Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βισκόντι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βισκόντι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

30 Ιουνίου 2023

Ο φασισμός – ναζισμός της “Νύχτας των Μεγάλων Μαχαιριών”

1934 _σαν σήμερα:
Ξεκινά στη Γερμανία το αιματηρό τριήμερο που έμεινε γνωστό στην Ιστορία ως “η Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών” και άνοιξε το δρόμο του Χίτλερ προς την απόλυτη εξουσία. Ο ηγέτης του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, διατάζει τις δολοφονίες εκατοντάδων μελών του ίδιου του κόμματος του, ισχυριζόμενος ότι επρόκειτο να λάβουν μέρος σε πραξικόπημα εναντίον του, δήθεν προγραμματισμένου από τον Ερνστ Ρεμ, αρχηγό των Ταγμάτων Εφόδου (SA). Ο συνολικός αριθμός των θυμάτων δε δημοσιεύθηκε. Ο νέος αρχηγός των SA, Βίκτορ Λούτσε, είπε αργότερα ότι εκτελέσθηκαν 81 άτομα. Σήμερα υπολογίζεται ότι στις τρεις ημέρες δολοφονήθηκαν ~200.

Τη νύχτα 29-30 Ιουνίου 1934, τα SS του Heinrich Himmler εισέβαλαν αρχικά σε ένα ξενοδοχείο στο Bad Wiessee της Βαυαρίας, όπου βρίσκεται σε εξέλιξη μια συνάντηση των SA (Ssault Squads), της ένοπλης πολιτοφυλακής του Εθνικοσοσιαλιστικού (μετέπειτα Ναζιστικού) Κόμματος, που υποστήριξε και βοήθησε τον Χίτλερ για την άνοδό του.

Sturmabteilung (Στούρμαμπταϊλουνγκ, Ες-Α = Τάγματα Εφόδου) παραστρατιωτική οργάνωση προσκείμενη αρχικά στο Γερμανικό Εργατικό Κόμμα (DAP) και στη συνέχεια στη μετεξέλιξή του, στο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Χίτλερ. Δολοφονήθηκαν επίσης κι άλλοι που δεν είχαν σχέση με την SA, μαζί με διάφορους αντίπαλοι του Χίτλερ.


Είναι η αρχή μιας σφαγής που αιματοκύλησε τη Γερμανία για τρεις μέρες, η οποία έμεινε στην ιστορία με το όνομα Nacht der langen Messer _"Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών"

Στο τέλος θα σκοτωθούν πάνω από 200 και θα συλληφθούν περισσότεροι από 1000. Μεταξύ αυτών και ο επικεφαλής της SA Ernst Röhm, ο οποίος αργότερα σκοτώθηκε στη φυλακή. Τα σχέδια του Röhm, που θεωρήθηκαν ανατρεπτικά, εξαπέλυσαν την οργή του Χίτλερ. Ο Βαυαρός διοικητής, φίλος και συνεργάτης του Φύρερ αρχικά, εξέφρασε την ιδέα να γίνει το SA η βάση ενός νέου στρατού και να τεθεί επικεφαλής του Υπουργείου Άμυνας. Μια ιδέα που οι άλλες τάξεις του στρατού απορρίπτουν σθεναρά.


Το 1934 η Γερμανία βρίσκεται σε μια ιδιαίτερα “λεπτή” στιγμή. Ο πρόεδρος φον Χίντενμπουργκ πεθαίνει και ο Χίτλερ σκέφτεται να ενοποιήσει τα γραφεία του προέδρου και του καγκελαρίου. Είναι κατάφωρη παραβίαση του συντάγματος της Βαϊμάρης και απαιτείται στρατιωτική υποστήριξη για μια τέτοια επιβολή. Μιας “Βαϊ­μά­ρης” _λένε οι αστοί και οι οπορτουνιστές, , απο­κρύ­πτο­ντας επι­με­λώς τα ιστο­ρι­κά γε­γο­νό­τα της λε­γό­με­νης Novemberrevolution, που ξε­κί­νη­σε Νο­έμ­βριο του 1918 –ένα χρόνο μετά τη Με­γά­λη Οκτω­βρια­νή Σο­σια­λι­στι­κή Επα­νά­στα­ση και τον Αύ­γου­στο του 1919 εκ­φυ­λί­στη­κε ως Δη­μο­κρα­τία της Βαϊ­μά­ρης –αφού έπνι­ξε στο αίμα τους Σπαρτα­κι­στές, την επα­να­στα­τι­κή εμπρο­σθο­φυ­λα­κή της ερ­γα­τι­κής τάξης, με αιχμή δό­ρα­τος τη δεξιά σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία, που στην υπη­ρε­σία σω­τη­ρί­ας του κα­πι­τα­λι­στι­κού συ­στή­μα­τος, δο­λο­φόνη­σε τη Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ και τον Καρλ Λί­μπ­κνε­χτ. Οι στρατηγοί, που με τη συναίνεσή τους επέτρεψαν στον Φύρερ να έρθει στην εξουσία, εξακολουθούν να έχουν τη δύναμη –θεωρητικά να τον συντρίψουν. Ο Χίτλερ τάχθηκε αμέσως στο πλευρό του στρατού ενάντια στον ευσεβή πόθο του Röhm. Ο Χίτλερ πιθανότατα είχε ήδη αποφασίσει πριν καιρό να αφήσει τις ομάδες επίθεσης να φύγουν από την πολιτική σκηνή και άδραξε την ευκαιρία της συνεδρίασης της SA για να διευθετήσει το αποτέλεσμα.

Το κομμουνιστικό κόμμα Γερμανίας
απέναντι στην άνοδο του χιτλερισμού

Το ΚΚΓ και οι μαζικές του οργανώσεις στις αρχές της δεκαετίας του 1930 είχαν περίπου ένα εκατομμύριο μέλη και είχε πάρει πάνω από έξι εκατομμύρια ψήφους. Από τη 10ετία του 1920, με την προοπτική μιας προλεταριακής επανάστασης, είχε αναπτύξει μια εντυπωσιακή πολιτικο-στρατιωτική οργάνωση που την διεύθυνε ο «Στρατιωτικός Μηχανισμός», έχοντας τις αρμοδιότητες Γενικού Επιτελείου, Υπηρεσίας Ασφαλείας και Πληροφοριών.

Η μυστική αυτή οργάνωση είχε στενές σχέσεις με τις υπηρεσίες ασφαλείας του σοβιετικού κράτους (GPU και μετά τη NKVD) και με τον παράνομο μηχανισμό της Κομμουνιστικής Διεθνούς και ακριβέστερα το λεγόμενο «West Büro» («Δυτικό Γραφείο») που διεύθυνε ο Γκ. Ντιμιτρόφ.

Η βάση του πολιτικο-στρατιωτικού κομμουνιστικού μηχανισμού ήταν μια μαζική ένοπλη οργάνωση: Η Ενωση των μαχητών του Κόκκινου Αγωνιστικού Μετώπου (RFB: Rotfront Kampferbund). Αυτή η οργάνωση (και η οργάνωση της Κόκκινης Νεολαίας), η οποία είχε πάνω από 100.000 μέλη, εκπαίδευε στρατιωτικά τα μέλη της, εξασφάλιζε την προστασία των διαδηλώσεων και των δυναμικών απεργιών, εμπόδιζε δυναμικά τους δικαστικούς κλητήρες να κάνουν εξώσεις εργατικών οικογενειών, συγκρουόταν στο δρόμο με τους ναζί. Η Κόκκινη Νεολαία απαγορεύτηκε το 1929 και δρούσε στη συνέχεια ως «Ενωση του Αγώνα κατά του φασισμού», γνωστή και ως «Ενωση Αντιφά», έχοντας περίπου 250.000 οπαδούς.

