάσει ο πολιτικός ...«μάγος». Χρόνια περιπλανιόταν ψάχνοντας τις μαγικές συνταγές για πάσα νόσο. Και ιδού, λοιπόν, έρχεται φορτωμένος «δώρα». Σαλπιγκτές πολιορκούν τα τραγούδια. Βαρβαρισμοί πολιορκούν τη γλώσσα. Ημίγυμνες οδαλίσκες μοιράζουν λωτούς και με λάγνα βλέμματα υπόσχονται τη λήθη. Αερόστατα, ουράνια υπερωκεάνια και ολόφωτα διαστημόπλοια κάνουν τη μέρα νύχτα για να διευκολύνεται και πάλι το τσάκισμα των «ιστών» της κοινωνίας.

«Όραμα μεγάλο πάνω απ' τους δρόμους, σα φύλλα του φθινοπώρου\
σκόρπιζαν οι ζητωκραυγές.\
Η πόλη είχε χαθεί κάτω απ' τα φώτα, τις σημαίες, τη βουή.\
Γιορτάζαμε τη νίκη.\

Ομως, την ίδια ώρα, κάποιος σηκώνεται μες στο σιωπηλό σπίτι, δεν\
ανάβει φως, ντύνεται και κάθεται στο σκοτάδι.\

Κανείς δεν μπορεί να τον βοηθήσει.»
___"
Μικρό Βιβλίο για Μεγάλα Όνειρα"

Ο ποιητής δεν μπορεί να μεθύσει με ψεύτικο κρασί. Και στρέφεται να πιαστεί από τον εαυτό του, να αποκαταστήσει τα νοήματα εντός του. Θα ψάξει να βρει ένα συνομιλητή, ή μάλλον κάποιον που να τον εμπιστεύεται για να ανοίξει την καρδιά του. Να καταθέσει την πίκρα του, να αφήσει τα δάκρυά του να κυλήσουν ελεύθερα, να λυτρωθεί.

«Κάποτε θα πάρουμε ένα γράμμα, θα 'ναι από μια άλλη εποχή, θα το ακουμπήσουμε στο τραπέζι αμήχανοι, θα σκεφτούμε πόσο είμαστε ακόμα ξένοι, οι λέξεις θα 'χουν γίνει φαντάσματα, στο δρόμο θα βρίσκεις καμιά φορά ένα επισκεπτήριο, αλλά δε θα 'χουμε μνήμη, τα καφενεία άδεια σαν τοπία του υπερπέραν - και μόνο εγώ, τότε, ο τρελός θα σηκωθώ και θα φωνάξω: "σύντροφοι" σαν ν' απαντάω στην ατέλειωτη αυτή σιωπή.

Το ημερολόγιο θα δείχνει Οκτώβριο - με τα μαραμένα φύλλα και τις εξεγέρσεις.»
              
____"Ο τυφλός με το λύχνο"

Πίκρα. Ωρες - ώρες αβάσταχτη. Δεν μπορείς να μένεις κλεισμένος μέσα. Πλένεις το πρόσωπό σου και βγαίνεις στον δρόμο.

«Ύστερα έρχονται και σου λένε "τα χρόνια έφυγαν", αλλά εγώ θέλω να μου απαριθμήσετε κι εκείνα που έφυγαν μαζί με τα χρόνια - αυτό ποιος θα τ' αντέξει; Ετσι εκείνο το βράδυ έστριβα σε μια πάροδο, όταν είδα έναν άνθρωπο να τον τραβολογάνε οι αστυφύλακες, ήταν μεσόκοπος, με γενάκι "πως λέγεσαι;" τον ρωτούσαν, τσιμουδιά αυτός "αφήστε τον", είπα, "πλήρωσα εγώ με την ψυχή μου γι' αυτόν. Λέγεται Λένιν". (Παλιές ιστορίες - για να περάσει κι αυτό το βράδυ)».

    ____"Τα Χειρόγραφα του Φθινοπώρου".

Ο Τάσος Λειβαδίτης έφυγε από την πόλη φθινόπωρο, Οκτώβρη. Στις 30 του Οκτώβρη 1988. «Επιστρέφει», όμως, κάθε βράδυ στις λαϊκές γειτονιές που τραγούδησε. Ανάβει το τσιγάρο του από τα πυρακτωμένα όνειρά τους. Φτιάχνει ποιήματα από πεσμένα στο δρόμο όνειρα. Όνειρα, που τα πατούν ακόμα και ανύποπτοι περαστικοί.

