05 Μαΐου 2014

Γιάννης Ρίτσος, o πιο δικός μας Ξένος: της Καντάτας της Σονάτας, στα 3 κόκκινα γράμματα...


[Ἀνοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιοῦ σπιτιοῦ. Μιά ἡλικιωμένη γυναίκα, ντυμένη στά μαῦρα, μιλάει σ' ἕναν νέο. Δέν ἔχουν ἀνάψει φῶς. Ἀπ' τά δυό παράθυρα μπαίνει ἕνα ἀμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα νά πῶ1 ὅτι ἡ Γυναίκα μέ τά Μαῦρα ἔχει ἐκδώσει δυό-τρεῖς ἐνδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικῆς πνοῆς. Λοιπόν, ἡ Γυναίκα μέ τά Μαῦρα μιλάει στόν Νέο]:  
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε!
Εἶναι καλό τό φεγγάρι, — δέ θά φαίνεται
πού ἀσπρίσαν τά μαλλιά μου. Τό φεγγάρι
θά κάνει πάλι χρυσά τά μαλλιά μου. Δέ θά καταλάβεις.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Ὅταν ἔχει φεγγάρι μεγαλώνουν οἱ σκιές μές στό σπίτι,
ἀόρατα χέρια τραβοῦν τίς κουρτίνες,
ἕνα δάχτυλο ἀχνό γράφει στή σκόνη τοῦ πιάνου3
λησμονημένα λόγια — δέ θέλω νά τ' ἀκούσω. Σώπα.
(...)
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου
Ἄ, φεύγεις; Καληνύχτα. Ὄχι, δέ θἄρθω. Καληνύχτα.
Ἐγώ θά βγῶ σέ λίγο. Εὐχαριστῶ. Γιατί, ἐπιτέλους, πρέπει
νά βγῶ ἀπ' αὐτό τό τσακισμένο σπίτι.
Πρέπει νά δῶ λιγάκι πολιτεία,— ὄχι, ὄχι τό φεγγάρι —
τήν πολιτεία μέ τά ροζιασμένα χέρια της, τήν πολιτεία τοῦ μεροκάματου,
τήν πολιτεία πού ὁρκίζεται στό ψωμί καί στή γροθιά της
τήν πολιτεία πού ὅλους μᾶς ἀντέχει στή ράχη της
μέ τίς μικρότητές μας, τίς κακίες, τίς ἔχτρες μας,
μέ τίς φιλοδοξίες, τήν ἄγνοιά μας καί τά γερατειά μας, —
ν' ἀκούσω τά μεγάλα βήματα τῆς πολιτείας,
νά μήν ἀκούω πιά τά βήματά σου
μήτε τά βήματα τοῦ Θεοῦ, μήτε καί τά δικά μου βήματα
.

Καληνύχτα.
[Τό δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πώς κάποιο σύννεφο θἄκρυψε τό φεγγάρι. Μονομιᾶς, σάν κάποιο χέρι νά δυνάμωσε τό ραδιόφωνο τοῦ γειτονικοῦ μπάρ, ἀκούστηκε μιά πολύ γνωστή μουσική φράση. Καί τότε κατάλαβα πώς ὅλη τούτη τή σκηνή τή συνόδευε χαμηλόφωνα ἡ «Σονάτα τοῦ Σεληνόφωτος»,39 μόνο τό πρῶτο μέρος. Ὁ Νέος θά κατηφορίζει τώρα μ' ἕνα εἰρωνικό κ' ἴσως συμπονετικό χαμόγελο στά καλογραμμένα χείλη του καί μ' ἕνα συναίσθημα ἀπελευθέρωσης.
Ὅταν θά φτάσει ἀκριβῶς στόν Ἅη-Νικόλα, πρίν κατέβει τή μαρμάρινη σκάλα, θά γελάσει, — ἕνα γέλιο δυνατό, ἀσυγκράτητο. Τό γέλιο του δέ θ' ἀκουστεῖ καθόλου ἀνάρμοστα κάτω ἀπ' τό φεγγάρι. Ἴσως τό μόνο ἀνάρμοστο νἆναι τό ὅτι δέν εἶναι καθόλου ἀνάρμοστο. Σέ λίγο ὁ Νέος θά σωπάσει, θά σοβαρευτεῖ καί θά πεῖ: «Ἡ παρακμή μιᾶς ἐποχῆς». Ἔτσι, ὁλότελα ἥσυχος πιά, θά ξεκουμπώσει πάλι τό πουκάμισό του καί θά τραβήξει τό δρόμο του. Ὅσο γιά τή γυναίκα μέ τά μαῦρα, δέν ξέρω ἄν βγῆκε τελικά ἀπ' τό σπίτι. Τό φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Καί στίς γωνιές τοῦ δωματίου οἱ σκιές σφίγγονται ἀπό μιάν ἀβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν ὀργή, ὄχι τόσο γιά τή ζωή, ὅσο γιά τήν ἄχρηστη ἐξομολόγηση. Ἀκοῦτε; Τό ραδιόφωνο συνεχίζει]...


