Κυκλοφορεί
το 2
ο τεύχος 2023 της ΚΟΜΕΠ
ανάμεσα σε δύο μεγάλες
εκλογικές-πολιτικές μάχες.
Η σημαντική αύξηση των ψήφων του ΚΚΕ και του αριθμού των εκλεγμένων βουλευτών
του, σε συνδυασμό με μια σειρά ποιοτικά χαρακτηριστικά, γεμίζουν τα μέλη και
τους φίλους του ΚΚΕ με αισιοδοξία για να δώσουν τη νέα εκλογική μάχη.
Το
παρόν τεύχος της ΚΟΜΕΠ
περιλαμβάνει:
·
Στην
ενότητα «ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ-ΠΟΛΙΤΙΚΗ»:
·
Την
Ανακοίνωση της ΚΕ του ΚΚΕ για τα
αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών της 21ης Μάη 2023.
Άρθρο της Ιδεολογικής Επιτροπής
της ΚΕ του ΚΚΕ με τίτλο «Εθνικιστικός χώρος: Αναμόρφωση και
διεργασίες στην προωθημένη “φωνή” του συστήματος». Προσδιορίζει τον
εθνικιστικό χώρο στην Ελλάδα και τις βασικές εξελίξεις στα
εθνικιστικά-φασιστικά κόμματα. Αναδεικνύει το ρόλο τους στην προώθηση των
στρατηγικών επιδιώξεων του κεφαλαίου στην Ελλάδα, τους ανοιχτούς διαύλους
επικοινωνίας με τα υπόλοιπα αστικά κόμματα.
Άρθρο
του Δημήτρη Κοιλάκου, μέλους της ΙΕ της ΚΕ του ΚΚΕ, με τίτλο «Οι
μεγάλες εργατικές-λαϊκές κινητοποιήσεις στην Ευρώπη και η προοπτική ανασύνταξης
του κινήματος». Αποτυπώνει τα νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά των μαζικών
εργατικών-λαϊκών αγώνων που αναπτύχθηκαν στην ΕΕ τους τελευταίους μήνες,
αναδεικνύοντας το έδαφος πάνω στο οποίο αναπτύχθηκαν. Τονίζει τη σημασία της
ανασύνταξης του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος με την παρέμβαση και τον
πρωτοπόρο ρόλο των κομμουνιστών, όπως και τον αναντικατάστατο ρόλο του
Κομμουνιστικού Κόμματος και την ανάγκη ανασυγκρότησης του κομμουνιστικού
κινήματος στην Ευρώπη.
Στην
ενότητα «ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ»:
·
Άρθρο
του Ίωνα Παπανδρεόπουλου, μέλους του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ, με
τίτλο «Εξελίξεις στις λιμενικές υποδομές». Αποτυπώνει τη σημασία των
λιμενικών υποδομών ως πεδίου μεγάλης κερδοφορίας για το κεφάλαιο, ιδιαίτερα την
τελευταία δεκαετία. Αναλύει, χωρίς να εξαντλεί, την εμπλοκή τους στους
ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ από τη μια, και Κίνας-Ρωσίας από
την άλλη, με δεδομένο το σχέδιο της ελληνικής αστικής τάξης για αναβάθμιση του
ρόλου της χώρας, για μετατροπή της σε κόμβο μεταφοράς εμπορευμάτων και
ενέργειας. Στέκεται στις κυριότερες εξελίξεις των λιμενικών υποδομών στο βόρειο
άξονα (Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Αλεξανδρούπολη, Ηγουμενίτσα), αλλά και στις βασικές
εξελίξεις και σχεδιασμούς στο λιμάνι του Πειραιά και την ευρύτερη περιοχή. Κωδικοποιεί
βασικές πλευρές της διαπάλης με τα αστικά κόμματα και τον οπορτουνισμό
(«προοδευτική διακυβέρνηση και λιμάνι», «δημόσιο λιμάνι με εργατικό έλεγχο»,
«εμπορικό ή στρατιωτικό λιμάνι» κ.ο.κ.).
Στην
ενότητα «ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ»:
Ομιλία
του Μάκη Παπαδόπουλου, μέλους του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, με τίτλο
«100
χρόνια ΕΣΣΔ: Μια χώρα που δεν υπάρχει πια, αλλά συνεχίζει να διδάσκει»,
στις σχετικές εκδηλώσεις της Οργάνωσης Σπουδάζουσας Αθήνας της ΚΝΕ στο Πάντειο
και της ΟΠ Κεντρικής Μακεδονίας της ΚΝΕ στο Πολυτεχνείο του ΑΠΘ. Αναδεικνύει
την τεράστια σημασία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης της ΕΣΣΔ, ως έμπρακτη
απόδειξη ότι ο καπιταλισμός δεν είναι ανίκητος, ότι η εργατική τάξη έχει τη
δύναμη να πάρει στα χέρια της την εξουσία και να οργανώσει την παραγωγή ώστε να
ικανοποιείται συνδυασμένα το σύνολο των κοινωνικών αναγκών. Αποτυπώνει την
ανωτερότητα του κεντρικού σχεδιασμού, τη ριζική αλλαγή του ρόλου των
εργαζόμενων με την ενεργητική συμμετοχή στη λήψη, την εφαρμογή και τον έλεγχο
των αποφάσεων. Παρουσιάζει τα αντικειμενικά εμπόδια στην πορεία της
σοσιαλιστικής οικοδόμησης, αλλά και τις βασικές αιτίες των αντεπαναστατικών
ανατροπών, με ορόσημο το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ. Αναδεικνύει τις σύγχρονες
δυνατότητες, όπως η αυτοματοποίηση της παραγωγής, τα ρομπότ, η ψηφιακή
οικονομία, για την επίλυση των οξυμένων προβλημάτων, τη ραγδαία βελτίωση της
ζωής της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, που προϋποθέτουν βέβαια την
επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού για να ανοίξει ο δρόμος για τη
σοσιαλιστική οικοδόμηση.