«Κάποτε, καθώς φεύγεις\
πηγαίνοντας σε μια μεγάλη μάχη\
θα σου 'τυχε ν' ακούσεις ξαφνικά από 'να παράθυρο\
ένα πιάνο να παίζει.\

Ισως ένα κορίτσι με άσπρα δάχτυλα\
ή ένας άντρας με δυνατά χέρια\
να παίζουν αυτόν τον λυπημένο σκοπό\
που σου θυμίζει τα παιδικά σου χρόνια, τους χαμένους έρωτες\
όλα όσα ονειρεύτηκες χωρίς να τα ζήσεις\
τα γιασεμιά που σου γυρίσανε\
την καρδιά σου που την ποδοπατήσαν.\

Εσύ στέκεσαι με το στόμα ανοιγμένο\
ακούγοντας κάτω απ' τη βροχή-\
μα πρέπει να βιαστείς, προχωράνε οι άλλοι\
χάθηκαν κιόλας στη στροφή του δρόμου.\

Κι όπως ξεκινάς με πλατύ βήμα\ τα παιδικά σου χρόνια\
οι χαμένοι έρωτες\
όλα όσα ονειρεύτηκες χωρίς να τα ζήσεις\
τα γιασεμιά που σου γυρίσανε\
η καρδιά σου που την ποδοπατήσαν\
ξεκινάνε κι αυτά πλάι σου -\ να πολεμήσουν\
μαζί σου.»

Βιβλιογραφία:

·        Τάσος Λειβαδίτης: Ποίηση, 1, 2, 3 (εκδόσεις «Κέδρος»)

·        Σόνια Ιλίνσκαγια: «Η Μοίρα Μιας Γενιάς» (εκδόσεις «Κέδρος»)

·        «Η Ελληνική Ποίηση: Η Πρώτη Μεταπολεμική Γενιά» (εκδόσεις «Σοκόλη»).

* Το κείμενο αυτό του Γ. Μηλιώνη προέρχεται από ραδιοφωνική ποιητική εκπομπή του, στο ραδιόφωνο του "902 Αριστερά στα FM"

 


Τραγούδησε γι' αυτούς
που κουβαλούν
"την ισότητα του κόσμου"

«H προσφορά κι η ζήτηση ρυθμίζουνε την κοινωνία έλεγε ο μεγάλος αδερφός μου Μαρξ», έγραφε στον «Αιώνα εμπορίου» ο Τάσος Λειβαδίτης. «Ένα μικρό, ανήθικο εμπόριο κάθε χειρονομία, κάθε λέξη, κι η πιο κρυφή σου σκέψη ακόμα, μεγάλα λόγια στις γωνιές των δρόμων, οι ρήτορες σαν τους λαχειοπώλες διαφημίζοντας όνειρα για μελλοντικές κληρώσεις, τα αισθήματα στο Χρηματιστήριο, στα λογιστικά βιβλία δούναι και λαβείν, πίστωση, χρέωση, ισολογισμοί, εκπρόθεσμες συναλλαγματικές, μετοχές, χρεόγραφα κι ας κλαίει αυτή η γυναίκα στο δρόμο, τι σημασία έχει; "ζούμε σε μια μεγάλη εποχή", οι παπαγάλοι δεν κάνουν ποτέ απεργία μικροί, ανάπηροι μισθοί αγορασμένοι με νεκρές περηφάνιες, γνώση αβέβαιη, πληρωμένη μ' όλη τη βέβαιη νιότη σου, βρέχει νομίσματα, οι άνθρωποι τρέχουν σαν τρελοί να τα μαζέψουν, νομίσματα όλων των εποχών, ελληνικά, ρωμαϊκά, της Βαβυλώνας, δολάρια ασημένια, η βροχή είναι πυκνή, ανελέητη, πολλοί σκοτώνονται, πλανόδιοι έμποροι αγοράζουνε τα πτώματα - θα χρειαστούν μεθαύριο σαν ανεξόφλητες αποδείξεις της "μεγάλης μας εποχής", κι αυτούς τους λίγους στίχους χρειάστηκε ένα ολόκληρο θησαυροφυλάκιο πόνου, για να τους αποσπάσω απ' τη φιλάργυρη αιωνιότητα...».

Ο Τάσος Λειβαδίτης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1922. Μεγάλωσε στην καρδιά της πρωτεύουσας, στο Μεταξουργείο. Από πολύ νεαρή ηλικία, από το Γυμνάσιο της οδού Αγησιλάου κιόλας, είναι και δηλώνει ποιητής. Η νύχτα της Κατοχής τον βρίσκει στο Πανεπιστήμιο Αθήνας, στη Νομική Σχολή, που δεν την τέλειωσε. Μετά την Κατοχή εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Το 1940 γνωρίζει τον Γιάννη Ρίτσο και του δίνει να διαβάσει ποίησή του. Ο Τάσος Λειβαδίτης έγινε και παρέμεινε μέχρι το θάνατό του ο πιο αγαπημένος, ο αδελφικός φίλος του Γ. Ρίτσου.

