Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ¡Anda Jaleo!. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ¡Anda Jaleo!. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

01 Ιουλίου 2022

Τ’ αρχινισμένο σύνθημα πάντα μου μένει - όποτε ακούω από τότε ακορντεόν…


Τέτοιες μέρες 1974 κυκλοφορεί το άλμπουμ (βινύλιο) του Μάνου Λοΐζου –του δικού μας Μάνου “Τα τραγούδια του δρόμου”

A1 Μ.Λοΐζος–Ο Δρόμος
A2 Αλ.Αλιμπέρτη–Ο Αρχηγός
A3 Μ.Λοΐζος–Ο Μέρμηγκας
A4 Μ.Λοΐζος–Μη Με Ρωτάς
A5 Αλ.Αλιμπέρτη–Συρματοπλέγματα
A6 Β.Παπακωνσταντίνου–Ο Στρατιώτης

B1 Μ.Λοΐζος–Τσε
B2 Αλ.Αλιμπέρτη–Θα Κλείσω Το Παράθυρο
B3 Μ.Λοΐζος–Τ' Ακορντεόν
B4 Χορωδία Γ.Κακίτση–Δώδεκα Παιδιά
B5 Μ.Λοΐζος–Το Τραγούδι Του Δρόμου
B6 Β.Παπακωνσταντίνου–3ος Παγκόσμιος (Ο Πέτρος-Ο Γιόχαν-Κι Ο Φραντς)

Ο δίσκος κυκλοφόρησε το 1974, αλλά τα πρώτα τραγούδια είχαν ήδη γραφτεί απ’ τα μέσα της δεκαετίας του 60. Καθοριστική για τον Μάνο Λοΐζο εκείνα τα χρόνια ήταν η γνωριμία του με την Κωστούλα Μητροπούλου, η οποία υπογράφει και τους στίχους σε δύο απ’ τα τραγούδια, τον “Δρόμο” και τον “Στρατιώτη”. Ο “Δρόμος” μάλιστα είχε πρωτοκυκλοφορήσει το 1965 σε 45άρι με τη φωνή της Σούλας Μπιρμπίλη. Την ίδια εποχή γράφτηκαν και τα δύο τραγούδια με τα οποία πρωτοεμφανίστηκε στη δισκογραφία ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο "Στρατιώτης" και ο "Τρίτος Παγκόσμιος". «Κι έχω κι ένα πρόσθετο λόγο να είμαι ευχαριστημένος», λέει ο Μάνος Λοΐζος στον, φίλο και συνεργάτη του, Λευτέρη Παπαδόπουλο. «Βρήκα τον Παπακωνσταντίνου, που είναι σημαντικός τραγουδιστής». Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος συμμετείχε στο δίσκο με 4 τραγούδια, και μάλιστα οι δυο τους διαφώνησαν για την επιλογή της Αλέκας Αλιμπέρτη στον “Αρχηγό” - ο Παπαδόπουλος ήθελε να το πει η Χαρούλα Αλεξίου. Ο Λοΐζος, αν και διέκρινε από νωρίς το ταλέντο της, τη δεδομένη στιγμή θεωρούσε πως η Αλεξίου ήταν μια φωνή «νυχτερινού κέντρου» (γκαρσόνα κλπ), ενώ αυτός προτιμούσε νέες \ άφθαρτες φωνές και γι’ αυτό επέλεξε την Αλιμπέρτη.

¡Anda Jaleo!
Άντε ξεσηκωθείτε \ στους δρόμους!
Σκαρφάλωσα σ' ένα πράσινο πεύκο
για να δω αν θα την διέκρινα
και είδα μόνο την σκόνη
απ' την άμαξα που την έφερε.

Άντε ξεσηκωθείτε, ξεσηκωθείτε
οι ταραχές (αψιμαχίες) τελείωσαν πια
και πάμε για πόλεμο

Μην βγεις, περιστέρα, στο πεδίο
έχε τα μάτια σου ανοιχτά γιατ' είμαι κυνηγός,
κι αν σε χτυπήσω, κι αν σε σκοτώσω
θα 'ναι για μένα θλιβερό,
θα 'ναι για μένα απώλεια,

¡Anda Jaleo!
Άντε ξεσηκωθείτε \ στους δρόμους!
Στους δρόμους των Οχυρών
είχαν σκοτώσει μια περιστέρα.