Ανάμεσα στα 1928 και 1933 οι S.A.1 πολλαπλασίασαν στις λαϊκές γειτονιές τις βάσεις τους, τις οποίες χρησιμοποιούσαν ταυτόχρονα και ως τόπους συναθροίσεων, κέντρα προπαγάνδας και οινοπωλεία. Το ΚΚ Γερμανίας αποφάσισε με μια επίθεση να εξαφανίσει αυτούς τους χώρους και εξαπέλυσε εναντίον τους τις ομάδες εφόδου της «Ενωσης Αντιφά». Από το Δεκέμβρη του 1930 ως το Δεκέμβρη του 1931 αυτή η επίθεση είχε ως αποτέλεσμα 79 νεκρούς ναζί και 103 νεκρούς μεταξύ των κομμουνιστών. Από τους κομμουνιστές, οι 51 είχαν σκοτωθεί από τους ναζί και σχεδόν όλοι οι άλλοι από την αστυνομία της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης η οποία στο όνομα της διατήρησης της τάξης και της νομιμότητας έτρεχε να βοηθήσει τα ναζιστικά κέντρα. Η επίθεση εναντίον αυτών των κέντρων των S.A. σταμάτησε ώστε να αποφευχθεί η απαγόρευση του ΚΚ Γερμανίας μετά από την απαγόρευση του Κόκκινου Αγωνιστικού Μετώπου.2

Δεν έχουν τέλος τα δημοσιεύματα ότι το ΚΚ Γερμανίας με τον ακραίο του αγώνα ενάντια στους σοσιαλδημοκράτες έστρωσε το δρόμο στον Χίτλερ. Η κομμουνιστική ηγεσία θεωρούσε ότι ο αντιφασιστικός αγώνας περνούσε μέσα από την εξάλειψη της σοσιαλδημοκρατικής επιρροής στο προλεταριάτο, γιατί η επιρροή αυτή το απομάκρυνε από έναν πραγματικά αντιφασιστικό και αντικαπιταλιστικό αγώνα. Η ανάλυση αυτή είχε δύο προϋποθέσεις: Η πρώτη -λαθεμένη- ήταν η πολύ διαδεδομένη ιδέα την εποχή εκείνη ότι το ναζιστικό κίνημα δε θα μπορούσε να αντέξει στη δοκιμασία της εξουσίας και ότι θα διαλυόταν λόγω της ταυτόχρονης εργατικής αντίδρασης και των εσωτερικών του αντιθέσεων.3

Η δεύτερη προϋπόθεση όμως της ανάλυσης του ΚΚΓ ήταν σωστή: Στη σοσιαλδημοκρατία έλειπε ολοκληρωτικά η θέληση να αντιμετωπιστεί ο χιτλερισμός. Η νομιμοφροσύνη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) το οδηγούσε να μάχεται κατά των κομμουνιστών παρά εναντίον των ναζί.
Ηταν ο διευθυντής της αστυνομίας (της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης της Πρωσίας), ο Τσοργκιεβέλ, ο οποίος διέταξε να πυροβοληθεί η διαδήλωση των κομμουνιστών την Πρωτομαγιά του 1929 στο Βερολίνο, σκοτώνοντας 33 διαδηλωτές.
Στη συνέχεια ήταν ο Πρώσος σοσιαλδημοκράτης υπουργός Εσωτερικών, ο Σέβερινγκ, ο οποίος απαγόρευσε το Κόκκινο Αγωνιστικό Μέτωπο. Τον επόμενο χρόνο οι σοσιαλδημοκράτες επέτρεψαν την υιοθέτηση του βαθιά κατασταλτικού «νόμου για την προστασία της Δημοκρατίας».

Οι κομμουνιστές δήμαρχοι δε νομιμοποιούνταν πλέον στα καθήκοντά τους και η αστυνομία έκλεισε τα γραφεία του ΚΚ Γερμανίας. Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα ψήφισε το άρθρο 48 -το οποίο θα έδινε απόλυτες εξουσίες στον Χίτλερ- και πρωτοστάτησε στην επανεκλογή το 1932 του στρατάρχη Χίντεμπουργκ ο οποίος ονόμασε τον Χίτλερ καγκελάριο (πρωθυπουργό) λίγους μήνες αργότερα.

Την ίδια πολιτική ακολούθησαν οι σοσιαλδημοκράτες και στη Γενική Συνομοσπονδία Γερμανικών Συνδικάτων ADGB, της οποίας η σοσιαλδημοκρατική ηγεσία πραγματοποίησε μαζικούς αποκλεισμούς κομμουνιστών από τα συνδικάτα.

Στις 17 Ιούλη του 1932 στην Αλτόνα, εργατική συνοικία του Αμβούργου, τα πολυβόλα της αστυνομίας που διοικούσε ο σοσιαλδημοκράτης Εγκερσταντ προσέτρεξαν σε βοήθεια μιας ναζιστικής διαδήλωσης που απειλούνταν από μια κομμουνιστική διαδήλωση. Το αποτέλεσμα ήταν να σκοτωθούν 17 κομμουνιστές διαδηλωτές.

Τα γεγονότα αυτά έδιναν εξαιρετική βαρύτητα στην ανάλυση που είχε κάνει ο Στάλιν το 1924, σύμφωνα με την οποία «η σοσιαλδημοκρατία είναι αντικειμενικά η μετριοπαθής πτέρυγα του φασισμού […] οι δύο αυτές οργανώσεις δεν αποκλείουν η μια την άλλη, αντίθετα, συμπληρώνουν η μια την άλλη»4.

Συνοψίζοντας, η ηγεσία του ΚΚΓ απέρριπτε την ιδέα του αγώνα αποκλειστικά εναντίον των ναζί και θεωρούσε ότι η ιδέα μιας συμμαχίας «στην κορυφή» μεταξύ του ΚΚΓ και του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας ήταν μια δεξιά παρέκκλιση. Η γραμμή του ΚΚΓ, η οποία προέβλεπε αγώνα σε δύο μέτωπα, ταλαντευόταν μόνιμα γύρω από μια κεντρική αρχή, αυτή του «ενιαίου μετώπου στη βάση».

Η αρχή αυτή συνοψιζόταν στην ένωση με τους σοσιαλδημοκράτες εργάτες στα εργοστάσια και τις συνοικίες, με ταυτόχρονο αγώνα κατά των σοσιαλδημοκρατικών ηγεσιών και οργανώσεων. Η πραγματοποίηση αυτής της πολιτικής ήταν δύσκολη. Το ΚΚΓ, ό,τι κι αν έκανε, εξυπηρετούσε «αντικειμενικά» είτε τους σοσιαλδημοκράτες είτε τους ναζί. Αυτοί οι τελευταίοι εκπροσωπούσαν την πιο μαύρη αντίδραση, αλλά το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα ήταν απείρως πιο δυνατό, κυρίως όμως ήταν στην εξουσία. Ηταν οι διαχειριστές του γερμανικού καπιταλισμού.

Ζητήματα όπως η συμμετοχή σε ένα δημοψήφισμα -που προωθούσαν οι ναζί- εναντίον της κυβέρνησης του κράτους της Πρωσίας, εύκολο να κριθούν εκ των υστέρων, αποτελούσαν την εποχή εκείνη προβλήματα πολύ περίπλοκα και τόσο φορτισμένα με κινδύνους, που οδηγούσαν σε τρομερές συγκρούσεις στους κόλπους της ηγεσίας του ΚΚΓ.5

Το Γενάρη του 1933 οι ναζί παίρνουν την εξουσία. Οι κομμουνιστές αντιδρούν σε πολλές μεγάλες πόλεις με απεργίες και διαδηλώσεις που αντιμετωπίστηκαν με αγριότητα.

Το Φλεβάρη η αστυνομία εισέβαλε στην έδρα του ΚΚ Γερμανίας, στο «Σπίτι του Καρλ Λίμπκνεχτ» και έθεσε το κόμμα εκτός νόμου.

Μόνο τη νύχτα της 27 προς 28 Φλεβάρη μετά από τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ, πιάστηκαν 10.000 κομμουνιστές, ανάμεσά τους ο μεγαλύτερος αριθμός μελών της Κεντρικής Επιτροπής και τα δύο τρίτα των μεσαίων στελεχών. Λίγες εβδομάδες αργότερα θα φτάσουν τους 20.000. Εξήντα στρατόπεδα, τριάντα ειδικά τμήματα στις κρατικές φυλακές, εξήντα κέντρα κράτησης άνοιξαν για να υποδεχτούν όλους αυτούς. Σε κάθε συνοικία, σε κάθε κοινότητα, οι μικροί τοπικοί ναζί ηγέτες διαμόρφωσαν τη δική τους φυλακή, το δικό τους ιδιωτικό κέντρο ατομικών βασανιστηρίων, μέσα σε υπόγεια ή σε εγκαταλελειμμένα εργοστάσια. Το χάος και οι καταχρήσεις ήταν τέτοια -500 ως 600 άτομα δολοφονήθηκαν ή βασανίστηκαν μέχρι θανάτου, οικογένειες ληστεύτηκαν, δημόσιοι υπάλληλοι που αρνήθηκαν να συμμετάσχουν σε αυτές τις αθλιότητες συνελήφθησαν, ξυλοκοπήθηκαν, εξευτελίστηκαν και υπέστησαν διάφορες άλλες ταπεινώσεις- ώστε έγιναν αντικείμενο του αγώνα επιρροών μεταξύ των ναζί.