Το να ασχολείται κανείς με την ποίηση όταν λείπει το «ψωμί», σε όσους δε σχετίζονται με την κομμουνιστική ιδεολογία, φαίνεται συχνά παράδοξο. Όμως για ποιο λόγο αξίζει στ' αλήθεια να παλεύει κανείς; Μόνο για το ψωμί; Μα αυτό είναι το πρώτο σκαλοπάτι, δίδασκε και ο Ρίτσος, που όλη του η έγνοια ήταν να ανεβάσει στο μύθο το μερμήγκι και να μάθει στο τζιτζίκι ένα τραγούδι πέρα απ' το ξερό πετσί του, να βοηθήσει, με άλλα λόγια, τους φτωχούς, λαϊκούς ανθρώπους -προπαντός την πρωτοπόρα τάξη τους- να νιώσουν τη δύναμη και το μεγαλείο της ανθρωπιάς τους, προχωρώντας πιο πέρα και πιο πάνω από ένα σκέτο οικονομικό αγώνα, στο δύσκολο μα μεγάλο αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση του ανθρώπου.


Δε φτάνει το τραπέζι, μήτε κάμποσος παράς στην τσέπη, μήτε και το ψωμί και το φιλί - δε φτάνει. Ο άνθρωπος είναι πιο τρανός απ' την καθημερινή την έγνοια του, έγραφε.
Μιαν αλήθεια που ούτε την επινόησε, ούτε τη δανείστηκε, αλλά με το αίμα του την κατάχτησε μέσα στο καμίνι της ταξικής πάλης του καιρού του.

Για όλους εμάς, ο Γιάννης Ρίτσος είναι ένας κορυφαίος ποιητής. Για τον ίδιο όμως το πιο όμορφο ποίημά του ήταν τα αποτυπώματά του στα αρχεία της Ασφάλειας Αθηνών, οι μόνες περγαμηνές του ήταν τρεις λέξεις: Μακρόνησος, Γυάρος, Λέρος.
Το λόγο μας τον αποκαλύπτει στο έργο του, όπως στο ποίημά του - ύμνο στο μεγαλείο του ανθρώπου - κοινωνικού αγωνιστή, με τον τίτλο «ο Αποχαιρετισμός» εμπνευσμένο από το θάνατο του Κύπριου Γρηγόρη Αυξεντίου:

Ναι η πιο μεγάλη πράξη της ζωής μας
είναι η απόφαση του θανάτου μας, όταν υπάρχει κάποια διέξοδος
όταν μπορείς και να τον αποφύγεις, και συ τον διαλέγεις
σαν τιμή και σαν χρέος για τους άλλους, πιο πέρα από τις ανάγκες σου.
Όποιος μπορεί να νικήσει μια στιγμή τη ζωή νικάει και το θάνατο. Τόμαθα.


Άλλωστε, για τον Ρίτσο η μεγαλοσύνη του ανθρώπου μετριέται στις οριακές καταστάσεις που θα πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στο μέγα χρέος και στο μέγα φόβο.
«Ο Αποχαιρετισμός» - βασισμένος σε βιώματα του ποιητή από το κολαστήριο της Μακρονήσου - φαίνεται πως αποτελεί ποιητική επεξεργασία εσωτερικών του διεργασιών σε μια δραματική στιγμή, που έχει καταγραφεί στη μαρτυρία κάποιου συναγωνιστή του. Είναι η στιγμή που οι δεσμοφύλακές του τον περιμένουν στην κεντρική σκηνή του Διοικητηρίου, στην κορυφή ενός λόφου, για να υπογράψει δήλωση μετάνοιας κι αποκήρυξης του κομμουνισμού, με τους τηλεγραφητές και τα επιτελεία της εθνικής ραδιοφωνίας σε επιφυλακή για τη θριαμβευτική αναμετάδοση της είδησης στο πανελλήνιο και στο εξωτερικό.

