Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα θάλασσα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα θάλασσα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

10 Ιουλίου 2022

Θάλασσα! -Να σ’ αγναντεύω θάλασσα …

Η ποίηση από πάντα μου προκαλούσε θαυμασμό και απορία για την ικανότητα... των μυστών χωρίς περιφραστικές προτάσεις, επεξήγηση και ιδιαίτερη ανάλυση, διαλόγους και πολλές σελίδες να γράφουν του κόσμου την αλήθεια, τα συναισθήματα και τη σωστή πλευρά της Ιστορίας … 

 Αν κάνεις μια αναζήτηση «Θάλασσα» (εικόνα) θα πήξεις στο γαλαζοπράσινο –συνήθως συνοδεία γλάρων, κάπου -κάπου και με δελφίνια –υπάρχει κι αυτή η πλευρά, που επιδιώκουμε και απολαμβάνουμε.
              Εγώ μένω πεισματικά ΚΑΙ στις άλλες -κι όσο πιο παγωμένη τόσο το καλύτερο...

Το Φως που Καίει και μαζί του ο Βάρναλης με μάγευε πάντα –ήταν κι από τα αγαπημένα του πατέρα (είχαμε μια έκδοση του 1945 –εκδόσεις “Ζαχαρόπουλος”, που φυλάω ως κόρη οφθαλμού...)
Αμεσότητα, μηνύματα δύο εκπρόσωποι των θεών \ ανθρώπων, ο Προμηθέας και ο Χριστός, ο σκεπτόμενος Μώμος, η ιδιοτελής πόρνη Αριστέα και ο\η δουλοπρεπής Μαϊμού, όλος ο κόσμος που ζούμε δηλαδή, μια ανθρωπότητα καρφωμένη και εξαπατημένη, μέσα από ένα έργο που θυμίζει αρχαία τραγωδία, όλοι μαζί εξεγερμένοι, γελασμένοι και μοιραίοι

(παρένθεση)
Η θάλασσα είναι ένα από τα στοιχεία μου (και στοιχειά μου). Βουτηχτής –χωρίς μπουκάλες όσο με παίρνει πια …τελευταία νους ισχυρός σώμα ασθενές… ιστιοπλόος σε Αιγαίο και Ιόνιο, περιπέτειες και με τη "
FataMorgana" του captain Σταμάτη (τη “Χίμαιρά” του δεν την πρόλαβα) και πολλά ακόμη -αρχόμενων από όταν 7χρονος διάβασα τους πειρατές του Αγίου Φραγκίσκου (για όσους –και φυσικό είναι, δεν το γνωρίζουν είναι του μεγάλου Τζακ Λόντον, των «οι ευνοούμενοι του Μίδα», «Μάρτιν Ίντεν»  «η σιδερένια φτέρνα» -σιδερένιο τακούνι στη μετάφραση του Άρη Αλεξάνδρου, «το κάλεσμα της άγριας φύσης», «ο ασπροδόντης»…) και 100άδες ΝΑΙ! 100άδες άλλα. Του από 20 ετών σοσιαλιστή (ο Πόλεμος των Τάξεων -1905, Επανάσταση και άλλα δοκίμια – 1910, ενώ υπέγραφε τις επιστολές του με το «Ημέτερος για την Επανάσταση»)."

Έτσι να στέκω θάλασσα παντοτινέ έρωτά μου,
με μάτια να σε χαίρομαι θολά …

 «Να σ' αγναντεύω, θάλασσα, να μη χορταίνω,
απ' το βουνό ψηλά
στρωτήν και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ' τα μαλάματά σου τα πολλά.

Να 'ναι χινοπωριάτικον απομεσήμερ', όντας
μετ' άξαφνη νεροποντή
χυμάει μες απ' τα σύννεφα θαμπωτικά γελώντας
ήλιος χωρίς μαντύ.

Να ταξιδέβουν στον αγέρα τα νησάκια, οι κάβοι,
τ' ακρόγιαλα σα μεταξένιοι αχνοί
και με τους γλάρους συνοδιά κάποτ' ένα καράβι
ν' ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί.

