Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κατίνα Παξινού. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κατίνα Παξινού. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

22 Φεβρουαρίου 2022

Κατίνα Παξινού: μοναδική κι ανόμοιαστη “ιέρεια” του ελληνικού θεάτρου | ζωηρό κορίτσι του σινεμά 🎬 📽️


 49 χρόνια από το θάνατό της

«Κοιτάξτε τον ήλιο, όσο είναι εκεί, και προσπαθήστε να φέρετε το φως και την ζεστασιά του στην καρδιά σας. Μπορείτε να δώσετε λίγη απ' αυτή την ζεστασιά σε κάποιον άλλον και αυτός σε κάποιον άλλον και αυτός σε άλλον;. Τότε δεν ήρθες μάταια στον κόσμο. Εχεις πετύχει κάτι. Είναι τόσο απλό». Με αυτά τα λόγια «έκλεισε» ένα ντοκιμαντέρ του NBC που ήταν αφιερωμένο σε αυτήν, μια ιέρεια της Τέχνης, την Κατίνα Παξινού.

Η Κατίνα Κωνσταντοπούλου - Παξινού γεννήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1900 στον Πειραιά και σπούδασε πιάνο και φωνητική στο Ωδείο της Βιέννης. Το 1917 η Κατίνα Κωνσταντοπούλου παντρεύτηκε με τον επιχειρηματία Γιάννη Παξινό. Απέκτησαν δύο κόρες, την Εθελ και την Ιλεάνα, αλλά χώρισαν το 1923.

Ως το 1926 η Παξινού πραγματοποίησε λυρικές εμφανίσεις στην Αθήνα και συνέχισε τις μουσικές σπουδές της στην Κοστάντζα της Ρουμανίας, στη Βιέννη και το Βερολίνο.
Το 1920 έκανε την πρώτη της θεατρική εμφάνιση, ερμηνεύοντας τη «Βεατρίκη», στο ομότιτλο, γραμμένο ειδικά για εκείνην, μελόδραμα του Δημήτρη Μητρόπουλου. Η μουσικότητα χαρακτήρισε ευθύς εξ αρχής και ως το τέλος την τέχνη της, ακόμα και όταν μεταπήδησε στο θέατρο πρόζας.

Καταλυτική γνωριμία

Το 1928, η Κατίνα Παξινού, συνεργαζόμενη με το θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη, γνωρίστηκε με τον Αλέξη Μινωτή (λογιστή αρχικά - σύμφωνα με επιθυμία των γονιών του - της τότε Τράπεζας Αθηνών), ο οποίος είχε προσληφθεί εξαιτίας της ωραίας φωνής του, ως κορυφαίος του Χορού για τις παραστάσεις του «Οιδίποδα τυράννου», όταν το 1922 ο θίασος Βεάκη - Ιατρίδου - Νέζερ έφθασε στα Χανιά και ζητούσε κομπάρσους. Ο Μινωτής ήταν που «μύησε» την Παξινού στην αξία του θεάτρου και εκείνη εγκατέλειψε τις σπουδές της στο Βερολίνο.
H πρώτη εμφάνισή της στο θέατρο πρόζας θα γίνει στο τέλος εκείνης της χρονιάς, με το έργο του Aνρί Mπατάιγ «H γυμνή γυναίκα», στο θίασο της Kοτοπούλη.

Το 1930, οι Κατίνα Παξινού, Αλέξης Μινωτής και Αιμίλιος Βεάκης συγκροτούν θίασο, ο οποίος ανεβάζει σημαντικά έργα του διεθνούς ρεπερτορίου. Το 1932, ο Φώτος Πολίτης, ο οποίος την ίδια χρονιά αναλαμβάνει τη διεύθυνση του μετονομασμένου (από «Βασιλικό Θέατρο») «Εθνικού Θεάτρου» καλεί το ζεύγος, πλέον, Παξινού - Μινωτή να εργαστούν στο Εθνικό Θέατρο.
Βρισκόμαστε σε μια σημαντική εποχή για την εξέλιξη του θεάτρου στην Ελλάδα, καθώς η μέχρι τότε κυριαρχούσα, αλλά μη ανεκτή κοινωνικοπολιτική σάτιρα, είχε δεχθεί καίριο πλήγμα από την βασιλομεταξική δικτατορία, η οποία εξόρισε και μια σειρά ηθοποιούς.

Αναβίωση του αρχαίου δράματος

Μετά τον αιφνίδιο θάνατο του Φ. Πολίτη, το 1934, τη διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου ανέλαβε ο Δημήτρης Ροντήρης, ο οποίος, στις 11 Σεπτεμβρίου 1938, ανέβασε την πρώτη μετά την αρχαιότητα παράσταση αρχαίου δράματος στην Επίδαυρο, με την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή.

