Βρεθήκαμε (11 Μαΐου) στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά όπου παρουσιάζεται φέτος (για τα εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή), μια ακόμη μεταφορά του θρυλικού μυθιστορήατος της Διδώς Σωτηρίου με τον Κώστα Καζάκο στον ρόλο του Μανώλη Αξιώτη (τον αντικατέστησε –επάξια λόγω προβλημάτων υγείας [;;] ο Νικήτας Τσακίρογλου, ευχόμαστε στο σ.φο Κώστα περαστικά!)
Παρατήρηση: εισιτήριο φαρμάκι –ειδική προσφορά (sic!) 20€ σε «λαϊκή | απογευματινή» για το «Μικρασιατικό Καισαριανής» …Πειραιάς είναι αυτός, μακριά η τέχνη από τη λαϊκή οικογένεια (τσίμπησε και το πούλμαν +4€)
Η ταυτότητα της παράστασης
Σκηνοθεσία θεατρική προσαρμογή Γιώργος Παλούμπης
–σε συνεργασία με τον Αντώνη Τσιοτσιόπουλο, σκηνογραφία-ενδυματολογία Νατάσσα
Παπαστεργίου, φωτισμοί Βασίλης Κλωτσοτήρας, μουσική σύνθεση Κώστας
Νικολόπουλος.
Παίζουν: Κώστας Καζάκος (Νικήτας Τσακίρογλου), Μιχάλης Σαράντης, Αντίνοος Αλμπάνης,
Θάνος Αλεξίου, Στέλιος Δημόπουλος, Μαρία Νεφέλη Δούκα, Τζένη Κόλλια, Φώτης
Λαζάρου, Δάφνη Λιανάκη, Ευθύμης Ξυπολιτάς, Παναγιώτα Παπαδημητρίου, Αντώνης
Τσιοτσιόπουλος, Κώστας Φυτίλης, Aντώνης Χρήστου.
Μουσικοί επί σκηνής: Αθηνόδωρος Καρκαφίρης και Βαγγέλης Παρασκευαΐδης.
Κορυφαίο μυθιστόρημα της ελληνικής πεζογραφίας, πολυδιαβασμένο και πολυμεταφρασμένο, τα «Ματωμένα Χώματα» της Διδώς Σωτηρίου (Αϊδίνι 1909 – Αθήνα 2004) αποτελούν μια ζωντανή μαρτυρία της ελληνικής ιστορίας των αρχών του 20ού αιώνα.
Κεντρικός ήρωας ο Μανώλης Αξιώτης, μικρασιάτης αγρότης που επιστρατεύτηκε στα Τάγματα Εργασίας του τουρκικού κράτους (1914-1918), έζησε την Καταστροφή του ’22 φορώντας τη στολή του έλληνα φαντάρου, αιχμαλωτίστηκε, έγινε λιμενεργάτης, συνδικαλιστής, μπήκε στην εθνική αντίσταση. Εγκατεστημένος πια στην Κοκκινιά διαβάζει το πρώτο βιβλίο της Διδώς Σωτηρίου (η οποία το έγραψε στα πενήντα της, αφού είχε πρώτα διαγράψει μια δημοσιογραφική πορεία) με τον τίτλο «Οι νεκροί περιμένουν». Συγκινείται, αναγνωρίζοντας πτυχές και μνήμες της δικής του ζωής και, συνταξιούχος πλέον, την αναζητεί για να της παραδώσει ένα τεφτέρι με προσωπικές σημειώσεις από τις αναμνήσεις του. Αυτή είναι και η βάση, η πρώτη ύλη για τα «Ματωμένα Χώματα»…
«Γραμμένο όλο σε πρώτο πρόσωπο, το βιβλίο είναι η ιστορία του Μανώλη Αξιώτη μέσα από τα δικά του λόγια, σαν μαρτυρία, σαν ένα μεγάλο οδοιπορικό σε εκείνη την περίοδο» λέει σκηνοθέτης ο Γιώργος Παλούμπης.
(σσ. –σύντομο βιογραφικό)
Στο Θέατρο Επί Κολωνώ, σκηνοθέτησε τις παραστάσεις “Dumb Waiter” (2003-2004)
του Χάρολντ Πίντερ, “Η Κατάρα των Πεινασμένων” του Σαμ Σέπαρντ (συν-σκηνοθεσία
με την Ελένη Σκότη), “Penetrator” του Άντονυ Νίλσον (2006-07), “Bug”
(2007-2008) του Τρέισι Λετς και “Δανειστές” του Αύγουστου Στρίντμπεργκ (2008).
Επίσης έγραψε και σκηνοθέτησε τα έργα “Penalty” (2005) στο Θέατρο Επί Κολωνώ,
“Νο 44” (2008) στο Θέατρο Μεταξουργείο και “ΠΑΚΜΑΝ” (2009-2010) στο Θέατρο
Χώρα.
Συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο (2012) σκηνοθετώντας το έργο “Αόρατη Όλγα” του
Γιάννη Τσίρου (ένα εκ των δύο έργων της παράστασης με τον γενικό τίτλο “Ξένος”)
για το οποίο η ηθοποιός Λένα Παπαληγούρα έλαβε το Βραβείο Μελίνα Μερκούρη
καλύτερης γυναικείας ερμηνείας.
Για τη σκηνοθεσία του στα έργα “50 λέξεις” (2010-2011) του Μάικλ Γουέλερ στο
Θέατρο Βικτώρια και “Κατάδικος μου” (2011-2012) στο Θέατρο Διάνα με τους Ελένη
Ράντου, Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη, Ορφέα Αυγουστίδη, ήταν υποψήφιος για το βραβείο
σκηνοθεσίας του περιοδικού «Αθηνόραμα».
Σκηνοθετεί τις παραστάσεις “Τον άυλο εσένα” (2013) του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη
στο Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν, “Τα λουλούδια στην κυρία” (2014) του Άκη Δήμου
στο Από Μηχανής Θέατρο, και “Addio Del Passato” (2015) στο Θέατρο Κάππα.
Με την Συντεχνία του Γέλιου συν-σκηνοθετεί με τον Βασίλη Κουκαλάνι τα έργα του
Φόλκερ Λούντβιγκ “Είστε και φαίνεστε” (2015) στο Σύγχρονο Θέατρο, “Ο Βάσος και
η Βιβή” (2016) στο Θέατρο Τζένη Καρέζη και “Ο Μορμόλης” (2018) του Ράινερ
Χίτσφελντ στο Σύγχρονο Θέατρο.
Ανεβάζει για το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος την “Αγγέλα” (2016) του Γιώργου
Σεβαστίκογλου. Συνεχίζει με τις παραστάσεις “Χαρτοπόλεμος” (2017) του Βαγγέλη
Ρωμνιού στο Θέατρο Ιλίσια-Βολανάκης, “Εθνικός Ελληνορώσων” (2018) του Αντώνη
Τσιοτσιόπουλου στο Από Μηχανής Θέατρο, “170 τετραγωνικά” (2019) του Γιωργή
Τσουρή στο Από Μηχανής Θέατρο και “Μελίσσια” (2019) του Αλέξη Σταμάτη στη Σκηνή
“Νίκος Κούρκουλος” του Εθνικού Θεάτρου.
Συνεργάζεται πάλι με τον Γιάννη Τσίρο στα “Αξύριστα πηγούνια” (2020) στο Θέατρο
Μικρό Χορν και παρουσιάζει το αριστούργημα του Χάρολντ Πίντερ “Πάρτυ γενεθλίων”
(2021) στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης.
«Είναι ο ίδιος που μιλάει για το τι περνάει, και
είναι αλήθεια ότι αυτός ο τρόπος γραφής δεν προτείνει μια θεατρική μορφή – αντιθέτως,
βρίσκεται πολύ μακριά. Επιπλέον εκτός από τον βασικό ήρωα, δεν υπάρχουν πολλά
πρόσωπα. Μόνον ο Δροσάκης που εμφανίζεται σε ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου και
είναι λίγο σαν τον μέντορα του Αξιώτη, όλοι οι υπόλοιποι χαρακτήρες είναι
περαστικοί. Οπότε πρέπει να επιλέξεις τι θα κάνεις» εξηγεί σχετικά με τη
διασκευή που επέλεξε να κάνει ο ίδιος σε συνεργασία με τον Αντώνη
Τσιοτσιόπουλο, με τον οποίο έχουν ξαναδουλέψει μαζί.
«Δουλέψαμε πολύ καιρό
πάνω στη δομή της διασκευής.
Πρώτα αποφασίσαμε τι θέλουμε από
αυτό το βιβλίο, ποιος θα είναι ο θεματικός
άξονας.
