Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αντόνιο Γκράμσι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αντόνιο Γκράμσι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

11 Φεβρουαρίου 2023

Antonio Gramsci _Μισώ τους αδιάφορους

Ο Αντόνιο Γκράμσι, Ιταλός πολιτικός, φιλόσοφος, πολιτικός επιστήμονας, δημοσιογράφος, συγγραφέας, γλωσσολόγος, κριτικός λογοτεχνίας κά, υπήρξε ιδρυτής και ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας, γεννημένος στο Άλες της Σαρδηνίας, 22-Ιαν-1891, το 1913 προσχώρησε στο Σοσιαλιστικό Κόμμα. Μαζί με τον Τολιάτι και τον Τερατσίνι συγκρότησαν το 1919 την ομάδα «Νέα Τάξη» που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη και τη διάδοση του λενινισμού και του μηνύματος της Οχτωβριανής Επανάστασης στην εργατική τάξη της Ιταλίας. Το 1921 η ομάδα αυτή μαζί με άλλους αριστερούς σοσιαλιστές ίδρυσαν το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας.

Η γυναίκα του Julia
(Schucht) _ Gramsci
4ος γιος οικογένειας με επτά αγόρια, με πατέρα (Φραντσέσκο) αλβανικής καταγωγής Γκράμσι (μετανάστη γύρω στα 1700 στη Νότια Ιταλία), χαμηλόβαθμο δημόσιο υπάλληλο και μητέρα του την Πεππίνα (Τζιουζεππίνα) Γκράμσι, κόρη εφοριακού υπαλλήλου. Σπούδασε με υποτροφία που κέρδισε στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο όπου μυήθηκε και μύησε στις σοσιαλιστικές ιδέες και αμέσως _χαρισματικός καθώς ήταν αναδείχτηκε σε καθοδηγητικό στέλεχος του Σοσιαλιστικού (μετέπειτα Κομμουνιστικού) Κόμματος.
Το 1914 παίρνει το πτυχίο του και τον επόμενο χρόνο περνά στη σύνταξη της σοσιαλιστικής εφημερίδας του Τορίνο "Il grido del popolo" (Η Κραυγή του Λαού) και λίγο αργότερα στη σύνταξη του κεντρικού οργάνου του Σοσιαλιστικού Κόμματος «Avanti» (Εμπρός) - και του εβδομαδιαίου "L' Ordine Nuovo" (Νέα Τάξη).
Το 1914 όταν το Σοσιαλιστικό Κόμμα –όπως και όλη η σοσιαλδημοκρατία στην Ευρώπη διχάστηκε γύρω από το αν πρέπει η Ιταλία να συμμετάσχει στον Α' Παγκόσμιο ο Γκράμσι τάχθηκε υπέρ της ουδετερότητας, αλλά όχι της "απόλυτης" που υποστήριζε μέρος της ηγεσίας του κόμματος, αλλά την "ενεργής, μάχιμης _ λειτουργικής" διαβλέποντας την απειλή να μετατραπεί το προλεταριάτο σε αμέτοχο παρατηρητή και νεροκουβαλητή των αστών
Το 1920 καθοδηγεί την μεγάλη απεργία των εργατών για την υπεράσπιση των εργοστασιακών επιτροπών του Τορίνο και διατυπώνει το πολιτικό πρόγραμμα-μανιφέστο «Για την ανανέωση του Σοσιαλιστικού Κόμματος».

Το κελί της φυλακής Turi όπου ήταν έγκλειστος

Το Νοέμβρη του 1926 συνελήφθη απ’ τους φασίστες και εξορίστηκε. Το 1928 το δικαστήριο τον καταδίκασε σε 20 χρόνια φυλακή. Το 1937 αποφυλακίστηκε ενώ η υγεία του είχε κλονιστεί ανεπανόρθωτα. Έτσι λίγες μέρες μετά την αποφυλάκισή του 27 Απριλίου 1937 πέθανε.
Άφησε μεγάλη θεωρητική κληρονομιά που περιέχεται στα περίφημα «Τετράδια της φυλακής», γραμμένα στα χρόνια της φυλάκισής του.

Μισώ τους αδιάφορους

Πιστεύω ότι το να ζεις σημαίνει να εντάσσεσαι μαχητικά κάπου. Όποιος ζει πραγματικά δεν μπορεί να μην είναι αγωνιστής με το λαό. Η αδιαφορία είναι αβουλία, είναι παρασιτισμός, είναι δειλία, δεν είναι ζωή. Γι’ αυτό Odio gli indifferenti μισώ τους αδιάφορους.
Η αδιαφορία είναι το νεκρό βάρος της ιστορίας. Η αδιαφορία δρα δυνατά πάνω στην ιστορία. Δρα παθητικά, αλλά δρα. Είναι η μοιρολατρία. Είναι αυτό που δεν μπορείς να υπολογίσεις. Είναι αυτό που διαταράσσει τα προγράμματα, που ανατρέπει τα σχέδια που έχουν κατασκευαστεί με τον καλύτερο τρόπο. Είναι η κτηνώδης ύλη που πνίγει τη σκέψη  ευφυΐα.

Αυτό που συμβαίνει, το κακό που πέφτει πάνω σε όλους, συμβαίνει γιατί η μάζα των ανθρώπων απαρνείται τη βούλησή της, αφήνει να εκδίδονται νόμοι που μόνο η εξέγερση θα μπορέσει να καταργήσει, αφήνει να ανέβουν στην εξουσία άνθρωποι που μόνο μια ανταρσία θα μπορέσει να ανατρέψει.
Μέσα στη σκόπιμη απουσία και στην αδιαφορία λίγα χέρια, που δεν επιτηρούνται από κανέναν έλεγχο, υφαίνουν τον ιστό της συλλογικής ζωής, και η μάζα είναι σε άγνοια, γιατί δεν ανησυχεί. Φαίνεται λοιπόν σαν η μοίρα να συμπαρασύρει τους πάντες και τα πάντα, φαίνεται σαν η ιστορία να μην είναι τίποτε άλλο από ένα τεράστιο φυσικό φαινόμενο, μια έκρηξη ηφαιστείου, ένας σεισμός όπου όλοι είναι θύματα, αυτοί που τον θέλησαν κι αυτοί που δεν τον θέλησαν, αυτοί που γνώριζαν κι αυτοί που δεν γνώριζαν, αυτοί που ήταν δραστήριοι κι αυτοί που αδιαφορούσαν.

 Άλλοι γκρινιάζουν αξιολύπητα, άλλοι βρίζουν άσεμνα, αλλά κανένας ή λίγοι αναρωτιούνται: αν είχα κάνει κι εγώ το καθήκον μου, αν προσπαθούσα να διεκδικήσω (με) τη θέλησή μου, θα γινόταν αυτό που συνέβη;

Μισώ τους αδιάφορους και γι' αυτό: γιατί με εκνευρίζει η αιώνια αθώα γκρίνια τους. Ζητώ από τον καθένα να λογοδοτήσει για το πώς έφερε σε πέρας το καθήκον που του έχει βάλει η ζωή και τους αναθέτει σε καθημερινή βάση, τι έχει κάνει και κυρίως τι δεν έχει κάνει. Και νιώθω ότι μπορώ να είμαι αδυσώπητος, ότι δεν χρειάζεται να σπαταλήσω τον οίκτο μου, ότι δεν χρειάζεται να μοιραστώ τα δάκρυά μου μαζί τους.

Είμαι παρτιζάνος, ζω, νιώθω τη δραστηριότητα της μελλοντικής πόλης που χτίζει το κομμάτι μου να πάλλεται ήδη στις συνειδήσεις του μέρους μου. Και σε αυτήν η κοινωνική αλυσίδα δεν βαραίνει λίγους, σε αυτήν ό,τι συμβαίνει δεν οφείλεται σε τύχη, σε μοιραίο, αλλά είναι ευφυές έργο των πολιτών. Δεν υπάρχει κανείς μέσα σε αυτό που να στέκεται στο παράθυρο και να παρακολουθεί καθώς οι λίγοι θυσιάζονται, λιποθυμούν. Ζω, είμαι παρτιζάνος Γι' αυτό μισώ αυτούς που δεν συμμετέχουν, μισώ τους αδιάφορους _Odio gli indifferenti

 


Odio gli indifferenti. Credo che vivere voglia dire essere partigiani. Chi vive veramente non può non essere cittadino e partigiano. L’indifferenza è abulia, è parassitismo, è vigliaccheria, non è vita. Perciò odio gli indifferenti.

L’indifferenza è il peso morto della storia. L’indifferenza opera potentemente nella storia. Opera passivamente, ma opera. È la fatalità; è ciò su cui non si può contare; è ciò che sconvolge i programmi, che rovescia i piani meglio costruiti; è la materia bruta che strozza l’intelligenza. Ciò che succede, il male che si abbatte su tutti, avviene perché la massa degli uomini abdica alla sua volontà, lascia promulgare le leggi che solo la rivolta potrà abrogare, lascia salire al potere uomini che poi solo un ammutinamento potrà rovesciare. Tra l’assenteismo e l’indifferenza poche mani, non sorvegliate da alcun controllo, tessono la tela della vita collettiva, e la massa ignora, perché non se ne preoccupa; e allora sembra sia la fatalità a travolgere tutto e tutti, sembra che la storia non sia altro che un enorme fenomeno naturale, un’eruzione, un terremoto del quale rimangono vittime tutti, chi ha voluto e chi non ha voluto, chi sapeva e chi non sapeva, chi era stato attivo e chi indifferente. Alcuni piagnucolano pietosamente, altri bestemmiano oscenamente, ma nessuno o pochi si domandano: se avessi fatto anch’io il mio dovere, se avessi cercato di far valere la mia volontà, sarebbe successo ciò che è successo? 


Odio gli indifferenti anche per questo: perché mi dà fastidio il loro piagnisteo da eterni innocenti. Chiedo conto a ognuno di loro del come ha svolto il compito che la vita gli ha posto e gli pone quotidianamente, di ciò che ha fatto e specialmente di ciò che non ha fatto. E sento di poter essere inesorabile, di non dover sprecare la mia pietà, di non dover spartire con loro le mie lacrime.

Sono partigiano, vivo, sento nelle coscienze della mia parte già pulsare l’attività della città futura che la mia parte sta costruendo. E in essa la catena sociale non pesa su pochi, in essa ogni cosa che succede non è dovuta al caso, alla fatalità, ma è intelligente opera dei cittadini. Non c’è in essa nessuno che stia alla finestra a guardare mentre i pochi si sacrificano, si svenano. Vivo, sono partigiano. Perciò odio chi non parteggia, odio gli indifferenti”.

Antonio Gramsci  -
11 Φεβρουαρίου 1917