Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Martin Beck. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Martin Beck. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

16 Δεκεμβρίου 2024

Kriminalroman _deckare _mordgåta _ με τα μάτια του αστυνομικού Martin Beck



Αστυνομικό”, “κλέφτες κι αστυνόμοι”… ιστορίες αιώνων: επιφανειακά “λογοτεχνία όπου μέσα από τη μυθοπλασία εξερευνάται η πλευρά της ανθρώπινης κοινωνίας που έχει να κάνει με το έγκλημα, τη διάπραξη και την ανακάλυψή του _σκοπός να ανακαλυφθούν οι υπαίτιοι αλλά και τα κίνητρα που τους οδήγησαν στη διάπραξη του εγκλήματος, με βασικότερα χαρακτηριστικά _πανταχού παρόντα μυστήριο και αγωνία”, στην πραγματικότητα πολλά περισσότερα. Ιστορικά η Κίνα έχει δώσει ιστορίες και ιστορίες με τη «Μυθοπλασία του Γκονγκ-αν» (Gong'an fiction), όπου είναι οι δικαστές που εξερευνούν εγκλήματα (πχ. του δικαστή Μπάο _Judge Bao 16ος αιώνας και του Ντί _Judge Dee 18ος. Οι αναφορές πολύ παλιότερες, τότε που φόνοι στον δρόμο του Μεταξιού μας μεταφέρουν στο ξεκίνημα της σταδιοδρομίας του Δικαστή Τι, όταν σε ηλικία τριάντα τριών ετών διορίζεται επίτροπος στο πρώτο του πόστο στην επαρχία, στο Πενγκ – λάι, μια πόλη λιμάνι στη βορειοανατολική ακτή της επαρχίας Σαντούνγκ. Διαβάζουμε σε πρόλογο βιβλίου δια χειρός του Ολλανδού συγγραφέα Ρόμπερτ Βαν Γκούλικ για το “γοητευτικό, μυστηριώδες, περίτεχνο και άγνωστο τοπίο της αρχαίας Κίνας της δυναστείας των Τανγκ (648 – 683 μ. Χ.) και στην κινεζική αστυνομική μυθοπλασία, αιώνες πριν επινοηθεί το δυτικό αστυνομικό μυθιστόρημα. Ίσως λοιπόν δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι εκτός από την πυξίδα, την πυρίτιδα, το χαρτί, την τυπογραφία, τα βεγγαλικά, την καλλιέργεια του μεταξιού και μια σειρά άλλες ανακαλύψεις, οι Κινέζοι είχαν ανακαλύψει πρώτοι και την αστυνομική λογοτεχνία.
Π
αλιό γνωστό κείμενο, είναι και το διήγημα «Τα τρία μήλα», των Αραβικών ιστοριών «Χίλιες και μια νύχτες» _σ΄αυτό, ένα κομματιασμένο πτώμα ανακαλύπτεται τυχαία, και ο χαλίφης Χαρούν αλ-Ρασίντ διατάζει τον βεζύρη του, να ανακαλύψει τον ένοχο μέσα σε τρεις μέρες. Επίσης «Οι φόνοι της οδού Μοργκ»(1841_ Έντγκαρ Άλλαν Πόε). Αρχές του 20ού αιώνα απαραίτητος συντελεστής η femme fatale _μοιραία γυναίκα, αναγνωρίσιμος χαρακτήρας μυστηριώδους, όμορφης και σαγηνευτικής της οποίας οι γοητείες παγιδεύουν εραστές, οδηγώντας τους συχνά σε θανατηφόρες παγίδες. Να θυμίσουμε και τον αγαπημένο μας Εσμπραγιά, με πρωταγωνίστρα την Imogène _Ιμογένη (Charles Exbrayat 1906 – 1989) Γάλλος συγγραφέα μυθοπλασίας, που δημοσίευσε πάνω από 100 μυθιστορήματα και διηγήματα, τα περισσότερα από αυτά χιουμοριστικά θρίλερ _ τα περισσότερα μετατράπηκαν σε
επιτυχημένες ταινίες.
Ξεχωριστή θέση στο αντικείμενο, η Σκανδιναβική αστυνομική λογοτεχνία, φυσικά με τον σύγχρονο μαιτρ
Γιου Νέσμπε, που κλείνει τα 64+ με ήρωά του τον αλκοολικό και ανυπότακτο Harry Hole ξεκινώντας ήδη σε ώριμη ηλικία το 1997 – με τη “Νυχτερίδα”,  έκλεισε τον κύκλο του το 2022  με τη “Ματωμένη Σελήνη” _δείτε Νέσμπο.Jo Nesbø _η οικογένεια πάνω από όλα_ όποιο κι αν είναι το τίμημα  _ Killers of the Flower Moon _Δολοφόνοι Ανθισμένων Φεγγαριών

Και ο περί ων ο λόγος _άγνωστοι στους μη μυημένους: Μ. Σγιεβαλ- Π. Βαλέε _
            “Το Τέρας”
Μόνο ένας τρελός θα μπορούσε να οπλιστεί με ξιφολόγχη.
Και μόνο ένας τρελός θα μπορούσε να σφάξει τον επιθεωρητή Νύμαν μέσα στο δωμάτιο του νοσοκομείου, όπου περίμενε ως τώρα το θάνατο. Έναν άλλο θάνατο.
Ο Μάρτιν Μπεκ θ’ αναλάβει να λύσει κι αυτό το μυστήριο. Όμως τα πράγματα δεν είναι καθόλου απλά.
Καθ’ οδόν, θα βρεθεί αντιμέτωπος με τη μεγαλύτερη πρόκληση που συνάντησε στην καριέρα του.

Η έρευνα θα φέρει στο φως τη διαφθορά που οργιάζει μέσα στους κόλπους της αστυνομίας.

          “Πρόσχαροι οι Πολιτσμάνοι”
Και ο Μάρτιν Μπεκ θα δει γι’ άλλη μια φορά τη βία να γεννάει βία.

Νοέμβριος. Μια κρύα νύχτα με βροχή. Όλη η αστυνομική δύναμη της Στοκχόλμης ασχολείται μ΄ ένα μεγάλο αντιπολεμικό συλλαλητήριο. Την ίδια ώρα, στην άλλη άκρη της πόλης, δολοφονούνται εν ψυχρώ και οι εννέα επιβάτες ενός λεωφορείου. Όλα δείχνουν πως δεν υπάρχει κίνητρο γι’ αυτό το μακελειό. Όμως ο προϊστάμενος στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών, έχει μια εντελώς διαφορετική θεωρία, και θα την αποδείξει.
Αν σας αρέσει να κρυφοκοιτάζετε τι συμβαίνει στην «κουζίνα» της αστυνομίας, Θα διαπιστώσετε πως αυτό το μυθιστόρημα είναι ό,τι καλύτερο έχει γραφτεί εδώ και πολλά χρόνια__The New York Times

Ο Μάρτιν Μπεκ είναι καθημερινός και ανθρώπινος. Είναι ένας αντι-ήρωας μοναδικός σε ολόκληρο το σύμπαν του αστυνομικού μυθιστορήματος __The National Observer
         “Ροζάννα”
Ένα γυμνό πτώμα ανασύρεται από τον πάτο μιας λίμνης στη Σουηδία. Είναι μια γυναίκα, κι έχει πέσει θύμα άγριου βιασμού. Η αστυνομία δεν μπορεί να υποθέσει ούτε καν την εθνικότητά της. Ο επιθεωρητής Μπεκ ξεκινά μια επίπονη έρευνα που διαρκεί έξι μήνες και περιλαμβάνει εκατοντάδες ανθρώπους ακόμη και την αμερικανική αστυνομία. Από την έρευνα αυτή αρχίζει να αναδύεται σιγά σιγά και το πορτρέτο της νεκρής, αλλά και του ψυχοπαθούς δολοφόνου της.

Όμως ακόμη κι όταν η ταυτότητα του δολοφόνου είναι πια γνωστή, ο επιθεωρητής Μπεκ θα χρειαστεί να τον παγιδεύσει για να ομολογήσει, αφού όλες οι ενδείξεις έχουν πια χαθεί.

             Ο άνθρωπος που καθόταν στο μπαλκόνι

Maj Sjöwall, συγγραφέας εγκλημάτων και μεταφραστής, γεννημένη 25-Σεπ-1935. πέθανε 29-Απρ-2020, συν-συγγραφέας με τον Per Wahlöö της αστυνομικής σειράς Martin Beck που άνοιξε ένα μονοπάτι για τη σκανδιναβική αστυνομική φαντασία Θεωρούμενη ευρέως ως η νονά της σύγχρονης σκανδιναβικής αστυνομικής λογοτεχνίας, η Maj Sjöwall, που πέθανε 84 ετών, ήταν συν-συγγραφέας 10 αστυνομικών ιστοριών με ήρωα τον Σουηδό αστυνομικό Μάρτιν Μπεκ – μια σειρά αξιοσημείωτη τόσο για τον τρόπο γραφής της όσο και για την αντίκτυπο στη συγγραφή του εγκλήματος διεθνώς. Η Sjöwall και ο Per Wahlöö γνωρίστηκαν το 1962 ενώ εργάζονταν ως δημοσιογράφοι και μεταφραστές περιοδικών στη Στοκχόλμη. Αυτή 27χρονη, δύο φορές χωρισμένη και ανύπαντρη μητέρα, αυτός 36, παντρεμένος με ένα παιδί. Προσελκύστηκαν, μοιράστηκαν μια αγάπη για την αριστερή πολιτική τις ιστορίες ντετέκτιβ και σύντομα αποφάσισαν να ζήσουν μαζί.

Επηρεασμένοι από τα αστυνομικά μυθιστορήματα του Georges Simenon και του Ed McBain, ανέπτυξαν ένα «πρότζεκτ» για να κάνουν κάτι διαφορετικό: συνέλαβαν μια σειρά από 10 βιβλία, με το καθέναν να γράφει εναλλακτικά κεφάλαια (30 σε κάθε βιβλίο), τα οποία όταν θα ολοκληρώνονταν θα μπορούσαν να είναι σαν μια ενιαία, “μαρξιστική” _κατά τους ίδιους, κριτική της σουηδικής κοινωνίας. Παρών παντού και ο σαρκικός έρωτας _πόθος της γυναίκας (ακόμη και από άγνωστους _αρκεί να οδηγεί σε οργασμό) _Διάλεξαν τα πιο σκιερά μονοπάτια για να φτάσουν σε μια απομονωμένη γωνιά του πάρκου. Εκεί στάθηκαν και αγκαλιάστηκαν. Η κοπέλα ακούμπησε την πλάτη σ’ ένα δέντρο, και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου ο νεαρός είχε βάλει το χέρι του κάτω από τη φούστα της, παραμέριζε το ελαστικό σλιπάκι της, κι έχωνε τα δάχτυλά του ανάμεσα στα σκέλια της. «Σιγά, μπορεί να περάσει κανείς!» είπε εκείνη μηχανικά, αλλά τα πόδια της είχαν ανοίξει αυτόματα. Την άλλη στιγμή, με τα μάτια κλειστά, άρχισε να κουνά ρυθμικά τους γοφούς της, ξύνοντας το φρεσκοκουρεμένο σβέρκο του νεαρού με τα δάχτυλα του αριστερού της χεριού. Δεν μπορούσε να διακρίνει τι έκανε το δεξί της χέρι, κι ας ήταν τόσο κοντά, που έβλεπε μια άκρη από το άσπρο δαντελένιο σλιπάκι της” _ απόσπασμα από το “Ο άνθρωπος που καθόταν στο μπαλκόνι”. Έγραφαν τα βράδια μετά τη δουλειά, μερικές φορές κατά τη διάρκεια της νύχτας, περνώντας μεταξύ τους τα πρόχειρα πάνω από το τραπέζι της κουζίνας. Το pared-down στυλ που ανέπτυξαν απέσπασε διθυραμβικές κριτικές σε Βρετανία και ΗΠΑ όταν τα βιβλία άρχισαν να εμφανίζονται σε μετάφραση το 1968.

Το ζευγάρι είχε δημιουργήσει ένα νέο στυλ αστυνομικής ιστορίας από την αρχή. Στη Roseanna (1965), το πρώτο μυθιστόρημα του Beck, ένα γυμνό σώμα βγαίνει από ένα κανάλι. Χρειάζονται ο Μπεκ και οι συνάδελφοί του, τις μέρες πριν από το DNA, τους υπολογιστές και τα κινητά τηλέφωνα, επτά μήνες μεθοδικής, απαίσιας αστυνομικής δουλειάς για να παγιδέψουν τον δολοφόνο. Καθώς η σειρά συνεχιζόταν, η αναγνώριση μεγάλωνε. Ο κριτικός του Guardian, Matthew Coady, σημείωσε το 1970 ότι «για τον Beck όπως και για τον Maigret, κάθε έρευνα είναι λιγότερο ένας γρίφος που πρέπει να απαντηθεί παρά μια ανθρώπινη κατάσταση που πρέπει να κατανοηθεί».

Όχι μόνο τα μυθιστορήματα ερευνήθηκαν επίπονα και δεν υποχωρούσαν στις περιγραφές τους για φρικτά εγκλήματα, αλλά απέκλειαν πτυχές της σύγχρονης σουηδικής ζωής για να αποκαλύψει (όπως το είδαν οι συγγραφείς) έναν αυξανόμενο υλισμό και άκαρδο. Στον χαρακτήρα του Μάρτιν Μπεκ, του σκληροτράχηλου, δυσπεπτικού αστυνομικού τους, με έναν ζοφερό γάμο και έναν γιο που παραδέχεται ότι δεν του αρέσει, ο Sjöwall και ο Wahlöö έθεσαν ένα νέο πρότυπο για φανταστικούς ντετέκτιβ, και όχι μόνο για Σουηδούς. Ένα ίχνος DNA σε πολλούς από τους σημερινούς προβληματικούς ήρωες ντετέκτιβ παγκοσμίως, τόσο στη σελίδα όσο και στην οθόνη, θα μπορούσε κάλλιστα να αναδείξει τη σουηδική καταγωγή.

Η Sjöwall γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Στοκχόλμη, όπου η οικογένειά της ζούσε σε ένα από τα ξενοδοχεία που διαχειριζόταν ο πατέρας της. Περιέγραψε τον νεαρό εαυτό της ως «μάλλον άγριο», επαναστατώντας ενάντια στη μεσαία τάξη της. Σε ηλικία 21 ετών, και δεν ξεκίνησε πολύ καιρό μια καριέρα στη δημοσιογραφία, η Sjöwall διαπίστωσε ότι ήταν έγκυος από έναν πρώην φίλο της. Υπό την πίεση του πατέρα της, παντρεύτηκε έναν μεγαλύτερο συνάδελφό της, αλλά αυτός και ένας δεύτερος γάμος δεν κράτησαν. Λίγο αργότερα συνάντησε τον Wahlöö.

