01 Ιουνίου 2013

Παναΐτ Ιστράτι _Γεράσιμος-Παναγής Βαλσαμής & Καζαντζάκης

Γιος του Κεφαλονίτη Γεώργιου Βαλσαμή και της Ρουμάνας Ζωίτσας Ιστράτι γεννήθηκε το 1884 στη Βράιλα της Ρουμανίας, ο επονομαζόμενος και Γκόργκι των Βαλκανίων, μικρός έχασε τον πατέρα του, εγκατέλειψε το σχολείο (στην τετάρτη Δημοτικού) και έκανε διάφορες δουλειές του ποδαριού.
Αριστερός (φιλοτροτσκιστής με τα δεδομένα εκείνων των καιρών), υπήρξε συνδικαλιστής στο σωματείο λιμενεργατών της Βράιλας και αργότερα περιπλανήθηκε σε Αίγυπτο, Παλαιστίνη, Συρία, Τουρκία, Ελλάδα, Ιταλία και Γαλλία.
Προσβλήθηκε από φυματίωση και κατέφυγε σε ελβετικό σανατόριο όπου έμαθε μόνος του γαλλικά και το 1921 έκανε απόπειρα αυτοκτονίας σ' έναν δημόσιο κήπο στη γαλλική Νίκαια.
Είχε αφήσει ένα γράμμα κι αυτό έγινε αφορμή να τον ανακαλύψει ο Γάλλος λογοτέχνης Ρομέν Ρολάν, ο οποίος τον έπεισε να γράψει στα γαλλικά.

Το 1923 εκδόθηκε το πρώτο του βιβλίο: «Κυρα-Κυραλίνα». Ακολούθησαν: «Ο θείος Αγγελος», «Χαϊντούκοι», «Δόμνιτσα Σνάγκοφ», «Ο Μιχαήλ», «Η Νεραντζούλα», «Τα Γαϊδουρόγκαθα του Μπαραγκάν», «Προς την άλλη φλόγα» (όπου ασκεί κριτική στην  ΕΣΣΔ), «Ο Σφουγγαράς» κά.
Το 1929 στράφηκε ενάντια στη Σοβιετική Ενωση _εξαιτίας της ιδεολογικής του μεταστροφής παραλληλίζεται και με τον Τζακ Λόντον.
Την άνοιξη του 1935 πεθαίνει από φυματίωση στο Βουκουρέστι.
'Ολα τα βιβλία του εδώ

Έγινε γνωστός στην Ελλάδα για την επεισοδιακή διάλεξη της 11ης-Ιαν-1928 στο θέατρο «Αλάμπρα» Διάλεξη που έδωσε ευκαιρία για μια «ώσμωση» ανάμεσα στην προοδευτική αστική διανόηση και το ΚΚΕ, που λοιδορήθηκε άγρια από τα εθνικόφρονα ΜΜΕ και κατέληξε σε δικαστική δίωξη (σαν σήμερα πριν 85 χρόνια την 1η Ιούνη 1928) των δύο «ξένων πρακτόρων» (και του Δημήτρη Γληνού που την οργάνωσε) για «πρόκληση των πολιτών σε διχόνοια».
«Καιρός να κατανοήσουν οι εξυμνούντες τα αγαθά του μπολσεβικισμού ότι πρέπει να τα απολαύσουν φεύγοντες εξ Ελλάδος»
Εισαγγελέας Γ. Κιουρτσάκης, από την αγόρευσή του στη δίκη του Γληνού («Εθνος» 2-Ιούνη-1928)

Το πολιτικό σκηνικό

Στην «οικουμενική» κυβέρνηση Ζαΐμη (1926-1927) Μεταξάς και Παπαναστασίου, ενώ από τις αρχές του 1928 κυβερνά ο «ευρύς συνασπισμός» του Αλέξανδρου Ζαΐμη, στον οποίο μετέχουν τα Κόμματα των Φιλελευθέρων (Καφαντάρη-Μιχαλακόπουλου), Ελευθεροφρόνων (Μεταξάς) και η Δημοκρατική Ενωσις (Παπαναστασίου), με προγραμματικό στόχο τη σταθεροποίηση της οικονομίας μέσω εξωτερικού δανεισμού, περιστολής μισθών & αντιλαϊκών φορολογικών μέτρων.
Στις 16/12/1927 αφαιρείται η ασυλία των βουλευτών του ΚΚΕ με πρόσχημα το Μακεδονικό και, την ημέρα της διάλεξης Καζαντζάκη-Ιστράτι και δημοσιευόταν στις εφημερίδες η είδηση της πρώτης προφυλάκισης μέλους της Κοινοβουλευτικής του Ομάδας.
Απροσχημάτιστη προώθηση του ξένου παράγοντα που επενδύεται ιδεολογικά με μπόλικες υπερπατριωτικές κορόνες –και η «υπόθεση Καζαντζάκη-Ιστράτι» πρόσφερε μια καλή ευκαιρία για παρόμοιες επιδείξεις.

Τα πρόσωπα

Στις αρχές του 1928 ο Νίκος Καζαντζάκης διανύει μια από τις πολλές μεταβατικές φάσεις των πολιτικών του προσανατολισμών.
Βγαίνοντας απ’ αυτό που θα περιγράψει αργότερα ως «κομμουνιστική περίοδο» της ζωής του, διαμορφώνει ένα προσωπικό, «μετακομμουνιστικό» και ατομοκεντρικό ιδεώδες που συνδυάζει την αναζήτηση ισχυρού ηγέτη με την επαγγελία ενός ατέρμονου αγώνα για τον αγώνα.

Οι εντυπώσεις από τα δύο τελευταία ταξίδια του, αρκούντως προσωπικές και κάθε άλλο παρά προπαγανδιστικές, δημοσιεύτηκαν ως εκτενή ρεπορτάζ στον «Ελεύθερο Λόγο» και την «Πρωία»· τους επόμενους δε μήνες θ’ αναλυθούν ακόμη εκτενέστερα στο δίτομο έργο του «Τι είδα στη Ρουσία».

Στην τρίτη επίσκεψή του ο Καζαντζάκης συνδέθηκε στενά με τον Παναΐτ Ιστράτι, φυσιογνωμία περιπετειώδη και εκρηκτική, που επί ενάμιση χρόνο θα αποτελέσει το μαχητικό alter ego του.

«Είναι ένας αδερφός εξαίσιος –δυνατός, θερμός, αποφασισμένος κομμουνιστής σαν εμάς, πλατύς και λεύτερος», γράφει χαρακτηριστικά στις 20-11-1927 από το Μπακού στον φίλο του Παντελή Πρεβελάκη (βλ «400 γράμματα...»).

«Η δουλειά μας στη Ρουσία δε θα μας επιβάλει καμιά σκλαβιά και μήτε είμαστε όργανα κανενούς», ξεκαθαρίζει, τονίζοντας ότι δεν είναι «μήτε στενοκέφαλος, μήτε μαρξιστής», αλλά το «χρέος» της συμπαράστασης στο επαναστατικό καθεστώς εκτοπίζει τις όποιες «φιλοσοφικές επιφύλαξές» του (Ελένη Καζαντζάκη, «Ο ασυμβίβαστος», Αθήνα 1977).

Το τρίτο πρόσωπο της υπόθεσης, ο Δημήτρης Γληνός, αρχιτέκτονας της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που ο υπουργός Νικολούδης ήταν αποφασισμένος να καταργήσει, μόλις είχε πρωταγωνιστήσει στη διάσπαση του Εκπαιδευτικού Ομίλου (Μάρτιος 1927), ως επικεφαλής της σοσιαλιστικής πτέρυγάς του, και τους επόμενους μήνες θα διωκόταν από την Ιερά Σύνοδο με την κατηγορία της «αθεΐας»- αργότερα εξελίχθηκε σε βουλευτή (1936) και ανώτατο ηγετικό στέλεχος (1941-43) του ΚΚΕ

Η εκδήλωση

Το αρχείο του Γληνού αναφέρει πως η ιδέα να «πατρονάρει» ο Όμιλος τη διάλεξη των Καζαντζάκη-Ιστράτι δεν ήταν δική του αλλά της Μαρίας Σβώλου, όταν δημοσιεύτηκε «πως δεν έδωσαν στον Ιστράτι αίθουσα για να κάνει διάλεξη».
Η Σβώλου προσφέρθηκε μάλιστα να καταβάλει μεγάλο μέρος του ενοικίου, ως έμπρακτη υποστήριξη «στην ελευθερία της σκέψης» και «χτύπημα του μεσαιωνισμού»
Είχε προηγηθεί πρωτοχρονιάτικη επίσκεψη των Καζαντζάκη-Ιστράτι στις Φυλακές Συγγρού, συνάντησή τους με κομμουνιστές πολιτικούς κρατούμενους και πρωτοσέλιδη προβολή της στον «Ριζοσπάστη».
Για την επεισοδιακή διάλεξη της 11ης Ιανουαρίου 1928 στο θέατρο «Αλάμπρα» της οδού Πατησίων υπάρχουν όχι μόνο τα ρεπορτάζ των εφημερίδων, αλλά και κάμποσες προσωπικές μαρτυρίες ανθρώπων που την παρακολούθησαν.

Ανθρώπων πολύ διαφορετικών, όπως η Ελλη Αλεξίου, ο Παντελής Πρεβελάκης, η Αύρα Παρτσαλίδου, ο Ασημάκης Πανσέληνος κι ο Εμμανουήλ Κριαράς –ζωντανή απόδειξη του εύρους του ακροατηρίου και της πολιτικοϊδεολογικής ρευστότητας των ημερών.
Παρά τη διαφορετική οπτική γωνία τους, όλες οι πηγές καταγράφουν την ίδια πάνω-κάτω εικόνα.
«Η διάλεξη είχε μία πρωτοφανή επιτυχία σε συγκέντρωση ακροατών», πανηγυρίζει την επομένη ο «Ριζοσπάστης», υπολογίζοντας το πλήθος σε πάνω από 3.000. «Στις εφτά η ώρα είναι αδύνατο όχι πια να βρει θέση κανείς να καθίσει, μα και να σταθεί όρθιος ακόμη. Οι καθυστερημένοι αναγκάζονται να αποχωρήσουν. Στην πόρτα του θεάτρου, ένα αδιαπέραστο ανθρώπινο τείχος τούς εμποδίζει να προχωρήσουν».

Την επιτυχία της εκδήλωσης παραδέχεται, με τον τρόπο του, ακόμη και το απροκάλυπτα εχθρικό «Εμπρός» (12/1): «Ο κόσμος ανύποπτος προσέτρεξεν αθρόως εις την Αλάμπραν, διά να ευρεθή προ συρφετού συντρόφων ωρυομένων απ’ αρχής υπέρ της Γ' Διεθνούς. Τοιουτοτρόπως η ευρεία αίθουσα του θεάτρου της Αλάμπρας υπερπληρώθη, πράγματι μέχρι ασφυξίας».

Εξίσου πρωτοφανής ανομοιογένεια του ακροατηρίου. «Πολύ πριν ακόμη από την ωρισμένη ώρα της ομιλίας, πλήθη εργατών γεμίζουν το θέατρο. Επίσης προσέρχονται αθρόοι μικροαστοί και διανοούμενοι», σημειώνει λακωνικά ο «Ριζοσπάστης» (12-1).
Για «ακροατήριο εργατικό κατά το πλείστο» κάνει λόγο ο Πρεβελάκης, για «κοινό απαρτιζόμενο κατά πλειοψηφία, καθώς φαινόταν, από αριστερούς» ο Κριαράς.

