Λε Κορμπυζιέ…
(κατά κόσμον Charles-Édouard Jeanneret-Gris Σαρλ-Εντουάρ Ζανρέ-Γκρι) γεννήθηκε σαν σήμερα πριν 130 χρόνια (6-Οκτ-1887) και έχει κατοχυρώσει -στους μη παροικούντες την Ιερουσαλήμ το φαίνεσθαι μεταξύ λίαν καλώς και άριστα.
Ο αναμφισβήτητα μεγάλος επιστήμονας, βασικά αρχιτέκτονας / πολεοδόμος αλλά και
ζωγράφος, συγγραφέας και «πιονιέρος» ‑σε μεγάλο βαθμό αυτοδίδακτος, που έβαλε
τη σφραγίδα του στον σχεδιασμό των πόλεων και που με τις θεωρητικές του
αντιλήψεις και το έργο του άσκησε σημαντική επίδραση στην ανάπτυξη της
σύγχρονης αρχιτεκτονικής, υπήρξε από πολλές πλευρές μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα.
Το 1926, δημοσίευσε τα ‘’Πέντε Σημεία μιας Νέας Αρχιτεκτονικής’’ (Le Cinq Points d´une architecture nouvelle)
1. πιλοτή, 2. ελεύθερη όψη, 3. επιμήκη ανοίγματα στην όψη, 4. ελεύθερη κάτοψη και 5. roof garden.
Και που είναι το πρόβλημα;; τι το
καλύτερο;; θα αναρωτηθεί κάποιος. Με μια πρώτη ματιά πουθενά, υπό έναν όρο: η γη να μην είναι εμπόρευμα,
γιατί τότε όλα πάνε περίπατο! Κλείνεται η pilotis, το ένα κτίριο κολλάει στο
άλλο και ελευθερία όψης & κάτοψης γιοκ, όσο για τα roof garden …
Μα αν έτσι είναι τα πράγματα, μήπως τελικά ο Le Corbusier υπήρξε ένας
αιθεροβάμων 😜 κρυπτοκομμουνιστής;
Η σύγχρονη πόλη
Εξετάζοντας, από μαρξιστική σκοπιά, την πόλη ως χώρο όπου γίνονται οι περισσότερες κοινωνικές και οικονομικές διεργασίες σε κάθε συγκεκριμένο κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό, εύκολα οδηγούμαστε στο να την εντάξουμε στο εποικοδόμημα.
Ειδικά σήμερα, που η (καπιταλιστική) παραγωγή έχει μετατοπίσει κατά πολύ το κέντρο βάρους της στη χρηματιστική οικονομία και όπου το κυρίαρχο κεφάλαιο δεν είναι ούτε απλά εμπορικό ούτε βιομηχανικό αλλά νέας μορφής χρηματοπιστωτικό, ο χώρος της πόλης και ακόμη περισσότερο η ίδια η πόλη ως πόλη, αποτελεί όχι απλά προνομιακό πεδίο επενδύσεων αλλά βασικό οικονομικό στοιχείο του συστήματος, που, έχοντας ξεπεράσει την απλή γαιοπρόσοδο, ανάγεται σε κεφαλαιώδους σημασίας οικονομική διεργασία, με επίκεντρο τη (συχνά βίαιη) αναπαραγωγή / ανασυγκρότηση του αστικού χώρου εν μέσω των γενικότερων ‑εθνικών και διεθνών, καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων.
Έτσι η πόλη και η πολεοδόμηση (ο σχεδιασμός) ξεπερνάει πια την έννοια (να το πούμε σχηματικά) του «απλού εποικοδομήματος» με την «παραδοσιακή» του μορφή δηλ. των πολύμορφων κοινωνικών σχέσεων, ιδεών & θεσμών του οργανισμού που ονομάζουμε «κοινωνικο-οικονομικό σχηματισμό» και αποτελεί «έκφραση του κοινωνικοοικονομικού συστήματος στο χώρο» (ως βασικό οικονομικό και όχι μόνο στοιχείο του σύγχρονου καπιταλιστικού συστήματος).