Ήταν άρρωστος για μερικά χρόνια όταν ολοκληρώθηκε το έργο του Μάρτιν Μπεκ με τους Τρομοκράτες το 1975 και πέθανε σε ηλικία 49 ετών λίγο πριν από τη δημοσίευσή του. Τα βιβλία παρέμειναν τυπωμένα στη Σκανδιναβία και ακολούθησαν πολλές τηλεοπτικές ενσαρκώσεις στη Σουηδία, αλλά η Sjöwall αντιστάθηκε στον πειρασμό να συνεχίσει ή να επεκτείνει τη σειρά, ισχυριζόμενος ότι θα ένιωθε «πολύ μοναξιά» να το κάνει χωρίς τον σύντροφό της. Μετά τον θάνατο του συντρόφου της σεναριογράφου, η Maj Sjöwall αντιστάθηκε στον πειρασμό να συνεχίσει ή να επεκτείνει τη σειρά Martin Beck. Επέστρεψε στη μποέμικη ζωή που πάντα ευνοούσε, γράφοντας για περιοδικά, συν-συγγραφέας πολλών βιβλίων και μεταφράζοντας τα αμερικανικά μυθιστορήματα ιδιωτικής ματιάς του Robert B Parker στα σουηδικά. Άρχισε επίσης να εμφανίζεται ως μη αναγνωρισμένη επιπλέον στα επεισόδια της σουηδικής τηλεοπτικής σειράς Beck, η οποία προβλήθηκε από το 1997 έως το 2009, και αναβίωσε το 2015.

Έχοντας κερδίσει ένα βραβείο Edgar στην Αμερική το 1971, τα μυθιστορήματα Sjöwall-Wahlöö τιμήθηκαν στη συνέχεια στη Σουηδία, τη Δανία, την Ιταλία και την Ισπανία. Η Sjöwall εμφανιζόταν τακτικά σε λογοτεχνικά φεστιβάλ και συνέδρια συγγραφής εγκλημάτων, συμπεριλαμβανομένου του Crimefest στο Μπρίστολ το 2015, όπου πήρε συνέντευξη ως διεθνής επίτιμη καλεσμένη από τον Lee Child (σσ. James Dover Grant CBE, γνωστός κυρίως με το ψευδώνυμό του Lee Child, είναι ένας Βρετανός συγγραφέας μυθιστορημάτων θρίλερ και είναι περισσότερο γνωστός για τη σειρά Jack Reacher). Παρά την αποδοχή των κριτικών και την επιτυχία των μυθιστορημάτων του Μάρτιν Μπεκ και του τέταρτου, The Laughing Policeman, που γυρίστηκε από το Χόλιγουντ το 1976 (με τη Στοκχόλμη να αντικαθίσταται από το Σαν Φρανσίσκο και τον Walter Matthau στον πρωταγωνιστικό ρόλο), οι οικονομικές αποδόσεις ήταν ελάχιστες. Ενώ τα έγραφαν, το ζευγάρι συνέχισε ως δημοσιογράφοι και μεταφραστές, δημιουργώντας και σουηδικές εκδοχές του μπεστ σέλερ του Noel Behn The Kremlin Letter το 1967 και τον ήρωά τους McBain’s Killer’s Payoff το 1968.

Υπήρξε μια αναβίωση του ενδιαφέροντος για τα βιβλία τη δεκαετία του 1990, χωρίς οικονομικό αντίκρισμα για την Sjöwall, καθώς τα δικαιώματα για τα βιβλία εξακολουθούσαν να βασίζονται σε συμβόλαια που είχαν υπογραφεί δεκαετίες νωρίτερα. Ήταν κάτι που φαινόταν να αποδέχεται φλεγματικά δημοσίως, και αναπολώντας τα ψυχρά και αποξενωμένα παιδικά της χρόνια σε συνέντευξή της το 2009, είπε: «Γίνεσαι σκληρός όταν μεγαλώνεις χωρίς αγάπη».

Είναι ειρωνικό ότι τα εκατομμύρια που προέκυψαν από την ακαταμάχητη άνοδο της σύγχρονης σκανδιναβικής αστυνομικής λογοτεχνίας οφείλουν τόσα πολλά σε μερικούς Σουηδούς δημοσιογράφους με αριστερή τάση που γράφουν στο τραπέζι της κουζίνας, προσπαθώντας να τα βγάλουν πέρα. Η Sjöwall πρακτικά συντηρήθηκε από την κόρη της, Lena, τους γιους της, Tetz και Jens, και πέντε εγγόνια.

Ο άνθρωπος που καθόταν στο μπαλκόνι

          Δείτε το και εδώ

Στις τρεις παρά τέταρτο βγήκε ο ήλιος.

Μιάμιση ώρα νωρίτερα η κυκλοφορία που αραίωνε εί­χε ξεθυμάνει, και μαζί της και η φασαρία εκείνων που γύριζαν σπίτι μετά το γλέντι της περασμένης νύχτας. Εί­χαν περάσει και οι μηχανές που σκούπιζαν τους δρό­μους, αφήνοντας σκούρες βρεγμένες λουρίδες τόπους τό­πους πάνω στην άσφαλτο. Ένα ασθενοφόρο είχε ουρλιά­ζει κατηφορίζοντας τον μακρύ ίσιο δρόμο. Ένα μαύρο αυτοκίνητο με λευκούς λασπωτήρες, κεραία στη σκεπή και στα πλάγια τη λέξη ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ με κεφαλαία άσπρα γράμματα είχε περάσει γλιστρώντας αργά και αθόρυβα. Πέντε λεπτά αργότερα ακούστηκε το καμπάνισμα των σπασμένων γυαλιών, καθώς κάποιο γαντοφορεμένο χέρι χωνόταν στη βιτρίνα ενός μαγαζιού· κι έπειτα βήματα που έτρεχαν κι ένα αυτοκίνητο που ξεκινούσε απότομα σε κάποια πάροδο.

Ο άνθρωπος στο μπαλκόνι τα είχε δει όλα. Το μπαλ­κόνι ήταν εντελώς συνηθισμένο, με σιδερένια σωληνωτά κάγκελα, και η κάφτρα του τσιγάρου του φαινόταν σαν μικροσκοπική βαθυκόκκινη κηλίδα στο σκοτάδι. Έσβη­νε κάθε τσιγάρο σε κανονικά διαστήματα, έβγαζε προσε­χτικά από την ξύλινη πίπα τη γόπα —που δεν ήταν πια ούτε μισό πόντο— και την ακουμπούσε πλάι στις άλλες. Δέκα όμοιες γόπες ήταν κιόλας αραδιασμένες ταχτικά στο γύρο ενός πιάτου πάνω στο τραπεζάκι.

Τώρα ήταν όλα ήσυχα, όσο ήσυχα μπορεί να είναι μια γλυκιά νύχτα του καλοκαιριού σε μεγάλη πόλη. Έμεναν ακόμη κάνα δυο ώρες πριν βγουν οι γυναίκες που μοίρα­ζαν τις εφημερίδες με μωρουδιακά καροτσάκια, ειδικά τροποποιημένα για την περίσταση, και πριν ξεκινήσει για τη δουλειά η πρώτη καθαρίστρια κάποιου γραφείου.

Το χλομό λυκαυγές σκορπιζόταν αργά· οι πρώτες δισταχτικές ηλιαχτίδες σκαρφάλωσαν στις πενταώροφες και τις εξαώροφες πολυκατοικίες κι άρπαξαν τις κεραίες των τηλεοράσεων και τις στρογγυλές καπνοδόχους στην άλλη μεριά του δρόμου. Έπειτα το φως έφτασε πιο κάτω, στις μεταλλικές στέγες, κατρακύλησε γρήγορα κι έγλειψε μαρκίζες και τοίχους από σοβαντισμένο τούβλο, με σει­ρές παράθυρα που δεν έβλεπαν τίποτα, γιατί τα περισσό­τερα σκεπάζονταν με κουρτίνες ή κατεβασμένα στόρια.

Ο άνθρωπος στο μπαλκόνι έσκυψε και κοίταξε κάτω στο δρόμο. Ο δρόμος απλωνόταν από το βορρά ώς το νό­το και ήταν μακρύς και ίσιος, ο άνθρωπος έβλεπε ένα κομμάτι του που ξεπερνούσε τα δύο χιλιόμετρα. Κάποτε ήταν λεωφόρος, καύχημα της πόλης, αλλά είχαν περάσει πια σαράντα χρόνια από τότε που έγινε. Ο δρόμος είχε σχεδόν την ίδια ηλικία με τον άνθρωπο στο μπαλκόνι.

Στενεύοντας τα μάτια του, κατάφερε να διακρίνει μια μοναχική σιλουέτα πέρα μακριά. Κάποιος αστυφύλακας ίσως. Για πρώτη φορά εδώ και αρκετές ώρες μπήκε στο διαμέρισμα· διέσχισε το καθιστικό ως πίσω, στην κουζί­να. Τώρα πια είχε φέξει για καλά και δε χρειάστηκε να ανάψει ηλεκτρικό· η αλήθεια είναι πως το χρησιμο­ποιούσε με μέτρο, ακόμη και το χειμώνα. Άνοιξε το ντουλάπι, έβγαλε μια εμαγιέ καφετιέρα και μέτρησε ενά­μισι φλιτζάνι νερό και δύο κουταλιές χοντροαλεσμένο καφέ. Ακούμπησε την καφετιέρα στο μάτι της κουζίνας, άναψε ένα σπίρτο και γύρισε το γκάζι. Ψαχούλεψε το σπίρτο με την άκρη των δαχτύλων για να σιγουρευτεί πως είχε σβήσει καλά, κι έπειτα άνοιξε το ντουλάπι του νεροχύτη και πέταξε το καμένο σπίρτο στη σκουπιδοσακούλα. Στάθηκε πάνω από το μάτι ώσπου να βράσει ο καφές, κι έπειτα έκλεισε το γκάζι και πήγε στο μπάνιο και κατούρησε, περιμένοντας να κατέβει το κατακάθι. Δεν τράβηξε καζανάκι για να μην ενοχλήσει τους γείτο­νες. Ξαναγύρισε στην κουζίνα, γέμισε προσεχτικά το φλιτζάνι με καφέ, πήρε έναν κύβο ζάχαρη από το μισοάδειο πακέτο που ήταν πάνω στο νεροχύτη κι έβγαλε από το συρτάρι ένα κουταλάκι. Έπειτα ξαναγύρισε στο μπαλ­κόνι με το φλιτζάνι, το ακούμπησε στο ξύλινο τραπέζι και κάθισε στην πάνινη πολυθρόνα. Ο ήλιος είχε ανέβει κιόλας ψηλά και φώτιζε τις προσόψεις των κτιρίων στην άλλη πλευρά του δρόμου ως κάτω, στα χαμηλότερα δια- μερίσματά τους. Έβγαλε μια νικελένια ταμπακιέρα από την τσέπη του παντελονιού του κι έτριψε τις γόπες μία μία, αφήνοντας τις νιφάδες του καπνού να κυλήσουν μέ­σα από τα δάχτυλά του στο στρογγυλό μεταλλικό κουτί, κι έπειτα κουβάριασε ένα ένα τα χαρτάκια, τα έκανε μπαλίτσες σε μέγεθος μπιζελιού και τις ακούμπησε στο ρα­γισμένο πιατάκι. Ανακάτεψε τον καφέ και τον ήπιε αργά αργά. Οι σειρήνες ξανακούστηκαν, πολύ μακριά. Σηκώ­θηκε και κοίταξε το ασθενοφόρο, καθώς το ουρλιαχτό δυνάμωνε, δυνάμωνε, κι έπειτα άρχισε να σβήνει. Μέσα σ’ ένα λεπτό το ασθενοφόρο δεν ήταν παρά ένα μικρό άσπρο τετράγωνο που έστριψε αριστερά στη βορεινή άκρη του δρόμου και χάθηκε απ’ τα μάτια του. Ξανακάθισε στην πάνινη πολυθρόνα και ρούφηξε αφηρημένα μια γουλιά από τον καφέ που είχε πια κρυώσει. Καθόταν εντελώς ακίνητος κι αφουγκραζόταν την πόλη που ξυ­πνούσε γύρω του, αναποφάσιστα, σαν να δίσταζε.

Ο άνθρωπος στο μπαλκόνι είχε μέτριο ανάστημα και κανονικό σώμα. Το πρόσωπό του ήταν άχρωμο και φο­ρούσε άσπρο πουκάμισο χωρίς γραβάτα, ασιδέρωτο παν­τελόνι από καφέ καπαρντίνα, γκρι κάλτσες και μαύρα παπούτσια. Τα μαλλιά του ήταν αραιά, χτενισμένα ίσια πίσω, και είχε μεγάλη μύτη και γκριζογάλανα μάτια.

Ήταν έξι και μισή το πρωί της δευτέρας Ιουνίου του 1967. Η πόλη ήταν η Στοκχόλμη.

Ο άνθρωπος στο μπαλκόνι δεν αισθανόταν να τον προ­σέχει κανείς. Δεν αισθανόταν τίποτα το ιδιαίτερο. Λογά­ριαζε να φάει λίγο κουάκερ, αργότερα όμως.

Ο δρόμος ζωντάνευε. Το ποτάμι των τροχοφόρων ήταν πια πυκνότερο, και κάθε φορά που άναβε κόκκινο στη διασταύρωση, η ουρά των αυτοκινήτων μάκραινε ολοένα και πιο πολύ. Το φορτηγάκι μιας αρτοποιίας κορνάρισε άγρια σ’ έναν ποδηλάτη που ταλαντευόταν απρόσεχτα στη μέση του δρόμου. Άλλα δυο αυτοκίνητα πίσω του φρενάρισαν μ’ ένα στρίγκλισμα.

Ο άνθρωπος σηκώθηκε, σταύρωσε τα χέρια στην κου­παστή του μπαλκονιού και κοίταξε κάτω το δρόμο. Ο πο­δηλάτης, ταραγμένος, τραβούσε για το πεζοδρόμιο κι έκανε πως δεν ακούει το υβρεολόγιο του οδηγού.

Στα πεζοδρόμια κυκλοφορούσαν βιαστικά λίγοι πεζοί. Δυο γυναίκες με ανοιχτόχρωμα καλοκαιρινά φορέματα είχαν σταθεί και κουβέντιαζαν στο βενζινάδικο, κάτω από το μπαλκόνι, και πιο πέρα ένας άντρας είχε βγάλει βόλτα το σκυλάκι του. Τραβούσε τώρα ανυπόμονα το λουρί καθώς το σκυλάκι μύριζε γύρω γύρω τον κορμό ενός δέντρου.

Ο άνθρωπος στο μπαλκόνι ίσιωσε το κορμί του, έστρωσε τα αραιωμένα μαλλιά του κι έβαλε τα χέρια στις τσέπες. Τώρα ήταν οχτώ παρά είκοσι και ο ήλιος βρισκόταν ψηλά. Κοίταξε τον ουρανό, όπου ένα τζετ άφηνε ίχνη από λευκό μαλλί πάνω στο γαλάζιο. Έπειτα κατέβασε άλλη μια φορά τα μάτια του στο δρόμο και εί­δε μια ηλικιωμένη γυναίκα με άσπρα μαλλιά και γαλάζιο πανωφόρι, που στεκόταν έξω από τον απέναντι φούρνο. Ψαχούλεψε κάμποση ώρα στην τσάντα της και στο τέλος έβγαλε ένα κλειδί και ξεκλείδωσε την πόρτα. Την είδε που έβγαζε το κλειδί, το ξανάβαζε στην κλειδαριά από το μέσα μέρος, κι έκλεινε την πόρτα πίσω της. Στο τζάμι της πόρτας κρεμόταν ένα κατεβασμένο λευκό στόρι που έλεγε ΚΛΕΙΣΤΟΝ.

Την ίδια στιγμή η πόρτα της πολυκατοικίας δίπλα στο φούρνο άνοιξε κι ένα κοριτσάκι βγήκε στον ήλιο. Ο άν­θρωπος στο μπαλκόνι έκανε ένα βήμα πίσω, έβγαλε τα χέρια από τις τσέπες και έμεινε ακίνητος. Τα μάτια του είχαν κολλήσει στο κοριτσάκι, κάτω στο δρόμο.

Η μικρή θα ’ταν οχτώ εννιά χρονών και κρατούσε κόκκινη καρό σάκα. Φορούσε κοντή γαλάζια φούστα, ρι­γέ μακό μπλουζάκι κι ένα κόκκινο μπουφάν που τα μανί­κια του της έπεφταν κοντά. Τα μαύρα τσόκαρα με την ξύλινη σόλα έκαναν τα μακριά, λιγνά ποδαράκια να μοιάζουν ακόμη πιο μακριά και λιγνά. Βγαίνοντας απ’ την πόρτα έστριψε δεξιά και πήρε αργά αργά το δρόμο, με κατεβασμένο κεφάλι.

Ο άνθρωπος στο μπαλκόνι την ακολούθησε με τα μά­τια του. Η μικρή προχώρησε καμιά εικοσαριά μέτρα, κι έπειτα σταμάτησε, έβαλε το χέρι στο στήθος κι έμεινε μια στιγμή έτσι. Άνοιξε τη σάκα, άρχισε να την ψάχνει νευρικά, και ψάχνοντας έκανε μεταβολή και ξαναγύρισε μπρος πίσω. Έπειτα άρχισε να τρέχει. Ξαναμπήκε στο σπίτι τρέχοντας, χωρίς να κλείσει τη σάκα.

Ο άνθρωπος στο μπαλκόνι στεκόταν ακίνητος κι έβλε­πε την εξώπορτα που έκλεινε πίσω της. Πέρασαν λίγα λεπτά ώσπου να ξανανοίξει, και η μικρούλα βγήκε. Τώ­ρα είχε κουμπώσει τη σάκα της και περπατούσε πιο γρή­γορα. Είχε μια ξανθή αλογοουρά που χοροπηδούσε στην πλάτη της. Έφτασε στη γωνία, έστριψε και χάθηκε.

Ήταν οχτώ παρά τρία λεπτά. Ο άνθρωπος γύρισε, μπή­κε και πήγε πάλι στην κουζίνα. Ήπιε ένα ποτήρι νερό, ξέπλυνε το ποτήρι, το ακούμπησε στη σχάρα και ξαναβγήκε στο μπαλκόνι.

Κάθισε πάλι στην πάνινη πολυθρόνα κι ακούμπησε το αριστερό του χέρι στην κουπαστή. Άναψε τσιγάρο και κοίταξε κάτω, το δρόμο. Τον κοιτούσε ώσπου να το κα­πνίσει ολόκληρο.

Η ώρα στο ηλεκτρικό ρολόι του τοίχου ήταν έντεκα πα­ρά πέντε και η μέρα, στο ημερολόγιο πάνω στο γραφείο του Γκούνβαλντ Λάρσον, Παρασκευή, δύο Ιουνίου 1967.

Ο Μάρτιν Μπεκ βρισκόταν στο δωμάτιο τυχαία. Είχε μπει τώρα δα, αφήνοντας τη βαλίτσα του στο πάτωμα, δί­πλα στην πόρτα. Είχε πει γεια, ακούμπησε το καπέλο του στην αρχειοθήκη, δίπλα στην κανάτα, πήρε ένα πο­τήρι από το δίσκο και το γέμισε νερό, έγειρε στην αρ­χειοθήκη κι ετοιμαζόταν να το πιει. Ο άνθρωπος στο γραφείο τον κοίταξε κατσουφιασμένος και είπε:

«Κι εσένα εδώ σ’ έστειλαν; Τι τους φταίξαμε πάλι;»

Ο Μάρτιν Μπεκ ήπιε μια γουλιά νερό.

«Απ’ όσο ξέρω, τίποτα. Μην ανησυχείς. Για τον Μελάντερ ήρθα. Του έχω ζητήσει μια χάρη. Πού είναι;»

«Στην τουαλέτα, όπως πάντα».

Η παράξενη συνήθεια του Μελάντερ να βρίσκεται πάντοτε στην τουαλέτα ήταν χιλιοειπωμένο ανέκδοτο, και παρόλο που έκρυβε έναν κόκκο αλήθειας, ο Μάρτιν Μπεκ, χωρίς να ξέρει γιατί, ένιωσε να θυμώνει.

Τις περισσότερες φορές, ωστόσο, κρατούσε το θυμό για τον εαυτό του. Κοίταξε ήρεμα και ερευνητικά τον άν­θρωπο στο γραφείο και είπε:

«Με τι παλεύεις;»

«Εσύ με τι λες; Με τις ληστείες βέβαια. Έγινε κι άλλη μια στο Βανάντις Παρκ, αργά χτες τη νύχτα».

«Το άκουσα».

«Ένας συνταξιούχος που είχε βγάλει βόλτα το σκύλο του. Χτυπήθηκε στο κεφάλι, από πίσω. Με εκατόν σα­ράντα κορόνες στο πορτοφόλι. Είναι στο νοσοκομείο.

Διάσειση. Δεν άκουσε τίποτα. Δεν είδε τίποτα».

Ο Μάρτιν Μπεκ δε μίλησε.

«Όγδοη φορά μέσα σε δυο βδομάδες. Έτσι όπως πάει, κάποιον θα σκοτώσει στο τέλος».

Ο Μάρτιν Μπεκ στράγγιξε το ποτήρι και το ξανάβαλε στη θέση του.

«Αν δεν τον πιάσει κανείς, και μάλιστα το συντομότε­ρο» είπε ο Γκούνβαλντ Λάρσον.

«Ποιος κανείς δηλαδή;»

«Στο Θεό σου! Η αστυνομία. Οποιοσδήποτε. Μια περί­πολος της πολιτοφυλακής από την ομάδα περιφρούρη­σης στο ένατο διαμέρισμα είχε περάσει από κει δέκα λε­πτά πριν συμβεί».

«Και όταν συνέβη; Πού βρισκόταν η περίπολος;»

«Έπινε καφέ στο σταθμό. Πάντα το ίδιο γίνεται. Όταν οι θάμνοι είναι γεμάτοι αστυνομικούς στο Βανάντις Παρκ, τότε συμβαίνει στο Βάζα Παρκ, κι όταν οι θάμνοι είναι γεμάτοι αστυνομικούς και στο Βανάντις και στο Βάζα, τότε ξεφυτρώνει στο δάσος Αιλ-Γιανς».

«Κι αν έχει κι εκεί αστυνομικούς σε όλους τους θά­μνους;»

«Τότε οι διαδηλωτές μπουκάρουν στο Κέντρο Εμπο­ρίου των ΗΠΑ και βάζουν φωτιά στην αμερικανική πρε­σβεία. Δεν είναι καθόλου αστείο» πρόσθεσε αυστηρά ο Γκούνβαλντ Λάρσον.

Χωρίς να πάψει να τον κοιτάζει, ο Μάρτιν Μπεκ είπε:

«Δεν ήταν αστείο. Απορία ήταν».

«Ο τύπος ξέρει καλά τη δουλειά του. Λες κι έχει ρα­ντάρ. Όταν χτυπάει, δεν υπάρχει αστυνομικός εκεί γύρω».

Ο Μάρτιν Μπεκ έτριβε τη μύτη του με το δείκτη και τον αντίχειρα.

«Στείλε καλύτερα...»

Ο Αάρσον τον έκοψε απότομα.

«Να στείλω; Ποιον; Τι; Την κλούβα με τα σκυλιά; Θες ν’ αμολήσω τα κωλόσκυλα να ξεσκίσουν την περίπολο της πολιτοφυλακής; Εδώ που τα λέμε, και το χτεσινό θύμα είχε σκύλο. Τι το όφελος;»

«Τι σκύλο;»

«Πού διάολο να ξέρω; Λες να ανακρίνω και το σκύλο; Να φέρω το σκύλο εδώ και να τον στείλω στην τουαλέτα για να τον ανακρίνει ο Μελάντερ;»

Ο Γκούνβαλντ Λάρσον μιλούσε πολύ σοβαρά. Χτύπη­σε τη γροθιά του στο γραφείο και συνέχισε:

«Ένας μανιακός τριγυρίζει στα πάρκα και χτυπάει τον κόσμο στο κεφάλι κι εσύ μου ’ρχεσαι και μου λες για σκυλιά!»

«Η αλήθεια είναι πως δεν το είπα εγώ...»

Και πάλι ο Γ κούνβαλντ Λάρσον τον έκοψε.

«Τέλος πάντων, σου το ’πα, ο τύπος την ξέρει τη δου­λειά του. Ρίχνεται σε ανυπεράσπιστους γέρους και γριές. Και πάντα από πίσω. Πώς το ’λεγε κάποιος τις προάλλες; Λ, μάλιστα: “Πετιέται απ’ τους θάμνους σαν πάνθη­ρας”».

«Μόνο ένας τρόπος υπάρχει» είπε ήρεμα ο Μάρτιν Μπεκ.

«Τι τρόπος;»

«Καλύτερα να βγεις εσύ, μόνος σου. Να μεταμφιεστείς σε ανυπεράσπιστο γεροντάκι».

Ο άνθρωπος στο γραφείο γύρισε το κεφάλι του και τον αγριοκοίταξε.

Ο Γκούνβαλντ Λάρσον ήταν ένα ενενήντα πέντε και ζύγιζε εκατό κιλά. Οι ώμοι του θύμιζαν πυγμάχο βαρέων βαρών και τα πελώρια χέρια του ήταν σκεπασμένα με άγριες ξανθές τρίχες. Είχε ξανθά μαλλιά, χτενισμένα ίσια πίσω, και ανοιχτογάλανα μάτια, αιωνίως τσαντισμέ­να. Ο Κόλμπεργκ συμπλήρωνε συνήθως την περιγραφή λέγοντας ότι το πρόσωπο του Λάρσον είχε έκφραση μο- τοσικλετιστή.

Και τώρα τα ανοιχτογάλανα μάτια κοιτούσαν τον Μάρτιν Μπεκ με μια αποδοκιμασία μεγαλύτερη από το κανονικό τους.

Ο Μάρτιν Μπεκ ανασήκωσε τους ώμους και είπε:

«Πέρα απ’ την πλάκα...»

Και ο Γκούνβαλντ Λάρσον τον έκοψε αμέσως.

«Ούτε πλάκα υπάρχει, ούτε βλέπω τίποτα το αστείο εδώ. Εγώ είμαι βουλιαγμένος ώς το λαιμό σε μια από τις χειρότερες υποθέσεις ληστείας που είδα ποτέ μου, κι εσύ μου ’ρχεσαι και με πρήζεις με σκύλους κι ένας Θεός ξέ­ρει τι».

Ο Μάρτιν Μπεκ κατάλαβε πως ο άλλος, έστω και χω­ρίς να το θέλει, ετοιμαζόταν να κάνει κάτι που πολύ λί­γοι το πετύχαιναν: να τον εκνευρίσει τόσο, ώστε να χά­σει την ψυχραιμία του. Και παρόλο που είχε απόλυτη επίγνωση τού τι κάνει, ανασήκωσε το χέρι του από την αρχειοθήκη και είπε:

«Αρκετά!»

Πάνω στην ώρα, ευτυχώς, έμπαινε ο Μελάντερ από το διπλανό δωμάτιο. Ήταν χωρίς σακάκι και είχε στο στό­μα την πίπα του κι έναν ανοιχτό τηλεφωνικό κατάλογο στα χέρια.

«Γεια» είπε.

«Γεια» είπε και ο Μάρτιν Μπεκ.

«Μόλις έκλεισες, θυμήθηκα πώς τον έλεγαν» είπε ο Μελάντερ. «Άρβιντ Λάρσον. Τον βρήκα και στον τηλε­φωνικό κατάλογο. Όμως δεν έχει νόημα να του τηλεφω­νήσω. Πέθανε τον Απρίλιο. Συγκοπή. Έκανε την ίδια δουλειά ως τα τελευταία του. Είχε παλιατζίδικο στα νό­τια. Τώρα είναι κλειστό».

Ο Μάρτιν Μπεκ τού πήρε τον τηλεφωνικό κατάλογο, διάβασε κάτι και κούνησε το κεφάλι του. Ο Μελάντερ ψάρεψε ένα κουτί σπίρτα από την τσέπη του παντελο­νιού του κι άρχισε να ανάβει περισπούδαστα την πίπα του. Ο Μάρτιν Μπεκ έκανε δυο βήματα και άφησε τον κατάλογο στο τραπέζι. Έπειτα ξαναγύρισε στην αρ­χειοθήκη.

«Τι σκαρώνετε εσείς οι δυο;» ρώτησε καχύποπτα ο Γκούνβαλντ Λάρσον.
«Τίποτα ιδιαίτερο» είπε ο Μελάντερ. «Ο Μάρτιν δε θυμόταν το όνομα ενός κλεπταποδόχου. Είχαμε προσπα­θήσει να τον στριμώξουμε δώδεκα χρόνια πριν».
«Και τον στριμώξατε;»
«Όχι» είπε ο Μελάντερ.
«Το θυμήθηκες όμως;»
«Ναι».

Ο Γκούνβαλντ Λάρσον τράβηξε τον κατάλογο κοντά του, τον φυλλομέτρησε βιαστικά και είπε:
«Πώς διάολο θυμάσαι έπειτα από δώδεκα χρόνια το όνομα ενός τύπου που τον έλεγαν Λάρσον;»
«Είναι πανεύκολο» είπε σοβαρά ο Μελάντερ.

Το τηλέφωνο κουδούνισε.
«Πρώτο τμήμα, αξιωματικός υπηρεσίας.
»Συγνώμη... Τι είπατε, κυρία μου;
»Τι;
»Αν είμαι ντετέκτιβ; Είμαι ο επιθεωρητής Λάρσον, αξιωματικός υπηρεσίας του πρώτου τμήματος.
»Και λέγεστε;»
Ο Γκούνβαλντ Λάρσον έβγαλε ένα στυλό διάρκειας από την τσέπη του πουκαμίσου του και ορνιθοσκάλισε μια λέξη. Έπειτα έμεινε με το στυλό μετέωρο.

«Σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος;
»Συγνώμη, δεν κατάλαβα.
»Ε; Μία —τι;
»Μια γάτα;
»Μια γάτα στο μπαλκόνι;
»Α, ένας άνθρωπος.
»Είναι κανείς στο μπαλκόνι σας;»
Ο Γκούνβαλντ Λάρσον παραμέρισε τον τηλεφωνικό κατάλογο και τράβηξε κοντά του ένα μπλοκάκι. Ακούμπησε τη μύτη του στυλό στο χαρτί. Έγραψε μερικές λέξεις.
«Ναι, κατάλαβα. Και πώς είναι, είπατε;
»Ναι, ακούω. Αραιά μαλλιά χτενισμένα ίσια πίσω. Μεγάλη μύτη. Αχά. Άσπρο πουκάμισο. Μέτριο ανάστη­μα. Χμμ. Καφέ παντελόνι. Ανοιχτό; Τι; Α, το πουκάμισο. Γκριζογάλανα μάτια.

»Μια στιγμή, κυρία μου. Να το ξεκαθαρίσουμε. Θέλε­τε να πείτε πως κάθεται στο δικό τον μπαλκόνι;»
Ο Γκούνβαλντ Λάρσον κοίταξε μια τον Μελάντερ και μια τον Μάρτιν Μπεκ και ανασήκωσε τους ώμους. Την άκουγε ακόμη, σκαλίζοντας το αυτί του με το στυλό.
«Με συγχωρείτε, κυρία μου. Λέτε πως ο άνθρωπος κά­θεται στο δικό του μπαλκόνι; Σας πείραξε όμως;

»Α, δε σας πείραξε. Τι; Στην απέναντι μεριά του δρό­μου... Στο δικό του μπαλκόνι...
»Και τότε πώς είδατε ότι έχει γκριζογάλανα μάτια; Πρέπει να ’ναι πολύ στενό δρομάκι.
»Τι; Τι κάνετε, λέει;
»Για σταθείτε μια στιγμή, κυρία μου. Αυτός ο άνθρω­πος κάθεται απλώς στο μπαλκόνι του; Και τι άλλο κάνει;

»Χαζεύει κάτω το δρόμο; Και τι γίνεται κάτω στο δρόμο;
»Τίποτα; Τι είπατε; Αυτοκίνητα; Παιδιά που παίζουν;
»Και τη νύχτα; Τα παιδιά παίζουν έξω και τη νύχτα;
»Α, δεν παίζουν. Αλλά εκείνος κάθεται και τη νύχτα; Και τι να σας κάνουμε; Να στείλουμε την κλούβα με τα σκυλιά;

»Τι να σας πω, κυρία μου, κανένας νόμος δεν απαγο­ρεύει στον κόσμο να κάθεται στο μπαλκόνι του.
»Αναφέρετε απλώς κάτι που είδατε, είπατε; Για το Θεό, κυρία μου, αν ο καθένας έπαιρνε για να μας αναφέ­ρει κι από κάτι που είδε, δε θα έφταναν ούτε τρεις αστυ­νομικοί ανά κάτοικο.
»Ευχαριστώ; Θα ’πρεπε να σας λέμε κι ευχαριστώ;
»Αναιδέστατος; Εγώ είμαι αναιδέστατος; Για να σας πω, κυρία μου...»

Ο Γκούνβαλντ Λάρσον έμεινε με την κουβέντα στη μέση και με το ακουστικό τριάντα πόντους μακριά από το αυτί του.
«Μου το ’κλεισε» είπε απορημένος.
Σε άλλα τρία δευτερόλεπτα ξανάβαλε στη θέση του το ακουστικό χτυπώντας το με δύναμη και είπε:

«Δεν πας στο διάολο, κωλόγρια!»

Έσκισε το φύλλο με τις σημειώσεις από το μπλοκάκι και σκούπισε προσεχτικά την κυψελίδα του αυτιού του από το καπάκι του στυλό.
«Είναι όλοι τους για δέσιμο» είπε. «Κι έπειτα περιμέ­νουμε να βγάλουμε άκρη. Το κέντρο δεν έπρεπε να μας δίνει τέτοια τηλεφωνήματα. Έπρεπε να υπάρχει απευ­θείας γραμμή με το τρελάδικο».
«Θα το συνηθίσεις» είπε ήρεμα ο Μελάντερ, και μα­ζεύοντας τον τηλεφωνικό κατάλογο τον έκλεισε και ξαναγύρισε στο διπλανό δωμάτιο.
Ο Γκούνβαλντ Λάρσον καθάρισε καλά το στυλό του, τσαλάκωσε το χαρτί και το πέταξε στο καλάθι. Κοίταξε ξινισμένα τη βαλίτσα δίπλα στην πόρτα και είπε:

«Για πού το ’βαλες;»
«Θα κατεβώ κάνα δυο μέρες στη Μοτάλα» απάντησε ο Μάρτιν Μπεκ. «Πάω να ρίξω μια ματιά».
«Α».

«Μέσα στη βδομάδα θα είμαι πίσω. Ο Κόλμπεργκ θα μείνει σπίτι σήμερα. Από αύριο αναλαμβάνει υπηρεσία. Δε χρειάζεται ν’ ανησυχείς».
«Δεν ανησυχώ».
«Κι έπειτα, αυτές οι ληστείες...»
«Ναι;»
«'Ασ’ το, δεν πειράζει».
«Άλλες δυο να κάνει, και τον πιάσαμε» είπε ο Μελάν­τερ από το διπλανό δωμάτιο.

«Ακριβώς» είπε ο Μάρτιν Μπεκ. «Άντε, γεια».
«Γεια» απάντησε ο Γκούνβαλντ Λάρσον.
Ο Μάρτιν Μπεκ έφτασε στον κεντρικό σταθμό δεκαεν­νέα λεπτά πριν από την προγραμματισμένη αναχώρηση του τρένου και σκέφτηκε να γεμίσει το κενό με δύο τηλε­φωνήματα.

Πρώτα στο σπίτι του.
«Εδώ είσαι ακόμα;» είπε η γυναίκα του.
Αγνόησε τη ρητορική ερώτηση και είπε μόνο:
«Θα μείνω σ’ ένα ξενοδοχείο που το λένε Παλάς. Σκέφτηκα πως πρέπει να το ξέρεις».

«Πόσο θα λείψεις;»
«Μια βδομάδα».
«Πώς είσαι τόσο σίγουρος;»

Ωραία ερώτηση. Και βέβαια δεν είναι ηλίθια, σκέφτη­κε ο Μάρτιν Μπεκ.
«Φιλιά στα παιδιά» είπε. Έκανε μια παύση και πρόσθεσε: «Και να προσέχεις».
«Ευχαριστώ πολύ» του απάντησε ψυχρά.

Έκλεισε το τηλέφωνο και ψάρεψε άλλο ένα κέρμα από την τσέπη του παντελονιού του. Πολύς κόσμος περίμενε σειρά στους τηλεφωνικούς θαλάμους, και οι πρώτοι της ουράς, που ήταν πιο κοντά του, τον στραβοκοίταξαν κα­θώς έριχνε το δεύτερο κέρμα στη σχισμή και έπαιρνε τον αριθμό της ασφάλειας. Πέρασε ένα λεπτό πριν τον συν­δέσουν με τον Κόλμπεργκ.

«Εδώ Μπεκ. Ήθελα απλώς να βεβαιωθώ ότι γύρισες».
«Μεγάλη σου καλοσύνη» είπε ο Κόλμπεργκ. «Εδώ εί­σαι ακόμα;»
«Τι κάνει η Γκουν;»
«Μια χαρά. Φουσκώνει και πάει».
Η Γκουν ήταν η γυναίκα του Κόλμπεργκ· περίμενε να γεννήσει στα τέλη Αυγούστου.

«Σε μια βδομάδα θα είμαι πίσω».
«Κάτι τέτοιο κατάλαβα. Κι ώς τότε, δε θα υπηρετώ πια εδώ».
Ακολούθησε μια παύση, κι έπειτα ο Κόλμπεργκ είπε:
«Τι σε στέλνει στη Μοτάλα;»

«Εκείνος ο τύπος...»
«Ποιος τύπος;»
«Ο παλιατζής που κάηκε ζωντανός προχτές το βράδυ. Δεν...»
«Το είδα στις εφημερίδες. Και λοιπόν;»
«Πάω να ρίξω μια ματιά».

«Μα τόσο μάπες είναι, που δεν μπορούσαν να διαλευκάνουν μόνοι τους μια κοινή πυρκαγιά;»
«Ε, αφού το ζητήσανε...»
«Για κοίτα δω» είπε ο Κόλμπεργκ. «Η γυναίκα σου μπορεί να το 'χαψε, αλλά εμένα δε με γελάς. Άσε που ξέ­ρω πολύ καλά τι ζητήσανε και ποιος το ζήτησε. Ποιος είναι επικεφαλής του ανακριτικού στη Μοτάλα τώρα;»

«Ο Άλμπεργκ, αλλά...»

«Ακριβώς. Ξέρω επίσης ότι πήρες και πέντε μέρες που σου έμεναν από την άδειά σου. Μ’ άλλα λόγια, πηγαίνεις στη Μοτάλα για να την αράξεις και να τα πίνεις με τον Άλμπεργκ στο ξενοδοχείο Σίτι. Σωστά;»

«Μα...»
«Καλή διασκέδαση» είπε εγκάρδια ο Κόλμπεργκ. «Και φρόνιμα».
«Ευχαριστώ».
Ο Μάρτιν Μπεκ έκλεισε το τηλέφωνο και ο άνθρωπος που περίμενε πίσω του τον σκούντηξε απότομα για να περάσει. Ο Μπεκ ανασήκωσε τους ώμους και ξαναγύρισε στην κεντρική αίθουσα του σταθμού.
Ο Κόλμπεργκ είχε δίκιο, μέχρις ενός σημείου. Όχι πως είχε καμιά σημασία, αλλά και πάλι ήταν ενοχλητικό να σε διαβάζουν τόσο καθαρά. Είχε γνωρίσει τον Άλ­μπεργκ μαζί με τον Κόλμπεργκ, σε μια υπόθεση φόνου πριν από τρία καλοκαίρια. Η ανάκριση ήταν χρονοβόρα και δύσκολη, και ώσπου να τελειώσει είχαν γίνει στενοί φίλοι οι τρεις τους. Ο Άλμπεργκ από μόνος του δε θα ασχολούνταν ούτε μισή μέρα με την υπόθεση.

Το ρολόι του σταθμού έδειχνε πως τα δύο τηλεφωνή­ματα είχαν κρατήσει ακριβώς τέσσερα λεπτά. Του έμενε ακόμη ένα τέταρτο ώσπου να φύγει το τρένο. Η κεντρική αίθουσα ήταν πλημμυρισμένη με κάθε λογής ανθρώπους, όπως πάντα. Στεκόταν σκυθρωπός, με τη βαλίτσα στο χέρι, ένας άν­τρας με μέτριο ανάστημα, λεπτό πρόσωπο, πλατύ μέτωπο και δυνατό σαγόνι. Οι περισσότεροι, βλέποντάς τον, θα τον περνούσαν ασφαλώς για σαστισμένο επαρχιώτη που βρέθηκε ξαφνικά μέσα στη φούρια και τη βουή της με­γαλούπολης.

«Κύριε, κύριε» ψιθύρισε κάποιος βραχνά.
Γύρισε και είδε τον άνθρωπο που τον είχε πλευρίσει. Πλάι του στεκόταν μια κοπελίτσα, ίσαμε δεκαπέντε χρονών· είχε ολόισια ξανθά μαλλιά και φορούσε κοντό σταμπωτό φουστανάκι. Ήταν ξιπόλητη και βρώμικη και φαινόταν μια ηλικία με την κόρη του. Στο απλωμένο δεξί της χέρι κρατούσε μια λουρίδα με τέσσερις φωτογρα­φίες, και τον άφησε να ρίξει ίσα ίσα μια ματιά.

Δε δυσκολεύτηκε να καταλάβει τι έδειχναν. Το κορί­τσι είχε μπει στο αυτόματο, γονάτισε στο σκαμπό, ανα­σήκωσε το φουστάνι ως τις μασχάλες, κι έπειτα έριξε τα κέρματα στη σχισμή.

Είχαν κοντύνει πια τις κουρτίνες σε όλα τα αυτόματα ως το ύψος του γόνατου, αλλά κι αυτό δεν ήταν λύση. Κοίταξε κλεφτά τις φωτογραφίες· σήμερα τα κορίτσια ξεπετάγονται πιο γρήγορα, σκέφτηκε. Και τα βρομόπαι­δα δε φορούσαν τίποτα από μέσα. Οι φωτογραφίες ήταν της συμφοράς.

«Είκοσι πέντε κορόνες;» είπε η μικρή με ελπίδα.

Ο Μάρτιν Μπεκ κοίταξε γύρω του αμήχανα και το μά­τι του πήρε δυο αστυνομικούς με στολή στην άλλη άκρη της αίθουσας. Πλησίασε προς το μέρος τους. Ο ένας τον αναγνώρισε και χαιρέτησε επίσημα. «Δεν κοιτάτε να συμμαζέψετε τα πιτσιρίκια εδώ μέσα;» είπε θυμωμένος ο Μπεκ.

«Κάνουμε ό,τι μπορούμε, κύριε επιθεωρητά».

Ο αστυνομικός που του απάντησε ήταν ο ίδιος που τον είχε χαιρετήσει, ένας νεαρός με γαλανά μάτια και ξανθό ψαλιδισμένο μούσι.

Ο Μάρτιν Μπεκ δεν είπε τίποτα. Έκανε μεταβολή και προχώρησε προς τις τζαμόπορτες που οδηγούσαν στις πλατφόρμες. Η μικρή με το σταμπωτό φόρεμα στεκόταν τώρα στην άλλη άκρη της αίθουσας και κοιτούσε τις φω­τογραφίες μ’ ένα ύφος, σαν να αναρωτιόταν τι έφταιγε στην εμφάνισή της.

Σε λίγο κάποιος βλάκας θ’ αγόραζε τις φωτογραφίες της.

Κι έπειτα η μικρή θα πήγαινε στο Χούμλεγκέρντεν ή στο Μαρίατοργκετ και θα ’παιρνε αμφεταμίνες ή μαρι­χουάνα. Ίσως και ελ ες ντι.

Ο αστυνομικός που τον αναγνώρισε είχε μούσι. Πριν από είκοσι τέσσερα χρόνια, όταν μπήκε στο Σώμα, κανέ­νας αστυνομικός δεν είχε μούσι.

Όμως ο άλλος αστυνομικός, που δεν είχε μούσι, γιατί δε χαιρέτησε; Επειδή δεν τον κατάλαβε;

Πριν από είκοσι τέσσερα χρόνια οι αστυνομικοί χαι­ρετούσαν όποιον τους πλησίαζε, ακόμη κι αν δεν ήταν προϊστάμενός τους. Ή μήπως δε χαιρετούσαν;

Εκείνη την εποχή τα δεκατετράχρονα και τα δεκαπεντάχρονα δε φωτογραφίζονταν γυμνά στα αυτόματα, ούτε προσπαθούσαν να πουλήσουν τις φωτογραφίες σε ανώτε­ρους αξιωματικούς της αστυνομίας για να εξασφαλίσουν τη δόση τους.

Έτσι κι αλλιώς, δεν είχε χαρεί καθόλου για τον και­νούργιο τίτλο που του έδωσαν στις αρχές της χρονιάς. Δε του άρεσε ούτε το νέο του γραφείο στη γενική ασφά­λεια του νότου, στην πολυθόρυβη βιομηχανική περιοχή της Βεστμπέργκα. Δεν του άρεσε ούτε η καχύποπτη γυ­ναίκα του, αλλά ούτε και το γεγονός ότι κάποιος σαν τον Γκούνβαλντ Λάρσον θα γινόταν επιθεωρητής.

Αυτά σκεφτόταν ο Μάρτιν Μπεκ, καθισμένος δίπλα στο παράθυρο, στο κουπέ της πρώτης θέσης.

Το τρένο βγήκε μαλακά από το σταθμό και πέρασε έξω από το δημαρχείο. Το μάτι του πήρε το παλιό άσπρο ατμόπλοιο Μαρίεφρεντ που άραζε ακόμη στο Γκρίπσχολμ, και τα γραφεία της Νόρστεντ, κι έπειτα το τρένο ρουφήχτηκε από τη σήραγγα του νότου. Όταν ξαναβγήκε στο φως της μέρας, είδε την πράσινη έκταση του Τάντολούντεν —του πάρκου που σε λίγο θα γινόταν εφιάλ­της του— και άκουσε τους τροχούς του τρένου να βρον­τούν πάνω στην εναέρια γέφυρα.

Όταν το τρένο σταμάτησε στο Ζέντερτέλγιε, το κέφι του είχε αρχίσει να φτιάχνει. Πήρε ένα μπουκάλι μεταλ­λικό νερό κι ένα σάντουιτς με μπαγιάτικο τυρί από το καροτσάκι που είχε αντικαταστήσει πια το βαγκόν-ρε- στωράν στις περισσότερες υπερταχείες.

«Λοιπόν» είπε ο Άλμπεργκ, «έτσι πρέπει να ’γινε. Έκανε κρύο τη νύχτα, και δίπλα στο κρεβάτι του είχε μια ηλε­κτρική σομπίτσα, απ’ τις παλιές. Θα κλότσησε την κου­βέρτα στον ύπνο του, και η κουβέρτα έπεσε πάνω στη σόμπα κι έπιασε φωτιά».

Ο Μάρτιν Μπεκ κούνησε το κεφάλι του.

«Φαίνεται απόλυτα πιθανό» είπε ο Άλμπεργκ. «Η τε­χνική έρευνα ολοκληρώθηκε σήμερα. Τηλεφώνησα για να σε προλάβω, αλλά είχες ξεκινήσει».

Στέκονταν στον τόπο της πυρκαγιάς, στο Μπόρενσχουλτ, κι ανάμεσα απ’ τα δέντρα φαινόταν λίγο η λίμνη και το φράγμα όπου τρία χρόνια πριν είχαν βρει μια γυ­ναίκα νεκρή. Από το καμένο σπίτι έμεναν μόνο τα θεμέ­λια και η βάση της καμινάδας. Η πυροσβεστική είχε κα­ταφέρει όμως να σώσει ένα μικρό παράσπιτο.

«Βρήκαμε κλοπιμαία εκεί μέσα» είπε ο Άλμπεργκ. «Ήταν κλεπταποδόχος αυτός ο Λάρσον. Είχε καταδικα­στεί και παλιότερα, δε μας φάνηκε παράξενο. Θα σας διαβιβάσουμε έναν κατάλογο των αντικειμένων».

Ο Μάρτιν Μπεκ κούνησε πάλι το κεφάλι του, κι έπει­τα είπε:

«Έψαξα και για τον αδερφό του στη Στοκχόλμη. Πέθανε πέρσι την άνοιξη. Κι αυτός κλεπταποδόχος ήτανε».
«Σόι πάει το βασίλειο» είπε ο Άλμπεργκ.
«Ο αδερφός του δεν είχε φάκελο, αλλά ο Μελάντερ τον θυμήθηκε».

«Α, ο Μελάντερ... Είναι ελέφαντας, τίποτα δεν ξε­χνάει. Δεν πρέπει να δουλεύεις πια μαζί του, ε;»
«Πού και πού. Είναι στη γενική της οδού Κούνγκσχολμ. Και ο Κόλμπεργκ, από σήμερα. Κάθε τρεις και λί­γο μάς μεταθέτουν, έχουνε τρελαθεί τελείως».

Γύρισαν τις πλάτες στη σκηνή της πυρκαγιάς και μπή­καν στο αυτοκίνητο σιωπηλοί.
Δεκαπέντε λεπτά αργότερα ο Άλμπεργκ σταματούσε μπροστά στο αστυνομικό τμήμα, ένα χαμηλό κτίριο από κίτρινα τούβλα, στη γωνία των οδών Πρεστ και Κουνγκ, πολύ κοντά στην κεντρική πλατεία και στο άγαλμα του Μπάλτσαρ φον Πλάτεν. Μισογύρισε προς το μέρος τού Μάρτιν Μπεκ και είπε:
«Μια που ήρθες, μείνε κάνα δυο μέρες κι ας μην έχεις δουλειά».

Ο Μπεκ κούνησε το κεφάλι καταφατικά.
«Θα πάμε και βαρκάδα» είπε ο Άλμπεργκ.
Εκείνο το βράδυ έφαγαν μαζί στο ξενοδοχείο Σίτι, μια υπέροχη πέστροφα από τη λίμνη Βέτερν, τοπική σπεσια­λιτέ. Έπειτα ήπιαν κάτι.

Το Σάββατο πήγαν βαρκάδα στη λίμνη. Και την Κυ­ριακή. Τη Δευτέρα ο Μάρτιν Μπεκ πήρε τη βάρκα μόνος του. Και πάλι την Τρίτη. Την Τετάρτη πήγε στη Βαντστένα να δει το κάστρο. Το ξενοδοχείο του στη Μοτάλα ήταν σύγχρονο, με όλες τις ανέσεις. Με τον Άλμπεργκ τα πήγαινε περίφη­μα. Διάβασε ένα μυθιστόρημα του Κουρτ Σάλομονσον, που το έλεγαν Ο άνθρωπος απ’ έξω. Περνούσε πολύ καλά.

Και του άξιζε. Είχε δουλέψει πολύ το χειμώνα και η άνοιξη ήταν φρίκη. Του έμενε ωστόσο η ελπίδα πως το καλοκαίρι θα ήταν ήσυχο. Ο ληστής δεν είχε κανένα παράπονο με τον καιρό. Είχε αρχίσει να βρέχει λίγο μετά το μεσημέρι. Στην αρχή δυνατά, έπειτα ένα σταθερό ψιλόβροχο που σταμά­τησε κατά τις εφτά. Όμως ο ουρανός ήταν ακόμη συννε­φιασμένος και βαρύς, όπου να ’ναι η βροχή θα ξανάρχι­ζε. Τώρα ήταν εννιά η ώρα και το σούρουπο χυνόταν κά­τω απ’ τα δέντρα. Έμενε σχεδόν μισή ώρα ώσπου ν’ ανά­ψουν τα φανάρια.

Ο ληστής είχε βγάλει το πλαστικό του αδιάβροχο και το είχε ακουμπήσει δίπλα του, στο παγκάκι του πάρκου. Φορούσε πάνινα παπούτσια, χακί παντελόνι κι ένα καθα­ρό γκρι συνθετικό πουλόβερ μ’ ένα μονόγραμμα στην μπροστινή του τσέπη. Μια κόκκινη μπαντάνα κρεμόταν δεμένη χαλαρά στο λαιμό του. Τριγυρνούσε στο πάρκο και στα περίχωρα δυο ώρες τώρα, μπορεί και παραπάνω, περιεργαζόταν τον κόσμο κι έκανε τους υπολογισμούς του. Δυο φορές είχε κοιτάξει τους περαστικούς με ειδικό ενδιαφέρον, και την κάθε φορά ο περαστικός δεν ήταν ένας αλλά δύο μαζί.

Το πρώτο ζευγάρι ήταν ένας νεαρός και μια κοπέλα· ήταν και οι δυο μικρότεροι του, η κοπέ­λα φορούσε πέδιλα και κοντό ασπρόμαυρο φουστανάκι, ο νεαρός κομψό μπλε σακάκι και ανοιχτόγκριζο παντε­λόνι. Διάλεξαν τα πιο σκιερά μονοπάτια για να φτάσουν σε μια απομονωμένη γωνιά του πάρκου. Εκεί στάθηκαν και αγκαλιάστηκαν. Η κοπέλα ακούμπησε την πλάτη σ’ ένα δέντρο, και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου ο νεα­ρός είχε βάλει το χέρι του κάτω από τη φούστα της, πα­ραμέριζε το ελαστικό σλιπάκι της, κι έχωνε τα δάχτυλά του ανάμεσα στα σκέλια της. «Σιγά, μπορεί να περάσει κανείς!» είπε εκείνη μηχανικά, αλλά τα πόδια της είχαν ανοίξει αυτόματα. Την άλλη στιγμή, με τα μάτια κλει­στά, άρχισε να κουνά ρυθμικά τους γοφούς της, ξύνοντας το φρεσκοκουρεμένο σβέρκο του νεαρού με τα δάχτυλα του αριστερού της χεριού. Δεν μπορούσε να διακρίνει τι έκανε το δεξί της χέρι, κι ας ήταν τόσο κοντά, που έβλε­πε μια άκρη από το άσπρο δαντελένιο σλιπάκι της.

Πήγαινε από τα χόρτα, ακολουθώντας τους αθόρυβα, και έπειτα χώθηκε στους θάμνους, ούτε δέκα μέτρα πιο κει. Είχε ζυγίσει προσεχτικά τα υπέρ και τα κατά. Θα εί­χε πλάκα να τους επιτεθεί, όμως η κοπέλα δεν κρατούσε τσάντα, κι ύστερα μπορεί να μην την πρόφταινε και να ξεφώνιζε, πράγμα που, με τη σειρά του, θα τον παρεμπό­διζε στην άσκηση του επαγγέλματος του. Κι ακόμη, ο νεαρός έμοιαζε τώρα σαν πιο γεροδεμένος, η πλάτη του ήταν πιο φαρδιά απ’ ό,τι του είχε φανεί στην αρχή, και δεν ήταν διόλου βέβαιο πως είχε λεφτά στο πορτοφόλι του. Η επίθεση δεν ήταν φρόνιμη ιδέα, κι έτσι απομα­κρύνθηκε αθόρυβα, όπως είχε πλησιάσει. Δεν ήταν ηδο­νοβλεψίας, τον περίμεναν σοβαρότερα πράγματα, και πάντως είχε καταλάβει πως δεν έμεναν ακόμη και πολλά να δει. Σε λίγο το ζευγαράκι βγήκε από το πάρκο, κρα­τώντας πια τις τυπικές αποστάσεις. Πέρασαν απέναντι και μπήκαν σε μια πολυκατοικία που η πρόσοψή της έδειχνε μεσοαστική και καθωσπρέπει. Στην είσοδο η κο­πέλα ίσιωσε το σλιπάκι και το σουτιέν της, και πέρασε το σαλιωμένο της δάχτυλο στα φρύδια της. Ο νεαρός εί­χε χτενίσει τα μαλλιά του.

Στις οχτώ και μισή άλλοι δύο άνθρωποι τράβηξαν την προσοχή του. Μια κόκκινη Βόλβο ήταν σταματημένη στο γωνιακό μαγαζί με τα είδη κιγκαλερίας. Δύο άνθρω­ποι κάθονταν μπροστά. Ο ένας τους κατέβηκε και μπήκε στο πάρκο. Φορούσε μπεζ καπαρντίνα και ήταν χωρίς καπέλο. Σε λίγα λεπτά κατέβηκε κι ο δεύτερος και χώθη­κε στο πάρκο από άλλη μεριά· αυτός δε φορούσε καπαρ­ντίνα, αλλά τραγιάσκα και τουήντ σακάκι. Σε δεκαπέντε λεπτά είχαν ξαναγυρίσει στο αυτοκίνητο από διαφορετι­κές κατευθύνσεις και με απόσταση λίγων λεπτών. Τους είχε γυρίσει την πλάτη, χαζεύοντας τη βιτρίνα με τα είδη κιγκαλερίας, και κρυφάκουσε καλά την κουβέντα τους.

«Λοιπόν;»
«Τίποτα».
«Και τώρα τι κάνουμε;»
«Στο δάσος Λιλ-Γιανς;»
«Με τέτοιον καιρό;»
«Μα...»
«Καλά. Όμως έπειτα θα πάμε για καφέ».
«Σύμφωνοι».
Έκλεισαν τις πόρτες και ξεκίνησαν.
Έκλεισαν τις πόρτες και ξεκίνησαν.Και τώρα κόντευε εννιά κι εκείνος καθόταν στο παγ­κάκι και περίμενε.

Την πήρε το μάτι του καθώς έμπαινε στο πάρκο, κι αμέσως μάντεψε ποιο μονοπάτι θ’ ακολουθούσε. Μια με­σόκοπη γυναίκα, κοντόχοντρη, με πανωφόρι, ομπρέλα και μεγάλη τσάντα. Έμοιαζε να υπόσχεται πολλά. Μπο­ρεί να είχε κανένα μαγαζάκι με φρούτα και τσιγάρα. Ση­κώθηκε και φόρεσε το αδιάβροχο, έκοψε δρόμο από το χορτάρι κι έπειτα έσκυψε και χώθηκε στους θάμνους. Ερχόταν προς το μέρος του από το μονοπάτι, θα ’πεφταν μούτρα με μούτρα —σε πέντε δευτερόλεπτα, ίσως σε δέ­κα. Με το αριστερό του χέρι ανέβασε την μπαντάνα ως τη μύτη του και πέρασε τα δάχτυλα του δεξιού του χε­ριού στη σιδερένια γροθιά. Τώρα λίγα μέτρα τούς χώρι­ζαν. Κινήθηκε γρήγορα, και τα βήματά του πάνω στο υγρό χόρτο ήταν σχεδόν αθόρυβα.

Μόνο σχεδόν. Ήθελε ένα μέτρο για να τη φτάσει, όταν η γυναίκα γύρισε, τον είδε κι άνοιξε το στόμα της για να ουρλιάξει. Χωρίς να το σκεφτεί, τη χτύπησε στο στόμα όσο πιο δυνατά μπορούσε. Άκουσε ένα τρίξιμο. Η γυναί­κα άφησε την ομπρέλα να πέσει, παραπάτησε, έπειτα λύ­γισε και γονάτισε σφίγγοντας την τσάντα και με τα δυο της χέρια, σαν να προστάτευε μωρό.

Την ξαναχτύπησε, κι η μύτη της έτριξε πίσω από τη σιδερένια γροθιά. Έπεσε ανάσκελα, με τα πόδια διπλω­μένα από κάτω της, χωρίς να βγάλει κιχ. Ήταν λουσμένη στα αίματα και φαινόταν αναίσθητη, όμως εκείνος, κα­λού κακού, μάζεψε από το μονοπάτι μια χούφτα άμμο και της την πέταξε στα μάτια. Τη στιγμή που της άνοιγε με βία την τσάντα, το κεφάλι της έγειρε στο πλάι, το στόμα της άνοιξε και η γυναίκα άρχισε να ξερνάει.

Πορτοφόλι για κέρματα, πορτοφόλι για χαρτονομί­σματα, ένα ρολόι. Δεν ήταν κι άσχημα.

Ο ληστής κόντευε κιόλας να βγει απ’ το πάρκο. Σαν να προστάτευε μωρό, σκέφτηκε. Και θα γινόταν τόσο κα­θαρή δουλίτσα. Την κωλόγρια.

Σε ένα τέταρτο βρισκόταν στο σπίτι του. Ήταν εννιά και μισή το βράδυ της ενάτης Ιουνίου 1967, ημέρα Πα­ρασκευή. Σε άλλα είκοσι λεπτά ξανάρχισε να βρέχει.

Έβρεχε όλη νύχτα, αλλά το πρωί του Σαββάτου ο ήλιος ξαναβγήκε, και μόνο κάπου κάπου κρυβόταν στα αφράτα άσπρα σύννεφα που έπλεαν στον καθαρό ουρανό. Ήταν δέκα Ιουνίου, είχαν αρχίσει οι καλοκαιρινές διακοπές, κι από το βράδυ της Παρασκευής τα αυτοκίνητα, ατέλειω­τες ουρές, έβγαιναν αργά αργά από την πόλη τραβώντας για εξοχικά σπίτια, παραλίες και κάμπινγκ. Η πόλη ήταν όμως ακόμη γεμάτη κόσμο που, καθώς το σαββατοκύρια­κο δεν προμηνυόταν βροχερό, έπρεπε ν’ αρκεστεί στην τεχνητή εξοχή που του πρόσφεραν τα πάρκα και τα κο­λυμβητήρια.

Ήταν εννιά και τέταρτο και στα λουτρά του Βανάντις Παρκ υπήρχε κιόλας ουρά μπροστά στο ταμείο. Οι κά­τοικοι της Στοκχόλμης, διψασμένοι για ήλιο και λαχταρισμένοι για κολύμπι, κατηφόριζαν όλα τα μονοπάτια που οδηγούσαν εκεί από τη λεωφόρο Σβέα.

Δυο κακοντυμένοι τύποι διέσχιζαν με κόκκινο την οδό Φρέι. Ο ένας φορούσε τζην και πουλόβερ, ο άλλος μαύ­ρο παντελόνι και καφέ σακάκι που φούσκωνε ύποπτα στην αριστερή επάνω τσέπη. Προχωρούσαν αργά, κοιτά­ζοντας μισοτυφλωμένοι τον ήλιο. Ο άνθρωπος με τη φουσκωμένη τσέπη παραπάτησε και κόντεψε να πέσει πάνω σ’ έναν ποδηλάτη, έναν αθλητικό εξηντάρη με ανοιχτόγκριζο καλοκαιρινό κοστούμι και μια βρεγμένη βερμούδα στη σχάρα πίσω του. Ο ποδηλάτης ταλαντεύ­τηκε κι αναγκάστηκε ν’ ακουμπήσει το ένα του πόδι κάτω.

«Ηλίθιοι!» τους φώναξε καθώς απομακρυνόταν μεγαλοπρεπώς.

«Τον κωλόγερο!» είπε ο άντρας με το σακάκι. «Εκα­τομμυριούχος θα ’ναι, πανάθεμά τόνε. Παραλίγο να με χτυπήσει. Να πέσω και να μου σπάσει το μπουκάλι μου».

Σταμάτησε αγανακτισμένος στο πεζοδρόμιο. Έτρεμε και μόνο στη σκέψη της συμφοράς που τον είχε πλησιά­σει τόσο επικίνδυνα, και σήκωσε το χέρι του ν’ αγγίξει το ποτό μέσα απ’ το σακάκι του.

«Και λες πως θα μου το πλήρωνε; Αμ’ δε! που να τον πάρει ο διάολος. Βολεμένος μια χαρά στο κυριλέ διαμε- ρισματάκι του, με το ψυγείο του γεμάτο σαμπάνιες, το κάθαρμα, όμως ποτέ δε θα σκεφτόταν να αποζημιώσει έναν αλήτη επειδή του ’σπασε ένα μπουκάλι ποτό. Το καθίκι!»

«Μα δεν το έσπασε» σχολίασε ήρεμα ο φίλος του.

Ο δεύτερος άντρας ήταν πολύ νεότερος· έπιασε αγκαζέ τον έξαλλο σύντροφό του και τον τράβηξε προς το πάρ­κο. Ανηφόρισαν την πλαγιά, όχι κατά τη λίμνη, όπως οι άλλοι, αλλά πέρα απ’ την πύλη. Έπειτα έστριψαν στο μονοπάτι που οδηγούσε στην εκκλησία του Αγίου Στε­φάνου, στην κορφή του λόφου. Ήταν απότομη η ανηφο- ριά και σε λίγο άρχισαν να λαχανιάζουν. Στα μισά του δρόμου ο νεότερος είπε:

«Καμιά φορά βρίσκεις κέρματα στο χορτάρι πίσω απ’ τη δεξαμενή. Αν παίζανε πόκα αποβραδίς εκεί πάνω. Μπορεί να μαζέψουμε τίποτα για μισή μπουκάλα πριν κλείσουν τα μαγαζιά...»

Ήταν Σάββατο και τα μαγαζιά με τα οινοπνευματώδη έκλειναν στη μία.

«Μην κάνεις όρεξη. Έβρεχε χτες».
«Καλά λες» είπε ο νεότερος αναστενάζοντας.
Το μονοπάτι περνούσε από το φράχτη των λουτρών, που ήταν γεμάτα κόσμο. Μερικοί ήταν τόσο ηλιοκαμέ­νοι, που έμοιαζαν με νέγρους, κάποιοι άλλοι ήταν αληθι­νοί νέγροι, όμως οι περισσότεροι ήταν χλομοί έπειτα από έναν ατέλειωτο χειμώνα χωρίς ούτε μια βδομάδα στις Κανάριες Νήσους.

«Στάσου λιγάκι» είπε ο νεότερος. «Στάσου να χαζέψουμε τα κορίτσια».
Ο μεγαλύτερος δε σταμάτησε, και είπε μισογυρίζοντας το κεφάλι:

«Κόφ’ το και πάμε! Πεθαίνω της δίψας».

Ανηφόρισαν προς τη δεξαμενή που βρισκόταν στην κορυφή του πάρκου. Όταν έκαναν το γύρο του κτίσματος, είδαν με ανακούφιση πως όλος ο τόπος από πίσω ήταν δικός τους. Ο μεγαλύτερος κάθισε κάτω, στα χόρ­τα, έβγαλε το μπουκάλι κι άρχισε να ξεβιδώνει το καπά­κι. Ο νεότερος προχώρησε ως την κορυφή της πλαγιάς από την άλλη μεριά κι έφτασε σ’ έναν βουλιαγμένο φρά­χτη από κόκκινους πασσάλους.

«Γιόκε!» φώναξε. «Έλα να κάτσουμε από δω, μην έρ­θει κανείς».
Ο Γιόκε σηκώθηκε αγκομαχώντας, με το μπουκάλι στο χέρι, κι ακολούθησε τον άλλο που κατηφόριζε κιό­λας την πλαγιά.

«Εδώ είναι καλά» φώναξε ο νεότερος, «εδώ στους θά­μνους...»

Σταμάτησε απότομα κι έσκυψε μπροστά.
«Θεούλη μου!» ψιθύρισε βραχνά. «Θεέ και Κύριε!»
Ο Γιόκε έφτασε πίσω του, είδε το πεσμένο κοριτσάκι, γύρισε απ’ την άλλη μεριά κι άρχισε να ξερνάει.

Η κορυφή του κεφαλιού του ήταν μισοκρυμμένη κάτω απ’ τους θάμνους. Τα πόδια του έχασκαν ανοιγμένα διά­πλατα πάνω στη βρεγμένη άμμο. Το πρόσωπο, γυρισμένο στο πλάι, ήταν γαλαζωπό, με το στόμα ανοιχτό. Το δεξί χέρι ήταν λογισμένο πάνω από το κεφάλι και το αριστε­ρό ακουμπούσε στο γοφό με την παλάμη προς τα πάνω.

Τα μακριά ξανθά μαλλιά έπεφταν στο ένα μάγουλο. Ήταν ξιπόλητο και φορούσε φούστα και ριγέ μακό μπλουζάκι που είχε ανασηκωθεί αφήνοντας τη μέση γυμνή.
Θα ήταν περίπου εννιά χρονών. Και δε χωρούσε αμφιβολία πως ήταν νεκρό.

Ήταν δέκα παρά πέντε όταν ο Γιόκε και ο φίλος του εμ­φανίστηκαν στο ένατο αστυνομικό τμήμα της οδού Σούρμπρουν. Εξιστόρησαν ασυνάρτητα και ταραγμένα αυτό που είχαν δει στο Βανάντις Παρκ σ’ έναν επιθεωρητή που λεγόταν Γκράνλουντ και που είχε υπηρεσία εκείνη την ώρα. Δέκα λεπτά αργότερα ο Γκράνλουντ και τέσσερις αστυνομικοί έφταναν στον τόπο του εγκλήματος.

Μόλις δώδεκα ώρες νωρίτερα, οι δύο από τους τέσσε­ρις αστυνομικούς είχαν βρεθεί σ’ ένα γειτονικό μέρος του πάρκου, όπου είχε γίνει άλλη μια άγρια ληστεία. Σχεδόν μία ώρα είχε μεσολαβήσει ανάμεσα στην επίθε­ση και στην καταγγελία, και όλοι το θεωρούσαν δεδομέ­νο ότι ο δράστης θα ’χε προλάβει να εξαφανιστεί. Γι αυ­τό η περιοχή δεν ερευνήθηκε σχολαστικά και τώρα δεν μπορούσαν να ξέρουν αν το πτώμα του κοριτσιού βρι­σκόταν ήδη εκεί ή όχι.

Οι πέντε αστυνομικοί διαπίστωσαν ότι το κοριτσάκι ήταν νεκρό και μάλιστα, απ’ όσο μπορούσαν να κρίνουν, στραγγαλισμένο. Ήταν το μόνο που μπορούσαν να κά­νουν για την ώρα.

Περιμένοντας τώρα τους ντετέκτιβς και τους ανθρώ­πους των τεχνικών υπηρεσιών, μοναδικό τους καθήκον ήταν να κρατήσουν μακριά τους περίεργους.

Με μια ματιά στη σκηνή του εγκλήματος, ο Γκράν­λουντ κατάλαβε ότι η δουλειά δε θα ήταν εύκολη για τους ανθρώπους της ασφάλειας. Φαινόταν πως είχε βρέξει γε­ρά αφότου έβαλαν εδώ το πτώμα. Κι έπειτα, το κοριτσάκι του ήταν γνωστό, κι αυτό δεν του άρεσε καθόλου.

Το προηγούμενο βράδυ στις έντεκα, μια ανήσυχη μη­τέρα είχε έρθει στο τμήμα και τους παρακάλεσε να ψά­ξουν για την κόρη της. Η μικρή ήταν οχτώμισι χρονών. Είχε βγει να παίξει κατά τις εφτά κι από τότε δεν την εί­δε κανείς. Το ένατο τμήμα είχε στείλει σήμα στη γενική ασφάλεια και η περιγραφή της μικρής μοιράστηκε σε όλους τους άνδρες που ήταν περιπολία. Είχαν ελέγξει και το τμήμα ατυχημάτων σε όλα τα νοσοκομεία.

Η περιγραφή, δυστυχώς, έμοιαζε να ταιριάζει.

Απ’ όσο ήξερε ο Γκράνλουντ, το χαμένο κοριτσάκι δεν είχε βρεθεί. Κι ακόμη, έμενε στη λεωφόρο Σβέα, κοντά στο Βανάντις Παρκ. Δε φαινόταν να υπάρχει περι­θώριο αμφιβολίας.

Αυτό το χλομό καλοκαίρι στη Στοκχόλμη είναι αλλιώτικο από τ’ άλλα.
Ο ληστής που σπέρνει τον τρόμο στα πάρκα παραμένει ασύλληπτος.
Ο άνθρωπος στο μπαλκόνι άγρυπνά και περιμένει.
Κι έπειτα, το πρώτο νεκρό κοριτσάκι.
Ο δολοφόνος έχει ασελγήσει πάνω στο πτώμα του.

Η πόλη θα ζήσει έναν απαίσιο εφιάλτη και ο επιθεωρητής Μάρτιν Μπεκ θα βρεθεί αντιμέτωπος με ακόμη ένα μεγάλο στοίχημα.

Ως το επόμενο θύμα, που δεν θ’ αργήσει...

Δημοσιογράφος, συνεργάτης πολλών σουηδικών εφημε­ρίδων και περιοδικών, αλλά και συγγραφέας μυθιστο­ρημάτων και σεναρίων για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, ο Π. Βαλέε (πέθανε το 1975) έγραψε μαζί με τη γυναίκα του, την ποιήτρια Μ. Σγιεβάλ, δέκα αστυνομικά μυθιστορήματα. Ο ήρωάς τους, ο επιθεωρη­τής Μάρτιν Μπεκ με την περίφημη «έκτη αίσθηση», έχει περάσει στο πάνθεον των μεγάλων διωκτών του εγκλή­ματος ήδη από τη δεκαετία του ’70.

Το παραπάνω (απόσπασμα) σταματάει αρκετά πριν τη μέση (τα βιβλίο είναι 220 πυκνογραμμένες σελίδες) _πάμε στο τέλος…
Ναι, το ξέρω είπε ο Κρίστιανσον και χασμουρήθηκε.
Τώρα όμως... Τώρα είμαι σαν το γέρικο άλογο στο παχνί. Με το που ακουμπάω στο κρεβάτι, κοιμάμαι σαν ξερός. Και το μόνο που σκέφτομαι μόλις ξυπνήσω, είναι το γάλα και τα κορνφλέηκς.

Έκανε μια μικρή, βαρυσήμαντη παύση, και πρόσθεσε:
Γεράματα...
Ο Κρίστιανσον και ο Κβαντ είχαν μόλις κλείσει τα τριάντα.
Ναι είπε ο Κρίστιανσον.

Προσπέρασε τη γέφυρα του Κάρλμπεργκ και τώρα απείχε μόλις είκοσι πέντε μέτρα από το όριο της πόλης. Αν ο δολοφόνος του πάρκου δεν είχε περικυκλωθεί στο Ντγιούργκερντεν, μπορεί να έστριβε δεξιά, προς το Έκελουντ, για να ρίξει μια ματιά στο δάσος που είχε απομείνει αφότου χτίστηκαν οι καινούργιες πολυκατοικίες. Τώρα όμως δεν υπήρχε λόγος, και πάντως δεν είχε καμιά όρεξη να δει δυο φορές μέσα στην ίδια μέρα την Εθνική Σχολή Αστυνομίας, αν περνούσε από το χέρι του. Συνέχισε λοιπόν δυτικά, στο δρόμο που πήγαινε όλο στροφές κοντά στο νερό.

Πέρασαν το Τάλουντεν και ο Κβαντ αγριοκοίταξε τους έφηβους που την είχαν αράξει έξω από την καφετέρια και γύρω από τα αυτοκίνητα στο πάρκινγκ.
Έπρεπε να σταθούμε να ρίξουμε μια ματιά στα μηχανάκια τους.
Άσ’ το για τα παιδιά της τροχαίας είπε ο Κρίστιανσον. Σ’ ένα τέταρτο πρέπει να ’μαστέ στο τμήμα.
Σώπασαν για λίγο.
Καλά που τον πιάσανε το μανιακό είπε ο Κρίστιανσον.
Πρέπει να λες από είκοσι φορές το καθετί; Πες και τίποτα καινούργιο.
Δεν είναι τόσο εύκολο.
Η Σιβ ήτανε πάλι χάλια το πρωί είπε ο Κβαντ. Νόμιζε πως έχει ένα γρουμπούλι στο στήθος. Σου το ’πα; Που νόμιζε πως έχει καρκίνο;

Ναι, μου το ’πες.

Α. Τέλος πάντων, αφού τρωγότανε τόσο καιρό για το γρουμπούλι, σκέφτηκα να το ψαχουλέψω και μόνος μου. Κοιμότανε σαν ψόφιο ψάρι, κι όταν χτύπησε το ξυπνητήρι ξύπνησα πρώτος. Και...
Ναι, μου το ’πες.

Είχαν φτάσει στο τέλος της παραλιακής, αλλά αντί να στρίψουν στην οδό Ζούντυμπεργκ και να πάρουν το συντομότερο δρόμο για το τμήμα, ο Κρίστιανσον τράβηξε ίσια στη λεωφόρο Χουβούντστα, ένα δρόμο που σπάνια τον χρησιμοποιούσε κανείς.
Αργότερα, πολλοί θα τον ρωτούσαν γιατί πήρε ειδικά αυτόν το δρόμο, και δε θα ’ξερε τι ν’ απαντήσει. Απλώς, τον πήρε, αυτό ήταν όλο. Και πάντως ο Κβαντ δεν αντέδρασε. Υπηρετούσε πολύ καιρό σε περιπολικό και δεν είχε απορίες. Αντίθετα, είπε συλλογισμένος:
Δεν μπορώ να καταλάβω τι την έχει πιάσει. Για τη Σιβ λέω.

Πέρασαν το κάστρο της Χουβούντστα.
Σιγά το κάστρο! σκέφτηκε ο Κρίστιανσον, ίσως για χι-λιοστή φορά. Στον τόπο του, στο Σκένε, είχε αληθινά κάστρα. Με κομήτες και βαρόνους. Και φωναχτά είπε:
Έχεις να μου δανείσεις είκοσι κορόνες;
Ο Κβαντ έγνεψε καταφατικά. Ο Κρίστιανσον ξέμενε κάθε τόσο από λεφτά.
Συνέχισαν αργά. Στα δεξιά τους ήταν μια νεόδμητη περιοχή με ψηλές πολυκατοικίες, κι αριστερά τους μια στενή λουρίδα με πυκνό δάσος ανάμεσα στο δρόμο και στη λίμνη Ολβζούντα.
Στάσου μια στιγμή είπε ο Κβαντ.

Γιατί;
Είναι ανάγκη.
Αφού κοντεύουμε.
Δεν κρατιέμαι.

Ο Κρίστιανσον έστριψε αριστερά κι άφησε το αυτοκίνητο να κυλήσει αργά σ’ ένα ξέφωτο. Εκεί σταμάτησε. Ο Κβαντ βγήκε κι έκανε το γύρο του αυτοκινήτου, πήγε σε κάτι χαμηλούς θάμνους, άνοιξε διάπλατα τα πόδια του κι άρχισε να σφυρίζει κατεβάζοντας το φερμουάρ του. Έπειτα έστριψε το κεφάλι του κι είδε εναν άνθρωπο πέντ’ έξι μέτρα πιο κει. Έκανε προφανώς την ίδια δουλειά.

Συγνώμη είπε ευγενικά ο Κβαντ, γυρίζοντας από την άλλη μεριά.
Ξανακουμπώθηκε και προχώρησε προς το αυτοκίνητο. Ο Κρίστιανσον είχε ανοίξει την πόρτα και χάζευε.
Στα δύο μέτρα από το αυτοκίνητο ο Κβαντ πέτρωσε.
Αυτός ο άνθρωπος έμοιαζε με... Και πίσω του καθόταν...

Την ίδια ώρα ο Κρίστιανσον είπε:
Εκείνος εκεί ο τύπος...
Ο Κβαντ έκανε απότομα μεταβολή και πλησίασε τον άνθρωπο που ήταν στους θάμνους.
Ο Κρίστιανσον έβγαινε από το αυτοκίνητο.
Ο άνθρωπος φορούσε μπεζ κοτλέ σακάκι, λερωμένο άσπρο πουκάμισο, τσαλακωμένο καφέ παντελόνι και μαύρα παπούτσια. Είχε μέτριο ανάστημα, μεγάλη μύτη και αραιά μαλλιά χτενισμένα ίσια πίσω. Κι ακόμη δεν είχε κουμπωθεί.
Όταν ο Κβαντ τον έφτασε στα δύο μέτρα, ο άνθρωπος σήκωσε το δεξί του χέρι στο πρόσωπό του και είπε:
Μη με χτυπήσεις.
Ο Κβαντ ξαφνιάστηκε.
Τι! είπε.

Μόλις εκείνο το πρωί η γυναίκα του τού είχε πει πόσο άγαρμπος ήταν και πόσο τού φαινόταν με την πρώτη ματιά, όμως αυτό παραπήγαινε. Συγκρατήθηκε και είπε:
Τι κάνεις εκεί;
Τίποτα είπε ο άνθρωπος.
Του χαμογέλασε αμήχανα, ντροπαλά. Ο Κβαντ περιεργάστηκε τα ρούχα του.

Έχεις ταυτότητα;
Ναι, το βιβλιάριο συνταξιοδότησης στην τσέπη μου.
Ο Κρίστιανσον τούς πλησίασε. Ο άνθρωπος τον κοίταξε και είπε:
Μη με χτυπήσεις.
Φράνσον σε λένε; ρώτησε ο Κρίστιανσον.
Ναι απάντησε ο άνθρωπος.
Τότε καλύτερα να μας ακολουθήσεις είπε ο Κβαντ και τον έπιασε από το μπράτσο.
Ο άνθρωπος αφέθηκε πρόθυμα.

Κάτσε πίσω είπε ο Κρίστιανσον.
Και κούμπωσε το παντελόνι σου είπε αυστηρά ο Κβαντ.
Ο άνθρωπος δίστασε μια στιγμή. Έπειτα χαμογέλασε και υπάκουσε. Ο Κβαντ μπήκε στο πίσω κάθισμα και κάθισε πλάι του.
Για να δούμε λίγο το βιβλιάριο είπε ο Κβαντ.

Ο άνθρωπος έβαλε το χέρι στην τσέπη και έβγαλε το βιβλιάριό του.
Ο Κβαντ το κοίταξε και το έδωσε στον Κρίστιανσον.
Δε χωράει αμφιβολία είπε ο Κρίστιανσον.
Ο Κβαντ κοίταξε δύσπιστα τον άνθρωπο και είπε:
Μπα, αυτός είναι.

Ο Κρίστιανσον έκανε το γύρο του αυτοκινήτου, άνοιξε την άλλη πόρτα κι άρχισε να του ψάχνει τις τσέπες.
|Τώρα, από τόσο κοντά, είδε πως τα μάγουλα του ανθρώπου ήταν βουλιαγμένα και το σαγόνι του σκεπασμένο με γκρίζα γένια· πρέπει να ήταν μέρες αξύριστος.
Νά το είπε ο Κρίστιανσον, βγάζοντας κάτι από την εξωτερική τσέπη του σακακιού.

Ήταν ένα κοριτσίστικο βρακάκι, γαλάζιο ανοιχτό.
Χμμ... Τώρα μάλιστα είπε ο Κβαντ. Σκότωσες τρία κοριτσάκια, ε;
Ναι είπε ο άνθρωπος. Χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι του.

Έπρεπε είπε.
Ο Κρίστιανσον στεκόταν ακόμη έξω από το αυτοκίνητο.
Πώς τα κατάφερες να σε ακολουθήσουν; ρώτησε.
Α, τα καταφέρνω με τα παιδιά. Τα παιδιά πάντα με συμπαθούν. Τους δείχνω διάφορα. Λουλούδια, τέτοια.
Ο Κρίστιανσον το σκέφτηκε μια στιγμή. Έπειτα ρώτησε:
Πού κοιμήθηκες χτες τη νύχτα;
Στο νεκροταφείο του βορρά είπε ο άνθρωπος.
Εκεί κοιμόσουν πάντα; ρώτησε ο Κβαντ.
Όχι, και σε άλλα νεκροταφεία. Δε θυμάμαι καλά.
Και τη μέρα; είπε ο Κρίστιανσον. Πού ήσουν τη μέρα;
Α, σε πολλά μέρη. Και στις εκκλησίες, πολύ. Είναι όμορφα εκεί. Ήσυχα και σιωπηλά. Μπορείς να κάτσεις ώρες...
Και βέβαια φρόντισες να μην πας από το σπίτι σου, ε; είπε ο Κβαντ.
Πήγα, μια φορά. Είχα κάτι στα παπούτσια μου. Και...

Ναι;
Έπρεπε να τ’ αλλάξω. Έβαλα τα παλιά μου, κι έπειτα αγόρασα καινούργια παπούτσια. Πολύ ακριβά. Απίστευτα ακριβά, μπορώ να πω. Ο Κρίστιανσον και ο Κβαντ τον κοιτούσαν.

Κι έπειτα πήρα και το σακάκι μου
Κατάλαβα είπε ο Κρίστιανσον.
Κάνει πολύ κρύο όταν κοιμάσαι έξω τη νύχτα είπε ο άνθρωπος.
Ακούστηκαν γρήγορα βήματα. Μια νέα γυναίκα με γαλάζια ποδιά και παπούτσια με ξύλινη σόλα ερχόταν τρέχοντας. Μόλις είδε το περιπολικό, πάγωσε.
Αχ έκανε λαχανιάζοντας. Δε φαντάζομαι να... Το κοριτσάκι μου... Δεν το βρίσκω πουθενά... Πέντε λεπτά έπαψα να το προσέχω, κι έφυγε. Δεν το είδατε, ε; Φοράει κόκκινο φουστανάκι...

Ο Κβαντ κατέβασε το τζάμι για να της πει κάτι. Έπειτα το ξανασκέφτηκε και είπε ευγενικά: Εδώ είναι, κυρία μου. Κάθεται πίσω απ’ τους θάμνους και παίζει με μια κούκλα. Είναι καλά. Το είδα πριν από λίγο.

Ο Κρίστιανσον ενστικτωδώς έκρυψε το γαλάζιο βρακάκι πίσω από την πλάτη του και προσπάθησε να χαμογελάσει στη γυναίκα. Το αποτέλεσμα ήταν οικτρό.
Μην ανησυχείτε είπε ξεψυχισμένα.
Η γυναίκα έτρεξε στους θάμνους και την άλλη στιγμή ακούστηκε η καθαρή φωνούλα του παιδιού:
Γεια σου, μαμά.

Το πρόσωπο του Ινγκεμουντ Φράνσον κρέμασε και το βλέμμα του έγινε γυάλινο. -
Ο Κβαντ τον έπιασε σφιχτά από το μπράτσο και είπε:
Έλα, Κάλλε, ξεκίνα.
Ο Κρίστιανσον έκλεισε την πίσω πόρτα, μπήκε στη θέση του οδηγού κι έβαλε μπροστά. Καθώς έβγαινε με την όπισθεν στο δρόμο, είπε:
Ήθελα να ’ξέρα όμως...
Τι; ρώτησε ο Κβαντ.
Ποιος είναι αυτός που πιάσανε στο Ντγιούργκερντεν.
Διάολε... Κι εγώ είπε ο Κβαντ.
Σας παρακαλώ, μη με κρατάτε τόσο σφιχτά είπε ο άνθρωπος που λεγόταν Τνγκεμουντ Φράνσον. Με πονάτε.
Σκασμός είπε ο Κβαντ.

