Για ποιόν χειροκροτούν; Τί επευφημούν; Τους δημίους τους τάχα; τους νεκρούς τους;
ή μήπως για να βεβαιωθούν πως έχουν χέρια και μπορούν να τα χτυπάνε,
πως έχουν φωνή και μπορούν να φωνάζουν και ν’ ακούν τη φωνή τους;
τί σίγουρα και απλά που περπατάει σ’ αυτή την κάθετο,
χωρίς καθόλου αλαζονεία πως τάχα επιτελεί έναν άθλο — ίσως γιατί ’ναι μόνο,
ίσως γιατί ’ναι ασήμαντο, αβαρές, σχεδόν ανύπαρκτο· — το ζηλεύω.
Άσε το· μην το διώχνεις· ανεβαίνει στο τραπέζι· πήρε ένα ψίχουλο·
το φορτίο του πιο μεγάλο απ’ το ίδιο· —κοίταξέ το,— έτσι πάντα
το βάρος που σηκώνουμε όλοι μας πιο μεγάλο απ’ το μπόι μας.
κι η κνίσσα των ψητών· —ναυτία,— όχι, καθόλου απ’ τη φουρτούνα —
κάτι στυφό στο στόμα, ένας φόβος
στα δάχτυλα, στο δέρμα· — όπως τότε, μια νύχτα, καλοκαίρι,
τινάχτηκα απ’ τον ύπνο — ένα σύρσιμο γλοιώδες σ’ όλο μου το σώμα·
δεν έβρισκα τα σπίρτα· σκόνταψα· άναψα το κλεφτοφάναρο:
στ’ αντίσκηνο, στο χώμα, στα σεντόνια, στην ασπίδα, στο κράνος,
χιλιάδες γυμνοσάλιαγκοι· τους πατούσα ξυπόλυτος· βγήκα έξω — είχε λίγο φεγγάρι,
γυμνοί στρατιώτες είχαν στήσει μάχη, γελώντας, χωρατεύοντας
με κείνα τα ειδεχθή ερπετά — ειδεχθείς και κείνοι· οι φαλλοί τους
σαλεύανε σα γυμνοσάλιαγκοι. Έπεσα στη θάλασσα· το νερό δε με ξέπλυνε·
στ’ αριστερό μου μάγουλο σερνόταν το φεγγάρι, γλοιώδες και κείνο,
κίτρινο, κίτρινο, παχύρευστο. Κι αυτές οι επευφημίες τώρα —
με φύλλα σκίνου και μυρτιάς; Θυμάμαι τ’ άρωμά τους,
αψύ, τονωτικό — μια εγκατάλειψη· σα να οσμίζεσαι πάλι
την παιδική ηλικία με δέντρα, με ποτάμια, με τζιτζίκια. Οι κόρες μας
σα χαμένες μου φάνηκαν· —το πρόσεξες;— η μια τους
μου ’πιανε σαν τυφλή μέσ’ απ’ τα γένια το σαγόνι. Καλά έκανες
και τις ξαπόστειλες στα δωμάτιά τους, — δεν μπορούσα να τις βλέπω.
Και τη γυναίκα αυτή που ουρλιάζει στα σκαλιά, πάρ’ την για δούλα σου
ή για τροφό του γιου μας (— πού ’ναι, αλήθεια; — δεν τον είδα) — όχι στην κλίνη μου, όχι,
μια κλίνη ολότελα άδεια μού χρειάζεται τώρα, να βουλιάζω, να χάνομαι, να είμαι,
να ’χω τουλάχιστον τον ύπνο ανεπιτήρητον, να μη νοιάζομαι
αν μου είναι το πρόσωπο όσο πρέπει αυστηρό ή αν χαλάρωσαν
οι μυώνες στην κοιλιά μου και στα μπράτσα μου. Τώρα
μονάχα η μνήμη του έρωτα λειτουργεί ερωτικά, διαγράφοντας
εκείνη τη μεγάλη δυσαναλογία, την ανάρμοστη, ανάμεσα
στο μαρασμό του σώματος και στο αμετάπειστο της επιθυμίας.
να γίνω μάρτυρας των αλλαγών του χρόνου πάνω στην ωραία μορφή σου,
στους μηρούς και στα στήθη σου. Κανένα μίσος δεν έχω να θρέψω
με μια τέτοια παράσταση. Αντίθετα, μάλιστα, θα ’θελα
να διατηρήσω ανέπαφο (για χάρη δική μου — όχι δική σου)
το ερωτικό παράστημά σου έξω απ’ το χρόνο, σαν άγαλμα υπέροχο
που κάπως συντηρεί και της δικής μου νεότητας το θάμβος και τη δόξα.
που άφηνα κάποτε τις νύχτες το τσιγάρο μου να καπνίζει μονάχο του
σαν μακρινός καπνοδόχος σε μιαν ελάχιστη Ιθάκη ή σαν ένα
προσωπικό μου αστέρι, όταν εσύ κοιμόσουν πλάι μου, θα το ’θελα.
Τ’ άλλα κρατήστε τα· και το βαρύ, αδαμαντοποίκιλτο σκήπτρο —
προπάντων αυτό —δε μου χρειάζεται·— ασήκωτο. Σήμερα νιώθω
το θυμό του Αχιλλέα· — όχι καθόλου αντιδικία μαζί μου — κούραση ήταν,
μια κούραση προδρομική που εξίσωνε τη νίκη με την ήττα,
τη ζωή με το θάνατο. Μονάχος του κάτω στ’ ακρογιάλι,
με συντροφιά το μαύρο σκυλί που προσκολλήθηκε σ’ αυτόν ανεξήγητα
μια νύχτα φθινοπωρινή με μεγάλο φεγγάρι (έτσι λέγαν).
Μπορεί και να ’χε ανάγκη απ’ αυτή τη βουβή παρουσία
που δε ρωτάει, δεν αρνιέται, αλλά πιστεύει κι επιδοκιμάζει πάντα
με μια κίνηση της ουράς, μ’ ένα ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων
ή κάποτε ακουμπώντας τη μουσούδα του μ’ ευγνωμοσύνη
στα σαντάλια του αφέντη του, περιμένοντας με την ίδια ευτυχία
το χάδι ή το λάχτισμα· κι άλλοτε πάλι λαχανιάζοντας, όχι απ’ το τρέξιμο,
αλλά απ’ την αφοσίωσή του, κρεμώντας έξω την κόκκινη γλώσσα του
σα να κρατούσε ανάμεσα στα δόντια του ένα κομμάτι ματωμένο απ’ την ψυχή του
κι ήθελε να το δώσει. Μια τέτοια απέραντη αφοσίωση, φαντάζομαι,
μπορεί να σώσει έναν άνθρωπο ή κι έναν θεό. Ο Πάτροκλος ζήλευε·
κι ίσως γι’ αυτό και να σκοτώθηκε. Πόσο αίμα χύθηκε —
δεν έμαθα γιατί —δεν ξέρω·— στιγμές στιγμές δεν τολμούσα
ν’ αγγίξω το ψωμί — το ψωμί ήταν κόκκινο. Κι εκείνο το σκυλί,
όταν σκοτώθη ο Αχιλλέας, γυρνούσε μόνο στο ακρογιάλι,
κοιτούσε τα καράβια, τα σύννεφα, οσμιζόταν τις πέτρες
όπου πατήσαν τα πόδια του κυρίου του, οσμιζόταν τα ρούχα του μέσα στο αντίσκηνο,
νηστικό, θεονήστικο —ποιός να το νοιαστεί;— γινόταν εμπόδιο,
μπλεκόταν στα πόδια μας· πολλοί το κλωτσούσαν· καθόταν
και κοίταζε τους στρατιώτες την ώρα που τρώγαν· δε γρύλιζε.
Μια μέρα, κάποιος του πέταξε ένα κόκαλο· δεν το ’φαγε·
το πήρε ανάμεσα στα δόντια του και χάθηκε. Σε λίγο το βρήκαν
στον τάφο του Αχιλλέα, — και το κόκαλο αφημένο κει πάνω
σα μια μικρή σπονδή· κι έκλαιγε με μεγάλα δάκρυα
μπορεί για το χαμό του αφέντη του, μπορεί και να ντρεπόταν που πεινούσε.
Ύστερα πήρε πάλι το κόκαλο, κρύφτηκε πίσω απ’ τις πέτρες
κι άρχισε να το ροκανίζει. Μαζί με το ροκάνισμα ακουγότανε
και τ’ αναφιλητό του, — ίσως και να ’τανε το βογγητό της αιώνιας πείνας.
Παράξενα που ’ναι τα μάτια σου· κι η φωνή σου παράξενη, όταν είπες:
«Δούλες, τί μου στεκόσαστε έτσι; Την ξεχάσατε, λοιπόν, την προσταγή μου;
Είπα να στρώστε τα χαλιά απ’ την άμαξα ώς το σπίτι για να γίνει ο δρόμος
κόκκινος όλος, να περάσει ο αφέντης μου». Μες στη φωνή σου
ήταν ένα βαθύ ποτάμι, κι ήταν σα να πλέω εντός του. Όταν πάτησα
πάνω στα πορφυρά χαλιά μού λύγισαν τα γόνατα. Πισώστρεψα
κι είδα τα σκονισμένα χνάρια απ’ τα σαντάλια μου πάνω στο μέγα κόκκινο
σαν τους ψαράδικους φελλούς εκείνους που επιπλέουν
επάνω απ’ το κρυμμένο, βυθισμένο δίχτυ. Κι είδα μπρος μου τις δούλες
να ξεδιπλώνουν κι άλλα κόκκινα χαλιά σα να ’σπρωχναν
τους κόκκινους τροχούς της μοίρας. Ένα ρίγος
μου πέρασε τη ραχοκοκαλιά. Γι’ αυτό σου ζήτησα να μου ετοιμάσεις
ένα ζεστό λουτρό. Κείνο το ρίγος —γυάλινο, γυάλινο,— ξέρεις,
κανείς δε θέλει να πεθάνει, όσο και κουρασμένος.
χωρίς προσπάθεια, χωρίς πόδια σχεδόν, το γαλανότατο όρος
απ’ όπου θ’ αγναντέψω (κι αγναντεύω κιόλας) προς τα κάτω
λόφους, πεδιάδες, πολιτείες —λίγος καπνός χρυσίζει στον ήλιο— λιμάνια
και τα καράβια της πικρής επιστροφής μας στο ημικύκλιο
του ερημικού γιαλού, — λευκά καράβια, μακρινά, σμικρυμένα
σαν κομμένα παιδιάστικα νύχια —όπως της άλλης κόρης μας— θυμάσαι; —
που της τα ’κοβες στην πόρτα του λουτήρα· — δεν ήθελε· φώναζε· — πριν πόσα χρόνια.
Πώς αφήσαμε τις ώρες μας και χάθηκαν, πασχίζοντας ανόητα
να εξασφαλίσουμε μια θέση στην αντίληψη των άλλων. Ούτε ένα
δικό μας δευτερόλεπτο, μέσα σε τόσα μεγάλα καλοκαίρια, να δούμε
τον ίσκιο ενός πουλιού πάνω στα στάχυα — μια μικρή τριήρης
σε μια πάγχρυση θάλασσα· — μπορεί μ’ αυτήν ν’ αρμενίζαμε
για έπαθλα σιωπηλά, για κατακτήσεις πιο ένδοξες. Δεν αρμενίσαμε.
εμένα τον ίδιο να υπάρχω· παρακολουθεί με τ’ άδεια του μάτια
την κίνησή μου, τις χειρονομίες μου· — όπως τότε, μια νύχτα του χειμώνα,
κει κάτω, έξω απ’ τα τείχη, μ’ ένα απερίγραπτο, ψυχρό φεγγαρόφωτο
κι έμοιαζαν όλα σα μαρμαρωμένα, καμωμένα από ασβέστη και φεγγάρι.
