Παραδοσιακά γιορτινό _φτωχικό αρχικά, αργότερα πλούσιο σε γεύσεις και ποικιλία, συνδυάζοντας κρέατα (χοιρινό, κατσίκι), γιορτινές πίτες (κρεατόπιτα, σπανακόπιτα, “κουσμερί “), λαχανοντολμάδες, το “χριστόψωμο” με στολίδια από ζύμη, γλυκίσματα όπως “σπάργανα” (Ήπειρος), “σικότουρτα” και μπακλαβαδάκια, με έμφαση στα τοπικά προϊόντα και τις εποχικές λιχουδιές.
· Κρέατα: Χοιρινό (συχνά με λάχανο τουρσί στη Βόρεια Ελλάδα), κατσίκι (γιουβέτσι, με πατάτες) ή αγριογούρουνο (σαλμί στην Ήπειρο).
· Πίτες: Ποικίλες πίτες όπως κρεατόπιτες (της Κεφαλονιάς με ρύζι και τρία είδη κρέατος), “κουσμερί” (Ήπειρος), “μπατσαριά” (σπανακόπιτα), “γαλατόπιτα”.
· Ζυμαρικά & Ρύζι: Στολισμένα με κιμά, σταφίδες, ξηρούς καρπούς.
· Λαχανικά & Σαλάτες: Εποχής, κάστανα μαγειρευτά, πρασινάδες με καρύδια και δαμάσκηνα.
· Συμβολικά Ψωμιά: βασικά “χριστόψωμο” με ζυμαρένια διακοσμητικά (στάρια, αρνάκια, ψάρια).
· Ήπειρος: Λαχανοντολμάδες, «κουσμερί», «σπάργανα» (τηγανίτες), μπακλαβαδάκια.
· Κρήτη: Γουρουνόπουλο, τηγανητό συκώτι, χριστόψωμο.
· Βόρεια Ελλάδα: Χοιρινό με λάχανο τουρσί (Έβρος).
· Το τραπέζι συμπληρώνεται με τοπικά κρασιά, τυριά και εποχικά φρούτα, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα γιορτής.
Χριστούγεννα
Το χοιρινό είναι ο πρωταγωνιστής στο ελληνικό χριστουγεννιάτικο τραπέζι με την μορφή διαφορετικών εδεσμάτων που κάθε τόπος στην Ελλάδα το προσαρμόζει στις δικές του παραδόσεις.Στην Κρήτη ίσως η περίοδος των Χριστουγέννων να σηματοδοτεί την έναρξη της όταν κάνουν την εμφάνιση τους τα παραδοσιακά λουκάνικα με την ξυδάτη γεύση και το “απάκι”. Άλλες λιγότερο γνωστές λιχουδιές αποτελούν οι “τσιγαρίδες” και η “τσιλαδιά”. Σε πολλές περιοχές της Κρήτης, υπάρχει το έθιμο μετά την εκκλησία να μοιράζεται κρέας, κρασί και κουλούρι. Στο Λασίθι ανήμερα των Χριστουγέννων τρώνε τηγανητό συκώτι ενώ στα περισσότερα κρητικά χριστουγεννιάτικα τραπέζια υπάρχει γουρουνόπουλο στον φούρνο και το παραδοσιακό “χριστόψωμο”. Όπως αναφέρει το cretanmagazine.gr __Μετά τα χοιροσφάγια, ακολουθούσαν τα διάφορα παράγωγα, η τσιλαδιά, τα καπνιστά ξιδάτα απάκια και λουκάνικα, τα σύγλινα, οι αμαθιές, η γλίνα για τα τηγανητά, οι λουρίδες για τα σφουγκάτα, και ασφαλώς απαραιτήτως οι τσιγαρίδες για την εξοχή! Όλος ο κόσμος είχε δεθεί με τις τσιγαρίδες, που ήταν και χορταστικές, αλλά και πολύ πλούσιες σε θερμίδες, απαραίτητες τις κρύες ημέρες για να παρέχουν την απαιτούμενη ενέργεια. Απαραίτητο για την παρασκευή τους το μεγάλο καζάνι, κοινώς μπουγαδοτσίκαλο. Εχάραζαν το δέρμα του χοίρου σε λουρίδες στενόμακρες κατά μήκος, το αφαιρούσαν και όλα αυτά τα κομμάτια τα έβαζαν σε μια μεγάλη μοσόρα ( λεκάνη). Στη συνέχεια πάλι από τα κομμάτια αυτά αφαιρούσαν με ένα κοφτερό μαχαιράκι το απέξω σκληρό δέρμα, που από αυτό έβαιναν οι “λουρίδες”, και έτσι έμενε το σκέτος λίπος.
