171 χρόνια φέτος από τη γέννηση του Αρθούρ Ρεμπώ
_"το παιδί Σαίξπηρ " – έτσι τον αποκάλεσε ο Βίκτορ Ουγκό όταν διάβασε
τα ποιήματά του το 1871 και 134 από το χαμό, μιας πραγματικά εμβληματικής
μορφής της νεώτερης ποίησης όπου ο Ζωρζ Ντυχαμέλ βλέπει "την ξαφνική
συμπύκνωση της ιστορίας της λογοτεχνίας" _γράφει το "Ατέχνως "
στη σχετική έκδοση ^^Αρθούρος Ρεμπώ Επαναστάτης και μποέμ Μικρή Ανθολόγια^^.
Διαβάζοντάς τον φορές νιώθεις σαν να συνοψίζει τον Μπαλζάκ στο πεδίο της
ποίησης. Η αντίφαση μεταξύ της αστικής πεζότητας και μετριότητας και της
ψυχικής αγνότητας και την προσήλωση σε ένα ιδεώδες που κληροδότησε όλη η
προηγούμενη εξέλιξη στη Γαλλία αρχίζοντας από το διαφωτισμό με κορύφωση την
τραγωδία της γαλλικής επανάστασης και των μετέπειτα ταξικών συγκρούσεων, σαν να
διαπερνάει κάθε του στίχο. Είναι όμως πριν απ’ όλα ο άνθρωπος που επηρέασε όσο
ίσως κανένας άλλος τις νεώτερες τάσεις στην ποίηση όπως αναδύθηκαν από τα τέλη
του 19ου και ιδιαίτερα κατά τον 20ο αιώνα.
Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε σε μια επαρχιακή πόλη της Βόρειας Γαλλίας
κάνοντας αίσθηση με την ασυνήθιστη ωριμότητά του. Ήταν η αυστηρή διαπαιδαγώγηση
από την πλευρά της μητέρας ή η απέχθεια που γεννά σε μια ανόθευτη ακόμα νεανική
ψυχή η μικροαστική χυδαιότητα και υποκρισία, ήταν η αντίθεση μεταξύ του στενού
ορίζοντα ενός φιλισταικού περιβάλλοντος και των μεγαλόψυχων και αισιόδοξων
ιδεών που ανακαλύπτει στα έργα των ουτοπιστών σοσιαλιστών που διαβάζει με
πάθος, φαίνεται σαν όλα να συνωμοτούσαν να πλάσουν ένα ατίθασο πνεύμα που ποθεί
με κάθε σταγόνα του αίματός του την εξέγερση ενάντια στον σάπιο αστικό κόσμο.
Έφηβος ακόμα, δραπετεύει στο Παρίσι όμως οι αρχές συλλαμβάνουν το 16χρονο νεαρό
που ταξιδεύει χωρίς εισιτήριο και τον ξαναστέλνουν στην γενέτειρά του. Με το
ξέσπασμα της Κομμούνας φεύγει ξανά για το Παρίσι και κατατάσσεται εθελοντής
στους πυροβολητές. Ο ηρωισμός της επαναστατημένης πόλης των εργατών θα γίνει
πηγή έμπνευσης για μερικά από τα πιο γνωστά ποιητικά δημιουργήματα της
Κομμούνας.
Ο Ρεμπώ κλονίζεται από την κτηνώδη κατάπνιξη της επανάστασης γυρνώντας στον
τόπο του σε κατάσταση απόγνωσης. Η τραγικότητα των γεγονότων θα επιδράσει
καταλυτικά πάνω του οδηγώντας στη μεγάλη τομή που θα επέλθει στην αντίληψη και
την ποίησή του. Από ερμηνευτή και εκφραστή των κοινωνικών αδικιών και της
εξέγερσης εναντίον τους θα γίνει ο ποιητής της κοσμικής ενόρασης. Είναι ίσως η
προσπάθεια φυγής και σωτηρίας από μια καταστρεπτική απόγνωση που τον
αιχμαλωτίζει όλο και πιο απειλητικά μέσω της αναζήτησης άγνωστων τοπίων. "Ο
ποιητής – γράφει σε ένα γράμμα του – γίνεται προφήτης διαταράσσοντας και
ανακατεύοντας μέσα από μια μακρά και επίπονη εργασία το σύνολο των αισθήσεών
του. Όλες τις μορφές της αγάπης, του πόνου, της τρέλας. Αναζητάει τον εαυτό
του, βγάζει από μέσα του κάθε δηλητήριο κρατώντας μόνο την συμπυκνωμένη ουσία
τους. Ανείπωτα βάσανα, όπου χρειάζεται κάθε δυνατή πίστη, υπεράνθρωπες
δυνάμεις, όπου γίνεται ένας μεγάλος ασθενής, μεγάλος εγκληματίας, καταραμένος –
κι ο Γνώστης της ουσίας των πραγμάτων! – Διότι φτάνει στο άγνωστο! Όμως επειδή
καλλιέργησε την ψυχή του, είναι πλούσιος, πιο πλούσιος από οποιονδήποτε! Φτάνει
στο άγνωστο κι όταν τελικά, στα πρόθυρα της τρέλας, μοιάζει να χάνει το νόημα
των οραμάτων του ξαφνικά τα αντικρίζει! " Ο ποιητής προφήτης ωστόσο
συνειδητοποιεί πως ο εαυτός που αναζητεί απεγνωσμένα "Το Εγώ – είναι πάντα
κάποιος άλλος. Αν ο χαλκός ξαφνικά ξυπνήσει βλέποντας πως έγινε σάλπιγγα, γι’
αυτό δεν φταίει αυτός. Για μένα είναι ξεκάθαρο: υπάρχω σαν ένα ξεχωριστό
πρόσωπο κατά την εξέλιξη των σκέψεών μου: τις βλέπω, τις ακούω: τραβάω μία με
το δοξάρι μου: η συμφωνία αρχίζει να κινείται στο βάθος ή αναπηδάει με μιας
στην επιφάνεια". Η ανακάλυψη της δυϊκότητας του συνειδητού και του
υποσυνείδητου καθώς και η διαμόρφωση μιας ποιητικής γλώσσας που να εκφράζει και
το υποσυνείδητο συνιστούν τη μεγάλη καινοτομία του Ρεμπώ. "Ο ποιητής
πραγματικά κλέβει την φωτιά. Τον γεμίζει ο άνθρωπος, αλλά και το ζώο, οφείλει
να κάνει τους άλλους να νιώσουν, να καταλάβουν τις ανακαλύψεις του. Αν αυτό που
φέρνει στην επιφάνεια από εκεί έχει μορφή, πρέπει να του δώσει μορφή, αν είναι
άμορφο πρέπει να το απεικονίσει σαν άμορφο. Πρέπει να βρει την κατάλληλη
γλώσσα. – Αυτή η γλώσσα θα πηγαίνει από ψυχή σε ψυχή, θα συμπυκνώνει τα πάντα,
αρώματα, ήχους, χρώματα, θα μετατραπεί σε σκέψη που ενώνεται με σκέψη και
προέρχεται από αυτή".
Η αντίληψη αυτή θα εκφραστεί στα ποιήματα σε πρόζα με τίτλο Φωταψίες _Illuminations, που αποδίδουν ίσως με την μεγαλύτερη πιστότητα το πνεύμα εξέγερσης του Ρεμπώ, την απέχθεια προς τον κόσμο, το κλίμα συντέλειας. Η συντέλεια είναι ο πόλεμος και η Κομμούνα, όταν έρεε από παντού αίμα και την οποία αναπολεί ο ποιητής: "Ανάβρυζε, αφρέ της λίμνης, όρμα από τη γέφυρα, κατάκλυζε το δάσος… νερά και θρήνοι ρίξτε και φουσκώστε τους χειμάρρους. – Από τότε που στερέψανε – αχ θαμμένα πετράδια, φανερωμένα, ανοιχτά λουλούδια! – είναι όλα ανιαρά". Το μυθιστόρημά του με τίτλο "Στην Κόλαση" αποτελεί ένα είδος απολογισμού με τον εαυτό του, τις προσδοκίες, τα παραστρατήματά του ύστερα κι από τη θυελλώδη φιλία του με τον ποιητή Βερλέν. Ονομάζει εμμονές τις ποιητικές προσπάθειές του για να στραφεί προς το μέλλον λέγοντας: "_Όλα είναι πια παρελθόν, μπορώ να χαιρετήσω πια την ομορφιά" Θέλει να υποδεχτεί τη "γέννηση της νέας εργασίας" συλλαμβάνοντας την σκληρή πραγματικότητα της καθημερινής ζωής. "_Ήθελα να ανακαλύψω νέα άνθη, νέα αστέρια, νέα σάρκα, νέες γλώσσες! Νόμιζα ότι μπορώ να αποκτήσω υπερφυσικές δυνάμεις. Ε λοιπόν! Πρέπει να θάψω τη φαντασία και τις αναμνήσεις μου! Εγώ που θεωρούσα τον εαυτό μου μάγο ή άγγελο, απελευθερωμένο από κάθε ηθική επέστρεψα στη γη για να ακολουθήσω το καθήκον μου και να αγγίξω με τα δυο μου χέρια την σκληρή πραγματικότητα! Αγρότης! " Αυτά τα γράφει 19 χρονών και βάζει τέλος στην ποιητική του δραστηριότητα. Το υπόλοιπο της ζωής του θα το ζήσει με έναν περιπετειώδη τρόπο πηγαίνοντας από τόπο σε τόπο για να ασχοληθεί με το εμπόριο σαν να ήθελε να δραπετέψει από το παρελθόν του. Ίσως κανένας όσο αυτός δεν ένιωσε τόσο βαθειά την τραγική μοναξιά του πνεύματος στην αστική κοινωνία και η ζωή του η ίδια απεικονίζει με τον πιο μοιραίο τρόπο το γεγονός αυτό… Πάνω στα μαύρα ήρεμα κύματα όπου κοιμούνται τ’ αστέρια \ Η λευκή Οφηλία επιπλέει σαν ένα μεγάλο κρίνο \ Επιπλέει πολύ αργά τυλιγμένη στα μακριά της πέπλα \ Τα δάση στενάζουν, αντιλαλούν το θρήνο. _ Η Οφηλία είναι η αγαπημένη του Χάμλετ στο έργο του Σαίξπηρ. Όταν ο Χάμλετ άθελά του σκοτώνει τον πατέρα της κλονίζεται και μοιάζει να χάνει τα μυαλά της. Μοιράζει λουλούδια στις γυναίκες, λέει τραγούδια πάνω στον έρωτα και το θάνατο, φορές έως και ασυναρτησίες. Βρίσκει τραγικό θάνατο όταν μια μέρα σκαρφαλώνοντας σε μια ιτιά που γέρνει πάνω σε ένα ποταμάκι για να κρεμάσει τις γιρλάντες από τα λουλούδια που μάζεψε, πέφτει στο νερό και πνίγεται. Πριν βυθιστεί τραγουδάει σαν να μη συνέβαινε τίποτα ή σαν βρισκόταν στο φυσικό της περιβάλλον.
Το όργιο του Παρισιού ή
το Παρίσι ξανακατοικείται
Μάιος 1871 _
Γραμμένο με αφορμή
την άγρια καταστολή της Κομμούνας
Μπρος, ορμήστε στους σταθμούς δειλοί
Με τα φλεγόμενα πνευμόνια του εξιλεώθηκε ο ήλιος
Για τους δρόμους που κατέκλυσε των βαρβάρων η ορδή
Ιδού η ωραία πόλη στης Δύσης το ψύχος
Θα προλάβουμε την έφοδο της φωτιάς
Ιδού οι όχθες, ιδού οι δρόμοι, ιδού
Η γαλάζια ακτινοβολία στα σπίτια που κοιτάς
Που οι βόμβες στόλισαν με τη λάμψη του ουρανού
Κρύψτε τα νεκρά παλάτια κάτω από τα σανίδια
Το μανιασμένο παρελθόν σας ανακουφίζει τη ματιά
Έρχονται οι κοκκινομάλλες πόρνες με τα ζουμερά στήθια
Μουρλαθείτε, φαίνεστε γελοίοι όταν ο τρόμος σας διαπερνά
Λυσσασμένα σκυλιά που θρέφεστε με καταπλάσματα
Οι κραυγές των χλιδάτων οίκων σας διατάζουν. Κλέψτε!