«Είχε έρθει και πάρα πολύς κόσμος που δεν είχε σχέση με το αριστερό κίνημα, ήθελε να δει και ν’ ακούσει τον Ιστράτι», θυμάται πάλι Α. Παρτσαλίδου, νεαρή φοιτήτρια της ΟΚΝΕ τότε, περιγράφοντας ταυτόχρονα τη σχετική κινητοποίηση του ΚΚΕ: «Δεν έλειψε κανένας από τα μέλη του Κόμματος και της Νεολαίας, φέρανε μαζί και όλους τους συμπαθούντες τους. Ανέβηκαν στην Αθήνα και οι Πειραιώτες».
Η ίδια μάς παραδίδει και μια ζωντανή εικόνα των εντάσεων που γέννησε η ασυνήθιστη αυτή συνύπαρξη: «Ενας νεολαίος φοιτητής είχε φέρει τη μάνα του, ανίδεη απ’ τα δικά μας, να δει κι αυτή τον Ιστράτι. Είχε προφτάσει να την καθίσει σε μια απ’ τις πίσω σειρές. Η γυναίκα είχε τρομοκρατηθεί. Απ’ τη μια μεριά είχε έναν κύριο που πήγε από λογοτεχνικό ενδιαφέρον κι απ’ την άλλη έναν ενθουσιώδη προλετάριο, που κάθε φορά ζητωκραύγαζε και χαλούσε τον κόσμο. Ο άλλος θύμωνε που του έκοβε τη συνέχεια και παραλίγο να πιαστούνε» (σ. 51).

Τη μετάφραση της ομιλίας του Ιστράτι από τα γαλλικά έκανε ο νεαρός τότε φοιτητής Παντελής Πρεβελάκης. Από την ένταση μάλιστα των στιγμών, παραλίγο να υποστεί σοβαρό ατύχημα.
«Ξαφνικά εξαφανίστηκε από μπροστά από τα έκπληκτα μάτια μας. Είχε πέσει μέσ’ στην τρύπα του υποβολέα», θυμάται η Παρτσαλίδου. «Αφού τον βγάλανε σώο και αβλαβή, άρχισε η ομιλία».

Ιστράτι+Καζαντζάκης Κίεβο 1928 -σοβιετικά_επίκαιρα

Στις ομιλίες τους, Καζαντζάκης και Ιστράτι ζωγράφισαν τη Σοβιετική Ένωση με χρώματα θετικά και η διάλεξη τελείωσε με τη «Διεθνή» και συνθήματα: «Ζήτω η προλεταριακή μας πατρίδα! Ζήτω η παγκόσμια επανάσταση!». Η έξοδος του πλήθους μετατράπηκε σε διαδήλωση, που έσπασε τον αστυνομικό κλοιό και διαλύθηκε στα Χαυτεία.
Ακολούθησε, τις επόμενες μέρες, επίσκεψη των δύο συγγραφέων στο «Σωτηρία», το νοσοκομείο όπου αργοπέθαιναν σε άθλιες συνθήκες οι φυματικοί της πρωτεύουσας, και δημοσίευση των εντυπώσεων του Ιστράτι στον «Ριζοσπάστη» (16/1): «Δεν ντρεπόσαστε να δείχνετε ξεδιάντροπα στα μάτια ενός ξένου τα πλούτη σας, τα ασημικά σας, τα πολυτελή σας διαμερίσματα, όταν ξέρετε ότι στην πόρτα της Αθήνας υπάρχει αυτή η τρομερή “Σωτηρία”; Δεν έχεις σταλαματιά ντροπή, ω Αθήνα των εκατομμυριούχων;».

Η δίωξη

Στις 18/1, Καζαντζάκης και Ιστράτι καταθέτουν μαχητικό απολογητικό υπόμνημα: «Το να μας καταδιώξετε διά τας αρχάς, τας οποίας εκπροσωπούμεν, είνε δικαίωμα και καθήκον υμών επιτακτικόν. Το να μας αποδίδετε όμως ιδιότητας μισθάρνων οργάνων της Γ' Διεθνούς, τούτο αποτελεί καθαράν συκοφαντίαν, την οποίαν αποκρούομεν μετ’ αγανακτήσεως, διότι ουδεμία μεταξύ ημών και της Μόσχας υπάρχει σχέσις, πλην της πνευματικής. [...]
Μολονότι είμεθα ορθόδοξοι Μαρξισταί και πιστεύομεν απόλυτα εις την Μαρξιστικήν αρχήν της πάλης των τάξεων, δεν ανήκομεν εν τούτοις δυστυχώς εισέτι εις το επίσημον Κομμουνιστικόν Κόμμα. Είμεθα απλώς διανοούμενοι επαναστάτες, ανθρωπισταί κήρυκες και εργάται διά την δημιουργίαν μιας καλλιτέρας αύριον.
[...]
Πράγματι θέλομεν να ανατρέψωμεν την τάξιν την κοινωνικήν την κρατούσαν, που κατά τας πεποιθήσεις μας δεν είνε τίποτε άλλο παρά η τυραννία και η εκμετάλλευσις των αδυνάτων από τους ισχυρούς».

🔹 Με ομόφωνη απόφαση ανακριτή και εισαγγελέα αφήνονται προσωρινά ελεύθεροι 

Στις 3/2 εκδίδεται παραπεμπτικό βούλευμα σε βάρος των τριών, με την κατηγορία πως «ηρέθισαν τους πολίτας εις διχόνοιαν και αμοιβαίαν καταφρόνησιν και εχθροπάθειαν, τουτέστιν εξύμνησαν το εν Ρωσσία Σοβιετικόν πολιτικοκοινωνικόν καθεστώς ως τοιούτον ισότητος, δικαιοσύνης και ελευθερίας και εκαυτηρίασαν δριμέως το κρατούν κοινωνικόν σύστημα ως τοιούτον τρομοκρατίας και αδικίας, καταπιέζον τους εργάτας»

Στην εισαγγελική πρόταση στοχοποιείται πρωτίστως ο Γληνός, ως «ο κύριος δημιουργός και παράγων της προκειμένης υποθέσεως»· διατυπώνεται μάλιστα ο ισχυρισμός ότι «τοιαύτη υπήρξεν ανέκαθεν η αποστολή και πολιτεία» του, ως «κυρίου εργάτου της διχοστασίας μεταξύ των εκπαιδευτικών λειτουργών».

Την ίδια μέρα, σε επιστολή του προς τον Πρεβελάκη από την Αίγινα, ο Καζαντζάκης αποστασιοποιείται ρητά από την υπόθεση: «Πόσο επιπόλαιος, όξω από τη φύση μου, ο θόρυβος της Αθήνας, η “Σωτηρία” κι οι ανακριτές κι οι κομμουνιστικές ψευτοπαλικαροσύνες!».

🔹 Στις 23 Φλεβάρη ο Ιστράτι αναχωρεί για την Οδησσό και η δίκη διαχωρίζεται για τους Καζαντζάκη-Γληνό.
🔹 Στις 3 Απρίλη αναβάλλεται και την επομένη δημοσιεύεται το νομοσχέδιο για την ποινικοποίηση της κομμουνιστικής προπαγάνδας και δράσης («Ιδιώνυμο»).
🔹 Στις 19 Απρίλη ο Καζαντζάκης αναχωρεί, για την ΕΣΣΔ.

ℹ️  Η δίκη θα διεξαχθεί τελικά την 1η Ιουνίου, με μοναδικό κατηγορούμενο τον Γληνό.
Μάταια ο εισαγγελέας Κιουρτσάκης, ο ίδιος που εισηγήθηκε και αποφάσισε τη δίωξη, διακήρυξε στην αγόρευσή του πως «η χειρ η αδυσώπητος του Νόμου είναι η χειρ του λευκού Ελληνικού πολιτισμού» («Εσπερινή» 2-6).
Μετά από πολύωρη διαδικασία το δικαστήριο αθώωσε τον κατηγορούμενο, αποδεχόμενο τον ισχυρισμό του πως η επίμαχη διάλεξη είχε χαρακτήρα ενημερωτικό και προάσπισης της ελευθερίας του λόγου, απέναντι στη συκοφαντικά λογοκριτική καμπάνια «μερίδος του Τύπου».

ΗΘΩΩΘΗ Ο κ. ΓΛΗΝΟΣ
“ΑΛΗΤΑΙ” & ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ

Χτες εγένετο η δίκη του κ. Γληνού κατηγορουμένου διά τά γεγονό­τα της “Αλάμπρας” κατά την διάλεξιν στου σ. Ιστράτι.  Μάρτυρες κατη­γορίας παρέστησαν οι Φονιάνας, Δαμασκηνός, Κουλουμβάκης -μη προσελθών καί άλλοι.
Ο Φονιάνας εξεταζόμενος φά­σκει καί αντιφάσκει.
- Είς συνήγορος:
Είσθε εις την διάλεξιν;
- Φονιάνας: Ναί.
- Συνήγορος: Μετέφραζεν ο Γληνός;
- Φονιάνας: Δεν ξαίρω.
- Συνήγορος: Αφού ήσουν μέσα πως δεν ξαίρεις;
- Φονιάνας: Έμπταινόβγαινα,
- Συνήγορος: Πώς τα κατώρθωνες;
- Φονιάνας: Μούκαναν …μέρος
Μετά την εξέτασιν των μαρτύρων έλαβε τον λόγον ο κ. Εισαγγελεύς …απεκάλυψε σπουδαία γεγονότα και εζήτησεν την καταδίκην του κ. Γληνού

(Από το Ριζοσπάστη της επόμενης)


Η Λιλή Ζωγράφου στο βιβλίο της «"Νίκος Καζαντζάκης" -ένας τραγικός» (ανεξαρτήτως συμφωνίας ή μη με το συνολικό περιεχόμενο) αναφέρει:
Ο Καζαντζάκης είχε μια κακή συνήθεια: δεν αλάφρωνε ποτέ τα γραφτά του, ούτε και τη ζωή του, από τα περιττά. Έτσι πέρασε τα σύνορα της παιδικότητας και της εφηβείας και μπήκε, σαν γέρος καμπουριασμένος παρ’ όλα τα νιάτα του, στη ζωή, κουβαλώντας στις πλάτες του το οικογενειακό του δράμα.
Το να υποτάξεις το υλικό «Καζαντζάκης», να του δώσεις μια συνοχή, παρ’ όλη την αέναη επανάληψή του, είναι άθλος.
Το τι πίκρες μου στοίχησε αυτός ο άνθρωπος, τι προβλήματα συνείδησης, τι αγωνίες κι αμφιταλαντεύσεις για να κρατιέμαι πάντα στον ίσιο δρόμο, να μείνω ανεπηρέαστη, αληθινή και συνεπής, δεν λέγεται. Ήρθανε στιγμές που αγαναχτούσα για ό,τι ένιωθα μόνο από διαίσθηση χωρίς να μπορώ να το αποδείξω. Και σαν ανακάλυπτα ότι θα στήριζε και θα δικαίωνε ξεκάθαρα την άποψή μου, αντί για ικανοποίηση αισθανόμουνα συντριβή.
Ένας τραγικός –να τι ήταν ο Καζαντζάκης–, «ένας ακροβάτης πάνω απ’ το χάος», όπως αυτοχαρακτηρίζεται, άσπλαχνος για την ανθρωπότητα, άσπλαχνος για τον εαυτό του, που ’χε φυλάξει όμως μπόλικη ασπλαχνιά και για τον μελετητή του.

Στην πρώτη και μεγαλύτερη μούσα του τη Γαλάτεια, από τη Γερμανία, εντάσσοντας, με υπέροχο ποιητικό τρόπο, την εργατική τάξη, στον ιδιότυπο, καθαρά προσωπικό του «μεσσιανισμό» γράφει:

Το νέο πρόσωπο του Θεού μου, όπως συχνά Σού ‘γραψα, είναι ένας αργάτης που πεινάει, δουλέβει κ’ εξανίσταται. Ένας αργάτης που μυρίζει καπνό και κρασί, σκοτεινός, δυνατός, όλος επιθυμίες και δίψα εκδίκησης.
Είναι σαν τους παλιούς ανατολίτες αρχηγούς με προβιές στα πόδια, με διπλό τσεκούρι στη δερματένια ζώνη, ένας Τσιγκισχάνος, που οδηγάει καινούργιες ράτσες που πεινούν και γκρεμίζει τα παλάτια και τα κελάρια των χορτασμένων κι αρπάζει τα χαρέμια των ανίκανων.
Είναι σκληρός ο Θεός μου, όλος πάθος και θέληση, χωρίς συβιβασμούς, ανένδοτος. Η Γης τούτη είναι το χωράφι του, ουρανός και Γης είναι ένα.