Οπως αφηγήθηκε αργότερα ο Αλέξης Μινωτής, «όταν παίξαμε στα 1938 την "Ηλέκτρα" στην Επίδαυρο, κατέβηκαν οι χωριάτες απ' όλη την Αργολίδα. Η Κατίνα Παξινού έπαιζε την Ηλέκτρα και η Ελένη Παπαδάκη την Κλυταιμνήστρα. Μετά την παράσταση, απλοί αγρότες τους φιλούσαν τα ρούχα και τα χέρια και η Κατίνα έλεγε: "Σας παρακαλώ δεν είμαι παπάς. Μην μου φιλάτε το χέρι". Και κάποιος είπε: "Ο θεός να σ' έχει καλά παιδί μου που με έκανες και έκλαψα". Ηταν το κλάμα που ο Αριστοτέλης αποκαλεί κάθαρση».

Το 1939 και με προθέσεις περισσότερο προπαγανδιστικές, παρά καλλιτεχνικές, εκ μέρους του μεταξικού καθεστώτος, αποτολμήθηκε μια «μεγάλη περιοδεία» στις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, από τον γενικό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, Κωστή Μπαστιά.
Ο θίασος του Εθνικού ανέβασε στις 14 Ιουλίου στο θέατρο «Playhouse» της Οξφόρδης την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή. Την επομένη, οι αγγλικές εφημερίδες είχαν διθυραμβικές κριτικές για την Κατίνα Παξινού. Ο θρίαμβος ολοκληρώθηκε στις 18 Ιουνίου, όταν ο Μινωτής ανέβασε τον «Αμλετ» με την Παξινού ως Γερτρούδη.

Ο Μινωτής είχε ταξιδέψει σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες για να δει ερμηνείες άλλων ηθοποιών στο ρόλο του Αμλετ και για να δουλέψει το ρόλο απομονώθηκε στα Τρίκαλα Κορινθίας, όπου ήταν εκτοπισμένος ο μεταφραστής Βασίλης Ρώτας, με τον οποίο ανέλυσαν λέξη λέξη το ρόλο.
Το Εθνικό Θέατρο παρουσίασε στη Φρανκφούρτη, στις 27 Ιουνίου, την «Ηλέκτρα» και δύο μέρες μετά τον «Αμλετ». Και για τον Μινωτή και για την Παξινού γράφτηκαν ύμνοι από τους κριτικούς.

Η επιτυχία της στην «Ηλέκτρα» κράτησε την Κατίνα Παξινού στο Λονδίνο για παραστάσεις και εκεί την βρήκε η έκρηξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όπου και αποκλείστηκε. Ο Μινωτής βρισκόταν στην κατεχόμενη Ελλάδα.

«Όσκαρ» ερμηνείας

Η Παξινού κατάφερε και έφθασε με πολεμικό σκάφος στις ΗΠΑ, όπου έπαιξε την «Εντα Γκάμπλερ» του Ιψεν, στο «Μπροντγουέι».
Το 1941 η εταιρεία «Παραμάουντ» ετοίμαζε την κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Ερνεστ Χέμινγουεϊ «Για ποιον χτυπά η καμπάνα», βασισμένου στις εμπειρίες του ιδίου από τον Ισπανικό Εμφύλιο.
Αναζητώντας ηθοποιό για το πρόσωπο - άξονα του έργου, την Τσιγγάνα Πιλάρ, κάποιοι θυμήθηκαν την Κατίνα Παξινού στο ρόλο της «Ηλέκτρας».

Η Παξινού προκάλεσε πρωτοφανείς «δυσκολίες» στο Χόλιγουντ. Πρώτα - πρώτα αρνήθηκε να κάνει δοκιμαστικά, ύστερα άλλαξε μόνη της το κοστούμι του ρόλου της και, επιπλέον, χρειάστηκε να την κινηματογραφήσουν με τρεις μηχανές λήψης, συγχρόνως, για να μπορέσουν να συλλάβουν το συνεχή ερμηνευτικό δυναμισμό της, καθώς η μεγάλη ηθοποιός «αποδιοργανωνόταν» με τα μικρά ανεξάρτητα κινηματογραφικά πλάνα.
Το αποτέλεσμα ήταν εκπληκτικό και οι Αμερικανοί υποχρεώθηκαν να δώσουν το «Όσκαρ» ερμηνείας Β' γυναικείου ρόλου σε μια άγνωστη ξένη, η οποία δέχτηκε το βραβείο «για λογαριασμό όλων των συναδέλφων μου του Εθνικού Θεάτρου, ζωντανών ή νεκρών».