Από
τη διεθνή συνάντηση θεωρητικών περιοδικών που διοργάνωσε το ΚΚ Κούβας στην
Αβάνα:
Ομιλία
του Λουκά Αναστασόπουλου, μέλους της
ΚΕ του ΚΚΕ, με τίτλο «Η πραγματική λύση για τους λαούς βρίσκεται
στο δρόμο της σύγκρουσης με το κεφάλαιο, το αστικό κράτος και τις ιμπεριαλιστικές
συμμαχίες». Τονίζει τη σημασία της δράσης των κομμουνιστικών κομμάτων
σε κάθε χώρα απέναντι στην προσπάθεια των αστικών τάξεων, τόσο με το «μαστίγιο»
της καταστολής όσο και με το «καρότο» της «Πράσινης Μετάβασης», να ενσωματώσουν
το εργατικό-λαϊκό κίνημα, του οποίου επιδιώκουν να αποσπάσουν τη συναίνεση και
τη στήριξη στις βασικές επιδιώξεις του κεφαλαίου. Τη σημασία να οργανωθεί η
σύγκρουση με αυτές τις βασικές επιδιώξεις της αστικής τάξης, των κυβερνήσεών
της και των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών που ανήκει, σε συνθήκες που γιγαντώνεται
η σύγκρουση των δυο μεγάλων ιμπεριαλιστικών στρατοπέδων για την πρωτοκαθεδρία
στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Ομιλία
του Βασίλη Όψιμου, μέλους του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ,
στην ενότητα «Η κληρονομιά του Φιντέλ και η διεθνιστική αλληλεγγύη».
Αναδεικνύει τη ζωή και τη δράση του Φιντέλ και της Κουβανικής Επανάστασης ως
πανίσχυρο όπλο για τα λαϊκά επαναστατικά κινήματα σε όλο τον κόσμο. Τονίζει τη
σημασία της παρέμβασης των κομμουνιστικών κομμάτων σε κάθε χώρα στην κατεύθυνση
της αποκάλυψης του αντιδραστικού χαρακτήρα κάθε αστικής κυβέρνησης, τη σημασία
της άρνησης συμμετοχής του ΚΚ σε οποιαδήποτε τέτοια κυβέρνηση, ως κομβικό
ζήτημα για την επαναστατική ανατροπή της αστικής εξουσίας _την παραθέτουμε αυτούσια στη συνέχεια
Γραπτή
παρέμβαση της ΚΟΜΕΠ με τίτλο «Ο
σοσιαλισμός είναι η μόνη διέξοδος προς όφελος των λαών». Αναδεικνύει
την επικαιρότητα και αναγκαιότητα του σοσιαλισμού για την πραγματική κάλυψη των
σύγχρονων διευρυμένων κοινωνικών αναγκών. Κωδικοποιεί τα βασικά χαρακτηριστικά
του, καθώς και τις κύριες αιτίες των αντεπαναστατικών ανατροπών στην ΕΣΣΔ.
Στην
ενότητα «ΙΣΤΟΡΙΑ»:
Ομιλία του Φάνη Παρρή, μέλους της ΚΕ του
ΚΚΕ, με τίτλο «Για το μεγάλο, το ωραίο, το συγκλονιστικό», στην εκδήλωση τιμής
στον Νίκο Μπελογιάννη, στις 30 Μάρτη 2023 στην έδρα της ΚΕ του ΚΚΕ.
Στην
ενότητα «ΤΕΧΝΗ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ»:
Ομιλία του Δημήτρη Κουτσούμπα, ΓΓ της ΚΕ
του ΚΚΕ, στη μεγάλη συναυλία-αφιέρωμα στο μουσικοσυνθέτη Σταύρο Ξαρχάκο. Η
συναυλία αποτέλεσε ένα σημαντικό πολιτιστικό γεγονός στο οποίο συμμετείχαν
σπουδαίοι ερμηνευτές και μουσικοί και αγκαλιάστηκε από χιλιάδες κόσμου που την
παρακολούθησε.
Τέλος,
σε αυτό το τεύχος περιλαμβάνονται τα Κομματικά
Ντοκουμέντα της περιόδου από 22.3.2023 μέχρι 2.6.2023.
✨ "Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΦΙΝΤΕΛ ΚΑΙ Η
ΔΙΕΘΝΙΣΤΙΚΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ"
Ομιλία του Βασίλη
Όψιμου,
μέλους του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ, στην ομώνυμη θεματική ενότητα της
διεθνούς συνάντησης θεωρητικών περιοδικών που διοργάνωσε το ΚΚ Κούβας (σσ. οι επισημάνσεις δικές μας)
Το 1961, δυο χρόνια μετά το
θρίαμβο της Κουβανικής Επανάστασης, ο Φιντέλ επισήμανε σε συνέντευξή του: «Είναι
αλήθεια ότι υπάρχουν τμήματα της βιομηχανικής αστικής
τάξης που είναι ενάντια, σε ορισμένες περιπτώσεις και πολύ ενάντια, στον
ιμπεριαλισμό, λόγω του ανταγωνισμού. Τα ίδια όμως αυτά τμήματα μισούν τους
εργάτες ακόμα περισσότερο για ταξικούς λόγους. Μεταξύ των μονοπωλίων των ΗΠΑ
και των εθνικών αστικών τάξεων μπορεί να υπάρχουν προσωρινές συγκρούσεις και
αντιπαραθέσεις, αλλά όχι μια πραγματική συνολική πάλη. Δεν υπάρχει μεταξύ τους
κάποια ιστορική ασυμβατότητα (...). Στον
αιώνα μας οι προνομιούχες τάξεις δεν μπορούν πια να συμμετέχουν σε πραγματικές
επαναστάσεις, πολύ περισσότερο να τις καθοδηγούν (...).»
Ο κουβανικός λαός,
κάτω από την καθοδήγηση του Φιντέλ και του Κομμουνιστικού Κόμματος Κούβας,
πραγματοποίησε στο έπακρο το διεθνιστικό του καθήκον: Ανέτρεψε τη δικτατορία
του Μπατίστα, ολόκληρη την κρατική εξουσία της αστικής τάξης, κατάργησε τα
θεμέλια του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στη χώρα.