Τα CIAM & η Χάρτα της Αθήνας
Το Διεθνές Συνέδριο Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής (Congrès Internationaux d’Architecture Moderne) — [CIAM] — ιδρύθηκε το 1928 από σημαντικούς αρχιτέκτονες / μηχανικούς της εποχής: μεταξύ αυτών από την αρχή ο Le Corbusier ‑η αναφορά ειδικά σ’ αυτόν έχει τη σημασία της, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Το πανό εισόδου της Έκθεσης του 4ου CIAM στο κτήριο Αβέρωφ του Πολυτεχνείου |
Στόχος η «διάδοση των αρχών του σύγχρονου / μοντέρνου κινήματος όλων των τομέων της (όπως το τοπίο, ο πολεοδομικός σχεδιασμός, ο βιομηχανικός σχεδιασμός κλπ) με σημείο αναφοράς στην “αρχιτεκτονική ως κοινωνικής τέχνη” και «επέζησε» σαν θεσμός για 30 χρόνια -(αυτο)διαλύθηκε το 1959.
Η οργάνωση άσκησε μεγάλη επιρροή, αφού ‑χειραγωγούμενη όπως ήταν φυσικό από το αστικό κατεστημένο της εποχής (μεταξύ άλλων και από το φασισμό / ναζισμό) «είδε» την αρχιτεκτονική, σαν αυτό που πραγματικά ήταν εν δυνάμει, δηλ σαν ένα ισχυρό οικονομικό και πολιτικό εργαλείο που «θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί κατάλληλα μέσω του σχεδιασμού των κτιρίων και κυρίως του πολεοδομικού σχεδιασμού».
Εκ γενετής η λεγόμενη «αριστερά πτέρυγα» των CIAM είχε αποδεκατιστεί ‑ήδη από το 1930 αντικαταστάθηκε ο Hannes Mayer, ως κομμουνιστής, από τον Mies van der Rohe …τελικά οι Ναζί έκλεισαν το Bauhaus το 1933 και ο van der Rohe που δεν μπόρεσε να καταλάβει την θέση του προσωπικού αρχιτέκτονα του Φύρερ, πήρε μεταγραφή στις ΗΠΑ το 1937 υπηρετώντας την αμερικάνικη πολεοδομική φιλοσοφία. Όχι τυχαία οι Σοβιετικοί El Lissitzky , Nikolai Kolli και Moisei Ginzburg, μετά από ένα πρώτο «πειραματικό» διάστημα σταμάτησαν να συμμετέχουν.
Παράλληλα με την (κρυπτο)φασίζουσα από πολλές απόψεις αντίληψη του Le Corbusier, που πχ. διαστρέβλωσε (από το 1943 και μετά) την (πρωτοποριακή για την εποχή της) διατύπωση της «Χάρτας της Αθήνας» στο 4ο CIAM το 1933 (σσ. είχε προγραμματιστεί να γίνει στην Μόσχα, ο Χίτλερ είχε εμποδίσει την συμμετοχή των γερμανών αρχιτεκτόνων, αλλά υπήρξε μεγάλη αντίδραση από την Γερμανία και τελικά με την παρέμβαση του τότε Πρύτανη του Πολυτεχνείου Νίκου Κιτσίκη έγινε στην Αθήνα στο πλοίο, SS Patris II -«Πατρίς ΙΙ», που κατέπλευσε από τη Μασσαλία).