Πιστή στο θέατρο, αλλά και με «Όσκαρ» στον κινηματογράφο, η Κατίνα Παξινού συμμετείχε σε 11 ακόμα ταινίες, ενώ η μοναδική ελληνική ταινία, στην οποία πρωταγωνίστησε, το 1969, ήταν «Το νησί της Αφροδίτης» σε σκηνοθεσία του Γιώργου Σκαλενάκη, βασισμένη στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Αλέξη Πάρνη.

Νέα ερμηνευτική αισθητική

Το 1950, το ζεύγος Παξινού - Μινωτή επιστρέφει στην Ελλάδα και παίζει στο Εθνικό Θέατρο, με το οποίο περιοδεύει στη Νέα Υόρκη, στη Γερμανία και στο Παρίσι. Μετά το 1957, η Παξινού πρωταγωνιστεί σε παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου, ερμηνεύοντας έργα του αρχαίου δράματος και του διεθνούς σύγχρονου ρεπερτορίου.

Μιλώντας ο Μινωτής για την επιστροφή τους στην Ελλάδα, το 1950, είπε ότι η νέα απόπειρα σηματοδοτούσε κάτι το εντελώς αντίθετο απ' ό,τι έκανε ο Δημήτρης Ροντήρης, ο οποίος δούλευε μόνιμα με το μυαλό του Γερμανού, προπολεμικού σκηνοθέτη, Μαξ Ράινχαρτ και την αντίληψη που είχε εκείνος για τις ομαδικές απαγγελίες.

«Το κακό», κατά τον Μινωτή, «για το ελληνικό θέατρο είχε γίνει στις αρχές του αιώνα, όταν πέρασαν από την Αθήνα πολλοί Γάλλοι ονομαστοί ηθοποιοί, που έπαιξαν στο Στάδιο και άρχισαν τότε όλοι οι Ελληνες να τους μιμούνται και να "κατσαρώνουν" τη φωνή τους, μιλώντας βαρύγδουπα, με έπαρση και στόμφο. Στο μεσοπόλεμο οι Γερμανοί εισήγαγαν το αγελαίο, το οποίο είναι εντελώς αντι-ατομικό και ολότελα μακριά από το πνεύμα των αρχαίων συγγραφέων, οι οποίοι έκαναν μεν ένα χορό δεκαπέντε ατόμων, αλλά ήταν χορός εξατομικευμένος, δηλαδή τον αποτελούσαν δεκαπέντε άνθρωποι, όχι δεκαπέντε ζώα».

Το 1968 η Κατίνα Παξινού και ο Αλέξης Μινωτής αποκλείστηκαν από το Εθνικό Θέατρο, με απόφαση της δικτατορίας και συγκροτούν δικό τους θίασο. Τη χειμερινή περίοδο 1971-1972 η Παξινού παίζει, στο θέατρο «Πάνθεον», τη «Μάνα Κουράγιο» του Μπρεχτ, σε σκηνοθεσία του Μινωτή και θριαμβεύει με την ερμηνεία της, παρά τον καλπάζοντα καρκίνο, που τη χτύπησε.

Η Κατίνα Παξινού ήξερε πια για την αρρώστια της, αλλά διάλεξε μια αναμέτρηση με τα όριά της. Έβγαινε κάθε βράδυ στη σκηνή σέρνοντας ένα ολόκληρο και βαρύ κάρο.

Το καλοκαίρι του 1972, η Kατίνα Παξινού εμφανίζεται, για τελευταία φορά, στο θέατρο της Επιδαύρου, όχι ως ηθοποιός, πράγμα που δεν εμπόδισε το κοινό να υποκλιθεί χειροκροτώντας όρθιο την μεγάλη ιέρεια της Τέχνης, που «έφυγε» στα 72 της χρόνια, ορθοστατούσα και ικανή να παίζει στο σανίδι και στη ζωή άλλα 100 χρόνια...

(Ριζοσπάστης Γιώργος ΜΗΛΙΩΝΗΣ)


Αφιερώματα 

Την περίοδο από το 1950 μέχρι το θάνατό της το 1973 καλύπτει το δεύτερο μέρος του εξαιρετικού αφιερώματος της εκπομπής «Παρασκήνιο» στη μεγάλη ηθοποιό και τραγωδό Κατίνα Παξινού. Ο τηλεθεατής παρακολουθεί όλα εκείνα τα στοιχεία που την έκαναν να μεσουρανεί στην εθνική μας σκηνή, αλλά και στο ελεύθερο θέατρο.