Έκοψα με τα χέρια μου
τα λουλούδια για το στεφάνι της
¡Anda Jaleo!

Βασικό χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου βινύλιου είναι και πως ο Μάνος αναλαμβάνει να ερμηνεύσει ο ίδιος ένα μέρος από τα τραγούδια του δίσκου με ερμηνεία αξεπέραστη. Όπως αναφέρει και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος «...ο Μάνος στο “Δρόμο”, στον “Τσε” στο “Ακορντεόν” και στο “Μη με ρωτάς” είναι τόσο ειλικρινής, που σε ραγίζει» - «επιτέλους», μου εξομολογείται, «αυτά τα τραγούδια που τόσο έχω αγαπήσει, κυκλοφορούν! Δε μ’ ενδιαφέρει αν θα έχουν εμπορική επιτυχία ή όχι. Από σουξέ, αν θέλουμε, καθόμαστε πέντε λεπτά και τα κάνουμε -θυμάσαι τη “Γοργόνα” και το “Παραμυθάκι”; Μ’ ενδιαφέρει που ήρθε η ώρα για να επουλωθούν οι πληγές μου».

Τα κομμάτια του συγκεκριμένου δίσκου γράφτηκαν σε δύο περιόδους -κάποια πριν τη δικτατορία και στην πλειονότητά τους λογοκρίθηκαν. Όπως φυσικά και αυτά που γράφτηκαν κατά τη διάρκειά της. “Ο αρχηγός”, “Ο μέρμηγκας”, το “Μη με ρωτάς” και άλλα.

Το ακορντεόν (στ. Γιάννης Νεγρεπόντης)

Στη γειτονιά μου την παλιά είχα ένα φίλο
που ήξερε και έπαιζε τ’ ακορντεόν
όταν τραγούδαγε φτυστός ήταν ο ήλιος
φωτιές στα χέρια του άναβε τ’ ακορντεόν

Μα ένα βράδυ σκοτεινό σαν όλα τ’ άλλα
κράταγε τσίλιες παίζοντας ακορντεόν
φασιστικά καμιόνια στάθηκαν στη μάντρα
και μια ριπή σταμάτησε τ’ ακορντεόν

Τ’ αρχινισμένο σύνθημα πάντα μου μένει
όποτε ακούω από τότε ακορντεόν
κι έχει σαν στάμπα τη ζωή μου σημαδέψει
δε θα περάσει ο φασισμός

Μη με ρωτάς (στ. Λευτέρης Παπαδόπουλος)

Τα πολυβόλα σωπάσαν
Οι πόλεις αδειάσαν και κλείσαν
Ένας βοριάς παγωμένος
Σαρώνει την έρημη γη

Στρατιώτες έρχονται
Πάνε, ρωτάνε γιατί πολεμήσαν
Κι εσύ ησυχάζεις
Το δάχτυλο βάζεις
Να βρεις την πληγή

Μη με ρωτάς, δε θυμάμαι
Μη με ρωτάς, μη με ρωτάς, μη με ρωτάς
Μη με κοιτάς, σε φοβάμαι
μη με κοιτάς, μη με ρωτάς, μη με ρωτάς

Στην πολιτεία βραδιάζει
Το χιόνι τις στέγες σκεπάζει
Ένα καμιόνι φορτώνει
Και κόβει στα δυο τη σιγή …

Περιπολία στους δρόμους
Και κάποια φωνή που διατάζει
Κι εσύ ησυχάζεις
Το δάχτυλο βάζεις
Να βρεις την πληγή …

Μη με ρωτάς, δε θυμάμαι
Μη με ρωτάς, μη με ρωτάς, μη με ρωτάς
Μη με κοιτάς, σε φοβάμαι
Μη με κοιτάς, μη με ρωτάς, μη με ρωτάς

Ο αρχηγός

Φτιάχναμε καπέλα από χαρτί
είχαμε και ξύλινα ντουφέκια
κι ήτανε ο πόλεμος γιορτή
στα παλιά μας στέκια

Όλοι σε φωνάζαν αρχηγό
κι ήξερες μονάχα να διατάζεις
κι έτρεχα ξοπίσω σου κι εγώ
για να με κοιτάζεις