Παρατηρούσα ολόγυρα με την απάθεια του αθάνατου, που πια
δε φοβάται το θάνατο κι ούτε τον νοιάζει η αθανασία του. Ναι, σαν ένας
ωραίος νεκρός που σεργιανεύει μες στη νυχτερινή λευκότητα, κοιτάζοντας
τα γύψινα στολίδια των σπιτιών, τα κάγκελα των κήπων,
τις σκιές των καταρτιών στ’ ακροθαλάσσι. Και τότε, ένα βέλος
σφύριζε πλάι στ’ αυτί μου, μπήχτηκε στα τείχη πάλλοντας
σαν μια μονή χορδή σ’ ένα άγνωστο όργανο, σαν ένα νεύρο
μέσα στο σώμα του κενού, σημαίνοντας με ακατανόητη ευφροσύνη.
Έτσι, καμιά φορά, μας σταματούσε κάτι κι εκεί πέρα —δεν ήξερες τί τρέχει—
μια ανταύγεια στο σπαθί σου απ’ την αυγή, το μικρογραφημένο
καθρέφτισμα ενός ήσυχου σύννεφου πάνω σ’ ένα κράνος
ή εκείνη η συνήθεια του Πάτροκλου ν’ αγγίζει με τα δυο του δάχτυλα
την άκρη του αυτιού του, ενώ σιωπούσε, βυθισμένος σε ρέμβη
μονήρη, ερωτική. Μια μέρα ο Αχιλλέας του ’πιασε το χέρι, κοίταξε
τα δάχτυλά του σα μάντης, ύστερα κοίταξε τ’ αυτί του. «Πλησιάζει το φθινόπωρο» είπε·
«θα πρέπει ν’ ανασυντάξουμε τις δυνάμεις μας». Κι είχε μια σχέση παράξενη
αυτό το «ανασυντάξουμε» με την όμορφη κίνηση του Πάτροκλου.
Και τότε ο Πάτροκλος βγήκε απ’ τ’ αντίσκηνο, πλησίασε τ’ άλογα του φίλου του,
τον Βάλιο και τον Ξάνθο, στάθηκε ανάμεσά του, πέρασε τα δυο του χέρια
τριγύρω στους λεπτούς λαιμούς τους, κι έτσι οι τρεις τους, πρόσωπο με πρόσωπο,
μείναν ασάλευτοι κοιτάζοντας το λιόγερμα. Αυτήν την παράσταση
την έχω δει θαρρώ σε κάποιο ανάγλυφο αετώματος, κι άξαφνα εννόησα
πώς γίνεται να θυσιάσεις έναν άνθρωπο για λίγον ούριο άνεμο.
οι τοίχοι, οι πόρτες, τα μαλλιά σου, τα χέρια σου —
μια εξαίσια γυάλινη διαφάνεια — μήτε το χνότο του θανάτου τη θολώνει· διακρίνεις
πίσω απ’ το γυαλί αδιαίρετο το τίποτα —κάτι επιτέλους ακέριο—
η πρώτη εκείνη ακεραιότητα, άτρωτη, σαν την ανυπαρξία.
Πριν βάλω το χέρι μου στο πόμολο της πόρτας, πριν ανοίξω,
πριν μπω στην αίθουσα, έχω κιόλας δει τον καναπέ, τις καρέκλες,
και τον καθρέφτη που εικονίζει τον απέναντι τοίχο μ’ ένα κάδρο
κάποιας πανάρχαιης ναυμαχίας. Πριν μπω στο λουτρώνα
βλέπω τα φύλλα της μυρτιάς να επιπλέουν στο νερό και τα πρησμένα πρόσωπα
των ατμών ν’ ανεβαίνουν στο ταβάνι, να συνωθούνται στο φεγγίτη. Ακόμη
ώς και την ώρα του θανάτου μου διακρίνω περίπου.
Συχώρεσέ μου αυτήν την όραση, προπάντων την ομολογία —
είναι ένας τρόπος να με δείτε κι εσείς· να γίνουμε ισόπαλοι —όπως και είμαστε—
όλοι μας άοπλοι δηλαδή. Μα, πάλι, αυτήν την ώρα, αναρωτιέμαι
τί τάχατε πάω να καρπωθώ, τί ν’ αποφύγω, τί να κρύψω
μ’ αυτή μου την εξομολόγηση· — ποιό τάχατε νέο προσωπείο
από άθραυστο γυαλί πάνω στο γυάλινο, το εύθραυστο πρόσωπό μου —
ένα μεγάλο κούφιο προσωπείο, συνέχεια της μορφής μου, έκφρασή μου,
κρεμασμένο ψηλά, μπροστά στ’ ανάκτορα, στη μετόπη της πύλης,
μόνος προσωπικός μου θυρεός, όχι της δυναστείας. Κάποτε, θαρρώ
πως τα πάντα δεν έγιναν παρά για να τα θυμηθώ μια μέρα
ή πιότερο ίσως για ν’ ανακαλύψω την αθάνατη ματαιότητά τους.
μήτε για το σπαθί μήτε και για το χάδι· — μόνο του, δοσμένο,
—δοσμένο πού;— σε κάτι αόρατες χορδές, σαν το χέρι
του ραψωδού σε μια μεγάλη λύρα· — αν μια στιγμή του το κρατήσεις,
θα σταματήσει απορημένη η μουσική· κι ο μισοτελειωμένος ήχος
δε συγχωρεί κανέναν απ’ τους δυο· σαν ένας κρίκος ασημένιος,
κρεμάμενος στον αέρα μ’ ένα σπάγγο, σου χτυπάει ανεξήγητα τον ώμο.
Οι άλλοι πέσαν — σωστά παλικάρια, (όμως, ποιός ξέρει,
με πόση πίκρα, πόσο φόβο κι αυτοί). Δεν τους τον ζήλεψα το θάνατό τους.
αν εγκωμίασα τον ηρωισμό τους, ήταν για να κρύψω
τη μυστική μου ευγνωμοσύνη πως εγώ ακόμη ζούσα — διόλου ήρωας.
Νά με, λοιπόν, που μήτε τούτη τη χαρά δε σου ’φερα — την πολυώνυμη, όπως λένε, δόξα
που ίσως και θα μπορούσε, αλίμονο, να εξαγοράσει
με βροντερά και κίβδηλα νομίσματα, τα σιωπηλά μας γνήσια δέκα χρόνια,
χιλιάδες φόνους, κρυφούς και φανερούς, χιλιάδες σφάλματα και τάφους.
αθόρυβος και αόρατος μού νεύει. Κάποιο σούρουπο,
είδα ένα τελευταίο μαλαματένιο φύλλο σ’ ένα κατάμαυρο δέντρο
κι ήταν ο γυμνός ώμος ενός ήρεμου, ωραίου αθλητή που, γέρνοντας,
εσήκωσε το βάρος όλων μας, να τ’ αποθέσει μαλακά στο χώμα. Τότε
μια νέα πείνα, μια άλλη όρεξη μού γέμισε σάλιο το στόμα
κι ένιωσα να κυλάει από τις άκρες των χειλιών μου
γλυκύ και πραϋντικό το γάλα της ευγνωμοσύνης. Άθελά μου
ανέβασα το χέρι μου ώς εκεί να το σκουπίσω
μην προδοθώ, μήπως και δουν τη νέα παιδικότητά μου,
το νέο μου θηλασμό απ’ την πρώτη ρώγα της δημιουργίας.
προκλητικά και τα δυο. Κάποιο δείλι σεργιανούσα μονάχος στ’ ακρογιάλι·
χρυσή ησυχία· ρόδινη θάλασσα· κάποιο κουπί λαμπάδιασε. Στο βράχο
είχαν απλώσει ένα μεγάλο καραβόπανο κόκκινο. Απ’ το στρατόπεδο, πάνω,
μ’ έφτανε ένα τραγούδι ερημικό, λυπημένο,
ζεστό κι αχνό, σα ρούχο που μόλις το γδύθηκε ένα όμορφο σώμα —
ζεστό τραγούδι, το κρατούσα στις φούχτες μου καθώς σεργιανούσα
στη βραδινή δροσιά, πλάι στα καράβια. Ολόγυρα
μοσκοβολούσε κάτι σαν ψημένο καλαμπόκι και φύκια.
Λίγο νερό, κοχλάζοντας, θα ’πεσε σ’ ένα κούτσουρο αναμμένο. Έξω απ’ τ’ αντίσκηνα
μεγάλες φωτιές είχαν ανάψει για το βραδινό συσσίτιο.
Ο θάνατος φαινόταν τόσο εύκολος. Θυμήθηκα τον σιωπηλό Φιλήμονα: Μια νύχτα,
που όλοι πιωμένοι, μέσα στη σκηνή, φλυαρούσαν ατέλειωτα
για άθλους, γυναίκες, άλογα, ο Αντίλοχος προκάλεσε με σκώμματα
την ηρεμία κι εγκράτειά του. Κι ο Φιλήμων: «προετοιμάζομαι», είπε· τίποτ’ άλλο·
κι έμεινε έτσι σκυφτός, χωρίς να πίνει, με τους αγκώνες του πάνω στο τραπέζι,
με το πρόσωπο μες στις παλάμες του. Πίσω απ’ τα δάχτυλά του
φεγγοβολούσε ένα παράξενο χαμόγελο. «Προετοιμάζομαι». Το χάραμα
ο Αντίλοχος βγήκε απ’ την τέντα, στράφηκε στην ανατολή κι απάγγειλε
με χάρη ηθοποιού και νεανικήν ασέβεια την προσευχή του στον ήλιο.
εσύ που με το δάχτυλό σου ανοίγεις μια τρύπα χρυσή στο μαύρο τοίχο
και βγαίνουν δυο πουλιά από κει μέσα, το ’να κόκκινο, τ’ άλλο γαλάζιο —
το κόκκινο κάθεται στο γόνατό μου, το γαλάζιο στον ώμο μου —». Κι αλήθεια,
εκείνη τη στιγμή, δυο μεγάλα πουλιά πέταξαν πάνω του· —
ήτανε δυο κοράκια. Μήτε αυτός μήτε ο Φιλήμων γύρισαν πίσω.
Σε μια άσπρη λήκυθο χαράξαμε δυο ωραία πουλιά — το κόκκινο και το γαλάζιο.
Ω, βέβαια, η συμβίωσή μας θα ’ναι δύσκολη. Αύριο κιόλας
εγώ θ’ αποσυρθώ στα χτήματα. Μη νοιάζεσαι. Ξέρω:
όλα μπορεί να μας τα συγχωρήσουν κάποτε, όμως
να ξέρουν πως τους βλέπεις και πως βλέπεις τον εαυτό σου,
αυτό κανένας —ούτε εχθρός ούτε και φίλος— δεν το συγχωρεί. Κι ούτε
μπορείς και να κρυφτείς: Καταμεσής στο μέτωπό σου είναι το τρίτο εκείνο μάτι
που όσο κρυφό κι όσο κλειστό σε σημαδεύει με τη λάμψη
της μοναξιάς και της μοναδικότητας — ύστατη υπεροψία και ταπεινοφροσύνη.
Περνάν τα χρόνια. Φεύγουμε. Γερνάμε· — όχι εσύ. Ξέρεις, η Ελένη,
σαν έπεσε η πόλη, ώρες ολόκληρες, καθόταν μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη
που έβαλε και της κουβαλήσαν μες στο πλοίο· — παράξενος καθρέφτης:
δυο χρυσοί, παμπόνηροι έρωτες, λαξευμένοι στα πλάγια του κάδρου,
γυμνοί, χωρίς φαρέτρα, χωρίς τόξο, κοιτούν με δυσπιστία
αυτόν που κοιτάζεται στο κρύσταλλο. Λοιπόν, η Ελένη
φτιάχνει το πρόσωπό της τώρα στο πρότυπο της μνήμης της — κι ίσως πιο ωραίο
με την ανάμνηση, τη γνώση και τη θέληση (και με το πείσμα ακόμη)
με μυστικές βαφές —ολόκληρη αλχημεία— με ώχρα, ρόδινο, μαβί, ασημένιο,
με ισχυρό μαύρο τριγύρω στο γλαυκό των ματιών της,
με βαθύ βυσσινί στα μαλακά, σαρκώδη χείλη.
