24 Απριλίου 2023

Η τριλογία της Κούβας του _ στην υπηρεσία των αστών, περιθωριακού Pedro _Juan Gutierrez

Η επαφή των ανθρώπων με το διάβασμα, επηρεάζει τη συνείδησή τους όχι μόνο άμεσα, αλλά και έμμεσα - σαν περιβάλλον: τα αστικά ΜΜΕ, τα πρότυπα που εκπέμπουν μέσα στα σπίτια μας _και στα μυαλά μας, ο δημόσιος χώρος και η αισθητική του που την καθορίζει και την επιβάλλει το κεφάλαιο, οι διαφημίσεις, η πόλη και η αισθητική που μας περιβάλλει, η μόδα, τα ακούσματα…
Η υποκουλτούρα του νέου “σκυλάδικου-ορθάδικου”, της τηλεοπτικής σαπουνόπερας, των τηλεπαιχνιδιών, των προϊόντων της καπιταλιστικής πολιτιστικής βιομηχανίας, είναι η αναγκαία “πνευματική τροφή” για τη μετατροπή του εργαζομένου από “πολίτη” σε παθητικό παρατηρητή της ζωής, αδιάφορου για τα κοινά, ενεργούμενου, ευάλωτου και εξαγοράσιμου.

Παράλληλα η λαϊκή οικογένεια –ειδικά η νέα γενιά βιώνει ανασφάλεια, ανεργία, φτώχεια, ιδιωτικοποιήσεις (σε παιδεία, υγείας και αγαθών πολιτισμού), κατάργηση του ελεύθερου χρόνου της, ενώ η μεθοδευμένη χειραγώγηση από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του συστήματος, σπρώχνουν την εργατική τάξη στο περιθώριο. Η σχέση της με τα αγαθά του πολιτισμού περνάει μέσα από τους μηχανισμούς πληροφόρησης και χειραγώγησης που αναπαράγουν την κυρίαρχη ιδεολογία: Καθημερινά το 80_87% του πληθυσμού βλέπουν πάνω από 238λ τηλεόραση την ημέρα, ~50%+ δε διαβάζει ποτέ εφημερίδα ~60%+ δε διαβάζει ούτε ένα βιβλίο το χρόνο. Τις εκθέσεις τέχνης –ακόμη και τις δωρεάν (πχ. ΕΕΤΕ) επισκέπτονται μόνο το ~1% του πληθυσμού, ενώ το ποσοστό που πηγαίνει θέατρο, σινεμά, συναυλίες κλπ (ανεξαρτήτως ποιότητας), δεν ξεπερνάει το 5%...

«Νους ορά και νους ακούει» λέει ο λαός μας και αυτό ταιριάζει στο ρόλο του πολιτισμού στη διαμόρφωση της συνείδησης, ενώ όλο και πιο μακρινός στον πολύ κόσμο, φαντάζει ο Βάρναλης με το “ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω _κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι”

Ο ιμπεριαλισμός για να διαμορφώσει το κατάλληλο περιβάλλον ανοχής των εγκλημάτων του _όχι μόνο στους πολέμους (βλ. Ουκρανία) δημιουργεί και το αναγκαίο πολιτιστικό τοπίο “υποδοχής”. Ετσι οι κακοί των ταινιών του Χόλιγουντ στα χρόνια του υπαρκτού σοσιαλισμού ήταν Ρωσόφωνοι, τα τελευταία χρόνια είναι Λατινοαμερικανοί, Κουβανοί, Αραβες, Γιουγκοσλάβοι ενώ οι «Ράμπο» των ταινιών - μισθοφόροι υπάλληλοι το «καλού μεγάλου αδελφού», σε επικίνδυνες αποστολές, εναντίον πάντα κάποιου κακού που μοιάζει νότιος, τριτοκοσμικός, που απειλεί την ασφάλεια των «νοικοκυραίων». Σε τίποτε σχεδόν δε διαφέρουν από τους μισθοφόρους των στρατιωτικών επεμβάσεων. Οι ταινίες επαναλαμβάνονται στη ζωή, και μάλιστα με κρυφές πλευρές: η νεοστρατολογημένοι «Ράμπο» των δυνάμεων επέμβασης «ψαρεύονται» τις ουρές των ανέργων, στις γειτονιές με οξυμένα κοινωνικά προβλήματα, στις ομάδες των περιθωριακών, των αναλφάβητων, τον απελπισμένων.

Ζούμε στα πλαίσια _και δε θα μπορούσε να ναι αλλιώς και ενός πολιτιστικού ιμπεριαλισμού, με επιβολή πολιτιστικών προτύπων και συμπεριφορών.

Είχα κάποια χρόνια παραπεταμένο στα αζήτητα το ~1000 σελίδων βιβλίο “Βρόμικη σάρκα – ο έρωτας νοστάλγησε την Κούβα + η βρόμικη τριλογία της Αβάνας” _το είχα απλά ξεφυλλίσει… με απέτρεψε και η παρουσίαση στο εσώφυλλο.

Ο Pedro Juan Gutierrez μας ξεναγεί στους δρόμους της Κούβας, τους ποτισμένους από ρούμι και αισθησιασμό. Κυνισμός, φτώχεια, εγκληματικότητα, αλλά και η ελπίδα για μια καλύτερη ζωή, η φιλία και ο έρωτας ως ζωογόνος δύναμη συναντιούνται σε μία επίτομη έκδοση που θα σας ταξιδέψει.
Γεννήθηκε στην Κούβα το 1950. Έκανε διάφορα επαγγέλματα μέχρι να γίνει συγγραφέας, από παγωτατζής και εφημεριδοπώλης ως καθηγητής κολύμβησης και καγιάκ. Εργάστηκε επί χρόνια ως δημοσιογράφος και εκφωνητής στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Πατέρας πέντε παιδιών από τρεις διαφορετικούς γάμους, ζυμωμένος μέσα στη φτώχεια και στη διανόηση της Κούβας, μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στο γράψιμο, στο ρούμι στα πιο underground στέκια της Αβάνας και σε σποραδικά ταξίδια στην Ισπανία για να συναντά την τρίτη γυναίκα του. Το έργο του έχει μεταφραστεί σε πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο, ενώ το μυθιστόρημά του "
Ο βασιλιάς της Αβάνας" μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο.
Περισσότερες πληροφορίες στο
blog του και στο ecured.cu

Σεξιστικά _γαργαλιστικά “ενσταντανέ”
ακόμη και με ανήλικα 10χρονα κορίτσια
με την Κούβα ένα απέραντο μπουρδέλο

Ανοίγω τυχαία κάπου προς τη μέση (σελ.326 κεφ.12)

«Γκλόρια, Γκλόρια! Κόψ’ τη γκρίνια κι άσε με ήσυχο!»          

Της αρέσει να παίζει το ρόλο της νοικοκυράς: να ετοιμάζει φαγητό, να καθαρίζει, να σφουγγαρίζει, να προσέχει τα παιδιά. Σε ένα δευτερόλεπτο μεταμορφώνεται. Αλλάζει προσωπικότητα. Σούπερμαν/ Κλαρκ Κέντ. Δεν έχει μείνει τίποτε από την ξεμυαλισμένη, μεγάλη πουτάνα που ήταν μέχρι πριν από λίγα λεπτά όταν την γαμούσα. Δεν την αντέχω. Αρνούμαι να συμβιώσω με την ηλιθιότητα. Πρέπει να συγκρατηθώ για να μην την πετάξω από τις σκάλες. Μόλις όμως ολοκληρώσει το ρόλο της ως κυρία-μάνα-νοικοκυρά, μεταλλάσσεται και πάλι. Βγαίνουν οι κυνόδοντες και είναι η γυναίκα-λύκαινα, η μεγάλη πλανεύτρα που κατασπαράζει άντρες, η οχιά. Γκλόρια η Κουβανή. Γκλόρια η μοιραία. Έτσι είν’ η ζωή. Πόνος και ηδονή. Πίνω ένα φλιτζάνι καφέ, ανάβω ένα πούρο και βγαίνω στην αγορά. Την αφήνω με τη σαπουνόπερά της. Φοράω ένα κόκκινο μπλουζάκι χωρίς μανίκια και αισθάνομαι δυνατός σαν ταύρος. Με το τατουάζ μου ακάλυπτο κάτω απ’ τον ήλιο. Μ’ αρέσει να γαμιέμαι άγρια με την Γκλόρια. Άγρια. Πολύ Άγρια! Να ιδρώνω για ένα δίωρο και μετά να βγαίνω βόλτα μόνος μου. Με το άρωμά μου από ιδρώτα, σπέρμα. Γκλόρια, κρεβάτι. Ένα δυνατό και υγιές ζώο. Ένα ζωηρό και μυώδες πουλάρι που περπατά στη Λαγούνας ή την Άνιμας προς το Μπελασκοαΐν. Νιώθω σαν ένα ατίθασο άγριο άλογο, με τα σπερματοζωάρια να χοροπηδάνε μέσα μου, γόνιμα, ψάχνοντας απεγνωσμένα τρόπο να βγουν για να συναντήσουν το ωάριο. Εκεί είναι τα σπερματοζωάριά μου, χαρούμενα και παιχνιδιάρικα, τα μικροσκοπικά μου παιδιά, γελώντας γεμάτα ευτυχία μέσα μου περιμένοντας να ηχήσει ο πυροβολισμός της εκκίνησης και να υψωθεί η μπάρα για να ξεχυθούν κολυμπώντας ξέφρενα μέχρι το ωάριο . Εκείνα το ξέρουν. Ένα μόνο θα μπορέσει να χώσει το κεφαλάκι του, να βάλει όλη τούτη δύναμη, να σπρώξει και να μπει μέσα.

Πήγα στην κουζίνα. Ήρθε πίσω μου και μου πήρε την καφετιέρα από το χέρι.
«Άσ’ το, μωρό. Το κάνω εγώ. Πρέπει να συνηθίσεις να έχεις μια γυναίκα στο σπίτι».

Είναι καλύτερα να την αφήσω να κάνει αυτό που θέλει. Εξάλλου, γουστάρω να τη βλέπω στην κουζίνα με τα ασημένια βραχιόλια της να κουδουνίζουν. Είμαι, σαν το σκύλο του Παβλόφ. Αρχίζουν να μου τρέχουν τα σάλια και ο πούτσος μου ορθώνεται μόλις ακούσω το κουδούνισμα των βραχιολιών της. Ή όταν τη βλέπω να περπατάει στο σπίτι ξυπόλυτη. Με διεγείρουν τα πόδια της και τα χέρια της. Χύνω χωρίς καν να μυρίσω ή να αγγίξω. Μόνο που τη βλέπω με τη ρόμπα, να καθαρίζει το σπίτι, μισόγυμνη, με τις σαγιονάρες ή ξυπόλυτη, με τα βραχιόλια να κουδουνίζουν και στο κασετόφωνο να παίζει ο Μαρκ Άντονι στη διαπασών. Δουλεύει για λίγο και αρχίζει να ιδρώνει και το μουνάκι της να μυρίζει και να νοστιμεύει. Είναι γεγονός, είμαι χυδαίος και πονηρός τύπος. Ένας ακόμα αλήτης. Φαίνεται πως είναι η κλίση μου αυτή. Οι κομψές γυναίκες, οι αριστοκρατικές και παρφουμαρισμένες δεν μου αρέσουν.

Ρουφάω μια γουλιά ρούμι και το αφήνω στο στόμα της. Την πηγαίνω στο κρεβάτι, τη γδύνω και την παρατηρώ. Μου αρέσει να τη βλέπω από πίσω. Ξαπλώνει στο πλάι και φέρνει τα γόνατα στο πιγούνι. Αρχίζω να τον παίζω αργά. Παρατηρούμε ο ένας τον άλλο. Χωρίς να αγγιζόμαστε. Από μικρή συνήθισε να βλέπει τους πούτσους των μεγάλων. Μόνο να βλέπει. 

Μου το έχει διηγηθεί με λεπτομέρειες. Από εφτά χρόνων. Ζούσε σε ένα σολάρ στην οδό Λαγούνα. Πάρα πολύς κόσμος σε πολύ λίγα δωμάτια και ένα ή δύο κοινά μπάνια. Η σεξουαλική αδιακρισία ήταν αναπόφευκτη. Η Γκλόρια κοιτούσε και άφηνε να την κοιτούν. Στο σολάρ και γύρω από αυτό, οι διεστραμμένοι ή διεφθαρμένοι αφθονούσαν. Στα δέκα της χρόνια, της άρεσε ο δάσκαλος του χορού και τότε έβαλε τα δυνατά της για να τον κατακτήσει. Εκείνη είχε ήδη κάποια εμπειρία. Τουλάχιστον στο να κοιτάζει και να αφήνει να την κοιτάξουν. Ο άντρας αντιστεκόταν. Εκείνη του έκανε νάζια, προσπαθούσε να τον ερεθίσει, αλλά εκείνος ήξερε ότι η αποπλάνηση ανηλίκου σήμαινε από πέντε μέχρι δέκα χρόνια φυλακή.
Και στο δικαστήριο δεν θα μπορούσε ποτέ να πει ότι το κοριτσάκι ήταν που τον είχε αποπλανήσει, γιατί θα τον κατηγορούσαν από πάνω για παραπλάνηση της δικαιοσύνης και για προσβολή, και συκοφαντική δυσφήμηση της αθώας παιδίσκης.

Ο κακομοίρης ο ανθρωπάκος κρυβόταν, προσπαθούσε να συνεχίσει τα μαθήματά του. Αλλά η αθώα παιδίσκη ήταν διαβολεμένα επίμονη και πονηρή. Δεν ήταν απλώς ένα άτακτο και πεισματάρικο κοριτσάκι, Η Γκλόρια ήταν ένα μικρό τέρας. Μια μέρα μπήκε στο δωμάτιο του δασκάλου, που ζούσε στο ίδιο σολάρ της Λαγούνα, δήθεν με κάποιο πρόσχημα. Μπήκε σαν σίφουνας και, πολύ χαρούμενα, πήγε μέχρι τη δεξαμενή με το νερό που υπήρχε σε μια γωνιά και έριξε πάνω της μια κανάτα με νερό.

«Αχ, κοίτα, Ροδόλφο! Βράχηκα! Θα κρυώσω».
Γδύθηκε πολύ γρήγορα, χωρίς να αφήσει τον άντρα να προλάβει να αντιδράσει:
«Στέγνωσέ με. Φέρε μια πετσέτα και στέγνωσέ με».
Ο Ροδόλφο είχε μείνει άναυδος. Μέχρι πού μπορούσε να φτάσει εκείνο το κορίτσι; Βρήκε μια πετσέτα. Έκλεισε καλά την πόρτα. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν η φυλακή.