Έγειρες στη γη να κοιμηθείς
κι έγινε η καρδιά σου κυπαρίσσι
σου ‘πα θα πεθάνω αν σκοτωθείς
κι όμως έχω ζήσει

Όλοι σε φωνάζαν αρχηγό
κι ήξερες μονάχα να διατάζεις
κι έτρεχα ξοπίσω σου κι εγώ
για να με κοιτάζεις

Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία
κάποιος την έγραψε στον τοίχο με μπογιά
ήταν μια λέξη μοναχά ελευθερία
κι έπειτα είπαν πως την έγραψαν παιδιά

Κι ύστερα κύλισε ο καιρός κι η ιστορία
πέρασε εύκολα απ’ τη μνήμη στην καρδιά
ο τοίχος έγραφε μοναδική ευκαιρία
εντός πωλούνται πάσης φύσεως υλικά

Τις Κυριακές από νωρίς στα καφενεία
κι ύστερα γήπεδο στοιχήματα καυγάς
ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία
είπανε όμως πως την έγραψαν παιδιά

Συρματοπλέγματα
Στίχοι Λευτέρης Παπαδόπουλος 1η εκτέλεση Αλέκα Αλιμπέρτη

Συρματοπλέγματα αναμεσά μας,
φαντάρε που ‘σαι αντίκρυ.
Αύριο θα ‘μαστε νεκροί,
αύριο θα ‘μαστε νεκροί,
μια τρύπα στα πουκαμισά μας.

Συρματοπλέγματα και στις καρδιές μας,
όπως τα γένια μας σκληρά.
Ηρθ’ η δική σου η σειρά,
ηρθ’ η δική σου η σειρά,
ρίξε να κάψεις τις σοδειές μας.

Συρματοπλέγματα και οι ψαλίδες,
κόβουν μονάχα το χαρτί.
Φυλάξου θα ‘χουμε γιορτή,
φυλάξου θα ‘χουμε γιορτή,
ανάψαν οι φωτοβολίδες.

Συρματοπλέγματα και στις καρδιές μας,
όπως τα γένια μας σκληρά.
Ηρθ’ η δική σου η σειρά,
ηρθ’ η δική σου η σειρά,
ρίξε να κάψεις τις σοδειές μας.

Ο στρατιώτης

Στίχοι Κωστούλα Μητροπούλου | τραγουδά ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου

Του ‘παν θα βάλεις το χακί
θα μπεις στην πρώτη τη γραμμή
θα μπεις στην πρώτη τη γραμμή
και ήρωας θα γίνεις

Εκείνος δε μιλάει πολύ
του ‘ναι μεγάλη η στολή
του ‘ναι μεγάλη η στολή
και βάσανο οι αρβύλες

Το εμβατήριο που του ‘μαθαν να λέει
είναι μονότονο και του `ρχεται να κλαίει
είναι μονότονο και του ‘ρχεται να κλαίει
το εμβατήριο που του ‘μαθαν να λέει

Δεν του ’γραφε ποτέ κανείς
τις νύχτες ξύπναγε νωρίς
τις νύχτες ξύπναγε νωρίς
και μίλαγε για λάθος

Μια μέρα έγινε στουπί
πέταξε πέρα τη στολή
πέταξε πέρα τη στολή
και έκλαψε μονάχος

Το εμβατήριο που του ‘μαθαν να λέει
είναι μονότονο και ντρέπεται να κλαίει
είναι μονότονο και ντρέπεται να κλαίει
το εμβατήριο που του ‘μαθαν να λέει

Τρίτος παγκόσμιος

Στίχοι Γιάννης Νεγρεπόντης
1η εκτέλεση Βασίλης Παπακωνσταντίνου

Ο Πέτρος ο Γιόχαν κι ο Φράνς
σε φάμπρικα δούλευαν φτιάχνοντας τανκς
ο Πέτρος ο Γιόχαν κι ο Φράνς
αχώριστοι γίνανε φτιάχνοντας τανκς

Ο Πέτρος ο Γιόχαν κι ο Φράνς
δουλεύαν στον Μπράουν στο Φίσερ στον Κράφτ
ο Μπράουν ο Φίσερ κι Κράφτ
αχώριστοι γίνανε φτιάχνοντας τραστ