Η κληρονομιά του Φιντέλ και η πρακτική της Κουβανικής
Επανάστασης αποτελούν ένα πανίσχυρο όπλο για τα λαϊκά επαναστατικά κινήματα
σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ο
ιμπεριαλισμός και η διεθνής αστική τάξη έχουν όμως επίσης από τη μεριά τους
μελετήσει πολύ προσεκτικά αυτήν την κληρονομιά και αυτήν την πρακτική, προκειμένου να είναι πιο αποτελεσματικοί στο αντιπάλεμα των
επαναστατικών κινημάτων, στην αποτροπή
εμφάνισης περισσότερων επαναστατικών εστιών όπως η Κούβα.
Φυσικά, η αστική τάξη σε κάθε χώρα
δε σταματάει ποτέ να χρησιμοποιεί όλα τα βίαια μέσα που έχει στη διάθεσή της, όλους τους κατασταλτικούς μηχανισμούς
του κράτους, προκειμένου να συντρίψει το λαϊκό κίνημα. Ο ελληνικός λαός έχει
μια πλούσια εμπειρία σε αυτόν τον τομέα: Περιορισμός των συνδικαλιστικών
δικαιωμάτων, απαγόρευση διαδηλώσεων, ηλεκτρονική παρακολούθηση χιλιάδων
αγωνιστών από το κράτος, διάχυση στρατιωτικών βάσεων σε ολόκληρη τη χώρα και
συμμετοχή σε ιμπεριαλιστικές σταυροφορίες (από την Ουκρανία, στο Αφγανιστάν και
στην Αφρική). Μια βίαιη καμπάνια ενάντια στο λαϊκό κίνημα, που διεξάγεται τόσο
από την ελληνική αστική τάξη όσο και από τους συνεταίρους της στην
ιμπεριαλιστική αντιδραστική συμμαχία της ΕΕ, το δίδυμο αδελφάκι
του ιμπεριαλισμού των Γιάνκηδων.
Οι αστικές τάξεις έχουν όμως ένα ακόμα πανίσχυρο
όπλο στη διάθεσή τους: Όχι μόνο το «μαστίγιο», αλλά και το «καρότο»,
τις διάφορες μεθόδους για την «ειρηνική» ενσωμάτωση
του λαϊκού κινήματος, το σπρώξιμό του στην ανώδυνη κατεύθυνση της
διαχείρισης του καπιταλισμού, κάτω από τις όμορφες, αλλά κενές περιεχομένου
φρασούλες περί «κοινωνικής δικαιοσύνης», «αναδιανομής εισοδήματος», «φιλικής
προς το περιβάλλον ανάπτυξης» κλπ. Εδώ, μια από τις πιο επικίνδυνες για το
λαϊκό κίνημα αντιλήψεις είναι αυτή που θεωρεί ως αναγκαία τη δημιουργία διάφορων
τύπων «προοδευτικών» ή «αριστερών» κυβερνήσεων, που υποτίθεται ότι μπορούν να
βοηθήσουν στο να απαλύνουν τα πιο επείγοντα προβλήματα των λαϊκών μαζών και να
αλλάξουν το συσχετισμό των δυνάμεων προς όφελος των εκμεταλλευόμενων.
Στην πραγματικότητα, κάθε
κυβέρνηση συνιστά δομικό στοιχείο της υπάρχουσας πολιτικής εξουσίας. Ο
χαρακτήρας της καθορίζεται από το χαρακτήρα αυτής της εξουσίας, από την
κοινωνική τάξη που έχει στα χέρια της τα μέσα παραγωγής στην κάθε δεδομένη
κοινωνία.
Κατά τη
διάρκεια του 20ού αιώνα ο στόχος για «αριστερές-προοδευτικές» κυβερνήσεις,
που θα αναλάμβαναν υπουργικά χαρτοφυλάκια δίχως
την επαναστατική ανατροπή της αστικής εξουσίας και την απαλλοτρίωση των μέσων
παραγωγής των καπιταλιστών, υιοθετήθηκε ως «μεταβατικός» πολιτικός
στόχος από μια βεντάλια πολιτικών δυνάμεων, περιλαμβανομένων και κομμουνιστικών κομμάτων. Υποστηρίχτηκε σε πολλές
περιπτώσεις ότι μια τέτοια κυβέρνηση θα μπορούσε να διευκολύνει την πάλη για τη
σοσιαλιστική επανάσταση, ικανοποιώντας
ταυτόχρονα ορισμένες από τις πιο επείγουσες
λαϊκές ανάγκες.
Μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ,
το 1956, παρόμοιες αντιλήψεις και πρακτικές γενικεύτηκαν στην πλειοψηφία του
κομμουνιστικού κινήματος. Θεωρήθηκε ότι είχαν καθολική εφαρμογή σε όλες τις
καπιταλιστικές χώρες, κάτω από το μανδύα των ψευτο-θεωριών περί «ειρηνικής
μετάβασης στο σοσιαλισμό».
Η
ιστορική πείρα έχει αποδείξει ότι όλες αυτές
οι κυβερνήσεις, ανεξάρτητα από τις προθέσεις όσων τις στήριζαν, όχι μόνο
φάνηκαν ανίκανες να ανοίξουν το
δρόμο προς την ανατροπή του καπιταλισμού, αλλά ούτε κατάφεραν να πετύχουν
σταθερές κατακτήσεις προς όφελος των θεμελιωδών συμφερόντων των λαϊκών μαζών.