Εκτός από την καλλιτεχνική της πορεία και δημιουργία στο δεύτερο μέρος του αφιερώματος υπάρχουν και πολλά σημαντικά ντοκουμέντα της προσωπικής της ζωής, μέσα από ερασιτεχνικά φιλμ των 8mm και μπομπίνες του ραδιοφώνου.

Από το 1952 μέχρι το 1967, χρονιά που η χούντα την απέλυσε από το Εθνικό, η Κατίνα Παξινού αποδίδει τόσο στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου όσο και στο Ηρώδειο και την Επίδαυρο μεγάλες τραγικές ερμηνείες, σε έργα μεγάλων θεατρικών συγγραφέων. Δημιούργησε τους ρόλους της ωριμότητάς της σε αρχαίες τραγωδίες, όπως την Εκάβη, τη Μήδεια, την Αγαύη, την Ιοκάστη και την Κλυταιμνήστρα.

Εξαιρετικές ήταν και οι ερμηνείες της μεταξύ άλλων στα έργα «Ο πατέρας» του Στρίνμπεργκ, «Το σπίτι της Μπερνάντα Αλμπα» του Λόρκα, «Ταξίδι της μακριάς μέρας μέσα στη νύχτα» του Ο' Νηλ, η «Τρελή του Σαγιό» του Ζιροντού και το «Σκοτάδι είναι αρκετά φωτερό» του Φράι.
Η δικτατορία το 1967 ανάγκασε την Κατίνα Παξινού και το σύζυγό της Αλέξη Μινωτή να παραιτηθούν από το Εθνικό. Μαζί θα ιδρύσουν, μετά από κάποιες περιοδείες στο εξωτερικό, το δικό τους θίασο ανεβάζοντας έργα που είχαν ήδη παίξει, αλλά και νέες παραστάσεις. Η παραγωγή όμως αυτών των πολυδάπανων έργων έφερε την Κατίνα Παξινού σε δύσκολη θέση, ενώ άρχισε να έχει και προβλήματα υγείας. Το «Μάνα κουράγιο» του Μπρεχτ υπήρξε το κύκνειο άσμα της. Η μεγάλη ηθοποιός έδωσε σημαντικές ερμηνείες και στον κινηματογράφο, όπως στην ταινία «Για ποιον χτυπάει η καμπάνα» και στην ταινία του Βισκόντι «Ο Ρόκκο και τ' αδέλφια του».

Τη σκηνοθεσία του αφιερώματος στην εκπομπή «Παρασκήνιο» υπογράφει ο Δημήτρης Δημογεροντάκης σε συνεργασία με τον Κώστα Μαχαίρα

ΚΑΤΙΝΑ ΠΑΞΙΝΟΥ
Πολύπλευρη καλλιτεχνική προσωπικότητα

Γράφει η Σοφία Αδαμίδου // στο Ριζοσπάστη

«Είναι τόσο σπάνιο στον καιρό μας» - είχε πει ο Ευγένιος Ο' Νιλ για την Κατίνα Παξινού, που φέτος έκλεισε τριάντα χρόνια φυσικής απουσίας - «ν' ανταμώσει κανείς στο θέατρο μια τόσο εκλεκτή και απλή γυναίκα και συνάμα μια τόσο σπουδαία καλλιτέχνιδα».

Την έχουν αποκαλέσει «ιερό καλλιτεχνικό τέρας». Όσοι είχαν την τύχη να τη δουν στη σκηνή, μιλούν για «τη δύναμη της μιμητικής πράξεως, που στην περίπτωση της Παξινού γινόταν πιο δυνατή από την ίδια την πράξη». Υπήρξε από τις ηθοποιούς, χάρη της οποίας ο θεατής αγάπησε το θέατρο, όπως συνέβη με όλους τους μεγάλους ηθοποιούς. Πολύπλευρη και ανεπανάληπτη καλλιτεχνική προσωπικότητα, από τη μια, και, παράλληλα, άνθρωπος καλόκαρδος, προσιτός και με χιούμορ, όπως λένε εκείνοι που τη γνώρισαν από κοντά. Σε πρόσφατη εκδήλωση του Εθνικού Θεάτρου, αφιερωμένη στη μνήμη της Κατίνας Παξινού, η Μαρία Χορς, μεταξύ πολλών περιστατικών που έζησε συνεργαζόμενη μαζί της, με συγκίνηση διηγήθηκε τις τελευταίες στιγμές που η μεγάλη ηθοποιός ανέβηκε άρρωστη στη σκηνή για το κύκνειο άσμα της, τη «Μάνα Κουράγιο»: «Μόλις τελείωσε και βγήκε για να χαιρετίσει το κοινό που χειροκροτούσε, έψαξε ανάμεσά τους με το βλέμμα της τον Μινωτή και αφού τον εντόπισε, του απευθύνθηκε... "Δεν ξέχασα τίποτε απόψε, τα είπα όλα"».