Ο Πέτρος ο Γιόχαν κι ο Φράνς
ανέμελοι δούλευαν πάντα στα τανκς
ποτέ τους δε διάβασαν Μαρξ
ιδέα δεν είχαν για τραστ και για κραχ

Ο Μπράουν ο Φίσερ κι Κράφτ
χωρίσαν σε Μπράουν σε Φίσερ σε Κραφτ
ο Μπράουν ο Φίσερ κι ο Κράφτ
εχθροί τάχα γίναν διαλύσαν το τραστ

Και πριν μάθουν τι είπε ο Μαρξ
στρατιώτες τους πήραν στον πόλεμο παν
ο Πέτρος ο Γιόχαν κι ο Φράνς
σαν ήρωες έπεσαν κάτω απ’ τα τανκς

ο Μπράουν ο Φίσερ κι Κράφτ
σκεφτήκαν και βρήκαν πως φταίει ο Μαρξ
ο Μπράουν ο Φίσερ κι Κράφτ
ξανάσμιξαν πάλι και φτιάξανε τραστ


Μια σπάνια ηχογράφηση -από τις πρώτες
Το τραγούδι του δρόμου - Γιώργος Μούτσιος


Τσε (Γκεβάρα)

Στίχοι \ 1η εκτέλεση Μάνος Λοΐζος

Μια φωτογραφία σου ήρθε και σε μένα
Μια φωτογραφία σου απ’ τα ξένα

Απ’ αυτές που κρατάν οι φοιτητές
Απ’ αυτές που ξεσκίζει ο χαφιές
Απ’ αυτές που κρεμάν οι φοιτητές
Στην καρδία τους
Τσε Γκεβάρα

Κλείσε το παράθυρο
Σφάλισε τις πόρτες
Τρέμω για τον άνθρωπο
Με τις μπότες

Τι ζητά και στους ίσκιους περπατά
Τι ζητά και για σένανε ρωτά
Τι ζητά και το σπίτι μας κοιτά
Κάθε βράδυ
Τσε Γκεβάρα

Τόσα τριαντάφυλλα
Τα ‘καψε το χιόνι
Αχ αυτή η άνοιξη
Με ματώνει

Ο μέρμηγκας

Στίχοι \ 1η εκτέλεση Μάνος Λοΐζος

Ένας μέρμηγκας κουφός με πήρε απ το χέρι
Είμαι λέει ο πιο σοφός σ’ ολόκληρο τ’ ασκέρι

Και τα μικρά του τα μερμηγκάκια
χειροκροτάνε μ’ ενθουσιασμό
εν δυο προσκυνάμε,
εν δυο πολεμάμε,
εν δυο δεν πεινάμε

Τα βολεύεις μια χαρά σπουδαίο μου μυρμήγκι
όμως πρόσεχε καλά τ’ ωραίο σου λαρύγγι

Και τα μικρά του τα μερμηγκάκια
χειροκροτάνε μ’ ενθουσιασμό
εν δυο προσκυνάμε,
εν δυο πολεμάμε,
εν δυο μα πεινάμε

Πριν προλάβω να του πω το σύστημα ν’ αλλάξει
πλάκωσε όλο το χωριό το μέρμηγκα να χάψει

Και τα μικρά του τα μερμηγκάκια
χειροκροτάνε μ’ ενθουσιασμό
εν δυο προσκυνάμε,
εν δυο μα πεινάμε,
εν δυο θα σε φάμε!

Θα κλείσω το παράθυρο

Θα κλείσω το παράθυρο
την πόρτα θα καρφώσω
τη νύχτα αυτή που ο θάνατος
γωνιά γωνιά σε ψάχνει.

Δε θα σε δώσω του φονιά
πουλί κυνηγημένο
θα βρω μαχαίρι και γωνιά
και θα τον περιμένω.

Χτυπάνε δυο, χτυπάνε τρεις
ραγίζουν τα ρολόγια
χτυπάν την πόρτα δεκατρείς
ακούει η νύχτα, τρέμει.

Δε θα σε δώσω του φονιά
πουλί κυνηγημένο
θα βρω μαχαίρι και γωνιά
και θα τον περιμένω.