Τον Απρίλη τα S.A. όφειλαν να παραδώσουν τους κρατουμένους τους στα Ες-Ες, τα οποία ανέπτυξαν σε όλη τη Γερμανία ένα δίκτυο στρατοπέδων συγκέντρωσης έχοντας ως μοντέλο το Νταχάου. Στα στρατόπεδα αυτά εφαρμοζόταν ο τρόμος με μεθοδικό και μελετημένο τρόπο…

Τον Ιούνη τα Ες-Ες εγκαινιάζουν την πρακτική να κρεμούν τους απείθαρχους κρατουμένους στο χώρο συγκέντρωσης μπροστά σε όλους τους κρατουμένους, που όφειλαν να είναι σε στάση προσοχής. Το πρώτο θύμα αυτής της πρακτικής ήταν ο κομμουνιστής εργάτης Εμίλ Μπαργκάτζκι.

Παρά το κύμα των συλλήψεων -ο Ερνεστ Τέλμαν, Γενικός Γραμματέας του ΚΚΓ πιάστηκε στις 3 Μάρτη στο Βερολίνο σε ένα παράνομο διαμέρισμα του Κόμματος- οι κομμουνιστές συνέχισαν να συγκρούονται ανοιχτά με τους S.A., οι οποίοι επωφελούνταν της ιδιότητάς τους ως βοηθητικών αστυνομικών.

Η εφημερίδα της Λοζάνης «Gazette de Lausan» στις 2 Μάρτη έγραφε: «Μόνο οι κομμουνιστές αντιστέκονται […] φυσικά ο αγώνας είναι άνισος, έχουν εναντίον τους όλες τις δυνάμεις του κράτους. Αλλά την έλλειψη μεγάλου αριθμού αναπληρώνουν το πάθος, ο φανατισμός: Μάχονται “δρόμο με δρόμο”».

Σ’ ένα μήνα, σύμφωνα με επίσημες στατιστικές, υπήρξαν 62 νεκροί στις μάχες στους δρόμους, ανάμεσα στους οποίους 29 κομμουνιστές, 14 ναζί και 8 σοσιαλιστές.6
Τα νούμερα αυτά είναι πολύ κατώτερα από την πραγματικότητα. Αρκεί να διαβάσει κανείς τις σελίδες του Ριχάρδου Κρεμπς, με το ψευδώνυμο Ζαν Βαλτέν, αφιερωμένες στις μάχες του δρόμου στο Αμβούργο, για να καταλάβει την ακραία βιαιότητα των συγκρούσεων.7

Καθώς γινόταν αντιληπτό κάθε μέρα ότι το ΚΚΓ έχανε, αποφάσισε να προετοιμαστεί για παράνομη δράση μεγάλης διάρκειας. Είναι αυτήν τη στιγμή που πολλά μέλη ή οπαδοί του Κόμματος, δοκιμασμένοι και ταυτόχρονα ελάχιστα γνωστοί, δέχτηκαν την υπόδειξη να υποκριθούν ότι προσχωρούν στο ναζιστικό κόμμα και να προωθήσουν δουλειά υπονομευτική και απόσπασης πληροφοριών.

Με την άνοδο των ναζί στην εξουσία, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα με τη συμπεριφορά του επιβεβαίωνε την ανάλυση του Κόμματος, προτιμώντας τη συνεννόηση από τη σύγκρουση. Έτσι οι σοσιαλδημοκράτες αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στη γενική αντιχιτλερική απεργία την επομένη του χτυπήματος στο Ράιχσταγκ. Επρόκειτο για απόφαση θεμελιώδη, γιατί στο προλεταριάτο πίστευαν ότι η γενική απεργία μπορούσε να αντιμετωπίσει αποφασιστικά το δυναμικό χτύπημα των ναζί, όπως είχε αντιμετωπίσει το πραξικόπημα του ΚΑΠ το Μάρτη του 1920.
Από το Ημερολόγιο του Γκέμπελς φαίνεται ότι οι ναζί φοβούνταν αυτήν τη γενική απεργία περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο. Η πρώτη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου του Χίτλερ ασχολήθηκε αποκλειστικά με την πιθανότητα αυτή. Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας στάθηκε ανίκανο να εμποδίσει τους βουλευτές της Δεξιάς να παραχωρήσουν στον Χίτλερ το πλεονέκτημα του άρθρου 48.

Οι βουλευτές του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και του Κομμουνιστικού Κόμματος είχαν την πλειοψηφία, αλλά οι βουλευτές του Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν ήδη καταδιωκόμενοι, είχαν συλληφθεί, βασανιστεί σύμφωνα με τους καταλόγους της Αστυνομίας που είχαν ετοιμάσει οι σοσιαλδημοκράτες νομάρχες, ενώ οι βουλευτές του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος συνέχιζαν τις κοινοβουλευτικές συζητήσεις. Για ν’ αποφύγει την κριτική των ναζί ότι είναι «κόμμα από το εξωτερικό», το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας αποχώρησε από τη Σοσιαλιστική Διεθνή και, μάλιστα, το Μάη του 1933 ενέκρινε το πρόγραμμα της εξωτερικής πολιτικής των ναζί.8
Αν και πολλοί σοσιαλδημοκράτες ηγέτες οδηγήθηκαν στα στρατόπεδα ή στην εξορία, πολλοί άλλοι συνεργάστηκαν με τους ναζί ή παρέμειναν στις κρατικές θέσεις τους χωρίς να ενοχληθούν καθόλου.
Για παράδειγμα, ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός Σέβερινγκ αποχώρησε από την πολιτική, αλλά παρέμεινε στη Γερμανία, δεχόμενος τη σύνταξη που του κατέβαλε το νέο καθεστώς. Ίδια ήταν η περίπτωση του σοσιαλδημοκράτη ηγέτη Νόσκε που είχε διευθύνει τη συντριβή των Σπαρτακιστών και τη σφαγή της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ.

Η ηγεσία των Σοσιαλδημοκρατών του Βίρτεμπεργκ αποφάσισε την αυτοδιάλυση του κόμματος και κάλεσε τις κοινότητες που διοικούνταν από το ΣΚΓ να «υποστηρίξουν τη Νέα Τάξη και την Εθνική Επανάσταση».

Όταν το τμήμα της εργατικής Σοσιαλιστικής Νεολαίας του Βερολίνου οργάνωσε παράνομη δράση κι έκρυψε τα χρήματα της οργάνωσης από τους ναζί, ο ηγέτης της απαίτησε να σταματήσουν «αυτές τις παράνομες εξυπνάδες».

Στην περιφέρεια του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου τα ένοπλα τμήματα (Σιδηρούν Μέτωπο) της υπηρεσίας τάξης του ΣΚΓ, που αριθμούσαν 160.000 μέλη, δέχτηκαν την παρακάτω εγκύκλιο:

Μας μένουν τρεις δυνατότητες:

·       Η χρησιμοποίηση των βίαιων μεθόδων των κομμουνιστών. Αλλά είναι καθαρό στον κάθε σύντροφό μας ότι οι μέθοδοι αυτές είναι εγκληματικές και πρέπει να εγκαταλειφθούν.

·       Η αποχή.

·       Η επιδίωξη μιας συνεργασίας στο πλαίσιο της καθημερινής ζωής.

Χρόνια τώρα κρατάμε στην καρδιά μας την πίστη στη Γερμανία. Να γιατί διεκδικούμε τη θέση μας στη νέα ζωή του γερμανικού κράτους και θα εργαστούμε για εκείνο που η Γερμανία περιμένει από εμάς, δηλαδή το καθήκον μας.
Η διευθύνουσα επιτροπή διαπραγματεύεται με τις αρμόδιες υπηρεσίες σχετικά με τη δραστηριότητα της Ενωσής  μας. Τα παρακάτω σημεία είναι θεμελιώδη: Καλλιέργεια της φιλίας. Βοήθεια στους παλαιούς πολεμιστές. Μόρφωση της νεολαίας. Στρατιωτική προετοιμασία. Προσφορά εθελοντικής εργασίας.

Όλες οι μαρτυρίες βεβαιώνουν από τη μια την κομμουνιστική αντίσταση και από την άλλη τη σύγχυση των σοσιαλδημοκρατών μέσα από άρθρα στον Τύπο, όπως: «Η συμπεριφορά των κομμουνιστών μπροστά στους αιμοσταγείς δικαστές τους είναι άψογη και παραδειγματική, που δίνει την εντύπωση ότι αυτοί μόνον είχαν δεχτεί την εντολή να διατηρήσουν την Αντίσταση»9. Ή οι αναφορές των μυστικών υπηρεσιών: «Διαπιστώνουμε πάνω απ’ όλα ότι κανένας ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος δεν υποτάχθηκε μπροστά στην Εθνική Επανάσταση10. Oλοι τους είναι στη φυλακή ή διαφεύγουν ή κρύβονται. Είναι κυρίως οι κομμουνιστές που γεμίζουν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης […] Κάποιοι έχουν φύγει στο εξωτερικό […] Η δυσκολία στην οποία βρίσκονται τα στελέχη που παρέμειναν στις θέσεις τους, να κρύβονται και να δρουν παράνομα, περιορίζει τη δράση τους πάρα πολύ και είναι αμφίβολο αν η δράση τους αυτή θα μπορέσει να παραταθεί για πολύ απέναντι στις έρευνες μιας αστυνομίας η οποία έχει αναπτυχθεί πολύ […] Εάν οι κομμουνιστές, οι οποίοι το επαναλαμβάνουμε έδειξαν ένα θάρρος αδιαμφισβήτητο, υψηλού βαθμού ως τον τελευταίο Μάρτη, είναι ακόμα εδώ, εύκολα μπορεί να φανταστεί κανένας μέχρι πού έφτασαν οι σοσιαλιστές […] Δεν είχαν παρά να υποταχθούν ή να φύγουν όπως οι Μπράουν, Γκρεζίνσκι, Μπρειτσχέιντ, Ντίτμαν, Κίσπρεϊν, Νόσκε, Μπέργκεμαν, εκτός και αν πρόσφεραν στο νέο καθεστώς μια λίγο ή πολύ κρυφή προσχώρηση όπως οι Λέιπαρτ, Γκράσμαν, Ταρνόβ, Βελς, Στάμπφερ, Χίλφερντιγκ»11.

Η συνδικαλιστική ηγεσία των σοσιαλδημοκρατών υπέκυψε πολύ γρήγορα στους ναζί: Ο πρόεδρός της έγραψε στον Χίτλερ για να τον ενημερώσει ότι η Γενική Συνομοσπονδία Γερμανικών Συνδικάτων (ADGB) είχε διακόψει τις σχέσεις της με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας. Στις 20 του Μάρτη η ADGB δημοσιεύει ένα καταθλιπτικό μανιφέστο:
«Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις είναι η έκφραση μιας αδιαμφισβήτητης κοινωνικής ανάγκης, ένα απαραίτητο τμήμα της ίδιας της κοινωνικής τάξης […] Σα συνέχεια της φυσικής τάξης πραγμάτων, όλο και περισσότερο (σ.μ.: οι συνδικαλιστικές οργανώσεις) εισέρχονται στο κράτος. Ο κοινωνικός σκοπός των συνδικάτων πρέπει να εκπληρωθεί, όποια και αν είναι η φύση του κρατικού καθεστώτος […] Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις δεν ισχυρίζονται ότι επιθυμούν να επηρεάσουν την πολιτική του κράτους. Το καθήκον τους με αυτήν την έννοια δεν μπορεί παρά να είναι να θέσουν στη διάθεση της κυβέρνησης και της Βουλής τις γνώσεις και τις εμπειρίες που έχουν στον τομέα αυτό».

Στις 22 Απρίλη του 1933 η ADGB ανακοίνωσε ότι αποχωρεί από τη Διεθνή Συνδικαλιστική Ενωση. Η ADGB προσπάθησε να ενωθεί με τις οργανώσεις των επιχειρήσεων του ναζιστικού κόμματος (ΝSΒΟ), ώστε ν’ αποτελέσουν ένα μοναδικό συνδικάτο, και συμμετείχε στην Πρωτομαγιά των ναζί. Αλλά αυτές οι συνθηκολογήσεις δεν την έσωσαν από τις απαγορεύσεις.

Το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα παρέμεινε μειοψηφία στις εκλογές του Μάρτη του 1933, αλλά στη Βουλή επωφελήθηκε της υποστήριξης που του πρόσφεραν κόμματα της Δεξιάς, ώστε να παραχωρηθούν στον Χίτλερ πλήρεις εξουσίες που προβλέπονταν από το άρθρο 48.
Έτσι η καταστολή διευρύνεται προοδευτικά στους συνδικαλιστές -τα S.A. κατέλαβαν στις 2 Μάη του 1933 το κτήριο των συνδικάτων και οι συλλήψεις άρχισαν από την επομένη- στους Σοσιαλδημοκράτες -το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα διαλύθηκε με νόμο στις 22 Ιούνη του 1933- καθώς και στους Χριστιανούς που αντιτίθονταν στην πολεμοκαπηλία και το ρατσισμό των ναζί.

Στις 23 του Μάη άρχισαν τα δικαστήρια. Δύο κομμουνιστές ήταν οι πρώτοι που καταδικάστηκαν σε θάνατο από το νέο καθεστώς.
Τον Ιούλη του 1933 δεκάδες χιλιάδες πέρασαν από τις φυλακές και ήδη υπολογίζονταν σε 27.000 οι πολιτικοί κρατούμενοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το Νοέμβρη οι συλληφθέντες κομμουνιστές έφτασαν τους 60.000 και οι δολοφονημένοι τους 2.000.
Η ναζιστική καταστολή άφηνε στους οπαδούς του Κομμουνιστικού Κόμματος, οι οποίοι δεν μπόρεσαν ή δε θέλησαν να εγκαταλείψουν τη Γερμανία, τρεις επιλογές. Ορισμένοι, αποθαρρυμένοι από την τρομερή ήττα του κομμουνιστικού κινήματος, απομονωμένοι και φοβισμένοι από την κρατική τρομοκρατία, εγκατέλειψαν τον αγώνα. Μεταξύ αυτών ήταν και μια χούφτα ηγετών, γιατί δεν μπόρεσαν όλοι να παρακολουθήσουν τη ραγδαία εξέλιξη των γεγονότων.

Για παράδειγμα, τον Απρίλη του 1933 η εφημερίδα «Arbeiter Zeitung», όργανο του ΚΚΓ στο Σαρ, την περιοχή αυτή που κατεχόταν από τη Γαλλία από το 1919 ως το 1935, δημοσίευε την παρακάτω αγγελία: «Ο τομέας του ΚΚΓ του Μπαντ-Παλατινάτου μας ζήτησε να δημοσιεύσουμε την παρακάτω διαγραφή: Ο βουλευτής στο Ράιχσταγκ Μπενεντομ-Κούσελ, εγκατεστημένος από μερικές εβδομάδες στο Σαρ και έχοντας δεχτεί από τον τομέα του τη διαταγή να επιστρέψει στη Γερμανία, αδιαφόρησε στην πρόσκληση αυτή και διαγράφηκε από το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας για δειλία μπροστά στον ταξικό εχθρό».

Ένας μικρός αριθμός μελών του ΚΚΓ συνεργάστηκε με το ναζιστικό καθεστώς, απλοί οπαδοί της βάσης και συχνά μέλη που πρόσφατα είχαν γίνει δεκτά στο κόμμα.12
Αλλά δεκάδες χιλιάδες κομμουνιστών υιοθέτησαν στάση αντίστασης. Συχνά η στάση αυτή ήταν μακριά από την οργανωμένη, παράνομη και αποτελεσματική δράση.

Οι δομές του κόμματος είχαν κομματιαστεί, τα στελέχη ήταν στις φυλακές ή εξόριστοι, οι οπαδοί παρακολουθούνταν. Αλλά γρήγορα παράνομες οργανώσεις του κόμματος ανασυγκροτήθηκαν, για να διαλυθούν και πάλι να ανασυγκροτηθούν.

(με πληροφορίες από Τ. Ντεμπρέντ
 _ΚΟΜΕΠ 2013 Τ.4)

Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο του Βέλγου συγγραφέα Τ. Ντεμπρέντ «Κομμουνιστική Αντίσταση στη Γερμανία 1933-1945» που μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Τριαντάφυλλο Γεροζήση.

1. Σ.μ.: Sturmabteilung (S.A.) είναι τα Τάγματα Εφόδου, παραστρατιωτική ομάδα του Ναζιστικού Κόμματος, που ιδρύθηκαν το 1920.

2. Nicos Poulantzas: «Fascisme et dictature: La troisième internationale face au fascisme», Editions Maspero, collection «Les textes à l' appui», Paris, 1970, pp. 201-203. Αυτή η έγνοια, να διατηρηθεί το νόμιμο εκλογικό έδαφος, συμφωνούσε με τη «νόμιμη» γραμμή της Κομιντέρν των χρόνων 1930 και δεν έγινε αντικείμενο επανεκτίμησης. Στη ΧΙΙΙ Ολομέλεια της Κομιντέρν το Νοέμβρη-Δεκέμβρη του 1933 ακόμα ο Μανουΐλσκι απαντούσε στους ξένους κομμουνιστές που έκαναν κριτική στο ΚΚ Γερμανίας για τη μικρή του αντίσταση ότι: «Εάν το ΚΚ Γερμανίας είχε αρχίσει ένοπλο αγώνα κατά του Χίτλερ θα είχε πέσει στην προβοκάτσια».

3. Αυτές οι αντιθέσεις ξέσπασαν για τα καλά. Τα S.A., που μιλούσαν για «δεύτερη αντικαπιταλιστική επανάσταση», θα εκκαθαριστούν από το καλοκαίρι του 1933 και καθώς οι εκκαθαρίσεις αυτές δεν αρκούσαν, ο Χίτλερ διέταξε τη «Νύχτα των μεγάλων μαχαιριών», όπου οι Ες-Ες κατάσφαξαν εκατοντάδες μέλη των S.A., αρχίζοντας από τους αρχηγούς τους Ρεμ, Γκρέγκορ Στράσερ, Ερνστ και άλλους.

4. Σε ένα άρθρο του το Σεπτέμβρη του 1924 με τίτλο «Σχετικά με τη διεθνή κατάσταση», ο Στάλιν ορίζει τη σοσιαλδημοκρατία ως τη «μετριοπαθή πτέρυγα του φασισμού», όπου λανσάρει τη διάσημη διατύπωση: «Η σοσιαλδημοκρατία είναι ο δίδυμος αδελφός του φασισμού». Η ανάλυση αυτή παρουσιάζεται γενικά ως ένα από τα μαργαριτάρια του σταλινισμού, ενώ έχει γίνει λίγο πριν το θάνατο του Λένιν. Από τις 9 Γενάρη του 1924, σύμφωνα με πρόταση του Προεδρείου της Κομιντέρν, «οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας δεν είναι παρά ένα κομμάτι του φασισμού που καλύπτεται πίσω από τη μάσκα του σοσιαλισμού» (Τα μαθήματα των γεγονότων της Γερμανίας). Κάτι που θα αναπτύξει ο Ζινόβιεφ στην αναφορά του στο 5ο Συνέδριο με τίτλο «Σοσιαλδημοκρατία, μια πτέρυγα του φασισμού».

5. Cf. Pierre Broué: «Histoire de l' lnternationale Communiste 1919-1943», Librairie Arthèmes Fayard, Paris 1997, pp. 530-531. Οι Τέλμαν και Νόιμαν στο θέμα αυτό ήρθαν στα χέρια σε συνεδρίαση της ολομέλειας του Πολιτικού Γραφείου. Ο αποκλεισμός της ομάδας Νόυμαν στα τέλη του 1932 δεν τερμάτισε τους δισταγμούς.

6. Cf.Gilbert Badia: «Histoire de I' AlIemagne contemporaine- Tome sécond: 1933-1962», éditions sociales, Paris 1962, ρ.14. Τα έργα του Badia είναι τα μόνα που παραχωρούν μια αξιοπρεπή θέση στην κομμουνιστική αντίσταση.

7. Jan Valtin: «Sans patrie ni frontières», éditions Actes Sud, collection Babel, Arles 1997, pp. 478 et suivantes. Τo βιβλίο αυτό πρέπει να διαβαστεί με επιφύλαξη. Ο συγγραφέας του πραγματικά ανήκε στον παράνομο μηχανισμό της Κομιντέρν, με τον οποίο ήρθε σε σύγκρουση όταν δέχτηκε τη διαταγή να επιστρέψει στο Αμβούργο για ν’ αναδιοργανώσει το δίκτυο της Διεθνούς των ναυτικών και των λιμενεργατών. Πιάστηκε, βασανίστηκε, κατέδωσε αυτούς που τον φιλοξενούσαν κι έγινε πράκτορας της Γκεστάπο - χωρίς διαταγή της Κομιντέρν, όπως ισχυρίζεται για να δικαιολογηθεί. Καθώς αποφασίστηκε η εκτέλεσή του από την NKVD και από την υπηρεσία ασφαλείας της Κομιντέρν «S-Apparat», ο Κρεμπς κατέφυγε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1937. Εχει εκδοθεί μια βιογραφία του Ριχάρδου Κρεμπς: Ernst Von Waldenfels: Der Spion, der aus Deutschland kam: Das geheime Leben» des Seemanns Richard Krebs, Aufbau Verlag, Berlin 2002.

8. Σ’ αυτήν τη ψηφοφορία τo κοινοβουλευτικό κομμάτι του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος είχε περιοριστεί σε 60 βουλευτές επί 129, 18 βουλευτές ήταν στη φυλακή, άλλοι ήταν στην εξορία στο εξωτερικό ή είχαν θεληματικά αποσυρθεί από την πολιτική και συνταξιοδοτηθεί.

9. Cité par Gilbert Badia, Histoire de I' AlIemagne contemporaine, op.cit. p.59.

10. Μόνο ένας από τους 422 ηγέτες του ΚΚ Γερμανίας θα λιγοψυχήσει. Ο Ερνεστ Τόργκλερ ήταν συγκατηγορούμενος του Ντιμιτρόφ στην περίφημη δίκη της Λειψίας. Υπέφερε από βαθιά κατάθλιψη στη διάρκεια της δίκης και είχε υιοθετήσει ατομική γραμμή άμυνας, αρνούμενος και θεωρώντας «αυτοκτονική» την υπόδειξη του Κόμματος να κατηγορηθούν οι ναζί για τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ. Διαγράφηκε από το ΚΚ Γερμανίας το 1935, αποφυλακίστηκε το 1936, έγινε εμπορικός αντιπρόσωπος ως την έναρξη του πολέμου, στη διάρκεια του οποίου δέχτηκε μια θέση σε κάποιο υπουργείο. Τέλειωσε τη ζωή του στη Δυτική Γερμανία... ως μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Cf Gilbert Badia: «Feu au Reichstag - L' acte de naissance du régime nazi», Editions Sociales, collection Problèmes, Paris, 1983, pp. 245-248.

11. Αναφορά της υπηρεσίας πληροφοριών της 18 Μάη του 1933 (J.C.5.A. 4509) που ξέθαψε η ιστορικός Annie Lacroix-Riz.

12. Το 1932 το ΚΚ Γερμανίας έβγαινε από μια περίοδο εκκαθαρίσεων. Το 4-5% των μελών του ήταν στο Κόμμα από την ίδρυσή του -δώδεκα χρόνια πριν- και πάνω από 40% λιγότερο από ένα χρόνο.

Η τάξη βα­σι­λεύ­ει στο Βε­ρο­λί­νο!

«Ηλί­θιοι δή­μιοι! Η “τάξη” σας είναι χτι­σμέ­νη πάνω στην άμμο. Αύριο η επα­νά­στα­ση θα υψω­θεί ξανά και βρο­ντώ­ντας τα όπλα της με τις σάλ­πιγ­γες να αντη­χούν θα αναγ­γεί­λει προ­κα­λώ­ντας σας τρόμο: Ich war, ich bin, ich werde sein! ΗΜΟΥΝ, ΕΙΜΑΙ, ΘΑ ΕΙΜΑΙ!».

Η θεωρητική της κληρονομιά όπως τη διατυπώνει ο Β. Ι. Λένιν το 1922:
«… οι αετοί μπορεί καμιά φορά να πετάξουν και χαμηλότερα από τις κότες, μα οι κότες δεν μπορούν να πετάξουν ποτέ στα ύψη που πετάν οι αετοί. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ έπεσε έξω στο ζήτημα της ανεξαρτησίας της Πολωνίας, έπεσε έξω το 1903 στην εκτίμηση του μενσεβικισμού, έπεσε έξω όταν τον Ιούλη 1914, μαζί με τους Πλεχάνοφ, Βαντερβέλνε Κάουτσκι κά. υπεράσπιζε την ένωση των μπολσεβίκων με τους μενσεβίκους, έπεσε έξω σ’ αυτά που έγραψε στη φυλακή το 1918 (η ίδια μάλιστα, όταν βγήκε από τη φυλακή στα τέλη του 1918 και στις αρχές του 1919, διόρθωσε ένα μεγάλο μέρος των λαθών της).
Μα, παρά τα λάθη της αυτά ήταν και παραμένει ένα αετός και όχι μόνο η μνήμη της θα είναι πάντα ιερή για τους κομμουνιστές όλου του κόσμου, μα και η βιογραφία της και η πλήρης συλλογή των έργων της (τα οποία πολύ τα καθυστερούν οι Γερμανοί κομμουνιστές και που ως ένα βαθμό δικαιολογούνται από τον αφάνταστο αριθμό των θυμάτων που έχουν και από το σκληρό αγώνα που κάνουν) θα είναι ένα διδακτικότατο μάθημα, που θα διαπαιδαγωγεί πολλές γενιές κομμουνιστών σε όλο τον κόσμο.
«Η γερμανική σοσιαλδημοκρατία, ύστερα από τις 4 Αυγούστου 1914, είναι ένα πτώμα που βρωμά» – μ’ αυτό το απόφθεγμα της Ρόζας Λούξεμπουργκ θα συνδεθεί το όνομά της στην Ιστορία του παγκόσμιου εργατικού κινήματος. Και στο σκουπιδαριό του εργατικού κινήματος, ανάμεσα σε σωρούς κοπριάς, οι κότες σαν τον Παούλ Λεβί, τον Σάιντενμαν, τον Κάουτσκι και όλη αυτή την παρέα, θα εκδηλώσουν φυσικά το μεγάλο θαυμασμό τους στα λάθη της μεγάλης κομμουνίστριας. Ο καθένας κάνει ό,τι μπορεί»
(Λένιν: «Σημειώσεις ενός δημοσιολόγου», «Άπαντα» τόμ. 44 σελ. 421 – 422)

Η «κόκκινη Ρόζα» συνήθως κρίνεται από τους αστούς «ερμηνευτές» του έργου της κατά το δοκούν, απομονώνοντας τσιτάτα χρονικά και λεκτικά, ακόμη και μια ξεχωριστήασήμαντη πρόχειρη σημείωση. Μεταξύ αυτών εξέχουσα θέση η «Freiheit der Andersdenkenden»  / «Freiheit ist immer die Freiheit der Andersdenkenden»«Η ελευθερία είναι πάντα η ελευθερία εκείνων που σκέφτονται διαφορετικά»

Αν περπατήσει κανείς τη  Rosa-Luxemberg-Platz του Βερολίνου, θα δει τη φράση με ορειχάλκινα γράμματα στην πλευρά των πεζοδρομίων, που δεσπόζει και στο μνημείο του Zwickau ενώ «αριστερά» κόμματα και ιδρύματα, όπως το Volksbühne ebendort, χρησιμοποίησαν τη φράση στο Facebook κλπ ΜΚΔ τον Ιαν-2019, αναφορικά με τη δολοφονία της πριν από εκατό χρόνια. H επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του Linkspartei, η Sahra Wagenknecht , την παραθέτει τακτικά λέγοντας ότι οι λίγες αυτές λέξεις αποτελούν την ταυτότητα της Λούξεμπουργκ που «ήταν δημοκρατική -“durch und durch” μέχρι θανάτου» (sic!), ενώ στην πρόσφατα δημοσιευμένη (αστικό best seller), βιογραφία της (Rosa Luxemburg Ein Leben), ο ιστορικός Ernst Piper, χαρακτήρισε τη φράση «αναμφισβήτητα το πιο διάσημο απόσπασμα από το έργο της Rosa Luxemburg». Αντίθετα -πιο έντιμη η Die Welt παραδέχεται πως «δεν υπάρχει κανένα τσιτάτο από τη γερμανική σύγχρονη ιστορία που να έχει παρερμηνευθεί πιο βάναυσα» …χαρακτηρίζοντάς τη Rosa σαν «επαναστάτρια χωρίς δεύτερη σκέψη» για μια «δικτατορία του προλεταριάτου», που υποστήριζε καθαρά ότι η βουλή, η (αστική) εθνοοσυνέλευση είναι «ένα απολειφάδι των αστικών επαναστάσεων, ένα τσόφλι χωρίς περιεχόμενο, ένα υπόβαθρο των εποχών των μικροαστικών ψευδαισθήσεων του «μερικού λαού» (einigen Volk), της “ελευθερίας, ισότητας και αδελφοσύνης” του αστικού κράτους».

Στις 7-Ιαν-1919 (μια βδομάδα πριν τη δολοφονία της) έβαλε ως εξής το θέμα της εξουσίας: «να αφοπλιστεί η αντεπανάσταση, να οπλιστούν οι μάζες, για μια εξουσία μπολσεβίκωντίποτε λιγότερο».

Η «δη­μο­κρα­τία» της Βαϊ­μά­ρης κα­τά­φε­ρε να «επι­ζή­σει» – σ’ ένα διαρ­κώς αντι­φα­τι­κό πο­λι­τι­κό τοπίο για δε­κα­τέσ­σε­ρα χρό­νια (1919-1933), την ίδια πε­ρί­ο­δο που ήταν θέ­α­τρο ση­μα­ντι­κής άν­θη­σης των τε­χνών, ώστε πολ­λοί μί­λη­σαν για «Βαϊ­μα­ρι­κή Ανα­γέν­νη­ση» που αγκά­λια­σε όλες τις τέ­χνες συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης και αυτής του κι­νη­μα­το­γρά­φου, που ήταν ακόμα στην αρχή της ανά­πτυ­ξής του, με κυ­ρί­αρ­χο ρεύμα τον εξ­πρε­σιο­νι­σμό, στην ποί­η­ση, το θέ­α­τρο, το σι­νε­μά και φυ­σι­κά την ζω­γρα­φι­κή.