Τα ΚΚ που υποστήριξαν και συμμετείχαν σε
τέτοιες κυβερνήσεις βρέθηκαν στην πορεία βαθιά αφοπλισμένα: Πολιτικά,
ιδεολογικά και οργανωτικά.
|
«Αριστερός σημαίνει να είσαι υπερήφανος για
ό,τι έκανε η κυβέρνηση αυτά τα χρόνια», επέμενε ο Matteo Renzi, εκφράζοντας από την πρώτη
στιγμή την ετοιμότητα του PD να εντείνει την αντιλαϊκή επίθεση, αλλά
και να πρωτοστατήσει στην αναβάθμιση της
ΕΕ, με προτάσεις όπως η δημιουργία «Ηνωμένων
Πολιτειών της Ευρώπης». |
Η ιστορική πορεία των
κομμάτων του επονομαζόμενου «ευρωκομμουνισμού» αποτελεί ξεκάθαρο παράδειγμα.
Είναι χαρακτηριστική η κυβέρνηση του «Δημοκρατικού
Κόμματος της Αριστερός» στην Ιταλία, με τον Massimo d’ Alema
ως πρωθυπουργό την περίοδο 1988-2000. Το 1999, όταν η αντιδραστική συμμαχία του ΝΑΤΟ ξεκίνησε τη
βάρβαρη επίθεσή της ενάντια στη Γιουγκοσλαβία, αυτή η
«προοδευτική» κυβέρνηση (ο μεταλλαγμένος
επίγονος του ιστορικού ΙΚΚ) ακολούθησε κατά γράμμα όλες τις δεσμεύσεις της
Ιταλίας στο ΝΑΤΟ, μετατρέποντάς την στο
πιο σημαντικό έδαφος εξαπόλυσης των βομβαρδισμών ενάντια στη Γιουγκοσλαβία.
Η Ελλάδα έχει τις
δικές της τραγικές εμπειρίες από τέτοιες κυβερνήσεις στο έδαφος του
καπιταλισμού, που θεωρήθηκαν ως δρόμος φιλολαϊκών εξελίξεων. Στο τέλος του Β'
Παγκόσμιου Πολέμου, το Κόμμα μας, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, παρά το
γεγονός ότι είχε παίξει τον κεντρικό, ηγεμονικό ρόλο στο αντιστασιακό κίνημα,
που ήλεγχε μέσω του Εθνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού πάνω από το 90% της
έκτασης της χώρας, συμφώνησε να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση «εθνικής ενότητας»
με τα απαξιωμένα αστικά πολιτικά κόμματα. Το έκανε κάτω από την υιοθέτηση της
προβληματικής στρατηγικής των «σταδίων» και τη λαθεμένη προσμονή ότι οι ισχυρές
πολιτικές και στρατιωτικές δυνάμεις που βρίσκονταν υπό την καθοδήγησή του θα
μπορούσαν να αποτρέψουν την οποιαδήποτε προσπάθεια της αστικής τάξης να στρέψει
τις εξελίξεις σε αντιδραστική κατεύθυνση. Αποδείχτηκε όμως για μία ακόμη φορά
ότι η διατήρηση της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας στα χέρια της αστικής
τάξης δε συνιστά κάποιο ασήμαντο ζήτημα, δεν αποτελεί κάτι με το οποίο μπορεί
κάποιος να αστειεύεται. Τα αποτελέσματα ήταν καταστροφικά για το λαϊκό κίνημα
στη χώρα μας, με δεκάδες χιλιάδες νεκρούς, εκτελεσμένους ή στην πολιτική εξορία
και προσφυγιά
Το ΚΚΕ έχει βγάλει σημαντικά συμπεράσματα από την
ιστορική αυτή πείρα, συμπεράσματα που είναι κυριολεκτικά ποτισμένα με αίμα. Το 2015, όταν η καπιταλιστική οικονομική
κρίση είχε προκαλέσει αναταράξεις στο υπάρχον κομματικό πολιτικό σύστημα και το μικρό οπορτουνιστικό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ
προβαλλόταν παγκόσμια ως μια «προοδευτική»
καινοτομία, το ΚΚΕ έμεινε αταλάντευτο στις επίμονες εκκλήσεις να συμμετάσχει στην
αστική κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Προειδοποιήσαμε ότι η νέα κυβέρνηση
θα ακολουθούσε το ίδιο μονοπάτι με τις παλιότερες, ότι θα συνέχιζε και θα
βάθαινε τις πολιτικές που εξυπηρετούν τα συμφέροντα των μονοπωλίων και θα
διατηρούσε την πρόσδεση της χώρας μας σε ΝΑΤΟ και ΕΕ. Είναι αλήθεια ότι η θέση
μας αυτή οδήγησε σε μια εκλογική οπισθοχώρηση του Κόμματός μας στο αμέσως επόμενο
διάστημα, αλλά η ανάλυσή μας, που βασιζόταν στα διδάγματα τέτοιων «αριστερών»
κυβερνήσεων σε ολόκληρο τον κόσμο, αποδείχτηκε στέρεη. Μπροστά στη χρεοκοπία
τόσο των «προοδευτικών» όσο και των «νεοφιλελεύθερων» εκδοχών της αστικής πολιτικής,
η θέση μας απέναντι σε κάθε είδους αστική κυβέρνηση αποτελεί σήμερα ένα αιχμηρό
πολιτικό εργαλείο για το λαϊκό κίνημα στη χώρα μας.
Συμπερασματικά,
θεωρούμε ότι όλες οι μεγάλες επαναστάσεις παγκόσμια, από την Οκτωβριανή
Επανάσταση που άνοιξε το δρόμο, ως την Κουβανική Επανάσταση και τις
επαναστάσεις ανά τον κόσμο, απέδειξαν, πέρα από κάθε αμφιβολία, την αλήθεια
αυτού που έλεγε ο Λένιν, ότι «(...) δεν μπορεί να υπάρξει τίποτα το ενδιάμεσο,
παρά τούτο μόνο: Είτε δικτατορία της αστικής τάξης είτε δικτατορία του
προλεταριάτου. Κάθε ονειροπόλημα για κάποια τρίτη λύση είναι αντιδραστικό θρηνολόγημα
μικροαστού». Είναι επιτακτικό για το λαϊκό κίνημα σήμερα να διαθέτει μια
ξεκάθαρη κατανόηση των εγγενών περιορισμών και του ουσιαστικού χαρακτήρα κάθε τέτοιας
«προοδευτικής - αριστερής» κυβέρνησης.