Βάφει τώρα το στόμα της μεγάλο, σα να ’ναι να εκφωνήσει απ’ τον εξώστη
ένα ανεξήγητο «όχι», ή να φιλήσει ένα Θεό. Μα, τί τα θες, το πρόσωπό της
δεν είναι κείνο πια που γι’ αυτό ξεκινήσαμε, γι’ αυτό πολεμήσαμε
σπέρνοντας με σπασμένα κουπιά, με τροχούς και κρανία πελάγη και κάμπους.
Ένα άλλο πρόσωπο πια —μπορεί το πιο δικό της— άλλο ωστόσο.
Κάτω απ’ τα εξαίσια χρώματα της θηλυκής της τέχνης
είναι σα να καλύπτει ή να κοιμίζει πικρά το θάνατό της. Και το ξέρει.
Μια μέρα, στο τραπέζι, κάτω στην ακρογιαλιά, για τα επινίκια,
αφού είχαμε θάψει τους νεκρούς, κι η πολιτεία απ’ άκρη σ’ άκρη
κάπνιζε ακόμα στο ήσυχο φθινοπωριάτικο λυκόφως, η Ελένη
κρατώντας το ποτήρι μπρος στα χείλη της, φώναξε:
«ακούστε πώς ηχούν τα βραχιόλια μου· εγώ είμαι πεθαμένη» —
κι απ’ τα δόντια της χύθηκε ένα κάτασπρο φέγγος, που αιφνίδια
όλα έγιναν μάρμαρο και κόκαλο. Τα χέρια κι οι φωνές καρφώθηκαν στον αέρα.
σαν χτυπημένος από αόρατο βέλος, έπεσε άηχα
καταμεσής στο τραπέζι, πλάι στους αμφορείς. Η Ελένη
τον πήρε στα χέρια της, τον κοίταζε αμίλητη,
έβρεξε το μικρό της δάχτυλο στο αίμα του κι έγραψε στο τραπεζομάντιλο
έναν άψογο κύκλο — ίσως μηδέν, ίσως ολόκληρο. Ύστερα,
μαδώντας, με μια κίνηση απίστευτης χάρης, μια τούφα πούπουλα
απ’ την κοιλιά του πουλιού, τα σκόρπισε γελώντας στα μαλλιά μας. Ξεχάσαμε.
Έμεινε μόνο μια γεύση λευκότητας κι εκείνος ο ανεξήγητος κύκλος.
Στο γυρισμό, στο Αιγαίο πέλαγος, μια νύχτα με μεγάλη φουρτούνα,
έσπασε το τιμόνι. Τότε αισθάνθηκα μια τρομαγμένη ελευθερία
μέσα σ’ αυτό το ακυβέρνητο ακριβώς. Παρατηρούσα
με μιαν απίστευτη όραση μες στο σκοτάδι. Ξεχώρισα
μια ναυτική κουλούρα να τινάζεται στα κύματα. Κατόρθωσα, μάλιστα,
στο λίγο φέγγος των πυρσών, να διακρίνω πάνω της τη λέξη «Λάχεσις».
Κι αυτή η κουλούρα, εκείνο το όνομα, και το ότι τα είδα,
μου ’δωσαν μια περίεργη ισχύ και γαλήνη· κι είπα μέσα μου:
«και μόνο αυτή η κουλούρα να σωθεί, δε χάθηκε τίποτα».
Την άλλη μέρα, γαλήνεψε το Αιγαίο· την είδα να επιπλέει
ανάμεσα στους ναυαγούς και στα σπασμένα ξύλα. Τη μάζεψα.
Την έχω ακόμη μες στον μπόγο μου σα μυστικό σωσίβιο. Αν θέλεις
μπορείς να την κρεμάσεις σα θυμητικό σ’ όποια κάμαρα
ή και να την πετάξεις —δε μου χρειάζεται πια— «Λάχεσις» λέει.
Ακατανόητα όλα, απατηλά· — κείνος ο Δούρειος Ίππος μπρος στα τείχη,
αμείλικτος· με τα τεράστια γυάλινα μάτια του αντανακλώντας τη θάλασσα —
ένα άλογο ξύλινο, με μάτια γαλάζια, ολοζώντανα. Θα νόμιζες
πως η ίδια η θάλασσα κοιτούσε τον εαυτό της με τα μάτια του αλόγου,
κοιτούσε ταυτόχρονα και τα σπλάχνα του αλόγου, θεοσκότεινα, κούφια,
με τους κλεισμένους, πάνοπλους πολεμιστές. Ωστόσο διατήρησα
εκείνη την γαλάζιαν όραση της θάλασσας, απέραντη,
ευσπλαχνική, κατάκοπη. Καμιά μνησικακία για τη μοίρα·
μονάχα η αίσθηση ενός ξένου αναπότρεπτου νόμου που έχει καταργήσει
τα λάθη και τις αμαρτίες καθενός χωριστά και την ευθύνη ολωνών μας.
Καμιά φορά κι η κούραση σού αφήνει ένα προαίσθημα αφθαρσίας, — έτσι δεν είναι;
Σ’ ένα συμπόσιο, εκεί κάτω, σε μια τρίμερη ανάπαυλα της μάχης,
όταν οι πάντες μεθυσμένοι (όχι τόσο από κρασί, όσο από θάνατο),
έσπαζαν τα ποτήρια τους στα βράχια, μου φάνηκε σα να ’δα τα σπασμένα ποτήρια
ακέρια πάλι κι αράγιστα να λάμπουν σε μιαν έξοχη σειρά ώς την άκρη του ορίζοντα,
σπιθίζοντας στις φλόγες των πυρσών· τελευταίο τελευταίο
έλαμπε το μισό φεγγάρι — μια ασημένια κούπα, αχνίζοντας γαλήνια
γεμάτη γάλα χλιαρό.
Και τότε ο Ίων, ο εικοσάχρονος,
πέταξε το χιτώνα του, κι ολόγυμνος σα θεός, πήδησε πάνω στο τραπέζι,
κλώτσησε πιάτα κι αμφορείς, έχυσε μιαν υδρία κρασί στη σγουρή κόμη του,
μούσκεψε ακέριος, έσταζε, έλαμπε. «Υπάρχει το ασύντριφτο»,
«υπάρχει το ασύντριφτο», φώναζε. Πέταξε το ποτήρι του — δεν έσπασε·
του το ’δωσαν ξανά· σημάδεψε μιαν άγκυρα· το ξαναπέταξε·
τέταρτη, πέμπτη, δέκατη φορά, — δεν έσπασε· (ίσως να ’ταν φτιαγμένο
από άλλη ουσία — ψεύτικο, — ποιός ξέρει; — ίσως πάλι
η ίδια η μέθη μας να μας επέβαλε την πειθώ του ακατόρθωτου).
Την άλλη μέρα
ο Ίων σκοτώθηκε στη μάχη. Ζήτησα το ποτήρι του μες στη σκηνή του, στο γυλιό του·
ερεύνησα παντού. Δεν το βρήκα. Όμως τα λόγια του εκείνα τα θυμάμαι.
να σταματήσει ο άλλος, να μιλήσουμε εμείς. Και καθένας μας
μονάχα τα δικά του λόγια ακούει. Τί σημασία έχουν τα λόγια; Μόνο η πράξη
μετριέται και μετράει, — όπως τόνιζες πάντα.
Λες να ’χει κρυώσει
το νερό που μου ετοίμασες; Δε χρειάζεται νά ’ρθεις μαζί μου·
τα καταφέρνω μόνος μου — συνήθισα κει κάτω· κι ίσως καλύτερα έτσι.
Και, να σου πω, σα να ντρέπομαι κιόλας μπροστά σου.
Πέρασαν τόσα χρόνια — ξεμάθαμε· ξεχάσαμε. Το σώμα
(όχι μονάχα η ψυχή) σα να ’χει χάσει την παλιά του εκείνη βεβαιότητα:
κρουστό κι ολόρθο μες στην ίδια του χαρά να υπάρχει και να βλέπεται. Τώρα
μονάχα βλέπει (δύσπιστο αυτό και γερασμένο) με μιαν άλλην όραση
την έμπιστη κι αγέραστη ομορφιά του κόσμου, που πια δεν του ανήκει.
Τούτη την όραση, κανένας δεν τη συγχωρεί. Κι αλήθεια, έτσι ανεξάρτητη,
έτσι βαθιά κι αυτάρκης κι απεριόριστη, θαρρώ πως εμποδίζει
κι εμάς και τους άλλους — ανώφελη.
Τούτο το ρίγος — όχι γυάλινο τώρα,
εδώ στη ραχοκοκαλιά μου, — αλλιώτικο. Πριν λίγο ακόμη,
όλα ήταν γυάλινα —πρόσωπα, σώματα, αντικείμενα, τοπία, εσύ, εγώ, τα παιδιά μας—
γυάλινα, ακάλυπτα, στιλπνά — από σκληρό, διαυγές γυαλί. Παρατηρούσα μέσα τους μ’ ενδιαφέρον,
σχεδόν με αγαλλίαση — σαν σ’ ενυδρείο την κίνηση όμορφων, μικρών παράξενων ψαριών
ή και μεγάλων, άσκημων, σκυθρωπών κι αιμοβόρων — παράξενων πάντα. Κι έτσι, αιφνίδια,
σα να ’χει μαλακώσει το γυαλί — δεν παίρνει σχήμα, δεν έχει διαφάνεια,
σα να μην είχε σχήμα και διαφάνεια ποτέ· — σωριάστηκε χάμου
μαζί μ’ εκείνα που περιείχε — μια μάζα θολή, σα λερωμένο τσουβάλι
όπου μαζέψαν όπως όπως βρώμικα εσώρουχα για να τα πλύνουν μια μέρα
και δεν τα πλένουν· — βαρέθηκαν· τα ξεχάσαν εκεί (θέλουν να τα ξεχάσουν), πεταμένα
στο πάτωμα, σιμά στην πόρτα· — πέφτουν πάνω του, το κλωτσούν καθώς βγαίνουν
και πιο πολύ καθώς μπαίνουν στο σπίτι. Κι αλήθεια, τα ξεχάσαν,
και τί θα κάνουν να τα θυμηθούν; — έχουν σαπίσει κιόλας κλεισμένα
μέσα στην ίδια τους τη μυρωδιά από πανάρχαιους ιδρώτες, ούρα και αίμα.
Στο λουτρό, στο λουτρό,
Θα κρυώσει το νερό, θα ’χει κρυώσει. Πηγαίνω. Εσύ μείνε· — δε χρειάζεται. Επιμένεις; — Έλα.
(Ο άντρας σηκώθηκε. Προχωρεί — προφανώς για το λουτρώνα. Αμίλητη η γυναίκα τον ακολουθεί. Έφυγαν. Η αίθουσα, άδεια τώρα, φαίνεται πιο μεγάλη. Ανέγγιχτο στο τραπέζι το πρόγευμα. Τα ποτήρια έχουν θαμπώσει κάπως. Το κράνος πάντα εκεί, μπροστά στον καθρέφτη. Βαριά ησυχία μέσα κι έξω απ’ το σπίτι. Ένα μερμήγκι σεργιανάει πάλι στ’ άσπρο τραπεζομάντιλο. Παρακολουθώντας το μερμήγκι, προσέχεις στο κέντρο του τραπεζιού ένα κυκλικό κέντημα — ένα στεφάνι κόκκινα λουλούδια. Άξαφνα, ακούγεται έξω, απ’ τη μαρμάρινη σκάλα, η φωνή της ξένης γυναίκας, σε καθάρια ελληνικά: «Πολίτες του Άργους, πολίτες του Άργους, το μεγάλο χρυσόψαρο μέσα στο μαύρο δίχτυ, και το σπαθί υψωμένο. Πολίτες τους Άργους, το σπαθί υψωμένο, δίγλωσσο, πολίτες του Άργους, πολίτες—». Δυνατά τύμπανα, σάλπιγγες, θόρυβος, πνίγουν τη φωνή τους. Ένας άντρας, ωραίος, ασκεπής, με πολεμική στολή, μ’ ένα μεγάλο, ματωμένο σπαθί στο χέρι, μπαίνει στην άδεια αίθουσα. Με τ’ αριστερό του χέρι παίρνει το κράνος απ’ την κονσόλα. Το φοράει ανάποδα. Η αλογοουρά στο πρόσωπό του. Σαν προσωπείο. Βγαίνει. Η φωνή της παραλοϊσμένης γυναίκας: «Πολίτες του Άργους, αργά πια, αργά, πολίτες του Άργους—». Σταματάει. Τα τύμπανα δυναμώνουν. Η πρώτη γυναίκα μπαίνει στην αίθουσα. Ωχρή, υψηλή, πανέμορφη. Ανεβαίνει σε μια καρέκλα. Κρεμάει στο καρφί του τοίχου μια ναυτική κουλούρα. "Λάχεσις", λέει. Ύστερα πλησιάζει τον καθρέφτη και διορθώνει τα μαλλιά της).