Ίσως να μπορούσα να γλυτώσω. Ίσως μπορούσα
ν' αντέξω την καταφρόνια ή τη συγγνώμη ή και τη λησμονιά των άλλων.
Όμως εγώ θα μπορούσα να λησμονήσω το φως που ονειρευτήκαμε μαζί;
κείνο το μέγα καρδιοχτύπι της σημαίας μας;
γράφει και συνεχίζει, εξηγώντας ταπεινά στους συντρόφους του, που οι περισσότεροι δεν τα κατάφεραν να αντέξουν, τη μεγάλη αλήθεια του:
Ξέρω πως θα μπορούσε να είμαι στη θέση σας, αδέλφια μου που φύγατε,
γιατί ξέρω όπως κι εσείς τι θα πει πόνος και φόβος,
μα εγώ είχα ένα φόβο πιο μεγάλο απ' τον πόνο και το φόβο σας,
όχι μονάχα το φόβο του κορμιού μου, μα το φόβο της ψυχής μου....
Ολα είναι τόσο δύσκολα,
κι ίσως για τούτο ν' αξίζουν. Ομως δε θα μπορούσα
να περπατήσω με κομμένα τα γόνατα της ψυχής μου.
Συγχωράτε με. Γεια σας.


Οι επώδυνες ταλαντεύσεις και οι εσωτερικές συγκρούσεις σε κάθε άνθρωπο, προπαντός σ' εκείνον που διάλεξε να είναι υποκείμενο και όχι αντικείμενο της Ιστορίας, αποτελεί ένα από τα αγαπημένα θέματα και από τα πιο δυνατά σημεία στα μη εγερτήρια και λιγότερο γνώριμα έργα του Ρίτσου, γραμμένα μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας και τις εξελίξεις που ακολούθησαν το 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα. Η για πολλά χρόνια περιορισμένη ενασχόληση των κομμουνιστών με αυτό το μεγάλο κομμάτι της ποίησης του Ρίτσου άφησε περιθώρια στην ευρύτερη διάδοση αστικών και οπορτουνιστικών ερμηνειών της, που καταλήγουν τελικά στη διχοτόμησή του: Από 'δώ ο ποιητής Ρίτσος, ωραίος, σπουδαίος, μεγάλος, γιατί ασχολείται με τα θέματα του αιώνιου ανθρώπου, τα υπαρξιακά, όπως η φθορά, ο θάνατος, ο έρωτας, υπακούοντας στα εσωτερικά του οράματα κι από κει ο απλοϊκός, μονοδιάστατος, παρωχημένος κομματικός Ρίτσος της κοινωνικοπολιτικής στιχουργίας, που «δεν αξίζει ούτε όσο το χαρτί που γράφτηκε».
 

Είναι όμως έτσι; 
Ο Ρίτσος για παράδειγμα της «Καντάτας για τη Μακρόνησο» είναι άλλος από τον Ρίτσο της «Σονάτας του Σεληνόφωτος»;

Η ίδια η «Σονάτα του Σεληνόφωτος» δίνει την απάντηση στο ερώτημα αυτό. Δεν είναι τυχαίο ότι το κεντρικό πρόσωπο του ποιήματος, μια συνηθισμένη γυναίκα της εποχής μας, η γυναίκα με τα μαύρα, είναι και ποιήτρια, που σε προχωρημένη ηλικία συνειδητοποιεί το ανώφελο της ιδεαλιστικής, θρησκευτικής κοσμοθεωρίας της. Έτσι, μέσα της μαίνεται μια πάλη ανάμεσα στη μοναχικότητα και την εσωτερικότητα του παλιού τρόπου σκέψης και ζωής της και την ανάγκη της να πολεμήσει το φόβο της φθοράς, της παρακμής και του θανάτου, ζητώντας από έναν νεαρό ποιητή της κοινωνικής ποίησης, να την πάρει μαζί του έξω, στην πολιτεία, στα κοινά ενδιαφέροντα και προβλήματα της πραγματικής ζωής.