Φωτεινή παρουσία

Η φωτεινή παρουσία της Κατίνας Παξινού υψωνόταν στο προσκήνιο σα φλόγα μέσα από τον κρατήρα του καλλιτεχνικού πάθους, φτιάχνοντας ολόσωμες ζωντανές μορφές, που ολόγυρά τους φτερούγιζαν απόκοσμα μηνύματα φερμένα από τα κατάβαθα της γένεσης. Πάμπλουτη σε φαντασία, μαχητική, μεγαλοφυής στην τέχνη της εσωτερικής μεταμόρφωσης, μεγάλη ηθοποιός.

Οπως γράφει ο σύντροφος της ζωής και της τέχνης της, Αλέξης Μινωτής, «η αμεσότητα ήταν το κύριο συστατικό της ιδιοσυγκρασίας της. Τίποτε το θεωρητικό. Ήταν παντού ολόκληρη, ένα υλοποιημένο πνεύμα στην τελειότητα. Μια αληθινή μορφή γεμάτη, απόλυτα πραγματοποιημένη από στέρεα ψυχωμένα στοιχεία δύναμης, ευαισθησίας και ρυθμικού κάλλους... Ανανεωνόταν με τέτοια ραγδαιότητα, που δεν πρόφταινες να προσδιορίσεις τις πηγές από όπου ανάβλυζε η τόση νεότητα. Λέω και πιστεύω, από την αθωότητα, τη σύμφυτη με τη δημιουργική ιδιοφυία, που ίσχυε όχι μόνο στην τέχνη, μα και στη ζωή...».

(… χρονολόγιο | mini βιογραφικό)

Ανάμεσα σ' αυτά «Εκάβη», «Μήδεια», «Φοίνισσες» και «Βάκχες» του Ευριπίδη, «Η επίσκεψις της γηραιάς κυρίας» του Ντίρενματ, «Ταξίδι μακριάς μέρας μέσα στη νύχτα» του Ο' Νιλ, «Η τρελή του Σαγιό» του Ζαν Ζιροντού, «Μάκβεθ» του Σαίξπηρ. Το 1968, μετά τη θητεία της στο Εθνικό Θέατρο, η Κατίνα Παξινού και ο Αλέξης Μινωτής συγκροτούν θίασο που εμφανίζεται στο Θέατρο «Αυλαία» της Θεσσαλονίκης και στο Θέατρο «Διάνα» της οδού Ιπποκράτους.

Στο «Σινεάκ», το κινηματοθέατρο που αργότερα μετονομάστηκε σε Θέατρο «Παξινού», παίζει στα έργα «Η Ηρα και το παγώνι» του Σoν Ο' Κέιζι, «Οι παλαιστές» του Στρατή Καρρά, «Βρικόλακες» του Ιψεν, «Ματωμένος Γάμος» του Λόρκα, ενώ την περίοδο 1971-1972 ερμηνεύει, στο Θέατρο «Πάνθεον», την τελευταία μεγάλη της επιτυχία, ως «Μάνα Κουράγιο» του Μπρεχτ.

Μεγάλους ρόλους στη μεγάλη οθόνη

Εκτός από τη θεατρική της σταδιοδρομία, η Κατίνα Παξινού ερμήνευσε μεγάλους ρόλους στη μεγάλη οθόνη, σε ταινίες αμερικανικές και ευρωπαϊκές. Για την ερμηνεία της στο έργο «Για ποιον χτυπά η καμπάνα», της απονεμήθηκε το 1944 το βραβείο Οσκαρ από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου, ενώ το 1949 τιμήθηκε με το Βραβείο Κοκτό στο Φεστιβάλ Μπιάριτς για την ερμηνεία της στην ταινία «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα».

Η Κατίνα Παξινού, εκτός από τις αξέχαστες ερμηνείες της στο Θέατρο και τον κινηματογράφο, έκανε μεταφράσεις θεατρικών έργων του Ευγένιου Ο' Νιλ και έγραψε τη μουσική για την παράσταση «Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή, που ανέβασε το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη το 1933 και σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή το 1952. Παρασημοφορήθηκε με το Χρυσό Ανώτερο Ταξιάρχη Γεωργίου Α` και με τον Ανώτερο Ταξιάρχη της Δυτικής Γερμανίας. Τιμήθηκε ακόμη με τον τίτλο της Αξιωματούχου Γραμμάτων και Τεχνών της Γαλλίας και με το Βραβείο «Ιζαμπέλα Ντ' Εστέ».

Έγραψαν για κείνην

Για την παράσταση «Η Θυσία Του Αβραάμ» το 1933: «...η Κα Κατίνα Παξινού ως Σάρρα εδικαίωσε τας ελπίδας όσων παρακολούθησαν με ενδιαφέρον τη γοργήν εξέλιξιν του ταλάντου της. Ενεφάνισε μίαν Σάρραν - μητέρα με πληρότητα, ομολογουμένως αξίαν συγχαρητηρίων» («ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», 23 Μαρτίου 1933, Βασίλης Ρώτας).

Για τις «Φοίνισσες» το 1960: «Στην κορυφή των υποκριτικών πρέπει να μνημονευθή αμέσως η Κατίνα Παξινού (Ιοκάστη). Μια βασίλισσα τσακισμένη απ' τις συμφορές, μια μητέρα όλη αγωνία και τρόμους, που κρατούσε την ευγένεια της ράτσας της, τη λαχτάρα της μάνας, τον πόνο της γυναίκας. Μετάδωσε βαθιά συγκίνηση, χωρίς να ξεπέση ούτε στιγμή σε τραχύτητες και σκληρότητες» («ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», 21 Ιουνίου 1960, Μάριος Πλωρίτης).

Για το «Ταξίδι μακριάς ημέρας μέσα στη νύχτα» το 1965: «Λεπτεπίλεπτες αποχρώσεις χρησιμοποίησε η Κατίνα Παξινού στην ερμηνεία της μητέρας. Ο αγώνας της και η απόγνωσή της, αποδόθηκαν από την πρωταγωνίστρια της εθνικής μας σκηνής κατά τρόπο υποδειγματικό. Φωνή, έκφραση προσώπου, κίνηση, όλα υποτάχθηκαν στις απαιτήσεις μιας ακέραιης, ζωντανής, υπεύθυνης ερμηνείας» («ΑΛΛΑΓΗ», 3 Απριλίου 1965, Φάνης Καμπάης).

Ενθυμήματα μιας πλούσιας καλλιτεχνικής δράσης
Επίσκεψη στο Μουσείο Κατίνας Παξινού

Κλυταιμνήστρα, Ηλέκτρα, Μάνα κουράγιο, Ιοκάστη, Μπερνάρντα Αλμπα, Μήδεια, Ολίβια, Αγαύη, λαίδη Μάκβεθ, Γερτρούδη, Εντα Γκάμπλερ, μεγάλες μορφές του θεάτρου, άσαρκες σκιές έμπνευσης και ονείρου, που συνέλαβαν οι ποιητές και κλήθηκε και εκείνη να τις καταστήσει εμπράγματες, μεταστοιχειώνοντας την ίδια της σάρκα μέσα στη διαδρομή της ζωής της και της σαρανταπεντάχρονης καριέρας της πάνω στη σκηνή. Την ονόμασαν γιατί ήταν "ιερό τέρας" της σκηνής. Οι εσωτερικοί παλμοί, οι αποχρώσεις της φωνής και των διαθέσεων, οι σωματικές και συναισθηματικές δονήσεις των μεγάλων ηθοποιών, όλα όσα "κατέθεσε" στη σκηνή, μπορεί να μην καταγράφονται, ωστόσο ποτέ δε χάνονται ολότελα. Από την οπτική του συντελεσμένου έργου, δηλαδή, μπορεί πλέον, να μη βλέπουμε τη "δαιμόνια" ηθοποιό, Κατίνα Παξινού, δρώσα, την ατενίζουμε, όμως, μέσα από τη μνήμη που "κληροδότησε" στην ιστορία του θεάτρου μας, η μεγάλη ηθοποιός, εκείνη που σφράγισε με την ερμηνεία της τις μεγάλες μορφές του παγκόσμιου θεάτρου.