ΑΘΗΝΑ, ΣΙΚΥΩΝ, ΗΡΑΙΟΝ, ΣΑΜΟΣ, Δεκέμβρης 1966–Οχτώβρης 1970 __Γιάννης Ρίτσος. [1972] 2009. Ποιήματα ΣΤ΄: Τέταρτη διάσταση (1956–1972). 25η έκδ. Αθήνα: Κέδρος.
Αίας
(Ένας μεγαλόσωμος, πολυδύναμος άντρας κείτεται χάμου στο πάτωμα, ανάμεσα σε σπασμένα πιατικά, κατσαρόλες, σφαγμένα ζώα, γάτες, σκυλιά, κότες, αρνιά, κατσίκια, ένα άσπρο κριάρι δεμένο όρθιο στον πάσσαλο, ένα γαϊδούρι, δυο άλογα. Φοράει μιαν άσπρη νυχτικιά σκισμένη, καταματωμένη —κάτι σαν αρχαίος χιτώνας— που αφήνει ακάλυπτο σχεδόν το ρωμαλέο του σώμα. Δείχνει κουρασμένος, σαν μόλις να συνέρχεται από ολονύχτιο μεθύσι. Στο πρόσωπό του μια έκφραση ανημπόριας και θλίψης, ολότελα αταίριαστη, και μάλιστα ανάρμοστη, με τις σωματικές του διαστάσεις, τους προτεταμένους μυώνες στους βραχίονες, στους μηρούς, στις κνήμες. Μια γυναίκα, με ξαφνικά χαρακτηριστικά, χλωμή, ξαγρυπνισμένη, τρομαγμένη, κι ίσως μυστικά οργισμένη, στέκεται αμίλητη μπροστά στην πόρτα. Η στάση της κάπως παράξενη — σα να κρύβει πίσω της ένα μικρό παιδί. Έχει ξημερώσει απ’ ώρα. Έξω θα πρέπει να ’χει δυνατό φως. Εδώ, μια άρρωστη ανταύγεια σέρνεται στους τοίχους απ’ τις κλεισμένες γρίλιες. Ακούγονται στο δρόμο φωνές απ’ τους οπωροπώλες, τους τροχιστάδες, τους ιχθυοπώλες, και λίγο πιο κάτω στ’ ακρογιάλι φωνές ναυτών που πλένουν και συγυρίζουν τ’ αραγμένα καράβια. Ο άντρας ασάλευτος καταγής. Δεν ξέρεις πού κοιτάει, τί βλέπει. Μιλάει αργά, κουρασμένα και πότε πότε πυρετικά ή και κάπως φοβισμένα):Γυναίκα, τί κοιτάς; Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα,
βούλωσε τις χαραματιές, μπαίνουν κακά μαμούδια, σαύρες,
μπαίνουν μεγάλες μύγες και γέλια κρυφά. Κοίτα, στον τοίχο,
μια μαύρη μύγα, μαύρη, μαύρη, μεγαλώνει, μαυρίζει τη μέρα,
μαύρον αγέρα ρουθουνίζει, — σκέπασέ την με το χέρι σου, σκότωσέ την,
δεν μπορώ ναν τη βλέπω. Τί πέτρωσες έτσι; Ε, λοιπόν, κοίταξέ με —
Εγώ ειμαι ο δυνατός, ο αδάμαστος, — πολύ με φορτώσατε μ’ εγκώμια,
πολύ με βαρύνατε, με πνίξατε, —ένας ένας σας κι όλοι μαζί κρεμασμένοι
απ’ το λαιμό μου— με πνίξατε. Νά το έργο σας. Χαρείτε το. Κανένας
δε μου το συχωρνάει να ’μαι μιαν ώρα κι εγώ κουρασμένος· κανένας
δε μου το συχωρνάει να ’μαι άρρωστος. Εσείς, τα δικά σας
τα πιο μικρά σας βάσανα, μεγαλωμένα, μου τα ρίχνατε στη ράχη —
όλο παράπονα και κλάψες: — ξελογιάστηκε η δούλα μ’ ένα ναύτη,
η άλλη φοράει μεταξωτό πουκάμισο, η άλλη βάφει τα μάτια της μεγάλα,
η άλλη βάφει κυκλαμινιά τα νύχια της, η τρίτη, η μικρότερη,
σήκωσε κότσο τα μαλλιά της, ξέχασε μες στη σκάφη το σαπούνι·
τα μαρούλια μαράγκιασαν· λιγόστεψε το κάρβουνο· τα βάσανά σας
ναν τ’ αραδιάζετε την ώρα του δείπνου, κείνη τη γαλήνιαν ώρα
που σταματάνε οι μάχες κι οι καυγάδες, κι ο καθένας γυρεύει
μια στάλα λησμοσύνη, απογέρνοντας στις πρώτες ανάγκες του κορμιού του,
ανάμεσα στα πιάτα, στα ποτήρια που αχνοφέγγουν ήμερα κάτω απ’ τους λύχνους —
κι εσείς συνέχεια να μορφάζετε, να λαχανιάζετε, να κουνάτε τα χέρια,
ανοίγοντας ένα πελώριο στόμα, καταπίνοντας τον αέρα, τ’ αστέρια
κι ένα μικρό αστρουλάκι πονηρό, σαν ασημένιο ρεβίθι, και να λέω
τώρα θα της σταθεί στο φάρυγγα, θα φτερνιστεί, θα πνιγεί, θα σωπάσει.
ν’ αναθυμόσαστε που ξεχαστήκαν στην αυλή τα μανταλάκια της πλύσης
και θα σαπίσουν απ’ την υγρασία. Αχ, ανόητες, έτσι
μας διώχνετε έξω απ’ το κρεβάτι, έξω απ’ το σπίτι, έξω απ’ τον κόσμο,
έξω απ’ το πραχτικό, σοφό μυαλό σας, το δοκιμασμένο
με συνταγές μαγειρικής, γλυκών, ποτών, φαρμάκων· έξω
από την ίδια τη ζωή με τα μικρά, ιερά, καθημερινά συμβάντα,
με τα μικρά, χεροπιαστά αντικείμενα που ξεκουράζουν απ’ τ’ άπιαστα μεγάλα.
ποιές αδικίες, ποιούς φθόνους αντικρίζω (ο ατρόμητος, βλέπετε) ή έστω
αν με πονάει το δόντι ή το κεφάλι, σάμπως να μην έχω
δόντια κι εγώ ή κεφάλι, παρά πέτρα ή σκέτο αγέρα. Τί κοιτάζεις, έτσι;
Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα.
Κι η μαύρη μύγα, νά τη, στου βοδιού το κέρατο τα νύχια της τροχίζει.
μερίδιο απ’ τα δικά μου βάσανα δε ζήτησε ποτέ του. Εσείς οι αθώοι,
οι πονηροί, οι απελπισμένοι κι υστερόβουλοι, για μένα
άλλο δεν είχατε από θαυμασμό συφερτικό, καθόλου αγάπη,
μονάχα θαυμασμό απαιτητικό. Θυμώνετε κιόλας από πάνω
για κάθε μου ανημπόρια, σάμπως να σας πρόδωσα. Και σας πρόδωσα, αλήθεια,
μια και τον εαυτό μου έχω προδώσει. Νά με, σωριασμένος εδώ χάμου· κι οι εχθροί μου
να με περιγελάνε, να κρυφογελάνε. Χτες, όλη νύχτα,
παραμονεύαν, κυκλοφέρναν το σπίτι· με βλέπαν. Κοιτούσαν
απ’ τα παντζούρια, απ’ τις κουρτίνες, απ’ τις κλειδαρότρυπες, απ’ τα ντουλάπια —
άκουγα τα τριξίματα στο πάτωμα, τις γραντζουνιές στον τοίχο. Σαν βγήκα
κρυφτήκανε πίσω απ’ τα δέντρα. Με παραμονεύαν. Ένα άσπρο φεγγάρι,
άσπρο σαν το χασέ, τεράστιο, ανέβαινε απ’ την Ίδη· μια άσπρη πάχνη
μου σκέπασε τα μάτια· ξεχάστηκα, —τί ήταν;— ένα άσπρο μαντίλι
όπως παιδιά που παίζαμε τυφλόμυγα στη Σαλαμίνα, δίχως να καταλαβαίνεις
ποιός κι από πού να σε φωνάζει μ’ αλλαγμένη φωνή, σάμπως να ’σαι
μέσα σε μια μεγάλη, σκοτεινή εκκλησία μες στο λιοπύρι, κι οι εικόνες
χλωμές, ψηλές, κάτι μιλάνε μεταξύ τους χαμηλόφωνα για σένα —
ένα πελώριο φίδι, ένα λιοντάρι μ’ ένα αγκάθι στο πέλμα,
ένα κομμένο κεφάλι στο δίσκο, δυο μάτια σκιασμένα,
ένα ολομόναχο μεγάλο μάτι, γενειάδες, το αίμα που στάζει
απ’ την άκρη της λόγχης, καπνός, καμένη δάφνη, τα μικρά κουδούνια. Είπα να κάνω πίσω —
Ποιό ’ναι το μπρος; ποιό το πίσω; Το φεγγάρι είχε ασβεστώσει το δρόμο·
έλαμπε ολάκερος ο δρόμος, κι εγώ φαινόμουν πελώριος· με βλέπαν
από παντού. Πώς να γυρίσω; Ακόμα κι η σκιά μου
μ’ είχε παρατημένον —είχε λιώσει στη λάμψη του ασβέστη—
εκτός αν ήταν αλάτι. Μεγάλα χταπόδια, ξερά, σταυρωμένα
επάνω σε καλάμια, κρεμόνταν στους τοίχους. Το σπαθί μου
πότε μεγάλωνε λαμποκοπώντας ασήκωτο, φωτίζοντάς με ακέριον
κι άλλοτε μίκραινε πολύ σα βγαλμένο, παιδιάστικο νύχι.
Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα.
γυαλίζανε στις πόρτες. Μεγάλα στεφάνια από βαρέλια
κυλούσαν απ’ τους λόφους· — με παγίδευαν. Το τεράστιο φεγγάρι κύκλους κύκλους
άνοιγε ξεροπήγαδα να πέσω μέσα. Δεν μπορούσα
μήτε να περπατήσω μήτε να σταθώ. Κι ακούγονταν τα βήματά μου
στο καλντερίμι ξένα, αγύριστα, προδοτικά, ώσπου κάτω στο λιμάνι
ακούστηκε να σέρνουν μια αλυσίδα, και σωπάσαν τα πάντα.