Ο τεχνοκράτης Le Corbusier, λάτρης της ατομικής ιδιοκτησίας και του ιδιωτικού αυτοκινήτου, θιασώτης της εκβιομηχάνισης και της μαζικά εκβιομηχανισμένης παραγωγής κατοικίας στυλ «πύργων», που έχει κατηγορηθεί για τις στενές σχέσεις του με τη φασιστική Ιταλία (βλ χειρόγραφη αίτηση συνεργασίας του με την εφημερίδα “Il Popolo d’ Italia” που διευθυνόταν από τον ίδιο τον Μουσολίνι) και την γερμανόφιλη Κυβέρνηση του Βισύ υπήρξε και εκφραστής της άποψης ότι ο Αρχιτέκτονας έχει απεριόριστες ικανότητες αλλά και δικαιώματα (βλ main d’architecte) ως «παντογνώστης» στο να καθορίζει το πώς θα ζει ο λαός, που περιφρονεί βαθύτατα ‑γνωστή η έμπνευσή του «πυραμίδα της elite», μια άποψη ‑πέρα από ελιτίστικη, καθαρά αντιδραστική η οποία όμως έχει περάσει στην αρχιτεκτονική παιδεία, ενώ οι απόψεις του έχουν χαρακτηριστεί από μελετητές του ως απολυταρχικές και ως νεοπλατωνικές.
Επίσης είχε το 1925 ρίξει το σύνθημα «η
μεγάλη βιομηχανία να αναλάβει την ανοικοδόμηση» και όπως εμφαντικά σημειώνει ο
Kopp, o Le Corbusier ήταν πάντα θερμός υποστηρικτής των τραστ και των
μονοπωλίων (βλ και κριτική που του είχε γίνει από την L’Ηumanite για το
σχέδιό του Plan Voisin το 1918 που έγινε κατά παραγγελία της ομώνυμης πολεμικής
βιομηχανίας κατασκευής αεροπλάνων η οποία μετά τον Α. Παγκόσμιο Πόλεμο θέλησε
να επενδύσει στην κατοικία όπου διέβλεπε μεγάλα κέρδη).
Με λυμένα τα χέρια και χωρίς την αριστερή θεωρητική κληρονομιά του Bauhaus παρά
μόνο στον μορφολογικό τομέα, ο Le Corbusier, έλυνε και έδενε, έγινε ο
αδιαφιλονίκητος μεταπολεμικός «αστέρας», το δεύτερο μισό του 20ού
αιώνα και ακόμη σήμερα ο “αρχιτεκτονοκεντρισμός” του, που προέκυπτε εν πολλοίς
και από την φασίζουσα ιδεολογία του, ταλαιπωρεί πολλές Αρχιτεκτονικές Σχολές.
Στο 4ο CIAM υπήρχαν και προοδευτικοί / αριστεροί και κομμουνιστές πολεοδόμοι και αρχιτέκτονες, όπως ο Ιωάννης Δεσποτόπουλος, ο Σαπόρτα (ο Ισαάκ Σαπόρτα ήταν τότε μαζί με τον Αλ.Τάσσο, τον Κάρολο Κούν, τον Μέμο Μακρή, τον Αλέξανδρο Κορογιαννάκη και άλλους τεχνικούς και καλλιτέχνες, μέλη του ΚΚΕ) που αντιτάχθηκαν σθεναρά στην κυρίαρχη λογική, όπως και ‑αργότερα, ο Ι.Δεσποτόπουλος με τη «Χάρτα της Αθήνας ΙΙ» (που είχε εκδιωχθεί από το Πολυτεχνείο ως αριστερός το 1945 και εργαζόταν στην Σουηδία σε προγράμματα ανάπτυξης του Τρίτου Κόσμου)
Το Μοντέρνο Κίνημα, εν κατακλείδι υπήρξε γέννημα-θρέμμα πολλών διεργασιών στην Ευρώπη, της αμφισβήτησης του καπιταλιστικού συστήματος, της αμφισβήτησης του ακαδημαϊσμού στην πνευματική παραγωγή, της ανάγκης ύπαρξης μιας νέας Τέχνης, Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας που να ανταποκρίνονται στις κοινωνικές απαιτήσεις που έφεραν στο προσκήνιο της Ιστορίας την σοβιετική επανάσταση …στην Γερμανία θεωρήθηκε «μπολσεβικικό» και απορρίφθηκε ως «Εκφυλισμένη Τέχνη» (Εntartete Kunst).
