02 Φεβρουαρίου 2018

Η ΕΠΟΠΟΙΙΑ ΤΟΥ ΣΤΑΛΙΝΓΚΡΑΝΤ


Στις 2 Φλεβάρη του 1943, ολοκληρώθηκε η μάχη του Στάλινγκραντ, την οποία, ο ηγέτης της Σοβιετικής Ενωσης, Ι. Β. Στάλιν, χαρακτήρισε ως «τη μεγαλύτερη στην ιστορία των πολέμων». Το Στάλινγκραντ, δεν ήταν απλά μια ακόμη μάχη στο θέατρο του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Δεν ήταν καν μια από τις κρίσιμες μάχες. Ηταν η μάχη εκείνη που έκρινε όχι μόνο τα αποτελέσματα των μαχών του Ανατολικού Μετώπου, αλλά τη συνολική έκβαση του Πολέμου. Από εκείνο το σημείο και έπειτα ο Κόκκινος Στρατός, απέκτησε την πρωτοβουλία των στρατιωτικών επιχειρήσεων και δεν την έχασε μέχρι το τέλος του πολέμου. Ηταν εκείνο το σημείο καμπής, που άλλαξε τη ροή του πολέμου. Δεν έδωσε «φτερά» μόνο στα συμμαχικά στρατεύματα, αλλά και στο σύνολο των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων που δρούσαν στις κατεχόμενες από τη χιτλερική Γερμανία χώρες.


Για ποιο λόγο, όμως, η μάχη του Στάλινγκραντ, ήταν τόσο κρίσιμη; Ποιος ήταν ο στόχος των χιτλερικών και γιατί χτύπησαν με τόση σφοδρότητα στο μέτωπο του Βόλγα και κύρια στο Στάλινγκραντ; Ποια ήταν η στάση των Δυτικών συμμάχων, της Μ. Βρετανίας και των ΗΠΑ, στη διάρκεια αυτής της μάχης; Ποιος ήταν ο συσχετισμός δυνάμεων και γιατί όλοι μιλάνε για μια «απίστευτη νίκη» του Κόκκινου Στρατού; Ποιος ήταν ο ρόλος του ηρωικού Μπολσεβίκικου Κόμματος στη νίκη; Ποιο ήταν το αντίκτυπο της νίκης στο Στάλινγκραντ; Ολα αυτά, θα προσπαθήσουμε στη συνέχεια να απαντήσουμε σύντομα, καθώς αυτή καθαυτή η μάχη του Στάλινγκραντ προσφέρεται για άπειρης έκτασης αναλύσεις.
Σήμερα, οι απαντήσεις αυτές, έχουν ξεχωριστή σημασία. Δεν είναι τυχαίο ότι η άρχουσα τάξη και οι πολιτικοί εκφραστές της, σε μια προσπάθεια να ξαναγράψουν την Ιστορία και ασκώντας γκεμπελικού τύπου προπαγάνδα, επιχειρούν να εξισώσουν το Σοσιαλισμό που γνώρισαν οι λαοί με την πιο αδυσώπητη και πιο απάνθρωπη μορφή της αστικής δικτατορίας, το φασισμό και το ναζισμό. Θέλουν να ξεχάσει ο κόσμος, ειδικά να μη μάθουν πότε οι νέοι άνθρωποι ότι και τότε στόχος όλων των καπιταλιστικών δυνάμεων ήταν η Σοβιετική Ενωση και αυτή ήθελαν να εξαφανίσουν από προσώπου Γης. Πριν, όμως, φτάσουμε στη μάχη του Στάλινγκραντ, ας δούμε συνοπτικά πώς «γεννήθηκε» ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος.


Η «γέννηση» του Β' Παγκόσμιου Πολέμου
Ο δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, όπως και ο πρώτος (1914 - 1918), γεννήθηκε στους κόλπους του καπιταλιστικού συστήματος, ως συνέπεια της μεγάλης όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων για το ξαναμοίρασμα του κόσμου. Γι' αυτό και δε διεξήχθη αμιγώς ανάμεσα στα δύο αντίθετα κοινωνικοοικονομικά συστήματα, το σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό, παρότι κοινός εχθρός και στόχος όλων των καπιταλιστικών δυνάμεων ήταν η Σοβιετική Ενωση. Τη Σοβιετική Ενωση ήθελαν να εξαφανίσουν από προσώπου Γης. Η ύπαρξη του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους, της ΕΣΣΔ, καθώς και η μεγάλη οικονομική κρίση του 1929 - 1933, που υπονόμευσε τη σταθερότητα του καπιταλιστικού συστήματος, όξυναν ακόμη περισσότερο τις αντιθέσεις ανάμεσα στα ισχυρότερα καπιταλιστικά κράτη.
Η Γερμανία έγινε και πάλι μεγάλη οικονομική και στρατιωτική δύναμη, δύναμη κρούσης του διεθνούς ιμπεριαλισμού, χάρη και στην ενίσχυση που της παρείχαν οι νικήτριες καπιταλιστικές δυνάμεις του Α' Παγκόσμιου Πολέμου, προκειμένου να τη στρέψουν κατά της Σοβιετικής Ενωσης. Βοηθήθηκε με όλους τους τρόπους, επειδή ήταν φανερό πως δε θα μπορούσε να επιτεθεί στηριγμένη μόνο στις δικές της δυνατότητες και των συμμάχων της.
Οικονομικοί γίγαντες των ΗΠΑ («Στάνταρτ Οϊλ», «Ντιπόν», «Φορντ» κ.ά.) συντέλεσαν ουσιαστικά στην ταχύτατη οικονομική ανόρθωση και στην ενδυνάμωση της Γερμανίας, με συμφέρουσες συναλλαγές. Πραγματοποίησαν τεράστιες επενδύσεις, χρηματοδότησαν αφειδώς το «εθνικοσοσιαλιστικό» κόμμα και την ανάπτυξη του εξοπλισμού και της στρατιωτικοποίησης της Γερμανίας, όπως έκαναν και τα γερμανικά μονοπώλια και οι τράπεζες («Κρουπ», «Τίσεν», «Φλικ» κ.ά.). Οικονομικοί κολοσσοί των ΗΠΑ, της Γαλλίας και της Βρετανίας συνέχισαν τις εμπορικές σχέσεις με τη Γερμανία και κατά τη διάρκεια του πολέμου. Στήριξη τα μονοπώλια («Τέξας Οϊλ», «Ρενό» κ.ά.) πρόσφεραν και στον Φράνκο. Το φασιστικό - ναζιστικό τέρας είναι γέννημα των κεφαλαιοκρατικών αναγκών και στοχεύσεων, τις οποίες υπηρέτησαν τα συντηρητικά αστικά κόμματα, αλλά και τα σοσιαλδημοκρατικά.


Η επίθεση στο Στάλινγκραντ
Στις 22 Ιούνη του 1941, η χιτλερική Γερμανία παραβίασε το «Σύμφωνο μη επίθεσης», γνωστό με την ονομασία «Σύμφωνο Μολότοφ - Ρίμπεντροπ», ξεκινώντας την επίθεση κατά της Σοβιετικής Ενωσης, την «Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα». Μέσα σε λίγους μήνες τα χιτλερικά στρατεύματα, έφτασαν έξω από τη σοβιετική πρωτεύουσα, όπου όμως καθηλώθηκαν μετά από την ηρωική αντίσταση του Κόκκινου Στρατού και του σοβιετικού λαού, όταν το Δεκέμβρη του 1941 έχασαν τη μάχη της Μόσχας. Το μέτωπο, σταθεροποιήθηκε. Ομως, η χιτλερική Γερμανία ετοιμαζόταν για τη σφοδρότερη επίθεση που έκανε στα χρόνια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Ηταν η επίθεση στο νότιο μέτωπο, που κατέληξε με τη μεγάλη μάχη του Στάλινγκραντ.
Ετσι, το καλοκαίρι του 1942, τα γερμανικά στρατεύματα εξαπέλυσαν τη μεγάλη επίθεση στο νότιο τομέα του ανατολικού μετώπου. Την επίθεση αυτή η Γερμανία τη σχεδίαζε από τα τέλη του 1941, αλλά οι σχεδιασμοί έλαβαν ολοκληρωμένη μορφή στρατιωτικού σχεδίου στις 5 Απρίλη του 1942. Στις 28 του Ιούνη άρχισε η επίθεση για την πραγματοποίηση του βασικού σκοπού της ναζιστικής στρατιωτικής επιχείρησης, που ήταν η περικύκλωση των σοβιετικών στρατευμάτων του νοτιοδυτικού τομέα. Ομως, παρά τις επιτυχίες, η σθεναρή άμυνα των σοβιετικών δυνάμεων απέτρεψε να συμβεί κάτι τέτοιο κι έτσι ο εχθρός έστρεψε όλες του τις προσπάθειες για να περικυκλώσει τα στρατεύματα του νότιου μετώπου, με αποτέλεσμα από τις 17 του Ιούλη του 1942 να αρχίσει η μάχη μπροστά στο Στάλινγκραντ.