Τότε μου κλείσαν όλα τα περάσματα· — σκοινιά λιωμένα, κρότοι μεταμφιεσμένοι·
επάνω στους καταυλισμούς είχαν σβήσει οι φωτιές· τριγύρω οι μάντρες
σπίθιζαν με μικρά τσιμπούκια πήλινα. Μεγάλες προσωπίδες
κρεμόντανε στον αέρα, — κι ήταν αυτοί, στις αυλές των γειτόνων,
αυτοί, με χαρτονένιες αποκριάτικες μουτσούνες, παρασταίνοντας
τα βόδια, τα γαϊδούρια, τ’ άλογα, τα πρόβατα, — δεν μπορούσανε πια να μου ξεφύγουν·
περπατούσαν στα τέσσερα κάνοντας τα τετράποδα — δε μουγκανίζαν·
μπουσουλούσαν στο χώμα σαν τεράστια βρέφη. Η σιωπή καμπυλωνόταν
επάνω μου σα γυάλινη καμπάνα, — φοβόμουν μην τη σπάσω. Και ξάφνου,
άκουσα από χιλιάδες μυστικές γωνιές να μου φωνάζουν φρικτό τ’ όνομά μου,
πάλι και πάλι τ’ όνομά μου, βουίζοντας μέσα στα λούκια, μέσα στ’ άδεια πιθάρια,
μες στις λεκάνες των αποχωρητηρίων, μες στους καπνοδόχους· τ’ όνομά μου
άλλοι μακριά με γυναικείες φωνές κι άλλοι κοντά μου με φωνή βροντώδη
μιμούμενοι την ίδια τη φωνή μου «ο Αίας, ο Αίας, ο Αίας»,
με μιαν ανόητη κομπορρημοσύνη «ο Αίας, ο Αίας», τόσο
που μίσησα για πάντα τ’ όνομά μου, — ω, πια, να μην τ’ ακούω,
κανένας να μην το προφέρει πια· να μείνω ανώνυμος, λησμονημένος,
δεμένος κάτω απ’ την κοιλιά του αλόγου μου. Δεν άντεξα τότε,
σήκωσα το σπαθί μου, χτύπησα, τους μάντρωσα όλους,
τους έσυρα εδώ μέσα —κοίταξέ τους— κι ήτανε τα ζώα ετούτα.
Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα.
Δεν είμαι τάχατε άνθρωπος κι εγώ; Γιατί, λοιπόν; Όλη τη νύχτα
με παραμόνευες κι εσύ πίσω απ’ την πόρτα, ναι, μαζί με το παιδί μου, —
μ’ έδειχνες στο παιδί, να δει το σώριασμά μου· — όχι, όχι,
του ’κλεινες με τις δυο παλάμες σου τα μάτια, μη με δει. Όλη νύχτα,
χάλκινα βέλη σφηνωμένα στους τοίχους, τρέμαν αντηχώντας
κάθε ήχο πολλαπλάσιο — βήμα, την ανάσα, το σφυγμό μου,
το τρίψιμο των ρούχων μου στα γόνατά μου, στο στέρνο, — πώς να ξεφύγεις;
από τί πρώτα να προφυλαχτείς; Οι εχτροί μου είχαν καρφώσει τα βέλη,
κρυφές κεραίες, να παρακολουθούν την κίνησή μου. Τους έπιασα. Τον έναν
τον άρπαξα απ’ τ’ αυτί. Τον τραβούσαν για να δω. Λαστιχένιο τ’ αυτί του
μάκραινε, μάκραινε, καθώς τον τραβούσα, κι εκείνος έμενε πάντα εκεί πέρα.
Άλλος μου κάρφωσε τα δόντια στο μηρό —λυσσασμένο σκυλί·— παμπόνηροι Ατρείδες, —
κι ο Τεύκρος να λείπει στα βουνά. Φώναξα: Τεύκρο, Τεύκρο·
φωνή δε βγήκε. Ξαναφώναξα. Κάτω απ’ τα πόδια μου έχανα τη γης. Δεν είχα
να κρατηθώ από πουθενά, μήτε απ’ την ίδια μου τη ζώνη —
καθώς την έψαχνα τυφλά, το ’νιωσα ξάφνου πως ήταν κομμένη
κι αντί να με κρατήσει, την κρατούσα στο χέρι
σάμπως γδαρμένη ουρά ενός άγνωστου, απίθανου ζώου.
Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα.
Έφυγε τούτη η νύχτα. Αλάφρωσα. Μη φοβάσαι γυναίκα.
Βγήκα ξανά το χάραμα. Σ’ είδα που στέκοσουν άγρυπνη στην πόρτα.
Κατέβηκα κάτου στ’ ακρογιάλι, πριν ξυπνήσουν οι ναύτες,
πήρα στη φούχτα μου νερό κι έβρεξα τα μελίγγια μου. Τί μικροί, θε μου,
τί μικροί που ’μαστε μπροστά στον απέραντο κόσμο που ξυπνάει,
μπρος στο γαλήνιο, αθάνατο φως. Κι ένιωσα ξάφνου να μικραίνει
όλη η κατάρα κι ο τρόμος της νύχτας· — έτσι μικρός, μαζεμένος
ανάμεσα στα βράχια, με μιαν όμορφη, αθόρυβη θλίψη,
μια λύπηση για τον εαυτό μου, — να κοιτάζω τ’ ασάλευτα καράβια,
να βλέπω πάλι, και να ξέρω πως βλέπω, —χαιρόμουν,— και ν’ ακούω.
Μια βάρκα είχε ένα κόκκινο ζωνάρι γύρω γύρω· τ’ αντιφέγγισμά της
μες στο νερό πιο κόκκινο και δροσερό σαν μια φωτιά σβησμένη·
κι είπα ξανά: «σαν μια φωτιά σβησμένη» · — μια γλυκιά αναγάλλια
μου ξέσφιξε τα δόντια και τα γόνατα γι’ αυτό το «σαν», — που μπορούσα
να βάζω πάλι το ’να πράγμα δίπλα στ’ άλλο, να μιλώ, να μεταλλάζω, —
«σαν μια φωτιά σβησμένη», και δε μ’ έκαψε. Τί ήμερα που ακουγόταν
μοναχικό το τρίξιμο των σανιδιών και των σκοινιών με την ανάσα του νερού, — γαλήνιο
τρίξιμο αόρατων κουπιών και σκαρμών, μια μυστική κωπηλασία
παίρνοντας με μακριά, λησμονημένον, χωρίς όπλα καθόλου.
Τότε σηκώθηκε κοντά μου ένα κοπάδι γλάροι — με στέγασε μια άσπρη
τρεμάμενη αψίδα, — πράες, ανάλαφρες, ευγενικές φτερούγες
σαλεύοντας στον αέρα καταφατικά — μεγάλες φιλικές παλάμες
χειροκροτώντας άηχα τη σιωπή, χτυπώντας με στον ώμο
μ’ εμπιστοσύνη πάλι, — ναι, μια νέα εμπιστοσύνη. Λοιπόν, μη λυπάσαι.
Σε βεβαιώνω είμαι ήσυχος τώρα· — ούτε το θάνατο των άλλων
ούτε και το δικό μου αποζητώ. Δε με νοιάζει καθόλου
η απάτη των θεών κι η αυταπάτη μου, μήτε κι η χλεύη
των συμπολεμιστών μου, — είμαι μακριά, δε με φτάνει. Τί να τα κάνω
τ’ άσκοπα λάφυρα και τη μεγάλη ασπίδα και το δόρυ;
Να φυλαχτείς από τί; Και με τί τρόπο; Δε με λυγίσανε οι Τρώες —
τίποτα ο φόβος δεν είναι του εχθρού μπροστά στο φόβο του φίλου
που ξέρει τις κρυφές πληγές κι εκεί σημαδεύει. Κειτόμουν στ’ ακρογιάλι
κοιτάζοντας το χάραμα χλωμό, σκιερό, χωρίς το βάρος
καμιάς αναμονής κι ελπίδας. Η καρδιά του ανθρώπου
είναι μια νοτισμένη ρίζα μες στο χώμα, υπομονετική, κρυμμένη
τόσο βαθιά, —πλησιάζει η άνοιξη— μπορεί και πάλι να πετάξει βλαστάρια.
Είδα τις τέντες να γυαλίζουν απ’ την αυγινή υγρασία· — ένα φέγγος
σταχτί και ρόδινο σερνόταν σαν ανάρρωση στις πέτρες. Θυμόμουν
άλλα πρωινά, μακρινά, ανυποψίαστα, γεμάτα βιασύνη και κρότους
από άγκυρες, κουπιά, καζάνια, τροχαλίες, όταν οι ναύτες
αγουροξυπνημένοι κατουρούσαν στ’ ακρογιάλι, αράδα αράδα,
κι εκείνο το τριανταφυλλένιο φέγγος, στον ορίζοντα, στα περιγιάλια,
στα χέρια τους, στο πρόσωπό τους, στο φαλλό τους, έτρεμε σα μαγεμένο
τόσο που σκύβαμε άθελά μας στο νερό να δούμε το είδωλό μας
κι ερωτευόμασταν ξανά το σώμα μας μες στην αδέσμευτη παλικαριά του
ώσπου ξεπρόβαινε απ’ τη θάλασσα θεόρατο το φάσμα του ήλιου
κι αποξεχνιόμαστε ξανά μέσα στις μάταιες ξιπασιές και τις μάχες.
Δε θέλω τίποτε απ’ αυτά —ποιό τ’ όφελος τάχα;— να μου λείπουν.
Σαν ψέματα μου φαίνονται οι παλιοί μου οι άθλοι. Τα έπαθλα όλα
που ήταν για μένα, τα σφετεριστήκαν οι άλλοι
με δόλιους κλήρους και δωροδοκίες· όταν εγώ, την ώρα που κρινόταν η ζωή των Ελλήνων
έριξα μες στην περικεφαλαία όχι νωπούς σβόλους χώμα
μα το μεγάλο, ευδιάκριτο, γαμήλιο δαχτυλίδι μου και βγήκα πρώτος
άντικρυ στον εχθρό σώμα με σώμα. Κι όταν πάλι
καιγόνταν τα καράβια κι ο καπνός κι οι φλόγες ανεβαίναν στα ουράνια
τόσο που νόμιζες πως καιγόταν η θάλασσα, τότε που ο Έκτορας
χιμούσε ακράτητος πάνω απ’ τους τάφρους, πάλι εγώ
του στάθηκα πρώτος μπροστά. Δεν τα θυμούνται τάχα οι Ατρείδες·
αυτοί μονάχα για τα λάφυρα και τα έπαθλα νοιάζονται. Λοιπόν, ας τα νέμονται
με πονηριές, μ’ απάτες και με φόβους — ώς πότε; Μια μέρα
κι εκείνοι θα σταθούν γυμνοί μπροστά στη νύχτα και στο μακρύ της δρόμο·
σε τίποτα δε θα τους χρησιμέψει πια η κλεμμένη ασπίδα, όσο ωραία και μεγάλη.
Λίγο πιο πάνω απ’ τ’ ακρογιάλι, λόφοι ολόκληροι, σαπίζουν
τα ρούχα των νεκρών πολεμιστών· σκεβρώνουν τα παπούτσια, σκουριάζουν οι πόρπες
απ’ τις μεγάλες υγρασίες και τις βροχές· λίγο λίγο έχει γίνει
ένα στρώμα παχύ, μαλακό· με την άνοιξη ξεπροβαίνουν κει πέρα
χιλιάδες πολύχρωμα αγριολούλουδα — μπορεί να παίρνουνε τα χρώματά τους
από κείνα τα ρούχα των νεκρών. Αν περπατήσεις πάνω τους θα νιώσεις
κάποια βαθιά, γαλήνια μαλακότητα — όχι αυτή της φθοράς και της αραίωσης, όχι,
μιαν άλλη μαλακότητα, του τελειωμένου και του ανύπαρκτου. Δαγκώνεις ένα φύλλο
κι αυτό δεν έχει γεύση. Κόβεις ένα λουλούδι· το κοιτάζεις·
βλέπεις μέσ’ απ’ τα πέταλά του ένα διάφανο τοπίο στο χρώμα και στο σχήμα
του λουλουδιού· — όλα είναι κοίλα, σε βαθιά κοιλότητα· μπορεί μ’ ένα βήμα
να περάσεις αντίπερα με τις ήσυχες λεύκες και τ’ άσπρο ποτάμι.