Παίκτες του μπέιζμπολ στη παραλία, 1928 – Πάμπλο Πικάσο

Ξανανιωμένα απ' το λουτρό να ροβολάνε κάτου
την κόκκινη πλαγιά χορεφτικά
τα πέφκα, τα χρυσόπεφκα, κι ανθός του μαλαμάτου
να στάζουν τα μαλλιά τους τα μυριστικά.

Κι αντάμα τους να σέρνουνε στο φωτεινό χορό τους
ως μέσα στο νερό
τα ερημικά χιονόσπιτα - κι αφτά μες τ' όνειρό τους
να τραγουδάνε, αξύπνητα καιρό.

Έτσι να στέκω θάλασσα παντοτινέ έρωτά μου,
με μάτια να σε χαίρομαι θολά
και να 'ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι αλάργα βάσανα πολλά.

Ως να με πάρεις κάποτε, μαργιόλα συ,
στους κόρφους σου αψηλά τους ανθισμένους
και να με πας πολύ απ' τη μάβρη τούτη Κόλαση,
μακριά πολύ κι από τους μάβρους κολασμένους...».

🔥  Κώστας Βάρναλης βλ. Ριζοσπάστης
👊 2005 ~ Ο Οδηγητής Ποιητής της εργατιάς Κώστας Βάρναλης και
🎈🎈 Κ. Βάρναλης: Φως που πάντα καίει...

Τρέξιμο κατά μήκος της παραλίας, 1908 – Χουακίν Σορόλλα


💥 Γιάννης Ρίτσος,
Υπολογισμένη αναβολή

(Καρλόβασι, 29. VI. 87.)

Ωραία που βγαίνει το πλοίο απ’ το λιμάνι. Ρόδινος ο καπνός του
μες στη χρυσόσκονη του δειλινού. Λοιπόν,
όσες φορές κι αν σε αρνήθηκαν ή κι αν αρνήθηκες,
ένα άσπρο σπίτι πάνω στο λόφο ζητάει τη ματιά σου,
ένα παιδί βρέχει τα πόδια του στη θάλασσα χαμογελώντας,
ένα πουλί τη νύχτα τραγουδάει και για σένα.

Λοιπόν, ας αναβάλουμε και πάλι˙ ας ενθρονίσουμε
αυτή τη μικρή πεταλούδα στο ραγισμένο τζάμι.

«Θάλασσα λανθασμένη δε γίνεται» (Ελύτης)
«Τη θάλασσα τη θάλασσα ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει;» (Σεφέρης)
“Θάλασσα πλατιά” \ Θάλασσα πλατιά
σ’ αγαπώ γιατί μου μοιάζεις
θάλασσα βαθιά
μια στιγμή δεν ησυχάζεις
λες κι έχεις καρδιά…

Και κάθετα αντίθετος με το φίλο Στρατή που υποστήριζε πάντα εκείνο το "γιατί να μπαίνεις μέσα στη θάλασσα, όταν μπορείς κάλλιστα να την απολαμβάνεις απέξω"... 

Νίκος Καββαδίας - FATA MORGANA
Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.

Στρείδι ωκεάνιο αρραβωνίζεται το φως.
Γεύση από φλούδι του ροδιού, στυφό κυδώνι
κι ο άρρητος τόνος, πιο πικρός και πιο στυφός,
που εναποθέτανε στα βάζα οι Καρχηδόνιοι.

Πανί δερμάτινο αλειμμένο με κερί,
οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,
όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί
χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.

Χόρτο ξανθό τρίποδο σκέπει μαντικό.
Κι ένα ποτάμι με ζεστή, λιωμένη πίσσα,
άγριο, ακαταμάχητο, απειλητικό,
ποτίζει τους αμαρτωλούς που σ’ αγαπήσαν.

Rosso romano, πορφυρό της Δαμασκός,
δόξα του κρύσταλλου, κρασί απ’ τη Σαντορίνη.
Ο ασκός να ρέει, κι ο Απόλλωνας βοσκός
να κολυμπάει τα βέλη του με διοσκορίνη.

Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.
Οι κάβες της Γερακινής και το Σταρτόνι.
Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά,
μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει.