Η πρώτη εμφάνιση του  στα Γράμματα έγινε το 1946, από τα «Ελεύθερα Γράμματα» του Δημήτρη Φωτιάδη (τεύχος 55, 15\11\1946). Μεταπολεμικά, εκτός από τα «Ελεύθερα Γράμματα», συνεργαζόταν και με τη «Νέα Εστία». Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του περιοδικού «Θεμέλιο», το οποίο όμως εξέδωσε μόνο δύο τεύχη. Το 1947 συλλαμβάνεται και εξορίζεται στο Μούδρο, στη Μακρόνησο και στον Αϊ-Στράτη, όπου, όπως όλοι οι συνεξόριστοι δημιουργοί, μαθητεύει στην ποίηση του αγώνα ενάντια στα κολαστήρια. Το 1952 εκδίδει τη «Μάχη στην άκρη της νύχτας», την πρώτη από τις 21 μεγάλες ποιητικές συλλογές που κατέλιπε, εκτός από διηγήματα. Το 1953 του απονεμήθηκε το Διεθνές Βραβείο Ποίησης του Παγκόσμιου Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία, για τη συλλογή «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» - το «λαϊκό ανάγνωσμα» της Αριστεράς, το οποίο το 1955 θα απαγορευτεί και ο δημιουργός του θα δικαστεί αλλά τελικά θα αθωωθεί. Το 1954 ήταν μέλος της ιδρυτικής ομάδας του περιοδικού «Επιθεώρηση Τέχνης». Από το 1954 έως το 1967 έγραφε κριτική ποίησης στην «Αυγή». Το 1957 του απονέμεται το Α΄ Βραβείο Ποίησης του Δήμου Αθηναίων. Το 1977 το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, για το «Βιολί για έναν μονόχειρα». Το 1979 ξανακερδίζει το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το «Εγχειρίδιο ευθανασίας». Εγραψε επίσης μέγιστα, αθάνατα τραγούδια: «Σαββατόβραδο», «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», «Δραπετσώνα», «Μάνα μου και Παναγιά», «Εχω μια αγάπη», «Λυρικά», με προορισμό πάντα: «...Τραγουδάω εσάς που ξεκινάτε κάθε αυγή \ κουβαλώντας κάτω απ' το τρύπιο πουκάμισό σας ένα κομμάτι ψωμί \ κι ολάκερη την ισότητα του κόσμου».

Ανήκει στη γενιά εκείνη που διαμορφώνεται πνευματικά στα χρόνια της κατοχής, τα οποία δρουν στο έργο του ως τραυματικές εμπειρίες. Ανήκει σε εκείνους τους ποιητές που στον εμφύλιο εξορίστηκε, ενώ μετά τον εμφύλιο δικάστηκε αλλά τελικά αθωώθηκε γιατί ένα ποιητικό του έργο θεωρήθηκε επικίνδυνο. Ανήκει σε εκείνους τους ποιητές που αμφισβήτησαν και εναντιώθηκαν στην αστική ιδεολογία, εκφραζόμενοι σε νεωτερική γραφή.

Και οι δύο, ο καθένας από το δικό του χωροχρόνο, μας «επισκέπτονται», συνυφασμένος ο καθένας με τον κοινωνικό χαρακτήρα του έργου του, που βγαίνει μεν από το βίωμα και την προσωπική τους τοποθέτηση, αλλά προσανατολίζονται στο παρόν και το μέλλον των εραστών της ποίησης, γιατί:

«Κάποτε, καθώς φεύγεις\
πηγαίνοντας σε μια μεγάλη μάχη\
θα σου 'τυχε ν' ακούσεις ξαφνικά από 'να παράθυρο\
ένα πιάνο να παίζει.\
Ισως ένα κορίτσι με άσπρα δάχτυλα\
ή ένας άντρας με δυνατά χέρια\
να παίζουν αυτόν τον λυπημένο σκοπό\
που σου θυμίζει τα παιδικά σου χρόνια, τους χαμένους έρωτες\
όλα όσα ονειρεύτηκες χωρίς να τα ζήσεις\
τα γιασεμιά που σου γυρίσανε\
την καρδιά σου που την ποδοπατήσαν.\

