17 Ιουλίου 2024

C'è ancora domani _Πάντα Υπάρχει το Αύριο: ιταλικός νεορεαλισμός και υποψία γυναικείας χειραφέτησης

Οι γείτονες ιταλοί δεν έχουν τηντύχηνα διαθέτουν ΚΚΕ, ούτε ΟΓΕ, επομένως η χειραφέτηση της γυναίκας εκεί είναι λίγο ιδιόρρυθμη _θα την ονομάζαμε νεο-φεμινιστική.
Πάντως η σκηνοθέτιδα, με χρήση του στοιχείου της λεπτής ειρωνείας γεννά κάποιες αόριστες σκέψεις και δημιουργεί συνθήκη περισυλλογής για τον δρόμο που έχει πάρει τελευταία η Ιταλία (και η Ευρώπη φυσικά), αναφέροντας πως η γυναικεία καταπίεση, οι εκφάνσεις της πατριαρχίας, η χειραφέτηση, ο δρόμος προς μία κοινωνία ισότητας δεν ήρθε ένα όμορφο ξημέρωμα, αλλά υπήρξαν αγώνες που με πείσμα και θυσίες κερδήθηκαν. Κεκτημένα ετών δοκιμάζονται, αντανακλώντας μία ιστορία πριν από 70 χρόνια και αυτό οφείλει να μας προβληματίσει, επιμένοντας πως κανείς μας δεν πρέπει να αποκαλύψει στοιχεία για το τέλος, για ένα φινάλε λογοτεχνικά γραμμένο. Πάντως μπορεί να ερμηνευτεί διαφορετικά από τον καθένα μας κατά την “κρίση” ως θεατής _εμείς την είπαμε ήδη εισαγωγικά.  

Επομένως το σκηνοθετικό ντεμπούτο της ηθοποιού Πάολα Κορτελέζι, με την τεράστια εισπρακτική και καλλιτεχνική επιτυχία (το έργο της φιγουράρει στο Τοp10 των πιο επιτυχημένων ιταλικών ταινιών όλων των εποχών) _μια, κατά flix, “χαϊδευτική ταινία για τα μεγαλύτερα τραύματα”, πρέπει να ειδωθεί μέσα από αυτό (το δικό μας κόκκινο) πρίσμα

Γνωστή ως ηθοποιός, πρωτοεμφανιζόμενη ως σκηνοθέτης και συν-σεναριογράφος, η Paola Cortellesi Πάολα Κορτελέζι εκπλήσσει και με την αισθητική και με το πνεύμα της, χτίζοντας μια ιταλιάνικη δαντέλα που ήσυχα σκεπάζει τον πυρήνα της ενδοοικογενειακής βίας και της γυναικείας καταπίεσης, ακριβώς σαν τον άνθρωπο που χαμογελά στωικά (ή υποταγμένα), ενώ γνωρίζει την τραγωδία που ζει. Και όμως, η αίσθηση που αφήνει το φιλμ είναι αυτή μιας κομεντί, αυτή της έκπληξης κι αυτή του θριάμβου.

Ο τόπος είναι η Ρώμη, ο χρόνος το 1946, σε μια φασιστική Ιταλία ηττημένη στον πόλεμο, όπου οι σπιούνοι κι μαυραγορίτες αρχίζουν, δειλά, να παραμερίζονται και νέες ελευθερίες να ξεμυτούν. Ηρωίδα (την υποδύεται με μάτια βγαλμένα από το βωβό σινεμά η ίδια η Κορτελέζι) είναι η Ντέλια, νοικοκυρά, σύζυγος, μητέρα, σκλάβα. Δουλεύει όλη την ημέρα, ως νοσοκόμα και καθαρίστρια, για να μαζεύει χρήματα για την οικογένειά της (και λίγα για την ίδια, απ' αυτά που κρυφά χώνει στο μπούστο της), φτιάχνει το σπίτι, μαγειρεύει, μαλώνει τα παιδιά, περιποιείται τον κλινήρη αυταρχικό πεθερό της και φροντίζει τον αχαΐρευτο, μπερμπάντη, πότη, δυνάστη άντρα της. Ο οποίος, σε τακτά χρονικά διαστήματα μέσα στη μέρα, τη σπάει στο ξύλο, «γιατί το χρειάζεται ο οργανισμός της». Μικρές αντιστάσεις της Ντέλια μια γνωριμία με έναν μαύρο στρατιώτη του απελευθερωτικού στρατού, μια συνάντηση μ' έναν παλιό έρωτα. Μεγάλη αντίσταση, κρυφή κι ενδόμυχη, μια επιστολή που λαμβάνει, που ίσως φέρει τη δύναμη ν' αλλάξει τη ζωή της.