Για εμάς το κύριο θέμα είναι η ακρότητα
στην οποία μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος. Ποια είναι, υπό ακραίες συνθήκες,
τα όρια του ανθρώπου, τι μπορεί να κάνει αλλά και τι μπορεί να αντέξει.
Κι όλο αυτό δημιουργεί, εν τέλει, ένα αντιπολεμικό έργο».
«Υπάρχει σαφώς το κομμάτι της Διδώς
Σωτηρίου που έχει μια αριστερή ματιά πάνω στα πράγματα, σαν ο μέντορας του
Αξιώτη να του εξηγεί όλες τις πρώτες κομμουνιστικές
ιδέες. Και υπάρχει αυτό το στοιχείο και στην παράσταση, χωρίς όμως να ρίξουμε εκεί το βάρος μας,
… “αλλά
δεν μπορείς να το αγνοήσεις”».
Αντιπολεμικό μήνυμα
Δομημένη σε σκηνές, η παράσταση στήθηκε πάνω
στον αφηγητή Κώστα Καζάκο –τονίζει ο Γιώργος Παλούμπης: «Γνωρίζοντας ότι θα
αναλάβει τον ρόλο του Μανώλη Αξιώτη σε μεγάλη ηλικία, δημιουργήσαμε εξαρχής το
πλαίσιο που τον περιλαμβάνει. Ο Καζάκος λειτουργεί ως αφηγητής και δρων πρόσωπο
με τον τρόπο που εμπλέκεται κάποιος που αφηγείται τις δικές του μνήμες – σαν να
τις ζει εκείνη την ώρα. Θα μπορούσε να είναι και ο πραγματικός Μανώλης Αξιώτης.
Υπάρχει ένας συνεχής διάλογος αφήγησης και σκηνών – όπου ο Μιχάλης Σαράντης
είναι ο Αξιώτης σε νεότερη ηλικία. Κι εκεί υπάρχει πολλή δράση, με συνεχείς
σκηνές που προσπαθούν να φτάσουν την αξία των ίδιων των γεγονότων – βίαια, ακραία,
αδυσώπητα, μια δύσκολη ζωή. Αν και ακολουθούμε τη διαδρομή του έργου, η
παράσταση έχει κάποια χρονικά μπρος-πίσω».
Οσο για το αντιπολεμικό μήνυμα, ο τονίζει ότι «είναι και θα είναι πάντα
διαχρονικό και, δυστυχώς, επίκαιρο».
Αλήθεια, ο λόγος της Διδώς Σωτηρίου κυριαρχεί στην παράσταση; «Απολύτως» απαντά ο διασκευαστής και σκηνοθέτης, που εξηγεί ότι το «μοντάζ» είναι διαφορετικό ενώ ορισμένα τμήματα και γεγονότα δεν εμπεριέχονται στην παράσταση. «Κάποιες φορές για τις ανάγκες της θεατρικής προσαρμογής δημιουργήσαμε, δικούς μας διαλόγους. Ωστόσο η παράσταση βασίζεται στον λόγο, στη γραφή της Διδώς Σωτηρίου. Είμαστε πιστοί και σεβαστήκαμε το μυθιστόρημα.
Σαν προσωπογραφία μέσα σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο. Εκεί όπου αυτός ο άνθρωπος έζησε την ακρότατη στιγμή του και την ακρότατη στιγμή των ανθρώπων γύρω του. Δεν μας ένοιαζε ούτε να μιλήσουμε για μια εποχή ούτε να τη νοσταλγήσουμε. Θέλαμε να πούμε αυτό που λέει το βιβλίο: Τι θηρίο είναι ο άνθρωπος, τι μπορεί να αντέξει… Για να καταλήξουμε κι εμείς στην παράσταση με τη φράση «ανάθεμα στους αίτιους», όπως το μυθιστόρημα». Και ο Γιώργος Παλούμπης καταλήγει: «Δεν είναι μια παράσταση εποχής, ξεφεύγει από το ηθογραφικό κομμάτι. Είμαστε σαν ένας θίασος που έρχεται να πει την ιστορία, μια ιστορία που ακολουθεί ροκ ρυθμούς και υπό τους ήχους της ροκ μουσικής «περιγράφει» τον ήχο της σκληρότητας»…
Σεπ-2004
Θρηνούν... τα «ματωμένα χώματα»
Τα Ελληνικά Γράμματα, η Εθνική Αντίσταση, η
δημοσιογραφία, ο μικρασιατικός ελληνισμός έχασαν μια μεγάλη μορφή τους. Τη Διδώ
Σωτηρίου, η οποία «έφυγε» από τη ζωή, πλήρης ημερών, στο σπίτι της.
Η Διδώ Σωτηρίου γεννήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα στο Αϊδίνι της Μ. Ασίας.
Αργότερα, με την οικογένειά της εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη και μετά τη
Μικρασιατική Καταστροφή έζησε για λίγο στον Πειραιά και κατόπιν στην Αθήνα.
Μεταξύ των καθηγητών της στη Μέση Εκπαίδευση συγκαταλέγονταν ο μεγάλος
πεζογράφος και σοσιαλιστής, Κώστας Παρορίτης και η μεταφράστρια και ποιήτρια,
Σοφία Μαυροειδή - Παπαδάκη, καθηγητές που επέδρασαν στο να μυηθεί στις
προοδευτικές και κομμουνιστικές ιδέες. Στα 18 της η εύπορη οικογένειά της της
δίνει τη δυνατότητα να ταξιδέψει στην Ευρώπη. Σπούδασε γαλλική φιλολογία στο
Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών και μετά στη Σορβόνη.
Από νεαρή ηλικία ανέπτυξε πολιτικο-κοινωνική δράση μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ (στο οποίο έμεινε μέχρι περίπου τα τέλη του εμφυλίου) και γυναικείων οργανώσεων. Ως εκπρόσωπος γυναικείων οργανώσεων συμμετείχε σε συνέδρια όπως το Α΄ Παγκόσμιο Συνέδριο Γυναικείων Οργανώσεων για την Ειρήνη, καθώς και στο Παγκόσμιο Συνέδριο Λογοτεχνών, αφού, παράλληλα με τη δημοσιογραφική της δουλιά την οποία ξεκίνησε το 1933 (μεταξύ άλλων στα περιοδικά «Νέος κόσμος της γυναίκας», «Γυναικεία Δράση», «Κομμουνιστική δράση», αρχισυντάκτρια αργότερα στο περιοδικό «Γυναίκα»), ασχολούνταν και με τη λογοτεχνία. Ως δημοσιογράφος μαθήτευσε δίπλα στον Νίκο Καρβούνη, στον Κώστα Βάρναλη και άλλες μορφές των Γραμμάτων μας. Να σημειωθεί ότι το πρωί της 12ης Οκτωβρίου 1944, δηλαδή τη μέρα της απελευθέρωσης, η Διδώ Σωτηρίου έκλεινε πάνω στο μάρμαρο την πρώτη σελίδα του παράνομου ακόμα «Ριζοσπάστη», στην ελεύθερη γειτονιά της Ν. Ελβετίας στο Βύρωνα. Μαθαίνοντας την αποχώρηση των κατακτητών γράφει ως κεντρικό τίτλο του πρωτοσέλιδου της εφημερίδας το σολωμικό στίχο «ΧΑΙΡΕ, Ω ΧΑΙΡΕ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ».
Στη διάρκεια της κατοχής, μαζί με άλλες σπουδαίες αγωνίστριες - όπως την Μέλπω Αξιώτη, την Λιούντα Μάντακα, την Μ. Μάστρακα - δημοσιογραφούσε στα παράνομα ΕΑΜικά έντυπα και μετά την απελευθέρωση, για ένα διάστημα στα χρόνια 1946-1947 ανέλαβε την αρχισυνταξία του «Ριζοσπάστη», ενώ δημοσιογραφούσε και στο «Ρίζο της Δευτέρας». Αργότερα, όταν εκδόθηκε η εφημερίδα «Αυγή» συνεργάστηκε με άρθρα και χρονογραφήματα. Επίσης δημοσίευσε ποικίλα θέματα στο περιοδικό «Επιθεώρηση της Τέχνης».