Η «Χάρτα της Αθήνας ΙΙ» του Ι.Δεσποτόπουλου
Κατέγραψε την συγκρότηση αλλά και το
φιλοσοφικό και κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο καθώς και το ιστορικό πλαίσιο της
πόλης μέσα από τέσσερεις βασικές ομάδες:Ο Δεσποτόπουλος σε υπό κατασκευή
σχολικό κτίριο
Ακαδημίας Πλάτωνος – Αθήνα
(1932)
1) η «οικονομική συγκρότηση» (και εδώ φαίνεται η σημασία που δίνεται στην οικονομική βάση σύμφωνα με τα μαρξιστικά πλαίσια),
2) η «ομαδική ζωή» ως δεύτερο ιεραρχικά στοιχείο, που απεικονίζει την έμφαση που δίνονταν στον μεσοπόλεμο στον κοινωνικό και συλλογικό χαρακτήρα της κοινωνίας και της πόλης, δεν πρόκειται για την «αναψυχή» της Χάρτας αλλά για κάτι ευρύτερο, που υποδηλώνει και την σημασία του συλλογικού απέναντι στο ιδιωτικό και το ατομικό, και που αφορά την πολιτική ζωή, την πνευματική ζωή, και τέλος και την ψυχαγωγία, ως ένα μέρος της συλλογικής ζωής αλλά όχι το κυρίαρχο ιεραρχικά.
3) … «ο συν-οικισμός, το κατοικείν», θεώρηση της κατοικίας ως μιας συλλογικής πράξης μέσα στην πόλη όπου όχι απλά «κατοικούμε» αλλά «συν-κατοικούμε» (αργότερα ο Δεσποτόπουλος χαρακτήριζε τις σημερινές πόλεις «απέραντες αποθήκες εργατικών χεριών», «πολεοειδείς σχηματισμούς» ή και «μη πόλεις» ακριβώς επειδή έλλειπε ο συλλογικός χαρακτήρας των περιοχών κατοικίας και η κοινωνική συνοχή του πληθυσμού, αυτή που υπάρχει σε συγκεκριμένες φάσεις των κοινωνικών συστημάτων και στους προκαπιταλιστικούς χρόνους και στην πρώτη καπιταλιστική περίοδο.
4) Τέλος, η τέταρτη βασική ομάδα αφορά την ιδεολογική φυσιογνωμία της πόλης, η οποία εκφράζει την κοσμοθεωρία στην οποία είναι εντεταγμένη. Η ιδεολογική αυτή φυσιογνωμία, διακρίνεται στην ύπαρξη και την σημασία συγκεκριμένων λειτουργιών για κάθε εποχή, στα προεξάρχοντα στοιχεία, λειτουργικά και μορφολογικά, διακρίνεται στην κάτοψη ‑σχέδιο της πόλης, και ακόμη στην καθολική της μορφή: στην αρχαία πόλη κυριαρχεί η Αγορά ‑ο κατ’ εξοχήν πολιτικός και ταυτόχρονα και οικονομικός χώρος, στον Μεσαίωνα ο Καθεδρικός Ναός και η πλατεία του, σήμερα οι ουρανοξύστες των κτηρίων των πολυεθνικών και του χρηματιστικού κεφαλαίου.