Η μεγάλη σημασία της μάχης
Για ποιο λόγο, όμως, οι χιτλερικοί επιτέθηκαν στο νότιο τομέα; Ο Χίτλερ ανέλυσε λεπτομερειακά τους σχεδιασμούς της επίθεσης, όταν σε λόγο του στις 9/9/1942 - και ενώ η μάχη στο Στάλινγκραντ μαινόταν - είπε: «Βάλαμε σκοπό μας, πρώτο να καταλάβετε τις τελευταίες μεγάλες σιτοπαραγωγικές περιοχές του αντιπάλου, δεύτερο να καταλάβετε τις ανθρακοφόρες περιοχές, απ' όπου θα προμηθευόμαστε κοκ, τρίτο να προελάσετε προς τις πετρελαιοπηγές και τέταρτο η επίθεση θα συνεχιστεί ως ότου κοπεί η τελευταία μεγάλη υδάτινη αρτηρία του Βόλγα» (πηγή: υπουργείο Αμυνας ΕΣΣΔ: Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, εκδόσεις «20ός αιώνας», Αθήνα 1959, σελ. 238).
Για την πρακτική βοήθεια και καθοδήγηση στην οργάνωση της άμυνας αλλά και για την κινητοποίηση όλων των δυνάμεων του λαού, στο Στάλινγκραντ στάλθηκαν - μεταξύ άλλων - ο γραμματέας της ΚΕ του Σοβιετικού Κομμουνιστικού Κόμματος και μέλος της Κρατικής Επιτροπής Αμυνας, Γ. Μ. Μαλένκοφ, ο στρατηγός Ζούκοφ και ο αντιστράτηγος Βασιλιέφσκι από το Επιτελείο. 
Οι αμυντικές επιχειρήσεις κράτησαν από τις 17 του Ιούλη του 1942 έως τις 18 του Νοέμβρη του ίδιου έτους. Από το Σεπτέμβρη του 1942 οι μάχες γίνονται μέσα στην πόλη, που πλέον αποκτά αποφασιστική σημασία και για τις δύο εμπόλεμες πλευρές. Κρατώντας την περιοχή του Στάλινγκραντ τα σοβιετικά στρατεύματα μπορούσαν να χτυπήσουν οποιαδήποτε στιγμή τους Γερμανούς στον Καύκασο και η στρατιωτική διοίκηση των τελευταίων αντιλαμβανόταν ότι δε θα κατάφερνε ποτέ να κυριαρχήσει στην περιοχή του Καυκάσου, μη έχοντας υπό τον έλεγχό της το Στάλινγκραντ.
Για την καλοκαιρινή επίθεση του 1942 προετοιμάστηκαν 5 γερμανικές στρατιές, μια ρουμάνικη, μια ιταλική και μια ουγγρική. Αν πετύχαιναν τους στόχους τους, κάτω από τον έλεγχο των χιτλερικών δυνάμεων θα περνούσαν οι βασικές σιτοπαραγωγικές περιοχές του Νότου της ΕΣΣΔ, καθώς και οι περιοχές εξόρυξης πετρελαίου και μεταλλευμάτων, ενώ θα σταματούσαν οι συγκοινωνίες μέσω της υδάτινης αρτηρίας του Βόλγα. Σημειωτέον ότι στην περιοχή του Βορείου Καυκάσου και της Υπερκαυκασίας αναλογούσαν πάνω από τα 4/5 της πανενωσιακής εξόρυξης πετρελαίου και πάνω από το μισό των μεταλλευμάτων μαγγανίου.
Αλλά και η ευρύτερη περιοχή του Στάλινγκραντ όπως και η ίδια η πόλη έπαιζαν σημαντικό ρόλο στο πολεμικο-οικονομικό δυναμικό της Σοβιετικής Ενωσης. Στις παραμονές του πολέμου το Στάλινγκραντ ήταν σημαντικό βιομηχανικό κέντρο της χώρας με 450.000 κατοίκους και 126 βιομηχανικές επιχειρήσεις. Το εργοστάσιο τρακτέρ του Στάλινγκραντ έφτιαχνε πάνω από τα μισά τρακτέρ της χώρας και το εργοστάσιο «Κράσνι Οκτιάμπρ» έβγαζε κάθε χρόνο γύρω στους 800 χιλιάδες τόνους χάλυβα και περίπου 600 χιλιάδες τόνους ελασμάτων (Βλέπε: «Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος 1939 - 1945», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», τόμος Α', σελ. 409 - 410).
Δε χωράει αμφιβολία ότι η μάχη του Στάλινγκραντ ήταν αποφασιστικής σημασίας όχι μόνο για την τύχη της ΕΣΣΔ, αλλά και για την πορεία συνολικά του πολέμου, δεδομένου ότι δύσκολα θα μπορούσε να σταματήσει η πολεμική μηχανή της Γερμανίας και των συμμάχων της, αν περνούσε στα χέρια τους οικονομική δύναμη τέτοιου μεγέθους, όπως αυτή των νοτίων σοβιετικών περιοχών.
Την κρισιμότητα της μάχης τόσο για την ΕΣΣΔ όσο και για τον πόλεμο συνολικότερα υπογραμμίζει επίσης το γεγονός ότι από την έκβασή της εξαρτούσε η Τουρκία την απόφασή της να μπει στον πόλεμο στο πλευρό των δυνάμεων του φασισμού, δεδομένου ότι πέραν των άλλων είχε και εδαφικές βλέψεις στις νότιες περιοχές της ΕΣΣΔ. Ετσι, όταν άρχισαν οι πολεμικές επιχειρήσεις συγκέντρωσε στα σοβιετοτουρκικά σύνορα 26 μεραρχίες στρατού έτοιμες ανά πάσα στιγμή να εισβάλουν στο σοβιετικό έδαφος. Τέλος, την έκβαση της μάχης του Στάλινγκραντ περίμενε και η Ιαπωνία, έτοιμη αν ηττούνταν οι Σοβιετικοί να βάλει αμέσως στο χέρι τις περιοχές της σοβιετικής Απω Ανατολής.


 Ο συσχετισμός των δυνάμεων

Εχοντας υπό την κατοχή της ολόκληρη την ηπειρωτική Ευρώπη, η ναζιστική Γερμανία αξιοποιούσε για τις πολεμικές της ανάγκες τα εργοστάσια της Γαλλίας, του Βελγίου, της Αυστρίας, της Τσεχοσλοβακίας κλπ., πράγμα που σήμαινε ότι υπερτερούσε ασύγκριτα έναντι της ΕΣΣΔ. Επιπλέον, οι πόροι της για τη βαριά βιομηχανία - τη δική της και των κατεχόμενων χωρών - ήταν δύο με δυόμισι φορές περισσότεροι από εκείνους της Σοβιετικής Ενωσης. Η Γερμανία είχε διπλάσιους εργάτες στην εθνική της οικονομία απ' ό,τι η ΕΣΣΔ, χώρια που στις κατακτημένες χώρες και χώρες - δορυφόρους της εκατομμύρια εργάτες δούλευαν για την πολεμική της μηχανή. Το 1942, μάλιστα, το 1/4 της γερμανικής πολεμικής παραγωγής το έδιναν οι κατακτημένες περιοχές.
Με την επίθεσή της εναντίον της ΕΣΣΔ, η ναζιστική Γερμανία είχε καταφέρει να θέσει υπό την κατοχή της υπερανεπτυγμένες σοβιετικές αγροτικές και βιομηχανικές περιοχές, που προπολεμικά έδιναν το 71% της παραγωγής χυτοσιδήρου, το 58% του χάλυβα, το 57% του τροχαίου υλικού, το 63% του άνθρακα, καθώς και τον κύριο όγκο του πολεμικού εξοπλισμού και των εφοδίων. Οι κατακτημένες σοβιετικές περιοχές, όπου ζούσε προπολεμικά το 42% του πληθυσμού της χώρας, κάλυπταν το 40% του συνολικού χώρου παραγωγής σιτηρών και το 38% της κτηνοτροφίας.
Ομως, παρά τις δυσκολίες στις οποίες είχε περιέλθει η Σοβιετική Ενωση κάθε άλλο παρά υποχωρούσε στον τομέα της στρατιωτικο-οικονομικής της βάσης και του τεχνικού εξοπλισμού του στρατού της. Χάρη στις τιτάνιες προσπάθειες του σοβιετικού λαού, στο δεύτερο εξάμηνο του 1942 κατασκευάστηκαν 1,6 φορές περισσότερα πολεμικά αεροπλάνα απ' ό,τι στο πρώτο εξάμηνο. Αυξήθηκε σημαντικά η παραγωγή των καταδιωκτικών Γιακ-1, Γιακ-7 και Γιακ-9 και των αεροπλάνων καθέτου εφορμήσεως Ιλ-2. Αρχισε, επίσης, η μαζική παραγωγή των καταδιωκτικών Λα-5 με μεγάλα πτητικά - τεχνικά πλεονεκτήματα, αυξήθηκε η μαζική παραγωγή μεσαίων αρμάτων μάχης Τ-34 σχεδόν δύο φορές και των ελαφρών Τ-70 σχεδόν πέντε φορές. Επίσης, αυξήθηκε σημαντικά η παραγωγή πυροβόλων των 82 και 120 χιλιοστών, όλμων και αυτομάτων όπλων καθώς και η παραγωγή πολεμοφοδίων. «Η συνεχής ενίσχυση και αύξηση της πολεμικο - οικονομικής βάσης της ΕΣΣΔ και του τεχνικού εξοπλισμού του σοβιετικού στρατού - γράφουν οι Σοβιετικοί ιστορικοί - επέτρεψε στη σοβιετική διοίκηση να εφαρμόσει στις Ενοπλες Δυνάμεις μια σειρά απαραίτητα οργανωτικά μέτρα, που επέβαλλαν οι αλλαγές στον τρόπο της διεξαγωγής των πολεμικών επιχειρήσεων» (Υπουργείον Αμύνης ΕΣΣΔ: «Β' Παγκόσμιος Πόλεμος 1939 - 1945», εκδόσεις ΚΥΨΕΛΗ, τόμος Β', σελ. 40).