![]() |
| Τσιλαδιά Κρήτης |
![]() |
| Η Τσιλαδιά Μεσσηνίας (με μπακαλιάρο) δεν είναι Χριστουγεννιάτικη |
Σημειωτέον
τότε οι χοίροι είχαν έως και πέντε εκατοστά πάχος λίπος, ενώ στις σημερινές
ράτσες, το λίπος είναι σχεδόν ανύπαρκτο! Μέσα λοιπόν στο μεγάλο καζάνι, έβαζαν
σε μικρά κομματάκια, κομμένο το λίπος, και το έσταιναν συνήθως στα ξύλα στην
εξωτερική παρασθιά. Εκεί μέσα στο καζάνι τσιγαρίζονται σιγά σιγά τα λίπη, γι
αυτό ονομάζονται και τσιγαρίδες. Θένε αρκετή ώρα να αποβάλουν όλο τους το λίπος
και να κολυμπούν μέσα τα μικρά πλέον κομματάκια, που έχουν απομείνει λιγότερο
από το μισό, ίσως και το ένα τέταρτο! Με τη τρυπητή κουτάλα, θα αφαιρεθούν από το
καζάνι, όταν πια έχουν γίνει ξερακιανά, και έχουν πάρει ένα καφετί χρώμα, για
να μπουν προσωρινά σε ένα άλλο σκεύος, και το λάδι του λίπους θα σουρωθεί και
θα τοποθετηθεί στη πήλινη κουρούπα, ή αργότερα στον γκαζοντενεκέ με το μεγάλο
στρόγγυλο καπάκι. Η γλίνα θα πήξη και θα γίνει άσπρη, και θα παίξει ρόλο
βουτύρου, κυρίως στα τηγανητά, στο ψωμί σε γλυκά, άλλα και στο καρκάνι. Οι
τσιγαρίδες κι αυτές, θα μπουν σε άλλη κουρούπα, ή σε άλλο δοχείο διαθέσιμο, και
διατηρούνται έτσι για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς να πάθουν το παραμικρό.
Αυτές οι συμπαθέστατες τσιγαρίδες, που δεν υπάρχουν πλέον, πάντα θα ανήκουν στη
σφαίρα της θύμησης στους παλαιότερους, και δεν θα μπορεί να ξεχάσουν το καθαρό
πετσετάκι της νοικοκυράς που τις σέρβιρε απάνω στην εξοχή, και ασφαλώς το
κρασάκι που τις συνόδευε!
"Τσιγαρίδες"
· 2 κιλά χοιρινό
· 2 κιλά μοσχάρι
· 1 κοτόπουλο
· λαρδί (χοιρινό λίπος)
· 5 κιλά πράσα
· 1 ρίζα σέλινο
· 2 κουταλιές σούπας λάδι
· κόκκινο πιπέρι
· αλάτι
Για τη γέμιση
· λίγο λάδι
· 1 κρεμμύδι
· συκωτάκια κότας
· 1 φλιτζάνι τσαγιού ρύζι
· 1 χούφτα σταφίδες
· αλάτι και πιπέρι
· λίγα κάστανα ψημένα
Σοτάρουμε το κρεμμύδι, ρίχνουμε κομμένα τα συκωτάκια, 4-5 ψημένα κάστανα κομμένα σε κομματάκια, 1 κούπα ρύζι, 1/2 ποτήρι νερό, αλάτι, πιπέρι, σταφίδες. Γεμίζουμε το κοτόπουλο. Καθαρίζουμε τα πράσα, τα κόβουμε σε μικρά κομμάτια, τα πλένουμε, τα τρίβουμε με αλάτι και πιπέρι και τα αφήνουμε αρκετές ώρες να στραγγίξουν. Στρώνουμε το χοιρινό λίπος σε μία μεγάλη κατσαρόλα, ή στη γάστρα, και σκεπάζουμε με μία στρώση πράσα. Πάνω στα πράσα τοποθετούμε το κρέας (χοιρινό και μοσχάρι) και πάνω από αυτό βάζουμε το γεμιστό κοτόπουλο, αφού το ράψουμε και του δέσουμε τα πόδια. Στη συνέχεια βάζουμε άλλη μία στρώση από πράσα και κρέας και σκεπάζουμε το κοτόπουλο με πράσα. Ρίχνουμε αλάτι, πιπέρι και λάδι και βάζουμε το φαγητό στο φούρνο. Το ψήνουμε πρώτα για 1 ώρα στους 220οC και άλλες 5 ώρες στους 150οC.
Στα Γιάννενα πρωταγωνιστεί το αγριογούρουνο σαλμί (συνταγή για 6 άτομα)
- 1 1/2 κιλό αγριογούρουνο καθαρό, χωρίς κόκαλο, κομμένο σε μικρές μπουκιές
- 1/2 φλιτζάνι ελαιόλαδο
- 1 φλιτζάνι κόκκινο κρασί
- 1 μεγάλο καρότο, σε φέτες
- 1 μέτριο κρεμμύδι, σε κομμάτια
- 1 μεγάλο καρότο
- 1 μέτρια σελινόριζα, σε κομματάκια
- 2 σκελίδες σκόρδο
- 2 φύλλα δάφνης
- αλάτι, φρεσκοτριμμένο πιπέρι
Για τη μαρινάδα
- 1/2 φλιτζάνι ελαιόλαδο
- 2 μικρά καρότα, σε φέτες
- 2 μικρά κρεμμύδια, ψιλοκομμένα
- 2 σκελίδες σκόρδο ψιλοκομμένες
- 2 κλωναράκια μαϊντανό
- 2 κρεμμυδάκια φρέσκα, ψιλοκομμένα
- 10 κόκκους πιπέρι
- 2 γαρίφαλα
- 3 φλιτζάνια λευκό κρασί αρετσίνωτο
- 1/2 φλιτζάνι ξίδι
1. Βάζετε το ελαιόλαδο σε βαριά
κατσαρόλα, σε δυνατή φωτιά, να ζεσταθεί καλά. Ρίχνετε τα υλικά εκτός του
μαρινάτας εκτός του κρασί και το ξύδι. Ανακατεύετε με ξύλινη κουτάλα για 10
λεπτά, ώσπου να ροδίσουν ελαφρά. Ρίχνετε το κρασί και το ξύδι, σκεπάζετε και
σιγοβράζετε τη μαρινάτα για 30 λεπτά. Την αφήνετε να κρυώσει, αφαιρείτε τα
κρεμμύδια, τα δαφνόφυλλα και τα γαρίφαλα και περιχύνετε με αυτήν τα κομμάτια
του κρέατος, τα οποία έχετε τοποθετήσει μέσα σε μεγάλο μπολ. Τα σκεπάζετε και
αφήνετε να «σταθούν» 24 ώρες στο ψυγείο.
2. Πριν το μαγειρέψετε το βγάζετε ένα ένα από τη μαρινάτα τα κομμάτια
του κρέατος και τα αφήνετε να στραγγίσουν σε τρυπητό. Βάζετε το ελαιόλαδο σε
μια βαθιά κατσαρόλα, σε δυνατή φωτιά, να «κάψει» και σοτάρετε μέσα σε αυτό το
κρέας, έως ότου ροδοκοκκινίσει . Ρίχνετε το κρασί, το καρότο, το κρεμμύδι, τη
σελινόριζα, το σκόρδο, τη δάφνη, αλάτι και πιπέρι. Σκεπάζετε και σιγοβράζετε,
ώσπου να μαλακώσει το κρέας και να μείνει ελάχιστη σάλτσα.
3. Αποσύρετε την κατσαρόλα από τη φωτιά, βγάζετε τα κομμάτια του κρέατος
και τα τοποθετείτε σε ζεστή πιατέλα και τα διατηρείτε ζεστά. Αφαιρείτε από τη
σάλτσα και πετάτε το κρεμμύδι, το σκόρδο και τα φύλλα δάφνης, την περνάτε από
το μύλο των λαχανικών ή το μπλέντερ και κατόπιν από λεπτή σίτα, ώστε να γίνει
λεία. Περιχύνετε με αυτήν τα κομμάτια του κρέατος και συνοδεύετε με πατατούλες
βραστές ή ρύζι πιλάφι. Έχετε την δυνατότητα να αφήσετε το κρέας λίγο
περισσότερο στην μαρινάδα ακόμα και 30 ώρες ιδιαίτερα αν είναι μπούτι
Στα Τρίκαλα ανήμερα τρώνε “γουρνάδα” δηλαδή ψητό χοιρινό κρέας ενώ το βράδυ των Χριστουγέννων τρώνε “κοντοσούφλι”, στην Στερεά Ελλάδα στο γιορτινό τραπέζι η παράδοση θέλει να υπάρχει χοιρινό με σέλινο αλλά και κοτόσουπα ενώ δε λείπουν η “πηχτή”, ο “πατσάς” και το ψητό. Ένα παλιότερο παραδοσιακό έδεσμα είναι οι “μπάμπες”, βρασμένο παχύ έντερο, γεμισμένο με συκώτι, σπλήνα, μυρωδικά και μπαχαρικά, στην Εύβοια φτιάχνουν “λίπα”, “αλευριά”, διάφορα λουκάνικα, πηχτή και “πασπαλά”, στην Πελοπόννησο επίσης επικρατεί το γουρουνόπουλο στον φούρνο, στην Αρκαδία η κρεατόπιτα αποτελεί παράδοση, στην Κεφαλονιά η “πουτρίδα” είναι χοιρινό με “κάβολε” δλδ κουνουπίδι ή με “μάπα” (λάχανο με μαλακά φύλλα κατάλληλο για λαχανοντολμάδες _χωρίς “νεύρα” είδος που δύσκολα βρίσκεις σήμερα), στην Σάμο απολαμβάνουν τα “χοιροσφάγια” και την “πηχτή”, στον Πόρο χοιρινό με σέλινο _νησιώτικη εκδοχή στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι.