«Κοριτσάκι» να χαρείς τη μανούλα σου, κάτσε φρόνιμη, θα με μπλέξεις»…
«Στέγνωσέ με, Ροδολφίτο, άντε».

Μόλις εκείνος την πλησίασε με την πετσέτα, εκείνη του έπιασε τον πούτσο πάνω από το παντελόνι. Το κορίτσι πήγε κατευθείαν στο ψητό, χωρίς περιστροφές:

«Άσε με να τη δω»   ...
«Κορίτσι μου, να χαρείς, θα με μπλέξεις άσχημα».
«Έλα, κοίτα».

Κάθισε σε μια καρέκλα, σήκωσε τα πόδια τα άνοιξε και έδειξε το μικρούλικο φύλο της, με το πυκνό μαύρο τρίχωμα πού ήταν υπερβολικό για ένα δεκάχρονο κορίτσι. Του το πρόσφερε.

«Βγάλ’ την έξω. Άσε με να τη δω».

Εκείνος πήγε μέχρι την πόρτα. Βεβαιώθηκε ότι ήταν καλά Κλεισμένη. Γύρισε και την έβγαλε.
Ήταν ήδη μισοσηκωμένη. Εκείνη τη χάιδεψε λίγο και την έβαλε στο στόμα. Δεν το είχε ξανακάνει ποτέ, ίσως από ένστικτο ήξερε τι να κάνει. Ο Ροδόλφο τελείωσε σε δύο λεπτά κι εκείνη λούστηκε με το σπέρμα του. Ήταν χαρούμενη. Το άλειψε σε όλο της το σώμα, σαν να ήταν γαλάκτωμα. Αυτό άρεσε στον Ροδόλφο.
Εκείνη ήξερε τα περί φυλακής:
«Μην φοβάσαι. Δεν πρόκειται να σε μαρτυρήσω. Αντιθέτως, θα σε φροντίζω».
«Θα γίνεις το κοριτσάκι μου;»
«Δεν θα γίνω. Είμαι ήδη. Το κορίτσι σου, η γυναικούλα σου, ό,τι θελήσεις εσύ».
Εκείνη η σχέση ανάμεσα στο δεκάχρονο κορίτσι και τον σαρανταδυάχρονο άντρα κράτησε πολλά χρόνια…
_                         (δείτε τη συνέχεια στο τέλος της ανάρτησης)

Αυτή είναι η Κούβα σήμερα;

Εντάξει, είπαμε να το παίξει “κάπως”, ο –ως περιθώριο και όχι μόνο, χαϊδεμένος των αστών Pedro _Juan Gutierrez, αλλά μην τρελαθούμε κιόλας! _αυτόν τον κόσμο, που είναι δίπλα του δεν θέλει να τον δει. Χάνει _επί τούτου πιστεύουμε, τη μεγάλη εικόνα …

11 Ιούλη 21 (και στη συνέχεια) βρεθήκαμε μπροστά στο εξελισσόμενο νέο ιμπεριαλιστικό σχέδιο των ΗΠΑ ενάντια στην Κούβα, με την περήφανη απάντηση του λαού και της κυβέρνησης σε συνδυασμό με το κύμα διεθνούς αλληλεγγύης να αποτρέπουν τα χειρότερα

Το νέο ιμπεριαλιστικό σχέδιο των ΗΠΑ
🔘 🇨🇺  Η απάντηση του κουβανικού λαού

 Ανατρέχοντας στο blog του κατά τα άλλα λαλίστατου Pedro, όλη αυτή την περίοδο _και όχι μόνο (η πρώτη δημοσίευση είναι το 2014…) μούγκα στη στρούγκα, για τη ζωντανή κοινωνία του νησιού της επανάστασης, το μόνο που βλέπει είναι μια Αβάνα με πόρνες και πορνίδια, με τις οποίες ζωωδώς_ κατά τη δική του ορολογία συνευρίσκεται, ενώ η μεγάλη εικόνα κινεί τον τροχό της ιστορίας  

¡Cuba, qué linda es cuba, quien la defiende la quiere más!
Κούβα πόσο ωραία είναι η Κούβα | όποιος την υπερασπίζεται την αγαπά περισσότερο

Ε…ε.ε, εσύ που λες ότι η χώρα σου δεν είναι τόσο όμορφη | Ε, Ε…ε.ε, εσύ που λες ότι το δικό σου δεν είναι και τόσο όμορφο | σε προκαλώ να ψάξεις τον κόσμο όλο | υπάρχει άλλος ουρανός γαλάζιος σαν τον ουρανό σου; | φεγγάρι τόσο λαμπερό που | εισχωρεί στη γλύκα του ζαχαροκάλαμου | ένας Φιντέλ που δονεί τα βουνά | το ρουμπίνι, πέντε ρίγες κι ένα αστέρι …
Κούβα, πόσο όμορφη είσαι Κούβα μου - όποιος σε υπερασπίζεται σε αγαπάει περισσότερο.

🇨🇺  Η σημαία μου είναι
...  Δεν την βλέπεις; -Να τη!
🇨🇺  Η σημαία μου είναι αυτή
που δεν ποτέ δεν υπηρέτησε ξένους

Προσαρμογή της Κούβας στο εφικτό

Tο 8ο Συνέδριο του ΚΚ Κούβας (Απρ-2021) αποτέλεσε κομβικό σημείο στις πολιτικοοικονομικές εξελίξεις του νησιού της επανάστασης _ σχετικά με την οικονομία και άλλα στρατηγικά ζητήματα δείτε Informe Central al 8vo. Congreso del Partido Comunista de Cuba (+PDF)

«Αν η γη μας δεν χώραγε αρκετή τιμή και δόξα, αυτά που έχει κατακτήσει στη διάρκεια τόσων χρόνων, αυτή η τιμή και αυτή η δόξα θα αρκούσε για τους ανίκητους μαχητές,  που αγωνίστηκαν ενάντια στην  αυτοκρατορία της υπερδύναμης»
(…)
Και, για άλλη μια φορά, αποκαλύφθηκε η ενότητα του λαού γύρω από το κόμμα αναδεικνύοντας την ικανότητά της για αντίσταση στις επιθέσεις του εχθρού.

(παράλληλα)
Προσδιορίζει αξιόπιστα τους υποκειμενικούς παράγοντες που επηρεάζουν την οικονομική διαχείριση, καθώς και τα διαρθρωτικά προβλήματα του μοντέλου, το οποίο δεν παρέχει επαρκή κίνητρα για την εργασία _ Αντιμετωπίζει επίσης την ανάγκη προώθησης ενός επαρκούς συνδυασμού του σχεδιασμού κεντρικού χαρακτήρα με την αυτονομία και την αποκέντρωση που απαιτείται στα ενδιάμεσα και βασικά επίπεδα του επιχειρηματικού συστήματος και των τοπικών κυβερνήσεων.
Ε
φιστά επίσης την προσοχή σε ένα από τα σημαντικά θέματα που επισημάνθηκαν από τον Raúl Castro, που αναφέρεται στην αρχή ότι η λαϊκή ιδιοκτησία στα θεμελιώδη μέσα παραγωγής αποτελεί τη βάση της πραγματικής εξουσίας των εργαζομένων και γι αυτό το κρατικό επιχειρηματικό σύστημα καλείται να αποδείξει στην πράξη και να ενισχύσει το δεδομένο ότι είναι και θα είναι η μορφή δεσπόζουσας διαχείρισης στην οικονομία.
Ταυτόχρονα, ο πρώτος Γραμματέας του PCC προειδοποιεί ότι η επέκταση των δραστηριοτήτων των μη κρατικών μορφών διαχείρισης, δεν πρέπει να οδηγήσει σε μια διαδικασία ιδιωτικοποίησης που θα δυναμιτίσει τα θεμέλια και την ουσία της σοσιαλιστικής κοινωνίας, που χτίστηκε στα χρόνια που πέρασαν … περισσότερα από έξι δεκαετίες.
Η "Tarea Ordenamiento" (νομισματική προσαρμογή) εκφράζει μια ανάγκη που ξεκίνησε μεν την πρώτη Ιανουαρίου φέτος αλλά αποτελεί καταστάλαγμα μελέτης και εργασίας περισσότερο από μια 10ετία και πρέπει να προχωρήσει απρόσκοπτα σύμφωνα με το εγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα μέχρι τη συνολική εφαρμογή της.
Η ύπαρξη ενός μοναδικού κόμματος, μας βάζει μπροστά στο καθήκον προώθησης τόσο μέσα στις γραμμές μας, όσο και την κοινωνία γενικά την ευρύτερη δημοκρατία και μια μόνιμη, ειλικρινή και βαθιά ανταλλαγή απόψεων, που όχι πάντοτε συμπίπτουν, ενισχύοντας τους δεσμούς με την εργατική τάξη και το λαό διασφαλίζοντας αυξανόμενη συμμετοχή του λαού στις θεμελιώδεις αποφάσεις.

·       Από το 1ο Συνέδριο του ΚΚ Κούβας μέχρι σήμερα -μια επανάσταση στην επανάσταση

·       H κεντρική εισήγηση στο 8ο Συνέδριο του ΚΚ Κούβας -PCC Partido Comunista de Cuba

Βρόμικη σάρκα

Κούβα. Δεκαετία του '60. Η επανάσταση θριαμβεύει και δυο συμμαθητές που μοιάζουν να μην έχουν τίποτα κοινό μεταξύ τους γίνονται φίλοι. Ο Πέδρο Χουάν, αθλητικός και γεροδεμένος, με τον καιρό θα γίνει ένας γοητευτικός εραστής φιλήδονων γυναικών. Ο Φαμπιάν είναι ακριβώς το αντίθετο: ασθενικός, φοβητσιάρης και μύωπας, παίζει πιάνο και είναι ομοφυλόφιλος. Βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα, αυτό το μυθιστόρημα είναι γεμάτο αντιθέσεις: φως και σκιά, ζωντάνια και απελπισία, απόλαυση και καταπίεση.

Ο έρωτας νοστάλγησε την Κούβα - βραβείο Alfonso Garcia-Ramos

Ο Πέδρο Χουάν, καταξιωμένος συγγραφέας πια, θα βρεθεί μακριά από την Κούβα, στην παγερή Σουηδία, ερωτοχτυπημένος με την Ανιέτα, της οποίας την αποστειρωμένη και απόλυτα οργανωμένη ζωή αναστατώνει. Πίσω, όμως, έχει αφήσει την Γκλόρια, ένα κορίτσι του δρόμου, μια μιγάδα, με πολύ έντονη ζωή, γεμάτη εμπειρίες και ιδιόμορφη φιλοσοφία. Δύο αρχετυπικά πορτρέτα γυναικών, ένα ξέφρενο πάρτι όπου πρωταγωνιστούν το σεξ, το ρούμι και η σάλσα.

Η βρόμικη τριλογία της Αβάνας

Γραμμένη με ρυθμό ιλιγγιώδη, κάπου ανάμεσα στην τροπική έξαψη και τη μαύρη απόγνωση. Η βρόμικη τριλογία της Αβάνας είναι ένα μείγμα διηγημάτων ενορχηστρωμένων σαν μυθιστόρημα. Σκληρό, συγκινητικά και αληθινά, μας αποκαλύπτουν έναν αυθεντικό συγγραφέα. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Ξενόγλωσσος τίτλος: Fabian y el caosAnimal tropicalTrilogia sucia de la Habana
ISBN13 _9786180323719
Εκδότης _ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ –σελίδες 992
Μετάφραση _Κλεοπάτρα Ελαιοτριβιάρη

Παραθέτουμε κάποιες "οπτικές" αστικών ΜΜΕ

Το επαναστατικό ιδεώδες
δεν έχει αποτύχει εντελώς, αλλά εξελίσσεται

(από συνέντευξη στο bbc Οκτ-2015 _οι υπογραμμίσεις –bold δικές μου)

Ως παιδί, ο Pedro Juan Gutiérrez αγαπούσε τα κόμικς.
Όμως σε ηλικία 10 ετών έπρεπε να σταματήσει να τα διαβάζει: δεν έφτασαν πια στην Κούβα. Η διακοπή των σχέσεων με τις ΗΠΑ και το οικονομικό εμπάργκο είχαν άμεση συνέπεια στις αναγνωστικές συνήθειες αυτού που θα γινόταν μια από τις πιο αναγνωρισμένες πένες στο νησί. Άρχισε να διαβάζει ό,τι του έπεφτε στα χέρια. Κυριολεκτικά. Από τον Ιούλιο Βερν μέχρι τον Φραντς Κάφκα, χωρίς να καταλαβαίνω πολλά για στυλ ή πλαίσια. «Βρισκόμουν σε μια τρικυμία εν κρανίω», μέχρι που μια μέρα ανάμεσα στα βιβλία έφτασε μια «πολύ κακή μετάφραση» του «
Breakfast at Tiffany's» του Τρούμαν Καπότε (σσ. “πρόγευμα στο Τίφανις” _1958, μια από τις πιο γνωστές δημιουργίες του, όπου ένας σύγχρονος συγγραφέας θυμάται τις πρώτες μέρες του στη Νέα Υόρκη, όταν γνωρίζει την γειτόνισσα Χόλι Γκόλαιτλι, η οποία είναι έγινε ταινία από τον Μπλέικ Έντουαρντς το 1961 με Όντρεϊ Χέπμπορν, Τζoρτζ Πέπαρντ, Μάρτιν Μπάλσαμ, Μίκι Ρούνεϊ κλπ) _όπως έγραψε η ιταλική εφημερίδα "La Repubblica" … Η Αμερική του 1958, χωρίς να έχει ακόμη απαλλαγεί από τα φαντάσματα του Ψυχρού Πολέμου, έδειχνε ήδη πρόθυμη να κάνει την υπέρβασή της. Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα, το "Πρόγευμα στο Tίφφαvυς" φαινόταν να συμπυκνώνει το πνεύμα των καιρών και ταυτόχρονα να προτείνει μια φιλοσοφία ζωής ικανή να μετατρέψει τα αυστηρά πρότυπα της πουριτανικής ηθικής σε γνήσια πρακτική της χαράς, της "ελαφρότητας", της ζωντάνιας.