Η στάση Μ. Βρετανίας και ΗΠΑ
Μετά από όλα τα παραπάνω, γίνεται φανερό πως στη μάχη του Στάλινγκραντ, διακυβεύονταν κάτι παραπάνω από μια πόλη, κάτι παραπάνω ακόμη κι από την έκβαση του ανατολικού μετώπου. Σε αυτή τη μάχη, θα κρίνονταν οι τύχες εκατομμυρίων ανθρώπων, οι τύχες ολόκληρων λαών, της ίδιας της ανθρωπότητας. Η Γερμανία, σε περίπτωση νίκης, θα αποκτούσε τεράστιο πλεονέκτημα κατά των συμμάχων. Κατά συνέπεια, έχει ιδιαίτερη αξία να σταθούμε στη στάση τόσο της Μ. Βρετανίας, όσο και των ΗΠΑ, σε αυτή την τόσο κρίσιμη καμπή του πολέμου.
Ας πάμε λίγο πιο πίσω και συγκεκριμένα στο τέλος Δεκέμβρη 1941 με πρώτο δεκαπενθήμερο του Γενάρη 1942, όπου στην Ουάσιγκτον έγινε συνδιάσκεψη στην οποία πήραν μέρος ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ρούσβελτ, ο πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας, Τσόρτσιλ, και οι αρχηγοί των επιτελείων των δύο χωρών.
«Η στρατηγική που εγκρίθηκε από τη διάσκεψη της Ουάσιγκτον δεν ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις του πολέμου που διεξήγε ο συνασπισμός των αντιαξονικών κρατών. Αντί της συγκέντρωσης των πολεμικών προσπαθειών στην κύρια στρατηγική κατεύθυνση με άνοιγμα δεύτερου μετώπου στη Δυτική Ευρώπη, η στρατηγική αυτή προέβλεπε τη διασπορά των δυνάμεων σε δευτερεύοντα θέατρα πολέμου: στη Βορειοδυτική Αφρική, στη Μέση Ανατολή κλπ. Ακόμη και αποφασιστικές επιτυχίες στις περιοχές αυτές δεν ήταν δυνατόν να οδηγήσουν στη νίκη εναντίον της Γερμανίας, γιατί οι περιοχές αυτές βρίσκονταν μακριά από τα κέντρα της που είχαν ζωτικά σπουδαία γι' αυτή σημασία. Για τον ίδιο λόγο οι πολεμικές επιχειρήσεις εκεί δεν ήταν δυνατόν να βοηθήσουν αποτελεσματικά τη Σοβιετική Ενωση που έφερε το κύριο βάρος του πολέμου» («Παγκόσμια Ιστορία», Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, τόμος Χ (Ι12), σελ. 273).
Παρ' όλα αυτά, οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται και κορυφώνονται στο διάστημα 15 - 24 Ιούλη του 1942, στο Λονδίνο, όπου αντιπροσωπεία της κυβέρνησης των ΗΠΑ συναντάται με τον Τσόρτσιλ. Δηλαδή, την ίδια περίοδο, που ξεκινά η τεράστια σε έκταση και μέγεθος επίθεση των Γερμανών στο Στάλινγκραντ. Στις 24 Ιούλη Αγγλοαμερικάνοι φτάνουν σε συμφωνία, η οποία συνοψίζεται στην απόφαση να μην ανοίξει δεύτερο μέτωπο μέσα στο 1942, αλλά αντιθέτως να προχωρήσουν σε επιχειρήσεις στη Βόρεια Αφρική - δηλαδή σε δευτερεύον θέατρο πολέμου. Ετσι, έδωσαν τη δυνατότητα στον Χίτλερ να συγκεντρώσει στο ανατολικό μέτωπο τεράστιο αριθμό δυνάμεων και πολεμικού υλικού.
Η ΕΣΣΔ έδωσε αυτή τη μάχη εντελώς μόνη και αβοήθητη, εγκαταλειμμένη, φτάνοντας πολλές φορές στο χείλος της καταστροφής, από την οποία σώθηκε χάρη στα τεράστια αποθέματα δύναμης του σοβιετικού λαού και στις απεριόριστες δυνάμεις που έκρυβε το σοσιαλιστικό καθεστώς. Οι δυτικές δυνάμεις, οι ΗΠΑ και η Αγγλία, έβλεπαν στη μάχη του Στάλινγκραντ τη δυνατότητα να υπάρξει, το λιγότερο, μια αμοιβαία εξασθένηση της ΕΣΣΔ και της Γερμανίας που θα τους έδινε τη δυνατότητα να ξεμπερδεύουν με το σοσιαλισμό και να μοιράσουν τις παγκόσμιες αγορές αναμεταξύ τους, χωρίς να μπλέκεται στα πόδια τους ένας μεγάλος ανταγωνιστής όπως ήταν η Γερμανία.



 
«Οχι δεύτερο μέτωπο το 1942»
Μάλιστα, ο Τσόρτσιλ ταξίδεψε ο ίδιος στη Μόσχα, για να ξεκαθαρίσει στον Στάλιν ότι μέσα στο 1942 οι ΗΠΑ και η Βρετανία δεν επρόκειτο να προχωρήσουν στο άνοιγμα του δεύτερου μετώπου. Στα απομνημονεύματά του, ο Βρετανός πρωθυπουργός ξεκαθαρίζει με άκρως αποκαλυπτικό τρόπο πως το σαμποτάζ στο άνοιγμα του δεύτερου μετώπου ήταν συνέχεια της ίδιας αντισοβιετικής πολιτικής που ο ίδιος εφάρμοσε στην προπολεμική περίοδο. Να τι γράφει, αναφερόμενος στις σκέψεις που έκανε μέσα στο αεροπλάνο που τον πήγαινε στην ΕΣΣΔ: «Σκεπτόμουν την αποστολή που με έφερνε στο θλιβερό αυτό μπολσεβίκικο κράτος. Αλλοτε, είχα προσπαθήσει με όλες τις δυνάμεις μου, να το στραγγαλίσω στη γέννησή του και ως την εμφάνιση του Χίτλερ το θεωρούσα θανάσιμο εχθρό της ελευθερίας και του πολιτισμού. Ποιο ήταν τώρα το καθήκον μου; Ο στρατηγός Ουέιβελ που είχε φιλολογική διάθεση τα ανακεφαλαίωσε όλα σε ένα ποίημα με πολλές στροφές, που τελείωνε με τις λέξεις: "Οχι δεύτερο μέτωπο το 1942"» (Ουίν. Τσόρτσιλ: «2ος Παγκόσμιος Πόλεμος», εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΡΦΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ, τόμος Δ΄, σελ. 320 - 321).
Την επομένη της συνάντησης, ο Στάλιν έστειλε στον Τσόρτσιλ υπόμνημα, τα βασικά σημεία του οποίου έχουν ως εξής: «Κατόπιν ανταλλαγής απόψεων γενομένης εις την Μόσχαν την 12 Αυγούστου ε.ε. διεπίστωσα ότι ο Πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας κ. Τσόρτσιλ θεωρεί αδύνατον την οργάνωσιν του δεύτερου μετώπου εις την Ευρώπην κατά το 1942. Ως γνωστόν, η οργάνωσις του δεύτερου μετώπου εις την Ευρώπην κατά το 1942 είχε αποφασιστεί κατά την διάρκειαν της επισκέψεως του Μολότωφ εις Λονδίνον και είχε περιληφθεί εις το κοινόν αγγλο- σοβιετικόν ανακοινωθέν, που εδημοσιεύθη την 12 Ιουνίου ε.ε... Είναι εντελώς ευνόητον ότι η Σοβιετική Διοίκησις εξεπόνησε σχέδια διά τας θερινάς και φθινοπωρινάς επιχειρήσεις της, υπολογίζουσα εις την δημιουργίαν δευτέρου μετώπου εις την Ευρώπην εντός του 1942. Είναι εύκολον να αντιληφθή κανείς ότι η άρνησις της κυβερνήσεως της Μεγάλης Βρετανίας να δημιουργήση το δεύτερον μέτωπον εις την Ευρώπην εντός του 1942 καταφέρει ηθικόν πλήγμα εναντίον ολοκλήρου της σοβιετικής κοινής γνώμης, που εβασίζετο εις την δημιουργίαν του δεύτερου μετώπου, δυσχεραίνει την θέσιν του Ερυθρού Στρατού εις το μέτωπον και προξενεί ζημίαν εις τα σχέδια της Σοβιετικής Διοικήσεως... Εγώ και οι συνάδελφοί μου νομίζομεν ότι το έτος 1942 παρέχει τους πλέον ευνοϊκούς όρους διά την δημιουργίαν δευτέρου μετώπου εις την Ευρώπην, δεδομένου ότι όλαι αι δυνάμεις των γερμανικών στρατευμάτων, και μάλιστα αι καλύτεραι, είναι απησχολημέναι εις το ανατολικόν μέτωπον, ενώ εις την Ευρώπη έχουν απομείνει ασήμαντοι δυνάμεις, και μάλιστα αι χειρότεραι. Είναι άγνωστον αν το έτος 1943 θα παρέχη τους ιδίους ευνοϊκούς όρους διά την δημιουργίαν δευτέρου μετώπου, όπως το 1942... Αλλά δυστυχώς εγώ δεν κατόρθωσα να πείσω επ' αυτού τον κύριον Πρωθυπουργόν της Μεγάλης Βρετανίας, ενώ ο κ. Χάριμαν, αντιπρόσωπος του Προέδρου των ΗΠΑ, κατά τις διαπραγματεύσεις εις Μόσχαν, υπεστήριξε απολύτως τον κύριον Πρωθυπουργόν» («Ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος - Η αλληλογραφία Στάλιν - Τσόρτσιλ - Ρούσβελτ - Τρούμαν», εκδόσεις «Μέλισσα», τόμος Α΄, σελ. 72-73).