Στη Σάμο παραδοσιακά κυριαρχεί το χοιρινό, με ξεχωριστό πιάτο τα “Χοιροσφάγια” και την “πηχτή” (βραστό χοιρινό με λεμόνι που πήζει) την ημέρα των Χριστουγέννων, ενώ το πιο γνωστό γλυκό είναι οι “Κατάδες” (σαμιώτικο κουραμπιές), μαζί με δίπλες και αμυγδαλωτά που συναντάμε σε πολλά νησιά. Παραδοσιακά φαγητά: Χοιροσφάγια/Πηχτή: Βραστό χοιρινό κρέας με λεμόνι, που λόγω του λίπους πήζει και τρώγεται την ημέρα των Χριστουγέννων. Άλλα τοπικά πιάτα: Αναφέρονται και άλλα «άγνωστα» παραδοσιακά φαγητά, συχνά με χοιρινό, που έφτιαχναν οι γιαγιάδες, όπως φαίνεται από παλιές εκδόσεις. Γλυκά: Κατάδες: Τα «κουραμπιέδες της Σάμου», πασπαλισμένοι με ζάχαρη άχνη. Δίπλες & Αμυγδαλωτά: Γιορτινά γλυκά που συναντώνται και σε άλλα νησιά. Συνοδεία Samos Vin Doux: Το γνωστό γλυκό κρασί της Σάμου, που μπορεί να συνοδεύσει ιδανικά τα γλυκά.
Στην Κέρκυρα η πηχτή _αυγολέμονο σούπα με ρύζι και κοτόπουλο, η γαλοπούλα γεμιστή με κάστανα και κουκουνάρια, ενώ το εορταστικό τραπέζι συμπληρώνει το μπουτίνο (κορφιάτικο παστίτσιο με γλυκιά κρούστα) τη δεύτερη μέρα, η συκομαΐδα (νωπή πίτα με ξερά σύκα, μούστο ή ούζο, πιπέρι, μάραθο και ξύσμα λεμονιού σύκα) και το παστό αλλαντικό Νούμπουλο φουμικάδο (φουμικάδο=καπνιστό: παραδοσιακό παστό χοιρινό, αρωματισμένο και καπνισμένο με ντόπια βότανα, κομμένο σε λεπτές φέτες). Το sofrito _αν και όχι παραδοσιακά χριστουγεννιάτικο δεν λείπει ποτέ (από τα γνωστότερα και κλασικά φαγητά του νησιού, μαζί με την παστιτσάδα και το μπουρδέτο). Η ονομασία του προέρχεται από τα ιταλικά (soffritto=τσιγαρισμένο, τηγανισμένο ελαφρά, λέξη που υπήρχε κατά την ενετοκρατία. Το κυριότερο υλικό του είναι το μοσχάρι (νουά, ουρά, στρογγυλό ή κιλότο) το οποίο είναι χτυπημένο σε φέτες και τηγανίζεται αλευρωμένο σε λάδι ενώ στη συνέχεια σιγομαγειρεύεται με τρία συστατικά που δημιουργούν ισορροπία εντάσεων μεταξύ τους (ξύδι, σκόρδο, μαϊντανός) _συχνά χρησιμοποιείται και λευκό κρασί. Σερβίρεται ζεστό με ρύζι ή πατάτες τηγανητές και παγωμένο ξηρό λευκό κρασί. Το αποτέλεσμα είναι πολύ νόστιμο πιάτο με πηχτή, λευκή, βελούδινη σάλτσα. Μην ξεχνάτε το ντόπιο κρασί και τα γλυκά της Κέρκυρας. Επίσης γαλοπούλα (γάλλος) Γεμιστή με κάστανα και κουκουνάρια και στο τραπέζι το “μποτσόνι” (πήλινη κανάτα με κόκκινο κρασί της νέας σοδειάς).