Η Χόλλυ Γκολάιτλυ, η εύθυμη και ανοιχτόκαρδη ηρωίδα, είναι μια κοπέλα ανέμελα ανυπότακτη στις κοινωνικές συμβάσεις. Στις επιλογές της την καθοδηγεί μια βαθιά ηθική αντίληψη φτιαγμένη από αλληλεγγύη, γενναιόδωρες πράξεις και παντελή έλλειψη κακίας. Όλα αυτά τη φέρνουν αντιμέτωπη με τους άκαμπτους κανόνες του μικροαστικού καθωσπρεπισμού. Μαζί με τη μικρή αυλή της από "αντικανονικούς" τύπους αποτελούν πυρήνα για μια καινούργια κοινωνικότητα, Πιo ανοιχτή και αυτόχρημα ευτυχισμένη. Αλλά ο κόσμος γύρω της δεν ανέχεται την πορεία της ενάντια στο ρεύμα και η Χόλλυ θα αναγκαστεί να πληρώσει: μπλέκει άδικα, και μολονότι θα τη γλιτώσει, θα χάσει τον άνθρωπο που επρόκειτο να παντρευτεί. Παρ' όλα αυτά ο κομφορμισμός δεν θα θριαμβεύσει και η ηρωίδα, αποθησαυρίζοντας τις εμπειρίες της, με καινούργια ζωντάνια θα ανοίξει τα φτερά της για αλλού, έτοιμη να ξαναρχίσει τη ζωή της.

Τρούμαν Καπότε λοιπόν και …"Σοκαρίστηκα _λέει ο Gutiérrez, σκέφτηκα: "Αυτός δεν φαίνεται να γράφει, φαίνεται ότι μιλάει σε κάποιον και αυτό με εντυπωσίασε. Είπα: "Θέλω να γράψω έτσι".
Τότε πήρε μια απόφαση για την οποία πολλοί αναγνώστες του βρώμικου μυθιστορήματος, όπου ο
Gutiérrez είναι ένας από τους κύριους εκπροσώπους, θα τον ευχαριστούσαν αργότερα.

"Στην ηλικία των 18 αποφάσισα ότι αυτό που ήθελα στη ζωή μου ήταν να γίνω συγγραφέας. Το αποφάσισα με θέρμη. Αλλά για εκείνη τη λογοτεχνία που θεωρείται κάτι πολύ ιερό. Ποτέ δεν με ενδιέφερε η φήμη ή τα χρήματα με το γράψιμο. αλλά να βγάλω ό,τι είχα μέσα μου".

Ξεκίνησε ως δημοσιογράφος και μετά ως ποιητής. Ο μυθιστοριογράφος χρειάστηκε περισσότερο χρόνο για να φτάσει. Αλλά όταν κυκλοφόρησε στην Ισπανία τη «Βρώμικη τριλογία της Αβάνας» το 1998 - σάρωσε τα πάντα. Μίλησε χωρίς λογοκρισία για τους δρόμους με τις πουτάνες, τους μεθυσμένους και άθλιο σεξ στη φτωχή πλευρά της Αβάνας. Αυτό που δεν εμφανίζεται στα τουριστικά φυλλάδια, δεν μιλάνε αλλά βρίσκεται εκεί, εμφανές και για το οποίο κάποιος έπρεπε να μιλήσει.

(??) Πορνεία, αλκοολισμός, ομοφυλοφιλία... γιατί ο Pedro Juan Gutiérrez επιμένει να αφαιρεί αυτό που θέλει να κρύψει η Κούβα κάτω από το χαλί;

Πιστεύω ότι αυτή πρέπει να είναι η λειτουργία του συγγραφέα: να γράφει αυτό που η πλειοψηφία της κοινωνίας δεν θέλει να δει. Ή θέλει να κρύψει. Σε οποιαδήποτε κοινωνία και ανά πάσα στιγμή υπάρχουν μια σειρά από κατεστημένα και οι θεσμοί εξουσίας προσπαθούν να εγκλωβίσουν τους πάντες εκεί μέσα.
Μπορείτε να μιλάτε αλλά όχι γι αυτά. Μπορούμε να μιλάμε έτσι, αλλά όχι με αυτόν τον τρόπο. Μα γιατί; Η λειτουργία του συγγραφέα είναι ακριβώς να σπάσει τα όρια της σιωπής, η δουλειά σου ως συγγραφέας είναι να το πιέσεις λίγο. Και με το επόμενο βιβλίο, άλλο ένα εκατοστό κ.ο.κ.

(??) Πώς σπάτε το φράγμα της σιωπής σε μια χώρα όπου τα βιβλία σας έχουν απαγορευτεί εδώ και καιρό;

Θα πρέπει να είστε υπομονετικοί. Όταν δημοσίευσα την «Τριλογία» ήμουν δημοσιογράφος και με πέταξαν στους δρόμους. Ήταν πολύ δύσκολα χρόνια, 1999, 2000, 2001… αλλά μετά όσοι έπρεπε να χαλαρώσουν άρχισαν να χαλαρώνουν. Δεν δημοσιεύτηκε τίποτα για μερικά χρόνια, τώρα ΝΑΙ! Ήδη έχουν βγει πέντε-έξι τίτλοι.

ΟΧΙ όμως η «Βρώμικη τριλογία»...
Όχι. Γι αυτήν λένε ότι τώρα δεν είναι η ώρα.
(??) Και θα έρθει η ώρα;

Για να δούμε (γέλια). Πρέπει να είσαι αισιόδοξος. Τώρα, για παράδειγμα, το «Διάλογος με τη σκιά μου, για το επάγγελμα του συγγραφέα» πρόκειται να ξεκινήσει στην Έκθεση Βιβλίου της Αβάνας. Είναι ένας διάλογος μεταξύ του Pedro Juan (ο χαρακτήρας) και του Pedro Juan Gutiérrez. Δεν είναι ένα θεωρητικό βιβλίο, αλλά αρκετά διασκεδαστικό για τη συγγραφική μου εμπειρία.

Επανάσταση στην εξέλιξη

(??) Στα βιβλία σου δείχνεις μια Κούβα αρκετά διαφορετική από το επαναστατικό ιδεώδες. Αυτό το ιδανικό απέτυχε;

Δεν μπορεί να ειπωθεί ότι απέτυχε τελείως, γιατί στην ουσία μένουν μια σειρά από πράγματα. Προφανώς όμως εξελίσσεται. Υπάρχει μια δυναμική εξέλιξης και αυτή η αποκατάσταση των σχέσεων με τις ΗΠΑ (σσ. ;;) τη σηματοδοτεί. Αυτό θα ήταν αδύνατο πριν από 10 χρόνια. Χρειάστηκε μεγάλη ευελιξία και από τις δύο πλευρές και αυτό είναι που σηματοδοτεί αυτή τη στιγμή στην Κούβα: η ευελιξία.
Κάποιος με ρώτησε προς ποια κατεύθυνση βαδίζει η Κούβα. Κοίτα, δεν ξέρω. Δεν νομίζω ότι ούτε αυτοί που είναι εκεί πάνω το ξέρουν καλά, αλλά τουλάχιστον υπάρχει μεγαλύτερη ευελιξία, υπάρχει μια δυναμική αποδοχής, μεγαλύτερο άνοιγμα προς τον έξω κόσμο.

(??) Τα βιβλία σου ήταν απαγορευμένα εδώ και καιρό στην Κούβα. Πώς είναι να είσαι συγγραφέας ενάντια στο ρεύμα;

Πολλή μοναξιά και πολλή απομόνωση. Κάποιοι φίλοι μου μου είπαν: «Ζεις “εξορισμένος”, αντί για εξορία. Κλείδωσα τον εαυτό μου, στεναχωριόμουν πολύ, γιατί δεν καταλάβαινα γιατί η έκδοση ενός βιβλίου στην Ισπανία θα προκαλούσε τέτοια φασαρία. Αυτή η στάση με ενόχλησε, αλλά το κατάλαβα κι εγώ. Αλλά είπα: “Δεν φεύγω από τη χώρα, γιατί αυτή είναι η πατρίδα μου”.
Όταν κυκλοφόρησε η τριλογία, είχα ήδη ταξιδέψει λίγο ως δημοσιογράφος και ποιητής στην Ευρώπη, τη Βραζιλία, το Μεξικό και ήταν ξεκάθαρο για μένα ότι δεν με ενδιέφερε να ζήσω σε καμία από αυτές τις χώρες, δεν ήθελα να αλλάξω τη χώρα μου με άλλη. Αισθάνομαι καλά στην Αβάνα, είμαι πολύ Κουβανός και νομίζω ότι είχα πολλά πράγματα να πω, να γράψω, από την Κούβα. Και ήθελα να τα πω από τα μέσα.

(??) Έχετε πει πως ό,τι είναι γνωστό είναι γραμμένο. Πώς είναι η δική σου Κούβα;

Φανταστείτε, μένω στο Centro Habana, στο κέντρο της πόλης, αλλά είναι και μια πολύ περιθωριακή γειτονιά, λίγο βίαιη, λίγο επιθετική. Όταν έφτασα εκεί πριν από 30 χρόνια, ήμουν ένας κανονικός, μεσαίας τάξης δημοσιογράφος, με οικογένεια, με αυτοκίνητο… ήταν ένα πολύ βίαιο τρακάρισμα. Άρχισα να προσαρμόζομαι σε εκείνη τη γειτονιά, να καταλαβαίνω τη ζωή από άλλη σκοπιά. Για να καταλάβω αυτούς τους ανθρώπους που προφανώς δεν είχαν καμία σχέση μαζί μου.
Ίσως είχαν λίγα χρήματα, λίγη μόρφωση, αλλά συνειδητοποίησα ότι ήταν σαν εμένα και μου αρέσουν. Τους γνώρισα σιγά σιγά μέχρι που άρχισα να γράφω για αυτούς τους ανθρώπους και για εκείνη τη γειτονιά.
"Οι φωτεινές περιοχές δεν με ενδιέφεραν ποτέ. Με ενδιαφέρει το σκοτάδι, το σκοτεινό... αυτό που προσπαθείς να κρύψεις." Γιατί;;
Είναι το επαγγελματικό μου πρόβλημα. Πρέπει να βρεις ψυχίατρο να με αναλύσει. Αλλά κατά βάθος πιστεύω ότι υπάρχει κάτι που είναι θεμελιώδες σε αυτή την πρόθεση και αυτό είναι ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν πράγματα να κρύψουν, πράγματα που δεν θέλουμε να μάθουν οι άλλοι. Και αυτό είναι το ενδιαφέρον, έτσι δεν είναι;
Οι σταχτιές, σκοτεινές περιοχές, οι πιο καταπιεσμένες επιθυμίες, όλη αυτή η περιοχή της σιωπής είναι που αποκαλύπτει τον αληθινό άνθρωπο. Και αυτό είναι που με ενδιαφέρει να διεισδύσω.

(??) Σε λένε Μπουκόφσκι της Καραϊβικής, αλλά δεν σου αρέσει να σε λένε έτσι...

Μου έχουν πει Μπουκόφσκι ή Καραϊβικό Χένρι Μίλερ. Αυτή ήταν μια εμπορική ετικέτα που επινόησε ο εκδοτικός οίκος στην Ισπανία όταν εξέδωσε την “Τριλογία”. Ήμουν νέος συγγραφέας και χρειάζονταν μια παρομοίωση. Αλλά δεν έχω καμία σχέση με τον Μπουκόφσκι. Είμαι πολύ Καραϊβικός, ήταν πολύ Γερμανός. Είχε προβλήματα με τους γονείς του, τραυματικός, όχι εγώ, είχα πολύ καλή σχέση με τους γονείς μου.
Ίσως υπάρχουν κάποια σημεία επαφής, όσον αφορά το αλκοόλ, ή σε αυτό το αίσθημα ήττας ή απαισιοδοξίας που υπάρχει μερικές φορές στον Pedro Juan (ο χαρακτήρας), που μερικές φορές γίνεται λίγο ηττοπαθής και καταθλιπτικός και μολύνει τα πάντα γύρω του. Αλλά γενικά νομίζω ότι είμαι μακριά από τον Μπουκόφσκι.

(??) Είχατε διαβάσει τον Μπουκόφσκι όταν ο εκδότης έκανε τη σύγκριση;

Όχι. Έζησα από πάντα στην Κούβα και όχι, κανείς δεν ξέρει τον Μπουκόφσκι εκεί, κανείς δεν τον έχει διαβάσει ή δημοσιεύσει. Αν μιλάμε για επιρροές, θα έπρεπε να είναι του 19ου αιώνα (γέλια). Στην Κούβα υπάρχει μεγάλη καθυστέρηση στη δημοσίευση.

(??) Ακόμη;

Ακόμη. Δεν υπάρχει ανάκαμψη. Αν και αρκετά βιβλία εκδίδονται. Κάπως φαίνεται να έχεις διανοούμενο τη βρώμικη λογοτεχνία.

(??) Υπάρχει πριν και μετά για τον Pedro Juan Gutiérrez σε αυτό το υποείδος;

Κάποιοι κριτικοί στην Κούβα έχουν μιλήσει για τη βρώμικη τριλογία ως σημείο ρήξης (στην κουβανική λογοτεχνία). Θα πρέπει να τους ρωτήσετε, γιατί δεν μπορώ να απαντήσω σε αυτό.
Κοίτα, όμως, η λογοτεχνία είναι θέμα της μεσαίας τάξης και διέπεται από τις συμβάσεις της μεσαίας τάξης, για παράδειγμα, το σεξ δεν συζητιέται. Ανεξάρτητα από το πόσο ρηξικέλευθος και καταστροφικός είναι ένας συγγραφέας, βρίσκεται πάντα στη μεσαία τάξη. Αναγνώστες, συντάκτες, το ίδιο.
Με ενδιέφερε πολύ να σπάσω αυτές τις συμβάσεις γιατί αν είχα κάποιο δίλημμα με τους γονείς μου ήταν να μην αναπαράγω τη βαρετή έγγαμη ζωή που είχαν. Και μέσα σε αυτά τα διαλείμματα πιστεύω ότι αυτή είναι η λογοτεχνία μου. Αν πρέπει να μιλήσεις για σεξ, μιλάς για σεξ και σε όποιον δεν αρέσει, το παραλείπει και συνεχίζει.

(??) Ή κλείστε το βιβλίο και το επόμενο…

Αυτό μου δημιουργεί προβλήματα επειδή υπάρχουν εκδότες που δεν θέλουν να δημοσιεύσουν. Για παράδειγμα, τώρα στην Ολλανδία. Μου είπαν: αν το βιβλίο σου «Φάμπιαν και χάος» είναι τόσο δυνατό όσο η «Βρώμικη τριλογία», δεν το θέλουμε... Στην Ολλανδία!

(??) Ο Φάμπιαν και το χάος μιλάει για έναν νεαρό ομοφυλόφιλο, πιανίστα, ο οποίος καταλήγει να δουλεύει σε ένα εργοστάσιο επειδή είναι ομοφυλόφιλος. Ήταν αυτό το μυθιστόρημα ένα ανεξόφλητο χρέος;

Ήταν ένα ανεξόφλητο χρέος ως ένα βαθμό, με τον Φάμπιαν. Γιατί όλα αυτά είναι αληθινά. Είναι δηλαδή ένα μυθιστόρημα βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα. Η όλη βάση και η καρδιά του θέματος είναι απολύτως αληθινή. Ένιωσα μια κάποια ανησυχία που έγραφα για τον Φάμπιαν, που ήταν φίλος μου.