Εσύ στέκεσαι με το στόμα ανοιγμένο\
ακούγοντας κάτω απ' τη βροχή-\
μα πρέπει να βιαστείς, προχωράνε οι άλλοι\
χάθηκαν κιόλας στη στροφή του δρόμου.\

Κι όπως ξεκινάς με πλατύ βήμα\
τα παιδικά σου χρόνια\
οι χαμένοι έρωτες\
όλα όσα ονειρεύτηκες χωρίς να τα ζήσεις\
τα γιασεμιά που σου γυρίσανε\
η καρδιά σου που την ποδοπατήσαν\
ξεκινάνε κι αυτά πλάι σου -\
να πολεμήσουν\
μαζί σου.»


Τάσος Λειβαδίτης
“... ούτε βήμα πίσω!”

«Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος, δε θα πάψεις ούτε στιγμή ν' αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο. Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλη σου θα ματώσουν απ' τις φωνές. Το πρόσωπό σου θα ματώσει απ' τις σφαίρες, μα δε θα κάνεις ούτε βήμα πίσω. Κάθε κραυγή σου θα 'ναι μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων. Κάθε χειρονομία σου θα 'ναι για να γκρεμίζει την αδικία. Δεν πρέπει ούτε στιγμή να υποχωρήσεις, ούτε στιγμή να ξεχαστείς. Είναι σκληρές οι μέρες που ζούμε. Μια στιγμή αν ξεχαστείς, αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται στη δίνη του πολέμου, έτσι και σταματήσεις για μια στιγμή να ονειρευτείς, εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη απ' τις φωτιές. Δεν έχεις καιρό, δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου, αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος. Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος, μπορεί να χρειαστεί και να πεθάνεις για να ζήσουν οι άλλοι. Θα πρέπει να μπορείς να θυσιάζεσαι ένα οποιοδήποτε πρωινό. Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος, θα πρέπει να μπορείς να στέκεσαι μπρος στα ντουφέκια»!

Ένας μεγάλος ποιητής στοχάστηκε πάνω στην ποίηση και δε «χάθηκε», γιατί, μέσω της ποίησης, συνομίλησε με τον κόσμο, βλέποντάς τους σαν φίλους και συναγωνιστές στον ίδιο δρόμο, για τον ίδιο σκοπό, για τα ίδια όνειρα, σε εποχές συγκρούσεων και αγώνων, διωγμών και ελπίδων, καταστροφών που σώρευσε η κατοχή, ο εμφύλιος, η δικτατορία και προσδοκιών που δεν επιτεύχθηκαν ακόμη. Ο Τάσος Λειβαδίτης ανήκει στη γενιά εκείνη που διαμορφώνεται πνευματικά στα χρόνια της κατοχής, τα οποία δρουν στο έργο του ως τραυματικές εμπειρίες.

«Σφίξαμε το χέρι τόσων συντρόφων! Όταν καμιά φορά λιποψυχάμε\ νιώθουμε σαν ένα μαχαίρι να τρυπάει την παλάμη μας\ η ανάμνηση του χεριού τους.\ Κι όταν κάνουμε το καθήκον μας\ νιώθουμε κάτω απ' την παλάμη μας κάτι σίγουρο κι ακέριο\ σα να κρατάμε μες στα χέρια μας \ ολάκερο τον κόσμο» («Κάτω απ' την παλάμη μας»).

Ήταν το 1953, που δημοσιεύει το «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου», το «λαϊκό ανάγνωσμα» της Αριστεράς, για το οποίο τού απονέμεται το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία. Το βιβλίο αργότερα κατασχέθηκε, με αιτία το φιλειρηνικό του περιεχόμενο. Το 1955, ο ποιητής θα δικαστεί για το συγκεκριμένο βιβλίο και η δίκη θα αποκτήσει πανελλήνιο ενδιαφέρον. Στο εδώλιο, ο ποιητής διατυπώνει το σκοπό της τέχνης, συγκινεί το ακροατήριο και τους δικαστές και αθωώνεται. Ανήκει σε εκείνους τους ποιητές, που αμφισβήτησαν και εναντιώθηκαν στην αστική ιδεολογία, υπερασπίστηκε το δίκιο της εργατικής τάξης.

Η φωνή του ποιητή μας «επισκέπτεται», με τον κοινωνικό χαρακτήρα της, που βγαίνει μεν από το βίωμα και την προσωπική του τοποθέτηση, αλλά προσανατολίζεται στο παρόν και το μέλλον, ενεργοποιώντας μυαλό και ψυχή, ανοίγοντας παράθυρα στη ζωή που η καθημερινότητα φυλακίζει.