Αφορμή γι' αυτό το μικρό και σεμνό ελεγείο της ηθοποιού, της οποίας το πολυσήμαντο σώμα "φιλοξενεί", εδώ και 23 χρόνια, η αττική γη και της οποίας η παρουσία μέσα στο χώρο και το χρόνο ευκολύνει και την αξιολόγηση και την ταξινόμηση των αξιών, στάθηκε η επίσκεψή μας στο Μουσείο Κατίνας Παξινού, που λειτουργεί σε ειδική αίθουσα του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (επισκέψεις μετά από τηλεφωνική επικοινωνία στο 210 52 21 420)

Η πρωτοβουλία για τη δημιουργία της Αίθουσας Κατίνας Παξινού οφείλεται στον Αλέξη Μινωτή. Βέβαια, το μουσείο είναι μέρος του κληροδοτήματος Μινωτή, ο οποίος μάλιστα εκτιμώντας την πολιτιστική δραστηριότητα του Ιδρύματος, το κατέστησε κληρονόμο του σε όλη την ακίνητη και κινητή περιουσία του, για να γίνουν ορισμένα πράγματα, που θα ενισχύσουν τη θεατρική κίνηση με υποτροφίες και με εκδόσεις βιβλίων. Μεταξύ αυτών ένα τιμητικό λεύκωμα για την Παξινού και τον Μινωτή, με πλούσιο φωτογραφικό υλικό, με έρευνα που έγινε σε διάφορα αρχεία για τις παραστάσεις και την καλλιτεχνική δραστηριότητά τους.

Πορεύεσθαι κατά τέχνην

Στο μουσείο έχει στεγαστεί το σύνολο του Αρχείου Παξινού, καθώς και έπιπλα, πίνακες και άλλα προσωπικά της αντικείμενα και πολλά ενθυμήματα της καλλιτεχνικής της δράσης, ώστε να προβληθούν με τρόπο ζωντανό στο θεατρόφιλο κοινό και να γίνουν προσιτά στους μελετητές του Νεοελληνικού Θεάτρου. Στα εκθέματα, λοιπόν, περιλαμβάνονται πολλές φωτογραφίες, οι οποίες μαρτυρούν, και για όποιον δεν έχει δει ποτέ στο θέατρο την Κατίνα Παξινού, πόσο σπουδαία υπήρξε, αφού σε κάθε ρόλο είναι "άλλη". Τόσες πολλές διακρίσεις, κυρίως από το εξωτερικό, μετάλλια και βέβαια το Όσκαρ, που της χάρισε ο ρόλος της Πιλάρ, στην ταινία "Για ποιον χτυπά η καμπάνα".
Και ακόμη, πίνακες, μακέτες και σχέδια, πολλά από τα οποία είναι του Γιάννη Τσαρούχη.

Προσεχώς η αίθουσα θα μεταστεγαστεί σε μεγαλύτερο χώρο, πιθανόν κάπου κοντά στο Εθνικό Θέατρο, για να περιλάβει το ανάλογο υλικό του Αλέξη Μινωτή.Μαζί, όπως ήταν σε όλη τους τη ζωή, θα εξακολουθούν να υπάρχουν μέσα από τις μνήμες που καταγράφηκαν πάνω στα προσωπικά τους αντικείμενα, που, τι τραγικό, αντέχουν περισσότερο από τη δική τους ύλη, ίσως γιατί ποτίστηκαν από το πνεύμα και την ψυχή τους, που δεν πεθαίνουν ποτέ. Σαράντα πέντε χρόνια, "μαζί, από το σπίτι στο θέατρο και από το θέατρο στο σπίτι", όπως ο ίδιος έλεγε.

Ο θάνατός της τον "μάτωσε". Είναι συγκινητική η ομολογία του στο κείμενο με τίτλο "Ο αποχωρισμός", που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του "Πορεύεσθαι κατά τέχνην" (Καστανιώτης, 1988). "Εσκισε μια δίδυμη ψυχή στην ολάκερη ώρα της προχωρημένης ωριμότητας, όταν πια ομολογούσε στο κάθε λεπτό της ώρας το νόημα της αιωνιότητας μέσα στον καθημερινό, τον εφήμερο βίο. Σε τι άραγε να χρησιμεύουν, στους σκοπούς της φύσης, τέτοιοι επίγειοι βαθιοί δεσμοί; Τέτοιες ενώσεις; Και τι να σημαίνει η βίαιη διάλυσή τους; Ένα τραγικό μυστήριο είναι η ερημιά που ακολουθεί κι ανεξιχνίαστη η σκοπιμότητα της οδύνης που αυξάνει και πάει".