Αυτή την τόσο πολύπλοκη και τόσο οδυνηρά κλισέ ιστορία, η Κορτελέζι σκηνοθετεί _κατά δύναμη, με την αισθητική του ιταλικού νεορεαλισμού, ως δάνειο κι ως φόρο τιμής, ασπρόμαυρα, μπολιάζοντας όμως τη φόρμα της με συνωμοτική ελαφρότητα, ιταλική ποπ μουσική και μικρά χορογραφημένα διαλείμματα του παραλόγου, που καλύπτουν το δράμα: όσο λαλίστατη είναι η οικογένεια κι η γειτονιά, τόσο οι σκηνές της βίας που ποτέ δεν βλέπει ο θεατής, μοιάζουν άυλες, εκτυλίσσονται στη σιωπή. Ανάμεσα στα βλέμματα των γυναικών στην κοινή αυλή των εργατικών σπιτιών, που γνωρίζουν αλλά δεν μιλούν.

      Φυσικά καμιά σχέση με τις ταινίες εποχής

Κι έτσι η ταινία, με το δικό της τρόπο, καμουφλάροντας με σκέρτσο τις βαθιές ανθρώπινες πληγές, όχι μακριά από το “La Vita e Bella” αλλά τόσο πιο κομψά, χωρά στις δυο ώρες της ολόκληρη την ιστορία της μεσογειακής πατριαρχίας, την επί γενιές ανατροφή χειριστικών, βίαιων αντρών και βολικών, υποταγμένων γυναικών, χαρίζοντας με το φινάλε της μια δροσερή ανατροπή που αγγίζει και το σήμερα και την ψυχή και τα χείλη.

C' e ancora domani
Πάντα Υπάρχει το Αύριο

Γνωστή ως ηθοποιός, πρωτοεμφανιζόμενη ως σκηνοθέτης και συν-σεναριογράφος, η Πάολα Κορτελέζι εκπλήσσει και με την αισθητική και με το πνεύμα της, χτίζοντας μια ιταλιάνικη δαντέλα που ήσυχα σκεπάζει τον πυρήνα της ενδοοικογενειακής βίας και της γυναικείας καταπίεσης, ακριβώς σαν τον άνθρωπο που χαμογελά στωικά (ή υποταγμένα), ενώ γνωρίζει την τραγωδία που ζει. Και όμως, η αίσθηση που αφήνει το φιλμ είναι αυτή μιας κομεντί, αυτή της έκπληξης κι αυτή του θριάμβου.

Ιταλία, 2023, Ασπρόμαυρο 118λ _Ιταλικά με υπότιτλους _Διανομή: Weird Wave

·        Παραγωγή: Λορέντζο Γκανγκαρόσα, Μάριο Τζνιανίνι

·        Σκηνοθεσία: Πάολα Κορτελέζι

·        Σενάριο: Φούριο Αντρεότι, Τζούλια Καλέντα, Πάολα Κορτελέζι

·        Φωτογραφία: Ντάβιντε Λεόνε

·        Μοντάζ: Βαλεντίνα Μαριάνι

·        Μουσική: Λέλε Μαρτσιτέλι

·        Πρωταγωνιστούν: Πάολα Κορτελέζι, Βαλέριο Μασταντρέα, Ρομάνα Ματζιόρα Βεργκάνο, Εμανουέλα Φανέλι

Εκπρόσωποι του ιταλικού νεοραλισμού: 
Ρομπέρτο Ροσσελλίνι, Λουκίνο Βισκόντι, Μικελάντζελο Αντονιόνι, Βιτόριο ντε Σίκα,
Φεντερίκο Φελίνι & Τσεζάρε Ζαβατίνι
Ο ιταλικός Neorealismo (νεορεαλισμός‎‎), είναι εθνικό κινηματογραφικό κίνημα (1943–1952) που χαρακτηρίζεται από ιστορίες που διαδραματίζονται μεταξύ φτωχών και προλετάριων, της τότε εργατικής τάξης. Οι ταινίες γυρίζονταν σε πραγματικές τοποθεσίες και συχνά με μη επαγγελματίες ηθοποιούς, με θέματα να αναφέρονται κυρίως στις δύσκολες οικονομικές και ηθικές συνθήκες της Ιταλίας μετά τον Β' Παγκόσμιο, αντιπροσωπεύοντας τις αλλαγές στην ιταλική ψυχή και τις συνθήκες της καθημερινής ζωής, συμπεριλαμβανομένης της φτώχειας, της καταπίεσης, της αδικίας και της απελπισίας _δεδομένης και της στάσης “εθνικής ενότητας” του ΚΚ Ιταλίας (Τολιάτι).