Πνεύμα ανήσυχο και διψασμένος για την κάθε είδους γνώση, ο Νίκος Καζαντζάκης διέτρεξε και κατέκτησε τις καλλιτεχνικές, αισθητικές και φιλοσοφικές αναζητήσεις της εποχής του, δημιουργώντας το δικό του, πρωτότυπο, καλλιτεχνικό, αισθητικό και φιλοσοφικό σύμπαν, το οποίο, αν και φαινομενικά γεμάτο αντιφάσεις και αντιθέσεις, διαπνέεται, από τη μεγάλη, διαλεκτική ανάγκη και αγωνία της σύνθεσης, τόσο υφολογικά, όσο και σε σχέση με την ιδεολογική του βάση.
Η «Ασκητική» του, αποτελεί το φιλοσοφικό–ποιητικό του «μανιφέστο», που ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1922 στη Βιέννη, συνεχίστηκε στο Βερολίνο το 1923 (με τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης στο φόρτε της μην το ξεχνάτε) και ολοκληρώνεται –κατά δήλωσή του «συνεχώς μέχρι το 1944» (το 1928, προσθέτει ένα τελευταίο κεφάλαιο με τίτλο «Σιγή»).

Το 1924 – ’25, αναλαμβάνει παράνομη πολιτική δράση στο Ηράκλειο, ως (πνευματικός) ηγέτης κομμουνιστικής ομάδας δυσαρεστημένων προσφύγων και παλαίμαχων της μικρασιατικής εκστρατείας, συλλαμβάνεται από την αστυνομία και κρατείται –υποβάλλοντας στην ανακριτική αρχή Ηρακλείου ένα υπόμνημα, όπου συνοψίζει τις πολιτικές του πεποιθήσεις.
Το κείμενο δημοσιεύεται στη Νέα Εφημερίδα Ηρακλείου, με τίτλο «Ομολογία Πίστεως» (16.2.1925), όπου αναφέρει:
«Η σχεδόν καθολική έλλειψις κάθε ενδιαφέροντος διά τα κοινά, η σχεδόν αποκλειστική εξυπηρέτησις της αρχούσης τάξεως υπό της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας, εις βάρος της μεγίστης πλειονοψηφίας του λαού, καθιστά ανεπαρκή και επιπολαίαν οιανδήποτε αλλαγήν προσώπων ή θεσμού.
1. Ταύτα πάντα θεωρώ συμπτώματα της παρακμής μιας τάξεως. Η αστική τάξις απέδωκεν – και εις θαυμαστήν ποσότητα και ποιότητα – ό,τι ηδύνατο εις την σκέψιν, εις την τέχνην, εις την επιστήμην, εις την πράξιν.
Επάλαισεν εναντίον της προηγούμενης της φεουδαλικής ιδεολογίας, ενίκησεν, εδημιούργησεν, εξετέλεσεν τον προορισμόν της – αρχίζει ν’ αποσυντίθεται και να βαίνει εις εξαφάνισιν.
Τοιούτος υπήρξε πάντοτε ο ρυθμός της ιστορίας. Μια τάξις, εκάστοτε εναλλάσσουσα – οι βασιλείς, οι ευγενείς, οι αστοί – γεννάται, παλαίει, νικά, δημιουργεί, και εξαφανίζεται.
Και άλλη τάξις την διαδέχεται, διαγράφουσα και αυτή, εις την πάροδον των αιώνων, την ιδίαν μοιραίαν τροχιάν.
Ζώμεν, ακλονήτως πιστεύω, το τέλος μιας κοινωνικής τάξεως, της αστικής.
2. Ποία τάξις θα την διαδεχθή; Η τάξις των εργαζομένων – είτε εργάται είνε ούτοι, είτε αγρόται, είτε πνευματικοί παραγωγοί.
Η τάξις αύτη διήλθε προς ενός ήδη αιώνος, το πρώτον στάδιον της πορείας της, καθ’ ό προσεπάθη να εξεγείρη τας τάξεις των αστών το αίσθημα της φιλανθρωπίας και δικαιοσύνης, υπέρ των πεινώντων και αδικουμένων και ικέτευεν εξ ονόματος υψηλών ηθικών αρχών, να βελτιωθούν οι όροι της ζωής.
Ταχέως όμως σαφώς αντελήφθη ότι η πάλη των τάξεων είνε νόμος ιστορικός, αναπόφευκτος και όπως τα άτομα ούτω και οι λαοί, ούτω και αι κοινωνικαί τάξεις, διατρέχουν μοιραίως τα στάδια της γεννήσεως, της ακμής και της φθοράς.
Ουδεμία τάξις έμενε διά παντός εις την εξουσίαν.
Η αστική τάξις θ’ ακολουθήση και αυτή τον απαράγραπτον φυσιολογικόν νόμον και τότε η τάξις των εργαζομένων μοιραίως θα την διαδεχθή».
ΣΣ |> Αναφέρεται αναλυτικά η Έλλη Αλεξίου, στη βιογραφία του Νίκου Καζαντζάκη «Για να γίνει μεγάλος» (1η έκδοση 1978) Καζαντζάκης Ζορμπάς

Καταδιωκόμενος μια ζωή

Από το 1925 έως το 1929, ταξιδεύει στην ΕΣΣΔ, τη δεύτερη φορά με πρόσκληση της κυβέρνησης για τα δεκάχρονα της επανάστασης (εκεί θα γνωρίσει τον Ιστράτι, τον Μπαρμπύς και τον Γκόρκι).
Ακολουθεί και πάλι η Γαλλία, η Ισπανία (όπου κάλυψε δημοσιογραφικά τον εμφύλιο ως ανταποκριτής της «Καθημερινής»), η Ιαπωνία, η Κίνα.
«Δεν έρχουμαι για να καταλάβω…. Έρχουμαι για να χορτάσω τις πέντε μου αίστησες. Δεν είμαι κοινωνιολόγος – δόξα σοι ο Θεός ! –μήτε φιλόσοφος, μήτε τουρίστας… Η Κίνα για μένα είναι ένα καινούργιο λιβάδι όπου θα βοσκήσουν οι πέντε μου αίστησες.»
Αυτά έλεγε ο Νίκος Καζαντζάκης στον φίλο του Λιάν-Κε στο πρώτο του ταξίδι στην Κίνα το 1935, που χρονικά συμπίπτει με την αρχή της θρυλικής «Μεγάλης Πορείας», τις μέρες που ο παλιός κόσμος κατέρρεε και ο καινούργιος μαχόταν να πάρει τη θέση του με τους κομμουνιστές να προελαύνουν από τον Νότο και τους Ιάπωνες να κατευθύνονται προς το Πεκίνο μετά τις ανεπιτυχείς τέσσερις «Εκστρατείες Τελικής Εξόντωσης» του Τσιανγκ Κάι Σεκ εναντίον του «Κόκκινου Στρατού» και της «κυβέρνησης των σοβιέτ» του Κιανγκσί.

Και οι πέντε αισθήσεις του μεγάλου ταξιδευτή γέμισαν με την πνευματική τροφή που η απέραντη χώρα της Ανατολής είχε απλόχερα να του προσφέρει. Και η τροφή αυτή μεταλλάχτηκε σε πνεύμα, και ξεχύθηκε μέσα από τη μαγική του πέννα σε χαρτί, για να μείνει αιώνια σε μας η αίσθηση της μαγείας που τον είχε κυριεύσει καθώς ζούσε την καθημερινότητα της Κινέζικης ζωής.
Μιας ζωής άρρηκτα συνδεδεμένης με τη φιλοσοφία τον πολιτισμό και τις παραδόσεις ενός μεγάλου λαού που την εποχή της πρώτης επίσκεψης του Νίκου Καζαντζάκη αναζητούσε ένα καινούργιο δρόμο σε ταραγμένες και δύσκολες εποχές.
27 χρόνια αργότερα και πάλι στην Κίνα έγραψε: «Εδώ ο τουρίστας έχει λίγα να δει. Ο άνθρωπος όμως πολλά», αυτοκίνητα, χιλιάδες ποδήλατα και ρικσό χωρίς τους «ανθρώπους-άλογα».
Δεν υπήρχαν μιζέρια, αθλιότητα, αρρώστιες και διαφθορά, ούτε γυμνά παιδιά, λεπροί άνδρες και μισόγυμνες γυναίκες στα σοκάκια. Το Πεκίνο ήταν καθαρό! Και μαζί με τη βρόμα είχαν εξαφανιστεί η χολέρα, ο τύφος και η ευλογιά. Υπήρχαν νοσοκομεία, σχολεία, ανοικοδόμηση, αγροτική μεταρρύθμιση, ευγένεια και χαμόγελα.

Στα ταξίδια του συνάντησε μανδαρίνους, αρχόντισσες, διανοούμενους, καλλιτέχνες και πολιτικούς. Γνώρισε τους μεγάλους συγγραφείς Μάο Ντουν και Γκούο Μορούο, τον γηραιό ζωγράφο Τσι Παϊσί, που είχε τιμηθεί, όπως και ο ίδιος, με το Βραβείο Ειρήνης, τον σπουδαίο ηθοποιό της Όπερας του Πεκίνου Μέι Λανφάν και τον Χου Σι, τον κίτρινο Ψυχάρη, όπως τον αποκαλούσε, εξαιτίας των αγώνων του για την επικράτηση της ζωντανής γλώσσας του λαού.
Ο Καζαντζάκης είδε με ενθουσιασμό το κινεζικό εγχείρημα και εκφράστηκε με θαυμασμό για τους αγώνες των Κινέζων κομμουνιστών για την ελευθερία τους και τα θετικά βήματα της κυβέρνησής τους.