  Ο Rainer [Maria] Rilke, με πε­ρισ­σό­τε­ρα από 400 ποι­ή­μα­τα (Les Cahiers de [τα τε­τρά­δια, οι ση­μειώ­σεις του] Malte Laurids Brigge Sonetti a Orfeo Le livre d’heures -το βι­βλίο των Ωρών, και οι Ελε­γεί­ες του Ντουί­νο). Έγρα­ψε επί­σης και ο Στέ­φαν Γκε­όρ­γκε ήταν οι δύο τηλαυ­γείς φάροι της ποί­η­σης στη δε­κα­ε­τία του ’20.
Την ίδια δε­κα­ε­τία ο Μπρε­χτ ανέ­βα­σε την «Όπερα της πε­ντά­ρας», ο Άλ­φρεντ Ντέ­μπλιν έγρα­ψε το «Μπερ­λίν Αλε­ξά­ντερ­πλατς», ο Τόμας Μαν κέρ­δι­σε το βρα­βείο Νό­μπελ Λογοτεχνί­ας για το μυ­θι­στό­ρη­μά του «Το μα­γι­κό βουνό».
Ο Γκέ­οργκ Γκροτς μα­στί­γω­νε την πα­ρακ­μή της αστι­κής τάξης.
Ο Μαξ Μπέκ­μαν ει­κο­νο­γρα­φού­σε τη φρίκη του πο­λέ­μου και ο Κούρτ Του­χόλ­σκυ ρω­τού­σε τον Ρίλκε : «έτρε­μες ποτέ από το κρύο σε μια σο­φί­τα;», χλευά­ζο­ντας την επι­τή­δευ­σή του και την εξε­ζη­τη­μέ­νη λε­πτο­λο­γία του. Οι Ερνστ Τόλερ και Γκέ­οργκ Κάι­ζερ, από τους επιφανέ­στε­ρους θε­α­τρι­κούς συγ­γρα­φείς, ανέ­βα­ζαν τα κραυ­γα­λέα εξ­πρε­σιο­νι­στι­κά τους δρά­μα­τα.
Ο Φριτς Λανγκ γύ­ρι­ζε τη «Μη­τρό­πο­λη» και ο Ρό­μπερτ Βήνε «Το ερ­γα­στή­ρι του Δρα. Καλι­γκά­ρι».
Ενώ στη μου­σι­κή ο Άρ­νολντ Σέν­μπεργκ επε­ξερ­γα­ζό­ταν το επα­να­στα­τι­κό δωδεκαφθογγικό του σύ­στη­μα.

The Damned _La caduta degli dei
_η πτώση των θεών, ταινία 1969

Μια εξαίσια ιστορική δραματική ταινία σε σκηνοθεσία και σενάριο από τον Luchino Visconti και με πρωταγωνιστές τους Dirk Bogarde, Ingrid Thulin, Helmut Berger, Helmut. Griem, Umberto Orsini, Charlotte Rampling, Florinda Bolkan, Reinhard Kolldehoff και Albrecht Schönhals (τελευταία του ταινία). Διαδραματίζεται στη Γερμανία της δεκαετίας του 1930, η ταινία επικεντρώνεται στους Έσσενμπεκ, μια πλούσια οικογένεια βιομηχάνων, που έχει αρχίσει να συνεργάζεται με το Ναζιστικό Κόμμα και της οποίας ο ανήθικος και ασταθής κληρονόμος, Μάρτιν (ο Χ. Μπέργκερ στον breakthrough ρόλο του), είναι μπλεγμένος στις μηχανορραφίες της. Βασίζεται στην γνωστή οικογένεια στήριγμα των ναζί και του Χίτλερ Krupp από το Έσσεν (χαλυβουργία).

Η ταινία έλαβε ευρεία αναγνώριση από τους κριτικούς, αλλά αντιμετώπισε επίσης διαμάχες με αφορμή το σεξουαλικό της περιεχόμενο, συμπεριλαμβανομένων απεικονίσεων ομοφυλοφιλίας, παιδεραστίας, βιασμού και αιμομιξίας _κάτι που στους κύκλους της αριστοκρατίας ήταν μεροδούλι-μεροφάι. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η ταινία λογοκρίθηκε (βαθμολογία Χ από το MPAA και μειώθηκε σε ένα πιο εμπορεύσιμο R μόνο μετά από περικοπές “προσβλητικών πλάνων”).

Ο Βισκόντι κέρδισε το Nastro d'Argento Καλύτερης Σκηνοθεσίας και προτάθηκε για Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου με τους συν-σεναριογράφους του, ενώ ο Χέλμουτ Μπέργκερ έλαβε υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα σαν πλέον υποσχόμενος πρωτοεμφανιζόμενος ηθοποιός. Η ταινία κέρδισε το Golden Peacock (Καλύτερης ταινίας) στο 4ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Ινδίας κλπ. διακρίσεις πάντως ελάχιστες σε σχέση με την ποιότητά της

Υπόθεση

Στη Γερμανία της δεκαετίας του 1930, οι Έσενμπεκ είναι μια πλούσια και ισχυρή οικογένεια βιομηχάνων που έχουν αρχίσει να συνεργάζονται με το νεοεκλεγμένο Ναζιστικό Κόμμα. Τη νύχτα της πυρκαγιάς του Ράιχσταγκ στις αρχές του 1933, ο συντηρητικός πατριάρχης της οικογένειας, βαρόνος Joachim von Essenbeck, που εκπροσωπεί την παλιά αριστοκρατική Γερμανία και “απεχθάνεται” τον Χίτλερ, γιορτάζει τα γενέθλιά του. Η γιορτή περιλαμβάνει τα παιδιά της οικογένειας να παίζουν για τον Βαρόνο, την οικογένειά του και τους καλεσμένους του σε μια αυτοσχέδια σκηνή. Ενώ ο ανιψιός Günther ερμηνεύει ένα μουσικό κομμάτι στο τσέλο του, ο εγγονός Martin εκτελεί μια παράσταση drag που διακόπτεται από την είδηση ότι το Ράιχσταγκ έχει καεί.

Η κτητική μητέρα του Μάρτιν (και η χήρα νύφη του Ιωακείμ), η Σόφι, έχει κρυφά μια μακροχρόνια σχέση με τον Φρίντριχ Μπρούκμαν, στέλεχος της χαλυβουργίας της οικογένειας. Ο πεθερός της απαιτεί σιωπηρά από τη Sophie να μην ξαναπαντρευτεί και οι δύο φοβούνται ότι εάν η σχέση τους αποκαλυφθεί, η Sophie θα αποκηρύχθηκε και ο Friedrich θα απολυθεί. Ο Φρίντριχ είναι φιλικός με έναν ξάδερφο του νεκρού συζύγου της Σόφι, έναν ηγέτη των SS που ονομάζεται Άσενμπαχ. Γνωρίζει επίσης ότι ο βαρόνος έχει μοιράσει τον έλεγχο της εταιρείας στη διαθήκη του: ο αδίστακτος ανιψιός του, ο βαρετός αξιωματικός SA Konstantin, θα κληρονομήσει την εταιρεία, αλλά ο Martin θα κληρονομήσει αρκετές μετοχές για να του δώσει de facto έλεγχο στην κατεύθυνση της εταιρείας παίρνει.

Ενεργώντας σύμφωνα με τις προηγούμενες δηλώσεις του Aschenbach ότι τα πράγματα θα ήταν καλύτερα αν πέθαινε ο αντιναζί Joachim, ο Friederich σκοτώνει τον Joachim και κατηγορεί τον ειλικρινή Herbert Thalmann για το έγκλημα χρησιμοποιώντας το προσωπικό του όπλο που του εξασφάλισε η Sophie. Ο Χέρμπερτ δραπετεύει για λίγο στο εξωτερικό, αλλά στη βιασύνη του αναγκάζεται να αφήσει πίσω τη γυναίκα και τα παιδιά του. Όταν η σύζυγός του, Ελισάβετ, επισκέπτεται τη Σόφι για βοήθεια να καθαρίσει το όνομα του συζύγου της, η Σόφι την καταγγέλλει λέγοντάς της ότι η παλιά Γερμανία είναι νεκρή. Η Sophie φαινομενικά κανονίζει την Elizabeth και τις κόρες της να ενωθούν με τον Herbert στην εξορία και απεικονίζονται να φτάνουν σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό, αλλά αργότερα αποκαλύπτεται ότι στην πραγματικότητα συλλαμβάνονται και στέλνονται στο Νταχάου, που χαρακτηρίζεται ως στρατόπεδο εγκλεισμού.