Οι πιο σημαντικές προσωπικότητες αυτού του κινήματος θεωρούνται οι Βιτόριο ντε Σίκα, Ρομπέρτο Ροσσελλίνι, Τσέζαρε Τζαβατίνι, _φυσικά ο μεγάλος “αστός εργάτης” Λουκίνο Βισκόντι, Τζουζέπε Ντε Σάντις, Φεντερίκο Φελίνι, Μπρούνο Καρούζο, Μικελάντζελο Αντονιόνι κά, οι οποίοι είχαν επιρροές από τον ποιητικό ρεαλισμό, τον μαρξισμό λενινισμό και τον χριστιανικό ουμανισμό (ολίγον αχταρμνάς).

Ιστορία

Εμφανίστηκε καθώς τελείωσε ο Β' Παγκόσμιος και η κυβέρνηση Μουσολίνι έπεσε, με αποτέλεσμα η ιταλική κινηματογραφική βιομηχανία να χάσει το κέντρο της. Ο νεορεαλισμός ήταν σημάδι πολιτισμικής αλλαγής και κοινωνικής προόδου στην Ιταλία. Οι ταινίες του παρουσίαζαν σύγχρονες ιστορίες και ιδέες και συχνά γυρίστηκαν επιτόπου καθώς τα κινηματογραφικά στούντιο της Τσινετσιτά είχαν υποστεί σημαντικές ζημιές κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Το νεορεαλιστικό στυλ αναπτύχθηκε από μια ομάδα κριτικών κινηματογράφου που περιστρέφονταν γύρω από το περιοδικό "Cinema", συμπεριλαμβανομένων των Λουκίνο Βισκόντι, Τζιάνι Πουτσίνι, Τσέζαρε Ζαβατίνι, Τζουζέπε Ντε Σάντις και του πάντα αριστερού στελέχους του ΚΚ Ιταλίας Πιέτρο Ινγκράο. Οι κριτικοί του περιοδικού απέφευγαν σε μεγάλο βαθμό να γράψουν για την πολιτική (αρχισυντάκτης του περιοδικού ήταν ο Βιτόριο Μουσολίνι, γιος του Μπενίτο) και αντέδρασαν έντονα σε ταινίες τύπου Telefoni Bianchi (λευκά τηλέφωνα =ντεκό ταινίες, από την ιταλική κινηματογραφική βιομηχανία τις 10ετίας 1930-1940 σε μίμηση αμερικανικών κωμωδιών της εποχής σε έντονη αντίθεση με το ντόπιο σημαντικό στυλ της εποχής). Σε αντίθεση με τις δημοφιλείς ταινίες, ορισμένοι κριτικοί θεώρησαν ότι ο ιταλικός κινηματογράφος έπρεπε να στραφεί στους ρεαλιστές συγγραφείς από τις αρχές του 20ου αιώνα.

Περιπλανώμενοι μουσικοί (1953)
του Ιταλού νεορεαλιστή καλλιτέχνη Μπρούνο Καρούζο.

Πολλοί από τους κινηματογραφιστές που ασχολούνται με τον νεορεαλισμό ανέπτυξαν τις δεξιότητές τους δουλεύοντας σε ταινίες "Calligrafismo" στις αρχές της δεκαετίας του 1940 (αν και το βραχύβιο αυτό κίνημα ήταν σημαντικά διαφορετικό από τον νεορεαλισμό). Στοιχεία νεορεαλισμού εντοπίζονται επίσης στις ταινίες του Αλεσάντρο Μπλασσέτι και στις ταινίες ντοκιμαντέρ του Φραντσέσκο Ντε Ρομπέρτις. Δύο από τις πιο σημαντικές ταινίες προδρόμοι του νεορεαλισμού είναι ο "Toni" (1935) του Ζαν Ρενουάρ και το "1860" (1934) του Μπλασσέτι. Τόσο ο Βισκόντι όσο και ο Μικελάντζελο Αντονιόνι συνεργάστηκαν στενά με τον Ρενουάρ.