«Η Δύση είναι σάπια, δεν είμαι Ευρωπαίος, το μέλλον ανήκει στην Ανατολή», πίστευε.
Η αγάπη του για τη χώρα ήταν τόση που τον έκανε να επιθυμεί να ζήσει μερικά χρόνια στο Πεκίνο, επιθυμία που θα πραγματοποιούνταν αν δεν προλάβαινε ο θάνατος…
Το τελευταίο βράδυ, στην Καντόνα, νιώθοντας ότι δεν θα ξανάβλεπε τη χώρα που τόσο αγαπούσε, έγραφε θλιμμένος: «Αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις…»

Ξαναγυρνώντας στην ΕΣΣΔ: Ο Καζαντζάκης εκφράζεται με ιδιαίτερη συγκίνηση από την πρώτη στιγμή που την επισκέπτεται το 1919, όντας επικεφαλής (ως γενικός διευθυντής του υπουργείου Περιθάλψεως που τον είχε διορίσει ο Ελ. Βενιζέλος) μιας ελληνικής αποστολής με σαφέστατο αντικομμουνιστικό χαρακτήρα, για τον επαναπατρισμό των Ελλήνων του Καυκάσου.
Το 1920 παραιτείται από τη θέση του στο υπουργείο και από το 1925 έως το 1930 ταξιδεύει άλλες τρεις φορές στη χώρα των Σοβιέτ, είτε ως απεσταλμένος εφημερίδας, είτε με πρόσκληση της σοβιετικής κυβέρνησης, γράφοντας και δημοσιεύοντας τις εντυπώσεις του.
Στο βιβλίο του «Ταξιδεύοντας: Ρουσία», ο Καζαντζάκης καταγράφει τις εντυπώσεις και τις εμπειρίες του από αυτά τα ταξίδια και στέκεται με μεγάλο θαυμασμό απέναντι στις προσπάθειες που γίνονται στην Παιδεία.
Βέβαια δεν υιοθετεί την κομμουνιστική ιδεολογία και γι’ αυτό στο βιβλίο του διατυπώνονται κρίσεις και ερμηνείες βαθιά επηρεασμένες από την ιδεαλιστική κοσμοθεωρία του. Αυτή όμως η απόστασή του από την κομμουνιστική ιδεολογία αυξάνει τη βαρύτητα της μαρτυρίας του.Καζαντζάκης

Θέλουμε να βγάλουμε πολεμιστές

Σε ένα ολόκληρο κεφάλαιο ο Καζαντζάκης μιλάει για τα σοβιετικά σχολεία με τίτλο «Το Ερυθρό Σκολειό» και καταγράφει (οι υπότιτλοι και οι υπογραμμίσεις δικές μας):

«Μου αρέσει να γυρίζω στα ερυθρά σχολειά και να μιλώ με τους δασκάλους – άλλοι νέοι, χυμένοι στο ίδιο καλούπι: σύρριζα κομμένα μαλλιά, μπλούζα με πέτσινη ζώνη, αψηλά ποδήματα.
Δεν ξέρουν πολλές θεωρίες και συχνά τ’ αδιάκριτα πνεματικά ρωτήματά μου τους νευριάζουν.
Δε σπούδασαν σε ανώτατες σχολές, δεν είχαν καιρό, πολεμούσαν. Η περίσσια μάθηση για τη σημερινή αποστολή τους δεν τους χρειάζεται, ίσως να ‘ναι κι επικίντυνη πολυτέλεια. Ο,τι τους χρειάζεται είναι ο ενθουσιασμός, η ιερή φλόγα, να ζουν άμεσα την ιστορική στιγμή που περνούμε και να εχτελούν το άμεσο χρέος.

Ένας δάσκαλος, βαριεστημένος από τα ρωτήματά μου, μου ‘λεγε:

Εμείς δε θέμε να βγάλουμε σοφούς, θέμε να βγάλουμε πολεμιστές. Τούτη η γενιά που βλέπετε να κάθεται στα θρανία και να φωνάζει στην αυλή, έχει ορισμένη άμεση αποστολή: να πολεμήσει. Την εξοπλίζουμε λοιπόν. Της χρειάζουνται, για να εχτελέσει τον προορισμό της, να ‘ναι σωματικά γερή, να ξέρει να χρησιμοποιεί τις φονικές δυνάμες, να κυβερνάει μηχανές, να προχωράει χωρίς λοξοδρομίες ή δισταγμούς στο σκοπό της. Υπερβολικές νοητικές ανάλυσες και ψιλοκοσκινίσματα, διανοητικά μπιχλιμπίδια, γνώσες που δεν μπορούν αμέσως να μετασχηματιστούν σε όπλα αμυντικά ή επιθετικά, δε μας χρειάζουνται – και μη με ρωτάτε.

🔻 Σε όλα τα σκολειά που πήγα, ανάσανα τον αγέρα αυτόν της πολεμικής ετοιμασίας.
Η νέα γενεά που αναθρέφεται σήμερα στα σοβιετικά σκολειά θα παίξει, είμαι βέβαιος, φοβερό, πολεμικότατο ρόλο στο άμεσο μέλλον.

Ο Λένιν άνοιγε και στον τομέα τούτον το δρόμο που ακολουθάει με φανατισμό και πίστη η ρούσικη παιδεία: «Κι η παραμικρότερη ενέργεια του σκολειού και το παραμικρότερο βήμα στην ανατροφή και στη μόρφωση πρέπει αδιαχώριστα να ‘ναι ενωμένα με την πάλη των τάξεων».
Κι ένας άλλος αρχηγός, ο Κεμένεφ, κηρύχνει: «Ο ερυθρός στρατός των δασκάλων πρέπει ένα και μόνο σκοπό να ‘χει: Να μετατρέψει το σκολειό σε όπλο του Προλεταριάτου».

Τόντα – Ράμπα

Στο έργο συμπυκνώνονται οι εντυπώσεις και οι εμπειρίες του Καζαντζάκη από τη Σοβιετική Ένωση. Κεντρικό πρόσωπο είναι ένας νέγρος, ο Τόντα-Ράμπα· το όνομά του στα εβραϊκά σημαίνει «ευχαριστώ».
Τον πλαισιώνουν επτά ακόμη χαρακτήρες, με διαφορετική καταγωγή και πολιτισμικό υπόβαθρο: ο Σουκι, ένας Κινέζος γερο-δάσκαλος· ο Αμίτα, ένας Γιαπωνέζος γέρος ποιητής· η Πολωνοεβραία Ραχήλ (λογοτεχνική persona της Ραχήλ Λιπστάιν, φίλης του Καζαντζάκη από τα χρόνια του Βερολίνου)· ο Κρητικός Γερανός («Γερανός» είναι ένα από τα ψευδώνυμα του Καζαντζάκη)· ο Αζάντ, ένας Αρμένης γέρος εργάτης· και ο Άνθρωπος με τις μεγάλες μασέλες.
Όλα αυτά τα πρόσωπα έρχονται στην ΕΣΣΔ από διάφορους τόπους, πηγαίνουν πρώτα στο Αστραχάν για να παρακολουθήσουν ένα Ανατολικό Συνέδριο και κατόπιν στη Μόσχα, όπου γιορτάζεται η επέτειος της Επανάστασης με λαμπρές παρελάσεις.
Στο τέλος, ο Τόντα-Ράμπα, που έχει πάει να προσκυνήσει στο Μαυσωλείο του Λένιν, έχει ένα όραμα πύρινης καταστροφής: μετά την κάθαρση του παλαιού κόσμου, βλέπει τους σπόρους κάτω από τη γη να ζωντανεύουν από τη βροχή και να σχηματίζουν τη μορφή του Λένιν.
Γράφεται στα γαλλικά το 1929 στο Γκόττεσγκαμπ, και δημοσιεύεται σε περιοδικά με τον αρχικό τίτλο Moscou a crié [=Η κραυγή της Μόσχας].

Με πληροφορίες και από
► Νίκος Καζαντζάκης, «Μια μεγάλη δημοσιογραφική αποστολή εις Ρωσσίαν» (εφ. Ελεύθερος Λόγος, 20/11-27/12/1925). Το πρώτο ρεπορτάζ του διάσημου συγγραφέα από τη δημοσιογραφική επίσκεψή του στην ΕΣΣΔ.
► Νίκος Καζαντζάκης, «Εντυπώσεις από την Σοβιετικήν Ρωσσίαν» (εφ. Η Πρωία, 8-14/1/1928). Το δεύτερο ρεπορτάζ του, ως επίσημου προσκεκλημένου πλέον της σοβιετικής κυβέρνησης.
► Νίκος Καζαντζάκης, Τι είδα στη Ρουσία (από τα ταξίδια μου) (τ. Α' και Β'-Γ', Αθήνα [1928], εκδ. Στοχαστής). Αναλυτικότερη σύνθεση των παραπάνω, στο μεταίχμιο μεταξύ λογοτεχνίας και δημοσιογραφικής ανάλυσης
► Παναΐτ Ιστράτι, Προς την άλλη φλόγα (Αθήνα 1992, εκδ. Δωρικός). Η αφήγηση του Ιστράτι για τα ταξίδια του στην ΕΣΣΔ και τη ρήξη του με τον Καζαντζάκη, με αναφορά στα γεγονότα της Αθήνας.
► Τετρακόσια γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη (Αθήνα 1965, εκδ. Ελένης Ν. Καζαντζάκη). Διαφωτιστικό για τις πολιτικές διαθέσεις του Καζαντζάκη το 1928 και τα μεθεόρτια της επίμαχης διάλεξης.
► Ελλη Αλεξίου, Για να γίνει μεγάλος (Αθήνα 1966, εκδ. Δωρικός). Βιογραφία του Καζαντζάκη από την πάλαι ποτέ κουνιάδα του. Μεταξύ άλλων, παραθέτει το πλήρες κείμενο της ομιλίας του στο «Αλάμπρα».
► Αύρα Παρτσαλίδου, Αναμνήσεις από την ΟΚΝΕ (Αθήνα 1976, εκδ. Σύγχρονη Εποχή) με Εξαιρετικά γλαφυρή αφήγηση της επεισοδιακής διάλεξης του Ιστράτι.

► Ριζοσπάστης -κατά τη διάρκεια των γεγονότων και αμέσως μετά τη δίκη (δημοσίευμα)
► Ασημάκης Πανσέληνος, «Τότε που ζούσαμε» (Αθήνα 1975, εκδ. Κέδρος) -απομνημονεύματα με έντονα προσωπική αναφορά στη διάλεξη.
kazantzakispublications.org
Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη

Παναΐτ Ιστράτι:
Ο Γκόρκι των Βαλκανίων

Ελάχιστα είναι τα κριτικά σημειώματα για τον ίδιο και το έργο του. Μια αρκετά καλή παρουσίαση της ζωής και του έργου του κάνει ο Γιάννης Μαγκλής (μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος και μεταφραστής) στην εισαγωγή του έργου του Π. Ιστράτι «Μπάρμπα Αγγελής» (γλώσσα πρωτοτύπου: γαλλικά _Oncle Angele), που έχει μεταφράσει άλλα δύο έργα του τα «Κυρα-Κυραλίνα» και «Κωνσταντής».

Ο λόγος στον Γιάννη Μαγκλή:

Σε κάποιο νοσοκομείο της Νίκαιας, πρώτες μέρες του Γενάρη του 1921, χαροπάλευε ένας νέος άνθρωπος, φυματικός από κάμποσα κιόλας χρόνια, και που τώρα απελπισμένος έκοψε το λαιμό του με μια ξυριστική λεπίδα.
Απάνω του βρέθηκαν δυο επιστολές: η μια για την αστυνομία, ότι αυτοχτονεί, η άλλη προοριζότανε για το μεγάλο γάλλο συγγραφέα Ρομαίν Ρολλάν, «τον ψαρά ανθρώπων».
Αυτός ο νέος άνθρωπος λεγόταν Παναΐτ Ιστράτι.

Άγνωστος, αλήτης περιπλανόμενος από χώρα σε χώρα, που για να κερδίσει το ψωμί του έκανε τις πιο ταπεινές δουλειές.

Γράφει ο Ρομαίν Ρολλάν στον πρόλογο του πρώτου βιβλίου του Ιστράτι:
«Διάβασα την επιστολή του και θαμπώθηκα από τη μεγαλοφυΐα του. Κοφτερός αγέρας απάνου στον κάμπο. Ήταν η εξομολόγηση ενός καινούργιου Γκόρκυ των Βαλκανίων… Κατάφεραν να τονε σώσουν, θέλησα να τον γνωρίσω. Πιάσαμε αλληλογραφία. Γινήκαμε φίλοι…».

Ο Ιστράτι γεννήθηκε στη Βραΐλα της Ρουμανίας στα 1884. Πατέρας του ένας Ελληνας λαθρέμπορας, Κεφαλλονίτης, ο Γεράσιμος Βαλσαμής, που σπάνια και χωρίς αγάπη, τον αναφέρει στα βιβλία του. Μάνα του η Ζήτσα, η «Άγια Ζήτσα», που πάντα με πολλή αγάπη τρυφεράδα και σεβασμό την αναθυμάται.
Εφτά χρόνια έζησε η μάνα του με το Γεράσιμο Βαλσαμή, που τον αγάπησε, που την αγάπησε, μα που δε δέχτηκε να την παντρευτεί, γιατί ο άνθρωπος είχε αρχές! «Ήταν ενάντιος στο θεσμό του γάμου».
Μια των ήμερων ο πατέρας του εξαφανίστηκε από τη Βραΐλα, εγκαταλείποντας ερωμένη και παιδί. Η μάνα ανασκουμπώθηκε κι έκανε την πλύστρα στα λογής πλουσιόσπιτα της Βραΐλας. Έπρεπε πια μόνη της να θρέψει τον εαυτό της και το μοναχοπαίδι της, τον Παναΐτ.