Μπλε ΙΙ, 1961 – Ζουάν Μιρό

(πεζό)
Ανδρέας Καρκαβίτσας | “Η Θάλασσα”
(Διήγημα από τα “Λόγια της Πλώρης”)
(…)

Ο πατέρας μου – μύρο το κύμα που τον τύλιξε – δεν είχε σκοπό να με κάμει ναυτικό.
– Μακριά, έλεγε, μακριά, παιδί μου, απ’ τ’ άτιμο στοιχειό!
Δεν έχει πίστη, δεν έχει έλεος. Λάτρεψέ την όσο θες, δόξασε την· εκείνη το σκοπό της. Μην κοιτάς που χαμογελά, που σου τάζει θησαυρούς. Αργά γρήγορα θα σου σκάψει το λάκκο ή θα σε ρίξει πετσί και κόκαλο, άχρηστο στον κόσμο. Είπες θάλασσα, είπες γυναίκα, το ίδιο κάνει.

Και τα έλεγε αυτά άνθρωπος που έφαγε τη ζωή του στο καράβι, που ο πατέρας, ο πάππος, ο πρόπαππος, όλοι ως τη ρίζα της γενιάς ξεψύχησαν στο παλαμάρι. Μα δεν τα έλεγε μόνον αυτός, αλλά κι οι άλλοι γέροντες του νησιού, οι απόμαχοι των αρμένων τώρα, και οι νιότεροι, που είχαν ακόμη τους κάλλους στα χέρια, όταν κάθιζαν στον καφενέ να ρουφήξουν τον ναργιλέ, κουνούσαν το κεφάλι και στενάζοντας έλεγαν:

– Η θάλασσα δεν έχει πια ψωμί. Ας είχα ένα κλήμα στη στεριά και μαύρη πέτρα να ρίξω πίσω μου.

Η αλήθεια είναι πως πολλοί τους όχι κλήμα, άλλα νησί ολάκερο μπορούσαν ν’ αποχτήσουν με τα χρήματα τους. Μα όλα τα έριχναν στη θάλασσα. Παράβγαιναν ποιος να χτίσει μεγαλύτερο καράβι, ποιος να πρωτογίνει καπετάνιος. Και γω που άκουα συχνά τα λόγια τους και τα έβλεπα τόσο ασύμφωνα με τα έργα τους δε μπορούσα να λύσω το μυστήριο. Κάτι, έλεγα, θεϊκό ερχόταν κι έσερνε όλες εκείνες τις ψυχές και τις γκρέμιζε άβουλες στα πέλαγα, όπως ο τρελοβοριάς τα στειρολίθαρα.

Αλλά το ίδιο κάτι μ’ έσπρωχνε και μένα εκεί. Από μικρός την αγαπούσα τη θάλασσα. Τα πρώτα βήματα μου να ειπείς, στο νερό τα έκαμα. Το πρώτο μου παιχνίδι ήταν ένα κουτί από λουμίνια μ’ ένα ξυλάκι ορθό στη μέση για κατάρτι, με δυο κλωστές για παλαμάρια, ένα φύλλο χαρτί για πανάκι και με την πύρινη φαντασία μου που το έκανε μπάρκο τρικούβερτο. Πήγα και το έριξα στη θάλασσα με καρδιοχτύπι. Αν θέλεις, ήμουν και γω εκεί μέσα. Μόλις όμως το απίθωσα, και βούλιαξε στον πάτο. Μα δεν άργησα να κάμω άλλο μεγαλύτερο από σανίδια. Ο ταρσανάς για τούτο ήταν στο λιμανάκι του Αϊ-Νικόλα. Το έριξα στη θάλασσα και τ’ ακολούθησα κολυμπώντας ως την εμπατή του λιμανιού που το πήρε το ρέμα μακριά. Αργότερα έγινα πρώτος στο κουπί, στο κολύμπι πρώτος, τα λέπια μου έλειπαν.