Στη «Σονάτα», βέβαια, η ιδέα αυτή γονιμοποιείται μέσα από ένα πλήθος άλλων προεκτάσεων με δεσπόζουσα την καταλυτική κριτική στην αστική κοινωνία, που η σήψη της ακρωτηριάζει, τσακίζει, χαμηλώνει τον άνθρωπο, καθιστώντας τον μοναχικό, άχρηστο για τους συνανθρώπους του, ανέραστο ακόμη και στο συζυγικό του κρεβάτι, όπως η γυναίκα με τα μαύρα. Παράλληλα, αναδείχνονται οι βαθιές χαρακιές που αφήνει στη συνείδηση του ανθρώπου ο παλιός κόσμος και η δυσκολία να εξαλειφθούν, ειδικά όταν υπάρχει - όπως στο νεαρό κοινωνικό ποιητή - ανυπομονησία και εύκολοι χαρακτηρισμοί. Στο φόντο όλης της σύνθεσης, όμως, παραμένει η ίδια κεντρική ιδέα, βαθύτερα επεξεργασμένη και γενικευμένη, πως όχι μόνο η κοινωνική ποίηση, αλλά η κοινωνικά χρήσιμη δραστηριότητα και δημιουργία αποτελεί το μόνο μέσο για την υπερνίκηση της φθοράς και του θανάτου σε κάθε του έκφραση, πνευματική, ψυχική, βιολογική, το μόνο πεδίο που μπορεί να ξεδιπλώσει ο άνθρωπος την ανθρωπιά του.

Ο Ρίτσος, σε αυτού του είδους τη στοχαστική και χαμηλόφωνη ποίησή του, δεν ασχολείται γενικά και αφηρημένα με τα υπαρξιακά προβλήματα του αιώνιου ανθρώπου (τη φθορά, την κόπωση από χαμένους αγώνες, τα αδιέξοδα, το φόβο, τη μοναξιά κ.λπ.), αλλά με την έκφραση που αυτά παίρνουν στις συγκεκριμένες σύγχρονες κοινωνικο-ιστορικές συνθήκες.
Η πρόθεση του ποιητή σ' αυτήν τη μη ηρωική ποίησή του είναι να αποδοθεί η πραγματικότητα σε συνθήκες υποχώρησης του κινήματος ρεαλιστικά: Χωρίς επιπόλαιους συναισθηματισμούς, μεγαλοστομίες, σχηματικότητα και βολικές απλουστεύσεις. Κι αυτό όχι για να υποταχτούμε στην πραγματικότητα, αλλά για να μπορέσουμε πιο ώριμα να την αντιμετωπίσουμε, με βαθύτερη επίγνωση των δυσκολιών της, αλλά και με τη γνώση της διαλεκτικής της ζωής, της κίνησης μέσα στην επιφανειακή ακινησία. Η απάντηση του Ρίτσου στις εσωτερικές αντιφάσεις δεν είναι η αμφισβήτηση της κομμουνιστικής κοσμοθεωρίας, αλλά η πιο γόνιμη επιβεβαίωσή της, ένα μέγα ΝΑΙ, καρπός βαθύτερης επεξεργασίας και περισυλλογής.
Χαρακτηριστικό του αγώνα του για να βγούμε πιο δυναμωμένοι από τις ήττες και τις ιστορικές επιβραδύνσεις είναι το τελευταίο ποίημα της συλλογής «Τέταρτη Διάσταση», με τίτλο «όταν έρχεται ο Ξένος».
Ο Ξένος που αντιπροσωπεύει τον ποιητή - οδηγητή, την ποιητική πρωτοπορία της εργατικής τάξης, φτάνει μπαρουτοκαπνισμένος σε ένα σπίτι βυθισμένο στο πένθος. Κανείς δεν ήθελε να τον ακούσει, όπως συχνά συμβαίνει στις δύσκολες ιστορικές καμπές.

Ο Ξένος όμως συνέχιζε πιο πέρα.
Είναι πάντα μια γέννηση, -τους είπε ο Ξένος-
κι ο θάνατος μια πρόσθεση, όχι αφαίρεση. Τίποτα δε χάνεται... Ολα δικά μας. Ολα του κόσμου ετούτου.
Και τους νεκρούς μας τους κουβαλάμε μέσα μας, χωρίς ο χώρος να στενεύει, χωρίς να βαραίνουμε. Συνεχίζουμε τη ζωή τους απ' τις βαθιές στοές και τη σέρνουμε σε ρίζες. Τη δική τους ζωή, τη δική μας ακέρια μες τον ήλιο.