Η μάνα πρέπει ακόμη να ήταν όμορφη, έτσι την περιγράφει, λεπτή, μεγαλομάτα, που τραγούδαγε ωραία και χόρευε καλύτερα. Πολλοί άντρες την πεθύμαγαν και τη ζήτησαν σε γάμο, μα για χατίρι του παιδιού της που το λάτρευε — το παιδί του έρωτα — δε δέχτηκε ποτές να βάνει πατριό στο σπίτι της.
Ο Παναΐτ τέλειωσε το δημοτικό σχολείο, μα στα δώδεκα χρόνια του ξύπνησε μέσα του ο δαίμονας του Κεφαλλονίτη πατέρα του, του κοντραμπατζή, και τονε συνεπήρε. Ο δαίμονας της περιπέτειας τον άγγιξε με την πυρωμενη ουρά του και τον αναστάτωσε.
Ετσι μ’ όλη την τρυφερή αγάπη του και το σεβασμό που είχε στη μάνα του, την άφησε να σπαράζει από το κλάμα, και ξεπόρτιςε. Από τη μέρα εκείνη ως τη στερνή του, κρατάει η περιπέτεια του Παναΐτ Ιστράτι. Γιατί όλη η ζωή του, και όταν αλήτευε και όταν δοξάστηκε δεν ήταν άλλο παρά μια περιπέτεια άλλοτες πυρωμένη, άλλοτες λιγότερο πυρωμένη, καφτή πάντα.
Αλήθεια, τι περιπέτεια ασίγαστη που κράτησε χρόνια και χρόνια ως τη στερνή μέρα που έκλεισε τα μάτια του και σταύρωσε τα πολυδουλεμένα, βασανισμένα χέρια του.

Ο Νίκος Καζαντζάκης που τονε γνώρισε καλά (ζήσανε στη Ρουσία κάπου ενάμιση χρόνια, μαζί τη σεργιάνισαν, στο ίδιο σπίτι καθόντουσαν) μας έλεγε ότι ποτές στη ζωή του δεν είδε χέρια πότερο αργασμένα, πιότερο εκφραστικά. Τα χέρια του σου ιστορούσαν για τη ζωή του την ανελέητη.
Ξεπόρτισε δώδεκα χρονών και βάλθηκε να οδεύει τη γης και να μελετά τους άνθρωπους, να δένεται μαζί τους με φιλία, ν’ ακούει με παράφορο ενθουσιασμό τις ιστορίες τους. Περπάταγε κάτω από τον καυτό ήλιο της Αφρικής, ή με βροχή, άστεγος πολλές φορές, πεινασμένος πολλές φορές, πάντα αξεδίψαστος να βλέπει και ν’ ακούει για την ομορφιά της ζωής.

Κυνηγημένος από τους νυχτοφύλακες και τους άνθρωπους της τάξης των λογής χωρών που σεργιάνισε κι ασώτεψε τη ζωή. Πολλές φορές μπήκε φυλακή κατηγορημένος για αλητεία ή για τις ιδέες του που καμιά φορά τις δημοσίευε στις εφημερίδες.
Κάνει όλα τα επαγγέλματα για να θρέψει το ζο — άνθρωπο και για ν’ αγοράσει βιβλία, το μεγάλο πάθος του. Μόλις οικονομούσε το φαΐ του για μερικές ήμερες, παράταγε τη δουλειά, ξάπλωνε στο κρεβάτι του — Αν είχε — η κάτω άπονα δεντρο και διάβαζε μόνος ή με το φίλο του Μιχαήλ, που κάμποσα φεγγάρια ζήσανε μαζί, δουλεύοντας ένα καλοκαίρι σε ξενοδοχείο ή αλητεύοντας στη Ρουμανία και την Αλεξάντρεια.
Διαβάζει αχόρταγα, ιδιαίτερα τους ρώσους δασκάλους και τους συγγραφείς της δύσης.

Και τι δεν έκανε για να κερδίσει τον «επιούσιον»: γκρουμ σε ξενοδοχείο, βοηθός ζαχαροπλάστη, σαλεπιτζής, γκαρσόνι σε καμπαρέ, κλειδαράς, χαλκωματάς, μηχανικός, εργάτης, χτίστης, μπογιατζής, εκφορτωτής, υπηρέτης σε σπίτια, διαφημιστής πλανόδιος, επιγραφοποιός, περιπτερούχος, δημοσιογράφος, φωτογράφος… Έμεινε στην Αίγυπτο, τη Συρία, τή Γιάφα, το Μπερούτι, τη Δαμασκό, το Λίβανο, σεργιάνισε την Ανατολή, έμεινε στην Ελλάδα, την Ιταλία, τη Γαλλία, απένταρος τις πιότερες φορές, συχνά λαθρεπιβάτης, που τον ξετρύπωναν στο χρόνο του ταξιδιού για να τον πετάξουν έξω στο πρώτο λιμάνι που έπιανε το καράβι.Όλα τούτα θα μας τα ιστορήσει αργότερα με τρόπο συναρπαστικό στα βιβλία του.

Είπα: «συναρπαστικό». Αυτή είναι η μαστοριά του. Η αφήγησή του σε μαυλίζει, σε παρασέρνει. Γιατί, όπως λέει ο Ρομαίν Ρολλάν «είναι γεννημένος παραμυθάς, παραμυθάς ανατολίτης, που μαγεύεται και συγκινείται από τις ίδιες τις δικές του ιστορίες και όσο πολύ παρασέρνεται που μια κ’ άρχισε να δηγάται, κανένας δεν ξέρει, μήτε ο ίδιος, αν θα κρατήσει μια ώρα ή χίλιες και μια νύχτες. Ο Δούναβης και οι μαίανδροι του… Αυτή η ιδιοφυία του αφηγητή είναι τόσο ακαταμάχητη που στο γράμμα που μου έγραψε την παραμονή που δοκίμασε ν’ αυτοχτονήσει, δυο φορές στάματα τ’ απελπισμένα παράπονά του για να δηγηθεί δυο ιστορίες χιουμοριστικές της περασμένης ζωής του».

Ο Καζαντζάκης μας έλεγε ότι δυο ανθρώπους γνώρισε στη ζωή του μ’ αυτή τη μεγάλη φλέβα του αφηγητή: τον Παναΐτ Iστράτι και τον Αλέξη Μινωτή. Ο πρώτος καλύτερος από το δεύτερο. Οταν ο Ιστράτι άρχιζε να δηγάται, ένιωθες τέτοια ομορφιά και χαρά που έλεγες «θέ μου, κάνε να μη σταματήσει…». Ο Ιστράτι, πριχού επιχειρήσει να κόψει το λαιμό του, μόλις είχε βγει από τη φυλακή. Τις μέρες εκείνες δυο φορές είχε φυλακιστεί. Παρενοχλούσε τους πλούσιους άγγλους που ξεχειμώνιαζαν στη Νίκαια και το Μαντόν και που κάναν τον περίπατό τους στον περίφημο δρόμο «Προμενάντ ντεζ — αγγλαί». Την εποχή εκείνη ήταν πλανόδιος φωτογράφος. Πήγαινε λοιπόν στον κεντρικό τούτο δρόμο να φωτογραφίσει κάποιον άγγλο και να οικονομήσει κανένα σελίνι. Άλλα από το δρόμο εκείνο απαγορευόταν να περνούν οι πλανόδιοι και να ενοχλούν με την παρουσία τους τους λόρδους.

Βγήκε από τη φυλακή απένταρος, άρρωστος, απογοητευμένος. Κλειδώθηκε στο δωμάτιο του φτωχικού ξενοδοχείου του που το είχε απλήρωτο, έγραψε τα δύο γράμματά του, πήρε ξυριστική λεπίδα κι έκοψε το λαιμό του. Ευτυχώς για όλους εκείνους που αγαπούν την όμορφη αφήγηση, δεν κατάφερε να κόψει το λαρύγγι του, κι ύστερα από απελπισμένο αγώνα τωv γιατρών, μπόρεσε να ζήσει. Ο Ρομαίν Ρολλάν του έστειλε το εισιτήριο του και τούγραψε να τον επισκεφτεί. Πάσκισε να τον πείσει να γράψει ένα βιβλίο στα γαλλικά. Ο Ιστράτι, τρόμαξε. Πώς ήτανε δυνατό αυτός ο απαίδευτος, που δεν πάτησε σε γαλλικό σχολείο, που τα λίγα γαλλικά που γνώριζε ήταν των τριόδων, να γράψει ένα λογοτεχνικό βιβλίο στα γαλλικά;

Mα ο Ρολλάν τον καθησύχαζε: αυτός θα του διόρθωνε το βιβλίο του.
«Τον έπεισα, λέει ο Ρομαίν Ρολλάν, να γράψει μερικές από τις ιστορίες του, κι ανέλαβε να γράψει ένα έργο μεγάλης πνοής… Είναι μια αναπόληση από τη ζωή του. Το έργο αυτό, όπως και η ζωή του, θα μπορούσε να είναι αφιερωμένο στη φιλία: γιατί στον άνθρωπο αυτό ή φιλία είναι πάθος ιερό. Στον ατέλειωτο δρόμο του, σταματά, θυμούμενος τα πρόσωπα που αντάμωσε, γιατί καθένας έχει το αίνιγμα της μοίρας του, και σ’ αυτή πασκίζει να χωθεί και να καταλάβει.… Μερικές ιστορίες του είναι άξιες των Ρώσων δασκάλων. Διαφέρουν μοναχά στο χαραχτήρα και το φως, την τόλμη του πνεύματος, την τραγική χαρά, τη χαρά του παραμυθά που λευτερώνει την πιεσμένη ψυχή…».
«Από το Γενάρη του 1921 ως το Μάη του 1922 πάσκιζε ο Ρομαίν Ρολλάν να με πείσει να γράψω, μας λέει ο ίδιος ο Ιστράτι: «Δουλέψετε, έλεγε στον άνθρωπο που μόλις βγήκε από το νοσοκομείο της Νίκαιας. Στη δουλειά χρωστώ τη σωτηρία μου… Όταν έχεις να πεις κάτι κ’ έχεις το δώρο να το κάνεις, να το αρνηθείς είναι έγκλημα. Η τεμπελιά είναι ντροπή…».

«Ως τα τότες, συνεχίζει ο Ιστράτι, δοκίμαζα να γράψω στα ρουμάνικα, μα στις τριάντα σαράντα σελίδες παράταγα τις λογοτεχνικές μου προσπάθειες. Τρόμαζα τη λογοτεχνική δουλειά που δεν κύλαγε μόνη της. Εγώ φανταζόμουνα ότι oι συγγραφείς γράφανε σαν το αηδόνι που τραγουδάει. Αυτή η σκέψη με ανακούφιζε, άρμοζε με την τεμπελιά μου. Δεν αγαπώ την προσπάθεια».
(…)
«Υπάκουσα λοιπόν στο Poμαίv Ρολλάν και βάλθηκα να γράφω με ζήλο. Μα αρχή — αρχή η άγνοια της γλώσσας μ’ έκανε να πληρώσω ακριβά τη χαρά του γραψίματος. Το στήθος μου τόνιωθα σαν καμίνι γιομάτο από λιωμένα μέταλλα που ζήταγαν να βγουν, μα που δεν έβρισκαν έτοιμα τα καλούπια να τα δεχτούν. Κάθε λεφτό σταμάταγα την καφτή ύλη για να μπορέσω να δω αν η λέξη ζήταγε δυο λ ή ε ή δυο π ή ήταν αρσενικού γένους ή θηλυκού. Δεν ξέρω πως κατάφερα να μην τρελαθώ την εποχή εκείνη Και τί όμορφο χρυσάφι χύθηκε κατά γης!»
«Με τον ίδιο τρόπο έγραψα όλα τα βιβλία μου και την αλληλογραφία μου. Υπήρξε ποτές ένας άλλος τόσο κακομοιριασμένος συγγραφέας του τύπου του δικού μου;»

Εκείνος ο συμπατριώτης του, ο παπουτσής Γιώργης Ιονέσκο, όταν ο Ιστράτι του μετάφερε τις προσπάθειες του Ρομαίν Ρολλάν να τον πείσει να γράψει, φρόντισε να του εξασφαλίσει στέγη και τροφή.