Μαζί με άλλους της γενιάς του, άφησε τα πρώτα του γραπτά ίχνη, πάνω στους τοίχους της αδούλωτης πολιτείας, γράφοντας συνθήματα, παλεύοντας μέσα από τις γραμμές της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης.

«Πέντε δίκοχα γύρω\ Ο λοχαγός δίχως όνομα\ ένα παιδί γυμνό\ κρεμασμένο από τα χέρια\ αυλακωμένο το σώμα του\ κουρελιασμένο απ' τις βουρδουλιές\ μόλις πατάν' τα νύχια του στο πάτωμα\ όπως σηκώνεται κανείς να δει\ ένα κορίτσι που γελάει πίσ' απ' το φράχτη.\ Ο λοχαγός τον ρωτάει.\ Ο βούρδουλας καίει το πετσί\ ο πόνος γίνεται ένα με το σώμα\ ο πόνος γίνεται ο ίδιος σώμα\ ύστερα θυμάται\ ένα μισοχτισμένο σπίτι στη γωνιά\ το παιδί στη σκαλωσιά ανεβάζει πέτρες\ μα γιατί ένα τόσο μικρό παιδί\ για τόσο μεγάλες πέτρες\ τα ποδαράκια του λυγίσαν ξαφνικά\ δεν πρόφτασε να πιαστεί\ το παιδικό κρανίο κάτω στις πλάκες\ άνοιξε\ μια γυναίκα αλαλιασμένη\ φώναζε μονάχα: μη\ Τώρα πρέπει να μιλήσει\ για να σωθεί\ πρέπει να πάψει να θυμάται\ και να ζήσει.\ Θέλει να ζήσει\ όπως θέλετε κι εσείς.\ Τώρα πρέπει να μιλήσει\ για να σωθεί\ πρέπει να πάψει ν' αγαπάει\ και να ζήσει.\ Ο λοχαγός λέει: μίλησε\ Ο βούρδουλας λέει: μίλησε\ η νύχτα του λέει: μίλησε\ μα η νύχτα είναι λίγη\ οι συντρόφοι πολλοί\ κι έκοψε με τα δόντια του τη γλώσσα\ όπως θα κάνατε κι εσείς» (από το ποίημα «Μάχη στην άκρη της νύχτας»).

Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ


Το 1946 παντρεύτηκε με την φύλακα - άγγελο της ζωής του Μαρία Στούπα, ενώ το 1947 εξορίστηκε (Μακρόνησο_Λήμνο_Αϊ-Στράτη), μέχρι το 1952, χρονιά που εξέδωσε τα πρώτα του βιβλία «Μάχη στην άκρη της νύχτας» και «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας».

Το 1961 γράφει το σενάριο της ταινίας «Συνοικία το Όνειρο», όπου ακούγονται τα τραγούδια «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» και «Σαββατόβραδο» όλα σε δικούς του στίχους, τα οποία μαζί με άλλα του τραγούδια θα συμπεριλάβει αργότερα ο Θεοδωράκης στο δίσκο του «Πολιτεία».

Το 1965, εκδίδονται σε τόμο με τίτλο «Ποίηση 1952-65» όλες οι μέχρι τότε ποιητικές του συλλογές.
Από το 1967 έως το 1972 ο ποιητής βυθίζεται στη σιωπή. Μένει άνεργος και για λόγους επιβίωσης διασκευάζει ή μεταφράζει, με το ψευδώνυμο Ρόκκος, έργα λογοτεχνικά για περιοδικά ποικίλης ύλης. Το 1972, εκδίδει το βιβλίο «Νυχτερινός επισκέπτης». Το 1976 και το 1979, του απονέμεται το Β' και Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τα βιβλία του «Βιολί για μονόχειρα» και «Εγχειρίδιο ευθανασίας», αντίστοιχα.
Το 1982 νοσηλεύεται με έμφραγμα, ενώ το 1987 εκδόθηκε ο δεύτερος τόμος με τα μέχρι τότε έργα του με τον τίτλο «Ποίηση Β».
Ο Τάσος Λειβαδίτης «έφυγε» στις 30 Οκτώβρη 1988, το μήνα «με τα μαραμένα φύλλα και τις εξεγέρσεις», όπως έγραψε ο ίδιος. Το 1990 ολοκληρώθηκε και ο τρίτος τόμος των Απάντων του με τίτλο «Ποίηση Γ».

Δείτε και από τον αρχείο της ΕΡΤ
προσώπων τόποι ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης