Βασισμένη στο πολυβραβευμένο βιβλίο του Πάτρικ Ράντεν Κιφ, η σειρά αξιόλογη _με πολλά τα αστέρια των κριτικών και του κοινού, “Say Nothing” ρίχνει καλό φως σε μια ταραχώδη εποχή, που όλα ήταν αλλιώς. Να θυμίσουμε πως ήδη το 1996 ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός (ΙΡΑ) επιθυμεί τις διαπραγματεύσεις για μια λύση του προβλήματος της Βόρειας Ιρλανδίας, δηλώνοντας όμως πως “είμαστε σε θέση να πολεμήσει για άλλα 25 χρόνια τη βρετανική κυριαρχία”.
Ο Τζέρι Ανταμς, ηγέτης της πολιτικής πτέρυγας του ΙΡΑ, Σιν Φέιν, αναφέρει σε άρθρο του στην εβδομαδιαία ιρλανδο - αμερικανική εφημερίδα "Αϊρις Βόις" μερικές πτυχές από τη μυστική συνάντησή του (28 Φλεβάρη 1996) με την ηγεσία του ΙΡΑ. "Δε θα υπάρξει παράδοση των όπλων του ΙΡΑ κάτω από καμιά προϋπόθεση και σε κανέναν", τόνισε ο Τζ. Ανταμς "Ο αφοπλισμός όλων των ένοπλων οργανώσεων είναι βιώσιμος ως μέρος μιας διαπραγματευτικής συμφωνίας και κανείς δεν το γνωρίζει αυτό καλύτερο απ' ό,τι οι βρετανοί. Δε θα δεχτούμε καμιά προϋπόθεση". Ο ηγέτης του Σιν Φέιν ανέφερε μεταξύ άλλων ότι ηγέτες του ΙΡΑ του είπαν πως είναι έτοιμοι να επαναφέρουν την κατάπαυση του πυρός, η οποία έπαυσε να ισχύει, εάν η Βρετανία και η Ιρλανδία καταλήξουν σε μια βιώσιμη ειρηνευτική συμφωνία."Ζητούμε την ειρήνη και οι Βρετανοί τον πόλεμο. Εάν αυτό θέλουν πραγματικά, θα έχουν ακόμα 25 χρόνια πόλεμο", επισήμανε, σύμφωνα με τον Ανταμς, ένας από τους ηγέτες της οργάνωσης.
Στο μεταξύ, ο ΙΡΑ ανακοίνωσε πως δεν επιθυμεί σύγκρουσή του με τα προτεσταντικά ακραία στοιχεία της περιοχής. "Δεν επιθυμούμε με κανέναν τρόπο την ένοπλη σύγκρουση με το φιλοβρετανικό στοιχείο. Οι φιλοβρετανοί θα πρέπει να εξετάσουν τις θέσεις τους με μεγάλη σοβαρότητα. Η ηγεσία τους έχει αποδείξει πρόσφατα πως είναι ικανή να σκέπτεται με φαντασία και θα πρέπει να συνεχίσει να το πράττει", αναφέρει το ανακοινωθέν του. Η ανακοίνωση αυτή αποτελεί απάντηση στην είδηση που κυκλοφόρησε σχετικά με την πρόθεση μιας αποσχισθείσας ένοπλης ομάδας Διαμαρτυρόμενων να δολοφονήσει εξέχουσες προσωπικότητες του χώρου των Καθολικών. Παράλληλα, το Σιν Φέιν δηλώνει ότι είναι έτοιμο να ξεκινήσει τις προσπάθειες για την επιτυχία νέας εκεχειρίας εκ μέρους του ΙΡΑ, σύμφωνα με τον δεύτερο στην ιεραρχία του κόμματος, Μάρτιν Μακ Γκίνες. Ωστόσο, οι προσπάθειες του Σιν Φέιν δεν πρόκειται να αρχίσουν εάν το κόμμα "δεν είναι απολύτως βέβαιο πως πρόκειται να ξεκινήσουν οι πολυμερείς διαπραγματεύσεις", τόνισε ο Μακ Γκίνες σε μια παρέμβασή του σε ομιλία στο Πανεπιστήμιο του Ωλστερ στο Λοντοντέρι. Ο ίδιος υπογράμμισε πως δεν έχει καμιά απτή εγγύηση για εκεχειρία από μέρους του ΙΡΑ, όμως τόνισε πως "μπορούμε να προσπαθήσουμε". Το Σιν Φέιν παραμένει εκτός των "συμβουλευτικών" διαπραγματεύσεων που έχουν ξεκινήσει τη Δευτέρα στο Μπέλφαστ, που ως σκοπό έχουν τη συμφωνία διάφορων όρων για τις εκλογές (Μάης 1996).
Το 1999 ο ΙΡΑ τείνει πάλι κλάδο ελαίας: Τα μάτια όλων ήταν στραμμένα στον Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό, αναμένοντας να κάνει αυτή την πολυπόθητη κίνηση που θα σημάνει ότι συμμορφώνεται προς τας υποδείξεις και προχωρά στον αφοπλισμό, ώστε κάποια στιγμή να ενταχθεί στη νέα πραγματικότητα που προσπαθούν να διαμορφώσουν, αυτή της “ειρηνικής” Βόρειας Ιρλανδίας. Πάντως, αν και ο IRA δείχνει την πρόθεση να συμμορφωθεί, μία βιώσιμη ειρηνευτική διαδικασία μάλλον εξαρτάται από πολλούς παράγοντες και πλέον το μπαλάκι ξαναπέφτει στην αυλή των Ενωτικών Προτεσταντών, που έχουν εξαρχής πολλές επιφυλάξεις. Από τότε πάνε 15 χρόνια
Ιστορία και “ιστορίες”ΙΡΑ_Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός _Óglaigh na hÉireann (αγγλικά Irish Republican Army, IRA, ελληνικά ΙΡΑ)_ Αρχηγείο Δουβλίνο \ 1917–1922: Δύναμη 100.000 το
1918, 15.000 μάχιμοι (πρώτη γραμμή και προσωπικό υποστήριξης), 3.000 μαχητές. Ένοπλη
(ανεπίσημα παραστρατιωτική) οργάνωση που έδρευε στην Ιρλανδία και είχε ως
αρχικό στόχο την πλήρη ανεξαρτητοποίηση της (οικονομική και διοικητική) από τη
Μεγάλη Βρετανία με ίση μεταχείριση προτεσταντών -καθολικών και, στη συνέχεια,
την προσκόλληση της Βορείου Ιρλανδίας, στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας.
Ο ΙΡΑ ιδρύθηκε Ιανουάριο του 1919, διαδεχόμενος την ένοπλη οργάνωση Ιρλανδοί
Εθελοντές (Irish Volunteers), η οποία είχε ιδρυθεί το 1913. Πολλά από τα τότε
μέλη της ήταν -ταυτόχρονα- και μέλη του Κόμματος, Σιν Φέιν (Sinn Féin). Παρά
την εμπλοκή εθνικιστών, ο ΙΡΑ δρούσε ανεξάρτητα από το κόμμα και σπάνια είχε
πολιτική επιρροή. Κατά τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας (1919-1921), ο ΙΡΑ εφήρμοσε
τακτικές ανταρτοπόλεμου, στήνοντας ενέδρες, κάνοντας επιδρομές και προκαλώντας
δολιοφθορές, με ομάδες των 15-30.
Την 21η Νοε-1920, μέλη
του ΙΡΑ δολοφόνησαν δεκατέσσερις Βρετανούς πράκτορες και Ιρλανδούς συνεργάτες
τους, στο Δουβλίνο. Οι Βρετανοί απάντησαν ανοίγοντας πυρ ενάντια σε πλήθος που
παρακολουθούσε ποδοσφαιρικό αγώνα σκοτώντας δεκαπέντε άτομα, ενώ άλλοι τρεις
Ιρλανδοί πολιτικοί κρατούμενοι βρέθηκαν νεκροί στο Κάστρο του Δουβλίνου, το
οποίο, εκείνη την περίοδο, χρησιμοποιείτο ως φυλακή. Η ημέρα αυτή έμεινε στην
ιστορία ως "Ματωμένη Κυριακή" (Bloody Sunday), καθώς βρήκαν τον θάνατο
συνολικά 32 άνθρωποι. Οι επιτυχίες του ανταρτοπολέμου του Ιρλανδικού
Δημοκρατικού Στρατού ανάγκασαν τη βρετανική κυβέρνηση να προχωρήσει σε πολιτική
ρύθμιση, η οποία προέβλεπε τη δημιουργία ιρλανδικού κράτους, υπό τη μορφή
κτήσης. Παρά την υποχώρηση των Βρετανών, ένα μεγάλο μέρος των μελών της
οργάνωσης θεώρησε τους όρους απαράδεκτους. Αυτό δίχασε τα μέλη και τα χώρισε σε
δύο στρατόπεδα: το μεν πρώτο, το οποίο υποστήριζε τη σύναψη ειρήνης με τους
Βρετανούς και το δεύτερο, το οποίο θεωρούσε ότι, η συμφωνία έπρεπε να γίνει
μόνο με ευνοϊκότερους όρους και πως, σε διαφορετική περίπτωση, ο ένοπλος αγώνας
έπρεπε να συνεχιστεί. Η πρώτη παράταξη δημιούργησε τον επίσημο τακτικό στρατό
του Ελεύθερου Ιρλανδικού Κράτους (Irish Free State Army) και η δεύτερη
παράταξη, η οποία ξεκίνησε να ετοιμάζει ένοπλη αντίσταση ενάντια στην
ανεξάρτητη κυβέρνηση ίδρυσε τον "Στρατό των Ατάκτων", καθώς τα μέλη
της είχαν ονομαστεί "Άτακτοι" (The Irregulars). Ακολούθησε εμφύλιος
πόλεμος, με σφοδρές συγκρούσεις (1922-1923), ο οποίος έληξε μετά από
συνθηκολόγηση του Στρατού των Ατάκτων και επικράτηση του τακτικού κρατικού
στρατού.. Ωστόσο, παρά την ήττα τους οι Άτακτοι δεν παρέδωσαν τα όπλα, ούτε
διαλύθηκαν ως οργάνωση, επιδιώκοντας να πραγματοποιήσουν το όραμά τους για μια
ενιαία και δημοκρατική Ιρλανδία, το οποίο θα επέβαλλαν ακόμη και με τη βία.
Μετά τον εμφύλιο
Το 1931, η οργάνωση κηρύχθηκε παράνομη από την κυβέρνηση της Ιρλανδίας, καθώς διαρκώς στρατολογούσε νέα μέλη, τα οποία εκπαιδεύονταν και εκγυμνάζονταν στους κόλπους της και δημιουργούσαν αρκετές φορές επεισόδια. Το 1936, κηρύχθηκε παράνομος για δεύτερη φορά, ενώ το 1939, πραγματοποίησε μια σειρά βομβιστικών επιθέσεων επί αγγλικού εδάφους, με αποτέλεσμα η ιρλανδική Βουλή των Αντιπροσώπων (Ντάιλ Έιριν) να αποφασίσει να λάβει ακόμα σκληρότερα μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της κράτησης χωρίς δίκη. Κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τα μέλη του ΙΡΑ προκαλούσαν πολλά προβλήματα στην κυβέρνηση της Αγγλίας, η οποία εκτέλεσε πέντε ηγετικά και φυλάκισε 10άδες άλλα.
Ανεξαρτησία της Ιρλανδίας,
νέοι διχασμοί,
Προσωρινός και "Πραγματικός ΙΡΑ"
Δεκέμβρη του 1948, η Ιρλανδία μετατράπηκε σε ανεξάρτητη δημοκρατία, αποχωρώντας από τη Βρετανική Κοινοπολιτεία. Αφού, λοιπόν, η Ιρλανδία δεν αποτελούσε πια κτήση της Αγγλίας και είχε γίνει ανεξάρτητο κράτος, οι βλέψεις της οργάνωσης στράφηκαν στο μικρό κομμάτι του νησιού, στα βορειοανατολικά, το οποίο είχε παραμείνει: έτσι κατά τις 10ετίες του '50 και του '60, υπήρξαν κάποιες ενέργειες στη Βόρεια Ιρλανδία, από πλευράς ΙΡΑ, όμως, χωρίς μεγάλη ανταπóκριση από τους Ιρλανδούς της περιοχής. Στα τέλη της 10ετίας του '60, οι ρωμαιοκαθολικοί του Ώλστερ, ξεκίνησαν διαδηλώσεις ενάντια των διακρίσεων στο δικαίωμα ψήφου, στη στέγαση και στην απασχόληση, με τον Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό να τούς στηρίζει ενεργά. Αυτή η ενέργεια επανέφερε τον διχασμό στις τάξεις του ΙΡΑ (η κύρια διαφωνία ήταν ο βαθμός χρήσης βίας στις διαδηλώσεις), με αποτέλεσμα τα μέλη του να χωριστούν εκ νέου σε δύο παρατάξεις, έπειτα από συνέδριο του Σιν Φέιν, το 1969: τη λεγόμενη "επίσημη" (official) και τη λεγόμενη "προσωρινή" (provisional). Τα μέλη της Προσωρινής πτέρυγας (Πρόβος - Provos) τάχθηκαν υπέρ της τρομοκρατίας, καθώς αποτελούσαν, κυρίως, τα νεαρότερα ηλικιακά και μαχητικότερα μέλη της οργάνωσης. Στις αρχές της δεκαετίας του '70, οι Πρόβος εξαπέλυσαν πολλές τρομοκρατικές επιθέσεις, οι οποίες κόστισαν τη ζωή σε πολλούς Βρετανούς στρατιωτικούς και πολίτες, ενώ άφησαν πίσω τους και αρκετούς τραυματίες. Μεταξύ 1973 και 1975, η δράση των Πρόβος μειώθηκε, όμως, στο επόμενο διάστημα, η "προσωρινή" πτέρυγα του ΙΡΑ ξεκίνησε, και πάλι, τις βομβιστικές επιθέσεις, για να τραβήξει την προσοχή της κοινής γνώμης. Στις 20 Ιουλίου του 1981, εξερράγη μια βόμβα του ΙΡΑ στο Χάυντ Παρκ του Λονδίνου, η οποία σκότωσε τρεις άνδρες της έφιππης βασιλικής φρουράς και τραυμάτισε άλλους 23 ανθρώπους. Σχεδόν ταυτόχρονα, μια δεύτερη βόμβα του ΙΡΑ εξερράγη, η οποία σκότωσε έξι μέλη της στρατιωτικής φιλαρμονικής. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, μια παραφυάδα του ΙΡΑ, ο Ιρλανδικός Εθνικός Απελευθερωτικός Στρατός (Irish National Liberation Army) ανέλαβε την ευθύνη για τη βόμβα που εξερράγη σε μπαρ, στη Βόρεια Ιρλανδία, και σκότωσε 11 Βρετανούς στρατιώτες. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1974, βόμβα του ΙΡΑ εξερράγη στο Γκραν Οτέλ του Μπράιτον, στο οποίο διέμεναν μέλη της τότε κυβέρνησης του Συντηρητικού Κόμματος, συμπεριλαμβανομένης της πρωθυπουργού Μάργκαρετ Θάτσερ, προκαλώντας τεράστιες υλικές ζημιές, οδηγώντας στον θάνατο πέντε ανθρώπους και τραυματίζοντας, παράλληλα, πολλούς ακόμα. Ανάμεσα στους τραυματίες ήταν και ο υπουργός Νόρμαν Τέμπιτ. Το 1990, υπήρξε νέος διχασμός στις τάξεις του ΙΡΑ, από τον οποίο προέκυψε ο "Πραγματικός ΙΡΑ" (Real IRA), ο οποίος αποτελείτο, κυρίως, από τα περισσότερο σκληροπυρηνικά μέλη της οργάνωσης. Στον Πραγματικό IRA αποδίδονται οι ευθύνες για τη βομβιστική επίθεση στο Όμα, το 1998 και στο Λονδίνο, το 2001.
ΔιασπάσειςΜετά το τέλος του Ιρλανδικού εμφυλίου πολέμου (1922-23), ο IRA παρέμεινε στην ίδια μορφή για σαράντα χρόνια, όταν χωρίστηκε στον “επίσημο” IRA και τον “προσωρινό” το 1969. Ο Επίσημος IRA (OIRA), από το 1969 και μετά ήταν κυρίως “μαρξιστικός” στον πολιτικό του προσανατολισμό, ενώ η πολιτική του πτέρυγα, το Σιν Φέιν, έγινε το Εργατικό Κόμμα της Ιρλανδίας. Ο “προσωρινός IRA” (PIRA) διασπάστηκε από το “OIRA”, το 1969 σχετικά με την αποχή από τον αγώνα και τον τρόπο αντιμετώπισης της αυξανόμενης βίας στη Βόρεια Ιρλανδία. Αν και σε ρήξη με τον μαρξισμό του ΟΙΡΑ, επικράτησε ένας “αριστερός” προσανατολισμός και αυξανόμενη πολιτική δραστηριότητα. Ο “IRA της Συνέχειας” (CIRA), διασπάστηκε από το PIRA το 1986, διότι ο τελευταίος τερμάτισε την πολιτική του σχετικά με την αποχή του από τον αγώνα (αναγνωρίζοντας έτσι την εξουσία της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας). Το πραγματικό IRA (RIRA), αποσχίστηκε από το PIRA το 1997, και αποτελείται από μέλη που αντιτίθενται στην ειρηνευτική διαδικασία στη Βόρεια Ιρλανδία.
Πολιτικοποίηση της οργάνωσης __
κατάπαυση του πυρός
Μετά από απεργίες πείνας, το 1981, οι οποίες κόστισαν τη ζωή σε δέκα Ρεπουμπλικανούς, οι οκτώ εκ των οποίων ήταν μέλη του ΙΡΑ, οι ηγέτες του Σιν Φέιν, Τζέρρυ Άνταμς και Μάρτιν ΜακΓκίνες προσπάθησαν να πολιτικοποιήσουν την οργάνωση, έχοντας απώτερο σκοπό τα μέλη της να μπορούν να μετέχουν σε πολιτικές συζητήσεις, κάτι το οποίο κατάφεραν σε συνεργασία με τον ηγέτη του Σοσιαλδημοκρατικού και Εργατικού Κόμματος, Τζων Χιουμ, τον Αύγουστο του 1994, οπότε και ο ΙΡΑ κήρυξε "πλήρη κατάπαυση οποιασδήποτε στρατιωτικής δράσης". Δύο μήνες μετά, την παύση του πυρός από πλευράς τους, κήρυξαν και οι ενωτικοί προτεστάντες παραστρατιωτικοί. Ωστόσο, οι υποσχέσεις για εκπροσώπηση σε πολυμερείς συζητήσεις προς το Σιν Φέιν και τα πρώην μέλη του ΙΡΑ δεν τηρήθηκαν, λόγω της απαίτησης των ενωτικών για πλήρη αφοπλισμό του ΙΡΑ, με αντάλλαγμα το δικαίωμα συμμετοχής του Σιν Φέιν σε αυτές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μια νέα βομβμιστική επίθεση από τον ΙΡΑ στο Ντόκλαντς του Λονδίνου, η οποία σκότωσε δύο ανθρώπους. Τον Ιούλιο του 1997, τα μέλη του ΙΡΑ κήρυξαν εκ νέου κατάπαυση του πυρός, δεχόμενα τους όρους του αφοπλισμού και ορκιζόμενα να τηρήσουν τις αρχές της μη βίας. Έτσι, δύο μήνες μετά, τούς επιτράπηκε η συμμετοχή σε πολιτκές συζητήσεις. Τον Απρίλιο του 1998, υπογράφηκε η “Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής”, σύμφωνα με την οποία θα προέκυπτε νέα κυβέρνηση στη Βόρεια Ιρλανδία, μέσω μιας ημιαυτόνομης εθνοσυνέλευσης, στην οποία θα συμμετείχαν κόμματα και προτεσταντών και καθολικών και ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός θα αφοπλιζόταν πλήρως. Ωστόσο, η Εθνοσυνέλευση διαλύθηκε, λόγω αλληλοκατηγοριών. Οι Ιρλανδοί ρεπουμπλικανοί συμφώνησαν, τελικά, με την παραμονή της Βορείου Ιρλανδίας στο Ηνωμένο Βασίλειο, για όσο το επιθυμούσε η πλειοψηφία των κατοίκων της, αλλά τα μέλη του ΙΡΑ αρνήθηκαν να αχρηστεύσουν το σύνολο του οπλοστασίου της οργάνωσης. Δεκέμβρη του 2004, τα ηγετικά μέλη του ΙΡΑ πρότειναν την ολοκλήρωση του αφοπλισμού τους, όμως οι προτεστάντες απαίτησαν φωτογραφική τεκμηρίωση, κάτι που δεν έγινε δεκτό από την οργάνωση, η οποία έκανε λόγο για "απαράδεκτο εξευτελισμό". Στα τελευταία χρόνια δράσης του, ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός έτεινε να μετατραπεί σε μια αποκλειστικά εγκληματική οργάνωση, ιδιαίτερα μετά τη ληστεία της τράπεζας Northern Bank, τον Δεκέμβριο του 2004, στο Μπέλφαστ και τη δολοφονία του ρωμαιοκαθολικού Ρόμπερτ ΜακΚάρτνυ, τον Ιανουάριο του 2005, επίσης στο Μπέλφαστ. 28 Ιούλη 2005, ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός κήρυξε τον τερματισμό οποιασδήποτε ένοπλης ενέργειας και ανακοίνωσε πως, στο μέλλον, θα προσπαθούσε να επιτύχει τους στόχους του μόνο με ειρηνικά μέσα. Ο Τζέρρυ Άνταμς χαρακτήρισε την απόφαση αυτή "θαρραλέα και αξιόπιστη".
Μια ομάδα
κουκουλοφόρων που ανήκουν στον Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό (IRA) απάγει την
Τζιν Μακ Κόνβιλ μέσα από το διαμέρισμά της στο Μπέλφαστ. Αυτόπτες μάρτυρες
είναι τα δέκα πανικόβλητα παιδιά της, τα οποία μεγαλώνει μόνη της μετά τον
πρόσφατο θάνατο του συζύγου της. Έκτοτε, δεν την ξαναβλέπει ποτέ κανείς. Αυτή
είναι η εναρκτήρια σκηνή της σειράς Say Nothing, που βασίζεται
στο ομώνυμο non fiction βιβλίο (Μην πεις λέξη στα ελληνικά, εκδ.
Μεταίχμιο) του βραβευμένου Αμερικανού αρθρογράφου Πάτρικ Ράντεν Κιφ∙ και είναι
αρκετή για να μας εισαγάγει σε μια πραγματικά σκοτεινή εποχή. Μέσα από το
πρίσμα της αληθινής ιστορίας της Μακ Κόνβιλ, το πτώμα της οποίας ανακαλύφθηκε
30 χρόνια αργότερα, χάρη στις μακροχρόνιες και αγωνιώδεις προσπάθειες των
παιδιών της, η σειρά απεικονίζει τις “Ταραχές” στη Βόρεια Ιρλανδία, τις σκληρές
συγκρούσεις δηλαδή “ανάμεσα σε
Προτεστάντες και Καθολικούς”, από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 μέχρι την
ιστορική Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής, το 1998. Η σειρά αποτυπώνει στη
διάρκεια εννέα επεισοδίων τη φορτισμένη ατμόσφαιρα του Μπέλφαστ της εποχής,
μέσα από καθηλωτική σκηνοθεσία που αποφεύγει τις υπερβολές και πλοκή που
εστιάζει στις ανθρώπινες σχέσεις μεταξύ επιφανών στελεχών του IRA, όπως ο
αινιγματικός ηγέτης του, Τζέρι Άνταμς, το πρωτοπαλίκαρο Μπρένταν Χιουζ, με το
προσωνύμιο “The Dark”, και οι ενεργές στον ένοπλο αγώνα αδελφές Ντόλορς και
Μάριαν Πράις. Με Λόλα Πέτρικιου, Ρόρι Κινίαρ, Άντονι Μπόιλ Βαθμολογία
στο Rotten Tomatoes: 93%, στο IMDB 8,4\10
Η σειρά στριμάρεται από το
Disney+
Χωρίς να προσπαθεί να γίνει ένα εις βάθος μάθημα ιστορίας, το Say Nothing οδηγεί τους νεώτερους (και όχι μόνο) να αναζητήσουν περισσότερες πληροφορίες για την ταραχώδη ιστορία της Βόρειας Ιρλανδίας. Όπως και μετά τη σειρά Sherwood για την πρόσφατη βρετανική ιστορία (βρετανική τηλεοπτική αστυνομική δραματική σειρά 12 επεισοδίων που δημιουργήθηκε και γράφτηκε από τον James Graham, με τον David Morrissey και είναι εμπνευσμένο από πραγματικές δολοφονίες στο Nottinghamshire της Αγγλίας το 2004). Τότε, ήταν οι απεργίες των ανθρακωρύχων επί Θάτσερ, τώρα ο ΙΡΑ. Γεγονότα που απέχουν πια αρκετές δεκαετίες, μοιάζουν όμως σαν να έγιναν μόλις χθες (η ιστορία επαναλαμβάνεται σαν φάρσα).
Καθώς το πολιτικό τοπίο της Ευρώπης
δείχνει να “σκοτεινιάζει”
ξανά και ξανά,
τέτοιες οι σειρές αποτελούν διδάγματα
κοινωνικής ιστορίας _αρκεί
να έχουμε ταξικά γυαλιά, ώστε να βλέπουμε τη σωστή
της πλευρά,
διαβάζοντας Ριζοσπάστη και παρακολουθώντας 902.gr