Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μάνος Λοΐζος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μάνος Λοΐζος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

17 Σεπτεμβρίου 2022

Μάνος Λοΐζος: Όλα μας τον θυμίζουν…

Σαν σήμερα 17 Σεπτέμβρη 1982 ο Μάνος Λοΐζος έφυγε από τη ζωή σε ένα νοσοκομείο της Μόσχας σε ηλικία μόλις 45 ετών.

Τον είχα γνωρίσει πιτσιρίκι –πάνε 60 χρόνια το 1962, 40 χρόνια πριν το θάνατό του στην «Αλόμα» του Χολαργού, όπου άκουσα για πρώτη φορά με συγκίνηση το θρυλικό «δρόμο», που είχε «τη δική του ιστορία» -ο πατέρας χειροκροτούσε μαζί με όλη τη γαλαρία, εγώ δεν πολυκαταλάβαινα –ήταν πάντως ωραία...

Ο Μάνος γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου 22-Οκτ-1937 και από μικρός έδειξε την κλίση του στη μουσική -άρχισε μαθήματα κιθάρας, πιάνου και βιολιού.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’50 ήρθε στην Αθήνα για σπουδές, στην αρχή στη Φαρμακευτική Σχολή και αργότερα στην Εμπορική. Όμως η μουσική έχει «κλέψει» την ευαίσθητη ψυχή του. Παρατάει τις σπουδές του και αφιερώνεται στην περιπέτειά της.

Το «Τραγούδι του Δρόμου» του Λόρκα, που το βρίσκει στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» (σε μετάφραση του Νίκου Γκάτσου), τον εμπνέει. Το μελοποιεί και στις αρχές του ’62, με ερμηνευτή τον Γιώργο Μούτσιο, θα κυκλοφορήσει τον πρώτο του (μικρό) δίσκο.
           σ.σ. βλ φωτο κεφαλίδας -
           η υπογραφή είναι του πατέρα

Οι αγώνες του ’64-’65 δεν τον αφήνουν αδιάφορο και τα τραγούδια που γράφει εκείνη την περίοδο είναι εμπνευσμένα από αυτούς. Ο «Δρόμος», το «Ακορντεόν», ο «Τρίτος Παγκόσμιος».

Τον Απρίλη του 1967, δύο μέρες πριν το φασιστικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, παρουσιάζει τα «Νέγρικα» σε στίχους Γιάννη Νεγρεπόντη. Αποτελούν κορυφαία στιγμή τόσο για τον Λοΐζο όσο και για το ελληνικό πολιτικό τραγούδι.
Τα τραγούδια αυτά, που αναφέρονται στον αγώνα επιβίωσης των μαύρων της Αμερικής, θα κυκλοφορήσουν σε δίσκο πολύ αργότερα, το 1975, καθώς «μπήκαν» στις μαύρες λίστες της δικτατορίας και απαγορεύτηκαν.

Στις 21 Απριλίου 1967 «λόγω της εκρύθμου καταστάσεως ο στρατός ανέλαβε την διακυβέρνησιν της χώρας».
Ο Λοΐζος φεύγει από την Ελλάδα για να μη συλληφθεί, όμως, μετά από έξι μήνες στην Αγγλία, στις αρχές του ’68, επιστρέφει στην Αθήνα.
Μέσα στην εφταετία γράφει τραγούδια που γίνονται επιτυχίες, με ερμηνευτές κυρίως τους Γ. Νταλάρα και Γ. Καλατζή.

  • Κυκλοφορεί τους δίσκους «Ο Σταθμός», «Θαλασσογραφίες», «Ευδοκία», «Να ‘χαμε τι να ‘χαμε». Παράλληλα, συνθέτει τραγούδια που τραγουδά σε φίλους. Τραγούδια που, όπως έλεγε ο ίδιος, δεν ακούγονταν «έξω από τους τέσσερις τοίχους μιας κάμαρας». Ο θρυλικός «Τσε», ο «Μέρμηγκας», τα «Συρματοπλέγματα», το αντιπολεμικό «Μη με ρωτάς».
  • Στην περίοδο ’74-’76, ακολουθούν οι κύκλοι «Καλημέρα ήλιε», «Τα τραγούδια του δρόμου», «Τα τραγούδια μας» σε στίχους Φώντα Λάδη, με τραγούδια όπως το «Πάγωσε η τσιμινιέρα» που έντυσε (και ντύνει) με μουσική και στίχο σκληρές ταξικές αναμετρήσεις.
  • Το 1979 κυκλοφόρησαν τα «Τραγούδια της Χαρούλας», σε στίχους του Μανώλη Ρασούλη (τρία του Πυθαγόρα): «Τίποτα δεν πάει χαμένο», «Μες το πλήθος», «Όλα σε θυμίζουν», «Γύφτισσα τον εβύζαξε» κ.ά.

Ακολουθούν ο τελευταίος του δίσκος «Για μια μέρα ζωής» και μετά το θάνατό του τα «Γράμματα στην αγαπημένη», σε ποίηση Ναζίμ Χικμέτ.

Ένας ανήσυχος δημιουργός, γεμάτος έμπνευση. Άνθρωπος μαχητικός, ερωτικός, τρυφερός, ευαίσθητος, ονειροπόλος, με την ψυχή του δεμένη στο ταξίδι. Ένας συνειδητοποιημένος πολίτης, στρατευμένος καλλιτέχνης, που με το τραγούδι του και τη ζωή του έπαιρνε θέση στα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα της εποχής του, απέναντι στη δικτατορία, στην καταπίεση, στην αδικία, στον κοινωνικό ρατσισμό. Ο Μάνος Λοΐζος υπήρξε μια από τις σημαντικότερες δυνάμεις του νεοελληνικού τραγουδιού, καταθέτοντας μουσική μεγάλης έμπνευσης και ταυτόχρονα οικεία, που παραμένει κοσμαγάπητη, αξεπέραστη στο χρόνο, και πολλά χρόνια μετά το φευγιό του συγκινεί, συναρπάζει όχι μόνο τους παλιότερους, αλλά και πολλούς νέους ανθρώπους.

