Φόνοι προμελετημένοι και σκηνοθετημένοι, κλοπές, εξαφανίσεις, εμπόριο ναρκωτικών, | εκβιασμοί και εξαπατήσεις, που καθοδηγεί η Μαφία, η συζυγική απιστία, το άνομο κέρδος και η εκδικητική μανία είναι υποθέσεις έρευνας και δράσης για τον επιθεωρητή Salvo Montalbano (Σάλβο Μονταλμπάνο).
Ο χαρισματικός αστυνόμος που έπλασε ο Andrea Camilleri κινείται πάντα και δρα
στη Βιγκάτα, τη φανταστική πόλη της Σικελίας. Μοναχικός κι ευαίσθητος, διαβάζει
πολλή λογοτεχνία και λατρεύει την καλή μουσική και τις «θεϊκές» γεύσεις της
σικελικής κουζίνας.
Απολαμβάνει, επίσης, το φως και τις χάρες της
Μεσογείου και καθυστερεί απελπιστικά τον επικείμενο γάμο του με την αιώνια
αρραβωνιαστικιά του τη Λιβία.
Αλλά ο Μονταλμπάνο, πάνω απ' όλα, λύνει γρήγορα και αποτελεσματικά όλους τους κόμπους που δένουν τους ανθρώπους με το έγκλημα. Ό,τι κι αν σπρώχνει τις ψυχές σ' αυτό, το πάθος, η δίψα για χρήμα, η ανηθικότητα, η φιλοδοξία ή ο βρασμός ψυχής, είναι αντικείμενα προσοχής κι έρευνας για τον επιθεωρητή με το ασκημένο ένστικτο και τη διεισδυτική σκέψη.
Ο Μονταλμπάνο, διατηρώντας κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες την ανθρωπιά και το εξαιρετικό στιλ της σικελικότητάς του, εξιχνιάζει όλα αυτά τα σύγχρονα μυστήρια που ανατέμνουν την ουσία της ανθρώπινης ψυχής και την αναδεικνύουν στα άδηλα και τα κρύφια της υπόστασής της.
Οι θερινές αναγνώσεις –φτάνοντας στο τέλος τους θα είναι πιο απολαυστικές με τις περιπέτειες του πεισματάρη επιθεωρητή.
Ο Αντρεα Καμιλέρι, ένας από τους πλέον δημοφιλείς ιταλούς συγγραφείς, γεννήθηκε στη Σικελία το 1925 στο Λιμάνι του Εμπεδοκλή (Porto Empedocle) της μεγάλης αρχαίας πόλης του Ακράγαντα (Agrigento). Ο πατέρας του επιθεωρητή Μονταλμπάνο, που γνώρισε τεράστια εκδοτική επιτυχία σε όλη την Ευρώπη, άργησε να εμφανιστεί στα γράμματα. Εργάστηκε επί μακράν στο θέατρο, την τηλεόραση και το ραδιόφωνο, ως σκηνοθέτης και σεναριογράφος και πρωτοεξέδωσε λογοτεχνικό έργο του το 1978, το μυθιστόρημα II corso delle cose (Η πορεία των πραγμάτων).
Το 1980 κυκλοφόρησε το δεύτερο μυθιστόρημά του Un filo di fumo (Μία γραμμή καπνού), το οποίο κέρδισε το βραβείο Gela, και ακολούθησαν πολλά επιτυχημένα βιβλία, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι πολυδιαβασμένοι τίτλοι της σειράς με ήρωα τον επιθεωρητή Μονταλμπάνο, που έκαναν τον Καμιλέρι διάσημο: Το σχήμα του νερού, Σκύλος από τερακότα, Ο κλέφτης της μεσημβρίας, Η φωνή του βιολιού και Τριάντα ημέρες με τον επιθεωρητή Μονταλμπάνο -«Εκδόσεις Πατάκη».
Άλλα σημαντικά έργα του είναι τα μυθιστορήματα: Την εποχή του κυνηγιού, Αίτηση για τηλέφωνο (από τις εκδόσεις «Ωκεανίδα») και τα: II birraio di Preston (Ο ζυθοπώλης του Πρέστον, βραβείο Vittorini), II gioco della mosca (To παιχνίδι της μύγας), La gita a Tindari (Η εκδρομή στο Τίνταρι), L’ odore della notte (To άρωμα της νύχτας), II re di Girgenti (Ο βασιλιάς του Ακράγαντα), La mossa del cavallo (Η κίνηση του αλόγου), La favola del figlio cambiato (To παραμύθι του γιου που άλλαξε), La scomparsa di Pato (Η εξαφάνιση του Πατά) κ.ά.
Μιλάω με
το Μπονκιντάσα; Ε; Με το Μπονκιντάσα μιλάω; Εσείς ο ίδιος αυτοπροσώπως είστε,
αστυνόμο;» «Ναι, Καταρέ, εγώ ο ίδιος αυτοπροσώπως είμαι».
Η
φωνή του Καταρελα ακουγόταν από πολύ μακριά, ίσα ίσα καταλάβαινε τι του έλεγε.
«Από που τηλεφωνείς;»
«Από πού νομίζετε ότι σας τηλεφωνώ, αστυνόμο; Από τη Βιγκάτα».
«Ναι, αλλά γιατί ακούγεσαι έτσι;»
«Έχω κλείσει μ’ ένα μαντίλι το στόμα μου, αστυνόμο».
«Και γιατί;»
«Για να μη με ακούσουν οι άλλοι. Ο Φάτσιο μου έδωσε διαταγή να τηλεφωνήσω σ’ εσάς και να μιλήσω μόνο μ’ εσάς».
«Καλά, πες μου αυτά που έχεις να μου πεις».
«Ήταν ένας που σκότωσε μια μπουτάνα».
«Τον πιάσατε;»
«Ποιον;»
«Αυτόν που σκότωσε την πουτάνα».
«Όχι, κύριε αστυνόμο, δεν ξέρουμε ποιος ήταν. Είπα ότι ήταν ένας, επειδή η μπουτάνα πέθανε από στραγγαλισμό, άρα κάποιος το έκανε. Λογικό δεν είναι;»
«Εντάξει, αλλά τι θέλει ο Φάτσιο από μένα;»
«Ο Φάτσιο είπε ότι ο αστυνόμος Αουτζέλο δεν τα καταφέρνει με τις δολοφονίες αυτοΰ του είδους και ότι μπορεί οι καραμπινιέροι να φτάσουν πριν από εμάς και, έτσι, ν’ αναλάβουν αυτοί την υπόθεση. Είπε αυτό: να γυρίσετε γρήγορα στη Βιγκάτα. Είπε και κάτι, όμως δεν μπορώ να σας το πω».
«Άντε, πες μου τι άλλο είπε ο Φάτσιο».
«Να, είπε ότι ενώ εμείς είμαστε χωμένοι στα σκατά, προσπαθώντας να σώσουμε το όνομά σας, εσείς καλοπερνάτε στο Μπονκιντάσα».
«Καλά, Καταρέ, να αναφέρεις στον Φάτσιο ότι θα επιστρέφω το συντομότερο δυνατόν».
Επειδή ενοχλήθηκε λίγο από τα λόγια του Φάτσιο, αντέδρασε στην πρόσκληση να επιστρέφει, αλλά αυτό κράτησε λιγότερο από μία ώρα. Μετά ντύθηκε και βγήκε. Όταν επέστρεψε στο σπίτι, είχε ήδη στην τσέπη του σακακιού του το αεροπορικό εισιτήριο της επιστροφής, που ήταν για το επόμενο μεσημέρι. Αυτό που φοβόταν ήταν η αντίδραση της Λίβια, η οποία γύρισε στο σπίτι ακριβώς στις έξι το απόγευμα. Μόλις τον είδε, έπεσε στην αγκαλιά του και σφίχτηκε επάνω του.
«Θεέ μου! Σάλβο, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ευτυχισμένη νιώθω όταν γυρίζω και σε βρίσκω εδώ στο σπίτι!»
Πριν ή μετά το δείπνο θα ήταν καλύτερα να της έλεγε ότι αποφάσισε να φύγει δύο μέρες νωρίτερα και ότι οι διακοπές του στο Μποκαντάσε της Τζένοβας θα κρατούσαν λιγότερο; Αποφάσισε να της το πει μετά το φαγητό, επειδή είχαν προγραμματίσει να πάνε να φάνε σ’ ένα εστιατόριά όπου μαγείρευαν εξαιρετικά το ψάρι, όπως ακριβώς πρέπει να μαγειρεύεται το ψάρι. Ενώ περίμεναν το λογαριασμό, η Λίβια είπε κάτι που ο Μονταλμπάνο κατάλαβε ότι θα χειροτέρευε περισσότερο την κατάσταση.
«Ξέρεις, αγάπη μου, αύριο το πρωί πρέπει να ξυπνήσουμε νωρίς».
«Γιατί;»
«Γιατί θα πάμε να περάσουμε τη μέρα μας στη Λαϊγκουέλια, στο σπίτι της φίλης μου της Ντάρας. Δεν την ξέρεις αλλά σίγουρα θα τη συμπαθήσεις».
«Και πού είναι η Λαϊγκουέλια;»
«Κοντά στη Σαβάνα. Στην ουσία, η παραλία της είναι συνέχεια της παραλίας του Αλάσιο. Είναι υπέροχα, κι ύστερα υπάρχει ένα μέρος που το έχει αγοράσει ο Νορβηγός...»
«Ποιος Νορβηγός;»
«Εκείνος που με ένα είδος σχεδίας είχε...»
«Ο thor Eyerdal το Kon-Tiki».
«Εκείνο, ονομάζεται Κόλα Μικέρι».
«Ποιος;»
«Το χωριουδάκι που αγόρασε ο Νορβηγός. Τι έχεις;»
«Εγώ;»
«Ναι, εσύ. Τι έχεις;»
«Τίποτα. Γιατί θα πρέπει να έχω κάτι;»
«Σάλβο, ξέρεις ότι σε καταλαβαίνω. Δεν ακούς τι σου λέω, κάτι άλλο σκέφτεσαι».
Ο
Μονταλμπάνο πήρε βαθιά ανάσα, όπως κάνει κάποιος που πρόκειται να πέσει σε
άπνοια.
«Αύριο
φεύγω».
Η Λίβια ξαφνιάστηκε, αλλά είπε χαμογελώντας:
«Α, ναι; Και πού θα πας;»
«Στη Βιγκάτα».
«Αφού είχες πει ότι θα έμενες μέχρι τη Δευτέρα» συνέχισε, ενώ το χαμόγελο είχε αρχίσει να σβήνει από τα χείλη της όπως σβήνει ένα σπίρτο.
«Συνέβη κάτι και...»
«Δεν με ενδιαφέρει τι συνέβη».
Σηκώθηκε, πήρε την τσάντα της και βγήκε από το εστιατόριο. Ο Μονταλμπάνο πλήρωσε το λογαριασμό και την ακολούθησε. Μέχρι να φτάσει όμως στο σημείο που είχαν παρκάρει το αυτοκίνητο, η Λίβια είχε φύγει.
Γύρισε στο σπίτι με ταξί και ευτυχώς που είχε κλειδί του σπιτιού γιατί ήταν σίγουρος ότι η Λίβια δεν θα του άνοιγε, όπως δεν άνοιξε και την πόρτα του υπνοδωματίου και δεν απάντησε όταν τη φώναξε. Ξεντύθηκε μελαγχολικά και ξάπλωσε στον καναπέ του σαλονιού. Δεν κατάφερε να κοιμηθεί, όλη τη νύχτα γύριζε πότε από το ένα πλευρό και πότε από το άλλο. Γύρω στις πέντε το πρωί άκουσε την πόρτα του υπνοδωματίου ν’ ανοίγει και τη Λίβια να του λέει:
«Έλα να ξαπλώσεις στο κρεβάτι, βλάκα».
Σηκώθηκε βιαστικά, επειδή ήθελε ν’ αγκαλιάσει τη γυναίκα του και γιατί επιθυμούσε πολύ να ξαπλώσει πιο άνετα.
«γιατί επεςτρεψες νωρίτερα;» τον ρώτησε υποψιασμένος ο Μιμί Αουτζέλο μόλις εμφανίστηκε στο γραφείο.
«Να, ξέρεις, η Λίβια δεν μπόρεσε να πει όχι σε μια φίλη της που την είχε προσκαλέσει για να περάσουν μαζί το Σαββατοκύριακο. Εγώ δεν είχα διάθεση να πάω κι έτσι... Τι να έκανα μόνος μου στο Μποκαντάσε; Υπάρχουν νέα;»
«Δεν τα έμαθες;»
Ο Μιμί ακόμα δεν είχε πεισθεί, η ξαφνική άφιξη του ανωτέρου του τον είχε βάλει σε υποψίες.
«Και από πού θα τα μάθαινα;»
Ο Αουτζέλο τον κοίταξε, η έκφραση του προσώπου του αστυνόμου ήταν τόσο αθώα, όπως ενός νεογέννητου μωρού.
«Δολοφόνησαν μία;».
«Πότε;»
«Τη μέρα που έφυγες».
- «Ποια;»
«Μια πουτάνα, ήταν εβδομήντα χρονών».
Η έκπληξη του Μονταλμπάνο ήταν τόσο μεγάλη και αληθινή, που ο Μιμί έπαψε να υποψιάζεται ότι ο αστυνόμος τα ξέρει όλα και γι’ αυτό γύρισε νωρίτερα.
«Μια εβδομηντάχρονη πουτάνα; Πλάκα μου κάνεις;»
«Όχι, βέβαια! Εβδομήντα χρόνων και ακόμα δούλευε. Ήταν ικανή γυναίκα».
«Εξήγησε μου καλύτερα τι εννοείς».
«Την έλεγαν Μαρία Καστελίνο, ήταν παντρεμένη και είχε δύο μεγάλους γιους».
Ο Μονταλμπάνο είχε αρχίσει να εκνευρίζεται.
«Τι σημαίνει παντρεμένη;»
«Σάλβο, η σημασία της λέξης δεν άλλαξε αυτές τις τρεις μέρες που είσαι στο Μποκαντάσε. Σημαίνει ότι έχει σύζυγο και τον ξέρεις. Είναι ο Σεραφίνο, αυτός που, κάνει το σερβιτόρο στο μπαρ “Πιστόνε”».
«Λύσε μου μια απορία. Ο Σεραφίνο την παντρεύτηκε πριν γίνει πουτάνα ή όταν ήταν ήδη;»
«Όταν ήταν πουτάνα. Άρχισε να τη συναντάει σαν πελάτης, μετά ανακάλυψαν ότι ήταν ερωτευμένοι και παντρεύτηκαν. Ένας ευτυχισμένος γάμος. Έχουν δύο αγόρια. Ο ένας...»
«Μια στιγμή. Και αυτός ο Σεραφίνο δηλαδή, μετά το γάμο τους, άφησε τη γυναίκα του να συνεχίσει να δουλεύει και να κάνει αυτό που έκανε πριν παντρευτούνε;»
«Ο Σεραφίνο μού είπε ότι δεν μίλησαν ποτέ γι’ αυτό το θέμα. Και στούς δύο φαινόταν φυσιολογικό η γυναίκα να συνεχίσει να δουλεύει».
«Δούλευε στο σπίτι, όταν ο άντρας της έλειπε;»
«Όχι, κύριε. Ο Σεραφίνο είπε ότι το σπίτι τους ήταν ένα τίμιο και σεβαστό σπίτι. Εκείνη είχε αγοράσει ένα σπιτάκι μ’ ένα μόνο δωμάτιο σ’ ένα δρόμο μικρό με τέσσερα σπίτια, στην οδό Γκραμένια, που είναι στην άκρη της πόλης, σχεδόν στην εξοχή. Το σπιτάκι ήταν στο ισόγειο, έπαιρνε αέρα και φως από ένα μικρό παράθυρο δίπλα στην πόρτα και ήταν πεντακάθαρο. Όσο για το μπάνιο, που να το έβλεπες, άστραφτε! Όταν η πόρτα του σπιτιού ήταν ανοιχτή, σήμαινε ότι δεν είχε πελάτη. Αντίθετα, όταν ήταν κλειστή, σήμαινε ότι δούλευε.
»Η κυρία Γκαουντέντσιο είπε ότι...»
«Μια στιγμή. Ποια είναι η κυρία Γκαουντέντσιο;»
«Μια γυναίκα που μένει στον αποπάνω όροφο».
«Πουτάνα;»
«Μα τι λες, Σάλβο! Είναι μια νέα γυναίκα γύρω στα τριάντα κι έχει και δύο μικρά παιδιά, το ένα είναι επτά και το άλλο πέντε χρόνων. Αγαπούσαν πολύ την πεθαμένη, τη φώναζαν θεία Μαρία».
«Μην ξεφεύγεις από το θέμα μας, Μιμί, και πες μου τι σου είπε η κυρία Γκαουντέντσιο».
«Ότι η Καστελίνο, όταν ήταν ωραία μέρα, καθόταν σε μια καρέκλα έξω από την πόρτα του σπιτιού της, χωρίς όμως να προκα- λεί. Ήταν πολύ μετρημένη και προσεκτική».
«Πώς έβρισκε τους πελάτες της;»
«Υπάρχει μια εξήγηση. Η κυρία Γκαουντέντσιο είπε ότι ήταν όλοι ηλικιωμένοι. Προφανώς ήταν πελάτες που τη γνώριζαν από παλιά».
«Δεν πήγαινε ποτέ και κανένας νεαρός;»
«Σπάνια, κι ύστερα γιατί θα έπρεπε ένας νεαρός να πάει να εκτονωθεί σε μια γριά πουτάνα όταν υπάρχουν τόσες νέες και όμορφες στην πιάτσα;»
«Σίγουρα θα υπήρχαν κάποιο λόγοι, Μιμί. Εσύ δεν μπορείς να τους καταλάβεις, γιατί το εργαλείο σου είναι αλάνθαστο. Αλλά υπάρχουν νεαροί που φαίνονται αυθάδεις και φτασμένοι, όμως συχνά είναι ανασφαλείς, και έχουν διάφορα προβλήματα με το συγκεκριμένο θέμα... Και τότε μια ηλικιωμένη, υπομονετική και με κατανόηση... Κατάλαβες τι εννοώ;»
«Κατάλαβα. Και ίσως ήταν ένας νεαρός που δεν έψαχνε κατανόηση, όπως λες εσύ, αλλά ήταν απλώς διεφθαρμένος».
«Τι είπε ο Πασκουάνο;»
«Ο ιατροδικαστής είπε ότι κατά τη γνώμη του ο δολοφόνος πρώτα της έδωσε μια μπουνιά στο πρόσωπο, μετά έβγαλε τη ζώνη του παντελονιού, του, την πέρασε γύρω από το λαιμό της και την έσφιξε. Ο Πασκουάνο είπε ότι υπάρχει το σημάδι από την αγκράφα της ζώνης. Μετά έβαλε ξανά τη ζώνη του και βγήκε από το σπίτι, σαν να μη συνέβη τίποτα».
- «Έλειπε κάτι;»
- «Τίποτα. Το τσαντάκι με τα χρήματα ήταν επάνω στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι».
- «Πόσα έπαιρνε;»
- «Πενήντα χιλιάδες λιρέτες».
- «Και πόσα χρήματα υπήρχαν στο τσαντάκι;»
- «Διακόσιες πενήντα χιλιάδες λιρέτες».
- «Πόσα χρήματα έβγαζε την ημέρα; Σου είπε ο Σεραφίνο;»
- «Γύρω στις Τριακόσιες με τριακόσιες πενήντα χιλιάδες λιρέτες».
- «Συνεπώς θα πρέπει να τη δολοφόνησε κάποιος από τους τελευταίους πελάτες της ημέρας».
- «Ο Πασκουάνο είπε ότι ο θάνατος προήλθε μετά το μεσημεριανό φαγητό. Α, ξέρεις κάτι; Ο Πασκουάνο λέει επίσης ότι δεν υπάρχουν ίχνη σεξουαλικής επαφής με το δολοφόνο».
- «Το θύμα ήταν ντυμένο;»
«Ναι, φορούσε όλα της τα ρούχα, μόνο τα παπούτσια της είχε βγάλει για να ξαπλώσει. Ο άντρας ξάπλωσε δίπλα της, ίσως ήταν κι αυτός ντυμένος, και εντελώς ξαφνικά της έδωσε μια μπουνιά».
«Προφανώς ο άντρας πήγε να τη βρει όχι επειδή ήθελε να πηδήξει, αλλά για να μιλήσει».
«Για ποιο θέμα;»
«Αυτό είναι το ερώτημα» είπε ο Μονταλμπάνο.
Αφού ξεκουραςτηκε δύο ώρες στο σπίτι του στη Μαρινέλα, ο αστυνόμος πήρε το αυτοκίνητο και γύρισε στη Βιγκάτα. Είχε ζητήσει να του πουν πού ακριβώς ήταν η οδός Γκραμένια, αλλά έτσι κι αλλιώς έκανε πολλή ώρα για να τη βρει. Ήταν ένα μικρό δρομάκι με τέσσερα σπίτια, έτσι είχε πει ο Μιμί, και πραγματικά υπήρχαν μόνο τέσσερα σπίτια. Ήταν τρία σπίτια όμοια μεταξύ τους, με ισόγειο και έναν ακόμα όροφο από πάνω, ενώ το τέταρτο ήταν ένα μαγαζί, κλειστό με μια σκουριασμένη αλυσίδα. Στεκόταν ακριβώς μπροστά από το σπίτι της Μαρίας Καστελίνο. Μπροστά από την κλειστή πόρτα, ακουμπισμένο καταγής, υπήρχε ένα μπουκέτο λουλούδια. Δύο μικρά έτρεχαν και φώναζαν, σταμάτησαν όμως αμέσως μόλις είδαν τον ξένο.
«Η κυρία Γκαουντέντσιο είναι η μητέρα σας;»
«Μάλιστα, κύριε» είπε το πιο μεγάλο.
«Ο μπαμπάς σου είναι στο σπίτι;»
«Όχι, κύριε, ο πατέρας μου δουλεύει μέχρι το βράδυ».
«Η μητέρα σου είναι;»
«Μάλιστα, κύριε, τώρα θα τη φωνάξω».
Μπήκε τρέχοντας από την πόρτα. Το πιο μικρό από τα δύο τον κοιτούσε προσεκτικά. -
«Μπορείς να μου πεις κάτι;» τον ρώτησε ξαφνικά.
«Βέβαια».
«Είναι αλήθεια ότι η γιαγιά πέθανε;»
Ο Μιμί έκανε λάθος: δεν τη φώναζαν «θεία» τα παιδιά αλλά «γιαγιά». Δεν πρόλαβε να βρει και να δώσει μια απάντηση στο παιδί, γιατί στο μπαλκονάκι που ήταν πάνω από το σπιτάκι της Μαρίας Καστελίνο εμφανίστηκε μια τριαντάχρονη γυναίκα, ενώ ο γιος της βγήκε ξανά τρέχοντας από την πόρτα και ο μικρούλης αδερφός του έτρεξε πίσω του κλαίγοντας. Ο Μονταλμπάνο ένιωσε την καρδιά του να σφίγγεται.
«Ποιος είστε;»
«Είμαι ο αστυνόμος Μονταλμπάνο».
«Αν θέλετε να μου μιλήσετε, μπορείτε ν’ ανεβείτε».
Το σπίτι ήταν καθαρό, τα έπιπλα ήταν φτηνά αλλά άστραφταν από καθαριότητα. Έδειξε στον Μονταλμπάνο μια πολυθρόνα, του σαλονιού για να καθίσει.
«Να σας προσφέρω κάτι;»
«Όχι, ευχαριστώ, κυρία. Δεν θα καθίσω πολλή ώρα».
«Τι θέλετε να μάθετε; Είπα ήδη τι ήξερα στον αστυνόμο Αουτζέλο».
Ο Μονταλμπάνο ένιωσε ότι η χαριτωμένη κυρία Γκαουντέντσιο κοκκίνισε ελαφρά, όταν ανέφερε το όνομα του Αουτζέλο. Μήπως ο Μιμί δεν είχε χάσει καθόλου χρόνο και πρόλαβε να φλερτάρει τη νέα γυναίκα;
«Έμαθα ότι γνωρίζατε καλά τη δυστυχή κυρία Μαρία».
Αμέσως δυο δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια της. Η κυρία Γκαουντέτσιο δεν έκρυβε τα συναισθήματά της.