Γι’ αυτούς τους δυο θα γράψει παραπίσω:
«Πώς μπορείς να τελέψεις τις στερνές μέρες της ζωής σου μες σ’ ένα παλάτι, σύζυγος μιας πάμπλουτης αμερικάνας, όταν εσύ έβανες στόχο ένα Ρομαίν Ρολλάν κ’ ένα Γιώργη Ιονέσκο, και που η ζωή πλούσια σε θάματα, στους έδωσε και τον ένα και τον άλλο… Γιατί ο κόσμος μπορεί να ζήσει χωρίς δρόμους, χωρίς ηλεχτρικό, κι ακόμη χωρίς σωματική υγιεινή, μα δεν μπορεί να ζήσει χωρίς ψυχή καθάρια…».
Έτσι στα 1924, στα σαράντα του πια χρόνια, δημοσιεύτηκε το πρώτο βιβλίο του με τίτλο «Κύρα Κυραλίνα».
«Για τους ήρωες των έργων μου, γράφει ο Ιστράτι, είχα μια φλογέρα και όχι ένα κοντυλοφόρο κατά πού κάνουν οι συγγραφείς του καιρού μας, που γράφουν όχι από πάθος, παρά για να κερδίσουν τον άρτον τον επιούσιον… Εγώ την κλίση μου την έκανα θρησκεία…»

Τι ξάφνιασμα και τι επιτυχία είχε εκείνο το πρώτο βιβλίο του «Κύρα Κυραλίνα». Μεταφράστηκε μέσα στον ίδιο χρόνο σε δεκαοχτώ γλώσσες. Κι από τη μια στην άλλη μέρα ο πεινασμένος και άγνωστος αλήτης Παναΐτ Ιστράτι, έγινε μια από τις μεγαλύτερες συγγραφικές δόξες της Γαλλίας και της Ευρώπης.
«Ό μεγαλύτερος παραμυθάς της Ευρώπης… Ο Γκόρκυ των Βαλκανίων… Ο όμηρος παραμυθάς… που παραμερίζοντας τόσους και τόσους άλλους συγγραφείς, μπήκε μονομιάς, ορμητικά, κι έγινε εξέχουσα μορφή της λογοτεχνίας της εποχής του… Την ψυχή του λαμπαδιάζει η φλόγα του πάθους και της φιλίας…». Αυτά είναι μερικές από τις κρίσεις των πιο γνωστών κριτικών της Γαλλίας και τις Ευρώπης. Όλοι τρίβουν τα μάτια τους μπρος σε τούτη την ομορφιά που τους χάριζε ξαφνικά αυτός ο χτικιασμιένος αλήτης, που ως χτες ούτε που γνώριζαν την ύπαρξή του.

Τ’ ένα βιβλίο ακολούθησε το άλλο. Συνολικά νομίζω δεκαεννιά. Τόσα πρόλαβε να γράψει, γιατί από τη μια κάμποσα φεγγάρια, τον συνεπήρε ο οίστρος της πολιτικολογίας και απολογίας, που τον ξεστράτισαν από το σωστό δρόμο, και πήγε να του μαράνει τα δώρα που η φύση τόσο πλούσια του χάρισε. Από την άλλη τον είχε πια ροκανίσει η φυματίωση. Και τα δυο πνευμόνια είχανε πια φαγωθεί από την ασθένεια. Μια μικρή σπίθα κρατούσε ακόμα στη ζωή τον ορμητικό τούτο άνθρωπο που στάθηκε με ψυχή ορθή ως το τέλος, μαχητής ως τη στερνή ανασαιμιά του.
Τα στερνά χρόνια του πέρασε στο μοναστήρι Νεάμζς, απάνω στα Καρπάθια, στα βουνά της Μολδαβίας. Εκεί έγραψε τα τρία-τέσσερα στερνά βιβλία του: «Το σπίτι Θούριγκερ», «Γραφείο εργασίας», «Μεσόγειος»… Οι τελευταίες σπίθες από τη φλογερή ψυχή του Παναΐτάκη, όπως του άρεσε να τον ονομάζουν στα ελληνικά.

«Δεν έχω πια για ν’ ανασάνω παρά μόνο τις βάσεις των πνεμόνων μου. Εδώ και τέσσερις μήνες περνώ τα τρία τέταρτα του καιρού μου στο κρεβάτι. Δεν μπορώ να περπατήσω εκατό βήματα, ούτε να μιλήσω πέντε λεφτά χωρίς να μου κοπεί η ανάσα. Και το κορμί λαμπαδιασμένο από τον πυρετό δε ζυγιάζει παρά πενήντα μόνο κιλά.
Η φυματίωση που τη γνώριζα από χρόνια, ποτές άλλοτες δε μ’ έφερε σ’ αύτη την κατάσταση…».

Αλλά πόσο κέφι, πόσο λεπτή αγάπη, φιλία για τον άνθρωπο, τρυφεράδα και ποίηση μέσα σε τούτες τις σελίδες των περιπλανήσεων της νεανικής ζωής του… Στο «Σπίτι Θούριγκερ» τα φτιάχνει με την υπηρέτρια — υπηρέτης κι αυτός — μια δεκαοχτάρα όμορφη Ουγγαρέζα, που μια βραδιά τον μπάζει στο δωμάτιο της και τον πλαγιάζει στο κρεβάτι της.

Είναι η πρώτη ερωτική πείρα του. Τι ξάφνιασμα ευχάριστο! Τι χαρά! Και το πρωί, πριχού ακόμη φέξει — ή ώρα πέντε — το ξυπνητήρι έχει βαλθεί για τις πεντέμισι — σηκώνεται σιγά — σιγά από το κρεβάτι αφήνοντας τη ζεστή, γυμνή Ουγγαρέζα, κουρασμένη από το νυχτερινό πάλεμα, να κοιμάται τον ύπνο του ευχαριστημένου ζώου. Πιάνει το ξυπνητήρι και το βάνει να χτυπήσει μια ώρα αργότερα. Σκύβει απάνω στο σκληροπετσιασμένο από τις δουλειές χέρι της υπηρέτριας και το φιλά με ευγνωμοσύνη. Υστερα στρώνεται στη δουλειά, που η κοπέλα ήταν υποχρεωμένη να κάνει: σκουπίζει και σφουγγαρίζει όλο το σπίτι, ετοιμάζει το δίσκο με τον καφέ και το γάλα, τα φρέσκα ψωμάκια, το βούτυρο και τη μαρμελάδα, και τα πηγαίνει στο δωμάτιο της ερωμένης του… Μια άλλη ωραία γυναίκα, μια εικοσάρα φοιτήτρια, θα βρεθεί να πάει να ζήσει μαζί του απάνω στά Καρπάθια, μέσα στο μοναστήρι, στερνή περιπέτεια του αξεδίψαστου για τη ζωή Ιστράτι. Θα ζήσει μαζί του τα λίγα χρόνια που του μένουν, και θα του κλείσει για πάντα τα μάτια. Τα μάτια τα γιομάτα φως και φιλία για τον άνθρωπο και τη μοίρα του. Τον άνθρωπο που το αίστημα της δικαιοσύνης τόνιωθε πάντα χρέος του πρωταρχικά για τους ταπεινούς και πονεμένους όλου του κόσμου.

Έτσι περίπου έζησε και πέθανε ο Παναΐτ Ιστράτι, ο ασυμβίβαστος μπρος στην αδικία. Πικραμένος κ’ ευτυχισμένος, ταπεινός κ’ ένδοξος μα πάντα Άνθρωπος — με κεφαλαίο — που για τον άνθρωπο ένιωθε απέραντη κατανόηση και φιλία, αγάπη και τρυφεράδα. Και συμπόνια.

Προτού κλείσω το μικρό τούτο βιογραφικό σημείωμά μου για τον άνθρωπο και συγγραφέα Παναΐτ Ιστράτι, που έθελξε τα νεανικά χρόνια μου, που τον Αγάπησα πάντα, ακόμη και όταν είχε άδικο, θέλω να θυμήσω στον αναγνώστη του τι είχε γράψει, τη μέρα του θανάτου του, ο δικόςμας έξοχος πεζογράφος, Στρατής Μυριβήλης:
«Ο Ιστράτι είχι το χάρισμα, το πρώτο χάρισμα του γνήσιου συγγραφέα, να παρασύρει τον αναγνώστη. Ηλθε στη γαλλική λογοτεχνία σε μιαν εποχή που η κατάχρηση της ψυχολογικής ανάλυσης είχε νερουλιάσει το ρομάντσο. Ο Ιστράτι εισέβαλε ορμητικά κομίζοντας τα φλογερά δώρα της Ανατολής. Τη λιβεντιά της Ρουμάνικης κλεφτουριάς, τη ζεστή καρδιά, τη συναρπαστική αφήγηση.

Το ταλέντο του είναι σημαδεμένο από την πρωτόγονη και παρθένο ρώμη της λαϊκής του βαλκανικής ψυχής… Μέσα από το έργο του ακούγονται κραυγές ισχυρές που κάμνουν την καρδιά να τρέμει και ν’ αγωνιά. Θα την κάμνουν πάντα να τρέμει και ν’ αγωνιά όσο υπάρχει και μια καρδιά άξια να δεχτή τις πολύτιμες φωνές».
Νιώθω χαρά Ιδιαίτερη που δίνω στα ελληνικά το βιβλίο τούτο του Παναΐτ Ιστράτι, του συγγραφέα που πολύ αγάπησα. Νιώθω χαρά γιατί τον ξαναστήνω ζωντανό μπρος στην αδύνατη μνήμη των ανθρώπων…

Παναΐτ Ιστράτι:
Ο Γκόρκι των Βαλκανίων

Ελάχιστα είναι τα κριτικά σημειώματα για τον ίδιο και το έργο του. Μια αρκετά καλή παρουσίαση της ζωής και του έργου του κάνει ο Γιάννης Μαγκλής (μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος και μεταφραστής) στην εισαγωγή του έργου του Π. Ιστράτι «Μπάρμπα Αγγελής» (γλώσσα πρωτοτύπου: γαλλικά _Oncle Angele), που έχει μεταφράσει άλλα δύο έργα του τα «Κυρα-Κυραλίνα» και «Κωνσταντής».

Ο λόγος στον Γιάννη Μαγκλή:

Σε κάποιο νοσοκομείο της Νίκαιας, πρώτες μέρες του Γενάρη του 1921, χαροπάλευε ένας νέος άνθρωπος, φυματικός από κάμποσα κιόλας χρόνια, και που τώρα απελπισμένος έκοψε το λαιμό του με μια ξυριστική λεπίδα.
Απάνω του βρέθηκαν δυο επιστολές: η μια για την αστυνομία, ότι αυτοχτονεί, η άλλη προοριζότανε για το μεγάλο γάλλο συγγραφέα Ρομαίν Ρολλάν, «τον ψαρά ανθρώπων».
Αυτός ο νέος άνθρωπος λεγόταν Παναΐτ Ιστράτι.