Αξίζει να θυμίσουμε εδώ ότι η σχέση πόλης και κοσμοθεωρίας, είχε επισημανθεί από τον Δεσποτόπουλο στα «Τεχνικά Χρονικά» του 1933 με την ευκαιρία της διεξαγωγής του 4ου CIAM στην Αθήνα, όπου τονίζει ότι: «…η πόλις έχει φυσιογνωμίαν εξαρτωμένην εκ του χαρακτήρος των κατοίκων, του κλίματος και εκ των πολιτικο-οικονομικών και πνευματικών εκδηλώσεων του κυριαρχούντος κοινωνικού συστήματος…»
Στην εποχή της ανόδου της αστικής τάξης στον 19ο αιώνα, έχομε την έκφραση της αστικής δημοκρατίας με την πόλη να κυριαρχείται αφ’ ενός από τα Ανάκτορα το Κοινοβούλιο, τα Πανεπιστήμια, τα θέατρα και τις όπερες, τα Μουσεία και τις Ακαδημίες, αλλά παράλληλα τις εξαθλιωμένες εργατικές συνοικίες στις βιομηχανικές περιοχές. Η έντονη πλέον ταξική διάσταση της βιομηχανικής πόλης με τα πολυτελή κέντρα και τις βιομηχανικές περιοχές, στο Παρίσι, το Λονδίνο, το Βερολίνο, την Βιέννη, την Αθήνα του 19ου αιώνα, είναι ορατή και αναγνωρίσιμη ‑ακόμη σήμερα ιδεολογική τους φυσιογνωμία. Με την κυριαρχία του ατομικού επάνω στο συλλογικό, η ιδιωτική κατοικία, τα κτήρια των γραφείων, τα εμπορικά κέντρα, καταπνίγουν τα πάλαι ποτέ κυρίαρχα στοιχεία της εικόνας της πόλης και οι πόλεις κατασφραγίζονται από τα υπερυψηλά και ογκώδη κτήρια των γραφείων των πολυεθνικών, των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, των ασφαλιστικών οργανισμών και οι εμπορικές πολυκατοικίες και τα κτήρια γραφείων καταπνίγουν και εξαφανίζουν τα μεγαλοπρεπή νεοκλασικά δημόσια κτήρια (απτό παράδειγμα η τριλογίας των Χάνσεν στην Αθήνα σήμερα σε σχέση με τις γύρω πολυκατοικίες) με μια «εικόνα Μανχάταν» λίγο πολύ σε κάθε καπιταλιστική μεγαλούπολη, Λονδίνο, Παρίσι, Βερολίνο, Σιγκαπούρη, Πεκίνο, Χονγκ-Κογκ, Τόκιο, Αθήνα…
Στον αντίποδα
Αρχιτεκτονικές & πολεοδομικές θεωρίες στη νεαρή ΕΣΣΔ
Στην υπηρεσία του λαού — Όλα για τον άνθρωπο
Είναι κοινό μυστικό πως στον καπιταλισμό (του τότε και του τώρα –όχι τυχαία, πολλά από τα κτήρια που σχεδιάζονται κύριο στόχο έχουν να εντυπωσιάσουν με τις «γλυπτικές» δήθεν πρωτοποριακές μορφές τους, αδιαφορώντας όχι μόνο για τα ιδιαίτερα κοινωνικά και ιστορικά χαρακτηριστικά του τόπου ή του «τοπίου» που τα υποδέχεται, αλλά ακόμη και για την ίδια τη λειτουργία που αυτά θα έπρεπε να υπηρετούν, ανάγοντας σε άπαν τη μορφή ως αυταπόδεικτη αξία και προσπερνώντας τις ανάγκες και τα καθημερινά προβλήματα και ανάγκες του λαού εν ονόματι της «τέχνης» ή με άλλοθι την τέχνη.
Αντίθετα στη Σοβιετική Ένωση, από την πρώτη μέρα της επανάστασης του Οκτώβρη, ο έντονος θεωρητικός προβληματισμός σε όλα τα πεδία της κοινωνικής δραστηριότητας δεν θα μπορούσε –φυσικά, να αφήσει απ’ έξω την –υπό νέο πρίσμα «Τέχνη της επιστημονικής πολεοδομικής θεωρίας» με μπούσουλα, ότι στη νέα κοινωνία αντιστοιχεί η αναγκαιότητα για νέα αρχιτεκτονική μορφή μέσα από τις νέες (κοινωνικοποιημένες) λειτουργίες στην καθημερινή ζωή, άρα και στα κτήρια και την πόλη: οι θέσεις που είναι στο έπακρο πρωτοπόρες, διαμορφώνονται και παγιώνονται σε μια μακρόχρονη διαλεκτική εξέλιξη ακόμη και όταν μερικές φορές έδιναν –μέσα από μικροαστική αντίληψη, υπερβολική σημασία στο ρόλο του πολιτιστικού εποικοδομήματος ως προς την οικονομική βάση (πχ. η Proletcult που ιδρύθηκε στις παραμονές της Επανάστασης με επαναστατικορωμαντικές τάσεις πολλές φορές ανάγκασε τον Λένιν να την κατακρίνει κυρίως στο θέμα της “αυτονομίας” που ζητούσαν από το Κράτος και το Κόμμα, καθώς και για την μηδενιστική τους στάση στον πολιτισμό του παρελθόντος).