Στις σημερινές συνθήκες, το λαϊκό
κίνημα στην κάθε χώρα μπορεί να παραμείνει πιστό στην κληρονομιά του Φιντέλ,
μπορεί να πραγματοποιήσει το διεθνιστικό του καθήκον, μόνο αν βάλει στις
σημαίες του το στόχο της ανατροπής της αστικής κρατικής εξουσίας και της
απαλλοτρίωσης της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας. Στην αντίθετη περίπτωση, κάθε διεθνιστική
αλληλεγγύη θα τείνει να είναι επισφαλής και βραχυχρόνια.
______________________
✨ Της Σύνταξης
Ιδιαίτερα ελπιδοφόρα ήταν τα μηνύματα
της ενίσχυσης της πολιτικής επιρροής του ΚΚΕ σε σημαντικά αστικά κέντρα, στις
εργατικές γειτονιές, σε περιοχές που συγκεντρώνεται μεγάλο μέρος της
βιομηχανικής και οικονομικής παραγωγής, η ανάδειξή του σε τρίτο κόμμα στην
Αττική, τα μεγάλα ποσοστά του σε μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, αγρότες,
φοιτητές, καθώς και σε νέες παραγωγικές ηλικίες.
Σημαντικός
παράγοντας για την εκλογική άνοδο του ΚΚΕ ήταν από τη μία η αταλάντευτη στάση
του όλα τα προηγούμενα χρόνια απέναντι στις αστικές κυβερνήσεις και τις
αυταπάτες περί αναμονής λύσεων
«από
τα πάνω» –μέσω της κυβερνητικής
εναλλαγής– και, από την άλλη, το
γεγονός ότι πρωτοστάτησε σε όλους τους μεγάλους αγώνες που ξεδιπλώθηκαν
αυτά τα χρόνια, το σύνολο της πολιτικής του τα προηγούμενα χρόνια, η στάση του
απέναντι στις αστικές κυβερνήσεις, η δική του αντίληψη για την εργατική εξουσία
και την αντίστοιχη διακυβέρνηση. Αυτή η παρέμβαση επεκτάθηκε και σε βασικά
στρατηγικά ζητήματα της Ιστορίας, της οικονομίας και της σύγχρονης
ιδεολογικής-πολιτικής διαπάλης, έχοντας θετική απήχηση γιατί, εκτός των άλλων,
πατούσε στην πείρα πολλών εργαζομένων από τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και την
αντιπολίτευση των κομμάτων της σοσιαλδημοκρατίας απέναντι στην κυβέρνηση της
ΝΔ. Αρκετοί είδαν επίσης να επιβεβαιώνονται οι προβλέψεις του ΚΚΕ για τις
αρνητικές επιπτώσεις που είχε στη ζωή τους η υλοποίηση της στρατηγικής του
κεφαλαίου, της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.
Η πολιτική παρέμβαση του ΚΚΕ όλο το
προηγούμενο διάστημα βοηθά και στην ταξική
ανάγνωση των εκλογικών αποτελεσμάτων από περισσότερους εργαζόμενους. Βοηθά
να κατανοηθεί ότι στη μια όχθη βρίσκονται όλα τα κόμματα που υπηρετούν τη
στρατηγική του κεφαλαίου –όχι μόνο η ΝΔ– και στην άλλη όχθη βρίσκεται το ΚΚΕ, η
μόνη δύναμη στρατηγικής αντιπολίτευσης, που παλεύει για να ανοίξει ο δρόμος για
την ανατροπή.
Στο παρόν τεύχος δημοσιεύεται η
Απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ για το εκλογικό αποτέλεσμα, η οποία παρουσιάζει τη
συνολική εκτίμηση του Κόμματος. Με εφόδιο και την Απόφαση, αλλά και την
τοποθέτηση του Κόμματος σε όλα τα τρέχοντα ζητήματα, τα μέλη και οι φίλοι του
ΚΚΕ δίνουν αποφασιστικά τη νέα εκλογική μάχη ενόψει των εκλογών της 25ης Ιούνη
2023, με στόχο την ακόμα μεγαλύτερη ενίσχυση του Κόμματος.
Βασικό περιεχόμενο και αυτής της μάχης
παραμένει η προβολή της αναγκαιότητας μιας ισχυρής λαϊκής
αντιπολίτευσης απέναντι στο κοινό πρόγραμμα των ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ - ΠΑΣΟΚ,
το οποίο θα εφαρμόσει η επόμενη κυβέρνηση της ΝΔ με τη στήριξη της κάλπικης
αστικής αντιπολίτευσης. Ήδη από σήμερα τα αστικά κόμματα δηλώνουν τη στήριξή
τους σε αυτές τις προγραμματικές κατευθύνσεις, ανεξάρτητα από την εκλογική τους
δύναμη στις εκλογές της 25ης Ιούνη. Αυτό το πρόγραμμα «έτρεχε» άλλωστε και την
προηγούμενη τετραετία, με μεγάλο μέρος των βασικών νομοσχεδίων να
υπερψηφίζονται από κοινού από ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ - ΠΑΣΟΚ. Η επιδίωξη στήριξης αυτού
του προγράμματος απ’ όλα τα «μετερίζια» τροφοδότησε άλλωστε και μια σειρά
συμπράξεις και συνεννοήσεις ανάμεσα σε εκπρόσωπους αυτών των κομμάτων, τόσο στο
συνδικαλιστικό κίνημα (με τη δημιουργία μιας σειράς κοινών ψηφοδελτίων με όλους
τους μεταξύ τους δυνατούς συνδυασμούς) όσο και στην Τοπική Διοίκηση (ενόψει των
επερχόμενων τοπικών εκλογών), με μια σειρά συμπράξεις, όπως η προσπάθεια
συνεννόησης των αντιπολιτευόμενων παρατάξεων για κοινή στάση ενάντια στη «Λαϊκή
Συσπείρωση» και τον Κώστα Πελετίδη στην Πάτρα και η από κοινού στήριξη ΝΔ και
ΣΥΡΙΖΑ στον Παχατουρίδη στο Περιστέρι.