Η ιδεολογική του στράτευση με το ΚΚΕ, η ευαισθησία του σε ό,τι αφορά τους ταπεινούς και τους καταφρονεμένους, η αλληλεγγύη του στους αγωνιζόμενους για ειρήνη, ισότητα, αξιοπρέπεια, βρήκαν καλλιτεχνική έκφραση σε πολλά έργα του.

Η φυσική απουσία του Μ. Λοΐζου σίγουρα στέρησε πολλά από το ελληνικό τραγούδι.
Όμως, ο χρόνος δεν στάθηκε ικανός να μειώσει την ανάγκη μας να ανατρέχουμε στο μοναδικής ομορφιάς έργο του.

Τρία χρόνια μετά, Σεπ-1985, η Μάρω Λοΐζου έριξε την ιδέα για τη δημιουργία ενός βιβλίου.
Ανάμεσα στις πολλές μαρτυρίες, εκείνη του Στέλιου Καζαντζίδη, με τον οποίον ο Μάνος Λοΐζος είχε συνεργαστεί το 1970, δίνοντας τα τραγούδια «Δεν θα ξαναγαπήσω» και «Όταν βλέπετε να κλαίω».

Αυτά τα λόγια είχε πει τότε ο Στελάρας:
«Τον ήξερα λίγο. Τον αγάπησα πολύ. Λυπάμαι που δεν πρόλαβα να τραγουδήσω περισσότερα τραγούδια του. Πρόλαβα και είπα μόνο δύο. Το τραγούδι: «Όταν βλέπετε να κλαίω» και το «Μερτικό μου απ’ τη χαρά» (σ.σ. εννοεί το «Δεν θα ξαναγαπήσω»).
Θυμάμαι την ημέρα της ηχογράφησης στο στούντιο, με εκείνο το γλυκό παιδικό του χαμόγελο που μ’ αγκάλιασε και πήγαμε να κάνουμε πρόβα τα τραγούδια του στο πιάνο. Μου τα έπαιξε από δυο φορές το καθένα. Την τρίτη άρχισα και τραγουδούσα κι εγώ μαζί του.

Αν θυμάμαι καλά δεν παίχτηκαν για τέταρτη φορά και τα τραγούδια τα ήξερα πια καλά. Μ’ άφησε μόνο στην αίθουσα ηχογράφησης και ανέβηκε δίπλα στον ηχολήπτη για να παρακολουθήσει την ηχογράφηση. Τα τραγούδησα από μια φορά μόνο. Όταν τον ρώτησα αν είναι ευχαριστημένος από την ερμηνεία μου μού είπε τη φράση: «Τελειώσαμε, τι άλλο να πεις ρε Στέλιο;»

Η επόμενη συνάντηση ήταν σε μια ταβέρνα που μου ζήτησε τη χάρη να του τραγουδήσω το «Σαββατόβραδο» του Μίκη Θεοδωράκη και του Τάσου Λειβαδίτη. Κι όταν τον ρώτησα πώς θα το πω, έτρεξε κι έφερε από το αυτοκίνητό του τη δωδεκάχορδη κιθάρα του, που την κουβαλούσε πάντα μαζί του. Του το τραγούδησα κι έκανε σαν μικρό παιδί απ’ τη χαρά του.
Η τελευταία φορά που τον είδα ήταν στον γάμο μου. Στο γλέντι που έγινε το βράδυ, ήταν τόσο μεγάλη η χαρά του για το γεγονός που παραλίγο να σηκωθεί και να χορέψει τσιφτετέλι επάνω στο τραπέζι μαζί με τη Χαρούλα.


Έτσι πάντα τον θυμάμαι τον Μάνο. Γελαστό και καλοσυνάτο. Γεια σου, Μάνο».

Πήγε "πιο πέρα απ' τον ορίζοντα... "

"Τα πολυβόλα σωπάσαν οι πόλεις / αδειάσαν και κλείσαν / Ενας βοριάς παγωμένος σαρώνει την έρημη γη/ Στρατιώτες έρχονται πάνε - ρωτάνε γιατί πολεμήσαν/ και συ ησυχάζεις, το δάκτυλο βάζεις να βρεις την πληγή...". Οι στίχοι στο στόμα και στην ψυχή να φτερουγίζει η μελωδία του τραγουδιού του. Οικεία, αγαπημένη... Μη με ρωτάς... σε θυμάμαι...

Οι δημοκρατικοί αγώνες του '64 - '65 δεν τον αφήνουν αδιάφορο. Κάθε άλλο, καθώς τα τραγούδια που έγραψε εκείνη την περίοδο είναι εμπνευσμένα από αυτούς. Ηταν η εποχή που οι μπουάτ γίνονταν τόπος συνάντησης των φοιτητών της γενιάς του 114 και του 15% για την παιδεία, τραγουδώντας το "Δρόμο",το "Ακορντεόν",τον "Τρίτο Παγκόσμιο".

Τραγούδια διαμαρτυρίας

Η ιδεολογική του στράτευση, η ευαισθησία του σε ό,τι αφορά τους ταπεινούς και τους καταφρονεμένους, η αλληλεγγύη του στους αγωνιζόμενους για ειρήνη, ισότητα, αξιοπρέπεια, θα βρουν καλλιτεχνική έκφραση σε έργα όπως τα "Νέγρικα" σε ποίηση του Γιάννη Νεγρεπόντη,τα οποία για πρώτη φορά παρουσιάζονται στη θρυλική συναυλία της ΕΦΕΕ, στις 19 Απρίλη του 1967 με ερμηνευτές την Μ. Φαραντούρη και τον Γ. Ζωγράφο. "Οσο η σιωπή είναι χρυσός/ τόσο του νέγρου ο ιδρώς/ για τον λευκό είν' θησαυρός/ στράφι του νέγρου ο θυμός/("Κι αν συ λευκός, νέγρος εγώ").Τα τραγούδια αυτά, που αναφέρονται στον αγώνα επιβίωσης των μαύρων της Αμερικής, θα κυκλοφορήσουν σε δίσκο πολύ αργότερα, το 1975, καθώς είναι στις μαύρες λίστες της δικτατορίας κι έχουν απαγορευτεί.

"Για μένα η μουσική είναι μέσον",έλεγε ο ίδιος σε συνέντευξή του στη "Δημοκρατική Αλλαγή" το '66, αναφερόμενος στο μουσικό τους ύφος. "Τα εκφραστικά μου μέσα πηγάζουν από αυτά που θέλω να πω.Στη συγκεκριμένη περίπτωση των "Νέγρικων" χρησιμοποίησα για πρώτη φορά ηλεκτρικές κιθάρες και όργανο στην ορχήστρα μου, όπως και ρυθμό σέικ και μποστέλα κ.ά. Για μένα το φαινόμενο γιε - γιε είναι φαινόμενο που καθρεφτίζει την εποχή μας. Το σέικ δεν έχει καμία σχέση με το τσα - τσα ή το μάμπο - ρυθμούς μάλλον αισθησιακούς. Οι σύγχρονοι ρυθμοί (σέικ) είναι ρυθμοί διαμαρτυρίας, μοναξιάς και αυτοσεβασμού. Και η ποίηση των "Νέγρικων" με οδήγησε σ' αυτούς γιατί τα θέματά τους μιλάνε για αδικία κι εκμετάλλευση - προβλήματα που έχουν απήχηση σε όλον τον κόσμο. Δεν επιδίωξα να κάνω σέικ. Εχοντας όμως μέσα μου αυτή την παγκόσμια φωνή διαμαρτυρίας που εκφράζει, το σέικ ήρθε σαν φυσικό επακόλουθο".

Λάτρεψε το λυρισμό

Με τον ερχομό της δικτατορίας οι συλλήψεις είναι πλέον καθημερινό φαινόμενο. Ο Μάνος επιλέγει την αυτοεξορία, όμως μετά από έξι μήνες στην Αγγλία, στις αρχές του '68, επιστρέφει στην Αθήνα. Μέσα στην εφταετία ο συνθέτης γράφει τραγούδια, που γίνονται επιτυχίες, με ερμηνευτές κυρίως τους Γ. Νταλάρα και Γ. Καλατζή. Κυκλοφορεί τους δίσκους "Ο Σταθμός", "Θαλασσογραφίες", "Ευδοκία" (για την ταινία του Αλ. Δαμιανού), "Να 'χαμε τι να 'χαμε".Παράλληλα, όμως, συνθέτει και πολλά κομμάτια που τα τραγουδά "σε φιλικό κύκλο" και δεν ακούγονται "ποτέ έξω από τους τέσσερις τοίχους μιας κάμαρας", όπως ο ίδιος έλεγε. Ανάμεσά τους ο "Τσε",ο "Μέρμυγκας",τα "Συρματοπλέγματα",το "Μη με ρωτάς".Στην περίοδο '74 - '76 ακολουθούν οι κύκλοι "Καλημέρα ήλιε", "Τα τραγούδια του δρόμου", "Τα τραγούδια μας".Τα τελευταία, σε στίχους του Φώντα Λάδη, είναι λαϊκά, πολιτικά τραγούδια με αναφορές σε καυτά προβλήματα. Ανάμεσά τους τα "Πάγωσε η τζιμινιέρα", "Λιώνουν τα νιάτα μας", "Το Δέντρο".Το 1979 θα κυκλοφορήσουν τα "Τραγούδια της Χαρούλας",σε στίχους του Μανώλη Ρασούλη (τρία του Πυθαγόρα): "Τίποτα δεν πάει χαμένο", "Μες το πλήθος", "Ολα σε θυμίζουν", "Γύφτισσα τον εβύζαξε" κ.ά. Ακολουθούν ο τελευταίος του δίσκος "Για μια μέρα ζωής" και μετά το θάνατό του τα "Γράμματα στην αγαπημένη" σε ποίηση Ναζίμ Χικμέτ.Στη συνέχεια υπήρξαν πολλές ακόμη εκδόσεις τραγουδιών του, ενώ το 1995 θα δει το φως ο δίσκος με παιδικά τραγούδια του και τίτλο "Κάτω από ένα κουνουπίδι".

Αναμφισβήτητα ο Μάνος Λοϊζος υπήρξε μια από τις σημαντικότερες δυνάμεις του νεοελληνικού τραγουδιού.
Η μουσική του οικεία, φιλική, παραμένει αξεπέραστη στο χρόνο, καταφέρνοντας πολλά χρόνια μετά να συγκινεί, να συναρπάζει, όχι μόνο παλιότερες γενιές, αλλά και πολλούς νέους ανθρώπους.

Το μυστικό της τέχνης του ίσως να βρίσκεται στο ότι κατάφερε "να πρωτοτυπεί παραμένοντας γνώριμος μέσα σε μια μουσική ατμόσφαιρα ελεγειακής πραότητας και ταυτοχρόνως πειστικής αγωνιστικότητας" (Γιάννης Ρίτσος).

"Ο Μάνος Λοϊζος", αναφέρει ο Μίκης Θεοδωράκης, "από το πρώτο έως το τελευταίο τραγούδι του λάτρεψε μόνο έναν Θεό: το Λυρισμό. Νωχελικός, ονειροπόλος, αιθεροβάμων, δε ζήτησε από τη μουσική τίποτε άλλο, εκτός από την ψυχή της. Γι' αυτό και δεν προσπάθησε ίσως να εξοπλιστεί με τα όπλα που βοηθούν τον τραγουδοποιό και κυρίως τον συνθέτη να δαμάσει, να συνεργαστεί και να δώσει φόρμες στο υλικό του. Το τραγούδι του, σαν το σταφύλι, δε ζητούσε παρά μόνο τον ήλιο για να γλυκάνει και τον τρυγητή για να το κάνει μούστο και να το πιει. Ετσι, το ελληνικό τραγούδι του οφείλει μια ξεχωριστή, μοναδική και ανεπανάληπτη εποχή νεότητας και δε γερνά και δεν περνά. Αλλά, αντίθετα, θα αναγεννιέται κάθε στιγμή που θα συναντά τη ζωντανή ευαισθησία της ανθρώπινης καρδιάς... Μπόρεσε μ' ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο κι ένα τραγούδι να πάει μια πήχη πιο πέρα από τον ορίζοντα".

Τ’ αρχινισμένο σύνθημα πάντα μου μένει - όποτε ακούω από τότε ακορντεόν…

«Τα τραγούδια του, τραγούδια ΜΑΣ. Γι' αυτό ο θάνατός του δεν θα μας χωρίσει από τον Μάνο Λοΐζο», έγραφε την επομένη του θανάτου του Μάνου Λοΐζου ο «Ριζοσπάστης».
Και πράγματι, 40 χρόνια μετά, το έργο του Μ. Λοΐζου συνεχίζει να συγκινεί, να τραγουδιέται, να συντροφεύει γενιές που ήρθαν μετά απ' αυτόν.

Η πικρή ανακοίνωση του θανάτου του, μόλις στα 45 του χρόνια, έγινε στο 8ο Φεστιβάλ της ΚΝΕ. Εκεί που λίγα χρόνια νωρίτερα, στο 2ο Φεστιβάλ, παρουσίασε για πρώτη φορά τον καινούργιο του δίσκο «Τα τραγούδια μας», με το «Δέντρο» να τραγουδιέται ξανά και ξανά και να μεταφέρεται από στόμα σε στόμα.

Από τα μεγάφωνα ακουγόταν η ανακοίνωση του ΚΣ της ΚΝΕ, που ανέφερε: «Μόλις πριν από λίγο μάθαμε για τον πρόωρο χαμό του γνωστού και αγαπητού μας συνθέτη Μάνου Λοΐζου. Το ΚΣ της ΚΝΕ εκφράζει τη βαθιά του θλίψη για τον θάνατό του. Ο Μάνος Λοΐζος στάθηκε πάντα στο πλευρό του λαϊκού κινήματος. Τα τραγούδια του έχουν βαθιές ρίζες στη λαϊκή μας παράδοση και εκφράζουν τον καημό, την ελπίδα, την αγάπη, την αποφασιστικότητα του λαού μας για μια καλύτερη ζωή».

Τις επόμενες μέρες, συναυλίες και τραγούδια από τις σκηνές και τους χώρους του Φεστιβάλ αφιερώνονταν στη μνήμη του. Ο Μ. Θεοδωράκης κάνει πρόταση - που υιοθετείται από την ΚΝΕ - ο διαγωνισμός έντεχνου λαϊκού τραγουδιού που πραγματοποιούνταν να πάρει τιμητικά το όνομα «Μάνος Λοΐζος»...


Έχω ένα καφενέ
στου λιμανιού την άκρη
τον έχτισε το δάκρυ
αυτών που μένουνε
και περιμένουνε…

Έχω ένα καφενέ
που ακούει όλο τα ίδια
για μπάρκα και ταξίδια
αυτών που μένουνε
και περιμένουνε…

Έχω ένα καφενέ
ένα παλιό ρημάδι
αχ να ‘τανε καράβι
γι αυτούς που μένουνε
και περιμένουνε

Στίχοι:  Φώντας Λάδης \ Μουσική: Μάνος

 


Μες στο πλήθος σ’ είχα δει το ’62
στη διαδήλωση που βάφτηκε στο αίμα,
κι η μορφή σου μου ’χε μείνει στο μυαλό
κι ούτε τ’ όνομα δεν ήξερα από σένα.

Και στης λήθης το σεντόνι το λευκό
σε τυλίξαν τα πιο δύσκολά μου χρόνια,
μα μια μέρα κάπου το ’68
σε ξανάδα μες στο τρένο στην Oμόνοια.

Κάνε διάλειμμα, Χαρούλα,
πες μας τον καρσιλαμά
να γλυκάνεις τις καρδιές μας
και τα βρίσκουμε μετά.
Κάνε διάλειμμα να σβήσει
της καρδιάς μας η φωτιά,
ο χορός να μας μεθύσει
και τα βρίσκουμε μετά.

Άλλη μια φορά σε είδα ξαφνικά
σαν αφίσα που τη σκίζει κάποιο χέρι,
ήταν Μάης πια του ’77,
μόλις πρόλαβα και σ’ άγγιξα στο χέρι.

Μήπως είσαι σαν κι εμένανε κι εσύ
στο σκοινί της ιστορίας ακροβάτης,
μες στο ίδιο σου το στήθος φυλακή,
μες στην ίδια σου τη χώρα μετανάστης.

Κάνε διάλειμμα, Χαρούλα,
πες μας τον καρσιλαμά
να γλυκάνεις τις καρδιές μας
και τα βρίσκουμε μετά.
Κάνε διάλειμμα να σβήσει
της καρδιάς μας η φωτιά,
ο χορός να μας μεθύσει
και τα βρίσκουμε μετά.

Α-Θ-Α-Ν-Α-Τ-Ο-Σ



01 Ιουλίου 2022

Τ’ αρχινισμένο σύνθημα πάντα μου μένει - όποτε ακούω από τότε ακορντεόν…


Τέτοιες μέρες 1974 κυκλοφορεί το άλμπουμ (βινύλιο) του Μάνου Λοΐζου –του δικού μας Μάνου “Τα τραγούδια του δρόμου”

A1 Μ.Λοΐζος–Ο Δρόμος
A2 Αλ.Αλιμπέρτη–Ο Αρχηγός
A3 Μ.Λοΐζος–Ο Μέρμηγκας
A4 Μ.Λοΐζος–Μη Με Ρωτάς
A5 Αλ.Αλιμπέρτη–Συρματοπλέγματα
A6 Β.Παπακωνσταντίνου–Ο Στρατιώτης

B1 Μ.Λοΐζος–Τσε
B2 Αλ.Αλιμπέρτη–Θα Κλείσω Το Παράθυρο
B3 Μ.Λοΐζος–Τ' Ακορντεόν
B4 Χορωδία Γ.Κακίτση–Δώδεκα Παιδιά
B5 Μ.Λοΐζος–Το Τραγούδι Του Δρόμου
B6 Β.Παπακωνσταντίνου–3ος Παγκόσμιος (Ο Πέτρος-Ο Γιόχαν-Κι Ο Φραντς)

Ο δίσκος κυκλοφόρησε το 1974, αλλά τα πρώτα τραγούδια είχαν ήδη γραφτεί απ’ τα μέσα της δεκαετίας του 60. Καθοριστική για τον Μάνο Λοΐζο εκείνα τα χρόνια ήταν η γνωριμία του με την Κωστούλα Μητροπούλου, η οποία υπογράφει και τους στίχους σε δύο απ’ τα τραγούδια, τον “Δρόμο” και τον “Στρατιώτη”. Ο “Δρόμος” μάλιστα είχε πρωτοκυκλοφορήσει το 1965 σε 45άρι με τη φωνή της Σούλας Μπιρμπίλη. Την ίδια εποχή γράφτηκαν και τα δύο τραγούδια με τα οποία πρωτοεμφανίστηκε στη δισκογραφία ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο "Στρατιώτης" και ο "Τρίτος Παγκόσμιος". «Κι έχω κι ένα πρόσθετο λόγο να είμαι ευχαριστημένος», λέει ο Μάνος Λοΐζος στον, φίλο και συνεργάτη του, Λευτέρη Παπαδόπουλο. «Βρήκα τον Παπακωνσταντίνου, που είναι σημαντικός τραγουδιστής». Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος συμμετείχε στο δίσκο με 4 τραγούδια, και μάλιστα οι δυο τους διαφώνησαν για την επιλογή της Αλέκας Αλιμπέρτη στον “Αρχηγό” - ο Παπαδόπουλος ήθελε να το πει η Χαρούλα Αλεξίου. Ο Λοΐζος, αν και διέκρινε από νωρίς το ταλέντο της, τη δεδομένη στιγμή θεωρούσε πως η Αλεξίου ήταν μια φωνή «νυχτερινού κέντρου» (γκαρσόνα κλπ), ενώ αυτός προτιμούσε νέες \ άφθαρτες φωνές και γι’ αυτό επέλεξε την Αλιμπέρτη.

¡Anda Jaleo!
Άντε ξεσηκωθείτε \ στους δρόμους!
Σκαρφάλωσα σ' ένα πράσινο πεύκο
για να δω αν θα την διέκρινα
και είδα μόνο την σκόνη
απ' την άμαξα που την έφερε.

Άντε ξεσηκωθείτε, ξεσηκωθείτε
οι ταραχές (αψιμαχίες) τελείωσαν πια
και πάμε για πόλεμο

Μην βγεις, περιστέρα, στο πεδίο
έχε τα μάτια σου ανοιχτά γιατ' είμαι κυνηγός,
κι αν σε χτυπήσω, κι αν σε σκοτώσω
θα 'ναι για μένα θλιβερό,
θα 'ναι για μένα απώλεια,

¡Anda Jaleo!
Άντε ξεσηκωθείτε \ στους δρόμους!
Στους δρόμους των Οχυρών
είχαν σκοτώσει μια περιστέρα.

Έκοψα με τα χέρια μου
τα λουλούδια για το στεφάνι της
¡Anda Jaleo!

Βασικό χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου βινύλιου είναι και πως ο Μάνος αναλαμβάνει να ερμηνεύσει ο ίδιος ένα μέρος από τα τραγούδια του δίσκου με ερμηνεία αξεπέραστη. Όπως αναφέρει και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος «...ο Μάνος στο “Δρόμο”, στον “Τσε” στο “Ακορντεόν” και στο “Μη με ρωτάς” είναι τόσο ειλικρινής, που σε ραγίζει» - «επιτέλους», μου εξομολογείται, «αυτά τα τραγούδια που τόσο έχω αγαπήσει, κυκλοφορούν! Δε μ’ ενδιαφέρει αν θα έχουν εμπορική επιτυχία ή όχι. Από σουξέ, αν θέλουμε, καθόμαστε πέντε λεπτά και τα κάνουμε -θυμάσαι τη “Γοργόνα” και το “Παραμυθάκι”; Μ’ ενδιαφέρει που ήρθε η ώρα για να επουλωθούν οι πληγές μου».

Τα κομμάτια του συγκεκριμένου δίσκου γράφτηκαν σε δύο περιόδους -κάποια πριν τη δικτατορία και στην πλειονότητά τους λογοκρίθηκαν. Όπως φυσικά και αυτά που γράφτηκαν κατά τη διάρκειά της. “Ο αρχηγός”, “Ο μέρμηγκας”, το “Μη με ρωτάς” και άλλα.

Το ακορντεόν (στ. Γιάννης Νεγρεπόντης)

Στη γειτονιά μου την παλιά είχα ένα φίλο
που ήξερε και έπαιζε τ’ ακορντεόν
όταν τραγούδαγε φτυστός ήταν ο ήλιος
φωτιές στα χέρια του άναβε τ’ ακορντεόν

Μα ένα βράδυ σκοτεινό σαν όλα τ’ άλλα
κράταγε τσίλιες παίζοντας ακορντεόν
φασιστικά καμιόνια στάθηκαν στη μάντρα
και μια ριπή σταμάτησε τ’ ακορντεόν

Τ’ αρχινισμένο σύνθημα πάντα μου μένει
όποτε ακούω από τότε ακορντεόν
κι έχει σαν στάμπα τη ζωή μου σημαδέψει
δε θα περάσει ο φασισμός

Μη με ρωτάς (στ. Λευτέρης Παπαδόπουλος)

Τα πολυβόλα σωπάσαν
Οι πόλεις αδειάσαν και κλείσαν
Ένας βοριάς παγωμένος
Σαρώνει την έρημη γη

Στρατιώτες έρχονται
Πάνε, ρωτάνε γιατί πολεμήσαν
Κι εσύ ησυχάζεις
Το δάχτυλο βάζεις
Να βρεις την πληγή