Πάντως είναι εμφανής η προσπάθεια αναζήτησης νέων μορφών που να ταιριάζουν στη νέα σοβιετική κοινωνία στην υπηρεσία του λαού: η πραγματικά σύγχρονη ‑για την εποχή της, αλλά από κάποιες πλευρές ακόμη σήμερα, αρχιτεκτονική κατεύθυνση που σε πολλά σημεία προηγείται χρονικά των δυτικοευρωπαϊκών κινημάτων αλλά και του Bauhaus, η αντίληψη με τις νέες μορφές και τα κτηριολογικά προγράμματα να βοηθήσουν στο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας κλπ. Στο περιεχόμενο και τη λειτουργία του κτηρίου και της πόλης συνυπάρχουν η απλή λειτουργική αναδιάταξη με ευρύτερα (μερικές φορές ουτοπιστικά) προγράμματα που ‑κατά την άποψή τους- εντάσσονταν στα πλαίσια γένεσης της νέας κοινωνίας.
Το περίφημο σχέδιο Miljutin, για το Magnitogorsk,
1930 που βασίζεται στην ιδέα της γραμμική
πόλης, και η πρότασή του για το Στάλινγκραντ ⬇️ |
Σχέδιο του Leonidov για το Magnitogorsk, 1929 |
Η Σοβιετική Ένωση υπήρξε πρακτικά η πρώτη χώρα στον κόσμο που αντιμετώπισε το πρόβλημα της απ’ αρχής οικοδόμησης νέων πόλεων, αντίθετα με τη Δύση (που ‑αναγκαστικά, το βρήκε μπροστά της μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο…) Και μιλάμε για νέες πόλεις σε μαζική παραγωγή και όχι για τους μεμονωμένους βιομηχανικούς οικισμούς της Αγγλίας και Γερμανίας του 19ου αιώνα (Siemensstadt, Saltaire, Cadbury κα.)
Βέβαια ‑και αυτό είναι το κύριο, οι πόλεις στη Σοβιετική Ένωση, μελετήθηκαν και κτίστηκαν απ’ αρχής σε ελεύθερο έδαφος που ήταν λαϊκή ιδιοκτησία. Δημιουργήθηκαν σχεδιασμένα , δίπλα σε μεγάλες μονάδες παραγωγής (σαν βιομηχανικές δηλ.) κοντά σε νέα ορυχεία, φράγματα ή άλλα μεγάλα τεχνικά έργα ή σε καινούργιες βιομηχανικές συγκεντρώσεις. Οι εκτεταμένες συζητήσεις και ευρύτερες θεωρητικές αναζητήσεις ήταν στα πλαίσια την «νέας σοσιαλιστικής πόλης» με αρχές «νέας κοινωνίας» που θα ήταν αντίθετες με την παλιά καπιταλιστική πόλη, με στόχο και την απάλειψη της αντίθεσης πόλης — υπαίθρου κλπ
Δείτε «Φαινόμενο» (;) Bauhaus: μια ταξική θεώρηση
Πηγές:
Maurice Besset, Qui etait Le Corbusier Geneve 1968
Anatole Kopp: “Ville et révolution: Architecture et urbanisme
soviétique des années vingt” & “Changer la vie, changer la ville: de la vie
nouvelle aux problèmes urbains, U.R.S.S. 1917–1932”
ΤΕΕ — Τεχνικά Χρονικά (αρχείο)
Ειδικά για τα CIAM & τη Χάρτα της Αθήνας: μελέτες του (Oμότιμου
καθηγητή ΕΜΠ) Γ. Σαρηγιάννη