Με δεδομένο μάλιστα ότι η υλοποίηση
της αντιλαϊκής πολιτικής δεν έχει την πολυτέλεια να περιμένει ούτε καν έναν
μήνα μέχρι το σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης, η εφαρμογή του «τρέχει» ακόμα
και από τη βραχύβια Υπηρεσιακή Κυβέρνηση. Αυτή η κυβέρνηση θα πρέπει μέσα στον
επόμενο μήνα να ασχοληθεί με τη συνεδρίαση της Κομισιόν για την «αξιολόγηση του
τρίτου αιτήματος της χώρας προς το Ταμείο Ανάκαμψης» (όπου μπορεί να χρειαστούν
και «προσαρμογές» στα αντιλαϊκά προαπαιτούμενα), με τη συνάντηση με τα «τεχνικά
κλιμάκια» των «θεσμών» για την «3η Έκθεση της μετα-προγραμματικής Εποπτείας»,
καθώς και με τη συνάντηση με κλιμάκια του ΔΝΤ.
|
Το προηγούμενο (Τ1) της ΚΟΜΕΠ
|
Αυτό το κοινό πρόγραμμα περιλαμβάνει
–μεταξύ άλλων– την υλοποίηση των 350 αντιλαϊκών προαπαιτούμενων του Ταμείου
Ανάκαμψης, την τήρηση των δημοσιονομικών περιορισμών του Προγράμματος
Σταθερότητας, τη συνέχιση της επιδίωξης των ματωμένων πλεονασμάτων, την
επιδίωξη με όλα τα μέσα του «εθνικού στόχου» της «επενδυτικής βαθμίδας», τη
σταθερότητα της στράτευσης του ελληνικού κράτους στο πλευρό του ΝΑΤΟϊκού
ιμπεριαλισμού στον πόλεμο της Ουκρανίας και γενικότερα. Με λίγα λόγια,
περιλαμβάνει όλα όσα χρειάζεται η ελληνική αστική τάξη σε επίπεδο εσωτερικής και
εξωτερικής πολιτικής έτσι ώστε να περιφρουρήσει και να ενισχύσει μεσοπρόθεσμα
την κερδοφορία της. Μέρη αυτού του κοινού προγράμματος διατυπώθηκαν άλλωστε
ανοιχτά κατά την πρόσφατη προεκλογική περίοδο από εκπρόσωπους όλων των αστικών
κομμάτων, με κάποιους από αυτούς να είναι μάλιστα ιδιαίτερα «μαρτυριάρηδες»…
Δε θα μπορούσε να υπάρξει πιο ηχηρή
υπενθύμιση και συμπύκνωση αυτού του κοινού προγράμματος από την Εαρινή Έκθεση
της Κομισιόν και τις συστάσεις της προς την επόμενη κυβέρνηση, που
δημοσιεύτηκαν την επόμενη κιόλας βδομάδα μετά από τις εκλογές. Εκεί
ξεκαθαρίζεται ότι η επόμενη κυβέρνηση δεν πρέπει να άρει το «πάγωμα των
τριετιών» που παίρνουν στη βάση της προϋπηρεσίας τους όσοι αμείβονται με τον
κατώτατο μισθό (ρύθμιση που ισχύει από το 2ο Μνημόνιο του 2012) τουλάχιστον
μέχρι το 2027 (!). Η Έκθεση κάνει επίσης λόγο για «εισαγωγή προκαταβολής
φόρου, διεύρυνση της φορολογικής βάσης, μεταξύ άλλων με αναθεώρηση της
τρέχουσας φορολογικής δομής για τους αυτοαπασχολούμενους και ενίσχυση της
φορολογικής συμμόρφωσης με την επέκταση της χρήσης των ηλεκτρονικών πληρωμών»,
αλλά και με καλύτερη «αξιοποίηση» των στοιχείων από τις ηλεκτρονικές πληρωμές.
Ταυτόχρονα, καλεί την επόμενη κυβέρνηση να προχωρήσει στη «διασφάλιση συνετής
δημοσιονομικής πολιτικής, ιδίως περιορίζοντας τις πρωτογενείς δαπάνες το 2024
σε όχι πάνω από 2,6%» και να επιταχύνει τις «μεταρρυθμίσεις» που συνδέονται με
το Ταμείο Ανάκαμψης, δηλαδή τα 350 αντιλαϊκά προαπαιτούμενα, στα οποία
εντάσσεται η «αναμόρφωση» του φορολογικού συστήματος ώστε να γίνει πιο «φιλικό
προς τις επενδύσεις», η επιτάχυνση των πλειστηριασμών, η περαιτέρω
εμπορευματοποίηση της Υγείας, η επιτάχυνση της στρατηγικής της «πράσινης
μετάβασης» κλπ.
Τα παραπάνω κονιορτοποιούν τις
εξαγγελίες των αστικών κομμάτων περί ουσιαστικών αυξήσεων στους μισθούς την
επόμενη τετραετία και υπενθυμίζει στους εργαζόμενους ότι τα μισθολογικά και
άλλα δικαιώματά τους δεν αποτελούν –στο πλαίσιο αυτού του συστήματος– τίποτε
άλλο από «λίπασμα» για την «άνθηση» της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Αυτό είναι
το περιεχόμενο της πολυδιαφημιζόμενης «σταθερότητας» που με ιδιαίτερη έμφαση
προβάλλει ο Κ. Μητσοτάκης, αλλά στο όνομα της οποίας ομνύουν και τα υπόλοιπα
αστικά κόμματα. Αυτή η σταθερότητα της αντιλαϊκής πολιτικής σημαίνει την
έλλειψη κάθε σταθερότητας για τα λαϊκά στρώματα. Αυτήν τη σταθερότητα θα κληθεί
να αντιπαλέψει το εργατικό-λαϊκό κίνημα από την επόμενη κιόλας μέρα των εκλογών
και, για να το κάνει αυτό με μεγαλύτερη επάρκεια, απαιτείται να έχει ένα πολύ
πιο ισχυρό ΚΚΕ στο πλευρό του.