Άγνωστος, αλήτης περιπλανόμενος από χώρα σε χώρα, που για να κερδίσει το ψωμί του έκανε τις πιο ταπεινές δουλειές.

Γράφει ο Ρομαίν Ρολλάν στον πρόλογο του πρώτου βιβλίου του Ιστράτι:
«Διάβασα την επιστολή του και θαμπώθηκα από τη μεγαλοφυΐα του. Κοφτερός αγέρας απάνου στον κάμπο. Ήταν η εξομολόγηση ενός καινούργιου Γκόρκυ των Βαλκανίων… Κατάφεραν να τονε σώσουν, θέλησα να τον γνωρίσω. Πιάσαμε αλληλογραφία. Γινήκαμε φίλοι…».

Ο Ιστράτι γεννήθηκε στη Βραΐλα της Ρουμανίας στα 1884. Πατέρας του ένας Ελληνας λαθρέμπορας, Κεφαλλονίτης, ο Γεράσιμος Βαλσαμής, που σπάνια και χωρίς αγάπη, τον αναφέρει στα βιβλία του. Μάνα του η Ζήτσα, η «Άγια Ζήτσα», που πάντα με πολλή αγάπη τρυφεράδα και σεβασμό την αναθυμάται.
Εφτά χρόνια έζησε η μάνα του με το Γεράσιμο Βαλσαμή, που τον αγάπησε, που την αγάπησε, μα που δε δέχτηκε να την παντρευτεί, γιατί ο άνθρωπος είχε αρχές! «Ήταν ενάντιος στο θεσμό του γάμου».
Μια των ήμερων ο πατέρας του εξαφανίστηκε από τη Βραΐλα, εγκαταλείποντας ερωμένη και παιδί. Η μάνα ανασκουμπώθηκε κι έκανε την πλύστρα στα λογής πλουσιόσπιτα της Βραΐλας. Έπρεπε πια μόνη της να θρέψει τον εαυτό της και το μοναχοπαίδι της, τον Παναΐτ.

Η μάνα πρέπει ακόμη να ήταν όμορφη, έτσι την περιγράφει, λεπτή, μεγαλομάτα, που τραγούδαγε ωραία και χόρευε καλύτερα. Πολλοί άντρες την πεθύμαγαν και τη ζήτησαν σε γάμο, μα για χατίρι του παιδιού της που το λάτρευε — το παιδί του έρωτα — δε δέχτηκε ποτές να βάνει πατριό στο σπίτι της.
Ο Παναΐτ τέλειωσε το δημοτικό σχολείο, μα στα δώδεκα χρόνια του ξύπνησε μέσα του ο δαίμονας του Κεφαλλονίτη πατέρα του, του κοντραμπατζή, και τονε συνεπήρε. Ο δαίμονας της περιπέτειας τον άγγιξε με την πυρωμενη ουρά του και τον αναστάτωσε.
Ετσι μ’ όλη την τρυφερή αγάπη του και το σεβασμό που είχε στη μάνα του, την άφησε να σπαράζει από το κλάμα, και ξεπόρτιςε. Από τη μέρα εκείνη ως τη στερνή του, κρατάει η περιπέτεια του Παναΐτ Ιστράτι. Γιατί όλη η ζωή του, και όταν αλήτευε και όταν δοξάστηκε δεν ήταν άλλο παρά μια περιπέτεια άλλοτες πυρωμένη, άλλοτες λιγότερο πυρωμένη, καφτή πάντα.
Αλήθεια, τι περιπέτεια ασίγαστη που κράτησε χρόνια και χρόνια ως τη στερνή μέρα που έκλεισε τα μάτια του και σταύρωσε τα πολυδουλεμένα, βασανισμένα χέρια του.

Ο Νίκος Καζαντζάκης που τονε γνώρισε καλά (ζήσανε στη Ρουσία κάπου ενάμιση χρόνια, μαζί τη σεργιάνισαν, στο ίδιο σπίτι καθόντουσαν) μας έλεγε ότι ποτές στη ζωή του δεν είδε χέρια πότερο αργασμένα, πιότερο εκφραστικά. Τα χέρια του σου ιστορούσαν για τη ζωή του την ανελέητη.
Ξεπόρτισε δώδεκα χρονών και βάλθηκε να οδεύει τη γης και να μελετά τους άνθρωπους, να δένεται μαζί τους με φιλία, ν’ ακούει με παράφορο ενθουσιασμό τις ιστορίες τους. Περπάταγε κάτω από τον καυτό ήλιο της Αφρικής, ή με βροχή, άστεγος πολλές φορές, πεινασμένος πολλές φορές, πάντα αξεδίψαστος να βλέπει και ν’ ακούει για την ομορφιά της ζωής.

Κυνηγημένος από τους νυχτοφύλακες και τους άνθρωπους της τάξης των λογής χωρών που σεργιάνισε κι ασώτεψε τη ζωή. Πολλές φορές μπήκε φυλακή κατηγορημένος για αλητεία ή για τις ιδέες του που καμιά φορά τις δημοσίευε στις εφημερίδες.
Κάνει όλα τα επαγγέλματα για να θρέψει το ζο — άνθρωπο και για ν’ αγοράσει βιβλία, το μεγάλο πάθος του. Μόλις οικονομούσε το φαΐ του για μερικές ήμερες, παράταγε τη δουλειά, ξάπλωνε στο κρεβάτι του — Αν είχε — η κάτω άπονα δεντρο και διάβαζε μόνος ή με το φίλο του Μιχαήλ, που κάμποσα φεγγάρια ζήσανε μαζί, δουλεύοντας ένα καλοκαίρι σε ξενοδοχείο ή αλητεύοντας στη Ρουμανία και την Αλεξάντρεια.
Διαβάζει αχόρταγα, ιδιαίτερα τους ρώσους δασκάλους και τους συγγραφείς της δύσης.

Και τι δεν έκανε για να κερδίσει τον «επιούσιον»: γκρουμ σε ξενοδοχείο, βοηθός ζαχαροπλάστη, σαλεπιτζής, γκαρσόνι σε καμπαρέ, κλειδαράς, χαλκωματάς, μηχανικός, εργάτης, χτίστης, μπογιατζής, εκφορτωτής, υπηρέτης σε σπίτια, διαφημιστής πλανόδιος, επιγραφοποιός, περιπτερούχος, δημοσιογράφος, φωτογράφος… Έμεινε στην Αίγυπτο, τη Συρία, τή Γιάφα, το Μπερούτι, τη Δαμασκό, το Λίβανο, σεργιάνισε την Ανατολή, έμεινε στην Ελλάδα, την Ιταλία, τη Γαλλία, απένταρος τις πιότερες φορές, συχνά λαθρεπιβάτης, που τον ξετρύπωναν στο χρόνο του ταξιδιού για να τον πετάξουν έξω στο πρώτο λιμάνι που έπιανε το καράβι.Όλα τούτα θα μας τα ιστορήσει αργότερα με τρόπο συναρπαστικό στα βιβλία του.

Είπα: «συναρπαστικό». Αυτή είναι η μαστοριά του. Η αφήγησή του σε μαυλίζει, σε παρασέρνει. Γιατί, όπως λέει ο Ρομαίν Ρολλάν «είναι γεννημένος παραμυθάς, παραμυθάς ανατολίτης, που μαγεύεται και συγκινείται από τις ίδιες τις δικές του ιστορίες και όσο πολύ παρασέρνεται που μια κ’ άρχισε να δηγάται, κανένας δεν ξέρει, μήτε ο ίδιος, αν θα κρατήσει μια ώρα ή χίλιες και μια νύχτες. Ο Δούναβης και οι μαίανδροι του… Αυτή η ιδιοφυία του αφηγητή είναι τόσο ακαταμάχητη που στο γράμμα που μου έγραψε την παραμονή που δοκίμασε ν’ αυτοχτονήσει, δυο φορές στάματα τ’ απελπισμένα παράπονά του για να δηγηθεί δυο ιστορίες χιουμοριστικές της περασμένης ζωής του».

Ο Καζαντζάκης μας έλεγε ότι δυο ανθρώπους γνώρισε στη ζωή του μ’ αυτή τη μεγάλη φλέβα του αφηγητή: τον Παναΐτ Iστράτι και τον Αλέξη Μινωτή. Ο πρώτος καλύτερος από το δεύτερο. Οταν ο Ιστράτι άρχιζε να δηγάται, ένιωθες τέτοια ομορφιά και χαρά που έλεγες «θέ μου, κάνε να μη σταματήσει…». Ο Ιστράτι, πριχού επιχειρήσει να κόψει το λαιμό του, μόλις είχε βγει από τη φυλακή. Τις μέρες εκείνες δυο φορές είχε φυλακιστεί. Παρενοχλούσε τους πλούσιους άγγλους που ξεχειμώνιαζαν στη Νίκαια και το Μαντόν και που κάναν τον περίπατό τους στον περίφημο δρόμο «Προμενάντ ντεζ — αγγλαί». Την εποχή εκείνη ήταν πλανόδιος φωτογράφος. Πήγαινε λοιπόν στον κεντρικό τούτο δρόμο να φωτογραφίσει κάποιον άγγλο και να οικονομήσει κανένα σελίνι. Άλλα από το δρόμο εκείνο απαγορευόταν να περνούν οι πλανόδιοι και να ενοχλούν με την παρουσία τους τους λόρδους.

Βγήκε από τη φυλακή απένταρος, άρρωστος, απογοητευμένος. Κλειδώθηκε στο δωμάτιο του φτωχικού ξενοδοχείου του που το είχε απλήρωτο, έγραψε τα δύο γράμματά του, πήρε ξυριστική λεπίδα κι έκοψε το λαιμό του. Ευτυχώς για όλους εκείνους που αγαπούν την όμορφη αφήγηση, δεν κατάφερε να κόψει το λαρύγγι του, κι ύστερα από απελπισμένο αγώνα τωv γιατρών, μπόρεσε να ζήσει. Ο Ρομαίν Ρολλάν του έστειλε το εισιτήριο του και τούγραψε να τον επισκεφτεί. Πάσκισε να τον πείσει να γράψει ένα βιβλίο στα γαλλικά. Ο Ιστράτι, τρόμαξε. Πώς ήτανε δυνατό αυτός ο απαίδευτος, που δεν πάτησε σε γαλλικό σχολείο, που τα λίγα γαλλικά που γνώριζε ήταν των τριόδων, να γράψει ένα λογοτεχνικό βιβλίο στα γαλλικά;

Mα ο Ρολλάν τον καθησύχαζε: αυτός θα του διόρθωνε το βιβλίο του.
«Τον έπεισα, λέει ο Ρομαίν Ρολλάν, να γράψει μερικές από τις ιστορίες του, κι ανέλαβε να γράψει ένα έργο μεγάλης πνοής… Είναι μια αναπόληση από τη ζωή του. Το έργο αυτό, όπως και η ζωή του, θα μπορούσε να είναι αφιερωμένο στη φιλία: γιατί στον άνθρωπο αυτό ή φιλία είναι πάθος ιερό. Στον ατέλειωτο δρόμο του, σταματά, θυμούμενος τα πρόσωπα που αντάμωσε, γιατί καθένας έχει το αίνιγμα της μοίρας του, και σ’ αυτή πασκίζει να χωθεί και να καταλάβει.… Μερικές ιστορίες του είναι άξιες των Ρώσων δασκάλων. Διαφέρουν μοναχά στο χαραχτήρα και το φως, την τόλμη του πνεύματος, την τραγική χαρά, τη χαρά του παραμυθά που λευτερώνει την πιεσμένη ψυχή…».
«Από το Γενάρη του 1921 ως το Μάη του 1922 πάσκιζε ο Ρομαίν Ρολλάν να με πείσει να γράψω, μας λέει ο ίδιος ο Ιστράτι: «Δουλέψετε, έλεγε στον άνθρωπο που μόλις βγήκε από το νοσοκομείο της Νίκαιας. Στη δουλειά χρωστώ τη σωτηρία μου… Όταν έχεις να πεις κάτι κ’ έχεις το δώρο να το κάνεις, να το αρνηθείς είναι έγκλημα. Η τεμπελιά είναι ντροπή…».