«Ήταν δικός μας άνθρωπος, κύριε αστυνόμε. Τα παιδιά μου την είχαν σαν γιαγιά τους. Τα Χριστούγεννα ήθελε τα παιδιά να κρεμάνε τις κάλτσες στο δικό της σπίτι και πάντα τις γέμιζε με δώρα που μόνο εκείνη μπορούσε να φανταστεί, πράγματα που ξετρέλαιναν τα παιδιά...»
«Τη γνωρίζατε πολύ καιρό;»
«Οχτώ χρόνια. Μόλις παντρεύτηκα, ήρθα να μείνω εδώ. Ο άντρας μου, ο Ατίλιο, δουλεύει στην επιχείρηση ηλεκτρικού ρεύματος. Περίμενα να γεννηθεί ο δεύτερος γιος μου, αυτός που είναι πέντε χρονών, ο Πιτρίνου... είχαν μείνει ακόμα λίγες μέρες μέχρι να γεννήσω κι ενώ κατέβαινα τις σκάλες έπεσα... άρχισα να φωνάζω. .. Η γιαγιά Μαρία με άκουσε κι έτρεξε... Αν δεν ήταν αυτή, εγώ θα πέθαινα και μαζί μ’ εμένα θα πέθαινε και ο Πιτρίνου...»
Άρχισε να κλαίει και δεν έκανε τίποτα για να συγκροτήσει τα δάκρυά της.
«Ήταν τόσο καλή! Δεν είχε δημιουργήσει ποτέ το παραμικρό, δεν ακούσαμε ποτέ καμία συζήτηση ανάμεσα σ’ αυτήν και σε κάποιον πελάτη...» ·
«Κυρία, μιλούσε μαζί σας για τους πελάτες της;»
«Ποτέ. Δεν ανέφερε τίποτα, ήταν τάφος».
«Συνεπώς δεν είστε σε θέση να μου πείτε κάτι που ίσως βοηθήσει στην έρευνα της υπόθεσης».
«Όχι, κύριε, μόνο αυτό που μου είπε σήμερα ο γιος μου ο μεγάλος, ο Καζιμίρου...»
«Τι σας είπε;»
«Είναι κάτι που συνέβη πριν από δέκα μέρες περίπου. Η γιαγιά Μαρία είχε την πόρτα του σπιτιού της κλειστή, ο Καζιμίρου περνούσε από μπροστά καθώς γύριζε από το παιχνίδι, όταν άκουσε να τον φωνάζει η γιαγιά Μαρία, που ήταν πίσω από το μισόκλειστο παραθυράκι. Είπε στον Καζιμίρου νατρέξει μέχρι το τέλος του δρόμου για να δει αν υπήρχε ένας άντρας που έφευγε... Ο Καζιμίρου έτρεξε και πραγματικά είδε έναν άντρα που απομακρυνόταν. Γύρισε πίσω και το είπε στη γιαγιά και τότε εκείνη άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της».
«Προφανώς ήταν κάποιος που δεν ήθελε να συναντήσει. Τον είχε δει να έρχεται και έκλεισε την πόρτα, όπως έκανε όταν είχε μέσα κάποιον πελάτη».
«Κι εγώ το ίδιο πράγμα σκέφτηκα. Τι θα γίνει με αυτή την ιστορία, θα του την πείτε εσείς ή θα του τήν πω εγώ;»
«Σε ποιον;»
«Στον κύριο Αουτζέλο».
«Θα του την αναφέρω εγώ κι εσείς θα του την πείτε με κάθε λεπτομέρεια».
«Ευχαριστώ» είπε η κυρία Γκαουντέντσιο κοκκινίζοντας.
Ο Μονταλμπάνο σηκώθηκε να φύγει.
«Είδα μπροστά από την πόρτα του σπιτιού της Μαρίας Καστε- λίνο ένα μπουκέτο λουλούδια. Ξέρετε ποιος το άφησε;»
«Ο διευθυντής Βαζαλικό».
«Ο διευθυντής του λυκείου!»
«Μάλιστα, κύριε. Ερχόταν μία φορά την εβδομάδα, ακόμα κι όταν ήταν παντρεμένος. Και ύστερα, όταν πια έμεινε χήρος. Ήταν φίλοι».
«πήγες και μίλησες με την κυρία Γκαουντέντσιο!» του είπε θυμωμένος ο Μιμί.
«Ναι, γιατί, απαγορεύεται;»
«Όχι, αλλά ας ξεκαθαρίσουμε μία και καλή τα πράγματα. Αυτή την υπόθεση θα την αναλάβεις εσύ ή εγώ;»
«Εσύ, Μιμί. Συνεπούς αν μάθω κάτι σημαντικό, δεν θα σου το πω. Τώρα είμαστε εντάξει;»
«Μη φέρεσαι σαν μαλάκας».
«Ούτε κι εσύ όμως. Μπορείς να μου απαντήσεις σε κάτι;»
«Βέβαια».
«Σε ενδιαφέρει περισσότερο ν’ ανακαλύψεις το δολοφόνο ή να γνωρίσεις καλύτερα την κυρία Γκαουντέντσιο;»
Ο Μιμί τον κοίταξε, του ερχόταν να χαμογελάσει.
«Και τα δύο, αν είναι δυνατόν».
«Μιμί, μην έχεις τέτοια μούτρα. Α, καλά που το θυμήθηκα, για πες μου πώς τη λένε;»
«Τερεζίτα».
«Λοιπόν, τρέξε στην Τερεζίτα πριν γυρίσει ο άντρας της από τη δουλειά του και θα σου πει ότι η κυρία Μαρία είχε έναν πελάτη που δεν ήθελε πια να συναναστρέφεται ή δεν ήθελε ν’ αρχίσει να συναναστρέφεται».
«αστυνόμο, μπορώ να σας πω κάτι;» ρώτησε ο Καταρέλα μπαίνοντας στο γραφείο του Μονταλμπάνο με συνωμοτικό ύφος.
«Καλά, πες μου». . ·
Ο Καταρέλα έκλεισε την πόρτα μόλις μπήκε και ύστερα στάθηκε.
«Αστυνόμο, μπορώ να γυρίσω μια φορά το κλειδί;»
«Καλά» είπε ο Μονταλμπάνο με καρτερικότητα.
Ο Καταρέλα κλείδωσε την πόρτα, πλησίασε, στάθηκε μπροστά από-το γραφείο του αστυνόμου, ακούμπησε με τα χέρια του επάνω κι έσκυψε λίγο προς τα μπροστά. Είχε φάει κάτι που είχε πολύ σκόρδο.
«Αστυνόμο, η υπόθεση λύθηκε. Έκλεισα επειδή δεν θέλω να πιάσει ζήλια τους άλλους, επειδή εγώ κατάφερα να βρω τη λύση».
«Για ποια υπόθεση μιλάς;»
«Εκείνη με την μπουτάνα, αστυνόμο».
«Και πώς τα κατάφερες;»
«Χτες του βράδυ είδα μια ταινία στην τηλιόραση. Ήταν η ιστορία ενός που δολοφονούσε γριές μπουτάνες στην Αμέρικα».
«Ένας serial killer;»
«Όχι, κύριε αστυνόμο, δεν τον έλεγαν έτσι. Νομίζω ότι τον έλεγαν Τζιόνι Γκουέστ ή κάτι τέτοιο».
«Και γιατί αυτός ο Τζιόνι δολοφονούσε τις γριές πουτάνες;»
«Γιατί του έφερναν στο μυαλό τη μητέρα του που έκανε την μπουτάνα. Και τότε εγώ σκέφτηκα ότι τα πράγματα ήταν απλά απλά. Αρκεί εσείς, αστυνόμο, ν’ αρχίσετε να ψάχνετε και θα λύσετε την υπόθεση».
«Και ποιον θα πρέπει να ψάξω, Καταρέ;»
«Ένα πελάτη της μπουτάνας που είναι γιος μπουτάνας».
στο τηλέφωνο, ο διευθυντής Βαζαλικό δεν έφερε την παραμικρή, δυσκολία. Αντίθετα του είπε με ευγενικό τρόπο:
«Θα θέλατε να περάσω από το αστυνομικό τμήμα;»
«Μα τι λέτε, κύριε διευθυντά. Θα έρθω εγώ να σας συναντήσω στο σπίτι σας, σε μισή ώρα. Συμφωνείτε;»
«Σας περιμένω».
Πρώτα όμως αποφάσισε να πεταχτεί μέχρι το μπαρ «Πιστόνε». Ο Σεραφίνο δεν ήταν εκεί. Ο κύριος Πιστόνε ήταν καθισμένος στο ταμείο 'και του εξήγησε ότι έδωσε μία εβδομάδα άδεια στο δυστυχισμένο για την ατυχία που τον βρήκε. Ο αστυνόμος τού ζήτησε τη διεύθυνση του σερβιτόρου.
Ο διευθυντής Βαζαλικό ήταν ένας άντρας λεπτός και κομψά ντυμένος. Οδήγησε τον αστυνόμο σ’ ένα γραφείο όπου οι τοίχοι γύρω γύρω ήταν γεμάτοι ράφια με βιβλία.
«Ήρθατε για τη δυστυχισμένη τη Μαρία, έτσι δεν είναι;»
«Ναι. Αλλά μόνο γιατί έμαθα ότι πήγατε και αφήσατε ένα μπουκέτο...»
«Αλήθεια, έτσι είναι και δεν το έκανα κρυφά. Με είδε κι η κυρία που μένει στον αποπάνω όροφο, την οποία γνωρίζω πολύ καλά».
«Πηγαίνατε πολύ καιρό στην... κυρία Μαρία;» -
«Από τότε που εγώ ήμουνα δεκαοχτώ χρονών και αυτή δέκα χρόνια μεγαλύτερη. Μαζί της γνώρισα για πρώτη φορά τον έρωτα. Ύστερα, όταν παντρεύτηκα, συνέχισα να πηγαίνω. Όχι επειδή ήθελα να... αλλά επειδή υπήρχε μεταξύ μας φιλία. Τη συμβούλευα. Η γυναίκα μου το ήξερε».'
«Τι συμβουλές δίνατε στην κυρία;»
«Να, κοιτάξτε, ο Σεραφίνο είναι ένας αγαπητός άνθρωπος, αλλά αγράμματος. Εγώ βοήθησα τους γιους του να σπουδάσουν...»
«Με τι ασχολούνται;»
«Ο ένας είναι γεωλόγος, δουλεύει στην Αραβία. Ο άλλος είναι μηχανικός, ζει στο Καράκας. Και οι δύο είναι παντρεμένοι με παιδιά».
«Ποιες ήταν οι σχέσεις μεταξύ τους;»
«Των παιδιών με τη μητέρα, εννοείτε; Εξαιρετικές. Η Μαρία μού έδειχνε κάθε τόσο τις φωτογραφίες που της έστελναν με τα εγγονάκια...»
«Ερχόντουσαν να δουν τους γονείς τους;»
«Ναι, κάθε χρόνο, αλλά...»
«Συνεχίστε».
«Όταν παντρεύτηκαν, σταμάτησαν να έρχονται. Τσως φοβόντουσαν ότι οι γυναίκες τους θα μάθαιναν, καταλαβαίνετε... Η Μαρία υπέφερε, τους γνώριζε μόνο από τις φωτογραφίες».
«Μόνο για την εκπαίδευση των παιδιών ζητούσε τη συμβουλή σας;»
Ο διευθυντής για μια στιγμή φάνηκε διστακτικός.
«Όχι... μερικές φορές με ρωτούσε και για κάποιες επενδύσεις που ήθελε να κάνει...»
«Δηλαδή;»
«Είχε αρκετά χρήματα».
«Πόσα;»
«Δεν ξέρω να σας πω ακριβώς... Εξακόσια... εφτακόσια εκατομμύρια... Και. το σπίτι που έμενε με τον άντρα της ήταν δικό της... Εδώ στη Βιγκάτα είχε τρία ή τέσσερα διαμερίσματα που νοίκιαζε...»
«Εσείς ξέρετε;»
«Αν ξέρω τι;»
«Αν ξέρετε από επενδύσεις, από κερδοφόρες επενδύσεις...»
«Κάθε τόσο παίξω στο χρηματιστήριο».
«Είπατε και στη Μαρία να παίξει;»
«Όχι, ποτέ».
«Μήπως η κυρία Μαρία σάς είχε μιλήσει για κάποιο πρόβλημα που αντιμετώπιζε;».
«Τι εννοείτε;»
«Να, σίγουρα εξαιτίας της δουλειάς της θα είχε κάποιες δυσάρεστες συναντήσεις, έτσι δεν είναι;»
«Απ’ ό,τι ξέρω, δεν είχε αντιμετωπίσει ποτέ πρόβλημα. Μόνο τον τελευταίο καιρό είχέ γίνει νευρική... αφηρημένη... Εγώ τη ρώτησα τι της συνέβαινε και αυτή μου απάντησε ότι είχε έναν πελάτη που τις είχε κάνει απαράδεκτες προτάσεις, αυτή τον είχε διώξει, αλλά αυτός κάθε τόσο επέστρεφε και επέμενε».
Ο Μονταλμπάνο σκέφτηκε αυτά που του είχε διηγηθεί η κυρία Γκαουντέντσιο για το γιο της τον Καζιμίρου τον οποίο είχε στείλει η κυρία Μαρία, που ήταν κλεισμένη στο σπίτι της, να δει αν κάποιος άντρας είχε απομακρυνθεί.
«Σας είπε το όνομα αυτού του πελάτη;»
«Αστειεύεστε; Ήταν πολύ προσεκτική, δεν μιλούσε ποτέ για κανέναν. Η επιφυλακτικότητα προσωποποιημένη... Και πολύ ήταν που μου είχε αναφέρει αυτό το περιστατικό».
οταν πήγαινε να συναντήσει τον Σεραφίνο, είδε τα πένθιμα αγγελτήρια που μόλις τα είχαν τοιχοκολλήσει. Η κηδεία της κυρίας Μαρίας Καστελίνο θα γινόταν την επόμενη μέρα, που ήταν Κυριακή, στις δέκα το πρωί στην εκκλησία του Κρίστο Ρε. Μόλις έφτασε στο σπίτι του Σεραφίνο, διαπίστωσε ότι άστραφτε από καθαριότητα. Ο εβδομηντάχρονος σερβιτόρος του μπαρ «Πιστόνε» θύμιζε στον αστυνόμο χελώνα, από τις ρυτίδες που είχε στο λαιμό του. Τώρα όμως του φάνηκε ότι έμοιαζε με προϊστορικό απολίθωμα. Ο θάνατος της γυναίκας του τον είχε γεράσει ακόμα περισσότερο, τα χέρια του έτρεμαν και με το ζόρι στεκόταν όρθιος.
«Σκεφτείτε, αστυνόμε, ότι η Μαρία είχε αποφασίσει να σταματήσει να δουλεύει, θα εργαζόταν για κανένα μήνα ακόμα».
«Είχε κουραστεί από τη δουλειά που έκανε;»
«Όχι, κύριε αστυνόμε, δεν είχε κουραστεί, θα το έκανε για μένα».
«Δεν ήθελες να συνεχίσει να εργάζεται;»
«Από εμένα ήταν ελεύθερη να συνεχίσει να δουλεύει όσο είχε πελάτες. Όχι, το έκανε για να σταματήσω να δουλεύω εγώ».
«Με συγχωρείς, Σεραφί, αλλά δεν κατάλαβα».
«Ακούστε, αστυνόμε. Εγώ δούλευα στο μπαρ γιατί η Μαρία έκανε τη ζωή που έκανε. Εγώ δούλευα και έβγαζα το ψωμί μας και, έτσι, δεν μπορούσαν να πουν στην πόλη ότι εγώ ζούσα σαν νταβα- τζής από τα χρήματα που έβγαζε η γυναίκα μου. Γι’ αυτό όλοι με σέβονται, και πρώτα από όλους η συχωρεμένη η Μαρία και τα παιδιά μου». '
«Σεραφί, η γυναίκα σου σου είπε ποτέ για κάποιον από τους πελάτες της που...»
«Αστυνόμε, η Μαρία δεν μου μιλούσε ποτέ για τη δουλειά της κι εγώ δεν ρωτούσα απολύτως τίποτα. Μόνο ο διευθυντής Βαζαλικό, που στην αρχή ήταν πελάτης της και ύστερα έγινε φίλος, ερχόταν καμία φορά εδώ».
«Γιατί;»
«Αυτός και η γυναίκα μου μιλούσαν. Καθόντουσαν στην τραπεζαρία και συζητούσαν για τα οικονομικά μας, για διάφορες οικονομικές υποθέσεις. Εγώ όμως δεν καταλάβαινα τίποτα, έτσι ερχόμουνα εδώ στο σαλόνι και έβλεπα τηλεόραση».
«Σεραφί, εγώ τη γυναίκα σου δεν την είχα γνωρίσει ποτέ. Μήπως έχεις μια φωτογραφία της;»
«Μάλιστα, κύριε. Την είχε βγάλει πριν από ένα μήνα για να τη στείλει στα παιδιά μας».
Η κυρία Μαρία Καστελίνο ήταν μια όμορφη, σοβαρή γυναίκα. Δεν ήταν υπερβολικά μακιγιαρισμένη και πρόσεχε πολύ την εμφάνισή της. Ο αστυνόμος σκέφτηκε ότι μάλλον δεν το έκανε μόνο επειδή το επέβαλε η δουλειά της. Ήταν φανερό πως επρόκειτο για μια γυναίκα που φρόντιζε τον εαυτό της όπως φρόντιζε για την καθαριότητα του σπιτιού της και του χώρου όπου δούλευε.
«Μπορείς να μου τη δανείσεις;» βγαίνοντας από την πόρτα, κοίταζε το ρολόι του. Ήταν εννέα το βράδυ. Μπήκε στο αυτοκίνητο και πήρε το δρόμο για τη Μοντελούζα, όπου ήταν τα γραφεία και το στούντιο της Ρετε- λίμπερα. Περίμενε να τελειώσει ο φίλος του ο Τζίτο τις ειδήσεις. Του έδωσε τη φωτογραφία της πεθαμένης και τον παρα- κάλεσε να του κάνει μια χάρη.
Μετά
ξαναμπήκε στο αυτοκίνητο και γύρισε στη Μαρινέλα χωρίς να περάσει από
το αστυνομικό τμήμα. Η γυναίκα που του καθάριζε το σπίτι και του μαγείρευε, η
Αντελίνα, είχε τη συνήθεια να μη σηκώνει το τηλέφωνο όταν χτυπούσε («το
τηλέφωνο φέρνει συμφορές»). Ο Μονταλμπάνο έτσι δεν είχε μπορέσει να την
ειδοποιήσει ότι θα επέστρεφε νωρίτερα απ’ ό,τι είχε προγραμματίσει.
«Θα πρέπει να αρκεστείτε σε αυτά που υπάρχουν στο ψυγείο, ελιές, τυρί και
αντζούγιες. Θα ξεπαγώσω λίγο ψωμί και θα σας φέρω να φάτε έξω στη βεράντα. Οι
βραδιές του Σεπτεμβρίου είναι ζεστές και σε γεμίζουν γαλήνη».
Στις δώδεκα τα μεσάνυχτα άνοιξε την τηλεόραση. Ο Τζίτο έλεγε τις ειδήσεις. Κάποια στιγμή έδειξε τη φωτογραφία της Μαρίας Καστελίνο και είπε ότι ο αστυνόμος Μονταλμπάνο και ο βοηθός του, ο υπαστυνόμος Αουτζέλο, ζητούσαν από όποιον ήξερε κάτι σχετικό με τη δολοφονία της κυρίας να τους το αναφέρει. Απευθυνόντουσαν, έκαναν έκκληση στην «ευαισθησία των παλιών φίλων της κυρίας», έτσι ακριβώς το είπε. Και βέβαια θα υπήρχε εχεμύθεια: δεν χρειαζόταν να πάνε οι ίδιοι στο αστυνομικό τμήμα, μπορεί απλώς να τηλεφωνούσαν ή να έστελναν ένα γράμμα. Όμως έπρεπε ν’ αναφέρουν τα πάντα, ακόμα και πράγματα που θα θεωρούσαν ασήμαντα.
Ήταν η σωστή κίνηση, «η ευαισθησία των παλιών φίλων» εκφράστηκε αμέσως. Μόλις έφτασε στο γραφείο του ο αστυνόμος, στις οχτώ το πρωί της επόμενης ημέρας, ρώτησε τον Καταρέλα:
«Τηλεφώνησε κανένας;»
«Μάλιστα, κύριε αστυνόμο. Έξι άνθρωποι τελεφώνησαν για εκείνη την υπόθεση της δολοφονημένης μπουτάνας! Έγραψα τα ονόματα σ’ αυτό το κομματάκι το χαρτί».
Δίπλα από κάθε όνομα υπήρχε κι ένας αριθμός τηλεφώνου, σημάδι ότι δεν είχαν να κρύψουν από κανέναν τη σχέση τους με τη γυναίκα. Όταν τελείωσε τα τηλεφωνήματα, συμπέρανε ότι οι πελάτες που είχαν μιλήσει μαζί του και τους είχε κάνει διάφορες ερωτήσεις ήταν γύρω στα εβδομήντα και ότι ο ένας δεν ήξερε τίποτα απολύτως για τον άλλον.
Η πόρτα άνοιξε απότομα και ο Μονταλμπάνο τινάχτηκε από τη θέση του: ήταν ο Καταρέλα.
«Τελειώσατε τα τελεφωνήματα, αστυνόμο;» '
«Ναι, γιατί τόση βιασύνη;»
«Γιατί από τις εφτά το πρωί είναι κάποιος που θέλει να μιλήσει σ’ εσάς τον ίδιο αυτοπροσώπως για την ίδια υπόθεση».
«Πού είναι;»
«Στην αίθουσα που περιμένουν».
«Από τις εφτά το πρωί; Τότε, γιατί δεν μου το είπες μόλις ήρθα;»
«Γιατί όταν ήρθατε με ρωτήσατε αν είχε τελεφωνήσει κανένας. Και εγώ σας απάντησα. Δεν σας είπα για τον κύριο, γιατί αυτός δεν τελεφώνησε».
Η λογική του Καταρέλα έσπαγε τα νεύρα του αστυνόμου. Ο άντρας που μπήκε στο γραφείο του Μονταλμπόνο ήταν ένας καλοντυμένος σαραντάρης.
«Ονομάζομαι Μάρκο Ράμπολα και είμαι παιδίατρος στη Μοντελούζα. Έρχομαι για την υπόθεση εκείνης της δύστυχης της δολοφονημένης πόρνης».
«Καθίστε και πείτε μου ό,τι ξέρετε. Τη γνωρίζατε;»
«Ναι, είχα πάει μία φορά να τη βρω».
Έκανε μια μικρή παύση:
«...να της μιλήσω. Να καθορίσουμε μια κοινή γραμμή».
«Κοινή γραμμή; Για ποιο πράγμα;»
«Για τον πατέρα μου. Είναι εντελώς τρελός, αν και δεν του φαίνεται»,
«Ακούστε, είναι καλύτερα να μου πείτε όλη την ιστορία από την αρχή».
«Πριν από εφτά χρόνια πέθανε η μαμά μου, σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Οδηγούσε ο πατέρας μου, ο οποίος λάτρευε τη μητέρα μου. Έτσι, του κόλλησε η ιδέα ότι αυτός έφταιγε για...»
«Έφταιγε πραγματικά;»
«Δυστυχώς, ναι. Και από τότε έχει αλλάξει. Έπαθε κατάθλιψη, τον έπιασε θρησκευτική μανία, είχε έμμονες ιδέες... Προσπάθησα με φάρμακα να τον βοηθήσω να θεραπευτεί, αλλά δεν κατάφερα τίποτα. Η κατάστασή του χειροτέρευε από μέρα σε μέρα. Εγώ είμαι ανύπαντρος και θα συνεχίσω να είμαι για λίγο καιρό ακόμα, έτσι δεν είχα πρόβλημα να τον έχω μαζί μου στο σπίτι. Εξάλλου, δεν είναι επικίνδυνος για κανέναν. Όμως πριν από ένα μήνα γύρισε στο σπίτι και ήταν σε υπερένταση. Μου διηγήθηκε ότι είχε έρθει στη Βιγκάτα και είχε συναντήσει τη μαμά μου. Ξαφνικά, ενώ έδειχνε ευτυχισμένος, άλλαξε και μου είπε όλο απελπισία ότι η μαμά δούλευε σαν πόρνη. Και ότι αυτός δεν άντεχε κάτι τέτοιο. Εγώ φοβήθηκα. Στη Μοντελούζα υπάρχει ένα ιδιωτικός ντετέκτιβ και ήρθα σε επαφή μαζί του. Ύστερα από τρεις μέρες μου ανέφερε ότι στη Βιγκάτα υπήρχε μια ηλικιωμένη πόρνη. Μόλις το έμαθα ανησύχησα, γιατί τώρα ο πατέρας μου είχε και στιγμές ανήκουστης βίας. Έτσι, ήρθα εδώ στη Βιγκάτα και μίλησα με αυτή τη φτωχή γυναίκα. Εκείνη μου είπε ότι όλη αυτή την ιστορία τη διηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια σ’ ένα φίλο της διευθυντή και ότι, αν συνέβαινε κάτι, αυτός θα πήγαινε να ενημερώσει την αστυνομία. Εγώ συμβούλεψα την κυρία να βρει τρόπο ώστε ο μπαμπάς μου να μην τη συναντήσει πια. Αυτή μου υποσχέθηκε ότι δεν θα τον ξαναδεχόταν. Και το έκανε, ενώ ο μπαμπάς, επειδή αρνιόταν να τον δεχτεί, έγινε ακόμα πιο βίαιος».