Υπονομευτική απόφαση
Η απόφαση των κυβερνήσεων της Μ. Βρετανίας και των ΗΠΑ να μην προχωρήσουν σε άνοιγμα δεύτερου μετώπου το 1942, ήταν καθαρά υπονομευτική για τον αγώνα κατά του φασισμού. Το Νοέμβρη του 1942 «από τις 269 μεραρχίες των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων, στο σοβιετο - γερμανικό μέτωπο βρίσκονταν 197,5 μεραρχίες. Εκτός από αυτές, δρούσαν εκεί 72,5 μεραρχίες των συμμάχων της Γερμανίας» (Υπουργείον Αμύνης ΕΣΣΔ: «Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος 1939- 1945», εκδόσεις ΚΥΨΕΛΗ, τόμος Β', σελ. 41). Αυτό που εντέλει αποδεικνύεται είναι πως οι Γερμανοί - καθ' όλη τη διάρκεια της επιχείρησής τους στο Νοτιοδυτικό τομέα της ΕΣΣΔ, ενίσχυαν συνεχώς τις στρατιωτικές τους δυνάμεις, γεγονός που μπορεί να ερμηνευτεί μόνο από την απουσία του δυτικού μετώπου.
Η υπονομευτική στάση των Δυτικών απέναντι στην ΕΣΣΔ είχε κι άλλες πλευρές. Από τα στοιχεία που έχουν δει το φως της δημοσιότητας αποκαλύπτεται πως οι Αγγλοαμερικανοί ήταν έτοιμοι να καταλάβουν τις πετρελαιοπηγές του Καυκάσου σε περίπτωση νίκης των Ναζί μη διστάζοντας ακόμη και να προχωρήσουν σε μια πλατιά αντισοβιετική συμμαχία με τους Γερμανούς, εφόσον δεν μπορούσαν να πράξουν αλλιώς. Το μόνο που τους ανησυχούσε για το πώς θα δράσουν ήταν το ενδεχόμενο νίκης της ΕΣΣΔ (Υπουργείο Αμύνης ΕΣΣΔ: «Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος», εκδόσεις 20ός αιώνας, Αθήνα 1959, σελ. 246-248).
Η καθαρά υπονομευτική αυτή απόφαση των κυβερνήσεων των ΗΠΑ και Μ. Βρετανία ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών από το μαζικό και εργατικό κίνημα, μέσα στην ίδια τους τη χώρα. Στο συλλαλητήριο που οργάνωσε το Κογκρέσο των παραγωγικών συνδικαλιστικών οργανώσεων στις 22 Ιουλίου στη Ν. Υόρκη πήραν μέρος 60.000 άτομα που εκπροσωπούσαν 500.000 εργάτες της Μείζονος Νέας Υόρκης. Σε έκκληση προς τον Ρούζβελτ το συγκεντρωμένο πλήθος ζητούσε «να εκπληρωθούν οι συμμαχικές υποχρεώσεις χωρίς καμιά αναβολή, πριν ο αντίπαλος αποκτήσει νέα πλεονεκτήματα στον αγώνα εναντίον των ηρωικών ρωσικών στρατιών». Εξίσου δυναμικές ήταν και οι αντιδράσεις της αγγλικής εργατικής τάξης για το άμεσο άνοιγμα δεύτερου μετώπου.


Η μεγάλη νίκη
Η μάχη του Στάλινγκραντ, όπως είδαμε, χωρίζεται σε δύο μεγάλες περιόδους. Την αμυντική μάχη από τις 17 Ιούλη έως τις 18 Νοέμβρη, όπου ο Κόκκινος Στρατός ήταν αμυνόμενος και την επιθετική από τις 19 Νοέμβρη μέχρι τις 2 Φλεβάρη 1943, όπου περνά στην αντεπίθεση και κατακτά την τελική νίκη.
Στις 4 Οκτώβρη οι μάχες γίνονταν μέσα στα ίδια τα εργοστάσια. Στα μέσα Οκτώβρη οι συγκρούσεις γενικεύτηκαν σε όλη την πόλη και είχαν χαρακτήρα αγώνα σώματος προς σώμα. Οι μάχες γίνονταν στους δρόμους της πόλης, στα σπίτια, στα εργοστάσια και στη δεξιά όχθη του Βόλγα. Ηταν αδιάκοπες, μέρα και νύχτα. Οι Γερμανοί προσπάθησαν και το Νοέμβρη να ολοκληρώσουν την κατάληψη του Στάλινγκραντ, αλλά απέτυχαν κάτω από τη σθεναρή αντίσταση του Κόκκινου Στρατού και του σοβιετικού λαού, που ενίσχυε τους πολιορκημένους με κάθε τρόπο και μέσο. Στο τέλος της αμυντικής περιόδου, ο Κόκκινος Στρατός κρατά σταθερά τις θέσεις του βόρεια του εργοστασίου τρακτέρ, το εργοστάσιο «Μπαρικάντι» και τα βορειοανατολικά οικοδομικά τετράγωνα του κέντρου της πόλης. Το μέτωπο στο Στάλινγκραντ σταθεροποιούνταν. Η γερμανοφασιστική διοίκηση πείστηκε πια πως δεν μπορεί να επιτύχει την εκπλήρωση των αντικειμενικών της σκοπών και δόθηκε διαταγή να περάσει στην άμυνα. Ετσι, αποφάσισε να κρατήσει τα στρατεύματα στις θέσεις τους, μέχρι την άνοιξη του 1943, οπότε υπολόγιζε να τα ενισχύσει και να ξαναρχίσουν την επίθεση. Οι Γερμανοί περίμεναν ότι ύστερα από τόσο σκληρές και αιματηρές συγκρούσεις τα σοβιετικά στρατεύματα δε θα μπορούσαν να ενεργήσουν οποιαδήποτε σοβαρή επιχείρηση για πολύ χρόνο.
Ωστόσο, η σοβιετική διοίκηση, ακόμα και όταν διεξάγονταν οι σκληρές αμυντικές μάχες, σχεδίαζε τις μελλοντικές επιχειρήσεις και συγκέντρωνε δυνάμεις και μέσα για μεγάλη αντεπίθεση. Στις 13 Νοέμβρη, εγκρίθηκε από την ανώτατη διοίκηση και το γενικό επιτελείο σχέδιο με την κωδική ονομασία «Ουράν», που προέβλεπε την κύκλωση και εξόντωση του εχθρού στο Στάλινγκραντ. Το σχέδιο εγκρίθηκε από την ανώτατη διοίκηση με επικεφαλής τον Ι. Β. Στάλιν. Μέσα σε λιγότερο από 72 ώρες, στις 20 Νοέμβρη 1942, είχε σχηματιστεί ο κλοιός γύρω από τις χιτλερικές στρατιές, με μιαν αιφνιδιαστική και τέλεια οργανωμένη επίθεση του Κόκκινου Στρατού. Οι μάχες συνεχίστηκαν, σκληρές, μέχρι τα τέλη Γενάρη, οπότε παραδόθηκε η επίλεκτη 6η Στρατιά των χιτλερικών και στις 2 Φλεβάρη, ολοκληρώθηκε η συντριβή.
Στη διάρκεια της μάχης, οι στρατοί του φασιστικού συνασπισμού έχασαν το 25% της δύναμης που είχαν παρατάξει στο σοβιετογερμανικό μέτωπο. Η συντριβή των Γερμανών στο Βόλγα σήμαινε την αρχή της αποφασιστικής στροφής στο Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο και σε όλο το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Εως τη μάχη του Στάλινγκραντ, στην ιστορία των πολέμων, δεν υπήρξε ποτέ περίπτωση κύκλωσης και ολοκληρωτικής καταστροφής τόσο μεγάλης στρατιωτικής δύναμης.