Την άνοιξη του 1945, ο Μουσολίνι εκτελέστηκε από τους “κόκκινους” παρτιζάνους και η Ιταλία απελευθερώθηκε από τη γερμανική κατοχή. Αυτή η περίοδος (χαρακτηριστική η μετέπειτα 1975 ταινία του Mauro Bolognini με την Claudia Cardinale Libera, amore mio! _ελληνικός τίτλος Μια σφαίρα έγραψε το τέλος, με τον πόλεμο να έχει τελειώσει η “δημοκρατία” να “θριαμβεύει” και οι παλιοί και νέοι φασίστες να κυριαρχούν παντού…) , γνωστή και ως "Ιταλική Άνοιξη", είχε όλα τα στοιχεία του συμβιβασμού έφυγε από την παλιά παράδοση και ενθάρρυνε μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση στη δημιουργία ταινιών. Ο ιταλικός κινηματογράφος πέρασε από τη χρήση περίτεχνων σκηνικών σε στούντιο σε γυρίσματα στην ύπαιθρο και στους δρόμους της πόλης σε ρεαλιστικό στυλ.

Αν και η αληθινή αρχή του νεορεαλισμού έχει αμφισβητηθεί ευρέως από θεωρητικούς και κινηματογραφιστές, σαν πρώτη νεορεαλιστική ταινία θεωρείται η “Διαβολικοί εραστές (Ossessione)” του Βισκόντι, που κυκλοφόρησε το 1943, κατά τη διάρκεια της κατοχής. Ο νεορεαλισμός έγινε παγκοσμίως γνωστός το 1946 με την Ρώμη, ανοχύρωτη πόλη (Roma città aperta με Anna Magnani, Aldo Fabrizi, Marcello Pagliero) του Ρομπέρτο Ροσσελλίνι όταν κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο στο Φεστιβάλ των Καννών ως η πρώτη μεγάλη ταινία που παρήχθη στην Ιταλία μετά τον πόλεμο.

Ο ιταλικός νεορεαλισμός άρχισε να παρακμάζει ραγδαία στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Το ΚΚ Ιταλίας έβαζε τη σφραγίδα του  χέρι-χέρι με τα φιλελεύθερα και σοσιαλιστικά κόμματα διαδίδοντας το μήνυμά τους. Το όραμα της υπάρχουσας φτώχειας και απελπισίας, που παρουσίαζε ο νεορεαλιστικός κινηματογράφος, ξεθώριασε, μπροστά στη νέα βιομηχανία θεάματος. Επιπλέον, τα πρώτα θετικά αποτελέσματα της περιόδου του ιταλικού οικονομικού θαύματος -όπως η σταδιακή άνοδος των εισοδηματικών επιπέδων- έκαναν τα θέματα του νεορεαλισμού να χάσουν τη σημασία τους. Κατά συνέπεια, οι περισσότεροι Ιταλοί ευνόησαν την αισιοδοξία που εμφανιζόταν σε πολλές αμερικανικές ταινίες _και “αμερικανιές” της εποχής. Οι απόψεις της μεταπολεμικής ιταλικής κυβέρνησης της εποχής δεν ήταν επίσης καθόλου θετικές, και η παρατήρηση του Τζούλιο Αντρεότι, ο οποίος ήταν τότε υφυπουργός στην (δεξιά _χρισταινοδημοκρατική) κυβέρνηση του Ντε Γκασπάρι, χαρακτήρισε την επίσημη άποψη του κινήματος: Ο νεορεαλισμός είναι “μια βρώμικη μπουγάδα που δεν πρέπει να πλυθεί και να κρεμαστεί για να στεγνώσει στην ύπαιθρο”.

Η μετάβαση της Ιταλίας από τον ατομικισμό στον νεορεαλισμό και στην τραγική αδυναμία της ανθρώπινης κατάστασης μπορεί να φανεί μέσα από τις ταινίες του Φεντερίκο Φελίνι. Τα πρώτα του έργα La strada (1954 _ελλην. τίτλος … Πουλημένη απ' τη μητέρα της) και Σκιές του υποκόσμου (1955) είναι μεταβατικές. Οι μεγαλύτερες κοινωνικές ανησυχίες της ανθρωπότητας, τις οποίες αντιμετώπισαν οι νεορεαλιστές, έδωσαν τη θέση τους στην εξερεύνηση των ατόμων. Οι ανάγκες τους, η αποξένωσή τους από την κοινωνία και η τραγική αποτυχία τους να επικοινωνήσουν έγιναν το κύριο σημείο εστίασης στις ταινίες που ακολούθησαν τη 10ετία του 1960. Ομοίως, η Κόκκινη Έρημος (Il deserto rosso 1964 με Monica Vitti, Richard Harris Carlo Chionetti) του Αντονιόνι και το Blow-Up (1966) εσωτερικεύουν στα βάσανα και την αναζήτηση της γνώσης που προέκυψε από το μεταπολεμικό οικονομικό και πολιτικό κλίμα της Ιταλίας.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, το νεορεαλιστική κίνημα αναβίωσε από καλλιτέχνες όπως ο Μπρούνο Καρούζο, του οποίου το έργο επικεντρώθηκε στις αποθήκες, τα ναυπηγεία και τις ψυχιατρικές κλινικές της πατρίδας του Παλέρμο.