Μη με ρωτάς, δε θυμάμαι
Μη με ρωτάς, μη με ρωτάς, μη με ρωτάς
Μη με κοιτάς, σε φοβάμαι
μη με κοιτάς, μη με ρωτάς, μη με ρωτάς

Στην πολιτεία βραδιάζει
Το χιόνι τις στέγες σκεπάζει
Ένα καμιόνι φορτώνει
Και κόβει στα δυο τη σιγή …

Περιπολία στους δρόμους
Και κάποια φωνή που διατάζει
Κι εσύ ησυχάζεις
Το δάχτυλο βάζεις
Να βρεις την πληγή …

Μη με ρωτάς, δε θυμάμαι
Μη με ρωτάς, μη με ρωτάς, μη με ρωτάς
Μη με κοιτάς, σε φοβάμαι
Μη με κοιτάς, μη με ρωτάς, μη με ρωτάς

Ο αρχηγός

Φτιάχναμε καπέλα από χαρτί
είχαμε και ξύλινα ντουφέκια
κι ήτανε ο πόλεμος γιορτή
στα παλιά μας στέκια

Όλοι σε φωνάζαν αρχηγό
κι ήξερες μονάχα να διατάζεις
κι έτρεχα ξοπίσω σου κι εγώ
για να με κοιτάζεις

Έγειρες στη γη να κοιμηθείς
κι έγινε η καρδιά σου κυπαρίσσι
σου ‘πα θα πεθάνω αν σκοτωθείς
κι όμως έχω ζήσει

Όλοι σε φωνάζαν αρχηγό
κι ήξερες μονάχα να διατάζεις
κι έτρεχα ξοπίσω σου κι εγώ
για να με κοιτάζεις

Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία
κάποιος την έγραψε στον τοίχο με μπογιά
ήταν μια λέξη μοναχά ελευθερία
κι έπειτα είπαν πως την έγραψαν παιδιά

Κι ύστερα κύλισε ο καιρός κι η ιστορία
πέρασε εύκολα απ’ τη μνήμη στην καρδιά
ο τοίχος έγραφε μοναδική ευκαιρία
εντός πωλούνται πάσης φύσεως υλικά

Τις Κυριακές από νωρίς στα καφενεία
κι ύστερα γήπεδο στοιχήματα καυγάς
ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία
είπανε όμως πως την έγραψαν παιδιά

Συρματοπλέγματα
Στίχοι Λευτέρης Παπαδόπουλος 1η εκτέλεση Αλέκα Αλιμπέρτη

Συρματοπλέγματα αναμεσά μας,
φαντάρε που ‘σαι αντίκρυ.
Αύριο θα ‘μαστε νεκροί,
αύριο θα ‘μαστε νεκροί,
μια τρύπα στα πουκαμισά μας.

Συρματοπλέγματα και στις καρδιές μας,
όπως τα γένια μας σκληρά.
Ηρθ’ η δική σου η σειρά,
ηρθ’ η δική σου η σειρά,
ρίξε να κάψεις τις σοδειές μας.

Συρματοπλέγματα και οι ψαλίδες,
κόβουν μονάχα το χαρτί.
Φυλάξου θα ‘χουμε γιορτή,
φυλάξου θα ‘χουμε γιορτή,
ανάψαν οι φωτοβολίδες.

Συρματοπλέγματα και στις καρδιές μας,
όπως τα γένια μας σκληρά.
Ηρθ’ η δική σου η σειρά,
ηρθ’ η δική σου η σειρά,
ρίξε να κάψεις τις σοδειές μας.

Ο στρατιώτης

Στίχοι Κωστούλα Μητροπούλου | τραγουδά ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου

Του ‘παν θα βάλεις το χακί
θα μπεις στην πρώτη τη γραμμή
θα μπεις στην πρώτη τη γραμμή
και ήρωας θα γίνεις

Εκείνος δε μιλάει πολύ
του ‘ναι μεγάλη η στολή
του ‘ναι μεγάλη η στολή
και βάσανο οι αρβύλες

Το εμβατήριο που του ‘μαθαν να λέει
είναι μονότονο και του `ρχεται να κλαίει
είναι μονότονο και του ‘ρχεται να κλαίει
το εμβατήριο που του ‘μαθαν να λέει

Δεν του ’γραφε ποτέ κανείς
τις νύχτες ξύπναγε νωρίς
τις νύχτες ξύπναγε νωρίς
και μίλαγε για λάθος

Μια μέρα έγινε στουπί
πέταξε πέρα τη στολή
πέταξε πέρα τη στολή
και έκλαψε μονάχος

Το εμβατήριο που του ‘μαθαν να λέει
είναι μονότονο και ντρέπεται να κλαίει
είναι μονότονο και ντρέπεται να κλαίει
το εμβατήριο που του ‘μαθαν να λέει

Τρίτος παγκόσμιος

Στίχοι Γιάννης Νεγρεπόντης
1η εκτέλεση Βασίλης Παπακωνσταντίνου

Ο Πέτρος ο Γιόχαν κι ο Φράνς
σε φάμπρικα δούλευαν φτιάχνοντας τανκς
ο Πέτρος ο Γιόχαν κι ο Φράνς
αχώριστοι γίνανε φτιάχνοντας τανκς

Ο Πέτρος ο Γιόχαν κι ο Φράνς
δουλεύαν στον Μπράουν στο Φίσερ στον Κράφτ
ο Μπράουν ο Φίσερ κι Κράφτ
αχώριστοι γίνανε φτιάχνοντας τραστ

Ο Πέτρος ο Γιόχαν κι ο Φράνς
ανέμελοι δούλευαν πάντα στα τανκς
ποτέ τους δε διάβασαν Μαρξ
ιδέα δεν είχαν για τραστ και για κραχ

Ο Μπράουν ο Φίσερ κι Κράφτ
χωρίσαν σε Μπράουν σε Φίσερ σε Κραφτ
ο Μπράουν ο Φίσερ κι ο Κράφτ
εχθροί τάχα γίναν διαλύσαν το τραστ