Τελικά το αποφάσισα γιατί μου φαίνεται ότι πρέπει να αφήσεις μια ανάμνηση μιας εποχής που ήταν πολύ σημαντική. Οι δεκαετίες του '60 και του '70 στην Κούβα ήταν πολύ σημαντικές, υπήρχε μεγάλη καταστολή κατά των ομοφυλόφιλων και της εκκλησίας. Έπρεπε να γράψω ένα μυθιστόρημα σε άσπρο -μαύρο. Ήθελα να αφήσω την ιστορία μου. Σχεδόν όλα τα βιβλία μου το κάνουν αυτό, σωστά; Αφήνοντας μια ανάμνηση μιας εποχής _του καιρού μας.
Καταφεύγω σε έναν αφηγητή που τα βλέπει όλα, που τα ξέρει όλα, για να περιγράψω την άφιξη των γονιών του Φαμπιάν από την Ισπανία στο Ματάνζας στα προεπαναστατικά χρόνια, την άφιξη του Φιντέλ Κάστρο στην εξουσία και τη ριζοσπαστικοποίηση της Επανάστασης τη δεκαετία του 1960-70, που παρακολουθεί συστηματικά την εξέλιξη των γεγονότων εκείνων των χρόνων σμιλεμένα σε ναυάγια. Περισσότερο από μια αντίθεση, θα έλεγα ότι είναι ο ίδιος αφηγητής που εμφανίζεται σε δύο χειρονομίες, σε δύο οπτικές γωνίες, σε δύο οράματα και ακόμη και σε δύο υπαρξιακές ολοκληρώσεις.

(??) Ένα χρονικό των 60/70 χρόνων από την έναρξη της κυβέρνησης Κάστρο;

Ναι είναι. Με ενδιαφέρει η μνήμη. Η λογοτεχνία έχει την ικανότητα να εμβαθύνει σε αυτές τις σκοτεινές περιοχές του ανθρώπου. Ήταν δύσκολα χρόνια καταστολής. Ο Πέδρο Χουάν και ο Φαμπιάν μεγάλωσαν στη σπείρα εκείνης της ριζικής αλλαγής που ήταν τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης. Και οι δύο είναι αποστάτες, αντι-ήρωες, από μια διαδικασία που αναζητούσε τολμηρούς, ηρωικούς πρωταγωνιστές... Τα βιβλία μου μιλούν για όντα καταραμένα από αντίξοες συνθήκες. Δεν με ενδιαφέρουν οι εξυψωμένοι από τη νίκη.

Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες _Ο Fabian και το χάος \\ Pedro Vicario, Las Provincias _Valencia_2015

Η Κούβα τη δεκαετία του 1960. Η επανάσταση θριάμβευσε και δύο παιδιά που προφανώς δεν έχουν τίποτα κοινό γίνονται φίλοι. Ο Pedro Juan (σσ. ο συγγραφέας), παλιός γνώριμος, είναι αθλητικός, σωματώδης και με τον καιρό θα γίνει σαγηνευτικός εραστής πληθωρικών γυναικών. Ο Fabián είναι το αντίθετο: αδύναμος, φοβισμένος και μυωπικός, παίζει πιάνο, είναι ομοφυλόφιλος και η οικογένειά του –μητέρα από Μαδρίτη και Καταλανός πατέρας, μετανάστευσε στο νησί τη δεκαετία του 1920– έζησε καλύτερες εποχές στην προεπαναστατική Κούβα.

Αυτή η απίθανη φιλία θα συνεχιστεί και με τον καιρό και οι ζωές αυτών των δύο αγοριών θα διασταυρωθούν ξανά τα επόμενα χρόνια. Μέχρι τότε, ο Pedro Juan θα έχει γίνει ένας ηδονιστής που απολαμβάνει το σεξ με γυναίκες με γενναιόδωρο στήθος που δεν ζητούν δέσμευση, συμπεριλαμβανομένης μιας άγριας 60χρονης. Ο Fabián θα είναι καλλιτέχνης χωρίς ικανότητα να αντιμετωπίσει την εχθρική πραγματικότητα. Τον έχουν συλλάβει ως ομοφυλόφιλο  και, παρότι καταλήγει να είναι επιτυχημένος, ο φόβος θα τον κυριεύσει και θα ζει όλο και πιο κλεισμένος στον εαυτό του. Και οι δύο θα συναντηθούν ξανά σε ένα εργοστάσιο κονσερβοποιίας κρέατος όπου εργάζονται οι απόκληροι της νέας επαναστατικής κοινωνίας, αλλά η μοίρα τους θα είναι απελπιστικά διαφορετική.

Βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα, αυτό είναι ένα μυθιστόρημα αντιθέσεων: φώτα και σκιές, ζωντάνια και απόγνωση, χαρά και καταστολή.
Γραμμένο με τον συνηθισμένο άμεσο και αποτρόπαιο τόνο του συγγραφέα και με φόντο μια αναβράζουσα και βρώμικη Κούβα, αφηγείται την αδύνατη φιλία ανάμεσα σε δύο παρίες της επανάστασης, ανάμεσα σε δύο νέους που ζουν με την πλάτη γυρισμένη στις επίσημες διακηρύξεις και ψέματα και αναζητούν τους χώρους ελευθερίας τους με ανόμοιο πεπρωμένο. Ο
Fabián y el caos είναι ένα νέο δείγμα του σαγηνευτικού ταλέντου αυτού του είδους του “Καραϊβικού Μποκόφσκι” (σσ. έτσι τον ονομάζουν τα αστικά ΜΜΕ, η γνώμη μας είναι πως _ιδεολογικά και κοινωνικά έχουν περισσότερες διαφορές, παρά ομοιότητες)  και είναι γεμάτος, όπως σε όλα τα έργα του, σεξ και ερημιά, σφρίγος και απαισιοδοξία.

«Ένας αποτελεσματικός και δυνατός αφηγητής. Τίποτα δεν είναι περιττό στο μυθιστόρημά του, που σταματά μόνο στο ουσιαστικό, σε αυτό που ορίζει την εποχή των χαρακτήρων και τη δική του βιογραφία. Είναι η Κούβα στην πιο αγνή της μορφή. Και ο Pedro Juan στην ουσία»

\\ Iñigo Urrutia, El Diario Vasco
Μια ιστορία έντονης και άμεσης πεζογραφίας, βιταλιστικής και ζοφερής, που γιορτάζει το σεξ και δείχνει την καταστολή

Ο Pedro Juan Gutiérrez είναι ικανός όσο λίγοι να μιλήσει για την Κούβα... Μας λέει για τη ζωή σε μια Κούβα που είναι αυτό που είναι. μας λέει για τη δίωξη της ομοφυλοφιλίας, από τα μέσα, από τη φιγούρα του πατέρα, που απορρίπτει, που κακομεταχειρίζεται τον Fabián, όπως μας λέει για την ανακάλυψη της σεξουαλικότητας από δύο εντελώς διαφορετικές οπτικές γωνίες, και μας λέει, όπως πολλά μυθιστορήματα του Pedro Juan Gutiérrez, για τη σεξουαλική ορμή, τη σεξουαλικότητα ως μορφή απόδρασης αλλά και ως τη μόνη μορφή τρυφερότητας, της ζωής, καθώς μας μιλάει για τη μοναξιά και για τη στοργή που μας αγκιστρώνουν στη ζωή, ακόμα κι αν δεν το ξέρουμε, για τους γονείς, για τα γηρατειά, τη δυστυχία, τις επιθυμίες, τα όνειρα που δεν θα πραγματοποιηθούν ποτέ, τη φιλία, τη ζωή» (Antonio Martínez Asensio, Antena3 Blog).

Τριλογία sucia de La Habana

Η μαρτυρία ενός άπιστου κατοίκου της, ενός άντρα που επιστρέφει εξουθενωμένος από ένα μακρύ ταξίδι που τελικά δεν τον οδήγησε πουθενά. Δεν είναι όμως απαισιόδοξο. Ο Πέδρο Χουάν ξέρει ότι πρέπει να προχωρήσει. Και το καλύτερο είναι να το κάνεις χαμογελώντας, με ρούμι, μουσική και σεξ. Ο Pedro Juan Gutiérrez στο καθαρτήριο αυτού του σκληρού και σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικού βιβλίου, που συγκεντρώνει τρία σε ένα διηγημάτων: "Anclado en tierra de nadie", "Nada que hacer" y "Sabor a mí" (Αγκυροβολημένος στη χώρα του κανενός, Ουδέν νεώτερο \ τίποτε δε συμβαίνει και Γεύση από τον εαυτό μου). Μια δυνατή και σφιχτή γλώσσα είναι η μόνη ικανή να εκφράσει την οργή όσων ζουν στη δίνη του τυφώνα. Ο Πέδρο Χουάν ζει στην άκρη του γκρεμού. Περιθωριακά, αν και η covacha του (σσ. παράγκα) βρίσκεται σήμερα στην καρδιά της Αβάνας. Ανατέμνω το περιβάλλον του με την ικανότητα ενός ειδικού χειρουργού. Χωρίς φόβο βυθίζει το κοφτερό του νυστέρι, σκάβει στα σπλάχνα και ανατρέπει τα πάντα, χωρίς σεβασμό: σεξ, πείνα, πολιτική, ερωτισμό, απογοήτευση, λαχτάρα, ρούμι και καλό χιούμορ. Γραμμένο με έναν αδυσώπητο ρυθμό, στα μισά του δρόμου μεταξύ της τροπικής πληθωρικότητας και της μαύρης ερήμωσης του Μπουκόφσκι, η «Βρώμικη Τριλογία της Αβάνας» είναι ένα εκθαμβωτικό σύνολο ιστοριών ενορχηστρωμένων σαν μυθιστόρημα. Σκληρά, συγκινητικά και αληθινά, μας αποκαλύπτουν έναν καθαρόαιμο συγγραφέα, έναν αδυσώπητο χρονικογράφο μιας χώρας και εποχών αντιφατικών, τρομερών, συναρπαστικών.

Ο Πέδρο Χουάν, ο συγγραφέας της Κούβας που γοητεύεται από το σκοτάδι

ΑΒΑΝΑ (AP) —
Όχι, καμία σχέση με αυτό. Ο λογοτεχνικός χαρακτήρας Pedro Juan -με μια ύπαρξη που μαστίζεται από αγωνία, σεξ και βία που επιβιώνει όσο καλύτερα μπορεί στην Αβάνα-, δεν μοιάζει σε τίποτα με τον άλλο Pedro Juan, τον συγγραφέα, τον πραγματικό άντρα, με τους ήπιους τρόπους και τον αργό λόγο.

«Ποτέ δεν πίστευα ότι θα έγραφα τόσα πολλά γιατί πίστευα ότι δεν είχα και τόσα πράγματα να πω», σκέφτηκε ο Κουβανός ποιητής και αφηγητής μιλώντας στο Associated Press, ο οποίος έγινε διεθνής σχεδόν μέσα σε μια νύχτα όταν η τριλογία _το πρώτο του έργο, κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο Anagrama το 1998.

Ο κύριος χαρακτήρας αυτού του έργου ονομάζεται ακριβώς Pedro Juan, ένας άνθρωπος που επιδιώκει να προχωρήσει στο τραχύ πλαίσιο της σκληρής κουβανικής κρίσης της δεκαετίας του '90.
Το βιβλίο ήταν ένα σοκ για τους διανοούμενους του νησιού λόγω της περιγραφής του για την κουβανέζικη υπόγεια κουλτούρα, τον ερωτισμό και τη χρήση της καθημερινής γλώσσας σε σημείο χονδροειδούς υπερβολής και για την πολιτική ηγεσία του νησιού που δεν αναγνωριζόταν ο ρόλος της, ενώ προσέβλεπε στις παραμέτρους μιας Κούβας χωρίς ρωγμές, με κοινωνική πρόνοια για όλους.

«Είμαι πολύ ευγνώμων για τη ζωή», τόνισε κατά τη διάρκεια ενός είδους ισορροπίας (σσ. τα του Καίσαρος τω Καίσαρι) λέγοντας, πως ποτέ δεν τον ενδιέφερε η αφήγησή του να γίνει φυλλάδιο ή να καλλιεργεί ιδεολογίες, αλλά να παρέχει μια μαρτυρία ενός πολύ συγκεκριμένου τμήματος του πληθυσμού: της περιθωριοποιημένης γειτονιάς του κέντρο της Αβάνας.
«Είμαι πολύ ξεκάθαρος ότι δεν κάνω πολιτική, αφήνω μια ανάμνηση της εποχής και του τόπου όπου έχω ζήσει», είπε ο Gutiérrez.

Βωμολοχίες, άσεμνο σεξ, φτώχεια, βία, αλκοόλ, ναρκωτικά, πορνεία, ακόμη και η αγωνία ενός εφήβου εγκαταλειμμένου από όλους, συνέθεσαν αυτόν τον φανταστικό κόσμο καρυκευμένο με αστραφτερό κουβανέζικο χιούμορ και αυτό το καρύκευμα της Καραϊβικής και της κακοδαιμονίας που τον κάνει ξεχωριστό.

Την “Τριλογία” ακολούθησαν τα “Ο Βασιλιάς της Αβάνας”, “Τροπικό Ζώο”, πιο πρόσφατα το “Fabián y el caos” καθώς κι άλλα βιβλία με ιστορίες και ποίηση

Δείτε και τους (19) τίτλους βιβλίων του στα ελληνικά

Ο 73χρονος συγγραφέας έχει είκοσι τίτλους δημοσιευμένους και μεταφρασμένους σε περισσότερες από 15 γλώσσες, αλλά συνεχίζει να είναι ένας άβολος συγγραφέας, παρόλο που δεν σταμάτησε ποτέ να ζει στην Κούβα ή να αναζητήσει εξορία. «Νομίζω ότι είμαι λίγο πεισματάρης», αστειεύτηκε.
Αν και τα έργα του άρχισαν να εκδίδονται σιγά σιγά στο νησί τα τελευταία χρόνια, ο ενθουσιασμός που προκαλεί στις νέες κουβανικές γενιές είναι αξιοσημείωτος, όπως επιβεβαίωσε το AP κατά τη διάρκεια συζήτησης που έγινε τον Μάρτιο, το κάλεσμα του οποίου διαδόθηκε από στόμα σε στόμα: δεκάδες ανηλίκων 30χρονων συνωστίστηκαν για να τον ακούσουν με βαθιά σιωπή, αφήνοντας στην άκρη τα κινητά τους.
Το ίδιο έχει συμβεί στην Ισπανία, το Μεξικό και την Κολομβία, παραδέχτηκε.