Η σημασία και ο αντίκτυπος
Με τη μάχη του Στάλινγκραντ, ο Κόκκινος Στρατός απέσπασε τη στρατηγική πρωτοβουλία «και την κράτησε έως το τέλος του πολέμου» (Γ. Κ. Ζούκοφ: «Αναμνήσεις και Στοχασμοί», εκδόσεις ΣΕ, τόμος 2ος, σελ. 151). Η μάχη αυτή δημιούργησε ευνοϊκές συνθήκες για επιθέσεις όλων των σοβιετικών μετώπων. Η εξόντωση των ρουμανικών στρατιών και της 8ης ιταλικής στρατιάς οδήγησαν στην αρχή της πολιτικής κρίσης στη Ρουμανία και την Ιταλία. Η νίκη του Στάλινγκραντ ανέβασε το κύρος της Σοβιετικής Ενωσης, επέδρασε θετικά στην ανάπτυξη του κινήματος Εθνικής Αντίστασης στις κατεχόμενες χώρες και προκάλεσε αίσθημα υψηλής εκτίμησης των εργαζομένων όλων των χωρών προς το σοβιετικό λαό. Πολλά κράτη, που έως τότε δε διατηρούσαν διπλωματικές σχέσεις με την ΕΣΣΔ, έσπευσαν να τις αποκαταστήσουν. Η Τουρκία και η Ιαπωνία αρνήθηκαν να μπουν στον πόλεμο κατά της ΕΣΣΔ.
Εξαιρετικό αντίκτυπο, όμως, είχε η νίκη του Στάλινγκραντ και στην Ελλάδα. Η μεγαλειώδης νίκη του Σοβιετικού Στρατού στο Στάλινγκραντ, οι κατοπινές νίκες του στο Ανατολικό Μέτωπο - με κυριότερη αυτήν του Κουρσκ, τον Ιούλη και Αύγουστο του 1943, που οριστικά έγειρε την πλάστιγγα της στρατιωτικής πρωτοβουλίας στον Κόκκινο Στρατό - σε συνδυασμό με τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας το Σεπτέμβρη του 1943, άσκησαν ευνοϊκότατη επίδραση στην άνοδο του απελευθερωτικού κινήματος και στην Ελλάδα, ιδιαίτερα, δε, στην ανάπτυξη του ένοπλου αγώνα. Συνολικά, το κίνημα στην Ελλάδα πέρασε σε μια καινούρια, ανώτερη, φάση.
Ηταν μια νίκη, στην οποία υποχρεώθηκαν να υποκλιθούν όλοι και προπαντός οι Αγγλοαμερικανοί. «Είναι μία καταπληκτική νίκη», έγραψε ο Τσόρτσιλ στον Στάλιν. Ο Ρούσβελτ, πιο διαχυτικός, δε δίστασε να χαρακτηρίσει το γεγονός «ως ένα από τα λαμπρότερα κεφάλαια του πολέμου των λαών που ηνώθησαν εναντίον του ναζισμού και των μιμητών του».


Αντί επιλόγου
Το σημαντικότερο απ' όλα, όμως, γι' αυτήν την εκπληκτική εποποιία, ήταν ο ρόλος του Κόμματος των Μπολσεβίκων. Να τι γράφει ο Α. Μ. Βασιλιέφσκι, Α' στρατάρχης της ΕΣΣΔ και εκ των πρωταγωνιστών της νίκης: «Η ψυχή της άμυνας του Στάλινγκραντ ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα. Το κόμμα ήταν, που κατηύθυνε όλες τις προσπάθειες του λαού και του στρατού στην υπεράσπιση της γραμμής του Βόλγα, ενέπνευσε τους μαχητές σε ηρωικά κατορθώματα» (Α. Μ. Βασιλιέφσκι: «Απομνημονεύματα, εκδόσεις ΣΕ, σελ. 349).
Η Σοβιετική Ενωση, με την καθοδήγηση του ΚΚΣΕ, που είχε ΓΓ της ΚΕ τον Ι. Β. Στάλιν, σήκωσε το κύριο βάρος του αγώνα. Συνολικά, στο Ανατολικό Μέτωπο καταστράφηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν 607 γερμανικές μεραρχίες, που σημαίνει ότι οι ναζί είχαν εκεί μέχρι και τετραπλάσιες απώλειες σε σύγκριση με όλα τα άλλα μέτωπα μαζί (Β. Αφρική, Δ. Ευρώπη, Ιταλία). Σε περισσότερα από 30 εκατομμύρια έφθασαν οι ανθρώπινες θυσίες της Σοβιετικής Ενωσης μαζί με τους ανάπηρους και τους τραυματισμένους. 20 εκατομμύρια ήταν οι νεκροί της, ανάμεσά τους το άνθος των κομμουνιστών, που έδωσαν ό,τι πολυτιμότερο για τη σωτηρία της σοσιαλιστικής πατρίδας. Αντίστοιχα, οι νεκροί της Βρετανίας ανέρχονταν σε 375.000 και των ΗΠΑ σε 405.000.
Τρομακτικές ήταν ακόμη και οι άλλες καταστροφές που υπέστη η ΕΣΣΔ: 1.710 πόλεις μετατράπηκαν σε σωρούς ερειπίων. Κάηκαν 70.000 χωριά και κεφαλοχώρια. Καταστράφηκαν ολοκληρωτικά ή εν μέρει 32.000 βιομηχανικές επιχειρήσεις και 65.000 χιλιόμετρα σιδηροδρομικών γραμμών. Καταληστεύτηκαν 98.000 κολχόζ, 5.000 σοβχόζ και μηχανοτρακτερικοί σταθμοί, χιλιάδες νοσοκομεία, σχολεία, ανώτερα ιδρύματα και βιβλιοθήκες.
Να τι αναφέρεται στις Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ «Για τα 60 χρόνια από την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών»: «Η γιγάντια συμβολή της Σοβιετικής Ενωσης στη νίκη κατά της Γερμανίας και των συμμάχων της επιτεύχθηκε χάρη: Στο ρόλο της εργατικής σοβιετικής εξουσίας στη δημιουργία και στην οργάνωση της αμυντικής θωράκισης της Σοβιετικής Ενωσης. Στα πλεονεκτήματα που προσφέρει η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και ο κεντρικός σχεδιασμός της οικονομίας. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο των λαϊκών μαζών, με ηγέτιδα δύναμη την εργατική τάξη. Στο ρόλο του Κομμουνιστικού Κόμματος ως επαναστατικής εργατικής πρωτοπορίας.
Αν η Σοβιετική Ενωση δεν είχε διανύσει, πριν από τον πόλεμο, στη διάρκειά του και σε ελάχιστο χρόνο, μια τεράστια απόσταση στο δρόμο τής συνειδητά σχεδιασμένης κοινωνικοοικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης, της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, θα ήταν αδύνατη η σωτηρία της. Στη μάχη του Στάλινγκραντ, που αποτέλεσε τη ριζική στροφή προς τη νίκη, νικητής ήταν ο σοσιαλισμός και όχι η παγωνιά του ρωσικού χειμώνα, όπως προβάλλεται σκόπιμα από διάφορες πλευρές. Η κολοσσιαία προσπάθεια του νεαρού σοβιετικού κράτους αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία, αν συνυπολογιστεί ότι πραγματοποιήθηκε σε συνθήκες καπιταλιστικής περικύκλωσης, εμπορικού αποκλεισμού, ιμπεριαλιστικής προετοιμασίας νέου παγκόσμιου πολέμου, αποβολής της ΕΣΣΔ από την Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ), ανοιχτής παραβίασης διεθνών συμφωνιών και υπονόμευσης από οργανωμένες αντεπαναστατικές εγχώριες αστικές δυνάμεις, ακόμη και μέσα στο στρατό, καθώς και από τη διαβρωτική, υπονομευτική δράση του οπορτουνισμού, με τη μορφή κυρίως του τροτσκισμού».