Και πριν μάθουν τι είπε ο Μαρξ
στρατιώτες τους πήραν στον πόλεμο παν
ο Πέτρος ο Γιόχαν κι ο Φράνς
σαν ήρωες έπεσαν κάτω απ’ τα τανκς

ο Μπράουν ο Φίσερ κι Κράφτ
σκεφτήκαν και βρήκαν πως φταίει ο Μαρξ
ο Μπράουν ο Φίσερ κι Κράφτ
ξανάσμιξαν πάλι και φτιάξανε τραστ


Μια σπάνια ηχογράφηση -από τις πρώτες
Το τραγούδι του δρόμου - Γιώργος Μούτσιος


Τσε (Γκεβάρα)

Στίχοι \ 1η εκτέλεση Μάνος Λοΐζος

Μια φωτογραφία σου ήρθε και σε μένα
Μια φωτογραφία σου απ’ τα ξένα

Απ’ αυτές που κρατάν οι φοιτητές
Απ’ αυτές που ξεσκίζει ο χαφιές
Απ’ αυτές που κρεμάν οι φοιτητές
Στην καρδία τους
Τσε Γκεβάρα

Κλείσε το παράθυρο
Σφάλισε τις πόρτες
Τρέμω για τον άνθρωπο
Με τις μπότες

Τι ζητά και στους ίσκιους περπατά
Τι ζητά και για σένανε ρωτά
Τι ζητά και το σπίτι μας κοιτά
Κάθε βράδυ
Τσε Γκεβάρα

Τόσα τριαντάφυλλα
Τα ‘καψε το χιόνι
Αχ αυτή η άνοιξη
Με ματώνει

Ο μέρμηγκας

Στίχοι \ 1η εκτέλεση Μάνος Λοΐζος

Ένας μέρμηγκας κουφός με πήρε απ το χέρι
Είμαι λέει ο πιο σοφός σ’ ολόκληρο τ’ ασκέρι

Και τα μικρά του τα μερμηγκάκια
χειροκροτάνε μ’ ενθουσιασμό
εν δυο προσκυνάμε,
εν δυο πολεμάμε,
εν δυο δεν πεινάμε

Τα βολεύεις μια χαρά σπουδαίο μου μυρμήγκι
όμως πρόσεχε καλά τ’ ωραίο σου λαρύγγι

Και τα μικρά του τα μερμηγκάκια
χειροκροτάνε μ’ ενθουσιασμό
εν δυο προσκυνάμε,
εν δυο πολεμάμε,
εν δυο μα πεινάμε

Πριν προλάβω να του πω το σύστημα ν’ αλλάξει
πλάκωσε όλο το χωριό το μέρμηγκα να χάψει

Και τα μικρά του τα μερμηγκάκια
χειροκροτάνε μ’ ενθουσιασμό
εν δυο προσκυνάμε,
εν δυο μα πεινάμε,
εν δυο θα σε φάμε!

Θα κλείσω το παράθυρο

Θα κλείσω το παράθυρο
την πόρτα θα καρφώσω
τη νύχτα αυτή που ο θάνατος
γωνιά γωνιά σε ψάχνει.

Δε θα σε δώσω του φονιά
πουλί κυνηγημένο
θα βρω μαχαίρι και γωνιά
και θα τον περιμένω.

Χτυπάνε δυο, χτυπάνε τρεις
ραγίζουν τα ρολόγια
χτυπάν την πόρτα δεκατρείς
ακούει η νύχτα, τρέμει.

Δε θα σε δώσω του φονιά
πουλί κυνηγημένο
θα βρω μαχαίρι και γωνιά
και θα τον περιμένω.

Το αίμα σου γαρούφαλλο
το δάκρυ μου ποτάμι…

Ο δρόμος μιας «άγνωστης»…
Κωστούλα Μητροπούλου (1933-2004)

Γεννήθηκε στον Πειραιά, κόρη του δικηγόρου, πολιτικού και ιστορικού συγγραφέα Γιάννη Μητρόπουλου και αδελφή της κεραμίστριας και ζωγράφου Κάτιας Μητροπούλου. Μετά το Γυμνάσιο γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, διέκοψε όμως τις σπουδές της στο τρίτο έτος. Την πρώτη εμφάνισή της στο χώρο της λογοτεχνίας έκανε το 1955, με δημοσιεύσεις πεζογραφημάτων στην εφημερίδα «Η Βραδυνή». Τρία χρόνια αργότερα εμφανίστηκε στην πειραϊκή έκδοση «Το περιοδικό μας» και εξέδωσε το μυθιστόρημα «Η χώρα με τους ήλιους».
Το 1963 έγραψε στίχους των τραγουδιών του δίσκου «Ο Δρόμος» του Μάνου Λοΐζου. Μετά την κήρυξη της δικτατορίας αυτοεξορίστηκε στο Παρίσι, προσωπικοί λόγοι ωστόσο την ανάγκασαν να επιστρέψει στην Αθήνα, όπου συνελήφθη λόγω της πολιτικής της ένταξης.
Εξέδωσε, όσο ζούσε, 46 βιβλία: 21 μυθιστορήματα, 12 συλλογές με διηγήματα, 3 νουβέλες, ένα χρονικό, 8 θεατρικά έργα και μια επιλογή από άρθρα της. Της απονεμήθηκε το Βραβείο Πεζογραφίας των Δώδεκα το 1963 για το «Πρόσωπα και φιγούρες», το Βραβείο Καλύτερου Έργου και Παράστασης το 1977 για το «Τέσσερις ερημιές», το Α΄ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος το 1984 για τη «Μεγέθυνση» και το Βραβείο European Script Fund το 1989 για το σενάριό της «Το παλαιοπωλείο στην Τσιμισκή».
Η ευαισθησία της την έφερε κοντά στα νέα ρεύματα της λογοτεχνίας στην Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική, ως πεζογράφο και θεατρική συγγραφέα, και ειδικότερα κοντά στο γαλλικό «Νέο Μυθιστόρημα» ή «Αντι-μυθιστόρημα».
Το έργο της διδάσκεται στα ελληνικά πανεπιστήμια, στην Ευρώπη, την Αμερική, την Αυστραλία, στο Μεξικό και στη Σικελία. Κυκλοφορούν μελέτες για τα βιβλία της και το θέατρό της.