Φάτε! Ήρθε η σπασμωδική νύχτα της ηδονής τα χαράματα
Λυπημένοι πότες στα γόνατα πέστε
Και πιείτε! Όταν το φως της αυγής θα έρθει δυνατό
Σκάβοντας δίπλα σας στα κύματα που ξερνάνε χλιδή
Μην αφήσετε τα σάλια σας να τρέξουν στο ποτό
Που κρατάτε, με το βλέμμα χωμένο στη γη
Καταπιείτε για τη βασίλισσα με τα καταρρακτώδη πισινά!
Ακούστε τα ρεψίματα τα σπαραγμένα
Ακούστε πώς στην πυρετώδη νύχτα χοροπηδά
Ο συρφετός από ηλίθιους, μαριονέτες και λακέδες πιο πέρα!
Βρωμερές καρδιές, στόματα φρικιαστικά
Επιδοθείτε με ζήλο στο έργο, στόματα της δυσοσμίας!
Ανοίξτε για το ελεεινό μούδιασμα κρασιά
Από ντροπή λιώνουν οι κοιλιές σας
Νικητές! Ανοίξτε τα ρουθούνια σας στη ζάλη!
Μουλιάστε στο δηλητήριο τις χορδές σας στο λαιμό!
Στο παιδικό σας σβέρκο ο ποιητής βάζει
Σταυρωμένα χέρια και λέει: μπρος δηλοί στο χορό!
Σκάβοντας της Γυναίκας την κοιλιά
Φοβάστε μήπως την πιάσουν οι σπασμοί
Αυτή κραυγάζει πνίγοντας την πρόστυχή σας στρατιά
Στο στήθος με μια απεγνωσμένη λαβή
Συφιλιασμένοι, βασιλιάδες, μαριονέτες,
φακίρηδες, τρελοί
Τι μπορούν να κάνουν στο Παρίσι την πουτάνα
Τα δηλητήρια, τα κουρέλια, το σώμα σας κι η
ψυχή;
Θα ελευθερωθεί πετώντας την σαπίλα σας στη
μπάντα!
Κι όταν βογκάτε με τ’ άντερα πεσμένοι στο χώμα
Και τα νεκρωμένα πλευρά ζητούν πληρωμή
Η κόκκινη εταίρα με τα στήθια του πολέμου σαν πρώτα
Με σηκωμένη γροθιά θα σας απειλεί!
Όταν τα πόδια σου χόρεψαν με τέτοιο μίσος
Παρίσι, όταν δέχτηκες τόσες μαχαιριές
Πεσμένη, κρατώντας στου φωτεινού σου βλέμμα το ξίφος
Την αγνότητα της αναγέννησης που καίει στις καρδιές
Αχ πόλη πονεμένη, πόλη μισοπεθαμένη
Με το κεφάλι και τα στήθη στραμμένα στο μέλλον
Ανοίγοντας στη χλομάδα σου παράθυρα στην οικουμένη
Πόλη που θα ευλογούσε το σκότος των θαμμένων:
Σώμα αναστημένο για τους αβάσταχτους πόνους
Ξαναπίνεις λοιπόν τη φρικτή ζωή!
Νιώθεις τα χλομιασμένα σκουλήκια στις φλέβες και τους πόρους
Στο διαυγή έρωτά σου των μπαστάρδων την ορμή!
Ας είναι, τα σκουλήκια σου τα χλομιασμένα
Δε θα σβήσουν της προόδου την πνοή
Όπως οι Στρίγγλες δεν έσβησαν από των Καρυάτιδων το βλέμμα
Τα δάκρυα που έπεφταν σαν λάμψη αστρική.
Αν και είναι φρικτό το θέαμά σου αυτό
Αν και δεν έκανε ποτέ ξανά η Φύση
Από μια πόλη ένα έλκος τόσο βρομερό
Ο ποιητής λέει: Η ομορφιά σου τον κόσμο θα εξαγνίσει!
Η καταιγίδα σε ευλόγησε ποίηση ιερή
Οι γιγάντιες δυνάμεις σε βοηθούν
Το έργο σου βράζει, ο θάνατος βογκά, Πόλη διαλεχτή!
Οι κραυγές στην καρδιά της σάλπιγγας ηχούν.
Ο ποιητής θα πάρει των προστύχων τους λυγμούς
Το μίσος των καταδίκων, το σαματά όσων έχουν καταραστεί
Θα μαστιγώσει τις γυναίκες με του έρωτα τους στεναγμούς
Οι στροφές του θα χοροπηδούν: ιδού, ιδού δείτε τον ληστή!
– Κοινωνία, αποκαταστάθηκε η τάξη:
Τα όργια θρηνούν τα παλιά τους βογκητά στα μπουρδέλα τα παλιά
Τα μανιασμένα αέρια στους τοίχος με το αίμα να στάζει
Ορμούν μακάβρια προς τον χλωμό ουρανό θαμπά!
Ήλιος και σάρκα
Ι
Ο ήλιος που γεννάει την τρυφεράδα και τη ζωή
Χύνει τον καυτό έρωτα στη μαγεμένη γη
Κι όταν ξαπλώνεις ανέμελος στο λιβάδι
Νιώθεις τη γη σαν παρθένα με το αίμα της να βράζει
Το τεράστιο στήθος της που το σηκώνει μια ψυχή
Πλασμένο από έρωτα όπως ο θεός και σαν τη γυναίκα από σάρκα φλογερή
Και φυλάει μέσα του, γεμάτο ζωντάνια και παλμό
Όλων τωνεμβρύων το σκίρτημα το μαγικό!
Κι όλα μεγαλώνουν, κι όλα ανεβαίνουν – ο Αφροδίτη, ο Θεά!
Αρχαία νιότη γιατί είσαι τόσο μακριά,
Σάτυροι ασελγείς, πανίδα γλυκιά
Θεοί που δαγκώνατε ερωτευμένοι το φλοιό στα κλαδιά
Και στα νούφαρα φιλούσατε την ξανθιά νύμφη
Αναπολώ τον καιρό που το νέκταρ της ζωής έτοιμο να ξεχειλίσει
Στα ποτάμια, το τριανταφυλλένιο αίμα που έσταζε απ’ τα δέντρα
Στις φλέβες του Παν ξυπνούσε του κόσμου τον αγέρα!
Όταν τα έδαφος τρεμούλιαζε, πράσινο στα τραγοπόδαρα βήματα
Και φιλώντας μαλακά την ξάστερη Σύριγγα
Τα χείλια του ψιθύριζαν τον ιερό ύμνο του έρωταστον ουρανό
Κι όρθιος άκουγε γύρω του το χορό
Της Φύσης να απαντάει στο κάλεσμα του πιστά
Και τα σιωπηλά δέντρα που νανούριζαν το πουλί που κελαηδά
Η γη νανούριζε τον άνθρωπο και τον γαλάζιο ωκεανό
Και όλα τα ζώα αγαπούσαν, αγαπούσαν το θεό!
Αναπολώ την εποχή που η μεγάλη Κυβέλη
Έλεγαν πως σάρωνε πανέμορφη, γεμάτη θέρμη
Με το κάρο της τις πόλεις τις λαμπρές
Και τα στήθια της αράδιαζαν στις παρυφές
Την ανόθευτη ροή της ζωής που μένει αιώνια ζωντανή
Κι ο άνθρωπος ρουφούσε στα ευλογημένα στήθια τη θεία πνοή
Παίζοντας στα γόνατα της σαν λατρεμένος γιος
Όντας δυνατός, ο άνθρωπος ήταν γλυκός κι αγνός.
Αθλιότητα! Τώρα λέει: Τα πράγματα τα γνωρίζω,
Και προχωράει με τα αυτιά βουλωμένα χωρίς να κοιτάει τριγύρω.
– Κι όμως, χάθηκαν οι θεοί! Χάθηκαν! Ο άνθρωπος είναι βασιλιάς,
Ο άνθρωπος έγινε θεός, αλλά ο Έρωτας, να το αληθινό πιστεύω για μας!
Αχ! Αν ο άνθρωπος θρεφόταν από τα στήθη σου ακόμα,
Γιαγιά των θεών και των ανθρώπων, Κυβέλη με το αδάμαστο σώμα.
Αν δεν είχε αφήσει την αθάνατη Αστάρτη
Που κάποτε αναδυόμενη σαν το φως μες’ το σκοτάδι
Των γαλάζιων χειμάρρων, ανθός της σάρκας που το κύμα αρωματίζει,
Φανέρωσε τον ροζ ομφαλό της όπου πέφτουν οι αφροί όπως όταν χιονίζει,
Και έκανε να τραγουδήσει, Θεά με τα μεγάλα μαύρα μάτια της νίκης αστραπές,
Τον κορυδαλλό στο δάσος και τον έρωτα στις καρδιές!
ΙΙ
Πιστεύω σε εσένα! Σε εσένα! Θεία μητέρα,
Αφροδίτη της θαλάσσης! – Αχ! Ο δρόμος πικρός δίχως παρέα
Από τότε που ο άλλος Θεός μας έδεσε στο σταυρό.
Σάρκα, Μάρμαρα, Λουλούδια, Αφροδίτη εσένα ακολουθώ!
– Ναι, ο Άνθρωπος είναι θλιμμένος και αισχρός, θλιμμένος κάτω από τον απέραντο
ουρανό.
Φοράει ρούχα γιατί έχασε ότι είχε πάνω του αγνό.
Γιατί λέκιασε το αγέρωχο στήθος του που του έδωσαν οι θεοί,
Και μαράζωσε σαν ένα ίνδαλμα που ρίχνεται στην πυρά για να θυσιαστεί,
Το ολύμπιο κορμί του στη βρωμιά της σκλαβιάς!
Ναι, ακόμα και μετά το θάνατο, σαν σκελετωμένος βραχνάς
Θέλει να ζει, υβρίζοντας την αρχέγονη ομορφιά!
– Και το είδωλο όπου έθεσες τόση παρθενικότητα στη ματιά
Όπου εξύμνησες τον πυλό μας, τη Γυναίκα,
Για να μπορέσει ο Άνθρωπος να φωτίσει την δυστυχή ψυχή του στη συνέχεια
Να ανέβει, σε μια απέραντη αγάπη αργά
Από τη γήινη φυλακή στην απόλυτη διαύγεια, ψιλά
Η Γυναίκα δεν ξέρει πια να είναι ούτε Εταίρα!
– Είναι όλα μια φάρσα! Κι ο κόσμος βουτηγμένος στο ψέμα
Χλευάζει στο γλυκό και ιερό όνομα της υπέροχης Αφροδίτης!
ΙΙΙ
Αν οι καιροί επέστρεφαν, οι καιροί που ήρθαν!
– Διότι ο άνθρωπος τελείωσε! Έπαιξε όλους τους ρόλους φανερά
Και βαρέθηκε να γκρεμίζει είδωλα ξανά και ξανά
Θα αναστηθεί, ελεύθερος απ’ όλους τους Θεούς
Κι επειδή κατάγεται από τον ουρανό, θα εξερευνήσει τους ουρανούς!
Η αιώνια, αδάμαστη σκέψη, το ιδεώδες
Ο θεός ολόκληρος που ζει στον πυλό της σάρκας αιώνες
Θα ανεβεί, θα ανεβεί καίγοντάς του το μέτωπο!
Κι όταν τον δεις να γυρνά προς τον ορίζοντα μες στο ξέφωτο
Ελεύθερος από φοβίες και περιφρονώντας τα παλιά δεσμά
Θα έρθεις να του δώσεις την ανάσταση που λαχταρά!
Λαμπερή, φωτεινή από την αγκαλιά των θαλασσών
Θα αναδυθείς ρίχνοντας στο απέραντο γαλάζιο των ουρανών
Σε ένα χαμόγελο ανεξάντλητο τον άπειρο έρωτα, την ελπίδα
Κι ο Κόσμος θα δονείται σαν μια τεράστια λύρα
Μέσα στο τρεμούλιασμα ενός γιγαντιαίου φιλιού!
Ο κόσμος διψάει για έρωτα: εσύ θα του αγαλλιάσεις το νου.
![]() |
| Coin de table _1872, λάδι σε μουσαμά Μουσείο Ορσέ, Παρίσι. Πίνακας του Ανρί Φαντέν-Λατούρ. Διακρίνεται ο Πολ Βερλαίν (πρώτος από αριστερά) και δίπλα του ο Αρθούρος |
Αρθούρε Ρεμπώ
απόψε θα μπω
Αγγέλου γιασεμιά
σκόρπισες μέσα στην βρωμιά
κληρονομιά
για μας
κι εσύ παντοτινά
σε σταυροδρόμια σκοτεινά
το σατανά πολεμάς
Αρθούρε Ρεμπώ
το βράδυ θαμπό
και η πόρτα του παράδεισου κλεισμένη
κατάρα κι οργή
μοιράζουν την γη
και χέρι χέρι παν οι κολασμένοι
Αρθούρε Ρεμπώ
θα μπω στο μεθυσμένο σου καράβι
Αρθούρε Ρεμπώ
να δω ποια σπίθα σώθηκε κι ανάβει
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος \ Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις 1η εκτέλεση: Μανώλης Μητσιάς, το έχει πει εξαιρετικά κι ο Βασίλης Λέκκας
Κάποια ποιήματα __
Arthur Rimbaud, uvres complètes, Présentation par Jean-Luc Steinmetzε,
εκδ. Flammarion, Παρίσι 2010
στην χλόη υπερβολικά πιασμένα ασημένια κουρέλια·
εκεί που ο ήλιος, στα περήφανα βουνά,
λαμπυρίζει: είναι μια μικρή κοιλάδα που ακτινοβολεί.
Ένας νεαρός στρατιώτης, μ’ ανοιχτό στόμα, το κεφάλι του γυμνό,
κι τον αυχένα βρεγμένο απ’ την δροσιά του μπλε νεροκάρδαμου,
κοιμάται· ξαπλωμένος στο χορτάρι, κάτω απ’ τον ουρανό,
χλωμός στο πράσινο κρεβάτι του λουσμένος από το
φως.
Τα πόδια έχει επάνω στις
γλαδιόλες, κοιμάται. Χαμογελώντας όπως
χαμογελά ένα άρρωστο παιδί,
παίρνει έναν υπνάκο:
Φύση, λίκνισέ τον ζεστά:
κρυώνει.
Οι ευωδιές δεν κάνουν πια τα ρουθούνια του να συσπώνται·
κοιμάται στο φως του ήλιου, με το’ να του χέρι ήσυχο
στο στήθος. Στην δεξιά πλευρά έχει δυο κόκκινες
τρύπες.
Η
μποέμικη ζωή μου _Φαντασία
Το’ σκασα με τα χέρια μου
στις τρύπιες τσέπες·
το παλτό στην ίδια ιδανική
κατάσταση·
προχωρούσα κάτω από τον
γαλάζιο ουρανό, Μούσα! Κι ήμουν σκλάβος σου·
Ω! πω πω! Τι μεγαλειώδεις
έρωτες ονειρευόμουν!
Το μοναδικό μου παντελόνι είχε μια μεγάλη τρύπα.
Νάνε ονειροπόλε, έπλεξα στιχάκια στα σοκάκια
το χάνι μου ήταν κάτω απ’ την Μεγάλη Άρκτο
τ’ άστρα μου στον ουρανό θρόιζαν γλυκά
και τ’ άκουγα, ξαπλωμένος
στην άκρη του δρόμου,
εκείνα τα όμορφα δειλινά
του Σεπτέμβρη, κι ένιωθα τις στάλες
της δροσιάς στο μέτωπό μου
σαν δυνατό κρασί·
κι ενώ, ανάμεσα στις σκιές των οραμάτων μου, στοιχοπλοκούσα
αίφνης τράβηξα, σαν τις χορδές της λύρας, τα κορδόνια
από τις κουρελιασμένες μου μπότες, ένα βήμα
κοντά στην καρδιά μου!
Λες και μέσα από πράσινο τσίγκινο φέρετρο, ένα γυναικείο
κεφάλι με καστανά μαλλιά υπερβολικά μυραλοιμένα
προβάλλει αργά και χαζά από μια παλιά μπανιέρα,
με γυμνά μπαλώματα λιγάκι κακοκρυμμένα·
πρώτα, ο χοντρός γκρίζος λαιμός, η φαρδιά ωμοπλάτη
που προεξέχει· κοντά στην πλάτη της όλων των ειδών τα εξογκώματα·
έπειτα, τα φαρδιά στρογγυλά
της οπίσθιά που μοιάζουν δίχως τέλος·
το λίπος που κινείται κάτω
από το δέρμα της·
η σπονδυλική της στήλη
είναι λιγάκι κοκκινισμένη, και βρωμάει
ολόκληρη· μα πάνω απ’ όλα,
μπορείς να παρατηρήσεις
κάτω απ’ τον φακό κάποιες ιδιαιτερότητες…
δύο λέξεις είναι χαραγμένες
κατά μήκος των μηρών της: Κλάρα Αφροδίτη·
– κι όλο της το σώμα
μετατοπίζεται και τεντώνει τα πλουμιστά της τα καπούλια
για να φαίνεται καλύτερα το
έλκος στον πρωκτό της.
Η
πανούργα
Στην σκούρα τραπεζαρία, που
μυρίζει
Βερνίκι και φρούτα, στην
βολή μου μέσα
Άρπαξα ένα πιάτο με ποιος
ξέρει τι είδους βελγικό
Φαΐ, και θαμπώθηκα στην
τεράστια καρέκλα μου.
Τρώγοντας, άκουγα το
ρολόι,- ευχάριστο κι ήσυχο.
Η πόρτα της κουζίνας άνοιξε
με μια ριπή αέρα,
-κι η σερβιτόρα βγήκε,
ποιος ξέρει γιατί,
Με μαεστρία φορεμένο στα
μαλλιά, ένα μισοσκισμένο μαντίλι
Κι ενώ περπατούσε άγγιξε το
τρεμάμενο μικρό της δάχτυλο
Στο μάγουλό της, ένας
βελούδινος γιαρμάς ροζ και μαύρος,
Στραβομουτσουνιάζοντας τα
παιδικά της χείλη,
Τακτοποίησε τα πιάτα, κοντά
μου, για να με βοηθήσει∙
Έπειτα, όπως ακριβώς – για
να πάρει ένα φιλί, στα σίγουρα,-
Ψιθύρισε: "νιώσε, έχει
παγώσει το μάγουλό μου…"
I
Πάνω σε κύματα ήρεμα όπου κοιμούνται αστέρια
Σαν τα μεγάλα κρίνα πλέει η Οφηλία η λευκή·
Πλέει απαλά πλαγιάζοντας πάνω στα μακριά της πέπλα .
―Και πέρα απ’ τα δάση ακούγονται του κόρνου ήχοι φονικοί.
Χίλια χρόνια τώρα η θλιμμένη Οφηλία
Περνά, φάντασμα λευκό, πάνω σε ποτάμι μελανό·
Χίλια χρόνια τώρα η γλυκιά της η μανία
Τραγούδι μουρμουρίζει στον άνεμο το βραδινό.
Ο άνεμος τα στήθη της φιλά
κι ένα στεφάνι πλέκει
Με τα μεγάλα πέπλα της που
τα λικνίζουνε νερά νωχελικά·
Η τρέμουσα ιτιά στους ώμους
της πάνω κλαίει
Και στο ονειροπόλο μέτωπο
της υποκλίνεται η καλαμιά.
Γύρω της νούφαρα τσακισμένα
αναστενάζουν·
Φορές-φορές, στον θάμνο
όπου κοιμάται, μέσα στον ύπνο της ξυπνά
Κάποια φωλιά απ’ όπου ρίγη
φτερωτά προβάλλουν
―Μυστηριώδες άσμα πέφτει
από τ' άστρα τα χρυσά .
II
Ω, Οφηλία ωχρή! Όμορφη σαν
το χιόνι
Που σε παρέσυρε ο ποταμός
και πέθανες παιδί!
―Είν’ επειδή οι άνεμοι που
φύσαγαν από της Νορβηγίας τα όρη
Σου είχαν κάτι ψιθυρίσει
για την ελευθερία την στυφή.
Είν’ επειδή ένα φύσημα,
στρίβοντας τα μακριά μαλλιά σου,
Στον ονειροπόλο σου το νου
έφερνε ανοίκειους ήχους.
Είν’ επειδή της φύσεως το
άσμα άκουγ’ η καρδιά σου
Μες στης νυχτιάς τους
στεναγμούς και του δενδριού τους θρήνους.
Είν’ επειδή η φωνή των
μανιασμένων θαλασσών, ρόγχος τρομερός,
Έσπαγε το παιδικό σου
στήθος τ’ ανθρώπινο πολύ και τρυφερό.
Είν’επειδή ένα απριλιάτικο
πρωί, ένας ιππότης όμορφος, χλωμός,
Ένας φτωχός τρελός, στα
γόνατά σου κάθισε βουβός.
Ω, Ουρανέ! Αγάπη!
Ελευθερία! Τί όνειρο φτωχή τρελή!
Για το χατίρι του έλιωνες
όπως το χιόνι στη φωτιά:
Τα μεγάλα σου οράματα σού
στραγγαλίζαν τη φωνή
―Και το αχανές το άπειρο
τον τρόμο έσπειρε στα μάτια σου τα γαλανά!
III
―Κι ο Ποιητής λέει, ότι στο
φως των αστεριών
Τη νύχτα έρχεσαι να βρεις
τα άνθη που έχεις δρέψει·
Και πως την λευκή Οφηλία
την έχει δει να κείτεται πάνω στο νερό
Μέσα στα πέπλα της και σαν
μεγάλος κρίνος να επιπλέει
__ 15 Μαΐου 1870
Αίσθηση
Τα γαλανά βράδια του θέρους
θα τριγυρνώ στα μονοπάτια,
Τσιμπημένος απ’ τα στάχυα,
τα λεπτά χορτάρια θα πατώ:
Ρεμβάζοντας, στα πόδια μου
θα νιώθω τη φρεσκάδα.
Τον άνεμο θ’ αφήσω το
κεφάλι μου να λούζει το γυμνό.
Τίποτε δεν θα σκέφτομαι,
δεν θα μιλώ:
Μα η απέραντη αγάπη στην
ψυχή μου θ’ ανεβεί,
Και μακριά, πολύ μακριά,
σαν ένας μποέμ θα πορευτώ
Μέσα στη Φύση ∑ σαν κάποιος
που με μια γυναίκα ευτυχεί.
__ Μάρτιος 1870
Η επιστολή του Ρεμπώ προς τον Πωλ Ντεμενύ, του 1871, συνιστά ένα από τα σημαντικότερα κείμενά του, με αντικείμενο τον ρόλο της ποίησης, όπως τον αντιλαμβανόταν ο ίδιος. Σύμφωνα με τον Ρεμπώ, ο αληθινός ποιητής αποτελούσε ένα είδος προφήτη, ικανό να διαμορφώσει μία νέα πραγματικότητα, εφευρίσκοντας το άγνωστο. Ως χρέος του, αντιλαμβανόταν τη γνωριμία με τον εαυτό του, την καλλιέργεια του μυαλού και της ψυχής του, ώστε τελικά να δημιουργήσει μία «οικουμενική γλώσσα». Ο ποιητής, κατά τον Ρεμπώ, θα γινόταν «προφήτης» μέσω μίας «μακράς, απέραντης και λελογισμένης απορρύθμισης όλων των αισθήσεων», υπονομεύοντας συστηματικά την καθιερωμένη και συμβατική λειτουργία τους. Η διαδικασία αυτή συνδέθηκε στην περίπτωσή του, με τον τρόπο ζωής του και ειδικότερα με τη μετέπειτα χρήση ψυχοτρόπων ουσιών, που πιθανώς συνέβαλαν στο παραισθησιακό ή παραληρηματικό ύφος ορισμένων ποιημάτων του. Στο ίδιο γράμμα, αναφερόταν συνοπτικά στην ιστορία της ποίησης, απορρίπτοντας μεγάλο μέρος της αλλά αναγνωρίζοντας τη συνεισφορά ποιητών όπως ο Σαρλ Μπωντλαίρ, ο παρνασσιστής Αλμπέρ Μερά καθώς και ο Βερλαίν.
Charleville, 15 Μαΐου 1871
Προς
τον P. Demeny
Αποφάσισα
να σας αφιερώσω μια ώρα νέας λογοτεχνίας. Ξεκινάω αμέσως με έναν επίκαιρο
ψαλμό:
Παρισινό
πολεμικό τραγούδι
-
Ορίστε κάποια πεζά για το μέλλον της ποίησης -
Όλη
η αρχαία ποίηση κορυφώνεται στην ελληνική ποίηση, Αρμονική Ζωή. - Από την
Ελλάδα μέχρι το ρομαντικό κίνημα, τον Μεσαίωνα, - υπάρχουν επιστολές,
στιχουργοί. Από τον Ennius στον Θερόλδο, από τον Θερόλδο στον Casimir Delavigne, όλα είναι ομοιοκαταληξία, ένα παιχνίδι, η παρακμή
και η δόξα αμέτρητων ηλιθίων γενεών: ο Ρακίνας είναι ο αγνός, ο δυνατός, ο
μεγάλος. - Αν κάποιος φυσούσε στις ομοιοκαταληξίες του, ανακάτευε τα ημιστίχιά
του, ο Θείος Τρελός θα ήταν τόσο άγνωστος σήμερα όσο ο πρώτος που γράφει την
Προέλευση. - Μετά τον Ρακίνα, το παιχνίδι σαπίζει. Διήρκεσε δύο χιλιάδες
χρόνια! Ούτε αστείο ούτε παράδοξο. Η λογική με εμπνέει με περισσότερη
βεβαιότητα για το θέμα από ό,τι θα μπορούσε ποτέ μια Νεανίδα Γαλλία να έχει
εκρήξεις θυμού. Άλλωστε, η νέα γενιά είναι ελεύθερη να περιφρονεί τους
προγόνους της: νιώθουμε σαν στο σπίτι μας εδώ και έχουμε τον χρόνο.
Ο
ρομαντισμός δεν έχει κριθεί ποτέ σωστά. Ποιος θα τον έκρινε; Οι Κριτικοί! Οι
Ρομαντικοί, που αποδεικνύουν
τόσο καλά ότι το τραγούδι είναι τόσο σπάνια το έργο, δηλαδή η τραγουδισμένη
σκέψη κατανοητή από τον τραγουδιστή; Γιατί
εγώ είμαι ένας άλλος. Αν τα χάλκινα πνευστά ξυπνούν σαν τρομπέτα, δεν φταίνε.
Αυτό είναι προφανές για μένα. Μαρτυρώ την άνθιση της σκέψης μου: Την
παρακολουθώ, την ακούω: Χτυπάω ένα δοξάρι: η συμφωνία αναδεύεται στα βάθη ή
πηδάει στη σκηνή.
Αν
οι παλιοί ανόητοι δεν είχαν βρει μόνο ένα ψευδές νόημα στον Εαυτό, δεν θα
χρειαζόταν να σαρώσουμε
αυτά τα εκατομμύρια σκελετούς που, για μια αιωνιότητα, έχουν συσσωρεύσει τα
προϊόντα της μονόφθαλμης νοημοσύνης τους, ανακηρύσσοντας τους εαυτούς τους
δημιουργούς τους!
Στην
Ελλάδα, είπα, οι στίχοι και οι λύρες έδιναν ρυθμό στη Δράση. Αργότερα, η
μουσική και οι ρίμες ήταν παιχνίδια, αναψυχές. Η μελέτη αυτού του παρελθόντος
γοητεύει τους περίεργους: πολλοί χαίρονται που ανανεώνουν αυτές τις αρχαιότητες:
-είναι γι' αυτούς. Η παγκόσμια νοημοσύνη πάντα έβγαζε τις ιδέες της φυσικά· οι
άνθρωποι συνέλεγαν μερικούς από αυτούς τους καρπούς του εγκεφάλου· ενήργησαν
πάνω τους, έγραψαν βιβλία γι' αυτούς: έτσι ήταν ο τρόπος, ο άνθρωπος δεν
δούλευε πάνω στον εαυτό του, δεν είχε ακόμη αφυπνιστεί ή δεν είχε ακόμη φτάσει
στην πληρότητα
του μεγάλου ονείρου. Δημόσιοι υπάλληλοι, συγγραφείς. Συγγραφέας, δημιουργός,
ποιητής, αυτός ο άνθρωπος δεν έχει υπάρχει
ποτέ!
Η
πρώτη μελέτη για έναν άνθρωπο που θέλει να γίνει ποιητής είναι η πλήρης
αυτογνωσία του. Αναζητά την ψυχή του, την εξετάζει, την δοκιμάζει, την
μαθαίνει. Μόλις τη μάθει, πρέπει να την καλλιεργήσει: αυτό φαίνεται απλό: σε κάθε
εγκέφαλο, λαμβάνει χώρα μια φυσική ανάπτυξη· τόσοι πολλοί εγωιστές
αυτοανακηρύσσονται συγγραφείς· υπάρχουν πολλοί
άλλοι που αποδίδουν την πνευματική τους πρόοδο στον εαυτό τους! __Αλλά
πρόκειται για το να κάνουμε την ψυχή τερατώδη: σαν τους comprachicos _σσ. ομάδες
στην ευρωπαϊκή λαογραφία που λέγεται ότι ακρωτηριάζουν σωματικά και
παραμορφώνουν τα παιδιά για να εργαστούν ως ζητιάνοι ή ως ζωντανά αντικείμενα
__τι! Φανταστείτε έναν άνθρωπο που εμφυτεύει και καλλιεργεί κονδυλώματα στο
πρόσωπό του.
Λέω
ότι πρέπει να είσαι μάντης, να γίνεις μάντης.
Ο
ποιητής γίνεται μάντης μέσα από μια μακρά, τεράστια και λογική διαταραχή όλων
των αισθήσεων. Όλες τις μορφές αγάπης, τα βάσανα, την τρέλα. Τα αναζητά ο
ίδιος, εξαντλεί όλα τα δηλητήρια μέσα του, για να διατηρήσει μόνο την
πεμπτουσία τους. Ανείπωτο μαρτύριο όπου χρειάζεται όλη του την πίστη, όλη του
την υπεράνθρωπη δύναμη, όπου γίνεται, πάνω απ' όλους τους άλλους, ο μεγάλος
άρρωστος, ο μεγάλος εγκληματίας, ο μεγάλος καταραμένος - και ο υπέρτατος Σοφός!
- Γιατί φτάνει στο άγνωστο! - Αφού έχει καλλιεργήσει την ήδη πλούσια ψυχή του
περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον! Φτάνει στο άγνωστο. Και ακόμα κι αν,
φρενήρης, χάσει την κατανόηση των οραμάτων του, τα έχει δει! Ας χαθεί στο άλμα
του μέσα από ανήκουστα και ακατονόμαστα πράγματα: άλλοι φρικτοί εργάτες θα
έρθουν. θα ξεκινήσουν με τους ορίζοντες εκεί που κατέρρευσε ο άλλος!
—Συνεχίζεται
σε έξι λεπτά. — Εδώ εισάγω έναν δεύτερο ψαλμό έξω από το κείμενο: παρακαλώ
ακούστε με συμπόνια και όλοι θα μαγευτούν. — Κρατάω το τόξο στο χέρι, αρχίζω: μικροί
μου εραστές Εδώ. —Και να ξέρετε, αν δεν φοβόμουν να σας κάνω να πληρώσετε πάνω
από 60 σεντς για ταχυδρομικά τέλη—εγώ, ένας φτωχός άθλιος που δεν έχει κερδίσει
ούτε μια δεκάρα σε επτά μήνες!—θα σας παρέδιδα ακόμα τους Εραστές μου του
Παρισιού, εκατό εξάμετρα, κύριε, και τον Θάνατό μου του Παρισιού, διακόσια
εξάμετρα!
—Συνεχίζω:
Έτσι, ο ποιητής είναι πραγματικά κλέφτης της φωτιάς. Του έχει εμπιστευτεί την
ανθρωπότητα, ακόμη και τα ζώα· πρέπει να κάνει τις εφευρέσεις του αισθητές,
χειροπιαστές, ακουστές. Αν αυτό που φέρνει πίσω από εκεί έχει μορφή, δίνει
μορφή· αν είναι άμορφο, δίνει άμορφη μορφή.Να βρει μια γλώσσα· —Εξάλλου, αφού
κάθε λέξη είναι μια ιδέα, θα έρθει η ώρα για μια παγκόσμια γλώσσα! Πρέπει να
είσαι ακαδημαϊκός, «πιο νεκρός κι από απολίθωμα»,—για να τελειοποιήσεις ένα
λεξικό, οποιασδήποτε γλώσσας. Οι αδύναμες ψυχές θα άρχιζαν να σκέφτονται το
πρώτο γράμμα του αλφαβήτου και θα μπορούσαν γρήγορα να βυθιστούν στην τρέλα! -
Αυτή η γλώσσα θα είναι της ψυχής για την ψυχή, συνοψίζοντας τα πάντα: μυρωδιές,
ήχους, χρώματα, σκέψη που προσκολλάται στη σκέψη και τραβάει. Ο ποιητής θα
όριζε την ποσότητα του άγνωστου ξυπνήματος. Στην εποχή του, στην παγκόσμια
ψυχή: θα έδινε περισσότερα από τον τύπο της σκέψης του, περισσότερα από τον
σχολιασμό της πορείας του προς την Πρόοδο! Το μεγαλείο γίνεται ο κανόνας,
απορροφημένο από όλους, θα ήταν πραγματικά ένας πολλαπλασιαστής της προόδου!
__Τέλος του μελετημένου αποσπάσματος -
__Συνέχεια της επιστολής -
Αυτό
το μέλλον θα είναι υλιστικό, βλέπετε. - Πάντα γεμάτο Αριθμό και Αρμονία, τα
ποιήματα θα γίνονται για να διαρκέσουν. - Στην ουσία, θα εξακολουθεί να είναι
λίγο σαν την Ελληνική Ποίηση.
Η
αιώνια τέχνη θα έχει τις λειτουργίες της, όπως ακριβώς οι ποιητές είναι
πολίτες. Η ποίηση δεν θα ακολουθεί πλέον ρυθμικά τη δράση. θα είναι μπροστά.
Αυτοί
οι ποιητές θα υπάρχουν! Όταν η άπειρη δουλεία της γυναίκας σπάσει, όταν ζει για
τον εαυτό της και από μόνη της, ο άντρας - μέχρι τώρα αποτρόπαιος - έχοντας της
δώσει την ελευθερία της, θα είναι κι αυτή ποιήτρια! Η γυναίκα θα ανακαλύψει το
άγνωστο! Θα διαφέρουν οι κόσμοι των ιδεών της από τους δικούς μας; - Θα βρει
παράξενα, ανεξιχνίαστα, αποκρουστικά, ευχάριστα πράγματα. Θα τα πάρουμε, θα τα
καταλάβουμε.
Εν
τω μεταξύ, ας ζητήσουμε από τους ποιητές κάτι νέο - ιδέες και μορφές. Όλοι οι
έξυπνοι σύντομα θα πίστευαν ότι είχαν ικανοποιήσει αυτή την απαίτηση: - αυτό
δεν είναι όλο!
Οι πρώτοι ρομαντικοί ήταν οραματιστές χωρίς να το συνειδητοποιούν ακριβώς: η καλλιέργεια της ψυχής τους ξεκίνησε με ατυχήματα: εγκαταλελειμμένες αλλά φλεγόμενες ατμομηχανές που οι ράγες παίρνουν για λίγο. - Ο Λαμαρτίνος είναι μερικές φορές οραματιστής, αλλά ασφυκτιά από την παλιά μορφή. - Ο Ουγκώ, πολύ πεισματάρης, έχει δει πολλά στους μεταγενέστερους τόμους: Οι Άθλιοι είναι ένα αληθινό ποίημα. Έχω τα Δικαιώματα στα χέρια μου: Η Στέλλα δίνει ένα αρκετά καλό μέτρο του οράματος του Ουγκώ. Πάρα πολύ Μπελμοντέ και Λαμεννέ, πάρα πολλοί Ιεχωβά και κίονες, αυτά τα παλιά, άθλια τερατουργήματα.
Ο
Μυσέ είναι δεκατέσσερις φορές αξιοκαταφρόνητος για εμάς, τις γενιές που
υποφέρουμε και τις οποίες η αγγελική του τεμπελιά έχει προσβάλει! Ω! οι άνοστες
ιστορίες και παροιμίες! Ω, οι Νύχτες! Ω, Ρόλα! Ω, Ναμούνα! Ω, το Κύπελλο! Όλα
είναι γαλλικά, δηλαδή, απεχθή στον υπέρτατο βαθμό. Γαλλικά, όχι παριζιάνικα!
Άλλο ένα έργο αυτής της απεχθούς ιδιοφυΐας που ενέπνευσε τον Ραμπελαί, τον
Βολταίρο, τον Ζαν Λα Φοντέν, σχολιασμένο από τον κ. Ταίν! Ανοιξιάτικο, το
πνεύμα του Μυσέ! Γοητευτικό, ο έρωτάς του! Να το, ζωγραφική με σμάλτο, γερή
ποίηση! Η γαλλική ποίηση θα απολαμβάνεται για πολύ καιρό, αλλά στη Γαλλία.
Κάθε
μπακάλης είναι ικανός να ξεστομίσει μια απόστροφο Rollaque. Κάθε φοιτητής σε
θεολογική σχολή κουβαλάει τις πεντακόσιες ομοιοκαταληξίες στη μυστικότητα ενός
σημειωματάριου. Στα δεκαπέντε, αυτές οι εκρήξεις πάθους βάζουν τους νέους
άνδρες σε μια ρουτίνα. Στα δεκαέξι, είναι ήδη ικανοποιημένοι να τις απαγγέλλουν
απέξω. Στα δεκαοκτώ, ακόμη και στα δεκαεπτά, κάθε μαθητής που έχει την
οικονομική δυνατότητα κάνει τη Rolla, γράφει μια Rolla! Κάποιοι ίσως
εξακολουθούν να πεθαίνουν από αυτήν. Ο Μυσέ δεν ήξερε τίποτα. Υπήρχαν οράματα
πίσω από τη γάζα των κουρτινών: έκλεισε τα μάτια του. Γάλλος, παναδής, σύρθηκε
από την ταβέρνα στο θρανίο του σχολείου, ο όμορφος νεκρός είναι νεκρός, και, "από δω και πέρα, ας μην μπούμε καν στον κόπο να τον ξυπνήσουμε με τα βδελύγματά
μας!"
Το
δεύτερο κύμα των Ρομαντικών είναι πολύ εμφανές: Θεόφιλος Γκωτιέ, Λεκόντ ντε
Λιλ, Τεοντόρ ντε Μπανβίλ. Αλλά η επιθεώρηση του αόρατου και η ακοή του
ανήκουστου είναι κάτι άλλο από την ανασύλληψη του πνεύματος των νεκρών
πραγμάτων, ο Μποντλέρ είναι ο πρώτος μάντης, βασιλιάς των ποιητών, ένας
αληθινός θεός. Κι όμως έζησε σε ένα υπερβολικά καλλιτεχνικό περιβάλλον· και η
μορφή που τόσο επαινείται σε αυτόν είναι ασήμαντη. Οι εφευρέσεις του αγνώστου
απαιτούν νέες μορφές.
Πλήρεις
με παλιές μορφές: ανάμεσα στους αθώους, ο Α. Ρενώ, - δημιούργησε την Ρόλα του,
- ο Λ. Γκραντέ, - δημιούργησε την Ρόλα του· - οι Γαλάτες και οι Μυσσέ, ο Ζ.
Λαφενέστρ, ο Κοράν, ο Κ. Λ. Ποπελίν, ο Σουλάρι, ο Λ. Σαλ.
Οι
μαθητές, ο Μαρκ, ο Αικάρ, ο Θουριέ· Οι νεκροί και οι ανόητοι, Οτράν, Μπαρμπιέ,
Λ. Πισά, Λεμουάν, οι Ντεσάν, οι Ντε Εσάρ· οι δημοσιογράφοι, Λ. Κλαντέλ, Ρομπέρ
Λουζάρς, Ξ. ντε Ρικάρ· οι ιδιότροποι, Κ. Μεντές· οι μποέμ· οι γυναίκες· τα
ταλέντα, Λεόν Ντιέρξ και Συλλυ-Προυντόμ, Κοπέ· - η νέα σχολή, που ονομάζεται
Παρνασσιανή, έχει δύο οραματιστές, τον Αλμπέρ Μερά και τον Πολ Βερλαίν, έναν
αληθινό ποιητή. Να το. Έτσι εργάζομαι για να γίνω οραματιστής. Και ας
τελειώσουμε με ένα ευσεβές τραγούδι.
____Θα
ήταν απαίσιο να μην απαντήσετε: γρήγορα, γιατί σε οκτώ μέρες μπορεί να είμαι
στο Παρίσι. Αντίο __ Α. Ρεμπώ.
Arthur Rimbaud Jean Baudry Alcide
Bava
Γεννήθηκε
στη Γαλλική αγροτική πόλη Σαρλβίλ των Αρδεννών, όπου έζησε τα νεανικά του
χρόνια, πριν ξεκινήσει η πολύχρονη περιπλάνηση του σε πολυάριθμες πόλεις της
Ευρώπης. Στη διάρκεια του πολυτάραχου βίου του ταξίδεψε σε δεκατρείς
διαφορετικές χώρες και έζησε ως επαίτης, μισθοφόρος, εργάτης, παιδαγωγός και
ναυτικός, παράλληλα με τη συγγραφική δραστηριότητα. Στα τελευταία χρόνια της
ζωής του, έχοντας ήδη εγκαταλείψει την ποίηση, περιπλανήθηκε στη
βορειοανατολική Αφρική όπου εργάστηκε ως έμπορος και εξερευνητής, την ίδια
περίοδο που άρχισε να αναγνωρίζεται το ποιητικό έργο του μεταξύ των
λογοτεχνικών κύκλων του Παρισιού.
Νεανικά
χρόνια
Ο
Ρεμπώ γεννήθηκε στην αγροτική περιοχή Σαρλβίλ (Charleville) των Αρδεννών στη ΒΑ
Γαλλία, κοντά στα σύνορα με το Βέλγιο. Ο πατέρας του, Φρεντερίκ, ήταν
στρατιωτικός και η μητέρα του, Βιταλί Κυίφ, κόρη εύπορου αγρότη από την περιοχή
Ρος (Roche), κοντά στη Σαρλβίλ. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής του
ηλικίας στο αγρόκτημα της οικογένειας της μητέρας του, μαζί με τον μεγαλύτερο
αδελφό του και τις νεότερες αδελφές του (Βιταλί και Ιζαμπέλ). Ο πατέρας του έλειπε
συχνά από το σπίτι, εξαιτίας του επαγγέλματός του, ενώ κατά τις λίγες
επισκέψεις του, ανάλωνε τον ελεύθερο χρόνο του στη συγγραφή και όταν ο Αρθούρος
ήταν έξι ετών, εγκατέλειψε την οικογένεια χωρίς να γυρίσει ποτέ πίσω. Από την
άλλη, η μητέρα του θεωρούσε κάθε λογοτεχνικό έργο ανώφελο, _δείγμα του σκληρού
χαρακτήρα της περιέγραψε ο ίδιος ο Ρεμπώ στο ποίημά του Les Poètes de Sept Ans
(ο 7χρονος ποιητής), στο οποίο τον περιγράφει με "μέτωπο γεμάτο εξογκώματα"
(Dans les yeux bleus et sous le front plein d'éminences _Les Poètes de sept ans)
Μετά
τη φυγή του πατέρα του, ο Ρεμπώ και τα τέσσερα αδέλφια του αναγκάστηκαν να
ζήσουν φτωχικά και δύσκολα χρόνια, υπό την αυστηρή παρουσία της μητέρας τους, η
οποία όμως φρόντισε με επιμέλεια για τη μόρφωσή τους. Το 1861, ο Ρεμπώ εισήχθη
μαζί με τον αδελφό του στο Ινστιτούτο Ροσσά, όπου φοίτησε για περίπου τρία
χρόνια. Στο διάστημα αυτό, διακρίθηκε κερδίζοντας πολυάριθμα αριστεία και
επαίνους, στα λατινικά, στη γραμματική, στην ιστορία, στη γεωγραφία, αλλά και
στην αριθμητική. Στερημένος από παιδικές παρέες, λόγω της αυστηρής επαγρύπνησης
της μητέρας του, ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με το διάβασμα και τη μελέτη.
Τον Απρίλιο του 1865, μετά από απόφαση της μητέρας του, μεταφέρθηκε στο Κολέγιο
της Σαρλβίλ, όπου σύντομα διακρίθηκε εκ νέου στα μαθήματα και οι ικανότητες του
προκάλεσαν μεγάλη εντύπωση, μεταπηδώντας από την πέμπτη τάξη του δημοτικού στην
πρώτη τάξη του γυμνασίου. Μεταξύ των διακρίσεών του, ξεχωρίζουν επίσης οι
δημοσιεύσεις εργασιών του στην εφημερίδα της εκπαιδευτικής κοινότητας Moniteur
de l'Enseignement Superieur καθώς και πολυάριθμα βραβεία που κέρδιζε σε
διαγωνισμούς των σχολείων της περιφέρειας. Στις αρχές του επόμενου χρόνου, το
ποίημά του με τίτλο Les Étrennes des ophelins (βλ. απόσπασμα παραπάνω),
δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα La Revue pour Tous και αποτελεί πιθανότατα ένα από
τα καλύτερα δείγματα των πρώιμων έργων του.
Βίος και Πολιτεία
Λίγες
ημέρες μετά τη δημοσίευση του, το Κολέγιο της Σαρλβίλ υποδέχτηκε ένα νέο
δάσκαλο, τον Ζωρζ Ιζαμπάρ (Georges Izambard), ο οποίος εξελίχθηκε σε ένα είδος
λογοτεχνικού συμβούλου του Ρεμπώ. Εκείνος, με τη σειρά του, συνέχιζε να γράφει
ποίηση και να παρουσιάζει αντίγραφα των έργων του στον Ιζαμπάρ, ο οποίος με τη
σειρά του δάνειζε βιβλία από την προσωπική του συλλογή στον μαθητή του. Στις
πρώιμες λογοτεχνικές του συνθέσεις, ο Ρεμπώ άντλησε στοιχεία από την ανθολογία
Le Parnasse contemporain των παρνασσιστών, αποστέλλοντας μάλιστα ένα δικό του
ποίημα προς δημοσίευση, με αποδέκτη τον Τεοντόρ ντε Μπανβίλ, το οποίο όμως δεν
έγινε τελικά δεκτό. Στις 19 Ιουλίου 1870 κηρύχθηκε ο Γαλλοπρωσικός Πόλεμος, με
αποτέλεσμα ο Ιζαμπάρ να εγκαταλείψει τη Σαρλεβίλ. Το Κολέγιο της πόλης έπαψε να
λειτουργεί κατά τη διάρκεια του πολέμου, γεγονός που θα έδινε και ένα οριστικό
τέλος στην επίσημη σχολική εκπαίδευση του Ρεμπώ. Οι πολιτικές εξελίξεις σε
συνδυασμό με τη φυγή του Ιζαμπάρ, τού προκάλεσαν μελαγχολία και τάσεις φυγής,
σημειώνοντας σε μία επιστολή προς τον δάσκαλό του: «Η πατρίδα μου ξεσηκώνεται.