«Πείτε μου πιο συγκεκριμένα τι ήθελε ο πατέρας σας».
«Ήθελε να σταματήσει η γυναίκα να δουλεύει και να πάει να ζήσει μαζί του».
«Πώς αποκλείετε ότι δεν ήταν ο πατέρας σας αυτός που...»
«Να, την προηγούμενη μέρα του φόνου αυτής της δύστυχης γυναίκας, εγώ είχα καταφέρει να πάω τον μπαμπά σε μια ψυχιατρική κλινική στο Παλέρμο. Από τότε δεν έχει βγει».
Έβαλε το δεξί του χέρι στην τσέπη του σακακιού του και έβγαλε ένα μικρό φύλλο χαρτί.
«Εδώ έχω γράψει τη διεύθυνση και τα τηλέφωνα της κλινικής. Αν χρειαστεί, μπορείτε να ζητήσετε όποια πληροφορία θέλετε».
«Πείτε μου κάτι. Γιατί νιώσατε την ανάγκη να μου διηγηθείτε αυτή την ιστορία;»
«Επειδή έγινε μια δολοφονία και δεν θα ήθελα ν’ ακουστεί το όνομα του μπαμπά. Ύστερα, αν αυτός ο διευθυντής είχε μάθει, όπως μου είπε η γυναίκα, την ιστορία, ήταν πολύ πιθανό να σας έχει μιλήσει. Κι εσείς χωρίς να το θέλετε θα ακολουθούσατε ένα λάθος δρόμο».
Όταν ο γιατρός σηκώθηκε και βγήκε, ο Μονταλμπάνο δεν μπήκε στη διαδικασία να τηλεφωνήσει στην κλινική. Ήταν βέβαιος ότι ο Μάρκο Ράμπολα του είχε πει την αλήθεια.
οταν ξεκίνησε για την εκκλησία του Κρίστο Ρε, υπολόγιζε ότι η λειτουργία θα τελείωνε. Ακουμπισμένα στην αριστερή και δεξιά μεριά της πόρτας της εκκλησίας ήταν καμιά δεκαριά στεφάνια. Το φέρετρο βγήκε από την εκκλησία, ενώ από πίσω ακολούθησε ένας χείμαρρος ανθρώπων. Ο αστυνόμος προχώρησε μπροστά, πήγε να σφίξει το χέρι και να συλλυπηθεί τον Σεραφίνο, που τώρα οι ρυτίδες στο λαιμό του φανέρωναν ότι ήταν πάνω από χιλίων χρόνων.
«Οι γιοι μου δεν προλάβαιναν να έρθουν. Μου υποσχέθηκαν όμως ότι θα έρθουν τον Νοέμβριο για την Ημέρα των νεκρών».
Ο Μονταλμπάνο ετοιμαζόταν να φύγει, όταν τον πλησίασε ο διευθυντής Βαζαλικό.
«Πρέπει να σας μιλήσω, αστυνόμε».
«Δεν θα ακολουθήσετε την πομπή μέχρι το νεκροταφείο;»
«Θεωρώ ότι είναι πιο χρήσιμο να σας μιλήσω τώρα αμέσως».
Πήραν το δρόμο για το αστυνομικό τμήμα.
«Σκέφτηκα πολύ την κουβέντα που κάναμε χτες» άρχισε ο διευθυντής «και κατάλαβα ότι οι εξηγήσεις που σας έδωσα δεν ήταν πλήρεις για κάτι που, όταν το σκέφτηκα καλύτερα, μου φάνηκε πολύ σημαντικό».
«Κι εγώ ήθελα να σας ρωτήσω κάτι» είπε ο Μονταλμπάνο.
«Πείτε μου».
«Αφορά έναν πελάτη. Αν δεν κάνω λάθος, νομίζω ότι μου είχατε πει πως είχε κάνει κάποιες προτάσεις απαράδεκτες στην κυρία. Ήταν προτάσεις σεξουαλικού περιεχομένου;»
«Τι σύμπτωση!» είπε ο διευθυντής. «Ακριβώς γι’ αυτό ήθελα να σας μιλήσω! Όχι, αστυνόμε, ήταν κάποιος που του είχε καρφωθεί στο μυαλό ότι η Μαρία ήταν η γυναίκα του και ήθελε να πάει να ζήσει μαζί του. Ένας τρελός. Τη χτύπησε άσχημα, μέχρι που έτρεξαν αίματα. Δύο φορές μάλιστα. Μπορεί γι’ αυτό...»
«Μια στιγμή. Μήπως μου λέτε τώρα ότι αυτός ο τρελός, επειδή δεχόταν τη συνεχή άρνηση της κυρίας, αποτρελάθηκε και, έτσι, τη σκότωσε;».
«Είναι μια λογική υπόθεση, έτσι δεν είναι;»
«Λογικότατη. Αλλά γιατί δεν μου την είπατε χτες;»
«Να, ξέρετε, δίσταζα. Δεν μου το επέτρεπε η συνείδησή μου. Δεν είναι εύκολο να κατηγορήσεις κάποιον που μπορεί ν’ αποδειχτεί αθώος...»
«Καταλαβαίνω τους ενδοιασμούς σας. Και σας ευχαριστώ. Ξέρετε το όνομα αυτού του ανθρώπου;»
«Η Μαρία δεν μου το είπε. Όμως δεν θα ήταν δύσκολο για σας να...»
Είχαν φτάσει μπροστά στο αστυνομικό τμήμα. «Ευχαριστώ ειλικρινά για τη βοήθεια σας» είπε ο Μονταλμπάνο.
«εμπρός, ο γιατρός Ράμπολα; Είμαι ο αστυνόμος Μονταλμπάνο. Μπορείτε να μιλήσετε;»
«Ναι. Ρωτήστε με ό,τι θέλετε».
«Σας εκμυστηρεύτηκε ποτέ ο πατέρας σας ότι είχε χτυπήσει την κυρία Μαρία;»
«Όχι. Και δεν νομίζω ότι το έκανε».
«Γιατί; Εσείς ο ίδιος μου είπατε ότι τον τελευταίο καιρό είχε γίνει πολύ βίαιος».
«Κοιτάξτε, στην κατάσταση που βρισκόταν και καθώς μιλούσε για όλα μαζί μου, αν το είχε κάνει, θα μου το έλεγε. Αλλά υπάρχει και κάτι ακόμα: όταν πήγα να μιλήσω με αυτή τη δύστυχη γυναίκα, δεν μου ανέφερε ότι την είχε χτυπήσει ο πατέρας μου. Μου είπε ότι ήταν επίμονος και απειλητικός, αλλά δεν μου είπε ότι την έδειρε. Δεν νομίζετε ότι αν την είχε χτυπήσει θα μου το έλεγε; Και ύστερα από τη συνάντηση που είχα μαζί της, η γυναίκα δεν ξαναείδε τον μπαμπά μου, και γι’ αυτό είμαι σίγουρος».
Τα λόγια του γιατρού συμφωνούσαν με όσα διηγήθηκε ο γιος της κυρίας Γκαουντέντσιο στη μητέρα του: ότι δηλαδή για να μη συναντήσει εκείνον το συγκεκριμένο πελάτη η κυρία Μαρία προτιμούσε να κλειστεί στο σπίτι.
πηγε να φάει φρεσκότατες τηγανητές γλώσσες στην ταβέρνα του Σαν Καλότζερο. Το φαγητό ήταν τόσο νόστιμο, που κατάφερε να του φτιάξει τη διάθεση και να του δώσει δύναμη για να συνεχίσει. Όταν τελείωσε, κατευθύνθηκε προς το σπίτι του Σεραφίνο.