Παραλία, 1949 – Καρλ Κναθ

Νίκος Καρούζος Θάλασσα: η αρχαιότητα της γεωγραφίας

Μια μεγάλη θάλασσα στο τετράγωνο είναι μάλλον ένα πέλαγος μια μεγάλη θάλασσα στον κύβο είναι ο βαθυστέναχτος ωκεανός… Ο μετάλλινος λυρισμός του γηραλέου αιώνα μας του μυτερού καιρού μας του ουρανοξύστη που νυχτερεύει σε ακατέργαστο έρωτα διδάσκοντας ερημία στην έναστρη γλαφυρότητα της καμπύλης κι ανεχόρταγα φιλιέται στα νυχτιάτικα κοιμητήρια με τη ψηλόφλογη κι απαρομοίαστη άλγεβρα τη στιλπνότατη αραπίνα του Μεσαίωνα – ο μετάλλινος λυρισμός που διαφεντεύει τα πλήθη και συνταράζει το γαλαζοπράσινο ροχάλισμα των κυμάτων εκείνος όπου ποτέ δεν την έμαθε την αθάμπωτη φωταψία της ακατάκριτης τίγρης κάνει χιλιάδες την οργή κι αμέτρητη τη θλίψη βρωμίζοντας τη μεγάλη μας αρχαιότητα: τη θάλασσα τη λάμπουσα μητέρα της βιολογίας.

Τι σύνολα συνωστίζονται στα ευλύγιστα του Νηρέα τα βάραθρα τι σύνολα διαπρέπουν έρημα κι αλάλητα στη μονοκόμματη σιγή στ’ αξήλωτα τα βάθια… Βλέπεις τον εύοσμο ρυθμό φιλότητας και έριδας τον άρρητο ρυθμό που δεν αλλάζει μα όμως ούτε που μεινέσκει μια κατάφορτη στιγμή στα βρόχια της ασάλευτης ταυτότητας έσω κι ένα κοιμισμένο δευτερόλεπτο στην ίδια λάμψη την αλαφρογέννητη στου γερο-φόβου το χιλιοσκότεινο κάτεργο μη στέργοντας το ίδιο στασίδι – μακρόσυρτο κι άναυδο μυστήριο που ρέπει μ’ άφαντους χορούς απ’ αναρίθμητα τραγουδιστά κι αμάντευτα ηλεκτρόνια στη μανιώδη κίνηση τη σκλάβα του νερού με τόσα χρώματα. Βλέπεις τη φύση και τη λες Αγνούλα μες στη θάλασσα την ομορφιά στοχάζοντας πιότερο δακρυσμένη τα ερεβώδη γεγονότα δίχως του προπάτορα πόνου την αλλόφρονη κραυγή το άπειρο κοντινότερο στην οικουμένη. Βλέπεις τη μάνα τρικυμία σαν αρχόντισσα να συναδράχνει τα δρακόντεια παιδιά της τα γαλανόστηθα κύματα στον πόλεμο τον αναμάρτητο με τ’ άστρα. Βλέπεις την άσπιλη κι ατρέμιστη σιγή σε γάμο στυγερό με τα ουρλιάσματα κραδαίνεις ύψη γοερά, την άσωτη χαρά την καταιγιδα να τους κερνά τους κεραυνούς ωσάν ξεστήθωτες νεράιδες κι όπως ο μέγας υετός απ’ του νερού το βάρβαρο φτεράκισμα, το λάγνο βροντοκόπι, ξεθυμαίνει ηδονικά ραγίσματα στα λιπόσαρκα σύγνεφα τα ξεθεωμένα χαρίζουν ένα λιγοστό γαλάζιο βλαστερής ουρανοφάνειας προβάλλει σώος ο μουγγός ο ήλιος ο μαχαιροβγάλτης και τη μαυρίλα γύρωθε την κρεουργεί και την πεθαίνει γιατί είναι αυτός που και τη νύχτα τη γενέτειρα την έχει στη δική του τυραννίδα την έχει και του τραγουδά στο βάραθρο με μια μεγάλη φεγγαρόχαρη κιθάρα.