Στη Ρόδο,
τα Χριστούγεννα οι κάτοικοι απολαμβάνουν το χοιρινό, το οποίο σπάνια
υπήρχε στο τραπέζι τους τον υπόλοιπο χρόνο. Καθαρίζουν τα έντερα του ζώου για
να γίνουν οι Κολοσαφάδες. Παλιά, το λίπος που διαχωριζόταν από το κρέας
το έλιωναν στη φωτιά και έκαναν τη μίλα, το χοιρινό βούτυρο, που τοποθετείτο σε
πήλινα δοχεία. Τα μικρά κομμάτια κρέατος τα τσιγάριζαν με βούτυρο και έκαναν τα
κιρίγγια, ενώ από τα μεγαλύτερα έφτιαχναν τον καβρουμά. Τους κολοσαφάδες τους
μαγείρευαν συνήθως με κάποια γέμιση. Από το κεφάλι του χοίρου γινόταν η πηχτή,
μια σούπα που τρωγόταν βραστή με το δικό της λίπος, πολλά μπαχαρικά, πιπέρι και
μπόλικο λεμόνι. Η πηχτή και οι κολοσαφάδες ετοιμάζονταν την παραμονή. Δύο τρεις
μέρες πριν τα Χριστούγεννα, σφάζουν το χοίρο και από το κρέας του φτιάχνουν
διάφορες λιχουδιές. Γεμίζουν τα έντερα με το συκώτι του ψιλοκομμένο,
ρύζι, ψιλοκομμένη φλούδα πορτοκαλιού , αλάτι, πιπέρι, κίμινο ,σκόρδο τα ψήνουνε
και να οι κολοσαφάδες.
Καβρουμάς: Ψιλοκόβουμε το χοιρινό κρέας μαζί με το λίπος , το αλατίζουμε και το
βάζουμε στην κατσαρόλα. Το αφήνουμε να σιγοβράσει , μέχρι να βγάλει το νερό του
και το λίπος του να σκεπάσει το κρέας.
Πηχτή_έδεσμα γνωστό σχεδόν σε όλη την Ελλάδα: Καθαρίζουμε την γουρνοκεφαλή, την κόβουμε σε μικρά κομμάτια και τα βράζουμε με νερό . Ρίχνουμε φύλλα δάφνης, λίγο πιπέρι, φλούδα από πορτοκάλι, και αφού βράσει το κρέας το σουρώνουμε, μοιράζουμε το ζωμό σε μπολ και αφού πήξει …Καλή σας όρεξη
Το πνεύμα των ΧριστουγέννωνCélia González _San Salvador (η
φωτο δική της)
Εγώ είμαι ακόμη νέα _και ωραία Οι γονείς μου με δίδαξαν, όχι μέσω κάποιου
πνευματικού μαθήματος —αυτό δεν είναι το στυλ τους— αλλά μέσω του λιτού τρόπου
ζωής μας _ακόμη και τις γιορτές, ότι τα Χριστούγεννα είναι μια ευκαιρία να
χαρούμε και “να είμαστε ευτυχισμένοι”, ανεξάρτητα από τις δυσκολίες μας καθ’
όλη τη διάρκεια του έτους και κάθε μέρα, κάθε ώρα κάθε στιγμή.
Λατρεύω τα Χριστούγεννα. Μου αρέσει ιδιαίτερα η χριστουγεννιάτικη
ατμόσφαιρα που συνοδεύει ένα αναμμένο δέντρο μέσα στο σπίτι και τα φώτα στο
πλαίσιο της πόρτας, στα παράθυρα ή οπουδήποτε. Τις τελευταίες ημέρες του
Νοεμβρίου, προετοιμάζομαι, με τη βοήθεια φίλων και της ξαδέρφης μου και της
ανιψιάς μου Alisson αααα ΝΑΙ και του φίλου μου φυσικά, για την τελετουργία που
ξεκινάει από τη συναρμολόγηση του δέντρου μέχρι το ξεμπέρδεμα των φωτιστικών
και την απόφαση για το πώς θα τα κρεμάσουμε. Μέχρι να ξεκινήσει ο Δεκέμβριος,
το σπίτι μου είναι ήδη γεμάτο με ένα χριστουγεννιάτικο πνεύμα που διαρκεί μέχρι
τον Ιανουάριο, μετά την Ημέρα των Reyes Magos.