Ο Άσενμπαχ πείθει τον Φρίντριχ και τον Μάρτιν να απαγορεύσουν στην εταιρεία τους την πώληση όπλων στις SA, καθώς τα SS επιδιώκουν να περιθωριοποιήσουν την αντίπαλη ομάδα προκειμένου να ενθαρρύνουν τους στρατηγούς του Ράιχσβερ να πάνε στο πλευρό του Χίτλερ. Ο Κονσταντίν ανακαλύπτει ότι ο Μάρτιν κακοποιεί σεξουαλικά τα ανίψια του και επίσης τη Λίζα Κέλερ, μια φτωχή Εβραία, η οποία τελικά αυτοκτονεί αφού ο Μάρτιν της επιτίθεται ένα βράδυ και την βιάζει άγρια πριν επισκεφτεί την κοπέλα του για τη συνέχεια. Οπλισμένος με αυτές τις πληροφορίες, ο Konstantin εκβιάζει τον Martin να συνεχίσει να παρέχει τα όπλα και τα πυρομαχικά στους SA και στέλνει ένα γράμμα με λεπτομέρειες για τα εγκλήματα στη Sophie, ώστε να ζητήσει από τον Friedrich να βοηθήσει να παρέχει κάλυψη στον Martin για να αψηφήσει τα SS. Κρυμμένος στη σοφίτα της οικογένειας, ο Μάρτιν έρχεται αντιμέτωπος με τη Σόφι, η οποία δέχεται να βοηθήσει στην απελευθέρωση του από τον εκβιασμό του Κωνσταντίνου. Η Σόφι συναντά τον Άσενμπαχ, ο οποίος αποκαλύπτει ότι ο Χίτλερ σχεδιάζει να εκκαθαρίσει την SA και προσφέρεται να καταστρέψει τον φάκελο εκβιασμού του Κωνσταντίνου για μια μελλοντική χάρη.

Το 1934, οι SA – μεταξύ αυτών και ο Κωνσταντίνος – έχουν μια συνάντηση σε ένα ξενοδοχείο στο Bad Wiessee για να συζητήσουν τη δυσαρέσκειά τους με τον Χίτλερ. Το βράδυ απεικονίζεται ως μια μεθυσμένη γιορτή, που τελειώνει με τους άνδρες αξιωματικούς της SA να κάνουν ομοφυλοφιλικό σεξ μεταξύ τους. Τα ξημερώματα, στο ξενοδοχείο εισβάλλει από στρατεύματα των SS που σφάζουν ανελέητα μέλη των SA.

Ο Φρίντριχ είναι τώρα υπεύθυνος της οικογενειακής επιχείρησης, αλλά ο Άσενμπαχ έρχεται αντιμέτωπος με τη Σόφι που απαιτεί να αποδοθεί το επίθετο του πατέρα της και ο βασιλικός τίτλος του Βαρώνου στον Φρίντριχ, ώστε να παντρευτούν ως ίσοι. Ο Άσενμπαχ αρνείται και υπενθυμίζει στη Σόφι ότι οι Ναζί θέλουν τον έλεγχο της επιχείρησης χάλυβα και πυρομαχικών και θα τον πάρουν με τη βία αν το ζευγάρι δεν γίνει πρόθυμοι υπηρέτες του Ναζιστικού Κόμματος. Εν τω μεταξύ, ο Μάρτιν γίνεται έξαλλος καθώς συνειδητοποιεί ότι τα τελευταία εμπόδια που απομένουν να εμποδίσουν τη μητέρα του να ξαναπαντρευτεί έχουν φύγει και ότι ο Φρίντριχ σκοπεύει να αναλάβει τον έλεγχο της οικογενειακής επιχείρησης για τον εαυτό του. Ο Άσενμπαχ προσφέρει στον Μάρτιν την καταστροφή της μητέρας του και του εραστή της, αφού ο Μάρτιν ομολογεί το μίσος του για αυτούς στον Άσενμπαχ.

Κατά τη διάρκεια ενός οικογενειακού δείπνου, ο Φρίντριχ και ο Άσενμπαχ αρχίζουν να μαλώνουν αφού ο Φρίντριχ ανακοινώνει ότι ο Άσενμπαχ, ο Γκούντερ και ο Μάρτιν πρέπει να υποταχθούν στη θέληση και τις ιδιοτροπίες του νέου αρχηγού της οικογένειας. Ο Άσενμπαχ καταγγέλλει τον Φρίντριχ ως αδύναμο κοινωνικό ορειβάτη και άπιστο Ναζί, καθώς φέρνει έναν Χέρμπερτ που επιστρέφει στην αίθουσα. Ο Χέρμπερτ αποκαλύπτει ότι αφού η Σόφι κανόνισε τη σύλληψή τους, η Ελισάβετ και τα παιδιά τους στάλθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου, όπου πέθανε η Ελισάβετ. Ο Άσενμπαχ προσφέρθηκε να ελευθερώσει τα παιδιά του Χέρμπερτ με αντάλλαγμα την ψευδή ομολογία του Χέρμπερτ για το θάνατο του Γιόακιμ, αν και παραμένει ασαφές εάν ο Άσενμπαχ θα τηρήσει ή όχι τη δική του πλευρά της συμφωνίας. Αποκαλύπτει επίσης ότι ο Friedrich σκότωσε τον Konstantin (υποδηλώνοντας ότι ο ρόλος του στην εκκαθάριση SA καλύφθηκε και ο θάνατός του αναφέρθηκε ως τυχαίος φόνος), στρέφοντας τον Günther εναντίον Friedrich και τον ριζοσπαστικοποιεί στη ναζιστική υπόθεση.

      __Στη συνέχεια, ο Μάρτιν επιτίθεται σεξουαλικά στη μητέρα του, η οποία στη συνέχεια πέφτει σε κατατονική κατάσταση προς μεγάλη φρίκη του Φρίντριχ. Τώρα, μέλος των SS, ο Μάρτιν επιτρέπει στον Φρίντριχ, ο οποίος με διάταγμα έχει κληρονομήσει το όνομα και τον τίτλο του φον Έσενμπεκ, να παντρευτεί τη μητέρα του προτού διατάξει τους δύο να πάρουν κάψουλες κυανίου, τις οποίες καταναλώνουν πρόθυμα… Ο Άσενμπαχ, ο οποίος τώρα έχει τον απόλυτο έλεγχο του Μάρτιν, γίνεται ο αποτελεσματικός κληρονόμος της χαλυβουργίας φον Έσενμπεκ, αφήνοντας την αυτοκρατορία υπό τον έλεγχο των Ναζί.    

·       Dirk Bogarde _ Friedrich Bruckmann

·       Ingrid Thulin _ Sophie von Essenbeck

·       Χέλμουτ Μπέργκερ _ Μάρτιν φον Έσενμπεκ

·       Helmut Griem _ Hauptsturmführer Aschenbach

·       Ο Renaud Verley _ Günther von Essenbeck

·       Ο Ουμπέρτο Ορσίνι _ Χέρμπερτ Θάλμαν

·       Ο Ράινχαρντ Κόλντεχοφ _ Κονσταντίν φον Έσενμπεκ

·       Charlotte Rampling _ Elizabeth Thalmann

·       Albrecht Schoenhals _ Joachim von Essenbeck

·       Η Florinda Bolkan _ Όλγα

·       Η Νόρα Ρίτσι ως Κυβερνήτης

·       Η Karin Mittendorf _ Thilde Thalmann

·       Valentina Ricci _ Erika Thalmann

·       Η Irina Wanka _ Lisa Keller

·       Wolfgang Hillinger _ Janek

·       Ο Karl-Otto Alberty _ Lommell

"Η γερμανική τριλογία"

 

Το La caduta degli dei _η πτώση των θεών, έχει θεωρηθεί ως η πρώτη από τις ταινίες του Visconti που περιγράφεται ως "γερμανική τριλογία ", ακολουθούμενο από το Θάνατος στη Βενετία (1971) και το Ludwig (1973). Ο συγγραφέας Henry Bacon, στο βιβλίο του “Visconti: Explorations of Beauty and Decay” (1998), κατηγοριοποιεί συγκεκριμένα αυτές τις ταινίες μαζί σε ένα κεφάλαιο "Visconti & Germany".

Οι προηγούμενες ταινίες του Visconti είχαν αναλύσει βασικά την ιταλική κοινωνία κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης και της μεταπολεμικής περιόδου

_______________

ΥΓ_Σημ.
Με τον ίδιο τίτλο (Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών) οι αμερικανοί έκαναν και σειρές (κυριολεκτικά της πλάκας) Αφγανιστάν & Ταλιμπάν ...Η απαγωγή του Dozier, Ουγγαρία 1956 _Πρόσφυγες Ψυχρού Πολέμου, Σοβιετική Ένωση _Το σύστημα Γκουλάγκ (2022) ...Ρωσία - Ουκρανία _Οι ρίζες της σύγκρουσης!!
⤵️  κλπ