«Για να διαβάζεις τα βιβλία μου πρέπει να είσαι νέος στην καρδιά. Μπορεί να είσαι 60 χρονών, αλλά είσαι νέος στην καρδιά», είπε όταν ρωτήθηκε για το κοινό του. «Ξέρω ότι η λογοτεχνία μου είναι πολύ καταστροφική... ένας άνθρωπος που είναι λίγο συμβατικός, λίγο ακαδημαϊκός, δεν ενδιαφέρεται για τη λογοτεχνία μου ή την απορρίπτει ήρεμα».

Γεννημένος στην επαρχία Matanzas το 1950, ο Gutiérrez ήταν ένας τυπικός νεαρός Κουβανός που μεγάλωσε στον πυρετό του επαναστατικού αγώνα και των επιτευγμάτων του, που περιλάμβαναν μαζική παιδεία και τη φιλοδοξία για ένα κράτος πρόνοιας.
Όταν ο Comandante en Jefe Φιντέλ Κάστρο και οι αντάρτες του κατέβηκαν θριαμβευτικά από τη Σιέρα Μαέστρα, ήταν εννέα ετών.

«Πρώτα έκοψα με την Καθολική Εκκλησία. Σε ηλικία 13-14 ετών, η Καθολική Εκκλησία και εγώ είχαμε ιδεολογικά προβλήματα και μετά έγινα κομμουνιστής. Αυτό είναι πολύ φυσιολογικό αν είσαι 16 ετών και ζεις σε μια σοσιαλιστική χώρα», θυμάται.

Εκείνη την εποχή έκανε και στρατιωτική θητεία και μετά σπούδασε δημοσιογραφία για να καταλήξει να εργάζεται σε επίσημα ΜΜΕ. Περιόδευσε σε μια χούφτα έθνη - συμπεριλαμβανομένου ενός ταξιδιού στην τότε Σοβιετική Ένωση, σύμμαχο του νησιού - και έγραψε συνεντεύξεις, αναφορές και χρονικά.

«Ήρθε μια στιγμή που ένιωσα πολύ κουρασμένος με τους φυγάδες», θυμάται για τη μαζική αποχώρηση το 1994 εν μέσω της πτώσης των σοσιαλιστικών χωρών στην Ανατολική Ευρώπη -τους τότε βασικούς οικονομικούς εταίρους της Κούβας- και την αύξηση της έντασης με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ήταν ένα σημείο καμπής για πολλούς στο νησί, το οποίο βυθίστηκε μέσα σε μια νύχτα σε μια βάναυση οικονομική και ανθρωπιστική κρίση.

«Ήταν σαν να έφτασα σε μια κορύφωση...τις πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου (του 1994) έγραψα την πρώτη ιστορία της «Τριλογίας», θυμάται.

Αν και μεγάλο μέρος του υλικού στις ιστορίες και τους χαρακτήρες του είναι αυτοβιογραφικό, ο Gutiérrez απομακρύνθηκε και έδωσε χώρο στη μυθοπλασία.

«Έφτασα στην Κεντρική Αβάνα όταν ήμουν 36 χρονών και έμεινα έκπληκτος», εξήγησε ο αφηγητής που ζει ακόμα σε αυτή τη γειτονιά δίπλα στη θάλασσα, μαστιγωμένη από άλατα, πυκνοκατοικημένη και σκηνή πολλών από αυτές τις πρώτες ιστορίες. «Ήμουν ένας κανονικός, απλός, μεσαίας τάξης δημοσιογράφος, με αυτοκίνητο, με οικογένεια, με γιο, με αυτό και το άλλο. Και σοκαρίστηκα (συγκλονίστηκα) πολύ με αυτό που είδα εκεί».

Όταν το πρώτο του έργο δημοσιεύτηκε στο εξωτερικό, μια 10ετία αργότερα, ο Gutiérrez, σχεδόν 50 ετών, απολύθηκε από το επίσημο περιοδικό για το οποίο εργαζόταν, «Bohemia». Ακόμη και τώρα, και παρά το γεγονός ότι έχει κερδίσει διεθνή βραβεία -όπως το Alfonso Reyes για το μυθιστόρημά του "Tropical Animal" ή το Narrativas del Sur για το "Carne de perro"- Τροπικό ζώο - αφηγήσεις από το Νότο - Κρέας σκύλου δεν έχει βραβευτεί ποτέ στην Κούβα.

Αλλά ακόμη και με τον κίνδυνο να δεχθεί κριτική ή να προσελκύσει επικριτές, ο Γκουτιέρες κλείνει το μάτι στο παρελθόν.

«Νομίζω ότι η (κουβανική) επανάσταση ήταν πολύ απαραίτητη εκείνη την εποχή», είπε. «Είναι πολύ εύκολο να αξιολογήσει κανείς τώρα, 60 χρόνια μετά, να πει «έγινε αυτό ή εκείνο και αυτό έπρεπε να γίνει». Τώρα είναι πολύ άνετη η αξιολόγηση, έτσι δεν είναι; Αλλά εκείνη τη στιγμή νομίζω ότι κάναμε αυτό που έπρεπε να κάνουμε».
Επί του παρόντος, ο μόνος ορισμός του για τον εαυτό του προέρχεται από την πνευματικότητα: «Είμαι Βουδιστής» _λέει.

Στα γυρίσματα της ιστορίας, σχεδόν τρεις 10ετίες μετά τη λεγόμενη «Ειδική Περίοδο», τη μακρά οικονομική κρίση στην Κούβα που ξεκίνησε μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991 και άφησε τον κόσμο χωρίς τροφή και ενέργεια και με την πανδημία COVID-19 και τις εντάσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, το συγγραφικό του ίχνος δε μένει ανεπηρέαστο.
Όμως ο συγγραφέας προτιμά να μην κάνει παραλληλισμό. «Νομίζω ότι η δεκαετία του '90 ήταν πολύ πιο δύσκολη, γιατί ξαφνικά η χώρα αντιμετώπισε μια κατάσταση εξαιρετικής φτώχειας, μια κατάσταση υποσιτισμού _ήταν ράπισμα δυνατό, πολύ δυνατό, πολύ, πολύ βάναυσο».

Ο ίδιος έπρεπε να βγει για να βρει φαγητό για την οικογένειά του, αφού ο μηνιαίος κρατικός μισθός του έφτανε μετά βίας για ένα κουτί αυγά, είπε, και για να πουλήσει μερικά σχέδια που έκανε σε τουρίστες.
«Ίσως αυτό που βιώνουμε τώρα έχει ορισμένους μετριασμούς», σκέφτεται: περισσότεροι μένουν στο εξωτερικό και στέλνουν εμβάσματα με ένα αυξανόμενο, αν και δειλό, άνοιγμα στην ιδιωτική πρωτοβουλία.
«Πιστεύω ότι θα βελτιωθούμε σιγά σιγά», είπε. «Με όλες τις έννοιες, από την άποψη του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των δημοκρατικών ελευθεριών, των ελευθεριών για την ανάπτυξη μιας πιο ατομικής οικονομίας, με μικρές επιχειρήσεις».

Προς το παρόν ο Gutiérrez δεν σκέφτεται να σταματήσει τη δουλειά. Ετοιμάζει μερικούς τόμους ποίησης -που θα έβγαιναν στο νησί- και ένα σύνολο διηγημάτων που φτάνουν πίσω στις δεκαετίες του '50 και του '60, αλλά δεν έχει άλλο μυθιστόρημα στο μυαλό του, ούτε κινηματογραφικές εκδοχές όπως αυτή που έγινε το 2015 –που γυρίστηκε στη Δομινικανή Δημοκρατία επειδή δεν είχε λάβει άδεια να το κάνει στην Κούβα-, αν και «υπάρχουν πάντα παραγωγοί που τριγυρνούν εδώ κι εκεί» _λέει.

Αυτό που είναι ξεκάθαρο είναι ότι οι χαρακτήρες του θα παραμείνουν σκοτεινοί.

«Οι καλοί άνθρωποι είναι άχρηστοι για τη λογοτεχνία, αυτό που της είναι χρήσιμο είναι δηλητηριώδεις άνθρωποι, με προβλήματα, με δυσκολίες, κατά συρροή δολοφόνοι, κακοί, δαιμονικοί, άνθρωποι που ζουν στην κόλαση. Κανείς δεν ενδιαφέρεται για τις ιστορίες των καλών ανθρώπων απλά …απλά, γιατί είναι βαρετό». ___

(Βιογραφικό)
Ο Pedro Juan Gutiérrez (γ. Matanzas, Κούβα, 27-Ιαν-1950) είναι συγγραφέας, δημοσιογράφος, ζωγράφος, ποιητής με αναφορά στον κουβανικό “
realismo sucio” _βρώμικο ρεαλισμό. Το 1998 το βιβλίο του Trilogía Sucia de La Habana έγινε μεγάλη παγκόσμια επιτυχία.

Πρώτες μελέτες

Ο Pedro Juan Gutiérrez ζούσε κοντά στη La Marina, δίπλα στον ποταμό Yumurí. Σε ηλικία δέκα ετών πουλούσε κόμικς στο Sloppy Joe's Bar, ενώ στα 18 του –του απονεμήθηκε από την επαναστατική κυβέρνηση του νησιού 4ετής υποτροφία στην Escuela Nacional de Artes _Σχολή καλών Τεχνών, το 1966 έκανε τη στρατιωτική του θητεία, μέχρι το 1970

Το 1978 απέκτησε πτυχίο Δημοσιογραφίας από το Πανεπιστήμιο της Αβάνας, χάρη σε ένα ειδικό μάθημα για εργαζόμενους. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στο ραδιόφωνο, την τηλεόραση, ένα πρακτορείο ειδήσεων και στα περιοδικά Bohemia και Habanera. Τη 10ετία του 1980, διεξήγαγε έρευνες σε διάφορες φυλακές, επίσης σε φαβέλες στη Βραζιλία, στα σύνορα μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και του Μεξικού και στη νότια Ισπανία.

Εικαστική ποίηση

Από το 1980 ο Gutiérrez άρχισε να πειραματίζεται με την εικαστική ποίηση και συμμετείχε σε εκατοντάδες εκθέσεις σε περισσότερες από είκοσι χώρες με τα έργα του _Το βιβλίο No tengas miedo, Lulú -Μη φοβάσαι,  Λουλού συνδυάζει την εικαστική με τη γραπτή ποίηση.

Η τεχνική ζωγραφικής του Gutiérrez αποτελεί τεχνική αφαίρεσης υλικού, όπως η σειρά (και το βιβλίο) Huellas del Animal Tropical - Ίχνη τροπικών ζώων. Τα έργα του βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές σε 15 χώρες, Σουηδία, Γερμανία, Ισπανία, Ηνωμένες Πολιτείες, Μεξικό, Αργεντινή, Βραζιλία κλπ.

Λογοτεχνική καριέρα_πορεία

Το διήγημα του «Melancolia de los leones» (η μελαγχοία των λιονταριών) γράφτηκε τη 10ετία του 1980, χρειάστηκε δεκατρία χρόνια και είναι ένας μικρός φόρος τιμής στον Franz Kafka και τον Julio Cortázar.

·     Το 1990 εκδόθηκε το Polizón a bordo (λαθρεπιβάτης στο πλοίο), μια επιλογή από επτά διηγήματα για τον Onelio Jorge Cardoso, τον μεγαλύτερο αφηγητή της Κούβας. Σε αυτό δημοσιεύτηκαν ιστορίες Κουβανών συγγραφέων, καθιερωμένων και νέων, όπως ο ίδιος ο Cardoso, ο Senel Paz, ο Miguel Mejides, ο Gregorio Ortega και ο Gutiérrez.

·     Το 1991 κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Δημοσιογραφίας με τα Crónicas de México (Χρονικά από το Μεξικό) οκτώ χρονικά μεταξύ Μεξικού και ΗΠΑ, εκ των οποίων τα τέσσερα δημοσιεύτηκαν στη Bohemia.

·     Άρχισε να γράφει την τριλογία της Αβάνας στα 44 χρόνια του και την δημοσίευσε η Editorial Anagrama στη Βαρκελώνη το 1998. Την περίοδο 1998-2003 εξέδωσε τα πέντε βιβλία του «Ciclo de Centro Habana» (κύκλος του Κέντρου της Αβάνας) και το 1999 ολοκλήρωσε το δημοσιογραφικό του έργο.

·     Έχει γράψει βιβλία ποίησης Espléndidos peces plateados, La realidad rugiendo, Fuego contra los herejes, Yo y una lujuriosa negra vieja,  Lulú la pérdida _ Υπέροχο ασημένιο ψάρι, Πραγματικότητα που βρυχάται, Φωτιά ενάντια στους αιρετικούς, Εγώ και μια ποθητή ηλικιωμένη μαύρη γυναίκα, Λούλου η απώλεια και άλλα ποιήματα ένα αστυνομικό μυθιστόρημα (Nuestro GG en La Habana _ Ο GG μας στην Αβάνα) και ένα άλλο, τη φιδοφωλιά _αναμνήσεις του γιου ενός παγωτατζή, για τη νεότητα του σχεδόν πανταχού παρών χαρακτήρα του από τον «Κύκλο του Κέντου της Αβάνας» και το alter ego, τέλος το Corazón mestizo (μουλάτα καρδιά), ένα ταξιδιωτικό βιβλίο για τη χώρα του.

Οι κύριες αναφορές του είναι βορειοαμερικανοί συγγραφείς όπως ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ ή ο Τσαρλς Μπουκόφσκι, καθώς και έργα όπως οι Άντρες χωρίς γυναίκα του Carlos Montenegro, το Boarding Home _πίσω στο σπίτι, του Guillermo Rosales και Antes que anochezca (Πριν πέσει η νύχτα) του Reinaldo Arenas.

Βρώμικος ρεαλισμός

Ο βρώμικος ρεαλισμός υπήρξε ως αμερικανικό (κυρίως) λογοτεχνικό κίνημα που εμφανίστηκε στις 10ετίες 1970-1980 που προέρχεται από τον μινιμαλισμό και χαρακτηρίζεται από νηφαλιότητα, ακρίβεια και σύντομες περιγραφές. Ο βρώμικος ρεαλισμός στη Λατινική Αμερική δείχνει την καθημερινότητα και ορισμένα στερεότυπα στη ζωή των κατοίκων της: συνεχής βία και επικίνδυνες, βρώμικες πόλεις γεμάτες μίζερους ανθρώπους.

Η πεζογραφία του Gutiérrez _ο ίδιος δεν το δέχεται (βλ. παραπάνω σχετική αναφορά του) είναι παρόμοια με αυτή του Charles Bukowski, για την οποία ονομάστηκε ο Καραϊβικός Bukowski από τον Jorge Herralde.