Paola Cortellesi

Η Cortellesi έκανε το ντεμπούτο της σε ηλικία 13 ετών, ως τραγουδίστρια στο "Cacao meravigliao", τραγούδι τίτλων του δημοφιλούς τηλεοπτικού σόου της RAI "Indietro tutta!" του Renzo Arbore.

Στα 19 της άρχισε να σπουδάζει ηθοποιός στο Teatro Blu της Ρώμης (την ίδια σχολή θεάτρου που έχουν παρακολουθήσει μεταξύ άλλων οι Kim Rossi Stuart, Gianmarco Tognazzi, Claudia Gerini, Stefania Rocca και Claudio Santamaria). Ξεκίνησε την καριέρα της στην τηλεόραση με την εκπομπή "Macao", που παρουσίαζε η Alba Parietti, αλλά τελικά έγινε δημοφιλής σε εθνικό επίπεδο ως κωμική ηθοποιός στην τηλεοπτική εκπομπή "Mai dire Gol" των Gialappa's Band (2000), η οποία, συγκεκριμένα, παρουσίασε τις ικανότητές της στην παρωδία διάσημων προσώπων, ένα είδος όπου συγκέντρωσε μερικές από τις πιο αγαπημένες ερμηνείες της (η πιο πρόσφατη ήταν η παρωδία της για τη δήμαρχο του Μιλάνου Letizia Moratti στην έκδοση 2010-2011 του δημοφιλούς τηλεοπτικού σόου "Zelig"). Μετά το "Mai dire Gol", η Cortellesi έχει συνεργαστεί σε πολλές άλλες τηλεοπτικές εκπομπές του franchise "Mai dire..." από το Gialappa's Band. Άλλες σημαντικές παραστάσεις της στην τηλεόραση περιλαμβάνουν την έκδοση του 2004 του San Remo Music Festival και τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην τηλεοπτική ταινία "Maria Montessori: Una vita per i bambini", μια βιογραφία της Maria Montessori, για την οποία Cortellesi έλαβε το Βραβείο "Maximo" στο Roma Fiction Fest.

Η καριέρα της στον κινηματογράφο περιλαμβάνει πολλές ερμηνείες σε κωμωδίες και κόμικς, συμπεριλαμβανομένου ενός πρωταγωνιστικού ρόλου στο "Tu la conosci Claudia?", μια πολύ δημοφιλή παραγωγή με πρωταγωνιστές το κόμικ τρίο Aldo, Giovanni και Giacomo. Το 2008, ήταν υποψήφια για το βραβείο David di Donatello Β' Γυναικείου Ρόλου για τον ρόλο της στην ταινία "Piano, solo" του Riccardo Milani. Το 2011 κέρδισε το Βραβείο Ντέιβιντ ντι Ντονατέλο Α' Γυναικείου Ρόλου για τον πρωταγωνιστικό της ρόλο στην ταινία "Escort in Love". Μία από τις θεατρικές της παραστάσεις που εκτιμήθηκαν περισσότερο ήταν το «Gli ultimi saranno gli ultimi» (οι Τελευταίοι θα είναι …τελευταίοι) του Massimiliano Bruno, το οποίο έχει ανέβει 189 φορές από το 2005 έως το 2007 σε πάνω από 50 θέατρα και για το οποίο η Cortellesi έχει συγκεντρώσει έναν μεγάλο αριθμό των βραβείων. Ως τραγουδίστρια, η Cortellesi έχει περιγραφεί από τη μεγάλη Mina ως «μια από τις καλύτερες ιταλικές φωνές» και έχει συνεργαστεί με αρκετούς αξιόλογους Ιταλούς μουσικούς, συμπεριλαμβανομένων των Elio e le Storie Tese, Renato Zero, Claudio Baglioni, Frankie hi-nrg mc και Neri per. Caso. Η Cortellesi παντρεύτηκε τον σκηνοθέτη Riccardo Milani και ζουν μαζί από το 2011 (το ζευγάρι έχει μια κόρη, τη Laura)