Η βιβλιοθήκη της περιήλθε στο Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη το 2008, μαζί με το αρχείο της. Στη συλλογή των περίπου 4.400 βιβλίων συναντάμε έναν μεγάλο αριθμό ελληνικών και ξένων μυθιστορημάτων, διηγημάτων, ποιητικών συλλογών, θεατρικών έργων και μελετών της λογοτεχνίας, πολλά από τα οποία περιέχουν χειρόγραφες σημειώσεις της ίδιας.
Μέρος της συλλογής αποτελούν και βιβλία τέχνης της αδερφής της, καθώς και η νομική συλλογή βιβλίων του πατέρα της Ι. Δ. Μητρόπουλου.

«1050 Χιλιόκυκλοι»
Της Κωστούλας Μητροπούλου

«Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο»!
Αυτή η φωνή που τρέμει στον αέρα,
δεν σού ‘στειλε ένα μήνυμα μητέρα,
αυτή η φωνή δεν ήτανε του γιού σου,
ήταν φωνές χιλιάδες του λαού σου.
«Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο»!

Μιλάει ένα κορίτσι κι ένα αγόρι,
εκπέμπουνε τραγούδι μοιρολόι,
χίλιες πενήντα αντένες η λαχτάρα,
σε στόματα μανάδων η κατάρα.
Και τα κορίτσια και τ’ αγόρια που μιλούσαν,
τρεις μέρες και τρεις νύχτες δεν μετρούσαν,
δοκίμαζαν τις λέξεις με αγωνία,
κι αλλάζανε ρυθμό στην ιστορία.
«Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο»!
Γραμμένα μένουν τα ονόματα στο αρχείο,
δεν αναφέρονται οι νεκροί που είναι στο ψυγείο,
λένε πως είναι τέσσερις κι είναι εκατό οι μανάδες,
πρώτα σκοτώθηκε η φωνή και σώπασαν χιλιάδες.

«Το χρονικό των τριών ημερών» (απόσπασμα) \ της Κωστούλας Μητροπούλου

Η νύχτα γέμισε υποσχέσεις. Η νύχτα γέμισε τομές. Κανένας δεν ξέρει πότε και πώς και ώς πού θα φτάσει η δύναμη της φωνής στους 1.050 χιλιόκυκλους. Κανένας δεν ξέρει αν θα είναι η ίδια φωνή κι αν το χειροκρότημα θα έρθει αργά, πολύ αργότερα από το κακό.
Ώρα 1.44′ π.μ. Πρόσωπα και μάτια και στόματα σε σχήμα τραγουδιού, παρατάχτηκαν απέναντι ακριβώς από τα τανκς. Αναποφάσιστα τανκς απέναντι σε τόσα μάτια ερωτηματικά και μπροστά σ’ αυτή τη γωνιώδη απορία που σχηματίζει το τραγούδι σ’ ένα πρόσωπο παιδικό.
Αυτό διαρκεί τρία ολόκληρα λεπτά. Μια ολόκληρη εποχή κυκλική και εύηχη.
Ώρα 1.47′ π.μ. Τα γκλομπς, που η ειδησεογραφία της ημέρας θα τα παρουσιάσει στην αυριανή της έκδοση σα «στυλιάρια από κασμάδες», όρμησαν στο χώρο που βρίσκονται κλεισμένα τα παιδιά, σε μήκος κύματος 1.050 χιλιόκυκλων και σε χρόνο μηδέν. Ο χρόνος παραμένει μηδέν όσο διαρκεί αυτή η άκαιρη εισβολή. Έπειτα, σιγά σιγά τα γκλομπς ταυτοποιούνται με τον πανικό και διαχέονται μέσα στο χώρο που δεν τους είναι οικείος και τον κατακτούν βίαια.
Ώρα 1.50′ π.μ. Οι 1.050 χιλιόκυκλοι βουβάθηκαν. Η φωνή βγαίνει από κάπου αλλού. Κάπου μέσα στη νύχτα. Κάπου μέσα στο χρόνο. Λέει σταθερά τούτη η φωνή: «Παιδιά, μην πετάξετε τίποτα εναντίον τους. Να τους υποδεχτείτε με τη φράση: “Αδέρφια μας φαντάροι”».
Ώρα 1.57′ π.μ. Στους 1.050 χιλιόκυκλους, το τραγούδι πολλαπλασιαζόταν. Τώρα, η φωνή που ξανακούστηκε και ανάγγειλε επίσημα τη βλάβη του πομπού, ήτανε μια φωνή μονοδιάστατη. Σκέτη. Μια φωνή έρημη. Λέει: «Μέσα στο χώρο μας μπήκαν τα γκλομπς. Γιατί όχι οι φαντάροι;»
Ώρα 1.58′ π.μ. Σιωπηλά παιδιά και τα φωτίζουν οι προβολείς. Η περιγραφή περισσεύει. Στα χέρια τους κρατάνε αναμμένα φαναράκια ή κάτι σα στυλό. Είναι άοπλα. Παιδιά άοπλα και σωπαίνουν.
Ώρα 2.57′ π.μ. Τρία τανκς ορμάνε μαζί. Το πρώτο, που φαίνεται παράλογα πιο μεγάλο, ρίχνει τη μεγάλη πόρτα με τα κάγκελα. Οι άνθρωποι αραιώνουν. Οι άνθρωποι πάντα σε τέτοιες στιγμές ή χάνονται ή μένουν και πολτοποιούνται. Τα παιδιά τραγουδάνε τον Εθνικό Ύμνο.

[πηγή: Κωστούλα Μητροπούλου, Το χρονικό των τριών ημερών (Σχολή Πολυτεχνείου), Κέδρος, Αθήνα 1987 (13η έκδ.), σ. 19-20 & 25]