Η αντιμετώπιση του βρώμικου ρεαλισμού στη λογοτεχνία του Pedro Juan Gutiérrez χτίζεται μέσα από διάφορους μηχανισμούς όπως η βρώμικη γλώσσα, η χυδαιότητα και η ζωοποίηση της κοινωνίας _κυρίως μέσα από το σεξ.
Ο σοσιαλισμός αποκαθαγιάζεται και καταβαραθρώνεται χωρίς να χρειάζεται να εκδίδει αξιολογικές κρίσεις, μόνο να αφηγείται, να λέει ιστορίες φαντασίας και μυθοπλασίας _που πιθανά καμιά σχέση δεν έχουν με την πραγματικότητα.
Οι φιγούρες που συμβολίζουν το ιδανικό, το θετικό καταρρέουν ή εκμηδενίζονται: η πατρίδα του ο νόμος, οι θεσμοί προβάλλοντας τα πιο ασήμαντα.​

Το έργο του Pedro Juan Gutiérrez προσπαθεί να είναι μια κοινωνική καταγγελία που περιλαμβάνει τα δεινά της πόλης και της χώρας του, την οποία συνοδεύει με μια μεγάλη δόση χυδαίων και υποτιμητικών εικόνων. Οι χαρακτήρες των έργων του είναι όντα πάντα στα πρόθυρα του θανάτου ή της τρέλας που παλεύουν να επιβιώσουν ανάμεσα σε ζητιάνους και μέθυσους, τζιντέρες και απατεώνες. Μεταξύ άλλων χαρακτηριστικών του βρώμικου ρεαλισμού είναι η διαμόρφωση της προφορικής και μικροαστικής παράδοσης, η αποστασιοποίηση κάθε πολιτικού μηνύματος και ένα πιο έντονο ενδιαφέρον για ιστορίες περιθωριακών ατόμων παρά για ιστορικά γεγονότα.

Νουβέλες

·         El Rey de La Habana – Ο βασιλιάς της Αβάνας(1999)

·         Animal tropicalτροπικό ζώο (2001)

·         Nuestro GG en La Habana Το GG μας στην Αβάνα (2004)

·         El nido de la serpiente: Memorias del hijo del heladero - η φωλιά του φιδιού Αναμνήσεις του γιου του παγωτατζή (2006)

·         Fabián y el caos _Ο Φάμπιαν και το χάος (2015)

·         Estoico y frugal _Στωικός και λιτός (2019)

Μυθοπλασία

·         Polizón a bordo Λαθρεπιβάτης στο πλοίο (1990)

·         Cuentos de La Habana Vieja (1997)

·         Anclado en tierra de nadie (1998)

·         Sabor a mí (1998)

·         Melancolía de los leones (2000)

·         Carne de perro (2002)

·         Nada que hacer (2002)

·         El insaciable hombre araña (2003)

·         Diálogos con mi sombra (2013)

Ποιήματα

·         Mediciones y sondeos, ganador de una mención de la Unión de Escritores y Artistas de Cuba Μετρήσεις και δημοσκοπήσεις, νικητής μιας αναφοράς από την Ένωση Συγγραφέων και Καλλιτεχνών της Κούβας (UNEAC) 1980

·         La realidad rugiendo _Η βρυχηθής πραγματικότητα (Κούβα, poesía gráfica γραφική ποίηση, 1987)

·         Poesía (Ποίηση Κούβα, 1988)

·         Espléndidos peces plateados (Buenos Aires, 1996)

·         Fuego contra los herejes Φωτιά στους αιρετικούς (Buenos Aires, 1998)

·         Yo y una lujuriosa vieja Εγώ και μια πρόστυχη ηλικιωμένη (Montreal, 2005)

·         Lulú la perdida και άλλα ποιήματα του John Snake (Γαλλία και Κούβα, 2008)

·         Morir en París _πεθαίνοντας στο Παρίσι (ισπανοκουβανική έκδοση 2008)

·         Arrastrando hojas secas hacia la oscuridad _ Σέρνοντας ξερά φύλλα στο σκοτάδι (2012)

·         La serpiente roja _το κόκκινο φίδι (2012) με φωτο του Carles Mercader Fulquet

·         El último misterio _το τελευταίο μυστήριο του John Snake (2013)

·         El sendero de las fieras Το μονοπάτι των θηρίων (2014)

Χρονογραφήματα

·         Vivir en el espacio Ζώντας στο διάστημα (1987)

·         Corazón mestizo _μουλάτα καρδιά το παραλήρημα της Κούβας _el delirio de Cuba (2007)

Δοκίμια

·         Cuban Visual Poetry Κουβανική Εικαστική Ποίηση (1993)

·         Viejas tesis sobre el cuento Παλιές θέσεις για την ιστορία (2000)

·         Verdad y mentira en la literatura Αλήθεια και ψέματα στη λογοτεχνία (2001)

·         Estallido de la galaxia cubana Έκρηξη του κουβανικού γαλαξία (2005)

·         Urgencia de la poesía Επείγον της ποίησης (2004)

·         Carpentier en los otros Ξυλουργός στα άλλα (2004)

·         Vidas y literatura Βίοι και λογοτεχνία (2008)

·         El caos _Χάος (αδημοσίευτο)

Ανθολογίες, συλλογές

·         Trilogía sucia de La Habana _Anclado en tierra de nadie, Nada que hacer y Sabor a mí (1998) _αναφερθήκαμε αναλυτικά

·         Viejo loco, Τρελός γέρος, συλλογή 15 αδημοσίευτων ιστοριών και άλλες επιλεγμένες από τον ίδιο από τρία βιβλία του (2014)

·         La línea oscura poesía escogida, Η σκοτεινή γραμμή της επιλεγμένης ποίησης 1994-2014 (2015)

Ζωγραφιές και σχέδια

·         No tengas miedo, Μη φοβάσαι, Λούλου Lulú (2006)

·         Peces y manzanas Ψάρια και μήλα

·         Huellas del animal tropical Ίχνη του τροπικού ζώου

·         Besos de Gloria Φιλιά Δόξας

Βραβεύσεις

·         2000: Premio Alfonso García-Ramos de Novela μυθιστορήματος για Τροπικό Ζώο Animal tropical.

·         2003: Premio Narrativa Βραβείο αφήγησης Sur del Mundo για το Carne de perro κρέας σκύλου.

·         2007: Le Grand Prix de Rhum _μεγάλο βραβείο ρουμιού … για την εξύμνηση του ποτού στο έργο του Le Prix des Amériques insulaires _εκδ. Guyane.

·         2008: Le Prix des Amériques insulaires _βραβείο νησιωτικής Αμερικής εκδ. Guyane για τη Φωλιά του Φιδιού.

336   _PEDRO JUAN GUTIERREZ   _Ο ΕΡΩΤΑΣ ΝΟΣΤΑΛΓΗΣΕ ΤΗΝ ΚΟΥΒΑ
«Α, Γκλόρια, μην λες βλακείες. Είκοσι χρόνια ζω μόνος μου. Τώρα θα με μάθεις;» -

«Τώρα όμως έχεις γυναίκα, Ό,τι έχει να κάνει με το σπίτι είναι δική μου δουλειά. Αυτό μοιάζει με καταυλισμό σκλάβων, με τα μεθύσια και τα φιλαράκια σου. Το μόνο που λείπει είναι η ψώρα και τα τσιμπούρια, «Άκου, πήγαινε στην αγορά και φέρε ρύζι, χοιρινό κρέας Κάτι τέλος πάντων» _ Το ψυγείο είναι άδειο. Ούτε ένα μπουκάλι νερό δεν έχει. Δεν καταλαβαίνω πώς μπορείς να ζεις μέσα σ’ αυτό το χάλι. Από μεθύσι σε μεθύσι».  

«Γκλόρια, Γκλόρια! Κόψ’ τη γκρίνια κι άσε με ήσυχο!»          

Της αρέσει να παίζει το ρόλο της νοικοκυράς: να ετοιμάζει φαγητό, να καθαρίζει, να σφουγγαρίζει, να προσέχει τα παιδιά. Σε ένα δευτερόλεπτο μεταμορφώνεται. Αλλάζει προσωπικότητα. Σούπερμαν/ Κλαρκ Κέντ. Δεν έχει μείνει τίποτε από την ξεμυαλισμένη, μεγάλη πουτάνα που ήταν μέχρι πριν από λίγα λεπτά όταν την γαμούσα. Αλλά πάλι δεν ξέρω αν λέει αλήθεια ή ψέματα. Δεν ξέρω αν παίζει μαζί μου ή αν το νιώθει αληθινά. Με μπερδεύει και δεν ξέρω ποτέ πού είναι το σύνορο ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία.

Φόρεσε μια ρόμπα καρό, όχι πολύ καθαρή, έδεσε ένα μαντίλι στο κεφάλι, έβαλε ένα ζευγάρι πλαστικές σαγιονάρες, παλιές, φθαρμένες και βρόμικες. Κι έγινε η μεγάλη δούλα. Γκρινιάζει, δίνει εντολές, τακτοποιεί, με στέλνει στην αγορά να φέρω φαγητό, Αναλαμβάνει τον έλεγχο. Και το μεσημέρι είναι ικανοποιημένη. Όλα στη θέση τους, το πάτωμα λάμπει, μυρίζει καθαριότητα. Μέχρι λουλούδια φύτεψε σε μερικές γλάστρες. Και ήρεμη, κάθεται να δει τη σαπουνόπερα. Ούτε λέξη δεν μ’ αφήνει να πω ενώ βλέπει ένα αηδιαστικό σκουπίδι, με μια βλαμμένη ξανθιά που τραγουδάει συνέχεια στους γλάρους. Είναι τελείως απορροφημένη, γελάει, κλαίει, τρώει τα νύχια της, βυθίζεται στη σαπουνόπερα. Δεν την αντέχω. Αρνούμαι να συμβιώσω με την ηλιθιότητα. Πρέπει να συγκρατηθώ για να μην την πετάξω από τις σκάλες. Μόλις όμως ολοκληρώσει το ρόλο της ως κυρία-μάνα-νοικοκυρά, μεταλλάσσεται και πάλι. Βγαίνουν οι κυνόδοντες και είναι η γυναίκα-λύκαινα, η μεγάλη πλανεύτρα που κατασπαράζει άντρες, η οχιά. Γκλόρια η Κουβανή. Γκλόρια η μοιραία. Η τρέλα μου, ο έρωτας μου, ή γυναίκα που αγαπάω. Εκείνη που με κάνει να νιώθω σαν τράγος που μουγκρίζει από ηδονή στην κορυφή του βουνού.

Έτσι είν’ η ζωή. Πόνος και ηδονή. Πίνω ένα φλιτζάνι καφέ, ανάβω ένα πούρο και βγαίνω στην αγορά. Την αφήνω με τη σαπουνόπερά της. Φοράω ένα κόκκινο μπλουζάκι χωρίς μανίκια και αισθάνομαι δυνατός σαν ταύρος. Με το τατουάζ μου ακάλυπτο κάτω απ’ τον ήλιο. Μ’ αρέσει να γαμιέμαι άγρια με την Γκλόρια. Άγρια. Πολύ Άγρια! Να ιδρώνω για ένα δίωρο και μετά να βγαίνω βόλτα μόνος μου. Με το άρωμά μου από ιδρώτα, σπέρμα. Γκλόρια, κρεβάτι. Ένα δυνατό και υγιές ζώο. Ένα ζωηρό και μυώδες πουλάρι που περπατά στη Λαγούνας ή την Άνιμας προς το Μπελασκοαΐν. Νιώθω σαν ένα ατίθασο άγριο άλογο, με τα σπερματοζωάρια να χοροπηδάνε μέσα μου, γόνιμα, ψάχνοντας απεγνωσμένα τρόπο να βγουν για να συναντήσουν το ωάριο. Εκεί είναι τα σπερματοζωάριά μου, χαρούμενα και παιχνιδιάρικα, τα μικροσκοπικά μου παιδιά, γελώντας γεμάτα ευτυχία μέσα μου περιμένοντας να ηχήσει ο πυροβολισμός της εκκίνησης και να υψωθεί η μπάρα για να ξεχυθούν κολυμπώντας ξέφρενα μέχρι το ωάριο . Εκείνα το ξέρουν. Ένα μόνο θα μπορέσει να χώσει το κεφαλάκι του, να βάλει όλη τούτη δύναμη, να σπρώξει και να μπει μέσα.