ΠΗΓΕΣ:

1. «Για τα 60 χρόνια από την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών», Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ, ένθετη έκδοση στον «Ριζοσπάστη», 24/4/2005.
2. «Παγκόσμια Ιστορία», Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, τόμος Χ (Ι12) (Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος), σελ. 251-268 και 287-306.
3. Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, «Στάλινγκραντ, Μάχη 1942-1943».
4. «Η μάχη του Στάλινγκραντ», άρθρο στον «Ριζοσπάστη», Κυριακή 9/3/2008 και «Η σημασία του Στάλινγκραντ για την πορεία του πολέμου», άρθρο στον «Ριζοσπάστη», Κυριακή 31/1/1999.




06 Οκτωβρίου 2017

Ο άγνωστος —γνωστός Le Corbusier και η σύγχρονη πόλη

 


Λε Κορμπυζιέ (κατά κόσμον Charles-Édouard Jeanneret-Gris Σαρλ-Εντουάρ Ζανρέ-Γκρι) γεννήθηκε σαν σήμερα πριν 130 χρόνια (6-Οκτ-1887) και έχει κατοχυρώσει -στους μη παροικούντες την Ιερουσαλήμ το φαίνεσθαι μεταξύ λίαν καλώς και άριστα.
Ο αναμφισβήτητα μεγάλος επιστήμονας, βασικά αρχιτέκτονας / πολεοδόμος αλλά και ζωγράφος, συγγραφέας και «πιονιέρος» ‑σε μεγάλο βαθμό αυτοδίδακτος, που έβαλε τη σφραγίδα του στον σχεδιασμό των πόλεων και που με τις θεωρητικές του αντιλήψεις και το έργο του άσκησε σημαντική επίδραση στην ανάπτυξη της σύγχρονης αρχιτεκτονικής, υπήρξε από πολλές πλευρές μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα.

Το 1926, δημοσίευσε τα ‘’Πέντε Σημεία μιας Νέας Αρχιτεκτονικής’’ (Le Cinq Points d´une architecture nouvelle)

1. πιλοτή, 2. ελεύθερη όψη, 3. επιμήκη ανοίγματα στην όψη, 4. ελεύθερη κάτοψη και 5. roof garden.

Και που είναι το πρόβλημα;; τι το καλύτερο;; θα αναρωτηθεί κάποιος. Με μια πρώτη ματιά πουθενά, υπό έναν όρο: η γη να μην είναι εμπόρευμα, γιατί τότε όλα πάνε περίπατο! Κλείνεται η pilotis, το ένα κτίριο κολλάει στο άλλο και ελευθερία όψης & κάτοψης γιοκ, όσο για τα roof garden …
Μα αν έτσι είναι τα πράγματα, μήπως τελικά ο Le Corbusier υπήρξε ένας αιθεροβάμων
😜 κρυπτοκομμουνιστής;

Η σύγχρονη πόλη

Εξετάζοντας, από μαρξιστική σκοπιά, την πόλη ως χώρο όπου γίνονται οι περισσότερες κοινωνικές και οικονομικές διεργασίες σε κάθε συγκεκριμένο κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό, εύκολα οδηγούμαστε στο να την εντάξουμε στο εποικοδόμημα.

Ειδικά σήμερα, που η (καπιταλιστική) παραγωγή έχει μετατοπίσει κατά πολύ το κέντρο βάρους της στη χρηματιστική οικονομία και όπου το κυρίαρχο κεφάλαιο δεν είναι ούτε απλά εμπορικό ούτε βιομηχανικό αλλά νέας μορφής χρηματοπιστωτικό, ο χώρος της πόλης και ακόμη περισσότερο η ίδια η πόλη ως πόλη, αποτελεί όχι απλά προνομιακό πεδίο επενδύσεων αλλά βασικό οικονομικό στοιχείο του συστήματος, που, έχοντας ξεπεράσει την απλή γαιοπρόσοδο, ανάγεται σε κεφαλαιώδους σημασίας οικονομική διεργασία, με επίκεντρο τη (συχνά βίαιη) αναπαραγωγή / ανασυγκρότηση του αστικού χώρου εν μέσω των γενικότερων ‑εθνικών και διεθνών, καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων.

Έτσι η πόλη και η πολεοδόμηση (ο σχεδιασμός) ξεπερνάει πια την έννοια (να το πούμε σχηματικά) του «απλού εποικοδομήματος» με την «παραδοσιακή» του μορφή δηλ. των πολύμορφων κοινωνικών σχέσεων, ιδεών & θεσμών του οργανισμού που ονομάζουμε «κοινωνικο-οικονομικό σχηματισμό» και αποτελεί «έκφραση του κοινωνικοοικονομικού συστήματος στο χώρο» (ως βασικό οικονομικό και όχι μόνο στοιχείο του σύγχρονου καπιταλιστικού συστήματος).

Τα CIAM & η Χάρτα της Αθήνας

Το Διεθνές Συνέδριο Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής (Congrès Internationaux d’Architecture Moderne) — [CIAM] — ιδρύθηκε το 1928 από σημαντικούς αρχιτέκτονες / μηχανικούς της εποχής: μεταξύ αυτών από την αρχή ο Le Corbusier ‑η αναφορά ειδικά σ’ αυτόν έχει τη σημασία της, όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Το πανό εισόδου της Έκθεσης του 4ου CIAM στο κτήριο Αβέρωφ του Πολυτεχνείου

Στόχος η «διάδοση των αρχών του σύγχρονου / μοντέρνου κινήματος όλων των τομέων της (όπως το τοπίο, ο πολεοδομικός σχεδιασμός, ο βιομηχανικός σχεδιασμός κλπ) με σημείο αναφοράς στην “αρχιτεκτονική ως κοινωνικής τέχνη” και «επέζησε» σαν θεσμός για 30 χρόνια -(αυτο)διαλύθηκε το 1959.

Η οργάνωση άσκησε μεγάλη επιρροή, αφού ‑χειραγωγούμενη όπως ήταν φυσικό από το αστικό κατεστημένο της εποχής (μεταξύ άλλων και από το φασισμό / ναζισμό) «είδε» την αρχιτεκτονική, σαν αυτό που πραγματικά ήταν εν δυνάμει, δηλ σαν ένα ισχυρό οικονομικό και πολιτικό εργαλείο που «θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί κατάλληλα μέσω του σχεδιασμού των κτιρίων και κυρίως του πολεοδομικού σχεδιασμού».

Εκ γενετής η λεγόμενη «αριστερά πτέρυγα» των CIAM είχε αποδεκατιστεί ‑ήδη από το 1930 αντικαταστάθηκε ο Hannes Mayer, ως κομμουνιστής, από τον Mies van der Rohe …τελικά οι Ναζί έκλεισαν το Bauhaus το 1933 και ο van der Rohe που δεν μπόρεσε να καταλάβει την θέση του προσωπικού αρχιτέκτονα του Φύρερ, πήρε μεταγραφή στις ΗΠΑ το 1937 υπηρετώντας την αμερικάνικη πολεοδομική φιλοσοφία. Όχι τυχαία οι Σοβιετικοί El Lissitzky , Nikolai Kolli και Moisei Ginzburg, μετά από ένα πρώτο «πειραματικό» διάστημα σταμάτησαν να συμμετέχουν.

Παράλληλα με την (κρυπτο)φασίζουσα από πολλές απόψεις αντίληψη του Le Corbusier, που πχ. διαστρέβλωσε (από το 1943 και μετά) την (πρωτοποριακή για την εποχή της) διατύπωση της «Χάρτας της Αθήνας» στο 4ο CIAM το 1933 (σσ. είχε προγραμματιστεί να γίνει στην Μόσχα, ο Χίτλερ είχε εμποδίσει την συμμετοχή των γερμανών αρχιτεκτόνων, αλλά υπήρξε μεγάλη αντίδραση από την Γερμανία και τελικά με την παρέμβαση του τότε Πρύτανη του Πολυτεχνείου Νίκου Κιτσίκη έγινε στην Αθήνα στο πλοίο, SS Patris II -«Πατρίς ΙΙ», που κατέπλευσε από τη Μασσαλία).

Ο τεχνοκράτης Le Corbusier, λάτρης της ατομικής ιδιοκτησίας και του ιδιωτικού αυτοκινήτου, θιασώτης της εκβιομηχάνισης και της μαζικά εκβιομηχανισμένης παραγωγής κατοικίας στυλ «πύργων», που έχει κατηγορηθεί για τις στενές σχέσεις του με τη φασιστική Ιταλία (βλ χειρόγραφη αίτηση συνεργασίας του με την εφημερίδα “Il Popolo d’ Italia” που διευθυνόταν από τον ίδιο τον Μουσολίνι) και την γερμανόφιλη Κυβέρνηση του Βισύ υπήρξε και εκφραστής της άποψης ότι ο Αρχιτέκτονας έχει απεριόριστες ικανότητες αλλά και δικαιώματα (βλ main d’architecte) ως «παντογνώστης» στο να καθορίζει το πώς θα ζει ο λαός, που περιφρονεί βαθύτατα ‑γνωστή η έμπνευσή του «πυραμίδα της elite», μια άποψη ‑πέρα από ελιτίστικη, καθαρά αντιδραστική η οποία όμως έχει περάσει στην αρχιτεκτονική παιδεία, ενώ οι απόψεις του έχουν χαρακτηριστεί από μελετητές του ως απολυταρχικές και ως νεοπλατωνικές.