Προϊόντα αυτής της σταθερότητας είναι
όλα όσα πλήττουν τη ζωή των λαϊκών στρωμάτων. Προϊόν της σταθερότητας των
αδυνατισμένων ελεγκτικών μηχανισμών και της μη υποχρεωτικότητας της συλλογικής
σύμβασης εργασίας των μεταλλεργατών (η οποία περιλαμβάνει πολλά ζητήματα
ασφάλειας στο χώρο εργασίας) ήταν το πρόσφατο εργοδοτικό έγκλημα στη
Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη, που οδήγησε στο θάνατο ενός εργάτη και στο σακάτεμα
άλλων δύο. Προϊόν της σταθερότητας της πολιτικής εμπορευματοποίησης του
σιδηροδρομικού δικτύου και έργου (με ιδιωτικό ή κρατικό μανδύα) ήταν το έγκλημα
των Τεμπών. Προϊόν της σταθερότητας της εργοδοτικής τρομοκρατίας αποτέλεσε η
«ρήτρα» που επέβαλαν οι αποθρασυμένοι εργοδότες στη «βαριά βιομηχανία» του
τουρισμού στους εργαζόμενους, σύμφωνα με την οποία, αν παραιτηθούν (προφανώς
κάτω από το βάρος των άθλιων συνθηκών εργασίας), θα πρέπει να πληρώσουν στους
εργοδότες 5.000 ευρώ! Και ο κατάλογος δεν έχει τέλος…
Η αντιλαϊκή σταθερότητα όμως βγαίνει
και εκτός συνόρων. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα δεν είναι άλλο φυσικά από
τη στάση της απελθούσας κυβέρνησης και της αστικής αντιπολίτευσης στο ζήτημα
του πολέμου στην Ουκρανία. Το ελληνικό κράτος είναι συμμέτοχο σε μια πολεμική
σφαγή που καμία σχέση δεν έχει με τα συμφέροντα του λαού των εμπόλεμων κρατών
και συνασπισμών, αλλά με τις διαμάχες των εκμεταλλευτών τους. Η απόλυτη
ευθυγράμμιση και η ενεργητική στήριξη του ΝΑΤΟϊκού στρατοπέδου έχει ως γνώμονα
την εξυπηρέτηση της ενίσχυσης του ρόλου της ελληνικής αστικής τάξης διεθνώς.
Από την άλλη, αυτή η επιδίωξη αυξάνει τους κινδύνους για τον ελληνικό λαό, αφού
μετατρέπει την Ελλάδα σε ενδεχόμενο στόχο αντιποίνων.
Οι κίνδυνοι από την πολιτική
ενεργητικής συμμετοχής σε αυτόν τον πόλεμο αυξάνονται όσο κλιμακώνονται οι
στρατιωτικές επιχειρήσεις. Την ίδια περίοδο, είχαμε και νέες «πυρηνικές προτροπές»,
με τον Πρόεδρο της Λευκορωσίας Αλ. Λουκασένκο να καλεί –μετά τη μεταφορά
ρωσικών τακτικών πυρηνικών όπλων στη Λευκορωσία– και άλλες χώρες να ενταχτούν
στο «Ενωσιακό Κράτος» Ρωσίας-Λευκορωσίας, δηλώνοντας: «Αν
κάποιος ανησυχεί (...) είναι πολύ απλό: Ενταχτείτε στο Ενωσιακό Κράτος
Λευκορωσίας-Ρωσίας. Θα υπάρχουν πυρηνικά όπλα για όλους.»
Κινούμενη στην ίδια πορεία, η ΝΑΤΟϊκή
πλευρά κλιμακώνει την αποστολή πολεμικού οπλισμού και υλικού στην Ουκρανία,
ετοιμάζοντας την αποστολή μαχητικών αεροσκαφών F-16. Παράλληλα, τα κράτη του
ΝΑΤΟ συζητούν τις «εγγυήσεις ασφαλείας» που σκοπεύουν να δώσουν στην Ουκρανία,
με τη μορφή «αμυντικών συμφωνιών», δένοντάς την ακόμα περισσότερο στο
ευρωατλαντικό άρμα και αυξάνοντας τον κίνδυνο μιας πιο γενικευμένης σύγκρουσης
του ΝΑΤΟ με τη Ρωσία. Επίσης, οι ηγέτες των χωρών του G7 αποφάσισαν στη Σύνοδο
Κορυφής του Μάη στην Ιαπωνία νέες κυρώσεις που αποσκοπούν «να
στερήσουν τη Ρωσία από τεχνολογίες, βιομηχανικό εξοπλισμό και υπηρεσίες που
υποστηρίζουν την πολεμική επιχείρησή της».
Στο διπλωματικό επίπεδο, η Κίνα
αυξάνει την παρέμβασή της προτάσσοντας ένα «ειρηνευτικό σχέδιο» 12 σημείων
(μετά το αντίστοιχο «ειρηνευτικό» σχέδιο 10 σημείων της ΝΑΤΟϊκής πλευράς), ενώ
ο ειδικός απεσταλμένος του Πεκίνου, Λι Χούι, ο οποίος επισκέφτηκε ευρωπαϊκά
κράτη και τη Μόσχα, φέρεται να παρότρυνε τα ευρωπαϊκά κράτη να διεκδικήσουν την
αυτονομία τους έναντι των ΗΠΑ και να στηρίξουν την άμεση κατάπαυση του πυρός,
αφήνοντας στην κατοχή της Ρωσίας τα εδάφη που έχει κατακτήσει στην Ουκρανία.