Η Γκλόρια κι εγώ είμαστε δυο ψυχές δαιμονισμένες. Κάθε μέρα και περισσότερο, ο νταβατζής και η πουτάνα! Το κορίτσι και ο πατέρας. Ο βρικόλακας και το θύμα. Το φως και η σκιά. Ο Χριστός και ο σταυρός. Ο σαδιστής και η μαζοχίστρια. Ο πούτσος μου την τρελαίνει και δίνω και τη ζωή μου ακόμα για να την καρφώνω στον πούτσο μου, για να πίνω το αίμα της και να καταπίνω το σάλιο της. Η τρελή και ο τρελός. Θα καταλήξουμε στο τρελοκομείο. Τι μας συμβαίνει; Ποια είναι τα όρια; Ποιος βάζει τα όρια; Ποιος τα εφευρίσκει; Πού είναι; Μέχρι πού μπορώ να φτάσω; Όταν γράψω το μυθιστόρημα όπου θα πρωταγωνιστεί εκείνη, τι θα μπορέσω να πω από όλα αυτά; Τι θα πρέπει να αφήσω να εννοηθεί, να υπαινιχθώ; Πρέπει να τα πω όλα; Έχω το θάρρος να φτάσω μέχρι το τέλος και να ξεγυμνωθώ εντελώς; Είναι απαραίτητο; Είμαι επιδειξιομανής. Στριπτίζ, Αυτό κάνω; στριπτίζ. Σήμερα το απόγευμα διάβασα ένα απόσπασμα από τον Δον Κιχώτη για το Ραδιόφωνο του εξωτερικού της Ισπανίας. Σήμερα είναι κι εγώ δεν ξέρω ποια επέτειος του Θερβάντες, της γέννησής του νομίζω. Δεν μ’ αρέσουν αυτές οι αναγνώσεις, αλλά δεν μπορεί κανείς να είναι συνέχεια αγενής. Ενώ περιμέναμε -ήμασταν τρεις συγγραφείς- να έρθει η ώρα, ο ένας θα διάβαζε ένα κομμάτι του Μισέλ Μπουτόρ, έλεγε κάτι από το Η γραφή της καταστροφής. Ο άλλος του απαντούσε συνδέοντας εκείνο το βιβλίο με τον Λεσάμα Λίμα. Ουφ, είναι αδύνατο να βρεθεί ένα σημείο ισορροπίας ανάμεσα στα σκατά και τα σύννεφα. Βγήκα στο μπαλκονάκι να πάρω αέρα. Τουλάχιστον στην Παλιά Αβάνα το τοπίο είναι φανταστικό. Όταν ήρθε η σειρά μου, έπιασα το τηλέφωνο και διάβασα ένα κομμάτι από το βιβλίο. Κάποια στιγμή μού είπαν: «Ευχαριστούμε, Κούβα». Σταμάτησα να διαβάζω. Περίμενα για ένα λεπτό. Και πάλι η ίδια φωνή: «Δεν είμαστε πια στον αέρα, όλα καλά, ευχαριστούμε πολύ». Έφυγα, λες και με τραβούσε μαγνήτης, μέχρι το μπαρ στη γωνία Αγιλα και Βιρτούδες. Διψούσα. Ήπια κάμποσες μπίρες Πολάρ. Παγωμένες. Δύο υπάλληλοι και τρεις ή τέσσερις θαμώνες έπιναν ρούμι. Μιλούσαν όλοι πολύ χαμηλόφωνα. Σχεδόν ψιθύριζαν. Ένας κοντός και πολύ αδύνατος αστυνομικός, σταματημένος στη γωνία, λίγα μέτρα πιο κει από μας, μας παρακολουθούσε με την άκρη του ματιού του. Τρία πουτανάκια, πολύ πιτσιρίκια, γυρόφερναν εκεί. Έκοβαν βόλτες. Κάρφωναν με τα μάτια όσους πίναμε ακουμπισμένοι στην μπάρα. Ήμασταν όλοι μεταξύ πενήντα και εβδομήντα χρονών. Τα πουτανάκια ήξεραν καλά τη δουλειά τους. Εμένα το στομάχι μου ήταν άδειο.; Οι μπίρες μού χάλασαν το στομάχι. Πήγα σπίτι και τηλεφώνησα στην Γκλόρια. «Δεν είναι εδώ, πήγε στο σπίτι της ξαδέρφης της», Λίγα λεπτά αργότερα, λαμβάνω ένα πολύ συμπαθητικό τηλεφώνημα. Ένας σύλλογος ανύπαντρων γυναικών. Βρήκαν το όνομα και το τηλέφωνό μου από τον τηλεφωνικό κατάλογο, στην τύχη. Ψάχνουν να βρουν φίλο τηλεφωνικώς. Παραείναι σεμνή αυτή η μέθοδος. Δεν το πιστεύω. Τη ρωτάω:

«Είσαστε δεσποινίδες, παρθένες; Από κάποιο γυναικείο μοναστήρι;». «Όχι, απλά ελεύθερες».
«Α, μάλιστα, ΟΚ _οκέι. Τότε είναι πιθανό»
«Με λένε Γιαμιλέ».

Και περιγράφει ιόν εαυτό της: μιγάδα, τριάντα δύο χρόνων. Ένας δεκαεξάχρονος γιος μια πεντάχρονη κόρη, δουλεύει σε ένα εργοστάσιο πούρων, στρίβει πούρα. Μου έδωσε το τηλέφωνό της. Μιλήσαμε κι άλλο. Έχει πολλά να πει. Είναι συμπαθητική, Οκέι, κανονίσαμε να βρεθούμε μία από αυτές τις μέρες.

Η Γκλόρια εμφανίστηκε στις οκτώ και μισή το βράδυ, με το κοντό, πολύ κοντό κίτρινο φορεματάκι της, λευκά παπούτσια με τακούνι και λευκό κιλοτάκι. Υπέροχη, με την τόσο μελαχρινή της επιδερμίδα και τις όμορφα σμιλεμένες γάμπες και μηρούς. Δεν της λείπει και δεν της περισσεύει τίποτε. Είναι σε όλα τέλεια, στη σωστή αναλογία. Μόνο τα χέρια και τα πόδια είναι λίγο απεριποίητα. Έχει ωριμάσει. Της λέω ότι αποδώ κι εμπρός είναι που γίνεται πιο μεστή, πιο κυρία, σαν ένα φρούτο που ωριμάζει. Μέχρι τώρα ήταν μονάχα ένα άτακτο κορίτσι: Μετά τα τριάντα θα γίνει ακόμα καλύτερη. Της λέω την ιστορία με τη Γιαμιλέ. Για μένα ήταν ένα αστείο. Αλλά η Γκλόρια έχει κάνει αυτό το αστείο πολλές φορές:

«Καθόλου αστείο, Εάν της τηλεφωνήσεις και βρεθείτε, σίγουρα θα της αρέσεις και θα σε πάρει επιτόπου. Δεν καταλαβαίνεις, το έχω κάνει κι εγώ».
«Λέει πως είναι ένας σύλλογος...»
«Κανένας σύλλογος. Αυτό είναι το δόλωμα. Ούτε μία ώρα δεν μπορώ να σε αφήσω μόνο σου. Μια ζωή πας και μπλέκεσαι!»

«Εγώ; Έρχονται και με βρίσκουν. Εγώ δεν κάνω τίποτε», ... Πηγαίνει στο σημειωματάριο δίπλα στο τηλέφωνο. Είναι σημειωμένο: Γιαμιλέ, 791952. Σκίζει το χαρτί σε κομματάκια.
«Εδώ, για μιγάδα, για νέγρα, για λευκή, για πουτάνα και για κυρία του σπιτιού, για όλα μα όλα είμαι εγώ. Δεν σου φτάνω εγώ;»
«Ξέρω απέξω τον αριθμό. Θέλεις καφέ ή ρούμι;»
«Και τα δύο»

Πήγα στην κουζίνα. Ήρθε πίσω μου και μου πήρε την καφετιέρα από το χέρι.
«Άσ’ το, μωρό. Το κάνω εγώ. Πρέπει να συνηθίσεις να έχεις μια γυναίκα στο σπίτι».

Είναι καλύτερα να την αφήσω να κάνει αυτό που θέλει. Εξάλλου, γουστάρω να τη βλέπω στην κουζίνα με τα ασημένια βραχιόλια της να κουδουνίζουν. Είμαι, σαν το σκύλο του Παβλόφ. Αρχίζουν να μου τρέχουν τα σάλια και ο πούτσος μου ορθώνεται μόλις ακούσω το κουδούνισμα των βραχιολιών της. Ή όταν τη βλέπω να περπατάει στο σπίτι ξυπόλυτη. Με διεγείρουν τα πόδια της και τα χέρια της. Χύνω χωρίς καν να μυρίσω ή να αγγίξω.

Μόνο που τη βλέπω με τη ρόμπα, να καθαρίζει το σπίτι, μισόγυμνη, με τις σαγιονάρες ή ξυπόλυτη, με τα βραχιόλια να κουδουνίζουν και στο κασετόφωνο να παίζει ο Μαρκ Άντονι στη διαπασών. Δουλεύει για λίγο και αρχίζει να ιδρώνει και το μουνάκι της να μυρίζει και να νοστιμεύει. Είναι γεγονός, είμαι χυδαίος και πονηρός τύπος. Ένας ακόμα αλήτης. Φαίνεται πως είναι η κλίση μου αυτή. Οι κομψές γυναίκες, οι αριστοκρατικές και παρφουμαρισμένες δεν μου αρέσουν.

Αν και τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, μόνο μία από αυτές τις τόσο ξεχωριστές κυρίες, που έχουν εξαφανιστεί από τις περιοχές γύρω από την ταράτσα μου, μου είχε αρέσει. Ένα φθινοπωρινό βράδυ, στο Μέγαρο Μουσικής της Μαδρίτης. Εγώ καθόμουν ήσυχος στη θέση μου σε ένα θεωρείο. Η Συμφωνική Ορχήστρα του Βερολίνου θα παρουσίαζε έργα του Μπετόβεν και του Μπραμς. Το κονσέρτο θα ξεκινούσε, φυσικά, με την Πέμπτη. Τότε, κάθισε δίπλα μου εκείνη η υπέροχα αδύνατη γυναίκα, κοκαλιάρα, με μαύρο καλσόν, μαύρη κοντή φούστα και μια ανεπαίσθητη γαλλική προφορά. Έριξε το γούνινο παλτό της στο πάτωμα, το πάτησε υποτιμητικά, το κάρφωσε με τα τακούνια της και το γέμισε σκόνη. Την κοίταξα κλεφτά και μου άρεσε η σαδομαζοχιστική της έκφραση. Είχε το πρόσωπο, την αύρα, το μαγνητικό πεδίο γριάς πουτάνας. Πουτάνα πολυτελείας, της αριστοκρατίας. Κοιταχτήκαμε, χαμογελάσαμε, χαιρετηθήκαμε: «Καλησπέρα». Κάναμε ερωτήσεις και δώσαμε απαντήσεις σχετικά με τον Μπετόβεν, τον Μπραμς, τη Συμφωνική του Βερολίνου και το διευθυντή ορχήστρας εκείνης της βραδιάς. Τότε πέρασε στο ψητό με ένα απότομο καρφί:

«Κι εσείς; Τι κάνετε;»,
«Εγώ; Πολλά πράγματα. Ανάλογα με τη στιγμή».
«Α. Ο σύζυγός μου είναι καπετάνιος σε τάνκερ. Τώρα βρίσκεται στη Νότια Αμερική»
«Πολύ μακριά».
«Είναι συνηθισμένο πια».
«Θα πρέπει να είναι δύσκολο να είναι κανείς σύζυγος ναυτικού». «Ναυτικού ίσως. Αλλά εγώ λατρεύω το ρόλο μου ως σύζυγος καπετάνιου».
«Είναι πιο επικερδές».
«Ω…»

Χειροκροτήματα, ο διευθυντής της ορχήστρας υποκλίνεται στο κοινό, τελευταίο κούρδισμα των χορδών. Και άρχισε, Παρ' όλη τη μουσική , η εξαίσια κυρία κατάφερνε να μου ψιθυρίζει κάτι στο αυτί κάθε λίγα λεπτά. Μου έδωσε την εντύπωση ότι είχε ωορρηξία και ότι υγραινόταν υπερβολικά. Μετά σκέφτηκα ότι ήταν αδύνατο. Ήταν πάνω από εξήντα χρονών.

«Έχετε σκεφτεί τι μουσική θα θέλατε για την κηδεία σας;»

«Να με αποτεφρώσουν. Και τις στάχτες μου στα σκουπίδια». · «Ω... ε... εγώ πάντοτε ήθελα την Ερόικα». - Έκανε ένα μακρύ κατάλογο με όλες τις ευρωπαϊκές πόλεις όπου είχε ακούσει εκείνη τη συμφωνία. Θυμόταν τα πάντα με τέτοια επιμέλεια, όπως κάνει μόνο όποιος δεν έχει πολλά ή δεν έχει τίποτε να σκεφτεί: ορχήστρα, θέατρο, διευθυντής ορχήστρας, εποχή του χρόνου, λάθη του πιανίστα, όνομα του πρώτου βιολιστή.

Εκείνη μιλούσε κι εγώ κοιτούσα τα αδύνατα μπούτια της μέσα στο μαύρο καλσόν, ελαφρά ανοιγμένα, και με φανταζόμουν γονατισμένο μπροστά της, να βάζω εκεί το κεφάλι, μου, χωρίζοντας καλά τα μπούτια ώστε να μπορέσω να φτάσω με τη γλώσσα μου το σημείο X.

Η Πέμπτη συνεχιζόταν και εκείνη μου ψιθύριζε στο αυτί. Σκέφτηκα ότι θα μπορούσαμε να πάμε στο σπίτι της. Η κρεβατοκάμαρά της, κομψή, ίσως λίγο φορτωμένη, σε στιλ 19ου αιώνα. Πάνω σε ένα τραπεζάκι, φράουλες και σαμπάνια. Κι εγώ, να της βγάζω αργά τα ρούχα, υπό το φως τεσσάρων αρωματικών κεριών και δουλεύοντας μόνο με τη γλώσσα και τα δάχτυλά μου, υποχρεώνοντας τη να βρει ένα μαστίγιο. Εκείνη συνέχιζε να μου ψιθυρίζει διάφορα κι εγώ να πετάω στην κρεβατοκάμαρά της. Τελικά, απέφυγα εκείνο τον πειρασμό. Ένιωθα λίγο ταραγμένος από κάποιες πολύ επιθετικές απειλές, με αφορμή ένα βιβλίο που είχα δημοσιεύσει εκείνο το φθινόπωρο. Εντέλει, δεν ήταν γραφτό να συμβεί εκείνο το βράδυ. Η προστάτιδα άγγελός μου με παρατηρούσε εξ αποστάσεως, από άλλο εξώστη. Όταν βγήκαμε από το θέατρο με επέπληξε έντονα για την αγένειά μου. Όπως και να ’χει, υποθέτω ότι θα μου δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία. Προς το παρόν συνεχίζω να καλλιεργώ τις συνήθειες που είχα μια ζωή: με ελκύουν τα χαμηλά στρώματα, η οσμή του ιδρώτα, οι τριχωτές μασχάλες. Οι σερβιτόρες, οι υπηρετριούλες, οι πουτάνες, οι μαγείρισσες, οι πλύστρες, οι αγωνίστριες, οι πωλήτριες του δρόμου, οι πιο χυδαίες, οι άπιστες, οι αμόρφωτες, που όλα τα ξέρουν και φοράνε κοντά μπλουζάκια, αφήνοντας τον αφαλό σε πλήρη θέα, που πείθουν τον οποιονδήποτε και του παίζουν το πουλί στη Μαλεκόν, μέρα μεσημέρι, για δέκα ή δεκαπέντε πέσος. Η Γκλόρια είναι όλα αυτά μαζί, συγκεντρωμένα σε μία και μόνη γυναίκα. Τώρα αφήνει το χνούδι στις μασχάλες να μεγαλώσει. Όλος ο θάμνος της μασχάλης εκεί, σαν τις Γερμανίδες, και χωρίς αποσμητικό, να ιδρώνει. Φτάνει να το μυρίσω και χύνω σαν άγριο θηρίο, χάνω τον έλεγχο. Η μυρωδιά του ιδρώτα της είναι διεγερτικό ναρκωτικό.