Υπάρχει πάντα το αύριο 7.7 Delia 2023

Φόνοι στην Γένοβα 6.9 TV Mini Series Petra Delicato 2020–2022

Δεν θα συμπεθεριάσουμε ποτέ 2  5.9 Monica 2021

Κάνε παιδιά να δεις καλό 6.2 Sara 2020

Ma cosa ci dice il cervello 5.9 Giovanna 2019

La Befana vien di notte 4.8 Paola Befana 2018

Detective per caso 5.5

Ispettore Bellamore 2018

La tv delle ragazze - Gli Stati generali TV Series Eva 2018

Δεν θα συμπεθεριάσουμε ποτέ 6.2 Monica 2017

Mamma o papà? 5.5 Valeria 2017

Qualcosa di nuovo 5.7 Lucia 2016

Gli ultimi saranno ultimi

Θαυμάσιος Βοκάκιος 5.8

Badessa Usimbalda 2015

Scusate se esisto! 6.4 Serena Bruno 2014

Sotto una buona stella 5.6 Luisa Tombolini 2014

Un boss in salotto 5.6 Carmela Cristina D'Avola 2014

C'è chi dice no 6.1 Irma 2011

Nessuno mi può giudicare 6.1 Alice 2011

Femmine contro maschi 5.4 Chiara 2011

Le cose che restano 7.8 TV Mini Series Nora 2010

Άντρες εναντίον γυναικών 5.7 Chiara 2010

La fisica dell'acqua 5.3 Giulia 2009

Due partite 6.4 Sofia 2009

Piano, solo 6.7 Baba 2007

Maria Montessori: una vita per i bambini 7.3 TV Movie Maria Montessori 2007

Non prendere impegni stasera 5.9 Cinzia 2006

Il vizio dell'amore 6.5 TV Series 2006

Mai dire Lunedì 8.4 TV Series Strozus Various (2005)

Tu la conosci Claudia? 6.4 Claudia 2004

Natale a casa Deejay - A Christmas Carol 5.1 Silvana 2004

Senza freni Giulia 2003

Il posto dell'anima 6.9 Nina 2003

Passato prossimo 6.2 Claudia 2003

Bell'amico 7.1 Damiana 2002

A cavallo della tigre 5.4 Antonella 2002

Mai dire Domenica 8.4 TV Series Letizia Moratti Cortelletti Vanette ... 2002–2004

Tiromancino: La Descrizione Di Un Attimo Music Video Jane 2001

Tiromancino: Due Destini 7.2 Music Video Attrice in TV 2001

Un altr'anno e poi cresco 5.3 Alessia 2001

Se fossi in te 6.1 Caterina 2001

Amarsi può darsi 6.2 Rita 2001

Chiedimi se sono felice 7.1 Dalia 2000

 

σσ. Τίτλος βαθμολογία imdb, ρόλος, έτος


 

 

Η εξοικείωση με την υποταγή…

Η βιωμένη πραγματικότητα είναι αυτή που δοκιμάζει τον άνθρωπο και τις περισσότερες φορές φαίνεται να τον καθοδηγεί στις καθημερινές του αποφάσεις και πράξεις. Αυτή μπορεί να είναι ισόβια ή να μεταλλάσσεται στη ζωή του ανθρώπου, για παράδειγμα από φτωχός να γίνεται πλούσιος, από  ευτυχισμένος να γίνεις δυστυχισμένος και τα αντίθετα.
Ακούμε πολλές φορές τη φράση «Δεν ξεχνάω από πού προέρχομαι» υπονοώντας τη μνήμη μιας προηγούμενης βιωμένης πραγματικότητας που πλέον έχει εκλείψει. Είναι όμως αυτό αληθές ή είναι μια φράση κλισέ, ιδιαίτερα όταν την επικαλούνται πολιτικοί, αν και πολλοί πολιτικοί δεν έχουν βιώσει άλλη πραγματικότητα από αυτή τη γυάλινη και προφυλαγμένη που βρίσκονται;

Το λέω αυτό επειδή σκέφτομαι αυτό που έλεγαν στην Αρχαία Ελλάδα. Ότι δηλαδή για να αξιώσεις τα ανώτερα αξιώματα ίσως θα πρέπει να μπεις στα παπούτσια του καθημερινού ανθρώπου. Να ζήσεις την καθημερινότητα, την ταλαιπωρία, τα άγχη και τα βάσανα ενός απλού πολίτη. Φανταστείτε λοιπόν κάποιους πολιτικούς που βλέπετε καθημερινά να φλυαρούν ασύστολα στα ΜΜΕ να τους υποχρέωναν να ζήσουν όπως ο κάθε εργάτης, χειρώνακτας ή πτυχιούχος, ο κάθε φοιτητής, ο κάθε συνταξιούχος, ο κάθε άνεργος, ο κάθε αγρότης, ο κάθε ελεύθερος επαγγελματίας, ο κάθε ιδιοκτήτης μικρής επιχείρησης, ο κάθε μετανάστης. Τι θα απογίνουν όλοι αυτοί σε περίπτωση μιας εκτεταμένης εξέγερσης, μιας επανάστασης, μιας νίκης του προλεταριάτου; Να ζήσουν με άλλα λόγια σε μια διαφορετική πραγματικότητα;