Ο ηλικιωμένος άντρας του έδειξε το τραπέζι, που ήταν γεμάτο πιάτα με φαγητά.
«Οι γειτόνισσες μου φέρνουν να φάω, αλλά εγώ δεν έχω καθόλου όρεξη».
«Κάνε κουράγιο, Σεραφίνο, προσπάθησε να φας κάτι. Ίσως αργότερα, άμα ξεκουραστείς, μπορεί να πεινάσεις. Εγώ δεν θα καθίσω πολλή ώρα, μόνο μια ερώτηση θέλω να σου κάνω. Εσύ χτες μου είπες ότι η γυναίκα σου και ο διευθυντής Βαζαλικό καθόντουσαν εδώ στην τραπεζαρία και μιλούσαν για οικονομικές υποθέσεις. Έτσι δεν είναι;»
- «Μάλιστα, κύριε, έτσι είναι».
- «Πού είναι όλα αυτά τα χαρτιά;»
- «Τα έβαλα σε μια βαλίτσα».
- «Και γιατί τα έβαλες στη βαλίτσα;»
«Γιατί σήμερα το βράδυ γύρω στις εννέα θα περάσει από εδώ ο διευθυντής να την πάρει. Είπε ότι πρέπει να κοιτάξει προσεκτικά όλα αυτά τα χαρτιά, για να δει αν αναλογούν στη Μαρία κάποια κέρδη ή όχι».
«Ακούσε, Σεραφί, δώσε μου αυτή τη βαλίτσα. Θα τη φέρω πίσω πριν από τις εννέα».
«Όπως θέλετε».
Η βαλίτσα ήταν βαριά. Βρίζοντας και ιδρώνοντας, ο Μονταλμπάνο πήρε το δρόμο για το τμήμα. Ευτυχώς στα μισά του δρόμου συνάντησε τον Φάτσιο, που τον έσωσε και κουβάλησε εκείνος τη βαλίτσα όλο τον υπόλοιπο δρόμο.
έτσι οπως ηταν τακτικό και καθαρό το σπίτι και ο χώρος που δούλευε, το ίδιο τακτικά κρατούσε και όλα της τα χαρτιά η Μαρία Καστελίνο. Συμβόλαια ενοικίασης, συμβολαιογραφικές πράξεις αγοράς σπιτιών ή μαγαζιών, τραπεζικοί λογαριασμοί, καταθέσεις, έσοδα και έξοδα. Χρειάστηκαν δύο ώρες για να κοιτάξει όλα εκείνα τα χαρτιά ο αστυνόμος. Ύστερα πήρε τρία χαρτιά που είχε αφήσει στην άκρη, τα έβαλε στην τσέπη του και πήγε στο γραφείο του Μιμί Αουτζέλο.
«Μιμί,
πρέπει να σου μιλήσω».
Ο διευθυντής μπορεί να παραξενεύτηκε
που τους είδε, αλλά δεν το έδειξε. Τους οδήγησε στο σαλόνι.
«Ο αστυνόμος Αουτζέλο είναι ο βοηθός μου» είπε ο Μονταλμπάνο. «Κύριε διευθυντά, ήρθα για να σας πω ότι το πρόσωπο που ευγενικά μου υποδείξατε σήμερα το πρωί ως πιθανό δολοφόνο αποδείχτηκε ότι δεν είναι».
«Δεν είναι; Γιατί;»
«Γιατί μία μέρα πριν από τη δολοφονία τον είχαν πάει σε μια ψυχιατρική κλινική στο Παλέρμο. Προφανώς, εσείς δεν ξέρατε αυτή τη λεπτομέρεια».
«Όχι» είπε ο διευθυντής και κιτρίνισε.
Ο Μονταλμπάνο με αργές κινήσεις άναψε ένα τσιγάρο και έκανε νόημα στον Μιμί να συνεχίσει.
Πριν αρχίσει να μιλάει, ο Αουτζέλο έβγαλε από την τσέπη του τρία χαρτιά και τα κοίταξε σαν να ήταν γραμμένα εκεί πάνω τα όσα θα έλεγε.
«Κύριε διευθυντά, η κυρία Μαρία ήταν πολύ τακτική. Ανάμεσα στα χαρτιά της, που εσείς γνωρίζετε, μια και μας είπε ο Σεραφίνο ότι εσείς και αυτή συζητούσατε όλες τις οικονομικές κινήσεις της, βρήκαμε τρία σημειώματα γραμμένα από τη μακαρίτισσα. Ο γραφικός χαρακτήρας είναι ο δικός της, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Το πρώτο σημείωμα λέει: “δάνεισα εκατό εκατομμύρια στο διευθυντή Βαζαλικό”».
Ο διευθυντής χαμογέλασε.
«Αν υπάρχει αυτό, τότε σίγουρα υπάρχει και ένα δεύτερο σημείωμα, όπου θα γράφει για ένα ακόμα δάνειο διακοσίων εκατομμυρίων. Αυτό συνέβη πριν από δύο χρόνια».
«Ακριβώς. Μήπως ξέρετε και το περιεχόμενο του τρίτου σημειώματος;»
«Όχι. Και δεν έχει καμία σημασία, γιατί εγώ δεν ζήτησα από τη Μαρία να μου δανείσει άλλα χρήματα. Και τα τριακόσια εκατομμύρια της τα επέστρεψα».
«Μπορεί, κύριε διευθυντά. Αλλά πού είναι; Δεν βρήκαμε πουθενά αποδείξεις από μια τέτοια κατάθεση. Και στο σπίτι δεν υπήρχαν τόσα χρήματα».
«Και γιατί ζητάτε να μάθετε από εμένα πού τα έβαλε;»
«Εσείς είστε σίγουρος ότι της τα επιστρέψατε;»
«Μέχρι και την τελευταία λιρέτα».
«Πότε;»
«Μισό λεπτό να σκεφτώ. Περίπου πριν από ένα μήνα».
«Κοιτάξτε, το τρίτο σημείωμα, για το οποίο δεν μιλήσαμε ακόμα, είναι ένα πρόχειρο γράμμα που η κυρία Μαρία καθαρόγραψε και σας έστειλε πριν από δέκα ακριβώς μέρες. Ζητούσε πίσω τα τριακόσια εκατομμύρια λιρέτες».
«Μισό λεπτό. Αν κατάλαβα καλά» είπε ο διευθυντής και σηκώθηκε «με κατηγορείτε ότι δολοφόνησα τη Μαρία για χρήματα».
«Το θέμα είναι ότι δεν έχουμε αποδείξεις» είπε ο Μονταλμπάνο.
«Τότε, λοιπόν, να φύγετε αμέσως από το σπίτι μου!»
«Μια στιγμή» είπε ο Μιμί. Ήταν η πιο δύσκολη στιγμή της υπόθεσης και ο Μιμί αποφάσισε να πει στο διευθυντή τη μαλακία που του ήρθε στο μυαλό:
«Ξέρετε ότι την κυρία τη στραγγάλισαν με μια ζώνη παντελονιού;»
«Ναι».
Ο διευθυντής στεκόταν και τον άκουγε έχοντας τα χέρια του σταυρωμένα.
«Καλά. Η αγκράφα, όπως είπε ο ιατροδικαστής, προκάλεσε μια βαθιά πληγή στο λαιμό του θύματος. Επίσης, το δέρμα της ζώνης αποτυπώθηκε στο δέρμα της δολοφονημένης γυναίκας. Τώρα εγώ, επίσημα, σας ζητάω να μου παραδώσετε όλες τις ζώνες που έχετε, ξεκινώντας από αυτή που φοράτε τώρα».
Ο διευθυντής σωριάστηκε στην πολυθρόνα, γιατί τα πόδια του δεν τον κρατούσαν άλλο.
«Ήθελε πίσω τα χρήματα» ψέλλισε. «Εγώ δεν είχα να της τα επιστρέψω, τα έχασα στο χρηματιστήριο. Απείλησε ότι θα πήγαινε στην αστυνομία και τότε εγώ...»
Ο Μονταλμπάνο σηκώθηκε, βγήκε έξω από την πόρτα και άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες. Αυτά που θα εξηγούσε ο διευθυντής στον Μιμί δεν τον ενδιέφεραν καθόλου...