Επίσης είχε το 1925 ρίξει το σύνθημα «η μεγάλη βιομηχανία να αναλάβει την ανοικοδόμηση» και όπως εμφαντικά σημειώνει ο Kopp, o Le Corbusier ήταν πάντα θερμός υποστηρικτής των τραστ και των μονοπωλίων (βλ και κριτική που του είχε γίνει από την L’Ηumanite για το σχέδιό του Plan Voisin το 1918 που έγινε κατά παραγγελία της ομώνυμης πολεμικής βιομηχανίας κατασκευής αεροπλάνων η οποία μετά τον Α. Παγκόσμιο Πόλεμο θέλησε να επενδύσει στην κατοικία όπου διέβλεπε μεγάλα κέρδη).
Με λυμένα τα χέρια και χωρίς την αριστερή θεωρητική κληρονομιά του Bauhaus παρά μόνο στον μορφολογικό τομέα, ο Le Corbusier, έλυνε και έδενε, έγινε ο αδιαφιλονίκητος μεταπολεμικός «αστέρας», το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα και ακόμη σήμερα ο “αρχιτεκτονοκεντρισμός” του, που προέκυπτε εν πολλοίς και από την φασίζουσα ιδεολογία του, ταλαιπωρεί πολλές Αρχιτεκτονικές Σχολές.

Στο 4ο CIAM υπήρχαν και προοδευτικοί / αριστεροί και κομμουνιστές πολεοδόμοι και αρχιτέκτονες, όπως ο Ιωάννης Δεσποτόπουλος, ο Σαπόρτα (ο Ισαάκ Σαπόρτα ήταν τότε μαζί με τον Αλ.Τάσσο, τον Κάρολο Κούν, τον Μέμο Μακρή, τον Αλέξανδρο Κορογιαννάκη και άλλους τεχνικούς και καλλιτέχνες, μέλη του ΚΚΕ) που αντιτάχθηκαν σθεναρά στην κυρίαρχη λογική, όπως και ‑αργότερα, ο Ι.Δεσποτόπουλος με τη «Χάρτα της Αθήνας ΙΙ» (που είχε εκδιωχθεί από το Πολυτεχνείο ως αριστερός το 1945 και εργαζόταν στην Σουηδία σε προγράμματα ανάπτυξης του Τρίτου Κόσμου)

Το Μοντέρνο Κίνημα, εν κατακλείδι υπήρξε γέννημα-θρέμμα πολλών διεργασιών στην Ευρώπη, της αμφισβήτησης του καπιταλιστικού συστήματος, της αμφισβήτησης του ακαδημαϊσμού στην πνευματική παραγωγή, της ανάγκης ύπαρξης μιας νέας Τέχνης, Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας που να ανταποκρίνονται στις κοινωνικές απαιτήσεις που έφεραν στο προσκήνιο της Ιστορίας την σοβιετική επανάσταση …στην Γερμανία θεωρήθηκε «μπολσεβικικό» και απορρίφθηκε ως «Εκφυλισμένη Τέχνη» (Εntartete Kunst).

Η «Χάρτα της Αθήνας ΙΙ» του Ι.Δεσποτόπουλου

Ο Δε­σπο­τό­που­λος σε υπό κα­τα­σκευή
σχο­λι­κό κτί­ριο
Ακα­δη­μί­ας Πλά­τω­νος – Αθήνα (1932)
Κατέγραψε την συγκρότηση αλλά και το φιλοσοφικό και κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο καθώς και το ιστορικό πλαίσιο της πόλης μέσα από τέσσερεις βασικές ομάδες:

1) η «οικονομική συγκρότηση» (και εδώ φαίνεται η σημασία που δίνεται στην οικονομική βάση σύμφωνα με τα μαρξιστικά πλαίσια),

2) η «ομαδική ζωή» ως δεύτερο ιεραρχικά στοιχείο, που απεικονίζει την έμφαση που δίνονταν στον μεσοπόλεμο στον κοινωνικό και συλλογικό χαρακτήρα της κοινωνίας και της πόλης, δεν πρόκειται για την «αναψυχή» της Χάρτας αλλά για κάτι ευρύτερο, που υποδηλώνει και την σημασία του συλλογικού απέναντι στο ιδιωτικό και το ατομικό, και που αφορά την πολιτική ζωή, την πνευματική ζωή, και τέλος και την ψυχαγωγία, ως ένα μέρος της συλλογικής ζωής αλλά όχι το κυρίαρχο ιεραρχικά.

3) … «ο συν-οικισμός, το κατοικείν», θεώρηση της κατοικίας ως μιας συλλογικής πράξης μέσα στην πόλη όπου όχι απλά «κατοικούμε» αλλά «συν-κατοικούμε» (αργότερα ο Δεσποτόπουλος χαρακτήριζε τις σημερινές πόλεις «απέραντες αποθήκες εργατικών χεριών», «πολεοειδείς σχηματισμούς» ή και «μη πόλεις» ακριβώς επειδή έλλειπε ο συλλογικός χαρακτήρας των περιοχών κατοικίας και η κοινωνική συνοχή του πληθυσμού, αυτή που υπάρχει σε συγκεκριμένες φάσεις των κοινωνικών συστημάτων και στους προκαπιταλιστικούς χρόνους και στην πρώτη καπιταλιστική περίοδο.

4) Τέλος, η τέταρτη βασική ομάδα αφορά την ιδεολογική φυσιογνωμία της πόλης, η οποία εκφράζει την κοσμοθεωρία στην οποία είναι εντεταγμένη. Η ιδεολογική αυτή φυσιογνωμία, διακρίνεται στην ύπαρξη και την σημασία συγκεκριμένων λειτουργιών για κάθε εποχή, στα προεξάρχοντα στοιχεία, λειτουργικά και μορφολογικά, διακρίνεται στην κάτοψη ‑σχέδιο της πόλης, και ακόμη στην καθολική της μορφή: στην αρχαία πόλη κυριαρχεί η Αγορά ‑ο κατ’ εξοχήν πολιτικός και ταυτόχρονα και οικονομικός χώρος, στον Μεσαίωνα ο Καθεδρικός Ναός και η πλατεία του, σήμερα οι ουρανοξύστες των κτηρίων των πολυεθνικών και του χρηματιστικού κεφαλαίου.

Αξίζει να θυμίσουμε εδώ ότι η σχέση πόλης και κοσμοθεωρίας, είχε επισημανθεί από τον Δεσποτόπουλο στα «Τεχνικά Χρονικά» του 1933 με την ευκαιρία της διεξαγωγής του 4ου CIAM στην Αθήνα, όπου τονίζει ότι:  «…η πόλις έχει φυσιογνωμίαν  εξαρτωμένην εκ του χαρακτήρος των κατοίκων, του κλίματος και εκ των πολιτικο-οικονομικών και πνευματικών εκδηλώσεων του κυριαρχούντος κοινωνικού συστήματος…»

Στην εποχή της ανόδου της αστικής τάξης στον 19ο αιώνα, έχομε την έκφραση της αστικής δημοκρατίας με την πόλη να κυριαρχείται αφ’ ενός από τα Ανάκτορα το Κοινοβούλιο, τα Πανεπιστήμια, τα θέατρα και τις όπερες, τα Μουσεία και τις Ακαδημίες, αλλά παράλληλα τις εξαθλιωμένες εργατικές συνοικίες στις βιομηχανικές περιοχές. Η έντονη πλέον ταξική διάσταση της βιομηχανικής πόλης με τα πολυτελή κέντρα και τις βιομηχανικές περιοχές, στο Παρίσι, το Λονδίνο, το Βερολίνο, την Βιέννη, την Αθήνα του 19ου αιώνα, είναι ορατή και αναγνωρίσιμη ‑ακόμη σήμερα ιδεολογική τους φυσιογνωμία. Με την κυριαρχία του ατομικού επάνω στο συλλογικό, η ιδιωτική κατοικία, τα κτήρια των γραφείων, τα εμπορικά κέντρα, καταπνίγουν τα πάλαι ποτέ κυρίαρχα στοιχεία της εικόνας της πόλης και οι πόλεις κατασφραγίζονται από τα υπερυψηλά και ογκώδη κτήρια των γραφείων των πολυεθνικών, των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, των ασφαλιστικών οργανισμών και οι εμπορικές πολυκατοικίες και τα κτήρια γραφείων καταπνίγουν και εξαφανίζουν τα μεγαλοπρεπή νεοκλασικά δημόσια κτήρια (απτό παράδειγμα η τριλογίας των Χάνσεν στην Αθήνα σήμερα σε σχέση με τις γύρω πολυκατοικίες) με μια «εικόνα Μανχάταν» λίγο πολύ σε κάθε καπιταλιστική μεγαλούπολη, Λονδίνο, Παρίσι, Βερολίνο, Σιγκαπούρη, Πεκίνο, Χονγκ-Κογκ, Τόκιο, Αθήνα…