Προσωπικά θα προτιμούσα να τη δω να ξανακάθεται». 31-Αυ εγκατέλειψε το σπίτι
του και επιβιβάστηκε στο τρένο, με προορισμό το Παρίσι. Εξαιτίας της αδυναμίας
του να καλύψει οικονομικά το αντίτιμο του εισιτηρίου, είχε προμηθευτεί ένα για
τη συντομότερη διαδρομή, ταξιδεύοντας στο υπόλοιπο της διαδρομής κρυφά. Κατά
την άφιξή του στο Παρίσι έγινε αντιληπτός από την αστυνομία, με αποτέλεσμα να
συλληφθεί και να φυλακιστεί.
Χάρη
σε ένα γράμμα που απέστειλε στον Ιζαμπάρ, ζητώντας τη βοήθειά του, οι αρχές τον
έστειλαν σε εκείνον και φιλοξενήθηκε στο σπίτι της οικογένειάς του. Παρέμεινε
εκεί για περίπου τρεις εβδομάδες, εργαζόμενος ως δημοσιογράφος της εφημερίδας
Liberal du Nord, της οποίας ο Ιζαμπάρ ήταν εκδότης. Αρνούμενος αρχικά να
επιστρέψει στη μητέρα του, η οποία σε αλληλογραφία με τον Ιζαμπάρ τον
κατηγορούσε για τη φυγή του γιου της, επέστρεψε τελικά στη Σαρλβίλ, με συνοδό
τον Ιζαμπάρ. Τα καινούργια του ποιήματα ήταν εμπνευσμένα από τις πρόσφατες
εμπειρίες του και επιθυμούσε να εκδοθούν με τη βοήθεια του Πολ Ντεμενί, τον
οποίο είχε γνωρίσει στο Ντουαί και ήταν συνιδιοκτήτης εκδοτικού οίκου στο
Παρίσι. Μία εβδομάδα μετά την επιστροφή του, ο Ρεμπώ εγκατέλειψε ξανά τη
Σαρλβίλ με προορισμό αυτή τη φορά τη βελγική πόλη Σαρλερουά, όπου αναζήτησε
εργασία στην εφημερίδα Journal de Charleroi, χωρίς όμως επιτυχία. Επόμενοι
σταθμοί της περιπλάνησής του υπήρξαν το Φυμέ, το Βιρέ, οι Βρυξέλλες και τέλος το
Ντουαί, όπου επισκέφτηκε εκ νέου το σπίτι του Ιζαμπάρ.
Κομμούνα
Ο
Ρεμπώ επέστρεψε στο Παρίσι και θεωρείται πιθανό πως βρέθηκε εκεί στο
αποκορύφωμα των γεγονότων της Κομμούνας, τέλη Απριλίου 1871. Η σχέση του με την
παρισινή Κομμούνα είναι εν γένει αμφιλεγόμενη, όπως και το αν βρισκόταν στην
πόλη κατά τη διάρκειά της, ωστόσο κάτι τέτοιο φαίνεται να βεβαιώνεται από
ισχυρισμούς του Βερλαίν, καθώς και από μία αστυνομική έκθεση του 1873, σύμφωνα
με την οποία ήταν «μέλος των ατάκτων της Κομμούνας». Τρία ποιήματά του
θεωρούνται επηρεασμένα από την και πρόκειται για τα L’Orgie parisienne, Les
Mains de Jeanne-Marie και Chant de guerre parisien. Πιθανώς απογοητευμένος από
τις αντίξοες εμπειρίες του, ο Ρεμπώ έστειλε το 1871, από τη Σαρλβίλ, μία
επιστολή στον Ιζαμπάρ που περιείχε επίσης το ποίημα Le Cœur volé _«Κλεμμένη
καρδιά»). Το γράμμα προκάλεσε την αντιπάθεια του πρώην δασκάλου του, που θα το
χαρακτήριζε αργότερα ως «κακόηθες» στα απομνημονεύματά του. Δύο ημέρες
αργότερα, έγραψε μία δεύτερη σημαντική μακροσκελή επιστολή στον Πολ Ντεμενί,
γνωστή ως η «Επιστολή του προφήτη» _Lettre du voyant, μέσα στην οποία εξέθετε
το ποιητικό του όραμα και τις αισθητικές του θεωρίες, αναφερόμενος στον ρόλο
του ποιητή ως «προφήτη» και της ίδιας της ποίησης ως ένα μέσο που θα έπαυε να
συμβαδίζει με την πραγματικότητα αλλά θα την ξεπερνούσε.
Κάτω από την πίεση της μητέρας του να βρει μία εργασία, ο Ρεμπώ προσπάθησε να ανακτήσει την επαφή του με τον λογοτεχνικό κόσμο του Παρισιού, ελπίζοντας στη βοήθεια των παρνασσιστών. Την ίδια περίοδο, καθοριστική υπήρξε η γνωριμία του με τον Σαρλ Μπρετάν, ο οποίος είχε γνωρίσει παλαιότερα τον Πωλ Βερλαίν και προσφέρθηκε να του συστήσει τον νεαρό ποιητή. Ο Ρεμπώ, με τη σειρά του, έγραψε ένα οικείο και αυτοβιογραφικό γράμμα στον Βερλαίν, δηλώνοντας ένθερμος θαυμαστής του και τονίζοντας την επιθυμία του να εγκατασταθεί στο Παρίσι, εσωκλείοντας επίσης μερικά από τα ποιήματά του.
Λογοτεχνική πορεία
Ο
Βερλαίν, εξίσου γοητευμένος από το έργο του Ρεμπώ, φρόντισε για την εγκατάσταση
του στο σπίτι του ίδιου, συγκεντρώνοντας επίσης ένα χρηματικό ποσό για την
κάλυψη των εξόδων του ταξιδιού του. Ο Ρεμπώ ενσωματώθηκε για ένα διάστημα στον
κύκλο των παρνασσιστών, ενώ σε ολόκληρο το διάστημα της διαμονής του στο
Παρίσι, προκαλούσε με τη συμπεριφορά του τη λογοτεχνική ελίτ της εποχής,
διάγοντας έκλυτο βίο. Ο ποιητής Λεόν Βαλάντ περιέγραψε την παρουσία του Ρεμπώ
σε μία επιστολή του, το 1871, γράφοντας: "Μεγάλα χέρια, μεγάλα πόδια, αληθινά
παιδικό πρόσωπο που θα μπορούσε κάλλιστα να ανήκει σε δεκατριάχρονο, βαθυγάλανα
μάτια, μάλλον άγρια παρά συνεσταλμένα – αυτός είναι ο νεαρός που με τη φαντασία
του, τις εκπληκτικές δυνατότητες και την αχρειότητά του έχει συναρπάσει ή
φοβίσει όλους τους φίλους μας".
Η
ένδοξη πορεία του δεν είχε ωστόσο μεγάλη διάρκεια, κυρίως εξαιτίας της
αντικοινωνικής και προκλητικής συμπεριφοράς του, που συνδύαζε δύο διαφορετικούς
χαρακτήρες, του ομοφυλόφιλου και του αναρχικού, και οι δύο ιδιαίτερα απωθητικοί.
Το 1872, εγκαταστάθηκε για ένα διάστημα στο σπίτι της μητέρας του στη Σαρλβίλ,
μετά από παρότρυνση του Βερλαίν που επιθυμούσε να σώσει τον γάμο του, ο οποίος
είχε οδηγηθεί σε διάλυση εξαιτίας της ερωτικής σχέσης του με τον Ρεμπώ. Το ίδιο
έτος, ο Βερλαίν εγκατέλειψε τη σύζυγο και τον γιο του, ταξιδεύοντας μαζί με τον
Ρεμπώ, αρχικά στο Βέλγιο και κατόπιν στο Λονδίνο, όπου ο Ρεμπώ συνέθεσε μία
σειρά πεζών ποιημάτων που αργότερα συγκρότησαν τη συλλογή Εκλάμψεις _Les
Illuminations, η οποία ανήκει στα σημαντικότερα έργα του. Τον Απρίλιο του 1873,
επισκέφτηκε την οικογένειά του στη Σαρλβίλ όπου (στο αγρόκτημα της Ρος), ξεκίνησε
να επιμελείται το πρώτο σχεδίασμα για το Μια εποχή στην κόλαση, το μοναδικό
έργο που εξέδωσε ο ίδιος και το βιβλίο που επρόκειτο να του χαρίσει την
αναγνώριση.
Το
επόμενο διάστημα, επέστρεψε στο Λονδίνο και στην κοινή ζωή με τον Βερλαίν. Η
προβληματική συμβίωση των δύο ποιητών οδήγησε σύντομα στη φυγή του δεύτερου,
για να συναντηθούν ξανά στις Βρυξέλλες, όπου μετά από έντονη διαφωνία, ο Βερλαίν
σε κατάσταση μέθης, πυροβόλησε και τραυμάτισε τον Ρεμπώ στο αριστερό του χέρι.
Για την πράξη του καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλάκιση και πρόστιμο 200
φράγκων, που αποτελούσε τη μέγιστη δυνατή ποινή. Ο Ρεμπώ νοσηλεύτηκε για λίγες
ημέρες και αργότερα εγκαταστάθηκε εκ νέου στη Ρος, όπου ολοκλήρωσε το Μια εποχή
στην κόλαση, έργο σε μεγάλο βαθμό εξομολογητικό. Το βιβλίο τυπώθηκε με
χρηματοδότηση της μητέρας του, σε τυπογραφείο των Βρυξελλών, αν και ελάχιστα
αντίτυπα κυκλοφόρησαν αρχικά. Ο Ρεμπώ παρέλαβε περίπου δέκα αντίτυπα, από τα
συνολικά 500 που είχε παραγγείλει, τα οποία μοίρασε σε οικεία πρόσωπα και
άλλους λογοτέχνες, ωστόσο δεν πλήρωσε για τα υπόλοιπα. Μέχρι το 1884, έτος
δημοσίευσης του Les Poètes maudits _οι καταραμένοι ποιητές του Βερλαίν, δεν
είχαν καταγραφεί αντιδράσεις ή κριτικές απέναντι στο βιβλίο, το οποίο παρέμενε
στην αφάνεια.
Τους
μήνες που ακολούθησαν την εκτύπωση του Μια Εποχή στην Κόλαση ο Ρεμπώ έζησε στο
Λονδίνο, όπου για ένα διάστημα συγκατοίκησε με τον ποιητή Ζερμαίν Νουβώ, ενώ
κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών του 1874, δέχθηκε την επίσκεψη της
μητέρας του και της αδελφής του, Βιταλί. Την ίδια περίοδο αναζήτησε επίμονα
εργασία ως δάσκαλος γαλλικών. Σύμφωνα με μία αγγελία στους Times, βεβαιώνεται
πως ο Ρεμπώ εργάστηκε για ένα διάστημα ως δάσκαλος στη βιομηχανική πόλη του
Ρήντιγκ, όπου θεωρείται επίσης πιθανό πως επεξεργάστηκε μέρος των Εκλάμψεων.
Παρέμεινε εκεί για περίπου τρεις μήνες, πριν επιστρέψει στο σπίτι της μητέρας
του, τέλη 1874.
Ο
Ρεμπώ αναζητούσε να ασχοληθεί με μία πρακτική εργασία, όπως το εμπόριο ή τη
μηχανολογία, ενώ παράλληλα, πίστευε πως η εκμάθηση χρήσιμων γλωσσών θα ήταν ένα
επιπλέον εφόδιο και για τον σκοπό αυτό ταξίδεψε στη Στουτγκάρδη, προκειμένου να
εξοικειωθεί με τη γερμανική γλώσσα. Θεωρείται πιθανό πως φοίτησε σε κάποια
σχολή της πόλης ή παρέδιδε μαθήματα γαλλικών κατ' οίκον. Στη Στουτγκάρδη, συνάντησε
για τελευταία φορά τον Βερλαίν, στον οποίο παρέδωσε τα ποιήματα που συγκρότησαν
αργότερα τις Εκλάμψεις και μετά εγκατέλειψε τη Γερμανία και ξεκίνησε μία νέα
περίοδος περιπλάνησης, κατά την οποία ταξίδεψε σε Μιλάνο, Λιβόρνο (όπου
εργάστηκε ως λιμενεργάτης) και Μασσαλία, όπου δηλώνοντας υποστηρικτής του Δον Κάρλος
(Carlos de Borbón, 1848-1909 _δούκας της Μαδρίτης), έλαβε χρήματα από ένα
στρατολογικό γραφείο των Καρλιστών και οδηγίες για να μεταβεί και να ενταχθεί
στον αντάρτικο ισπανικό στρατό. Με τα χρήματα αυτά, ο Ρεμπώ επέστρεψε τελικά
στο Παρίσι και αργότερα στη Σαρλβίλ, όπου συνέχισε να μελετά ξένες γλώσσες σσ.
_Καρλισμός Karlismo, Carlisme: πολιτικό κίνημα στην Ισπανία, το οποίο επίωκε
δημιουργία ξεχωριστής γραμμής της δυναστείας των Βουρβόνων στον ισπανικό θρόνο.
Το κίνημα έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή του τη 10ετία του 1830.
Περιπλάνηση
σε Ευρώπη και Αφρική
Τον
Μάιο του 1875, σε ένα καθοριστικό για το υπόλοιπο της ζωής του ταξίδι στο
Βέλγιο, ο Ρεμπώ ήρθε σε επαφή με έναν στρατολόγο του ολλανδικού αποικιακού
στρατού. Με βασικό κίνητρο τις οικονομικές απολαβές, δήλωσε συμμετοχή, ακολούθησε
τη βασική εκπαίδευση, μαζί με ~200 στρατιώτες, στην πλειοψηφία τους μισθοφόροι
και μετά από ένα πολυήμερο ταξίδι με ατμόπλοιο το τάγμα του προσάραξε στην
Μπατάβια (Τζακάρτα). Σελίγες μέρες, ο Ρεμπώ λιποτάκτησε και παρά την καταδίωξή
του από ένα απόσπασμα του ολλανδικού στρατού κατάφερε να ξεφύγει. Οι διηγήσεις
του ταιριάζουν σε μεγάλο βαθμό με τις ημερομηνίες του ημερολογίου καταστρώματος
του πλοίου, τόσο ώστε να θεωρείται πολύ πιθανό πως τελικά έφυγε από την Ιάβα με
αυτό, χρησιμοποιώντας το πλαστό όνομα Έντουϊν Χολμς και _τέλη 1875, επέστρεψε
στο σπίτι της μητέρας του. Αν και δεν είναι εξακριβωμένη η πορεία που
ακολούθησε κατά την επιστροφή του, ο φίλος του Ντελαέ ανέφερε σε ένα γράμμα αρχές
1877, πως ταξίδεψε ... από τις Βρυξέλλες στο Κορκ (Ιρλανδία), μέσω Ιάβας,
ύστερα στο Λίβερπουλ, τη Χάβρη, το Παρίσι, για να καταλήξει όπως πάντα στην
Πόλη του Καρόλου. Η περίοδος από τις αρχές του 1876 μέχρι την άνοιξη του 1877,
υπήρξε μάλλον απόλυτα αδρανής, καθώς ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά για τις
δραστηριότητές του.
Από
τα μέσα 1877, ξεκίνησε μία νέα περιπλάνηση με σταθμούς όπως η βόρεια Γερμανία,
η Βρέμη, το Αμβούργο, η Κοπεγχάγη, η Στοκχόλμη και πιθανά το Παρίσι και Δεκ-1878
προσελήφθη ως διερμηνέας για μία γαλλική κατασκευαστική εταιρεία με επιχειρηματική
δραστηριότητα στην Κύπρο , όπου ταξίδεψε και ανέλαβε τελικά επικεφαλής ενός
λατομείου στον Ποταμό, εργασία που εκτέλεσε με επιτυχία, σύμφωνα με τη
συστατική επιστολή που έλαβε από την εταιρεία την άνοιξη του 1879. Επέστρεψε
στην Κύπρο τέλη Απριλίου 1880 για να αναχωρήσει ξαφνικά από το νησί το
καλοκαίρι του ίδιου έτους. Η αλληλογραφία του, περιέχει αντιφατικές εξηγήσεις
σχετικά με τα αίτια της αναχώρησής του, ενώ θεωρείται πιθανό πως προκλήθηκε από
ένα «παράπτωμα» στο οποίο είχε υποπέσει. Ειδικότερα, σύμφωνα με μαρτυρία του
Ιταλού εμπόρου Οττορίνο Ρόζα (που είχε συνοδεύσει τον Ρεμπώ σε αποστολές), ο
λόγος της φυγής του ήταν ένα εργατικό ατύχημα, κατά το οποίο είχε σκοτώσει από
αμέλεια έναν ντόπιο εργάτη, πετώντας μία πέτρα.
Τo επόμενο διάστημα κατέφυγε στην Αφρική, περιπλανώμενος προς αναζήτηση εργασίας. Στο Άντεν της Υεμένης, προσελήφθη στο πρακτορείο του Αλφρέντ Μπαρντέ, από κάποιο μέλος του συνδέσμου εξαγωγέων καφέ, προκειμένου να επιβλέπει τη διαλογή και τη συσκευασία του και τέλη 1880, υπέγραψε νέο συμβόλαιο με σημαντικά αυξημένες αποδοχές, αυτή τη φορά για να εργαστεί σε εμπορευματικό σταθμό του Χαράρ. Παράλληλα οργάνωσε εξερευνητικές αποστολές και περιοδείες, με στόχο τη χαρτογράφηση άγνωστων περιοχών, στα πλαίσια των οποίων έφθασε μέχρι την περιοχή Ογκαντέν της Αιθιοπίας, το νοτιότερο σημείο που είχε επισκεφθεί ποτέ Ευρωπαίος και μία από τις μεγαλύτερες ανεξερεύνητες περιοχές του κόσμου εκείνη την εποχή. Μία λεπτομερής αναφορά του Ρεμπώ για το Ογκαντέν δημοσιεύτηκε αργότερα από τη Γαλλική Γεωγραφική Εταιρεία, αποτελώντας την πρώτη αξιόπιστη περιγραφή της περιοχής αλλά και το δεύτερο έργο που εξέδωσε ο ίδιος, μετά το Μια Εποχή στην Κόλαση. Όταν το εμπορικό πρακτορείο του Χαράρ έκλεισε, ο Ρεμπώ εγκαταστάθηκε εκ νέου στο Άντεν. Λίγους μήνες αργότερα διέκοψε τη συνεργασία του με τον Μπαρντέ, προκειμένου να συνεργαστεί με έναν άλλο Γάλλο έμπορο, στο εμπόριο όπλων!! Η αποστολή του στη Σόα και η συνεργασία του με τον βασιλιά Μενελίκ, αποδείχθηκε εξαιρετικά επικερδής, μετά το πέρας των οποίων έμεινε επτά εβδομάδες στο Κάιρο, αναρρώνοντας από τις κακουχίες και την επιβάρυνση της υγείας του. Από τα τέλη του 1888, το μεγαλύτερο % του ξένου εμπορίου στη νότια Αβησσυνία διεξαγόταν με επίκεντρο τον Ρεμπώ, ο οποίος είχε ανελιχθεί σε κορυφαίο επιχειρηματία και έμπορο της περιοχής, ικανό να διαμορφώνει τις τιμές σημαντικών εμπορευμάτων.
Θάνατος
Απρίλη
1891 ο Ρεμπώ εγκατέλειψε το Χαράρ με την υγεία του σε κακή κατάσταση και τη
δεξιά κνήμη του πρησμένη και στο νοσοκομείο του Άντεν διαγνώστηκε λανθασμένα
αρθροορογονίτιδα σε προχωρημένο στάδιο. Λίγο αργότερα μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο
της Μασσαλίας όπου οι ιατρικές αναφορές παραπέμπουν σε ένα είδος καρκίνου στα
οστά και _μία εβδομάδα αργότερα, οι γιατροί του νοσοκομείου ακρωτηρίασαν το
δεξί του πόδι. Ο Ρεμπώ παρέμεινε στο νοσοκομείο για τους επόμενους δύο μήνες
και στη συνέχεια επέστρεψε στο οικογενειακό αγρόκτημα της Ρος, όπου λάμβανε τη
φροντίδα της αδελφής του Ιζαμπέλ. 23-Αυγ αναχώρησε ξανά για τη Μασσαλία, καθώς
μία δεύτερη επέμβαση ήταν επιβεβλημένη, αλλά η κατάστασή του επιδεινώθηκε και
σύντομα παρέλυσε το αριστερό χέρι του κατά τα τρία τέταρτα.
Πέθανε 10-Νοε-1891 σε ηλικία τριάντα επτά ετών. Η σορός του μεταφέρθηκε στο Παρίσι και στη συνέχεια στη Σαρλβίλ. Στην επιτύμβια πλάκα του τάφου του αναγράφεται εκτός από το όνομα, την ηλικία του και την ημερομηνία θανάτου του, η φράση Priez pour lui _Προσευχηθείτε για αυτόν. Δέκα χρόνια αργότερα, στην πλατεία de la Gare της Σαρλβίλ στήθηκε μνημείο προς τιμή του, όπως και το 1984 στο Παρίσι, στην Πλας Ντε λ' Αρσενάλ. Στην πόλη της Σαρλβίλ λειτουργεί επίσης το Μουσείο Αρθούρου Ρεμπώ, το οποίο φιλοξενεί χειρόγραφα έργα του καθώς και προσωπικά αντικείμενα.
Έργο
Υπήρξε ένας από τους πρώτους μοντέρνους ποιητές που επιδίωξαν να εγκαταλείψουν τους περιορισμούς του κλασικού μέτρου, που κυριαρχούσε στη γαλλική ποίηση, προτείνοντας την κατάργηση του αλεξανδρινού στίχου και αφήνοντας τα "οράματά" του να διαμορφώσουν τις νέες ελεύθερες φόρμες που θα ακολουθούσε. Επιχείρησε να απαλλάξει την ποίησή από τους περιορισμούς της πραγματικότητας, συνδέοντας συχνά στον ποιητικό του λόγο αντίθετα ή απομακρυσμένα στοιχεία και χρησιμοποιώντας ελεύθερους συνειρμούς, στοιχεία που υπήρξαν αργότερα σημεία επαφής του με τον υπερρεαλισμό.
Το 1870 δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά ποιήματα του Ρεμπώ, με τη συγκατάθεσή του. Επρόκειτο για τα Les Étrennes des orphelins και Trois baisers (ή Première soirée) που παρουσιάστηκαν στα περιοδικά La Revue pour tous και La Charge αντίστοιχα. Το Μια εποχή στην κόλαση υπήρξε το μοναδικό του βιβλίο που εκδόθηκε κατόπιν επιθυμίας και ενεργειών του ίδιου, γραμμένο από τον Απρίλιο μέχρι τον Αύγουστο του 1873. Η εκτύπωση του χρηματοδοτήθηκε από τη μητέρα του και ολοκληρώθηκε περίπου στα τέλη Οκτωβρίου του ίδιου έτους, στο τυπογραφείο της επιχείρησης του Ζακ Πόουτ, στις Βρυξέλλες. Ο Ρεμπώ παρήγγειλε συνολικά 500 αντίτυπα, αριθμός ιδιαίτερα υψηλός για τα δεδομένα της εποχής, από τα οποία παρέλαβε ο ίδιος περίπου δέκα, υποσχόμενος να πληρώσει εν καιρώ για τα υπόλοιπα. Για αρκετά χρόνια, το ποσό που οφειλόταν δεν πληρώθηκε, με αποτέλεσμα τα λιγοστά αντίτυπα που είχε παραλάβει ο Ρεμπώ να αποτελούν τα μοναδικά που είχαν διαρρεύσει σε έναν πολύ περιορισμένο κύκλο. Σύμφωνα με έναν ισχυρισμό της αδελφής του, Ιζαμπέλ, τα υπόλοιπα αντίτυπα του βιβλίου κάηκαν από τον ίδιο τον Ρεμπώ, ωστόσο η ανακάλυψη των απλήρωτων αντιτύπων διαψεύδει αυτό το ενδεχόμενο.