Στομώνει ο ύπνος τη ζωή και την υψώνει ως το θάνατο τη στεφανώνει μ’ ένα έρημο στραφτάλισμα του Άδη κι αν είναι δόξασμα θωριάς η πικροθάλασσα κι αν είν’ το πιο ζωγραφιστό και θείο χασομέρι καθώς απλώνει τον αφρόπλαστο χιτώνα της το τίποτα στα σεμνόχρωμα βράχια τα ορυχτόζωα κι αλλάζοντας αμέσως αθωότητα πισωδρομίζει στα δικά της τρυφερά σκοτάδια σημάδι της αλήθειας τούτης ας υπάρχει του ποιήματος ο ήχος.

Το Εγκώμιο της Θαλάσσης K. Καρυωτάκης

(Ι)
Η θάλασσα είναι η μόνη μου αγάπη. Γιατί έχει την όψη του ιδανικού. Και τ' όνομά της είναι ένα θαυμαστικό. Δε θυμάμαι το πρώτο αντίκρισμά της. Χωρίς άλλο θα κατέβαινα από μια κορφή, φέρνοντας αγκαλιές λουλούδια. Παιδί ακόμα, εσκεπτόμουν το ρυθμό του φλοίσβου της. Ξαπλωμένος στην αμμουδιά, εταξίδευα με τα καράβια που περνούσαν. Ένας κόσμος γεννιόταν γύρω μου. Οι αύρες μού άγγιζαν τα μαλλιά. Άστραφτε η μέρα στο πρόσωπό μου και στα χαλίκια. Όλα μου ήταν ευπρόσδεκτα: ο ήλιος, τα λευκά σύννεφα, η μακρινή βοή της. Αλλά η θάλασσα επειδή ήξερε, είχε αρχίσει το τραγούδι της, το τραγούδι της που δεσμεύει και παρηγορεί. Είδα πολλά λιμάνια. Στοιβαγμένες πράσινες βάρκες επήγαιναν δώθε κείθε σαν εύθυμοι μικροί μαθητές. Κουρασμένα πλοία, με ονόματα περίεργα, εξωτικά, ύψωναν κάθε πρωί τη σκιά τους. Ανθρωποι σκεφτικοί, ώριμοι από την άλμη, ανέβαιναν σταθερά τις απότομες, κρεμαστές σκάλες. Αγρια περιστέρια ζυγίζονταν στις κεραίες. Ύστερα ενύχτωσε. Μια κόκκινη γραμμή στον ορίζοντα, μόλις έβρισκε απάντηση στις ράχες των μεγάλων, αργών κυμάτων. Εσάλευαν σαν από κάποια μυστική, εσωτερική αιτία, και άπλωναν πλησιάζοντας, για να σπάσουν απαλά, βουβά. Όλα τ' άλλα _ ο ουρανός, τα βουνά αντίκρυ, το ανοιχτό πέλαγος _ ένα τεράστιο μαύρο παραπέτασμα.

(ΙΙ)
Έζησε κανείς θλιβερά πράγματα. (Σπίτια μαύρα, κλειστά. Αναιμικά, εξόριστα δέντρα του δρόμου. «μαντάμα» μετράει απογοητευμένη τις μάρκες της. Στην πλατεία οι λούστροι, κουρασμένοι να κάθονται, σηκώνονται και παίζουν μεταξύ τους. νέος νομάρχης, μ μονόκλ, επροσφώνησε τους υπαλλήλους. Δίπλα εξύπνησαν για να πάρουν το τρένο. Ποτά ανδρών 10 δρχ., ποτά γυναικών 32,50 δρχ.) Σταν άνεμο ανοίγει ένα παράθυρο, κι έρχεται μπροστά μας. Όλα ξεχνιούνται. Είναι εκεί, άσπιλη, απέραντη, αιώνια. Με το πλατύ της γέλιο σκεπάζει την ασχήμια της. Με τη βαθύτητά της μυκτηρίζει. Η ψυχ του εμπόρου πεθαμένη και περπατεί. Η ψυχή της κοσμικής κυρίας φορεί τα πατίνια της. Η ψυχή του ανθρώπου λούζεται στην αγνότητα της θαλάσσης. Βρίσκει η νοσταλγία μας διέξοδο και πόνος μας την έκφρασή του.
(πηγή)