Αυτό ξεκινά από τότε που ήμουν παιδί και οι γονείς μου – η Teresa κι ο Armando – δημιούργησαν χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα όχι μόνο για τα παιδιά τους αλλά και για τους γείτονές τους. Τα φώτα στην πόρτα και στο χριστουγεννιάτικο δέντρο – ένα απλό κλαδί καφέ – συμβόλιζαν την χαρούμενη ατμόσφαιρα που δημιουργούνταν στο σπίτι μας, μια ατμόσφαιρα που επαναλαμβανόταν στα σπίτια των γειτόνων μας και τύλιγε την αγαπημένη μου Colonia Dolores. Από τότε, το πάθος για τα χριστουγεννιάτικα φώτα και η ιδέα ότι τα Χριστούγεννα είναι, πάνω απ’ όλα, μια πρόσκληση και πρόκληση να δημιουργήσουμε, όπου κι αν ζει κανείς, έναν χώρο κοινής χαράς όχι μόνο με την λαϊκή οικογένειά του αλλά και με τους γείτονες και τους φίλους της κοινότητας έχουν ενσωματωθεί στις προτιμήσεις, τις συνήθειες και στα απαρέγκλιτα πιστεύω μου. Με άλλα λόγια, η χριστουγεννιάτικη χαρά δεν προοριζόταν μόνο για χρόνια ευημερίας ή περιόδους αφθονίας (που εμείς σαν οικογένεια δεν είχαμε). Όσοι _όπως εμείς ζούσαμε σε σπίτια από πλίθρες ή λαμαρίνες δεν γυρίζαμε ποτέ την πλάτη στη χαρά των Χριστουγέννων. Οι δύσκολες εποχές —από τις οποίες οι κοινότητες της εργατικής τάξης, όπως αυτές στην Colonia Dolores εκείνη την εποχή, έχουν γνωρίσει πολλές— δεν αποτέλεσαν εμπόδιο για τους ανθρώπους να βρουν τρόπους, όσο επισφαλείς κι αν ήταν, να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα, όπως έκαναν κατά τη διάρκεια των σεισμών του 1965 και του 1986 και της 10ετίας του εμφυλίου πολέμου. Και το φωτισμένο δέντρο ήταν απαραίτητο _κεντρικό στοιχείο αυτής της χαρούμενης ατμόσφαιρας στο σπίτι.
Αυτές ήταν οι μέρες —οι δεκαετίες του ’60, του ’70 και του ’80— που η καρδιά του εορτασμού των Χριστουγέννων ήταν το σπίτι και η κοινότητα όπου ζούσε κανείς. Η ομορφιά κάθε φτωχικού στολιδιού και τα χρώματα των φώτων, ακόμη και στις πιο ταπεινές οικογένειες, μοιράζονταν με όσους είχαν παρόμοιες εμπειρίες ζωής και όνειρα. Και το αποτέλεσμα ήταν η ενίσχυση των οικογενειακών και κοινοτικών δεσμών. Αυτό που ήρθε αργότερα ήταν η μετατόπιση του κέντρου του εορτασμού των Χριστουγέννων από τα σπίτια και τις κοινότητες σε εμπορικά κέντρα και πλατείες και πάρκα, τα οποία έγιναν επίσης χώροι μαζικής κατανάλωσης. Τα αμφισβητήσιμα κριτήρια για την εξοικονόμηση ενέργειας στα νοικοκυριά, σε συνδυασμό με την εταιρική επίθεση να προσελκύσουν ανθρώπους όλων των ηλικιών και οικογένειες σε εμπορικά κέντρα, οδήγησαν στην καταστολή των καλύτερων και πιο γνήσιων πτυχών του εορτασμού των Χριστουγέννων: τη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας χαράς μέσα στο σπίτι και την γειτονιά. Χιλιάδες οικογένειες σταμάτησαν να θαυμάζουν τα δικά τους χριστουγεννιάτικα δέντρα και φώτα, καθώς και αυτά των γειτόνων τους _σβησμένα πια – για να συρρέουν σε εμπορικά κέντρα και γεμάτες πλατείες για να θαυμάσουν ένα τίποτα εντυπωσιασμού. Ένα έθιμο που, ανεξάρτητα από τις ατομικές πεποιθήσεις, επιτρέπει (ή επιτρέπει, όπου έχει σχεδόν χαθεί ανεπανόρθωτα) τα γνήσια χαμόγελα, τη ζεστασιά και το μοίρασμα όσων έχει κανείς (φασόλια με τυρί, ταμάλες, σάντουιτς με κοτόπουλο, λιγοστό κρέας ή γαλοπούλα) να υπάρχουν στη ζωή των αγαπημένων μας προσώπων έχει διαβρωθεί.