Αυτοί που φύγαν γυρίζουν αθόρυβα κοντά μας, απ’ τους δρόμους
τους πιο κοντινούς, πάνω απ’ τους λόφους με τα λιόδεντρα, μέσ’ απ’ τ’ αμπέλια, —
τους είδα όπως γυρνούσα σπίτι. Μου έγνεφαν. Οι καπνοδόχοι
ήταν σα μαύρα αγάλματα πάνω στις στέγες. Περνούσαν
σκοτεινοί, σκοτεινοί και μουγγοί, σαν τα δέντρα της όχθης γραμμένα
στο φωτεινό κομμάτι των νερών. Ένα άσπρο φεγγάρι
στέκεται πάνω τους ολημερίς — δεν τους φωτίζει. Διασχίζουν το δρόμο,
κοιτούν μες στα ψιλικατζίδικα τις καραμέλες σκεπασμένες με τουλπάνι,
κοιτούν τις χαρτονένιες κούκλες με τους σπάγγους, τα τσιγάρα, τα σπίρτα,
τα τσιμπιδάκια, τις εφημερίδες — δε διαβάζουν μήτε τους τίτλους. Κοιτιούνται
στη σκονισμένη βιτρίνα του ψωμάδικου. Σαν ξερά χόρτα
τους πέφτουν τα μαλλιά στα μάγουλα, στο πηγούνι, στους ώμους.
Τα χέρια τους είναι μακριά και μαραμένα —δεν μπορούν να κρατήσουν
ασπίδες και τόξα— μήτε που το σκέφτονται· μήτε διορθώνουν
την έκφραση των χαλαρών χειλιών τους. Ανεξέλεγκτοι, αόρατοι,
μ’ εκείνη την ευφρόσυνη αυστηρότητα χυτή στη στάση τους, αρμονισμένη
με την ωραία κίνησή τους, με την έλλειψη κάθε αδημονίας,
με τον αργό, διαρκή χρόνο τους. Απρόσβλητοι. Τους ζήλεψα.
Στη γέφυρα διασταυρωθήκαν μ’ ένα μπουλούκι τσιγγάνων. Κανένας
δεν τους διέκρινε. Μονάχα που το θρόισμα απ’ τα κίτρινα φουστάνια
σταμάτησε μεμιάς, κι οι μύλοι του καφέ σπιθίσαν άξαφνα
με χρυσοκόκκινες σπίθες. Τα εφτά κατάμαυρα άλογα
έσκυψαν το κεφάλι τους στο χώμα· τέντωσαν το αυτί. Μονάχα
η θεόρατη αρκούδα με τους κρίκους στάθηκε στα πισινά της πόδια
καταμεσής στη γέφυρα, εμποδίζοντας την κίνηση του κόσμου.
Δεν έλεγε να το σαλέψει από κει, —κοίταζε πίσω, οσμιζόταν τον αέρα—
μια μυρωδιά από θειάφι και λιβάνι και σταφύλι. Τα μάτια της
μεγάλα, μαύρα, αδιαπέραστα. Χρειάστηκε να της τραβήξουν
πολλές φορές το λουρί· σηκώσανε και τα μαστίγια. Έφυγε
στρέφοντας κάθε τόσο το κεφάλι πίσω, βλέποντας μαζί μου.
Ο ίσκιος ενός πουλιού πέρασε τότε μπρος στα πόδια μου —δε σήκωσα τα μάτια·—
συμπάθεια μακρινή και συχώρεση. Κι ευχήθηκα μέσα μου
λίγη γαλήνη — όχι δόξα, όχι δόξα. Πάρτε τα τούτα τα σφαγμένα αρνιά και τα βόδια —
αρνιά και βόδια, ναι· — κι εχθροί μου αλώβητοι να με χλευάζουν.
Πάρτε τα από δω πέρα — δεν μπορώ να τα βλέπω. Αχ, έτσι πάντα,
όλη τη δύναμή μου ξόδεψα πολεμώντας φαντάσματα, κερδίζοντας νίκες
ολότελα φανταστικές, κυριεύοντας χρυσές πολιτείες
ανύπαρκτες, ανύπαρκτες, ανύπαρκτες. Λοιπόν, αρνιά και βόδια. Τίποτ’ άλλο.
Χτες, όλη νύχτα, τ’ άκουγες κι εσύ τα θλιβερά μουγκανητά τους.
Κοίταξε τούτο τ’ άσπρο κριάρι, — τί ήσυχα, τί λυπημένα
τα μάτια του, θε μου, —ένας μικρός Αϊ-Γιάννης— αυτά με διδάξαν
την ήμερη ταπεινοσύνη. Ας γελούν όσο θέλουν οι Ατρείδες
με τις τυφλές «ανδραγαθίες» μου, και με τις άλλες τις πραγματικές εκείνες
που κάποτε έπραξα για την Ελλάδα και τους Έλληνες, — μια μέρα θα με θυμηθούνε.
Ας μη με θυμηθούνε. Τί πειράζει τάχα; Εμένανε μου φτάνει
αυτό που βρήκα, χάνοντας τα πάντα. Σε λίγο
θα βγω να πλυθώ στο ποτάμι, να πλύνω το σπαθί μου. Θα ’ταν όμορφο
να βαλσαμώναμε τούτα τα ζώα, —προπάντων τούτο το άσπρο κριάρι—
μα πώς να διατηρήσουμε την έκφρασή του; Μες στα μάτια του φέγγει
η πόρτα σμικρυμένη, το πρωινό, δυο φύλλα
και μια μικρή κουκκίδα λάμψη — ίσως και να ’ναι η κρήνη
όπου ποτίζονταν τ’ άλογα του Αχιλλέα. Πέταξέ τα από δω· — τί τα κρατάς ακόμα;
Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα.
Άκου, — γελάνε πάλι στην αυλή. Δεν είναι; Σώπα. Σώπα.
Γυναίκα, κρυώνω. Φέρε μια κουβέρτα. Σκέπασέ με.
Δεν κάνει κρύο αλήθεια; Σου χτυπάνε και σένα τα δόντια;
Τί καλά θα ’ταν να μικραίνεις, να μικραίνεις, να μικραίνεις,
ασάλευτος, κουλουριασμένος όλος, σκεπασμένος, κρυμμένος
κάτω απ’ την πεσμένη ασπίδα σου, σκουριασμένη κι αυτή απ’ τις βροχές και τ’ αλάτι,
με τις παλιές ηρωικές παραστάσεις της όλες σβησμένες, κι έτσι από μέσα
να σφίγγεις το λουρί της προς τη γης ώσπου να γίνεις ένα με το χώμα —
Αχ, και να στήνεις όλην ώρα τ’ αυτί μη και περάσει κάποιος
μη και κλωτσήσει κατά λάθος την ασπίδα, κι ο ήχος του μετάλλου, πλάι στ’ αυτί σου,
γκλαν γκλαν, κλαγγή μεγάλη· το αίμα σου μεμιάς θ’ αδειάσει· μες στις φλέβες
θα τρέχει μόνο η τρομερή κλαγγή, σημαίνοντας ατέλειωτα βαθιά σου
γκλαν, γκλαν, κάνοντας έτσι απ’ όλους ακουστή τη συστροφή σου, κάνοντας περίβλεπτο
το σχήμα της ταπείνωσής σου· — αυτόν τον ήχο τον ακούω, με κυριεύει
σαν προδοσία του ίδιου του εαυτού μου από τον ίδιο τον εαυτό μου,
τον ίδιο αυτόν που ’χα γυμνάσει και στεριώσει
με την απάτη και την περηφάνια του αήττητου θάρρους — ποιό θάρρος,
όταν μας κυβερνάει πιο μέσα η ξένη μας ζωή κι ο ξένος θάνατός μας;
Όχι, καμιά ταπείνωση δεν είναι. Αν νικήθηκα, νικήθηκα
όχι απ’ ανθρώπους, μόνο απ’ τους θεούς. Καμιά νίκη ούτε ήττα δεν είναι δική μας.
Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα.
Αχ, τίποτε δικό μας· — ό,τι φτιάχνουμε κι ό,τι είμαστε, άλλος
μας το ’δωσε και μας το παίρνει πίσω· — ξένος, άγνωστος, χωρίς τη θέλησή μας.
Και τούτη η μύγα βουίζει, βουίζει — σκότωσέ τη. Ένα ξένο ποδάρι
χτύπησε πάλι την πεσμένη ασπίδα. Ακούς; Γκλαν, γκλαν, —η ασπίδα·—
γκλαν, γκλαν· — πάει, πέρασε. Δεν ήταν τίποτα. Πάρε και την κουβέρτα. Δεν κρυώνω.
Μονάχα αυτή η βουή στα μελίγγια μου εδώ, κι η σκιά στον τοίχο —
γυρνάει, γυρνάει γρανάζι το γρανάζι γύρω ολόγυρα, ξαναγυρνάει.
Θέλω να θυμηθώ κάτι καλό — μια μέρα λιόλουστη στη Σαλαμίνα
τότε που καλαφάτιζαν τα νέα σκαριά στο ακροθαλάσσι, και στον αέρα
κυμάτιζε η μοσκοβολιά του πλανισμένου ξύλου, και πιο πάνω στον μικρό πευκώνα
φρενιάζαν τα τζιτζίκια. Θέλω. Δεν μπορώ. Κόβεται η θύμηση στη μέση·
όλα βουλιάζουνε σ’ αυτό το χάσμα· μόνο τ’ άσκημα μένουν απ’ όξω —
το κλεφτοφάναρο του εχτρού στα μάτια σου την ώρα που κοιμάσαι,
το σίδερο στα πόδια, το καμάκι στο μελίγγι, οι κραυγές των πληγωμένων
τη νύχτα μες στη λαγκαδιά, μαζί με τα τσακάλια, κι η κραυγή η δική μου
φτασμένη από μακριά στο ίδιο τ’ αυτί μου. Δεν μπορώ. Κοιτάζω ολόγυρα. Δε βλέπω.
Θέλω να δω πάνω απ’ τις ράχες τούτων των σφαγμένων ζώων. «Ένα δέντρο», λέω·
«ένα δέντρο», αποκρίνομαι. Αυτό. Τίποτ’ άλλο. Χάνεται το δέντρο. Δεν ήταν.
Ακόμη και το σώμα μου, απαράδεχτο, να μην το αγγίξω —
μια σιχασιά — ξένο, άγνωστο· μια οσμή τραγίσια· — τί ’ναι τ’ ανθρώπινο σώμα;
Οι πόροι, τρύπες τρύπες, κοιτώντας κατά μέσα σ’ ένα γλιτζερό σκοτάδι·
το τρίχωμα τραχύ, σάμπως καμένα σκοίνα· πίσω απ’ τα σκοίνα
σαπίζει ένα μεγάλο αγνώριστο ψοφίμι με γερά σαγόνια,
γυμνά σαγόνια, ξασπρισμένα κιόλας, δυνατά σφιγμένα
σε μορφασμό γενικής δυσφορίας κι αστείας απειλής. Κι αυτό το σφίξιμο
των άσπρων σαγονιών με τα πελώρια δόντια, είναι το μόνο
σημάδι περηφάνιας και τιμής, σε τούτον τον ακόκαλο χαλαρό κόσμο.
Τί να τις κάνεις πια τις δόξες, τα έπαθλα, τα εγκώμια. Τίποτα δεν είναι.
Τίποτα κι η αποτυχία κι η χλεύη. Χάνονται κι αυτά μαζί μας.
Δε ζήτησα ποτέ μου σκλάβους, θαυμαστές, υποτελείς. Μόνο έναν άντρα θέλω
σαν ίσος με ίσο να τα πούμε· — πού ’ναι τος; Μονάχα ο θάνατός μας
είναι του καθενός μας ο ίσος. Όλα τ’ άλλα πρόχειρη λάμψη,
συμβιβασμοί, προσχήματα, εθελοτυφλίες.