Να επιλέγουν, δηλαδή, ποιες από τις βασικές ανάγκες τους θα ικανοποιήσουν: τη ζεστασιά στο σπίτι, το φαγητό, τα έξοδα για την «δωρεάν παιδεία», τον καφέ και τα τσιγάρα, τις διορθώσεις που έχει ανάγκη το σπίτι; Να τρέμουν στη θέα του λογαριασμού της ΔΕΗ και να παρατείνουν την πληρωμή του με κίνδυνο να βυθιστούν στο σκοτάδι; Να τους μιλούν για ιδιωτικά Πανεπιστήμια, για ιδιωτικά νοσοκομεία – ξενοδοχεία, για Αττικές Ριβιέρες, για μαγευτικές παραλίες, για διάφορα καλάθια της ξεφτίλας και μην μπορούν να πλησιάσουν σε αυτά; Να κινδυνεύουν να τους αρπάξουν τα σπίτια για πενταροδεκάρες και να τους βγάζουν στο δρόμο; Να βιώνουν καθημερινά την αθλιότητα της δημόσιας υγείας στημένοι σε ατελείωτες ουρές, πληρώνοντας απογευματινά Ιατρεία, απογευματινά χειρουργεία, φακελάκια, ενώ χρόνια και χρόνια πληρώνουν το ασφαλιστικό σύστημα για αυτές τις περιπτώσεις ανάγκης;

Να είναι έωλη η αξιοπρέπεια τους, να ανέχονται τις προσβολές στην δουλειά, να κάνουν αρμοδιότητες που μισούν, να θυσιάζουν αργίες και γιορτές κι όλα αυτά απλώς για να βγει το μεροκάματο, να μην απολυθούν; Να ζήσουν στη θέση των συνταξιούχων  που μετράνε τις μέρες μετά τις 20 του μήνα για να την πληρωμή τους; Να σχοινοβατούν καθημερινά ανάμεσα στη Σκύλα της ανεργίας και τη Χάρυβδη της ανέχειας;

Τι λέτε; υπερβολές; Για ποιους υπερβολές; Ίσως.

Αλλοίμονο τους όμως αν κάποια μέρα ο λαός σηκώσει
το τεράστιο ανάστημα του και σπάσει τις αλυσίδες του.

Για θυμηθείτε λίγο τον αλυσοδεμένο ελέφαντα στο τσίρκο του Χόρχε Μπουκάι:
δεν είναι ο πάσσαλος που τον κρατά δεμένο, ούτε καν το χοντρό σκοινί ή η αλυσίδα.
Τα πραγματικά του δεσμά βρίσκονται στην εξοικείωσή του
με την εμπειρία της υποταγής, στην οποία εκπαιδεύτηκε από μικρός.

Ο αλυσοδεμένος ελέφαντας

Όταν ήμουν μικρός μου άρεσε πολύ ο μαγικός κόσμος του τσίρκου. Ενθουσιαζόμουν όταν έβλεπα από κοντά όλα αυτά τα ζώα που ταξίδευαν μέσα στα τροχόσπιτα από την μια πόλη στην άλλη. Στην παράσταση όλα μου φαίνονταν μαγικά και λαμπερά, αλλά τη στιγμή που εμφανιζόταν ο ελέφαντας ήταν η αγαπημένη μου.
Το γιγάντιο ζώο ήταν τρομερά επιδέξιο, τρομερά μεγάλο και τρομερά δυνατό. Σίγουρα ένα ζώο σαν κι αυτό θα μπορούσε να ξεριζώσει ένα ολόκληρο δέντρο μ’ ένα μικρό τράβηγμα, το δίχως άλλο…
Μου έκανε εντύπωση, όμως, που μετά από κάθε επίδειξη το προσωπικό του τσίρκου αλυσόδενε τον ελέφαντα σ’ ένα μικροσκοπικό ξυλαράκι, ελάχιστα βυθισμένο στην άμμο.