Σημαντικό μέρος των ποιημάτων του δημοσιεύτηκε ενόσω ήταν εν ζωή, ωστόσο χωρίς να έχει δώσει ο ίδιος τη συγκατάθεσή του. Το έργο του ξεκίνησε να αναγνωρίζεται και να εκδίδεται την περίοδο που ο Ρεμπώ είχε ήδη εγκαταλείψει τη λογοτεχνία και ειδικότερα στο διάστημα της παραμονής του στην Αφρική. Από τον Νοέμβριο του 1886, ποιήματά του άρχισαν να εμφανίζονται σε περιοδικές εκδόσεις, ενώ για ένα διάστημα αποδόθηκαν στον Ρεμπώ και αρκετά πλαστά έργα. Οι Εκλάμψεις εκδόθηκαν για πρώτη φορά τον ίδιο χρόνο, στην επιθεώρηση La Vogue, χάρη σε ενέργειες του Βερλαίν και του Νουβώ. Δεν είναι γνωστό αν ο ίδιος επιθυμούσε τη δημοσίευσή τους, ούτε ακόμα αν τα ποιήματα που εκδόθηκαν συγκροτούσαν το πλήρες έργο, ωστόσο θεωρείται πως αυτά που περιέχονταν στη συλλογή είχαν γραφτεί πράγματι ως ένα ενιαίο σύνολο. Το 1892, επανεκδόθηκαν τα δύο κυριότερα έργα του, Μια Εποχή στην Κόλαση και Εκλάμψεις, ενώ το 1895 ακολούθησε η έκδοση της συλλογής Poésies Complètes που περιείχε ποιήματα του Ρεμπώ γραμμένα μέχρι το 1873. Σχεδόν το σύνολο του έργου του εκδόθηκε πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με λίγες εξαιρέσεις. Δεν είναι γνωστό αν ο Ρεμπώ προμηθεύτηκε κάποιες από τις εκδόσεις των έργων του αλλά βεβαιωμένα γνώριζε για την ολοένα μεγαλύτερη αναγνώρισή του, καθώς το 1885 έλαβε μία επιστολή από τον εκδότη του λογοτεχνικού περιοδικού La France moderne, ο οποίος ζητούσε τη συνεργασία του με το περιοδικό, χαρακτηρίζοντας τον Ρεμπώ "ηγέτη της σχολής της παρακμής".
Η σειρά με την οποία γράφτηκαν οι Εκλάμψεις και το Μια Εποχή στην Κόλαση αποτελεί αντικείμενο διαφωνιών, καθώς οι μελετητές του έργου του Ρεμπώ δεν έχουν καταλήξει αν τα ποιήματα των Εκλάμψεων, ή μέρος τους, ολοκληρώθηκαν μετά το Μια Εποχή στην Κόλαση. Τα πρώτα πεζά ποιήματα του Ρεμπώ χρονολογούνται το 1871-72, γεγονός που καθιστά, με μεγάλη πιθανότητα, τα πρώτα σχεδιάσματα για τις Εκλάμψεις προγενέστερα. Επιπλέον, το τελευταίο μέρος του Μια Εποχή στην Κόλαση, με τίτλο Αποχαιρετισμός (γαλλ. Adieu), ερμηνεύεται από ορισμένους μελετητές ως ο τελικός αποχαιρετισμός του συγγραφέα στην ίδια την ποίηση. Σύμφωνα ωστόσο με το εισαγωγικό σημείωμα του Πωλ Βερλαίν για την πρώτη έκδοσή τους του 1886, οι Εκλάμψεις γράφτηκαν την περίοδο 1873-75, κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του Ρεμπώ στο Βέλγιο, την Αγγλία και τη Γερμανία. Επιπλέον, γραφολογική μελέτη των χειρογράφων από τον Ανρί ντε Μπουγιάν ντε Λακόστ, έδειξε ότι τμήμα των Εκλάμψεων φέρει τον γραφικό χαρακτήρα του ποιητή Ζερμαίν Νουβώ, με τον οποίο όμως έζησε ο Ρεμπώ μετά το 1874.[38] Αν και γενικά υπάρχει συμφωνία πως τα χειρόγραφα των Εκλάμψεων είναι μεταγενέστερα, δεν είναι από όλους παραδεκτό πως πράγματι η σύνθεσή τους χρονολογείται επίσης μετά το Μια Εποχή στην Κόλαση. Από την άλλη πλευρά, δεν θεωρείται πιθανό πως ο Ρεμπώ θα αφιέρωνε χρόνο στην αντιγραφή και πιθανά στη βελτίωση των ποιημάτων, ενώ είχε ήδη εγκαταλείψει την ποίηση.
![]() |
| Paul Verlaine - Τα ταξίδια διευρύνουν το μυαλό |
Επίδραση
Μέχρι
τον θάνατό του, ο Ρεμπώ ήταν γνωστός σε έναν περιορισμένο λογοτεχνικό κύκλο της
αβάν-γκαρντ. Αρκετοί ποιητές του 20ού αιώνα επηρεάστηκαν από το έργο του, και
ειδικότερα από την ελεύθερη φόρμα της ποίησής του, σε τέτοιο βαθμό ώστε να
θεωρείται ένας από τους «πατέρες» του μοντερνισμού. Σημαντική επιρροή άσκησε
στους Γάλλους υπερρεαλιστές, με τον Αντρέ Μπρετόν να τον ονομάζει «σουρρεαλιστή
στην πρακτική της ζωής και αλλού»,[39] ενώ συχνά αναφέρεται και ως επιρροή των
συγγραφέων της μπητ γενιάς. Ο Αμερικανός συγγραφέας Χένρυ Μίλλερ, εξέφρασε τον
δικό του θαυμασμό για το έργο και την προσωπικότητα του Ρεμπώ, στο βιβλίο του Ο
Καιρός των Δολοφόνων (1956). Τόσο το λογοτεχνικό του έργο, όσο και και η περιπετειώδης
ζωή του, διαμόρφωσαν την εικόνα ενός επαναστατικού καλλιτέχνη ή όπως τον
αποκάλεσε ο Αλμπέρ Καμύ, ενός «ποιητή της εξέγερσης», αποτελώντας είδωλο των
φοιτητών του Μάη του '68, διανοούμενων μουσικών ή ακόμα του κινήματος των
ομοφυλόφιλων, εισάγοντας τα ρομαντικά ιδεώδη στον 20ο αιώνα.
Η ποίηση και σεξουαλική αντισυμβατικότητα του Ρεμπώ ενέπνευσαν διάσημους καλλιτέχνες όπως ο Τζιμ Μόρισον, ο Μπομπ Ντίλαν, ο Τζον Λένον και η Πάτι Σμιθ. Η σχέση Ρεμπώ και Βερλέν μεταφέρθηκε το 1995 στη μεγάλη οθόνη με την ταινία Καταραμένη σχέση (Total eclipse), σε σκηνοθεσία Ανιέσκα Χόλαντ και πρωταγωνιστή τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο. Στη μουσική, ο Μπέντζαμιν Μπρίτεν μελοποίησε τμήμα των Εκλάμψεων (έργο 18, 1939) σε ένα σύνολο τραγουδιών για σοπράνο ή τενόρο. Στον ελληνικό χώρο, ο Γιώργος Καρράς μαζί με τον Γιάννη Αγγελάκα και άλλους μουσικούς, μελοποίησαν το ποίημα Μια Εποχή Στην Κόλαση στον δίσκο τους Υπέροχο Τίποτα, ενώ ο Θάνος Μικρούτσικος ολοκλήρωσε το 1987 την όπερα «Μια εποχή στην κόλαση» όπου απαγγέλλει ο Γιώργος Κιμούλης με έντονα στοιχεία δραματικότητας, λυρικότητας και σαρκασμού. To 2015 εκδόθηκε από τον Γαβριηλίδη το θεατρικό με τίτλο "Σαρλβίλ" του συγγραφέα Αχιλλέα Κούμπου με αφορμή τη ζωή του Ρεμπώ. Το κείμενο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης τον Μάιο του 2014.
Εργογραφία· Μια εποχή στην κόλαση (Une Saison en Enfer, 1873)
· Εκλάμψεις (Les Illuminations, 1873-75)
·
Poésies complètes (1895)
Στη διάρκεια
της ζωής του Ρεμπώ δημοσιεύτηκαν με την άδειά του, τα ποιήματα Μια Εποχή στην Κόλαση (1873), Les Étrennes des orphelins (1870) και Trois baisers (ή Première
soirée) (1870). Κυκλοφορούν
στα Ελληνικά …
Εν αγνοία του, δημοσιεύτηκαν επίσης τα ποιήματα:
- · Les Corbeaux (1872)
- · PetitesPauvres (ή LesEffarés) (1878, 1883)
- · LesAssis (1883)
- · LeBateauIvre (1883)
- · LesChercheusesdepoux (1883)
- · Oraison de soir (1883)
- · Voyelles (1883)
- · Les Premières communions (1886)
- · Le Buffet (1888)
- · Le Dormeur du val (1888)
- · Le Coeur du pitre (1888)
- · A la musique (1889)
- · Ma Bohème (1889)
- · Le Mal (1889)
- · Sensation (1889)
- · Au Cabaret vert (1890)
- · Paris se repeuple (1890)
- · Bal de pendus (1891)
- · Vénus anadyomène (1891)
- · Le Reliquaire, (1891)
- • Τα Κοράκια (1872)
- • Μικρές Φτωχές Κυρίες (Οι Τρομοκρατημένες) (1878, 1883)
- • Οι Καθιστές (1883)
- • Η Μεθυσμένη Βάρκα (1883)
- • Οι Ψείρες (1883)
- • Βραδινή Προσευχή (1883)
- • Φωνήεντα (1883)
- • Πρώτες Κοινωνίες (1886)
- • Ο Μπουφές (1888)
- • Ο Κοιμώμενος στην Κοιλάδα (1888)
- • Η Καρδιά του Κλόουν (1888)
- • Στη Μουσική (1889)
- • Η Μποέμικη Ζωή μου (1889)
- • Κακό (1889)
- • Αίσθηση (1889)
- • Στο Πράσινο Καμπαρέ (1890)
- • Το Παρίσι Ξανακατοικεί (1890)
- • Χορός των Κρεμασμένων (1891)
- • Αφροδίτη Αναδυόμενη (1891)
- • Η Λειψανοθήκη, (1891)














Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ℹ️ Η αντιγραφή και χρήση (αναδημοσίευση κλπ) αναρτήσεων στο σύνολό τους ή αποσπασματικά είναι ελεύθερη, με απλή αναφορά στην πηγή
ℹ️ Οι περισσότερες εικόνες που αναπαράγονται σε αυτόν τον ιστότοπο είναι πρωτότυπες ή μακέτες δικές μας.
Κάποιες που προέρχονται από το διαδίκτυο, αν δεν αναφέρεται κάτι συγκεκριμένο τις θεωρούμε δημόσιες χωρίς «δικαιώματα» ©®®
Αν υπάρχει πηγή την αναφέρουμε πάντα
Τυχόν «ιδιοκτήτες» φωτογραφιών ή θεμάτων μπορούν ανά πάσα στιγμή να επικοινωνήσουν μαζί μας για διευκρινήσεις με e-mail.
ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΥ
🔻 Είμαστε ανοιχτοί σε όλα τα σχόλια που προσπαθούν να προσθέσουν κάτι στην πολιτική συζήτηση.
Αν σχολιάζετε σαν «Ανώνυμος» καλό είναι να χρησιμοποιείτε ένα διακριτικό όνομα, ψευδώνυμο, ή αρχικά
🔳 ΘΑ ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ:
Α) που δεν σέβονται την ταυτότητα και τον ιδεολογικό προσανατολισμό του blog
Β) με υβριστικό περιεχόμενο ή εμφανώς ερειστική διάθεση
Γ) εκτός θέματος ανάρτησης
Δ) με ασυνόδευτα link (spamming)
Παρακαλούμε τα σχόλια σας στα Ελληνικά - όχι "Greeklings"