Στον αντίποδα
Αρχιτεκτονικές & πολεοδομικές θεωρίες στη νεαρή ΕΣΣΔ
Στην υπηρεσία του λαού — Όλα για τον άνθρωπο

Είναι κοινό μυστικό πως στον καπιταλισμό (του τότε και του τώρα –όχι τυχαία, πολλά από τα κτήρια που σχεδιάζονται κύριο στόχο έχουν να εντυπωσιάσουν με τις «γλυπτικές» δήθεν πρωτοποριακές μορφές τους, αδιαφορώντας όχι μόνο για τα ιδιαίτερα κοινωνικά και ιστορικά χαρακτηριστικά του τόπου ή του «τοπίου» που τα υποδέχεται, αλλά ακόμη και για την ίδια τη λειτουργία που αυτά θα έπρεπε να υπηρετούν, ανάγοντας σε άπαν τη μορφή ως αυταπόδεικτη αξία και προσπερνώντας τις ανάγκες και τα καθημερινά προβλήματα και ανάγκες του λαού εν ονόματι της «τέχνης» ή με άλλοθι την τέχνη.

Αντίθετα στη Σοβιετική Ένωση, από την πρώτη μέρα της επανάστασης του Οκτώβρη, ο έντονος θεωρητικός προβληματισμός σε όλα τα πεδία της κοινωνικής δραστηριότητας δεν θα μπορούσε –φυσικά, να αφήσει απ’ έξω την –υπό νέο πρίσμα «Τέχνη της επιστημονικής πολεοδομικής θεωρίας» με μπούσουλα, ότι στη νέα κοινωνία αντιστοιχεί η αναγκαιότητα για νέα αρχιτεκτονική μορφή μέσα από τις νέες (κοινωνικοποιημένες) λειτουργίες στην καθημερινή ζωή, άρα και στα κτήρια και την πόλη: οι θέσεις που είναι στο έπακρο πρωτοπόρες, διαμορφώνονται και παγιώνονται σε μια μακρόχρονη διαλεκτική εξέλιξη ακόμη και όταν μερικές φορές έδιναν –μέσα από μικροαστική αντίληψη, υπερβολική σημασία στο ρόλο του πολιτιστικού εποικοδομήματος ως προς την οικονομική βάση (πχ. η Proletcult που ιδρύθηκε στις παραμονές της Επανάστασης με επαναστατικορωμαντικές τάσεις πολλές φορές ανάγκασε τον Λένιν να την κατακρίνει κυρίως στο θέμα της “αυτονομίας” που ζητούσαν από το Κράτος και το Κόμμα, καθώς και για την μηδενιστική τους στάση στον πολιτισμό του παρελθόντος).

Πάντως είναι εμφανής η προσπάθεια αναζήτησης νέων μορφών που να ταιριάζουν στη νέα σοβιετική κοινωνία στην υπηρεσία του λαού: η πραγματικά σύγχρονη ‑για την εποχή της, αλλά από κάποιες πλευρές ακόμη σήμερα, αρχιτεκτονική κατεύθυνση που σε πολλά σημεία προηγείται χρονικά των δυτικοευρωπαϊκών κινημάτων αλλά και του Bauhaus, η αντίληψη με τις νέες μορφές και τα κτηριολογικά προγράμματα να βοηθήσουν στο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας κλπ. Στο περιεχόμενο και τη λειτουργία του κτηρίου και της πόλης συνυπάρχουν η απλή λειτουργική αναδιάταξη με ευρύτερα (μερικές φορές ουτοπιστικά) προγράμματα που ‑κατά την άποψή τους- εντάσσονταν στα πλαίσια γένεσης της νέας κοινωνίας.

Το περίφημο σχέδιο Miljutin, για το Magnitogorsk, 1930 που βασίζεται στην ιδέα της γραμμική πόλης, και
η πρότασή του για το Στάλινγκραντ  
⬇️
Σχέδιο του Leonidov για το Magnitogorsk, 1929

Καθοριστική υπήρξε η σχέση του «κατασκευασμένου» έργου του μοντέρνου κινήματος σχετικά με τον πραγματικό κτισμένο όγκο κατοικιών που αντιστοιχούν εκείνη την εποχή σε «κλασική» μορφή και δομή (ενδεικτικά, ενώ το 1923 κατασκευάστηκαν ~1.000.000 τμ. κατοικίας και το 1925 3.000.000, στην περίοδο 1925–1930 πάνω από 30, δηλαδή 6.000.000 το χρόνο). Να σημειώσουμε πως ‑σε μια πρώτη περίοδο, εφαρμόστηκαν και αναγκαστικές λύσεις (πχ. η «ελάχιστη κατοικία» μειώνοντας τα τμ. ανά άτομο, λόγω των οξυμένων προγραμμάτων στέγασης) και επίσης υπήρξαν και μηχανιστικοί πειραματισμοί (πχ. με ιδεολογικό κάλυμμα την «σοσιαλιστική συλλογική κατοίκηση» αφαιρώντας από κάθε διαμέρισμα κουζίνες και ελαχιστοποιώντας τον καθημερινό χώρο, δημιούργησαν το «συλλογικό σπίτι» με κοινά μαγειρεία, εστιατόρια και χώρους διημέρευσης σε κάθε συγκρότημα, λύση η οποία όπως ήταν φυσικό τελικά εγκαταλείφθηκε). Αλλά ακόμη και σε αυτές τις «ακραίες» περιπτώσεις, δημιουργήθηκαν με μεγάλη επιτυχία κτήρια με έντονο κοινωνικό χαρακτήρα τα γνωστά συγκροτήματα κατοικιών, με αίθουσες εκδηλώσεων , πολιτισμού, εργατικές λέσχες, τοπικής άθλησης κλπ.

Η Σοβιετική Ένωση υπήρξε πρακτικά η πρώτη χώρα στον κόσμο που αντιμετώπισε το πρόβλημα της απ’ αρχής οικοδόμησης νέων πόλεων, αντίθετα με τη Δύση (που ‑αναγκαστικά, το βρήκε μπροστά της μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο…) Και μιλάμε για νέες πόλεις σε μαζική παραγωγή και όχι για τους μεμονωμένους βιομηχανικούς οικισμούς της Αγγλίας και Γερμανίας του 19ου αιώνα (Siemensstadt, Saltaire, Cadbury κα.)

Βέβαια ‑και αυτό είναι το κύριο, οι πόλεις στη Σοβιετική Ένωση, μελετήθηκαν και κτίστηκαν απ’ αρχής σε ελεύθερο έδαφος που ήταν λαϊκή ιδιοκτησία. Δημιουργήθηκαν σχεδιασμένα , δίπλα σε μεγάλες μονάδες παραγωγής (σαν βιομηχανικές δηλ.) κοντά σε νέα ορυχεία, φράγματα ή άλλα μεγάλα τεχνικά έργα ή σε καινούργιες βιομηχανικές συγκεντρώσεις. Οι εκτεταμένες συζητήσεις και ευρύτερες θεωρητικές αναζητήσεις ήταν στα πλαίσια την «νέας σοσιαλιστικής πόλης» με αρχές «νέας κοινωνίας» που θα ήταν αντίθετες με την παλιά καπιταλιστική πόλη, με στόχο και την απάλειψη της αντίθεσης πόλης — υπαίθρου κλπ

Συλλογική κατοικία (σπίτι-κοινότητα) M.Bartch & V.Vladimirov. Ελάχιστος ιδιωτικός χώρος και μέγιστος κοινωνικός, διατάξεις ορόφων που αργότερα αντέγραψε ο Le Corbusier στην Πολυκατοικία της Μασσαλίας.
Καθαρές γραμμές / σχέδια || με την μορφολογία του Bauhaus που αργότερα χρησιμοποίησε ο Mies van der Rohe

Δείτε «Φαινόμενο» (;) Bauhaus: μια ταξική θεώρηση

Πηγές:
Maurice Besset, Qui etait Le Corbusier Geneve 1968
Anatole Kopp: “Ville et révolution: Architecture et urbanisme soviétique des années vingt” & “Changer la vie, changer la ville: de la vie nouvelle aux problèmes urbains, U.R.S.S. 1917–1932”
ΤΕΕ — Τεχνικά Χρονικά (αρχείο)
Ειδικά για τα CIAM & τη Χάρτα της Αθήνας: μελέτες του (Oμότιμου καθηγητή ΕΜΠ) Γ. Σαρηγιάννη