Είναι ένα έθιμο που δεν έχει εξαφανιστεί εντελώς. Είναι κρίμα που, δεδομένων των τρεχουσών συνθηκών _άλλοι κρατάνε τα ηνία και τα κλειδιά της οικονομίας, στη χώρα και στον κόσμο, δεν έχει βρεθεί τρόπος να αναβιώσει ευρέως και να καταστεί ενεργό στην κοινωνική δυναμική και σαν προοπτική: ένας για όλους και όλοι για έναν. Η αναβίωση της παράδοσης Salguerinas στο Pillarno, για την οποία μου μίλησε ο φίλος μου _έλα να μου δώσεις ένα φιλί αγάπη… αποτελεί μια αχνή απόδειξη ότι υπάρχουν τρόποι _πέρα από τον πολιτικό αγώνα για λαϊκό πολιτισμό να γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα χωρίς εμπορικά κέντρα ή αχαλίνωτο καταναλωτισμό. (σσ. Αστούριας, Ισπανία _ Las Salguerinas de Pillarno είναι μια ομάδα ή πρόγραμμα πολιτιστικής και κοινωνικής δυναμικής στην αγροτική περιοχή του Πιλλάρνο, που ασχολούνται με παραδοσιακές δραστηριότητες όπως Danza _χορός και συνεργάζονται με άλλες τοπικές ομάδες για τη διατήρηση και προώθηση του πολιτισμού της περιοχής. Η ονομασία συνδυάζει το “Salguerinas” _πιθανόν σχετίζεται με τοπική παράδοση και “Pillarno”, το όνομα του χωριού, δίνοντας έμφαση στην τοπική ταυτότητα). Η ευτυχία δεν πρέπει να εξισώνεται με επίδειξη, σπατάλη ή αχαλίνωτο καταναλωτισμό.
Αυτή η σύνδεση δεν έχει κάνει κανένα καλό στην κοινωνία μας (σσ. μιλά για το μακρινό και φτωχό Ελ Σαλβαδόρ) τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Έχει ενσωματωθεί τόσο βαθιά στο μυαλό και τις συνήθειες πολλών που πιστεύουν ότι ήταν πάντα έτσι, ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος να γιορτάζουμε. Αλλά υπάρχει, και βρίσκεται στην ατμόσφαιρα χαράς που δημιουργείται εκεί που ζει κανείς με αγαπημένα πρόσωπα, χρησιμοποιώντας ό,τι είναι διαθέσιμο για να διακοσμήσει και να φωτίσει τον χώρο όπου κάθε άτομο έχει βρει καταφύγιο από τα στοιχεία της φύσης. Έχοντας επίγνωση της τραγωδίας που, το 2020, έφερε βάσανα, ερήμωση και θάνατο σε εκατομμύρια σπίτια σε όλο τον κόσμο (σσ. εννοεί τον Covid), διατήρησα την παράδοση _όπως τότε που σχεδόν κανείς δεν το έκανε, να στήνω το δέντρο μου και να διακοσμώ την μπροστινή μου πόρτα με πολύχρωμα φώτα.
Η γαλοπούλαΞενόφερτο πιάτο στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι.