Γυρίζοντας εδώ, παρατηρούσα τα ίχνη απ’ τις παλιές φωτιές στα γρασίδια —
κλαδιά καμένα, στάχτες, κάρβουνα, καπνιές· δίπλα πεσμένες οι μεγάλες σούβλες
απ’ τις θυσίες και τα υπαίθρια συμπόσια. Οι σωροί των μεγάλων κοκάλων
λευκάζανε στο χάραμα μ’ ένα λευκό ασημένιο
της μνήμης ή του αγέννητου — απέραντα πράο και με κάποια περηφάνια
απτόητη, ενός μακρινού μνημείου για τους απόντες — δηλαδή για μας τους ίδιους,
και τα χορτάρια ήταν κίτρινα ώς πέρα, παρότι πιο κάτω
η θάλασσα λαμποκοπούσε ανόητα ρόδινη, επιβάλλοντας πάλι
απ’ την αρχή μια κίνηση — την κίνησή της και την κίνησή μας.
Τότε θυμήθηκα τη Σαλαμίνα — κάτι ωχρά πρωινά με ομίχλη και ψιχάλα
που έσβηναν όλα μες στο χρόνο — βάρκες, άγκυρες, κρασοπουλειά, ψαροπωλεία
κι έφεγγε μόνο ο δρόμος ασημένιος, ολομόναχος, προχωρώντας αόριστα κάπου,
στρίβοντας κάθε τόσο, ξαναστρίβοντας για ν’ αποφύγει αόρατα εμπόδια
ή για την ίδια του ευχαρίστηση, μ’ εκείνο το άσπρο ασημένιο.
σκυφτή, στοχαστική, περνώντας σε λεπτή κλωστή μαργαριτάρια
λευκά, γαλαζωπά, ασημένια. «Τί θα τα κάνεις, μητέρα;» της είπα.
Κι εκείνη: «Θα τα ρίξω στο πηγάδι». Χαμογέλασε. «Μα τότε
γιατί τ’ αρμαθιάζεις;». Την κοιτούσα. Δε σήκωσε τα μάτια. «Κείνη που θα τα φορέσει
έτσι τα θέλει», αποκρίθηκε. Και μονομιάς κατάλαβα
πως μέσα σε κάθε πηγάδι, και μέσα μας, είναι μια όμορφη γυναίκα πνιγμένη,
μια πνιγμένη γυναίκα που δε λέει να πεθάνει, κι ούτε ξέρω τί σημαίνει,
καρτερική, καρτερική, κάτω απ’ το θόρυβο που κάνουν τ’ άλογα, τ’ αμάξια, τ’ άρματά μας.
Άνοιξε τα παράθυρα, άνοιξε την πόρτα, ξεμαντάλωσε τη μάντρα.
Δεν είναι τίποτα. Θα βγω για λίγο να πλυθώ στο ποτάμι. Πες στον Τεύκρο —
Αλήθεια, πού ’ναι ο Τεύκρος; Τεύκρο, Τεύκρο. Πάρτε τα κι αυτά τα ζώα.
Πάω να πλυθώ, να πλύνω το σπαθί μου· — ίσως και βρω έναν άντρα να τα πούμε.
Τί όμορφη μέρα, —ω φέγγος του ήλιου, ποτάμι χρυσό— Γεια σου, γυναίκα.
(Φεύγει. Η γυναίκα μένει ασάλευτη πλάι στην πόρτα. Ακούγεται βουερό καμπάνισμα, σαν κάποιο σφυρί να χτύπησε έναν μετάλλινο δίσκο κρεμάμενον σε μια άλλη κάμαρα. Ίσως ένα αόρατο πόδι να χτύπησε την πεσμένη ασπίδα με τις εφτά αδιαπέραστες δίπλες. Ο ήχος συνεχίζεται. Μπαίνουν οι υπηρέτες. Μαζεύουν τα σφαγμένα ζώα. Και τ’ άσπρο κριάρι με τα λυπημένα μάτια. Έρχεται αμίλητη μια ψηλή, χοντροκόκαλη δούλα με μια μεγάλη σκούπα. Σαρώνει τα σπασμένα πιατικά, τ’ αποτσίγαρα, τα πατημένα μπρίκια. Το μαύρο της λυτό μαντίλι τής κρύβει το πρόσωπο. Φεύγει. Το δωμάτιο άδειασε. Φάνηκε μονομιάς πολύ μεγάλο. Ο ήχος του μετάλλινου δίσκου σώπασε. Τώρα ακούγονται πολύ καθαρά έξω οι φωνές του δρόμου, η κίνηση του λιμανιού — γερανοί, τροχαλίες, αλυσίδες. Κι άξαφνα μπαίνει τρέχοντας ένας ναύτης. «Ο αφέντης», λέει· "πάει ο αφέντης· — το σπαθί μπηγμένο στα πλευρά του". Η γυναίκα ασάλευτη στην πόρτα· κι η ψηλή δούλα, στο βάθος του διαδρόμου, ορθή, πετρωμένη, με τα δυο της χέρια ακουμπισμένα στο ξύλο της μεγάλης σκούπας).
ΛΕΡΟΣ, ΣΑΜΟΣ, Αύγουστος 1967–Ιανουάριος 1969
Η ποιητική συλλογή “Τέταρτη Διάσταση” του Γιάννη Ρίτσου χαρακτηρίζεται
ως μία από τις κορυφές της δημιουργίας του ποιητή. Με βάση πολλά προηγούμενα
έργα του και τη δημόσια _κοινωνική και πολιτική παρουσία ο ποιητής ήξερε πάντα
τι ήθελε να μεταδώσει στους αναγνώστες. Ο ίδιος ο Ρίτσος θεωρούσε την Τέταρτη
Διάσταση ως “μια σύνοψη όλων των άλλων
βιβλίων” του, “όχι μόνο ένα πολιτικό βιβλίο, αλλά ένα βιβλίο που εξυψώνει την
πολιτική, το αντίκτυπο, τις επιπλοκές και τον αγώνα στη σφαίρα της ποίησης”.
Σύμφωνα με την κόρη του Έρη, η Τέταρτη Διάσταση ήταν το πολυαγαπημένο έργο του
πατέρα της.
Σύμφωνα με τον ίδιο, ο τίτλος της συλλογής σημαίνει τον χρόνο, όχι τον βιολογικό,
αλλά τον ιστορικό χρόνο που ταλανίζει τον πρωταγωνιστή. Ο Ρίτσος μιλάει
για τη φθορά και την ανάμνηση, την “τρέλα” και τη γενναιότητα, το φύλο και το
έρωτα, τον άνθρωπο αλλά και κυρίως τον Ιστορικό χρόνο __τη σωστή
πλευρά της ιστορίας __την αντικειμενική αλήθεια
Η συλλογή αποτελείται από 17 πολύστιχα ποιήματα που γράφτηκαν από το 1956 έως το 1975:
· Το παράθυρο (1960)
· Χειμερινή διαύγεια (1957)
· Χρονικό (1957)
· Η σονάτα του σεληνόφωτος (1956)
· Αγαμέμνων (1966-1970)
· Ορέστης (1962-1966)
· Το νεκρό σπίτι (1959)
· Η επιστροφή της Ιφιγένειας (1971-1972)
· Κάτω απ' τον ίσκιο του βουνού (1960)
· Χρυσόθεμις (1967-1970)
· Περσεφόνη (1965-1970)
· Ισμήνη (1966-1971)
· Αίας (1967-1969)
· Φιλοκτήτης (1963-1965)
· Η Ελένη (1970)
· Φαίδρα (1974-1975)
· Όταν έρχεται ο ξένος (1958)
Σε 13 από τα ποιήματα οι πρωταγωνιστές προέρχονται από τον αρχαίο μύθο. Μόνο τέσσερα, “Το παράθυρο”, “Χειμερινή διαύγεια”, “Χρονικό” και “Η σονάτα του σεληνόφωτος” ξεφεύγουν από το αρχαιοελληνικό μυθικό μοτίβο, εντάσσονται όμως στη συλλογή λόγω άλλων κοινών χαρακτηριστικών τους με τα υπόλοιπα ποιήματα.
Η Τέταρτη Διάσταση κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κέδρος.
Κοινό σημείο των ποιημάτων της
συλλογής είναι ότι χαρακτηρίζονται ως θεατρικοί αφηγηματικοί μονόλογοι. Η
ποιητική φωνή νιώθοντας πως θέλει να μοιραστεί τα συναισθήματά της και τις
σκέψεις της, στρέφεται προς ένα βουβό πρόσωπο που παραμένει στο σκηνικό. Ακούει
αλλά δεν εκφράζεται. Η δράση στα ποιήματα λαμβάνει χώρα σε σκηνικό σκότους και
θλίψης που το φως εκπέμπεται μόνο από το φεγγάρι ή μια λάμπα. Το φεγγάρι,
μάλιστα, έχει καθοριστικό ρόλο στη συνέχεια της πλοκής, καθώς ωθεί τον
πρωταγωνιστή να εξομολογηθεί όσα τον απασχολούν.
Τα υλικά στοιχεία έχουν συμβολική λειτουργία και αναδρομητικό χαρακτήρα και αποτελούν
ένα μέσο για να θίξει ο Ρίτσος καταστάσεις της εποχής του (μέσα και από όσα
βίωσε ο ίδιος).
Τα παιδιά έχουν μεγαλώσει. Οι άλλοι έχουν φύγει.
Στο μικρό υπνοδωμάτιο μια κούκλα σπασμένη.
Το ξύλινο αλογάκι του Νεοπτόλεμου έχει μείνει
στο σκοτεινό διάδρομο με τ’ άσπρα και μαύρα πλακάκια. Κανένας
δεν το καβαλικεύει πια. Και τ’ άλλο, το μεγάλο, το κούφιο,
το κατοικούν κατσαρίδες κι αράχνες· δεν ξεγελάει
ούτε εχθρούς ούτε φίλους. Οι αλλοτινές σημαίες στο μπαούλο
μαζί με τ’ αποκριάτικα ρούχα, χωρίς ναφθαλίνη·
θα τα ’χε φάει ο σκόρος. Τί ωραία που το ’πε
εκείνος ο τρελός φιλόσοφος μιαν άγρια νύχτα
"ανέβασα τη στάχτη μου στο βουνό" και σώπασε για πάντα.
Γιάννης Ρίτσος
Χάρτινα
Το ποίημα είναι
το αρνητικό της σιωπής.
Μια μέρα
μέσα στο οξύ των λέξεων
εμφανίζεται
το πρόσωπό της.
Τα μάτια της διόλου κλαμένα.
Τα τρία διαμάντια
ασάλευτα απαστράπτοντα
καρφωμένα στο στήθος της.
Γιάννης Ρίτσος
Ήσυχο απόγευμα. Μια καμινάδα, στέγες, η
γραμμή του λόφου,
ένα ελάχιστο σύννεφο. Με πόση
αγάπη
κοιτάς απ΄το ανοιχτό παράθυρο
τον ουρανό
σα να τον αποχαιρετάς. Κι αυτός
σε κοιτάζει. Αλήθεια,
τι πήρες; Τι έδωσες; Δεν έχεις
καιρό να λογαριάσεις.
Την πρώτη και την τελευταία σου
λέξη
την είπαν ο έρωτας και η
επανάσταση.
Όλη σου τη σιωπή την είπε η
ποίηση. Τι γρήγορα
που μαδούν τα τριαντάφυλλα.
Γι΄αυτό κι εσύ θα φύγεις
παρέα με την όρθιαν αρκουδίτσα
που κρατάει
ένα μεγάλο πλαστικό
τριαντάφυλλο στα μπροστινά της πόδια.
Δευτερόλεπτα
Ίσως να μας
υπερασπίσει ακόμα
η φωνή ενός πουλιού,
ένα άστρο που μας δείχνει την
προτίμησή του,
η γαλανή γραμμή των βουνών στο
χρυσό δείλι
κι ο λόγος που ωριμάζει στη
σιωπή.
Ήθελε να φωνάξει – δεν άντεχε πια. Κανείς δεν ήταν ν’ακούσει,
κανείς δεν ήθελε ν’ακούσει.