Την πλησιάζω, τη χαϊδεύω, τη φιλάω, τη μυρίζω, τη ζεσταίνω λιγάκι κι αυτό ήταν. Σβήνω την κουζίνα, ο καφές μένει στη μέση. Ρουφάω μια γουλιά ρούμι και το αφήνω στο στόμα της. Την πηγαίνω στο κρεβάτι, τη γδύνω και την παρατηρώ. Μου αρέσει να τη βλέπω από πίσω. Ξαπλώνει στο πλάι και φέρνει τα γόνατα στο πιγούνι. Αρχίζω να τον παίζω αργά. Παρατηρούμε ο ένας τον άλλο. Χωρίς να αγγιζόμαστε. Από μικρή συνήθισε να βλέπει τους πούτσους των μεγάλων. Μόνο να βλέπει. Μου το έχει διηγηθεί με λεπτομέρειες. Από εφτά χρόνων. Ζούσε σε ένα σολάρ στην οδό Λαγούνα. Πάρα πολύς κόσμος σε πολύ λίγα δωμάτια και ένα ή δύο κοινά μπάνια. Η σεξουαλική αδιακρισία ήταν αναπόφευκτη. Η Γκλόρια κοιτούσε και άφηνε να την κοιτούν. Στο σολάρ και γύρω από αυτό, οι διεστραμμένοι ή διεφθαρμένοι αφθονούσαν. Στα δέκα της χρόνια, της άρεσε ο δάσκαλος του χορού και τότε έβαλε τα δυνατά της για να τον κατακτήσει. Εκείνη είχε ήδη κάποια εμπειρία. Τουλάχιστον στο να κοιτάζει και να αφήνει να την κοιτάξουν. Ο άντρας αντιστεκόταν. Εκείνη του έκανε νάζια, προσπαθούσε να τον ερεθίσει, αλλά εκείνος ήξερε ότι η αποπλάνηση ανηλίκου σήμαινε από πέντε μέχρι δέκα χρόνια φυλακή. Και στο δικαστήριο δεν θα μπορούσε ποτέ να πει ότι το κοριτσάκι ήταν που τον είχε αποπλανήσει, γιατί θα τον κατηγορούσαν από πάνω για παραπλάνηση της δικαιοσύνης και για προσβολή, και συκοφαντική δυσφήμηση της αθώας παιδίσκης.

Ο κακομοίρης ο ανθρωπάκος κρυβόταν, προσπαθούσε να συνεχίσει τα μαθήματά του. Αλλά η αθώα παιδίσκη ήταν διαβολεμένα επίμονη και πονηρή. Δεν ήταν απλώς ένα άτακτο και πεισματάρικο κοριτσάκι, Η Γκλόρια ήταν ένα μικρό τέρας. Μια μέρα μπήκε στο δωμάτιο του δασκάλου, που ζούσε στο ίδιο σολάρ της Λαγούνα, δήθεν με κάποιο πρόσχημα. Μπήκε σαν σίφουνας και, πολύ χαρούμενα, πήγε μέχρι τη δεξαμενή με το νερό που υπήρχε σε μια γωνιά και έριξε πάνω της μια κανάτα με νερό.

«Αχ, κοίτα, Ροδόλφο! Βράχηκα! Θα κρυώσω».
Γδύθηκε πολύ γρήγορα, χωρίς να αφήσει τον άντρα να προλάβει να αντιδράσει:
«Στέγνωσέ με. Φέρε μια πετσέτα και στέγνωσέ με».
Ο Ροδόλφο είχε μείνει άναυδος. Μέχρι πού μπορούσε να φτάσει εκείνο το κορίτσι; Βρήκε μια πετσέτα. Έκλεισε καλά την πόρτα. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν η φυλακή .

«Κοριτσάκι» να χαρείς τη μανούλα σου, κάτσε φρόνιμη, θα με μπλέξεις»…
«Στέγνωσέ με, Ροδολφίτο, άντε».

Μόλις εκείνος την πλησίασε με την πετσέτα, εκείνη του έπιασε τον πούτσο πάνω από το παντελόνι. Το κορίτσι πήγε κατευθείαν στο ψητό, χωρίς περιστροφές:

«Άσε με να τη δω»   ...
«Κορίτσι μου, να χαρείς, θα με μπλέξεις άσχημα».
«Έλα, κοίτα».

Κάθισε σε μια καρέκλα, σήκωσε τα πόδια τα άνοιξε και έδειξε το μικρούλικο φύλο της, με το πυκνό μαύρο τρίχωμα πού ήταν υπερβολικό για ένα δεκάχρονο κορίτσι. Του το πρόσφερε.
«Βγάλ’ την έξω. Άσε με να τη δω».

Εκείνος πήγε μέχρι την πόρτα. Βεβαιώθηκε ότι ήταν καλά Κλεισμένη. Γύρισε και την έβγαλε. Ήταν ήδη μισοσηκωμένη. Εκείνη τη χάιδεψε λίγο και την έβαλε στο στόμα. Δεν το είχε ξανακάνει ποτέ, ίσως από ένστικτο ήξερε τι να κάνει. Ο Ροδόλφο τελείωσε σε δύο λεπτά κι εκείνη λούστηκε με το σπέρμα του .Ήταν χαρούμενη. Το άλειψε σε όλο της το σώμα, σαν να ήταν γαλάκτωμα. Αυτό άρεσε στον Ροδόλφο. Εκείνη ήξερε τα περί φυλακής:

«Μην φοβάσαι. Δεν πρόκειται να σε μαρτυρήσω. Αντιθέτως, θα σε φροντίζω».
«Θα γίνεις το κοριτσάκι μου;»
«Δεν θα γίνω. Είμαι ήδη. Το κορίτσι σου, η γυναικούλα σου, ό,τι θελήσεις εσύ» .

Εκείνη η σχέση ανάμεσα στο δεκάχρονο κορίτσι και τον σαρανταδυάχρονο άντρα κράτησε πολλά χρόνια. Αλλά η Γκλόρια δεν πίστευε στην πίστη. Ήταν πάντοτε ολοκληρωτικά και απόλυτα άπιστη. Και δεν το κάνει από πρόθεση. Είναι κάτι φυσικό, τόσο αναμφισβήτητο όπως το να αναπνέεις ή το να πιεις ένα ποτήρι νερό. Εκτός από. την αγάπη της για τον Ροδόλφο, έκανε πολλές αταξίες από δώ κι αποκεί. Στα δεκατέσσερά της χρόνια, ένα αγόρι στην ηλικία της την πήρε. Μερικές μέρες αργότερα εκείνη θέλησε να την πάρει και ο Ροδόλφο. Εκείνος ρώτησε τι είχε συμβεί κι εκείνη του τα διηγήθηκε με τη μεγαλύτερη φυσικότητα στον κόσμο. Εκείνος ένιωσε προσβεβλημένος. Το δικαίωμα της πρώτης νύχτας ανήκε σε εκείνον. Αυτό ήταν αδιαμφισβήτητο. Κι όχι σ’ ένα μυξιάρικο δεκατεσσάρων χρόνων. Η σχέση ταράχτηκε υπερβολικά. Η γνωστή ιστορία: αγάπη και κτητικότητα. Η αιώνια σύγχυση. Η αρχή της οικογένειας, της ιδιοκτησίας και του κράτους. Η Γκλόρια, πραγματίστρια και αποφασισμένη , έκοψε τους δεσμούς. Ήταν πολύ μικρή για να αρχίσει να υποφέρει για τους άντρες. Όταν μου διηγήθηκε την ιστορία, τελειώνοντας ήταν λίγο θλιμμένη:

«Εγώ τον αγάπησα πολύ. Αλλά τίποτε δεν κρατάει αιώνια».
«Τον βλέπεις ακόμη;»
«Ναι. Μένει ακόμη μόνος. Είναι πια πάνω από εβδομήντα. Είναι πολύ κακότροπος».
«Μακριά από δώ;»

«Στο ίδιο μέρος, στο σολάρ της Λαγούνα. Με πιάνει θλίψη όταν τον βλέπω τόσο φτωχό, τόσο δυστυχισμένο, τόσο πικραμένο, χωρίς παιδιά, χωρίς κανέναν να τον φροντίζει. Κι από πάνω με σιχαίνεται. Ζει μες στη μιζέρια. Καμιά φορά πηγαίνω να τον δω για να του καθαρίσω το δωμάτιο, να τον βοηθήσω, αλλά αυτός εκεί-. Δεν μ΄ αφήνει και με διώχνει»…

«Τον ερωτεύτηκες»;
«Σαν τρελή. Στο μυαλό μου εγώ έπαιζα, έκανα πως ήταν ο άντρας μου, πως είχαμε παιδιά και τέτοια».
«Ποτέ δεν ήσουν παιδί».
«Μα, ναι. Ήταν κοριτσίστικα παιχνίδια. Σαν να παίζεις με τα κουζινικά».
«Αλλά με αληθινό πούτσο».

«Χα, χα, χα. Πιστεύω ότι όλοι στο σολάρ το είχαν καταλάβει. Ήμουν συνέχεια στο δωμάτιό του. Ήμουν ένα κοριτσάκι δέκα, έντεκα χρονών και του έπλενα τα ρούχα, του καθάριζα το δωμάτιο, του μαγείρευα, τα πάντα, του έκανα τα πάντα. Αλλά ο κόσμος το σεβόταν. Ήταν πάντοτε σοβαρός άνθρωπος, τίμιος. Εμένα το ίδιο μου έκανε αν το ήξεραν ή όχι»,

«Κι αν κάποιος τον κατηγορούσε;»

«Εγώ θα έλεγα όχι και θα κατηγορούσα για συκοφαντική δυσφήμηση όποιον τολμούσε να κάνει τέτοιο πράμα. Ο κόσμος είναι πάντα έτοιμος να βλάψει τους άλλους. Αλλά εκεί τον σέβονται. Είναι σοβαρός άνθρωπος».   ,

«Εγώ πιστεύω ότι γεννήθηκες πουτάνα».
«Μην με λες πουτάνα».
«Σ’ το λέω χαϊδευτικά».

«Κάποτε μου είπαν ότι σε μια προηγούμενη ζωή ήμουν γυναίκα των καμπαρέ και της εύθυμης ζωής. Και ότι σε άλλη, ακόμα πιο παλιά, ήμουν τσιγγάνα».

«Και σε αυτή τη ζωή τελειοποιείσαι».

«Ναι, μωρό μου, μ’ αρέσει να διασκεδάζω με τους άντρες. Μ’ αρέσει να βλέπω πούτσες. Πολλές πούτσες. Διαφορετικές, Κακό είναι αυτό; Κοίτα τα σκυλιά, πώς το κάνουν εκεί, μες στη μέση του δρόμου, και είναι, φυσιολογικό».

«Εμείς δεν είμαστε σκυλιά».
«Το ίδιο είναι, είμαστε ζώα».
Έτσι μιλώντας, της τον έχωνα σιγά σιγά. Χαϊδευόμασταν:
«Είσαι σαν ένα ζωάκι. Είσαι ζεστή και μαλλιαρή».

«Ναι, μωρό μου, είμαι ένα ζωάκι. Μου αρέσουν τα σκυλιά.. Αχ, πάρε μου έναν μαύρο σκύλο, μεγάλο, από αυτούς για τους αγώνες, άσχημο και άγριο, με μια μεγάλη γλώσσα».

«Τι να τον κάνεις, τρελιάρα μου; Τι θα κάνεις με το σκύλο;»
«Για να γαμηθώ μαζί του μπροστά σου. Για να του τραβήξω μαλακία».

Και συνέχισε να λέει ό,τι της ερχόταν για τον μαύρο σκύλο. Σε κάποια φάση με γύρισε και ρούφηξε τον κώλο μου. Μου έβαλε ένα δάχτυλο. Δύο δάχτυλα.

«Αχ, τρελό μου μωράκι, έτσι μ’ αρέσει, να είμαι και η γυναίκα και ο άντρας σου. Αν είχα μια μπανάνα, ένα αγγούρι, ένα καρότο. Αυτός ο κώλος είναι δικός μου. Είσαι δικός μου. Ολόκληρος. Ποτέ δεν είχα τέτοιο αρσενικό, με ξετρελαίνεις, παλιοπούστη».

Εγώ χαλάρωνα και το απολάμβανα.

«Για σένα θα γυρίσω στο μπουρδέλο, μωράκι μου. Για σένα, μάλιστα, θα το κάνω. Όποτε μου το ζητήσεις. Θέλω να σε συντηρώ. Μ’ αρέσει η ιδέα να σε συντηρώ».

Η Γκλόρια είναι σκέτη δόξα, όπως το λέει το όνομά της. Είναι ακόμα παραπάνω από τη δόξα. Ήμασταν έτσι, μπορεί και δύο ώρες. Μπορούμε να είμαστε έτσι όλον το χρόνο του κόσμου. Έχει απίστευτη φαντασία. Ανανεώνεται συνέχεια. Ταλέντο. Καθαρό και ραφιναρισμένο ταλέντο. Όταν πια δεν μπορώ να κρατηθώ άλλο, καταφέρνω να μαζέψω όση δύναμη της θέλησης μου έχει απομείνει. Την τραβάω γρήγορα και τελειώνω μέσα στο στόμα της. Τα πίνει όλα.

«Αχ, πάλι είναι ξινά. Άλλες φορές είναι γλυκά κι άλλες φορές ξινά. Αχ, σαν να έχει διαβρωθεί το στόμα μου, λες κι έχω φάει μαρανιόν. Κοίτα πόσο σφιγμένο έκανες το στόμα μου, χα, χα, χα».

Χαλάρωση! Πηγαίνω στην κουζίνα. Φτιάχνω τον καφέ και τον πίνουμε. Καπνίζουμε. Αρχίζουμε το ρούμι, Η Γκλόρια πηγαίνει μέχρι το κασετόφωνο και ο Ρομπέρτο Κάρλος,εμφανίζεται στη σκηνή. Μόλις πιει μερικές γουλιές, ζεσταίνεται, πίνει κι άλλο ρούμι, και χαλαρώνει, την πιάνει πολυλογία, Τότε αρχίζω να μαζεύω υλικό για το μυθιστόρημά μου.

«Πες μου κάτι για το μπουρδέλο της Μιλάγρος».
«Πάντα με ρωτάς; Γιατί θέλεις να μάθεις κι άλλα;»
«Ντύσου. Πάμε μέχρι εκεί».
«Είναι κλειστό».      ·
«Ψέματα».
«Αλήθεια».
«Πότε το έκλεισαν;»
«Πάνε μήνες. Παραλίγο να πάρουν το σπίτι από τη Μιλάγρος».
«Γιατί;»
«Χά, χα, χα. Γιατί ήταν η τσατσά. Χα, χα,’χα. Να σου πω, μανάρι μου, εδώ ζεις ή στα σύννεφα;»
«Γιατί το λες αυτό;»
«Γιατί το μπουρδέλο ήταν γνωστό, αγάπη μου. Ερχόταν κόσμος από παντού. Από μεγάλους αριστοκράτες, υψηλού επιπέδου, μέχρι επαρχιώτες από τους αγρούς. Όλοι με πολύ χρήμα. Ερχόντουσαν κάποιοι αγρότες από την αγορά με απίστευτα φράγκα! Πώς τους τα βούταγα! Μερικές φορές ούτε καν τους γαμούσα γιατί έπιναν τόσο, που …