Έκανε την εμφάνισή της στη λογοτεχνία από το περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι». Η πρώτη επίσημη λογοτεχνική της εμφάνιση έγινε το 1959 με το μυθιστόρημα «Οι νεκροί περιμένουν», το οποίο είχε έντονο αυτοβιογραφικό χαρακτήρα. Το επόμενο μυθιστόρημά της έχει τίτλο «Ματωμένα χώματα» (1962) και είναι από τα πιο πολυδιαβασμένα νεοελληνικά βιβλία, με 41 εκδόσεις έως το 1987, με θέμα τη Μικρασιατική καταστροφή και τα προβλήματα των ξεριζωμένων στην Ελλάδα μέχρι τις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Αλλα έργα της είναι το μυθιστόρημα «Εντολή» (1976) που αναφέρεται στη δίκη και εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη, συντρόφου της αδερφής της, Ελλης Παππά και «Κατεδαφιζόμεθα» (1982). Εγραψε επίσης τα παιδικά αφηγήματα «Μέσα στις φλόγες» (1972) και «Επισκέπτες» (1979). Στο ενεργητικό της είχε μια μονογραφία για τη φίλη και συναγωνίστριά της Ηλέκτρα Αποστόλου με τίτλο «Ηλέκτρα» (1961) και τη μελέτη «Μικρασιατική καταστροφή και στρατηγική του ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο». Να σημειωθεί ότι τα μυθιστορήματά της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, μεταξύ αυτών και στα τουρκικά.
Η Διδώ Σωτηρίου διακρινόταν για την αγάπη στη ζωή και την αισιοδοξία της, το χαμόγελό της, το πείσμα της κόντρα στα μακρόχρονα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε. Ήταν μεταξύ των ιδρυτικών μελών της Εταιρείας Συγγραφέων, η οποία αθλοθέτησε και το Βραβείο Πολιτισμού «Διδώ Σωτηρίου».
Όλα τα βιβλία της εδώ
(τίτλοι
τέλους από το βιβλίο –σσ. διατηρούμε το πολυτονικό της έκδοσης)
Σκοντάφτει
στό πεθαμένο κορίτσι. Ρίχνει μια ματιά καί σέρνει φωνή: «Αααχ! κορούλα μου! Σύ
’σουνα, παιδί μου!» Ξέγραφ’ τον τόν άνθρωπο τέτοιες ώρες...
Μιά
παρέα φαντάροι συζητούνε αίτιες κι ευθύνες.
Τό παν ήτανε νά στείλουνε καράβια, νά πάρουνε τόν κοσμάκη, νά τόν σώσουνε. Μά ούτε κι αυτό έγινε.
Ξέρω γιατί δέν έγινε. Μου τ’ ομολόγησε ένας καπετάνιος ένενήντα δυο μεγάλα καράβια, σου λέει, μαζευτήκανε στον Πειραιά, γιά νά πάνε στις θάλασσες τής Μικρασίας, νά πάρουνε κόσμο.
Όμως, καθώς άνοιχτήκανε στό πέλαγος, πήρανε μυστικό τηλεγράφημα άπ’ τήν κυβέρνηση: «Δέν είναι υποχρεωτική ή μετάβασις, άλλά προαιρετική».
Από τά ένενήντα δυο καράβια πήγανε μόνο τά
δεκαεφτά! Δέ θά ξεχάσω, στό Άκ Τσάι περιμένανε βαπόρι τριάντα πέντε χιλιάδες
γυναικόπαιδα. Εμείς, δέκα χιλιάδες φαντάροι έρχούμαστε άπ’ τ’ Άδραμίτι,
όταν...
Μπήγουν μαχαιριές στις μικρές μπλάβες καρδιές.
«Άααχ! Άααχ! Άχ!» Πλάσματα τής γης! Ποιά δύναμη σκότωσε τήν ψυχή σας! ’Ανθρώπινα χαμόγελα πού γενήκατε τρόμος, μόνο τρόμος καί θάνατος!
Καρσί,
στά μικρασιάτικα παράλια, άναβοσβήνουνε φωτάκια, αναβοσβήνουνε μάτια. Καρσί,
άφήσαμε συγυρισμένα σπίτια, κλειδωμένες σερμαγιές, στεφάνια στό κονοστάσι,
προγόνους στά κοιμητήρια. Άφήσαμε παιδιά καί γονιούς κι άδέρφια. Νεκροί άταφοι.
Ζωντανοί δίχως σπίτια. Βρικολακιασμένα όνειρα. Εκεί. Καρσί ήταν ίσαμε χτές ή
πατρίδα μας!
Μέσα
στή νύχτα, πού λές καί δέ θά ’χει ξημέρωμα, γλιστρούν μιά μιά οί γνώριμες
φιγούρες. Οί Κιρλήδες, ο Σεφκιέτ, ο Τσμαήλμπεης, ο Κιαρίμ έφέντης, ό Σουκρή
μπέης, ο Άλήνταης, ή Ένταβιέ... Δέ δίνουνται νά βοηθήσουν σέ τίποτα. 'Όλα
χάθηκαν!
Γκλάν!