Αυτοί οι ανταγωνισμοί αποτυπώθηκαν
άλλωστε και στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής των G7, στο επίκεντρο της οποίας
βρέθηκε η αναζήτηση «κοινής αντίληψης» για την αντιπαράθεση με την Κίνα και για
την παραπέρα «απομόνωση» της Ρωσίας. Χαρακτηριστικό είναι ότι τη Σύνοδο
παρακολούθησαν και μια σειρά δυνάμεις με κομβικό ρόλο στον ανταγωνισμό του
ευρωατλαντικού μπλοκ και των συμμάχων του με την Κίνα και τη Ρωσία, όπως η
Ινδία, η Ινδονησία, η Βραζιλία κ.ά.
Αλλά οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί
εκφράζονται και στο εσωτερικό του ΝΑΤΟϊκού στρατοπέδου. Από τη μία οι ΗΠΑ
επιδιώκουν με κάθε τρόπο την ενίσχυση και αναβάθμιση των στρατιωτικών και
επενδυτικών συμφωνιών που θα θέσουν εμπόδια στη γρήγορη ανέλιξη της Κίνας σε
όλα τα επίπεδα, ενώ, από την άλλη, στην ΕΕ δυναμώνουν οι «φωνές» που καλούν σε
«στρατηγική αυτονομία» της με στόχο την υπεράσπιση των δικών της συμφερόντων
από τις συνέπειες της αντιπαράθεσης ΗΠΑ-Κίνας. Οι ΗΠΑ πάντως αναβαθμίζουν τη
στρατιωτική παρουσία τους στον Ινδο-Ειρηνικό, αυξάνοντας κατά 40% το σχετικό
προϋπολογισμό. Ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Λ. Όστιν έθεσε ως στόχο «να συνεχιστεί
η περήφανη παράδοση της παγκόσμιας ηγεμονίας των ΗΠΑ» και ξεκαθάρισε ότι: «Η
αποστολή του υπουργείου μας είναι καθαρή: Να αποτρέψουμε την επίθεση που
απειλεί τα ζωτικά μας εθνικά συμφέροντα. Γι’ αυτό και επενδύουμε περισσότερο
από ποτέ σε μια μεγάλη δύναμη κρούσης και ένα δόγμα μεγαλύτερης αντοχής στον
Ινδο-Ειρηνικό.»
Από την άλλη μεριά, επίσημη επίσκεψη
στην Κίνα πραγματοποίησε στα τέλη Μάη ο Ρώσος πρωθυπουργός, με στόχο την
περαιτέρω σύσφιξη των οικονομικών και πολιτικών σχέσεων των δύο πλευρών. Την
ίδια περίοδο, η Κίνα συγκάλεσε την 1η Σύνοδο Κορυφής Κίνας - Κεντρικής Ασίας
για την ανάπτυξη της συνεργασίας των χωρών της περιοχής σε εμπόριο, οικονομία
και βιομηχανία. Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία της Κίνας αποκτά άλλη διάσταση, αν
συνυπολογιστεί ότι πρόκειται για μια περιοχή με ισχυρή παρουσία της Ρωσίας και
αυξανόμενη παρέμβαση των ΗΠΑ.
Στο πλαίσιο αυτών των ανταγωνισμών
προσπαθεί να εντάξει την παρέμβασή του και το τουρκικό κράτος μετά την πρόσφατη
επανεκλογή του Προέδρου Ρ. Τ. Ερντογάν. Η Τουρκία προσπαθεί να αξιοποιήσει
αυτές τις αντιθέσεις προς όφελος της αναβάθμισης της δικής της αστικής τάξης
στην ευρύτερη περιοχή, με τον Ερντογάν να κάνει –κατά τις δηλώσεις για την
εκλογική του νίκη– αναφορές στον «τουρκικό αιώνα που προαναγγέλλεται σήμερα». Ο
τρόπος με τον οποίο το τουρκικό κράτος προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τις ευρύτερες
αντιθέσεις φαίνεται και από τα συγχαρητήρια μηνύματα που έφτασαν στον Ερντογάν
τόσο από τη ΝΑΤΟϊκή-ουκρανική πλευρά όσο και από τη ρωσική πλευρά, με αμφότερες
τις πλευρές να τονίζουν τη σημασία της Τουρκίας στους σχεδιασμούς τους. Η
προσπάθεια άλλωστε ρυμούλκησης της Τουρκίας και στα δύο στρατόπεδα είναι και
αυτή που δίνει «αέρα» στα «πανιά» της τουρκικής επιθετικότητας και των απαράδεκτων
διεκδικήσεών της στο Αιγαίο.
Συνεπώς, είναι σαφές ότι η ενότητα της
εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, καθώς και η πολιτική σταθερότητα, που
απαιτείται για την προώθησή της, έχουν σαφές ταξικό πρόσημο υπέρ των
καπιταλιστών και κατά του λαού. Η δυνατότητα αντιπολίτευσης στο κοινό πρόγραμμα
που συμπυκνώνει τα πιο βασικά σημεία αυτής της πολιτικής δεν εξαρτάται φυσικά
ούτε από την εκλογική διαφορά ανάμεσα στο κυβερνητικό κόμμα και αυτό της
αξιωματικής αντιπολίτευσης, ούτε από τη σειρά κατάταξης των αστικών κομμάτων
που στηρίζουν αυτό το πρόγραμμα, ούτε από τον αριθμό των κομμάτων που θα
εισέλθουν στη Βουλή στηρίζοντας το σύνολο ή πλευρές αυτού του κοινού
προγράμματος.
Όρος για τη μαχητική, στρατηγική αντιπαράθεση με τη νέα κυβέρνηση αλλά και τη
νέα αστική αντιπολίτευση –που θα «συμπολιτεύεται» τη νέα κυβέρνηση στα βασικά
ζητήματα– είναι η περαιτέρω ισχυροποίηση του ΚΚΕ, η οποία με τη σειρά της θα
τροφοδοτήσει την αύξηση της οργάνωσης του λαού στη σκληρή μάχη που έχει να
δώσει απέναντι σε αυτό το κοινό πρόγραμμα από την επόμενη κιόλας μέρα των
εκλογών.