Το αίμα σου γαρούφαλλο
το δάκρυ μου ποτάμι…

Ο δρόμος μιας «άγνωστης»…
Κωστούλα Μητροπούλου (1933-2004)

Γεννήθηκε στον Πειραιά, κόρη του δικηγόρου, πολιτικού και ιστορικού συγγραφέα Γιάννη Μητρόπουλου και αδελφή της κεραμίστριας και ζωγράφου Κάτιας Μητροπούλου. Μετά το Γυμνάσιο γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, διέκοψε όμως τις σπουδές της στο τρίτο έτος. Την πρώτη εμφάνισή της στο χώρο της λογοτεχνίας έκανε το 1955, με δημοσιεύσεις πεζογραφημάτων στην εφημερίδα «Η Βραδυνή». Τρία χρόνια αργότερα εμφανίστηκε στην πειραϊκή έκδοση «Το περιοδικό μας» και εξέδωσε το μυθιστόρημα «Η χώρα με τους ήλιους».
Το 1963 έγραψε στίχους των τραγουδιών του δίσκου «Ο Δρόμος» του Μάνου Λοΐζου. Μετά την κήρυξη της δικτατορίας αυτοεξορίστηκε στο Παρίσι, προσωπικοί λόγοι ωστόσο την ανάγκασαν να επιστρέψει στην Αθήνα, όπου συνελήφθη λόγω της πολιτικής της ένταξης.
Εξέδωσε, όσο ζούσε, 46 βιβλία: 21 μυθιστορήματα, 12 συλλογές με διηγήματα, 3 νουβέλες, ένα χρονικό, 8 θεατρικά έργα και μια επιλογή από άρθρα της. Της απονεμήθηκε το Βραβείο Πεζογραφίας των Δώδεκα το 1963 για το «Πρόσωπα και φιγούρες», το Βραβείο Καλύτερου Έργου και Παράστασης το 1977 για το «Τέσσερις ερημιές», το Α΄ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος το 1984 για τη «Μεγέθυνση» και το Βραβείο European Script Fund το 1989 για το σενάριό της «Το παλαιοπωλείο στην Τσιμισκή».
Η ευαισθησία της την έφερε κοντά στα νέα ρεύματα της λογοτεχνίας στην Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική, ως πεζογράφο και θεατρική συγγραφέα, και ειδικότερα κοντά στο γαλλικό «Νέο Μυθιστόρημα» ή «Αντι-μυθιστόρημα».
Το έργο της διδάσκεται στα ελληνικά πανεπιστήμια, στην Ευρώπη, την Αμερική, την Αυστραλία, στο Μεξικό και στη Σικελία. Κυκλοφορούν μελέτες για τα βιβλία της και το θέατρό της.

Η βιβλιοθήκη της περιήλθε στο Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη το 2008, μαζί με το αρχείο της. Στη συλλογή των περίπου 4.400 βιβλίων συναντάμε έναν μεγάλο αριθμό ελληνικών και ξένων μυθιστορημάτων, διηγημάτων, ποιητικών συλλογών, θεατρικών έργων και μελετών της λογοτεχνίας, πολλά από τα οποία περιέχουν χειρόγραφες σημειώσεις της ίδιας.
Μέρος της συλλογής αποτελούν και βιβλία τέχνης της αδερφής της, καθώς και η νομική συλλογή βιβλίων του πατέρα της Ι. Δ. Μητρόπουλου.

«1050 Χιλιόκυκλοι»
Της Κωστούλας Μητροπούλου

«Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο»!
Αυτή η φωνή που τρέμει στον αέρα,
δεν σού ‘στειλε ένα μήνυμα μητέρα,
αυτή η φωνή δεν ήτανε του γιού σου,
ήταν φωνές χιλιάδες του λαού σου.
«Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο»!

Μιλάει ένα κορίτσι κι ένα αγόρι,
εκπέμπουνε τραγούδι μοιρολόι,
χίλιες πενήντα αντένες η λαχτάρα,
σε στόματα μανάδων η κατάρα.
Και τα κορίτσια και τ’ αγόρια που μιλούσαν,
τρεις μέρες και τρεις νύχτες δεν μετρούσαν,
δοκίμαζαν τις λέξεις με αγωνία,
κι αλλάζανε ρυθμό στην ιστορία.
«Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο»!
Γραμμένα μένουν τα ονόματα στο αρχείο,
δεν αναφέρονται οι νεκροί που είναι στο ψυγείο,
λένε πως είναι τέσσερις κι είναι εκατό οι μανάδες,
πρώτα σκοτώθηκε η φωνή και σώπασαν χιλιάδες.