«Ως τα τότες, συνεχίζει ο Ιστράτι, δοκίμαζα να γράψω στα ρουμάνικα, μα στις τριάντα σαράντα σελίδες παράταγα τις λογοτεχνικές μου προσπάθειες. Τρόμαζα τη λογοτεχνική δουλειά που δεν κύλαγε μόνη της. Εγώ φανταζόμουνα ότι oι συγγραφείς γράφανε σαν το αηδόνι που τραγουδάει. Αυτή η σκέψη με ανακούφιζε, άρμοζε με την τεμπελιά μου. Δεν αγαπώ την προσπάθεια».
(…)
«Υπάκουσα λοιπόν στο Poμαίv Ρολλάν και βάλθηκα να γράφω με ζήλο. Μα αρχή — αρχή η άγνοια της γλώσσας μ’ έκανε να πληρώσω ακριβά τη χαρά του γραψίματος. Το στήθος μου τόνιωθα σαν καμίνι γιομάτο από λιωμένα μέταλλα που ζήταγαν να βγουν, μα που δεν έβρισκαν έτοιμα τα καλούπια να τα δεχτούν. Κάθε λεφτό σταμάταγα την καφτή ύλη για να μπορέσω να δω αν η λέξη ζήταγε δυο λ ή ε ή δυο π ή ήταν αρσενικού γένους ή θηλυκού. Δεν ξέρω πως κατάφερα να μην τρελαθώ την εποχή εκείνη Και τί όμορφο χρυσάφι χύθηκε κατά γης!»
«Με τον ίδιο τρόπο έγραψα όλα τα βιβλία μου και την αλληλογραφία μου. Υπήρξε ποτές ένας άλλος τόσο κακομοιριασμένος συγγραφέας του τύπου του δικού μου;»

Εκείνος ο συμπατριώτης του, ο παπουτσής Γιώργης Ιονέσκο, όταν ο Ιστράτι του μετάφερε τις προσπάθειες του Ρομαίν Ρολλάν να τον πείσει να γράψει, φρόντισε να του εξασφαλίσει στέγη και τροφή.

Γι’ αυτούς τους δυο θα γράψει παραπίσω:
«Πώς μπορείς να τελέψεις τις στερνές μέρες της ζωής σου μες σ’ ένα παλάτι, σύζυγος μιας πάμπλουτης αμερικάνας, όταν εσύ έβανες στόχο ένα Ρομαίν Ρολλάν κ’ ένα Γιώργη Ιονέσκο, και που η ζωή πλούσια σε θάματα, στους έδωσε και τον ένα και τον άλλο… Γιατί ο κόσμος μπορεί να ζήσει χωρίς δρόμους, χωρίς ηλεχτρικό, κι ακόμη χωρίς σωματική υγιεινή, μα δεν μπορεί να ζήσει χωρίς ψυχή καθάρια…».
Έτσι στα 1924, στα σαράντα του πια χρόνια, δημοσιεύτηκε το πρώτο βιβλίο του με τίτλο «Κύρα Κυραλίνα».
«Για τους ήρωες των έργων μου, γράφει ο Ιστράτι, είχα μια φλογέρα και όχι ένα κοντυλοφόρο κατά πού κάνουν οι συγγραφείς του καιρού μας, που γράφουν όχι από πάθος, παρά για να κερδίσουν τον άρτον τον επιούσιον… Εγώ την κλίση μου την έκανα θρησκεία…»

Τι ξάφνιασμα και τι επιτυχία είχε εκείνο το πρώτο βιβλίο του «Κύρα Κυραλίνα». Μεταφράστηκε μέσα στον ίδιο χρόνο σε δεκαοχτώ γλώσσες. Κι από τη μια στην άλλη μέρα ο πεινασμένος και άγνωστος αλήτης Παναΐτ Ιστράτι, έγινε μια από τις μεγαλύτερες συγγραφικές δόξες της Γαλλίας και της Ευρώπης.
«Ό μεγαλύτερος παραμυθάς της Ευρώπης… Ο Γκόρκυ των Βαλκανίων… Ο όμηρος παραμυθάς… που παραμερίζοντας τόσους και τόσους άλλους συγγραφείς, μπήκε μονομιάς, ορμητικά, κι έγινε εξέχουσα μορφή της λογοτεχνίας της εποχής του… Την ψυχή του λαμπαδιάζει η φλόγα του πάθους και της φιλίας…». Αυτά είναι μερικές από τις κρίσεις των πιο γνωστών κριτικών της Γαλλίας και τις Ευρώπης. Όλοι τρίβουν τα μάτια τους μπρος σε τούτη την ομορφιά που τους χάριζε ξαφνικά αυτός ο χτικιασμιένος αλήτης, που ως χτες ούτε που γνώριζαν την ύπαρξή του.

Τ’ ένα βιβλίο ακολούθησε το άλλο. Συνολικά νομίζω δεκαεννιά. Τόσα πρόλαβε να γράψει, γιατί από τη μια κάμποσα φεγγάρια, τον συνεπήρε ο οίστρος της πολιτικολογίας και απολογίας, που τον ξεστράτισαν από το σωστό δρόμο, και πήγε να του μαράνει τα δώρα που η φύση τόσο πλούσια του χάρισε. Από την άλλη τον είχε πια ροκανίσει η φυματίωση. Και τα δυο πνευμόνια είχανε πια φαγωθεί από την ασθένεια. Μια μικρή σπίθα κρατούσε ακόμα στη ζωή τον ορμητικό τούτο άνθρωπο που στάθηκε με ψυχή ορθή ως το τέλος, μαχητής ως τη στερνή ανασαιμιά του.
Τα στερνά χρόνια του πέρασε στο μοναστήρι Νεάμζς, απάνω στα Καρπάθια, στα βουνά της Μολδαβίας. Εκεί έγραψε τα τρία-τέσσερα στερνά βιβλία του: «Το σπίτι Θούριγκερ», «Γραφείο εργασίας», «Μεσόγειος»… Οι τελευταίες σπίθες από τη φλογερή ψυχή του Παναΐτάκη, όπως του άρεσε να τον ονομάζουν στα ελληνικά.

«Δεν έχω πια για ν’ ανασάνω παρά μόνο τις βάσεις των πνεμόνων μου. Εδώ και τέσσερις μήνες περνώ τα τρία τέταρτα του καιρού μου στο κρεβάτι. Δεν μπορώ να περπατήσω εκατό βήματα, ούτε να μιλήσω πέντε λεφτά χωρίς να μου κοπεί η ανάσα. Και το κορμί λαμπαδιασμένο από τον πυρετό δε ζυγιάζει παρά πενήντα μόνο κιλά.
Η φυματίωση που τη γνώριζα από χρόνια, ποτές άλλοτες δε μ’ έφερε σ’ αύτη την κατάσταση…».

Αλλά πόσο κέφι, πόσο λεπτή αγάπη, φιλία για τον άνθρωπο, τρυφεράδα και ποίηση μέσα σε τούτες τις σελίδες των περιπλανήσεων της νεανικής ζωής του… Στο «Σπίτι Θούριγκερ» τα φτιάχνει με την υπηρέτρια — υπηρέτης κι αυτός — μια δεκαοχτάρα όμορφη Ουγγαρέζα, που μια βραδιά τον μπάζει στο δωμάτιο της και τον πλαγιάζει στο κρεβάτι της.

Είναι η πρώτη ερωτική πείρα του. Τι ξάφνιασμα ευχάριστο! Τι χαρά! Και το πρωί, πριχού ακόμη φέξει — ή ώρα πέντε — το ξυπνητήρι έχει βαλθεί για τις πεντέμισι — σηκώνεται σιγά — σιγά από το κρεβάτι αφήνοντας τη ζεστή, γυμνή Ουγγαρέζα, κουρασμένη από το νυχτερινό πάλεμα, να κοιμάται τον ύπνο του ευχαριστημένου ζώου. Πιάνει το ξυπνητήρι και το βάνει να χτυπήσει μια ώρα αργότερα. Σκύβει απάνω στο σκληροπετσιασμένο από τις δουλειές χέρι της υπηρέτριας και το φιλά με ευγνωμοσύνη. Υστερα στρώνεται στη δουλειά, που η κοπέλα ήταν υποχρεωμένη να κάνει: σκουπίζει και σφουγγαρίζει όλο το σπίτι, ετοιμάζει το δίσκο με τον καφέ και το γάλα, τα φρέσκα ψωμάκια, το βούτυρο και τη μαρμελάδα, και τα πηγαίνει στο δωμάτιο της ερωμένης του… Μια άλλη ωραία γυναίκα, μια εικοσάρα φοιτήτρια, θα βρεθεί να πάει να ζήσει μαζί του απάνω στά Καρπάθια, μέσα στο μοναστήρι, στερνή περιπέτεια του αξεδίψαστου για τη ζωή Ιστράτι. Θα ζήσει μαζί του τα λίγα χρόνια που του μένουν, και θα του κλείσει για πάντα τα μάτια. Τα μάτια τα γιομάτα φως και φιλία για τον άνθρωπο και τη μοίρα του. Τον άνθρωπο που το αίστημα της δικαιοσύνης τόνιωθε πάντα χρέος του πρωταρχικά για τους ταπεινούς και πονεμένους όλου του κόσμου.

Έτσι περίπου έζησε και πέθανε ο Παναΐτ Ιστράτι, ο ασυμβίβαστος μπρος στην αδικία. Πικραμένος κ’ ευτυχισμένος, ταπεινός κ’ ένδοξος μα πάντα Άνθρωπος — με κεφαλαίο — που για τον άνθρωπο ένιωθε απέραντη κατανόηση και φιλία, αγάπη και τρυφεράδα. Και συμπόνια.

Προτού κλείσω το μικρό τούτο βιογραφικό σημείωμά μου για τον άνθρωπο και συγγραφέα Παναΐτ Ιστράτι, που έθελξε τα νεανικά χρόνια μου, που τον Αγάπησα πάντα, ακόμη και όταν είχε άδικο, θέλω να θυμήσω στον αναγνώστη του τι είχε γράψει, τη μέρα του θανάτου του, ο δικόςμας έξοχος πεζογράφος, Στρατής Μυριβήλης:
«Ο Ιστράτι είχι το χάρισμα, το πρώτο χάρισμα του γνήσιου συγγραφέα, να παρασύρει τον αναγνώστη. Ηλθε στη γαλλική λογοτεχνία σε μιαν εποχή που η κατάχρηση της ψυχολογικής ανάλυσης είχε νερουλιάσει το ρομάντσο. Ο Ιστράτι εισέβαλε ορμητικά κομίζοντας τα φλογερά δώρα της Ανατολής. Τη λιβεντιά της Ρουμάνικης κλεφτουριάς, τη ζεστή καρδιά, τη συναρπαστική αφήγηση.

Το ταλέντο του είναι σημαδεμένο από την πρωτόγονη και παρθένο ρώμη της λαϊκής του βαλκανικής ψυχής… Μέσα από το έργο του ακούγονται κραυγές ισχυρές που κάμνουν την καρδιά να τρέμει και ν’ αγωνιά. Θα την κάμνουν πάντα να τρέμει και ν’ αγωνιά όσο υπάρχει και μια καρδιά άξια να δεχτή τις πολύτιμες φωνές».
Νιώθω χαρά Ιδιαίτερη που δίνω στα ελληνικά το βιβλίο τούτο του Παναΐτ Ιστράτι, του συγγραφέα που πολύ αγάπησα. Νιώθω χαρά γιατί τον ξαναστήνω ζωντανό μπρος στην αδύνατη μνήμη των ανθρώπων…