Και όλα αυτά μπορούμε να τα συναισθανθούμε, αρκεί να ξεφύγουμε από τον ατομικό χρόνο και να αναγνωρίσουμε το γενικό ανθρώπινο χρόνο, την ιστορική συνέχεια. Τότε θα συνειδητοποιήσουμε πόσο μικρές λεπτομέρειες είναι οι προσωρινές ήττες, πόσο ανώφελες είναι οι απογοητεύσεις κι οι αγωνίες μας και θα λάμψει μπροστά μας ολόκληρη η ανθρώπινη πορεία, σα μεγάλος ποταμός που χύνεται στο φως. Γιατί, για τον Ρίτσο ολόκληρη η ζωή, ολόκληρη η ιστορία της ανθρωπότητας δεν είναι κύκλος, μια μάταιη επανάληψη λαθών κι αποτυχιών, αλλά μια συνέχεια σε υψηλότερο κάθε φορά επίπεδο, μια σπείρα, μια ανερχόμενη, ανελισσόμενη σπείρα, όλο και πιο πάνω, όλο και πιο πάνω, που δεν έχει τέλος.... Και τότε όλοι κατάλαβαν πως αυτός ο Ξένος, ήταν ο πιο δικός τους.


Στο ποίημα αυτό αμέσως μπορεί να αναγνωρίσει κανείς το στίχο του θρυλικού «Επιτάφιου» Γιε μου εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι / μέσα στις φλέβες ολουνών έμπα βαθιά και ζήσε, ή ακόμη καλύτερα το δυνατό επίλογο του Γιε μου στ' αδέλφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου/ σου παίρνω το τουφέκι σου, κοιμήσου εσύ παιδί μου, ανεβασμένο όμως σε γενικότερο, καθολικό επίπεδο. Η ιδέα ότι ένας ηρωικός θάνατος δίνει νέα ορμή στην πάλη για την κοινωνική απελευθέρωση έχει διευρυνθεί με τη σκέψη ότι κάθε θάνατος, θυσία, απώλεια, ήττα είναι και γέννηση μιας βελτιωμένης, ανώτερης προσπάθειας στην ανηφορική πορεία της ανθρωπότητας προς τον ήλιο του αταξικού μέλλοντός της.

Με λίγα λόγια, η σωστή ανάγνωση και κατανόηση του έργου του Ρίτσου προϋποθέτει την αντιμετώπισή του σαν ενιαίο, αδιαίρετο και ανοδικό σύνολο από το μέρος στο όλον. Οταν κανείς απομονώνει την εγερτήρια ή την εσωτερική πλευρά αδυνατεί να συλλάβει και να χαρεί το μεγαλείο της ποίησής του, που είναι «οδηγός μάχης και ευτυχίας» όχι μονάχα για τις περιόδους όξυνσης της ταξικής πάλης, αλλά παντός καιρού, όπως στις σημερινές συνθήκες της αντεπανάστασης. 


Γιατί το είπαμε, αυτός ο Ξένος συνέχιζε πιο πέρα ...και ήταν ο πιο δικός μας.

⏩  🔴  Γιάννης Ρίτσος, πάντα παρών στο κάλεσμα της εποχής

 

2 σχόλια:

  1. Ποιητής - μύθος αληθινός
    Πάνε χρόνια που στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» (Κωδ Α17037R331) διάβασα δημοσίευμα του καθηγητή Μπήτον με τον τίτλο «Ρίτσος αυτός ο... άγνωστος», που έγραψε με αφορμή την «Ανθολογία» ποιημάτων του Γιάννη Ρίτσου (επιμέλεια και εισαγωγή της Χρ. Προκοπάκη).
    Δύο (τουλάχιστον) σημεία του κειμένου του κ. Μπήτον, είναι επιεικώς απαράδεκτα και ανευλαβή απέναντι στη μνήμη ενός κορυφαίου της Ρωμιοσύνης.
    1) Γράφει ο Μπήτον στην προτελευταία παράγραφο: «το σχεδόν μυθοποιημένο μαρτύριο της Κατοχής και του Εμφυλίου (μα τι στην οργή έκανε ο Ρίτσος, οι συναναστροφές του ποιες ήτανε, ώστε να πάει εξόριστος τέσσερα χρόνια στον Αϊ - Στράτη και αλλού;), μέχρι τη δικτατορία και την τελική δικαίωση. Φαίνεται ότι από καιρό έχει αποκρυσταλλωθεί γύρω από το πρόσωπο του Ρίτσου ένας μύθος που δομείται αρκετά πιστά, σύμφωνα με το παραδομένο σχήμα των Βίων Αγίων».
    Αν ο κ. Μπήτον εννοεί σ' αυτό το σημείο ότι οι αναφορές της Χρ. Προκοπάκη δεν είναι συγκεκριμένες για τη ζωή και δράση του Ρίτσου στην κατοχή και στον εμφύλιο, καλώς. Και πάλι, όμως, δε βλέπω κανενός είδους μυθοποίηση, ούτε και καμιά προβολή του Γιάννη Ρίτσου στο «σχήμα» των παραδομένων «Βίων Αγίων». (Αλλωστε ο Ρίτσος ουδέποτε δήλωσε «Αγιος», ούτε με φωτοστέφανο, ούτε χωρίς. Ας διαβάσει κανείς και το πεζό του «Ο Αρίοστος ο Προσεκτικός αρνείται να γίνει Αγιος»).
    Αν, όμως, ο κ. Μπήτον δε βρίσκει σημαντική, αλλά μυθοποιημένη τη δράση του Ρίτσου την περίοδο εκείνη, δεν έχει παρά να ξανακοιτάξει τα κατά καιρούς δημοσιευθέντα βιογραφικά στοιχεία («Αιολικά Γράμματα», το βιβλίο της Αγγελικής Κώττη, το βιβλίο της Ρούλας Κακλαμανάκη) και να διατρέξει, έστω, έργα του Ρίτσου εκείνης της περιόδου, τα οποία πήγασαν ακριβώς από την προσωπική του συμμετοχή στους αγώνες του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, του οποίου μέλος ήταν από το 1934 ως το θάνατό του. Δράση και ποιητική πράξη, που του στοίχισαν έξι χρόνια εξορίας στη Μακρόνησο (όπου δεν υπέγραψε ως γνωστό δήλωση μετανοίας), στον Αϊ - Στράτη, στη Γυάρο και στη Λέρο.
    2) Δε βλέπω πού στηρίζεται ο κ. Μπήτον ώστε να μιλά περί ύπαρξης «έκδηλης ομοφυλοφιλίας» που αποσιωπάται ως πλευρά του έργου του Ρίτσου. Γράφει συγκεκριμένα: «Γιατί (για να φέρω μια λεπτομέρεια αρκετά ασήμαντη, αλλά ενδεικτική) να αποσιωπηθεί, και πάλι εδώ, η έκδηλη ομοφυλοφιλία που προκύπτει σε ποιήματα από τη δεκαετία του '60, και που δηλώνεται ακάλυπτα στα όψιμα πεζά;). Μήπως, στην τρυφερή, πράγματι, σχέση του Ορέστη προς τον Πυλάδη, στο ομώνυμο θεατρόμορφο ποίημα του Ρίτσου, δοσμένη άλλωστε από τον αρχαίο τραγικό μύθο; Μήπως, στην εξύμνηση του ανδρικού λαϊκού κάλλους; Δεν έχει άραγε υμνήσει το σώμα της αγαπημένης και τον ετεροφυλικό έρωτα από την "Εαρινή συμφωνία" έως τα "Ερωτικά" και στα όψιμα πεζά του "Εικονοστασίου Ανωνύμων Αγίων"; Ποια είναι εκείνα τα ποιήματα που υπαινίσσονται, έστω, τέτοιο θέμα. Και ποια είναι τα "αποκαλυπτικά" σχετικά χωρία στο "Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων"; Γιατί ο "οξυδερκής κριτικός" δεν αναφέρει ούτε μια πειστική παραπομπή; Δεν είχε να υποδείξει πλευρές του Ρίτσου πολύ σημαντικές, ώστε να γίνουν αντικείμενο μελέτης; Γιατί άραγε εστιάζει την προσοχή του, τόσο ανώδυνα, σε ένα τέτοιο -επιτρέψτε μου - σκανδαλοθηρικό και ανυπόστατο -κατά τη γνώμη μου- θέμα, υπό το πρίσμα μάλιστα τάχα μιας απομυθοποίησης και υπό το πνεύμα των "μεταμοντέρνων ιδεών"»;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. και κάτι ακόμη... (στο ίδιο)
    Τέλος πώς να χαρακτηρίσει κανείς το... «Ως πότε, όμως, θα μείνει ένας από τους μείζονες Ευρωπαίους ποιητές του 20ού αιώνα σαν θαυματουργό λείψανο στα χέρια εκείνων που τον λατρεύουν;». Δεν αξίζει, άραγε, ο Ρίτσος τον ανυπόκριτη αγάπη και το θαυμασμό, αρχή μιας βαθύτερης επαφής με το έργο του, όπως του έδειξαν ακόμη και ιδεολογικά διαφορετικοί διανοούμενοι και ποιητές και για τη ζωή του και για την άφθαστη εργατικότητά του και για τη συνέπεια την ιδεολογική και προ πάντων για το πολύπλευρο και άξιο ποιητικό του έργο. Θαυμασμός, που δεν έχει καμιά σχέση ούτε με μυθοποιήσεις και ειδωλοποιήσεις, ούτε με πρόχειρα, ευκαιριακά εγκώμια και που δεν αποκλείει τη βαθιά κριτική ματιά, ούτε φοβάται τις όποιες τεκμηριωμένες ανακαλύψεις ή αποκαλύψεις. Μόνο κοντόφθαλμοι, μικρόψυχοι, στέρφοι και φθονεροί ή από ύποπτα κίνητρα ορμώμενοι και σήμερα ακόμη επιδιώκουν τον ακρωτηριασμό του ποιητή. Είτε παραγνωρίζοντας την αγωνιστική επικαιρική ποίησή του και αποχρωματίζοντας την ιδεολογική συνιστώσα του έργου του. Είτε υπογραμμίζοντας μόνο αυτή και αποσιωπώντας το υπόλοιπο πολυσήμαντο υπαρξιακό, φιλοσοφικό προβληματισμό του ποιητή. Είτε, ακόμη, καταφεύγοντας σε αναιδείς σπιλώσεις. Τους γνώρισε -με απροκάλυπτα και με ποικίλα προσωπεία- ο ποιητής και με το έργο του αναφέρεται δεόντως σ' αυτούς. Ο ποιητής που μίλησε με παρρησία και για την Επανάσταση, για τις περιπέτειες του κοινωνικού οράματος, για τον έρωτα και την ομορφιά της ζωής -για τα πάντα- με μια εκπληκτική καθολικότητα. Γι' αυτό και ζει και θα ζει.
    Και...
    Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ, ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΗ, ΘΑ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΕΙ ΣΤΟ ΝΟΥ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΨΥΧΕΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ℹ️ Η αντιγραφή και χρήση (αναδημοσίευση κλπ) αναρτήσεων στο σύνολό τους ή αποσπασματικά είναι ελεύθερη, με απλή αναφορά στην πηγή