Αυτό ήταν για μένα μεγάλο μυστήριο. Ακόμα και αν η αλυσίδα ήταν χοντρή και γερή, ένα ζώο που μπορούσε να γκρεμίσει ολόκληρο τοίχο μ’ ένα του τράβηγμα, εύκολα θα μπορούσε να απελευθερωθεί από το ξυλαράκι και να το βάλει στα πόδια.

Τι συγκρατούσε τον ελέφαντα; Γιατί δεν το έσκαγε;

Όταν ήμουν πέντε ή έξι χρονών, πίστευα ακόμα ότι οι μεγάλοι τα ήξεραν όλα. Έτσι πήγα και ρώτησα τους δασκάλους μου, το θείο και την μητέρα μου για το μυστήριο του ελέφαντα. Εκείνοι μου εξήγησαν ότι ο ελέφαντας δεν το έσκαγε επειδή τον είχαν δαμάσει. Τότε, όπως ήταν λογικό, τους ρώτησα: «Αν είναι δαμασμένος και γι’ αυτό δεν το σκάει, γιατί τον δένουν;»

Κανείς δεν ήξερε να μου απαντήσει σ’ αυτήν την ερώτηση.

Πολύ καιρό μετά, μια νύχτα, γνώρισα κάποιον πολύ σοφό που είχε ταξιδέψει στην Ινδία και αυτός με βοήθησε να βρω την απάντηση. Ο ελέφαντας του τσίρκου είχε μείνει δεμένος σ’ ένα ξυλαράκι από τότε που ήταν μικρός.

Θυμάμαι που έκλεισα τα μάτια και σκέφτηκα το μικρό, το νεογέννητο ελεφαντάκι να κάθεται δεμένο στο ξύλο. Το φαντάστηκα να σπρώχνει και να τραβάει την αλυσίδα κάθε μέρα νύχτα, όλη μέρα και να προσπαθεί να λυθεί. Σχεδόν μπορούσα να το δω να κοιμάται κάθε νύχτα εξαντλημένο από την κούραση με τη σκέψη πως το επόμενο πρωί θα ξαναπροσπαθούσε. Όλα ήταν μάταια: το ξυλαράκι ήταν πολύ γερό για ένα νεογέννητο ζωάκι, ακόμα και αν μιλάμε για ελέφαντα.

Ώσπου, μια μέρα, την πιο θλιβερή μέρα της μικρής ζωής του, το ελεφαντάκι δέχτηκε ότι δεν μπορούσε να ελευθερωθεί και παραδόθηκε στη μοίρα του. Κατάλαβα τότε γιατί ο πανίσχυρος και τεράστιος ελέφαντας που έβλεπα στο τσίρκο έμενε αλυσοδεμένος. Ήταν πια σίγουρος πως ποτέ δε θα μπορούσε να ελευθερωθεί από το ξυλάκι του. Το κακόμοιρο ζώο είχε πια την αποτυχία χαραγμένη στην ελεφαντινή μνήμη του και ποτέ, ποτέ πια δεν θα ξαναδοκίμαζε τη δύναμή του…

Κάποιες νύχτες ονειρεύομαι ότι πλησιάζω τον αλυσοδεμένο ελέφαντα και του λέω στο αφτί: «ξέρεις κάτι; Εμείς οι δύο μοιάζουμε. Νομίζεις ότι και εσύ δεν μπορείς να κάνεις κάποια πράγματα επειδή, μια φορά, προσπάθησες και δεν τα κατάφερες. Πρέπει να καταλάβεις ότι ο καιρός πέρασε και σήμερα είσαι πια πιο μεγάλος και πιο δυνατός από παλιά. Αν ήθελες στα αλήθεια να απελευθερωθείς, είμαι σίγουρος ότι θα μπορούσες να το πετύχεις. Γιατί δεν το δοκιμάζεις;»

Μερικές φορές ξυπνάω με τη σκέψη ο ελέφαντάς μου, τελικά, κάποια μέρα το επιχείρησε και κατάφερε να ξεριζώσει το ξύλο. Τότε χαμογελάω και φαντάζομαι ότι το τεράστιο ζώο συνεχίζει να ταξιδεύει με το τσίρκο επειδή χαίρεται να βλέπει τα παιδιά να διασκεδάζουν, αλλά χωρίς αλυσίδα.

Ο αλυσοδεμένος ελέφαντας \ Χόρχε Μπουκάι, εκδόσεις Opera.

Τελευταία νέα

Η ιδέα
από μια ανάρτηση
του σ.φου Σπύρου Τζόκα
στο FaceBook