Ο Μάρτιν Μπεκ στεκόταν ακόμη στο Μπίσκοπζούντεν του Ντγιούργκερντεν, σχεδόν πέντε μίλια από τη λεωφόρο Χουβούντστα. Ήταν ακίνητος, με το σαγόνι στηριγμένο στο χέρι του, και κοιτούσε τον Κόλμπεργκ που ήταν κατακόκκινος και μούσκεμα στον ιδρώτα. Ένας Ζητάς με λευκό κράνος και γουόκι-τόκι στην πλάτη τούς είχε μόλις χαιρετήσει κι απομακρυνόταν μαρσάροντας τη μοτοσικλέτα του. Δύο λεπτά νωρίτερα ο Μελάντερ και ο Ρεν είχαν συνοδέψει ως το σπίτι του, στην οδό Μπόντε, τον άνθρωπο που υποστήριζε ότι λέγεται Φρίστεντ, για να του δώσουν μια ευκαιρία ν’ αποδείξει την ταυτότητά του. Όμως αυτό ήταν τυπικό. Ούτε ο Μάρτιν Μπεκ ούτε ο Κόλμπεργκ αμφέβαλλαν πια ότι είχαν ακολουθήσει λάθος ίχνη. Είχε μείνει μόνο ένα περιπολικό. Ο Κόλμπεργκ στεκόταν δίπλα στην ανοιχτή πόρτα, κοντά στον οδηγό, κι ο Μάρτιν Μπεκ λίγα μέτρα πιο κει.
Κάτι ακούω είπε ο οδηγός του περιπολικού. Ένα μήνυμα στον ασύρματο.

Η Maj Sjöwall και οι μελαγχολικοί Σκανδιναβοί επιθεωρητές

Στις 29 Απριλίου 2020, έφυγε από τη ζωή η Maj Sjöwall, η Σουηδή συγγραφέας που μαζί με τον σύντροφό της, Per Wahlöö, υπήρξαν οι δημιουργοί το σκανδιναβικού αστυνομικού είδους. Και λέγοντας «δημιουργοί», εν προκειμένω, δεν υπερβάλουμε. Όπως στην Ελλάδα υπήρχαν απόπειρες συγγραφής αστυνομικών ιστοριών πριν από τον Μαρή, όπως στη Γαλλία γράφονταν βιβλία μυστηρίου πριν από τον Σιμενόν, έτσι και στη Σκανδιναβία είχαν κυκλοφορήσει κάποια αστυνομικά που μιμούνταν την αγγλική κλασική σχολή (για παράδειγμα, το Iron Chariot του Stein Riverton, 1909). Στη θέση των σκλητράχηλων και κυνικών αστυνομικών/ιδιωτικών ντετέκτιβ, το ζευγάρι των Sjöwall & Wahlöö πρότεινε έναν ήρωα μελαγχολικό κι εσωστρεφή, ρεαλιστικά ανθρώπινο κι ευάλωτο. 

Ωστόσο, οι Sjöwall & Wahlöö (Σγιεβάλ & Βαλέε) ήταν οι συγγραφείς που μορφοποίησαν ένα καινούργιο ύφος, αυτό που σήμερα ονομάζουμε σκανδιναβικό ή Nordic, αν θέλουμε να είμαστε πιο ακριβείς. Οι Sjöwall & Wahlöö, επηρεασμένοι από την κοινωνική κριτική του Dashiell Hammett και το συλλογικό χαρακτήρα της αστυνομικής έρευνας που περιγράφει ο Ed McBain στις ιστορίες του από το 87ο Αστυνομικό Τμήμα, έγραψαν από κοινού βιβλία με ήρωα τον επιθεωρητή Μάρτιν Μπεκ. Η πρότασή τους για ένα άλλο είδος αστυνομικής μυθοπλασίας ήταν ιδιαίτερα ρηξικέλευθη στην εποχή της, στα μέσα της δεκαετίας του ’60, μια περίοδο που το αστυνομικό είδος παρέπαιε διεθνώς, αναζητώντας μια ανανέωση (την οποία βρήκε λίγο αργότερα στο neopolar). Στη θέση των σκλητράχηλων και κυνικών αστυνομικών/ιδιωτικών ντετέκτιβ, το ζευγάρι των Sjöwall & Wahlöö πρότεινε έναν ήρωα μελαγχολικό κι εσωστρεφή, ρεαλιστικά ανθρώπινο κι ευάλωτο. 

Η Maj Sjöwall και ο Per Wahlöö γνωρίστηκαν το 1962 στη Στοκχόλμη, όπου εργάζονταν σαν δημοσιογράφοι και μεταφραστές. Εκείνος ασχολείτο με το αστυνομικό ρεπορτάζ, είχε απελαθεί από την Ισπανία του Φράνκο, και είχε εκδώσει ήδη μερικά πολιτικά δοκίμια, χωρίς εμπορική επιτυχία. Εκτός όλων των άλλων, τους ένωσε η πίστη τους στον μαρξισμό και η αγάπη τους για τις αστυνομικές ιστορίες. Πιστεύοντας ότι «ο κόσμος διαβάζει περισσότερο αστυνομικά βιβλία παρά πολιτικά φυλλάδια», ξεκίνησαν την αστυνομική σειρά με ήρωα τον Μάρτιν Μπεκ, «για να δείξουμε στον αναγνώστη ότι κάτω από την επίσημη εικόνα της ευημερούσας Σουηδίας, υπήρχε ένα άλλο υπόστρωμα φτώχειας, εγκληματικότητας και κτηνωδίας». Από την αρχή έβαλαν ως στόχο να γράψουν δέκα βιβλία από κοινού, στα οποία θα συμμετείχαν εξίσου. Σύμφωνα με το πλάνο δουλειάς τους, ο καθένας έγραφε από ένα κεφάλαιο, 30 συνολικά σε κάθε βιβλίο. Δούλευαν μετά το βραδινό φαγητό, συχνά ως τα ξημερώματα, και αντάλλασσαν τα κεφάλαια που είχαν γράψει. Στη συνέχεια, ο ένας έκανε την επιμέλεια στη δουλειά του άλλου. Πριν ξεκινήσουν το γράψιμο του κάθε βιβλίου, έκαναν σχολαστική έρευνα για τους χαρακτήρες, τον τόπο του εγκλήματος, την πορεία που θα ακολουθούσε η ομάδα του Μάρτιν Μπεκ. 

Την εποχή που το δέκατο βιβλίο της σειράς (“The Terrorists”) πήγαινε στο τυπογραφείο, ο Per Wahlöö πέθανε σε ηλικία 49 ετών. Η Sjöwall δεν θέλησε να συνεχίσει τη σειρά, αν και δεν σταμάτησε να ασχολείται με την αστυνομική λογοτεχνία συνεργαζόμενη με διάφορους συγγραφείς ή μεταφράζοντας τα βιβλία του Αμερικανού Robert B. Parker. Παρά την επιτυχία που γνώρισε η σειρά του Μάρτιν Μπεκ, κυρίως στο εξωτερικό (υπολογίζεται ότι οι πωλήσεις έχουν περάσει τα δέκα εκατομμύρια), και τη μεταφορά των βιβλίων στην τηλεόραση, οι Sjöwall & Wahlöö δεν κέρδισαν ποτέ κάτι παραπάνω από ένα μέτριο εισόδημα. Καμία σχέση με τις ιλιγγιώδεις αμοιβές των επιγόνων τους. Μέχρι το τέλος της ζωής της, η Maj Sjöwall ζούσε μια μποέμικη ζωή, κάνοντας τακτικά εμφανίσεις σε φεστιβάλ αστυνομικής λογοτεχνίας και σε διάφορα επεισόδια της τηλεοπτικής σειράς Beck. Όπως είχε πει σε μια συνέντευξή της στην εφημερίδα Observer, το 2009: «Καλύτερα ελεύθερη, παρά πλούσια». 

Ο κριτικός λογοτεχνίας του Guardian, Matthew Coady, έγραφε το 1970: «Για τον Μπεκ, όπως για τον Μαιγκρέ, κάθε έρευνα είναι λιγότερο ένας γρίφος που πρέπει να επιλυθεί, και περισσότερο μια ανθρώπινη κατάσταση που πρέπει να εννοηθεί». Επιπλέον, η σειρά ολοκληρωμένη αποτελεί μια μαρξιστική κριτική όλων των σκοτεινών πλευρών της θεωρούμενης σουηδικής ουτοπίας (μισογυνισμός, παιδοφιλία, σεξουαλική εκμετάλλευση, αυθαιρεσίες της εξουσίας, ρατσισμός, αυτοκτονίες). 

Το 1973 ο διακεκριμένος Stuart Rosenberg ανέλαβε να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το βιβλίο των Sjöwall & Wahlöö The laughing policeman. Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους ήταν ο Walter Matthau και ο Bruce Dern, ενώ η δράση είχε μεταφερθεί στο Σαν Φρανσίσκο.

Τρία από τα βιβλία της σειράς μεταφράστηκαν στα ελληνικά και κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Γράμματα, το 1996: το Τέρας και _περί ου ο λόγος, ο Άνθρωπος που καθόταν στο μπαλκόνι (μτφρ. Α. Τατάνη), και Ροζάννα (μτφρ. Έφη Φρυδά). Και τα τρία είναι εξαντλημένα επισήμως, αν και εμφανίζονται τακτικά σε παζάρια βιβλίων. Σχετικά πρόσφατα, το 2016, κυκλοφόρησε από τις ίδιες εκδόσεις το Πρόσχαροι οι πολιτσμάνοι, (μτφρ. Ε. Αρμακόλλας), όπως αποδόθηκε στα ελληνικά το The Laughing Policeman. Ο επιθεωρητής Μάρτιν Μπεκ αποτέλεσε το πρότυπο όλων σχεδόν των σύγχρονων Σκανδιναβών μυθιστορηματικών αστυνομικών και ιδιωτικών ντετέκτιβ. Μελαγχολικός και μονόχνοτος, κουβαλάει έναν αποτυχημένο γάμο και την κακή σχέση με τα παιδιά του. Πάσχει από διάφορες μικρές ασθένειες και κρυολογεί με το παραμικρό, αλλά είναι εξαιρετικός στη δημιουργία μιας αποτελεσματικής ομάδας συνεργατών στο τμήμα Ανθρωποκτονιών της Στοκχόλμης. Τη λύση στα βιβλία των Sjöwall & Wahlöö δεν δίνει ένας ιδιοφυής αστυνομικός αλλά η ομαδική δουλειά πολλών ανθρώπων που αλληλοσυμπληρώνονται παρά τις διαφορές και τις κόντρες τους. Αυτό το Nordic procedural επηρέασε όλους τους μεταγενέστερους Σκανδιναβούς συγγραφείς στο στήσιμο των ηρώων τους.

Γράφει η \\ Χίλντα Παπαδημητρίου _ μεταφράστρια και συγγραφέας. ⬇️
Τελευταίο βιβλίο της, το αστυνομικό μυθιστόρημα «Η συχνότητα του θανάτου» (εκδ. Μεταίχμιο). ⬇️
Ο Κουρτ Βαλάντερ του Henning Mankell, ο Ισλανδός Έτλεντουρ του Arnaldur Indridason, ο Βαν Βέτερεν του Håkan Nesser, ο σκοτεινός Βαργκ Βέουμ του Gunnar Staalessen, η Ομάδα Άλφα του Arne Dahl, αλλά και ο Τζον Ρέμπους του Ian Rankin, οφείλουν πολλά από τα χαρακτηριστικά και τις ιδιαιτερότητές τους στον Μάρτιν Μπεκ των Sjöwall & Wahlöö. Τον Μάρτιν Μπεκ, ο οποίος μονολογεί στη Ροζάννα: «Μην ξεχνάς ότι διαθέτεις τις τρεις σημαντικότερες αρετές που διακρίνουν έναν αστυνομικό, είπε στον εαυτό του. Είσαι πεισματάρης, λογικός και πολύ ψύχραιμος. Δεν επιτρέπεις στον εαυτό σου να χάνει την ψυχραιμία του, και όποια και να είναι η υπόθεση, εσύ θα φερθείς επαγγελματικά. Λέξεις όπως αποκρουστικός, φρικιαστικός, κτηνώδης, ανήκουν στις εφημερίδες, όχι στον δικό σου τρόπο σκέψης. Ο δολοφόνος είναι ένας άνθρωπος σαν τους άλλους, μόνο πιο άτυχος και απροσάρμοστος» 

Και …στα “δικά” μας
Μηνάς Χατζησάββας

Εξαιρετικά σημαντική ήταν η θεατρική του δράση, από τα πρώτα χρόνια της καριέρας του, αφού πρωτοστάτησε στην ίδρυση του “Ελεύθερου Θεάτρου” τη δεκαετία του ’70.  Συστήθηκε στο ευρύ τηλεοπτικό κοινό με το ρόλο του μεσήλικα εραστή της “Αναστασίας” τη δεκαετία του ’90 _bλέποντάς τη σειρά σήμερα κάποιοι την νοσταλγούν, εξού και τα μεγάλα νούμερα που έκανε πρόσφατα, όταν προβλήθηκε σε επανάληψη, παρότι υπάρχει διαθέσιμη στο youtube κι άλλοι σχολίασαν σκωπτικά την _δήθεν παρακμή που ανέδυε, όχι μόνο ή όχι τόσο η αισθητική της εποχής και της σειράς, όσο ο ρόλος “του μεσήλικα επιχειρηματία που βαριέται την οικογένειά του και ψάχνει να ξανανιώσει στον έρωτα με μικρές κοπελίτσες, όπως θα έκανε μια γέρικη και γλοιώδης αμοιβάδα”.

Αλλά ο άλλος ρόλος, που _κρίμα, δεν έκανε τον ίδιο πάταγο, γιατί προβλήθηκε στη “δημόσια” τηλεόραση, αλλά ήταν σαφώς πιο ποιοτική δουλειά, ήταν αυτός του αστυνόμου Χαρίτου στην “Άμυνα ζώνης”. Και δεν είναι μόνο το βιβλίο του Μάρκαρη, η προσεγμένη σκηνοθεσία ή το πετυχημένο κάστινγκ που κάνει τη διαφορά, δεν ήταν δανεική επιτυχία από άλλα στοιχεία κι άλλους δημιουργούς, είχε αυτοτελή αξία η σειρά, αλλά και η ερμηνεία του ίδιου του Χατζησάββα, που απογείωσε το ρόλο, όπως δεν είχε συμβεί πχ σε άλλες αντίστοιχες μεταφορές, όπως του “Νυχτερινού δελτίου” επίσης στη “δημόσια”. Ποτέ άλλοτε ένας συντηρητικός αστυνομικός που θήτευσε στη χούντα δεν υπερέβη τόσο πολύ τους περιορισμούς της θέσης του και το παρελθόν του. Ποτέ άλλοτε το περιπαικτικό βλέμμα του Χατζησάββα δεν έντυσε έτσι μια τόσο κοφτερή, διεισδυτική ματιά σαν κοινωνικό σχόλιο σε διάφορες παθογένειες του μικροαστού έλληνα. Μικρές λεπτομέρειες και στοιχεία που κατέστησαν τη σειρά ξεχωριστή και τον Χατζησάββα συμπαθή, σε ένα σχεδόν πολιτικό ρόλο κι ας μην είχε ίσως τόσο βάθος.

Θα τα ξαναπούμε