Γκλάν! Μονότονα κουδούνια. Πλαδαρό τό βάδισμα τής γκαμήλας πού φέρνει στις
καμπούρες της τά ζεμπίλια καί τούς τορβάδες, τά σακιά μέ τή σταφίδα, τά σύκα,
τήν ελιά, τίς μπάλες μέ τά μπαμπάκια καί τά μετάξια, τά κιούπια καί τά βαρέλια,
τά ροδέλαια, τό ρακί, τά μπερκέτια τής Ανατολής. Πάνε όλα!
Γκαμηλιέρη!
Ταγκαλάκι μέ τά κοντοβράκια καί τόν κατιφέ στ’ άφτί, στάσου! Άδικα μήν
κουφώνεις τό χέρι στό στόμα τό μερακλωμένο τραγούδι σου δέ φτάνει πιά στήν καρδιά.
Σεφκιέτ! Δέ μέ γνωρίζεις, τζάνεμ; Χρόνια τρυγήσαμε μαζί γέλιο καί δάκρυ. Νέ άπίορ, Σεφκιέτ; Άχ, Σεφκιέτ! Σεφκιέτ! Θεριά γενήκαμε. Μαχαιρώσαμε, κάψαμε τίς καρδιές μας, άδικα.
Τί μέ κοιτάς έτσι άγρια, αντάρτη τού Κιόρ Μεμέτ;
Έγώ σέ σκότωσα καί κλαίω γι’ αυτό. Λογάριασε τί μού ’φαγες εσύ! Αδέρφια, φίλους, πατριώτες, τ’ Άμελέ Ταμπούρια, ολόκληρη σφαγμένη γενιά!
Τόσα φαρμάκια, τόση συφορά κι εμένα ό νούς νά γυρίσει θέλει πίσω στά παλιά! Νά ’ταν, λέει, ψέμα όλα οσα περάσαμε, καί νά γυρίζαμε τώρα δά στή γη μας, στούς μπαξέδες μας, στά δάση μας μέ τίς καρδερίνες, τίς κάργες καί τά πετροκοτσύφια, στά περιβολάκια μας μέ τίς μαντζουράνες καί τίς ανθισμένες κερασιές, στά πανηγύρια μας μέ τίς όμορφες...
Αντάρτη τού Κιόρ Μεμέτ, χαιρέτα μου τή γη όπου μάς γέννησε, Σελάμ σοϊλέ... Άς μή μάς κρατάει κάκια πού τήν ποτίσαμε μ’ αίμα. Κάχρ όλσούν σεμπέπ όλανλάρ! Ανάθεμα στούς αίτιους!
Μέ τούτο καί τ’ άλλο νύχτωσε. Οί κουβέντες σταμάτησαν. Κείνοι πού κατάφεραν καί κοιμήθηκαν ρουχάλιζαν βαριά. Σπασμένα μουγκρητά βγαίναν από τά στήθια - ήχοι βασανισμένοι, παραφουσκωμένοι τρόμο καί πόνο. 'Όσοι διπλώθηκαν στις μπατανίες τους, σάν εμένα, μέ στυλωμένα όλη νύχτα τά μάτια, παλεύανε μέ φριχτά οράματα. Άκουγες σιγανό, επίμονο ένα σερτό τρεμουλιαστό κλάμα: «Γί-ι-ιχ!» «Τ-ι-ιχ!» Πόνος άβάσταγος ομαδικός.
Σκιές σεργιανούνε μέσα στή νύχτα… χαντζάρες κόβουν κεφάλια. ’Άγρια, ίδρωμένα, βαρβατεμένα κορμιά ζεϊμπέκων άνοίγουνε μέ λύσσα σφιγμένα σκέλια κοριτσιών, καί πριν σηκωθούν από τόν άνομο έρωτα, μπήγουν μαχαιριές στις μικρές μπλάβες καρδιές…
Κυκλοφόρησε πριν από μερικές μέρες και το Σάββατο 7 Μάη έγινε η βιβλιοπαρουσίαση στο βιβλιοπωλείο της «Σύγχρονης Εποχής» σαν τμήμα της παρέμβασης που θα αναπτύξει το Κόμμα μας με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων απ’ την τραγική κατάληξη της ιμπεριαλιστικής εκστρατείας στη Μικρά Ασία, αλλά και με αφορμή άλλες επετείους, όπως σημειώνεται στον πρόλογο του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ που «ανοίγει» την έκδοση (ISBN 978-960-451-409-0 – σχήμα: 17|24 εκ., σελ.: 400)