«Το χρονικό των τριών ημερών» (απόσπασμα) \ της Κωστούλας Μητροπούλου

Η νύχτα γέμισε υποσχέσεις. Η νύχτα γέμισε τομές. Κανένας δεν ξέρει πότε και πώς και ώς πού θα φτάσει η δύναμη της φωνής στους 1.050 χιλιόκυκλους. Κανένας δεν ξέρει αν θα είναι η ίδια φωνή κι αν το χειροκρότημα θα έρθει αργά, πολύ αργότερα από το κακό.
Ώρα 1.44′ π.μ. Πρόσωπα και μάτια και στόματα σε σχήμα τραγουδιού, παρατάχτηκαν απέναντι ακριβώς από τα τανκς. Αναποφάσιστα τανκς απέναντι σε τόσα μάτια ερωτηματικά και μπροστά σ’ αυτή τη γωνιώδη απορία που σχηματίζει το τραγούδι σ’ ένα πρόσωπο παιδικό.
Αυτό διαρκεί τρία ολόκληρα λεπτά. Μια ολόκληρη εποχή κυκλική και εύηχη.
Ώρα 1.47′ π.μ. Τα γκλομπς, που η ειδησεογραφία της ημέρας θα τα παρουσιάσει στην αυριανή της έκδοση σα «στυλιάρια από κασμάδες», όρμησαν στο χώρο που βρίσκονται κλεισμένα τα παιδιά, σε μήκος κύματος 1.050 χιλιόκυκλων και σε χρόνο μηδέν. Ο χρόνος παραμένει μηδέν όσο διαρκεί αυτή η άκαιρη εισβολή. Έπειτα, σιγά σιγά τα γκλομπς ταυτοποιούνται με τον πανικό και διαχέονται μέσα στο χώρο που δεν τους είναι οικείος και τον κατακτούν βίαια.
Ώρα 1.50′ π.μ. Οι 1.050 χιλιόκυκλοι βουβάθηκαν. Η φωνή βγαίνει από κάπου αλλού. Κάπου μέσα στη νύχτα. Κάπου μέσα στο χρόνο. Λέει σταθερά τούτη η φωνή: «Παιδιά, μην πετάξετε τίποτα εναντίον τους. Να τους υποδεχτείτε με τη φράση: “Αδέρφια μας φαντάροι”».
Ώρα 1.57′ π.μ. Στους 1.050 χιλιόκυκλους, το τραγούδι πολλαπλασιαζόταν. Τώρα, η φωνή που ξανακούστηκε και ανάγγειλε επίσημα τη βλάβη του πομπού, ήτανε μια φωνή μονοδιάστατη. Σκέτη. Μια φωνή έρημη. Λέει: «Μέσα στο χώρο μας μπήκαν τα γκλομπς. Γιατί όχι οι φαντάροι;»
Ώρα 1.58′ π.μ. Σιωπηλά παιδιά και τα φωτίζουν οι προβολείς. Η περιγραφή περισσεύει. Στα χέρια τους κρατάνε αναμμένα φαναράκια ή κάτι σα στυλό. Είναι άοπλα. Παιδιά άοπλα και σωπαίνουν.
Ώρα 2.57′ π.μ. Τρία τανκς ορμάνε μαζί. Το πρώτο, που φαίνεται παράλογα πιο μεγάλο, ρίχνει τη μεγάλη πόρτα με τα κάγκελα. Οι άνθρωποι αραιώνουν. Οι άνθρωποι πάντα σε τέτοιες στιγμές ή χάνονται ή μένουν και πολτοποιούνται. Τα παιδιά τραγουδάνε τον Εθνικό Ύμνο.

[πηγή: Κωστούλα Μητροπούλου, Το χρονικό των τριών ημερών (Σχολή Πολυτεχνείου), Κέδρος, Αθήνα 1987 (13η έκδ.), σ. 19-20 & 25]