O
µπαρµπα-Mπρίλιος_ο µπαρµπα-Mπρίλιος
είχε ένα γάλο_είχε ένα γάλο πολύ µεγάλο, πολύ µεγάλοοοο
(…)
και τον ετάιζε, ψωµί κι αλάτι _ψωµί κι αλάτι
για να κάνει πλάτη, και τον ετάιζε, και τον ετάιζε
ψωµί γαρδούµπα, (ψωµί γαρδούµπα) για να κάνει τούµπα, (για να κάνει τούµπα)
Kαι τον ετάιζε, (και τον ετάιζε)
ψωµί µπουγάτσα, (ψωµί µπουγάτσα) για να κάνει µπράτσα…
ψωµί και χόρτα, (ψωµί και χόρτα) ώσπου δε χώραγε από την πόρτα,
Ώσπου µια µέρα, (ώσπου µια µέρα) µε δίχως ήλιο, (µε δίχως ήλιο)
ο γάλος έφαγε τον µπαρµπα-Mπρίλιο
_
σσ. κατ΄ άλλους μπάρμπα Σπήλιος
Οι πρώτες αναφορές στη γαλοπούλα: Η γαλοπούλα είναι ενδημικό πουλί της Βόρειας Αμερικής και έγινε γνωστή στην Ευρώπη μετά την ανακάλυψη της Αμερικής από τον Χριστόφορο Κολόμβο. Οι πρώτες γαλοπούλες έφτασαν στην Ισπανία γύρω στο 1520 και στη συνέχεια διαδόθηκαν στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Οι Ευρωπαίοι εντυπωσιάστηκαν από τη νοστιμιά και το μέγεθος της γαλοπούλας, που την καθιστούσε ιδανική για μεγάλα γεύματα και γιορτές. Στην Ευρώπη, πριν από την εισαγωγή της γαλοπούλας, τα χριστουγεννιάτικα γεύματα περιλάμβαναν συνήθως χήνα, πάπια ή αρνί, ανάλογα με την τοπική παράδοση. Ωστόσο, η γαλοπούλα άρχισε να αντικαθιστά αυτά τα κρέατα από τον 16ο αιώνα, κυρίως λόγω του μεγέθους της, που την καθιστούσε κατάλληλη για να θρέψει μεγάλες οικογένειες. Επιπλέον, το κρέας της ήταν πιο οικονομικό από άλλα (μοσχάρι, χοιρινό), γεγονός που την έκανε προσιτή για περισσότερους ανθρώπους. Η γαλοπούλα έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής στη Βρετανία τον 17ο αιώνα. Αναφορές δείχνουν ότι ακόμα και ο βασιλιάς Ερρίκος Η’ απολάμβανε γαλοπούλα στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι του, γεγονός που συνέβαλε στην εδραίωση του εθίμου. Τον 19ο αιώνα, η γαλοπούλα είχε πλέον καθιερωθεί ως το κύριο πιάτο των Χριστουγέννων στη Βρετανία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Η γαλοπούλα στην Αμερική: Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η γαλοπούλα έχει ιδιαίτερη σημασία όχι μόνο για τα Χριστούγεννα αλλά και για την Ημέρα των Ευχαριστιών (Thanksgiving). Σύμφωνα με την παράδοση, η πρώτη γιορτή της μέρας των ευχαριστιών, το 1621, περιλάμβανε γαλοπούλα ως μέρος του γεύματος που μοιράστηκαν οι προσκυνητές και οι αυτόχθονες Αμερικανοί.Η σύνδεση της γαλοπούλας με τα Χριστούγεννα στις ΗΠΑ πιθανόν να επηρεάστηκε από τη βρετανική παράδοση, ενώ η ευκολία εκτροφής και το μεγάλο μέγεθος του πουλιού το κατέστησαν ιδανική επιλογή για οικογενειακές συγκεντρώσεις. Κατά τους εκεί ηθογράφους αντιπροσωπεύει την αφθονία, τη φιλοξενία και την οικογενειακή ενότητα. Καθώς τα Χριστούγεννα είναι μια γιορτή που περιστρέφεται γύρω από την οικογένεια και την αγάπη, η γαλοπούλα ταιριάζει απόλυτα με το πνεύμα της περιόδου. Το τελετουργικό της προετοιμασίας και του ψησίματος της γαλοπούλας συνδέεται με τη δημιουργία αναμνήσεων και την ενίσχυση των οικογενειακών δεσμών.
Σύγχρονη εποχή: Σήμερα, η γαλοπούλα εξακολουθεί να είναι το κεντρικό πιάτο του χριστουγεννιάτικου τραπεζιού σε πολλές χώρες, αν και έχουν εμφανιστεί διάφορες παραλλαγές. Κάποιες οικογένειες επιλέγουν να την γεμίζουν παραδοσιακά, ενώ άλλες προτιμούν πιο μοντέρνες εκδοχές της συνταγής. Η γαλοπούλα δεν είναι απλώς ένα πιάτο· είναι ένα σύμβολο των Χριστουγέννων που φέρνει μαζί του μια πλούσια ιστορία και παράδοση. Από την Ευρώπη έως την Αμερική και πέρα από αυτήν, η γαλοπούλα παραμένει μια γλυκιά επιλογή.