ℹ️ Οι περισσότερες εικόνες που αναπαράγονται σε αυτόν τον ιστότοπο είναι πρωτότυπες ή μακέτες δικές μας.
Κάποιες που προέρχονται από το διαδίκτυο, αν δεν αναφέρεται κάτι συγκεκριμένο τις θεωρούμε δημόσιες χωρίς «δικαιώματα» ©®®
Αν υπάρχει πηγή την αναφέρουμε πάντα

Τυχόν «ιδιοκτήτες» φωτογραφιών ή θεμάτων μπορούν ανά πάσα στιγμή να επικοινωνήσουν μαζί μας για διευκρινήσεις με e-mail.


ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΥ

🔻 Είμαστε ανοιχτοί σε όλα τα σχόλια που προσπαθούν να προσθέσουν κάτι στην πολιτική συζήτηση.
Αν σχολιάζετε σαν «Ανώνυμος» καλό είναι να χρησιμοποιείτε ένα διακριτικό όνομα, ψευδώνυμο, ή αρχικά

🔳 ΘΑ ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ:

Α) που δεν σέβονται την ταυτότητα και τον ιδεολογικό προσανατολισμό του blog
Β) με υβριστικό περιεχόμενο ή εμφανώς ερειστική διάθεση
Γ) εκτός θέματος ανάρτησης
Δ) με ασυνόδευτα link (spamming)

Παρακαλούμε τα σχόλια σας στα Ελληνικά - όχι "Greeklings"