Φοβόταν και ο ίδιος τη φωνή του,
την έπνιγε μέσα του. Η σιωπή
του εκρηγνύονταν. Κομμάτια απ’ το σώμα του
τινάζονταν στον αέρα. Αυτός τα
μάζευε με πολλή προσοχή, εντελώς αθόρυβα,
τα’ βαζε πάλι στη θέση τους να
κλείσει τις οπές. Κι αν έβρισκε τυχαία
μια παπαρούνα, ένα κίτρινο
κρινάκι, τα μάζευε κι εκείνα, τα τοποθετούσε
στο σώμα του, σαν δικά του
κομμάτια – έτσι διάτρητος, παράξενα ανθισμένος.
Ο Κομμουνιστής Γιάννης Ρίτσος κορυφαίος έλληνας ποιητής, δημοσίευσε πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα μυθιστορήματα, τέσσερα θεατρικά έργα και μελέτες. Πολλές μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα συμπληρώνουν το έργο του.
Το 1921 άρχισε να συνεργάζεται με τη «Διάπλαση των Παίδων». Συνεισέφερε επίσης ποιήματα στο φιλολογικό παράρτημα της «Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας» του Πυρσού. Το 1934 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Τρακτέρ», ενώ ξεκίνησε να δημοσιεύει στον «Ριζοσπάστη» τη στήλη «Γράμματα για το Μέτωπο». Την ίδια χρονιά γίνεται μέλος του ΚΚΕ, στο οποίο παρέμεινε πιστός μαχητής μέχρι τον θάνατό του. Το 1935 κυκλοφορούν οι «Πυραμίδες», το 1936 ο «Επιτάφιος» και το 1937 «Το τραγούδι της αδελφής μου».
Έλαβε ενεργά μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ενώ κατά το χρονικό διάστημα 1948-1952 εξορίστηκε σε διάφορα νησιά. Συγκεκριμένα συλλαμβάνεται τον Ιούλιο του 1948 και εξορίζεται στη Λήμνο, κατόπιν στη Μακρόνησο (Μάιος 1949) και το 1950 στον Άγιο Ευστράτιο. Μετά την απελευθέρωσή του τον Αύγουστο του 1952 έρχεται στην Αθήνα, παντρεύεται με την παιδίατρο Γαρυφαλιά (Φαλίτσα) Γεωργιάδη κι ένα χρόνο αργότερα γεννιέται η -μοναδική- κόρη τους Ελευθερία (Έρη). Το 1956, τον ίδιο χρόνο δηλαδή, τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος».
Το 1968 προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ, το οποίο δεν πήρε διότι θεωρήθηκε “στρατευμένος” (ως μέλος του ΚΚΕ). Τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης Λένιν και αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 1977
Είπε: “Να λες: ουρανός· κι ας μην είναι”
_”Φύτεψε ένα δέντρο, το μεγάλωσε. Κι ό,τι κι αν έγινε δε γύρισε πίσω”…
Νεαρό ποιητή τον προσφώνησε ο Παλαμάς: “Όρθρος καθαράς αυγής φέρνει την ημέρα \
γρήγορο αργοφλοίβισμα της γαλάζιας πλάσης \ παραμερίζω ποιητή για να περάσεις».
Γιάννης Ρίτσος, ο σύντροφος που σπούδασε, “ιστορία του παρελθόντος και του μέλλοντος στη σύγχρονη σχολή του Αγώνα” μαζί με τους ανθρώπους, τους πόθους και τα πάθη τους. Επάγγελμά του: η τεχνουργία των λέξεων, ποιητής, “απαρηγόρητος παρηγορητής του κόσμου” _Πλούτισε “τον κόσμο με μόχθο κι εγκαρτέρηση_
Αν κάποιος θα ήθελε να διαβάσει την ιστορία του αιώνα που μας πέρασε, θα την έβρισκε ακέρια στην ποίηση του Ρίτσου: στα ποιήματα που την κατέγραψαν σα χρονικό, στα εγερτήρια άσματα, σε ύμνους ηρώων και ελεγεία, στην μεταπλασμένη ποιητικά βιογραφία του, εγκατεσπαρμένη σε ποικίλες συνθέσεις.
Κι ακόμα πιο βαθιά στο εσωτερικό οδοιπορικό του ποιητή, που το αποτύπωνε μέρα τη μέρα με σαφήνεια ή υπαινικτικά. Υπαινικτικά όπως: “Πίσω απ΄τα χρυσά βουνά, λιοκαμένο παλικάρι \ κόκκινο σου αγόρασα πουκάμισο, κόκκινα παπούτσια στο παζάρι. \ Το άλογο έφυγε στη θάλασσα, ο ήλιος κόπηκε στη μέση - \ τώρα τα χρυσά, τώρα τα κόκκινα, ποιος θα τα φορέσει;»Ο ποιητής, ο σύντροφος, ο άνθρωπος Γιάννης Ρίτσος που “Απ’ την πληγή του κοίταξε του κόσμου την πληγή” και που παρ’ όλες τις πληγές “έχτιζε” για την αιωνιότητα για το δίκιο και τη θλιμμένη ομορφιά του κόσμου. “Αυτά που χάθηκαν \ αυτά που δεν ήρθαν \ μην τα κλαις. \ Αυτά που τα ‘χες \ και δεν τα ‘δωσες \ να κλαις"… Κι αυτός έδωσε απλόχερα. “Εκείνα που μαζεύεις στο σεντούκι σου, στο θάνατο πάνε. Εκείνα που χαρίζεις, πάνε στη ζωή.” … Κι αυτός δε μάζεψε στο σεντούκι του, μας χάρισε ποτάμια και ωκεανούς.
Ασπίδα
η ποίησή του, “ωραία ασπίδα, πιο ωραία ακόμα κι απ’ του Αχιλλέα” και για κείνον
“Το ποίημα είναι \ το αρνητικό της
σιωπής. \ Μια μέρα \ μέσα στο οξύ των
λέξεων εμφανίζεται \ το πρόσωπό της.
Τα μάτια της διόλου κλαμένα. \ Τα τρία
διαμαντάκια \ ασάλευτα απαστράπτοντα \ καρφωμένα στο στήθος της. \ Ω ανήμπορο
ποίημα/ ανήμπορο ανήμπορο/ ατελέσφορο. \ Οι νεκροί δεν ανασταίνονται. \
Υπάρχουν”.
Ο ποιητής έγραφε _έγραφε ακατάπαυστα “από ανάγκη”, αλλά ποιητής ήταν και όταν δεν έγραφε. Και δε θα ψάξουμε πολύ για να τον βρούμε, μας λέει: “Πίσω από απλά πράγματα κρύβομαι…/ κι αν δεν με βρείτε, θα βρείτε τα πράγματα./ θ’ αγγίξετε εκείνα που άγγιξε το χέρι μου,/ θα σμίξουνε τα χνάρια των χεριών μας”. Στα απλά, καθημερινά της ζωής θα τον βρούμε, και θα ‘ναι μακρύς μακρύς ο δρόμος μας ώσπου να πούμε όπως αυτός: “Και να, αδερφέ μου, που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα ήσυχα κι απλά… Καταλαβαινόμαστε τώρα, δε χρειάζονται περσότερα”…
Γνωρίζουμε καλά και την “παιδική” πλευρά του μεγάλου ποιητή …: “Δύσκολα είναι, κοριτσάκι, \ στην αρχή. \ Τι να πεις, δεν ξέρεις. \ Δύσκολα είναι στην αρχή. \ Γιατί δεν είναι, κοριτσάκι, \\ να μάθεις μόνο \ εκείνο που είσαι, \ εκείνο που έχεις γίνει \\ Είναι να γίνεις \ ό,τι ζητάει \ η ευτυχία του κόσμου, \ είναι να φτιάχνεις, \ κοριτσάκι, \ την ευτυχία του κόσμου. \\ Άλλη χαρά δεν είναι πιο μεγάλη \ απ’ τη χαρά που δίνεις. \ Να το θυμάσαι, κοριτσάκι”. Ή το άλλο που στο 132ο Δημοτικό Γκράβας, το έκαναν καθημερινή πρωινή προσευχή: “Καλέ θεούλη, εμείς είμαστε καλά. Κάνε καλέ θεούλη, νάχουν όλα τα παιδάκια ένα ποταμάκι γάλα, μπόλικα αστεράκια, μπόλικα τραγούδια. Κάνε καλέ θεούλη, νάναι όλοι καλά έτσι που κι εμείς να μη ντρεπόμαστε για τη χαρά μας”.Για το Ρίτσο
Την πρώτη και την τελευταία λέξη /
την είπαν
ο
έρωτας και η επανάσταση.
Όλη του τη σιωπή την είπε η ποίηση”. Ο Γιάννης Ρίτσος εξεγειρόταν σε όλη του τη ζωή κατά της αδικίας, με τον γόνιμο τρόπο του ανυπότακτου, του κομουνιστή. Ανυπότακτος ακόμα και σε κείνα τα πέτρινα χρόνια, όπου: “Κάνεις να σκύψεις στο τραπέζι, αίμα στο πιάτο. _Κάνεις να πιάσεις την πόρτα _αίμα στα σανίδια _Κάνεις να βγάλεις μια φωνή, βγαίνει αίμα”.
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ και ο ΈΡΩΤΑΣ ήταν συνυφασμένα με την ποίησή του: «Ανάμεσα σε τόσες νύχτες, τόσους βράχους, τόσους σκοτωμένους / εσύ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ μας άνοιξες φαρδιές λεωφόρους / για μια πανανθρώπινη συνάντηση / Αν τίποτ’ άλλο δεν κερδίσαμε, μάθαμε τουλάχιστον πως αύριο θα συναντηθούμε».
«Καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα, μονάχος στη δόξα και στο θάνατο».
Θα θυμόμαστε τον σύντροφό μας γιατί
αγάπησε τον ΚΟΣΜΟ και την ΠΟΙΗΣΗ, γιατί ευλόγησε τον ΕΡΩΤΑ, την ΟΜΟΡΦΙΑ, την ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ.
Γιατί ο Κόσμος θα ήταν πολύ πιο σκληρός, πιο άδικος και πιο απελπισμένος χωρίς ποιητές, σαν τον Γιάννη Ρίτσο.
Δείτε ακόμη
· Γιάννης Ρίτσος, o πιο δικός μας Ξένος: της Καντάτας της Σονάτας, στα 3 κόκκινα γράμματα...
· Γιάννης Ρίτσος: Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ℹ️ Η αντιγραφή και χρήση (αναδημοσίευση κλπ) αναρτήσεων στο σύνολό τους ή αποσπασματικά είναι ελεύθερη, με απλή αναφορά στην πηγή
ℹ️ Οι περισσότερες εικόνες που αναπαράγονται σε αυτόν τον ιστότοπο είναι πρωτότυπες ή μακέτες δικές μας.
Κάποιες που προέρχονται από το διαδίκτυο, αν δεν αναφέρεται κάτι συγκεκριμένο τις θεωρούμε δημόσιες χωρίς «δικαιώματα» ©®®
Αν υπάρχει πηγή την αναφέρουμε πάντα
Τυχόν «ιδιοκτήτες» φωτογραφιών ή θεμάτων μπορούν ανά πάσα στιγμή να επικοινωνήσουν μαζί μας για διευκρινήσεις με e-mail.
ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΥ
🔻 Είμαστε ανοιχτοί σε όλα τα σχόλια που προσπαθούν να προσθέσουν κάτι στην πολιτική συζήτηση.
Αν σχολιάζετε σαν «Ανώνυμος» καλό είναι να χρησιμοποιείτε ένα διακριτικό όνομα, ψευδώνυμο, ή αρχικά
🔳 ΘΑ ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ:
Α) που δεν σέβονται την ταυτότητα και τον ιδεολογικό προσανατολισμό του blog
Β) με υβριστικό περιεχόμενο ή εμφανώς ερειστική διάθεση
Γ) εκτός θέματος ανάρτησης
Δ) με ασυνόδευτα link (spamming)
Παρακαλούμε τα σχόλια σας στα Ελληνικά - όχι "Greeklings"