Κέφι της δεξιοτεχνίας

Οσα κι αν έχουν γραφτεί, πάντως, για τη σπουδαία ηθοποιό, δε φτάνουν σε αξία τα λόγια του ανθρώπου, που πιο κοντά από τον καθένα τη γνώρισε. "Στα πολλά μας χρόνια - γράφει ο Αλέξης Μινωτής - κάθε μικρή στιγμή, κάθε κοινότοπη ασημαντότητα, στα της ζωής και της εργασίας, έπαιρνε από κείνη εύρος, ένταση, λαχτάρα. Ανανεωνόταν με τέτοια ραγδαιότητα από ώρα σε ώρα, που δεν πρόφταινες να προσδιορίσεις τις πηγές από όπου ανάβλυζε η τόση νεότητα. Λέω και πιστεύω, από την αθωότητα τη σύμφυτη με τη δημιουργική ιδιοφυία, που ίσχυε όχι μόνο στην τέχνη, μα και στη ζωή, που ήταν του χεριού της και την έκανε ό,τι ήθελε: απλή, ακατάστατη, απρόοπτη, εξαντλητική στη διαρκή της ένταση, στην παιδική της τρυφερότητα και στη στοχαστική της ηρεμία. Το κέντημα, που ψιλοδούλευε ολοχρονίς, ανάμεσα σε πρόβες και διαλείμματα ή στην ξεγνοιασιά του σπιτιού, δεν ήταν της υπομονής ή της ραστώνης παρά της περισυλλογής".

"Κεντούσε με επιτηδειοσύνη και γρηγοράδα τα λαϊκά πουλιά και τα λουλούδια του Λόρκα, να τα τελειώσει πριν κατέβει ο "Ματωμένος γάμος" μην και χάσει τη γνήσια τέρψη του αυθεντικού τρόπου της βελονιάς μιας αγρότισσας της Ανδαλουσίας, της Μάνας. Επλεκε το μάλλινο του εγγονού με μετρήματα προσεκτικά που δεν ήταν παρά χάδια και αγκαλιάσματα. Τίποτε το πρακτικό. Μαγείρευε και δεν ήταν σκοπός το φαϊ, μα η τέχνη της μαγειρικής, το κέφι της δεξιοτεχνίας, η ανιδιοτέλεια του κόπου, η χαρά του περιττού, η απασχόληση με τα πράγματα, τα αντικείμενα, τα χειροπιαστά, τα αισθητά. Η μουσική ανέπνεε μέσα της βαθιά και σίγουρα, σαν ένα σπλάχνο ολοζώντανο. Με την Εβδόμη του Μπετόβεν πέρασε τις τελευταίες της μέρες. Κυλούσε μέσα της ο ρυθμός σαν αποκάλυψη, η μελωδία τη βάθαινε σαν στοχασμός. Και μια φορά, σε μια στιγμή λαμπρής διαύγειας μου λέει: "Είπες τον Σαίξπηρ μαθητή του Θεού, ε; Ετούτον εδώ, τον Μπετόβεν, εγώ τον λέω δάσκαλο του Θεού. Τόσο ήταν δεμένη η ψυχή της με τον ήχο. Μια αληθινή μορφή, γεμάτη, απόλυτα πραγματοποιημένη από στέρεα ψυχωμένα στοιχεία δύναμης, ευαισθησίας και ρυθμικού κάλλους".

Αλλωστε την πρώτη της διάκριση, το πρώτο βραβείο το κέρδισε χάρη στο φωνητικό της ταλέντο. Μαθήτρια ακόμη σπούδασε φωνητική στο Ωδείο της Γενεύης, από όπου αποφοίτησε με το πρώτο βραβείο. Το αθηναϊκό κοινό είχε την ευκαιρία να θαυμάσει τη φωνή της και τη σκηνική της παρουσία σε διάφορα ρεσιτάλ, αλλά κυρίως στην όπερα "Βεατρίκη" του Δημήτρη Μητρόπουλου,το 1920. Ολα έδειχναν ότι η Κατίνα Παξινού θα είχε λαμπρό μέλλον στα μεγάλα λυρικά θέατρα της Ευρώπης.

Η γνωριμία της, όμως, με τον Αλέξη Μινωτή,το 1927, ανέτρεψε τις προβλέψεις. Εγκατέλειψε το τραγούδι και αφοσιώθηκε οριστικά στην τέχνη της υποκριτικής. Αρχισε έτσι η κοινή πορεία των δύο καλλιτεχνών στη ζωή και το θέατρο, που κράτησε ως το "τέλος". Το θεατρικό ξεκίνημα της Κατίνας Παξινού έγινε δίπλα στην Μαρίκα Κοτοπούλη,στο έργο του Ανρί Μπατάιγ "Η γυμνή γυναίκα",το 1928. Ακολούθησε η περιοδεία του θιάσου Κοτοπούλη στην Αμερική, το 1930, όπου η νέα τότε ηθοποιός υποδύθηκε για πρώτη φορά την Κλυταιμνήστρα στην "Ηλέκτρα" του Σοφοκλή.

Το 1931 βρίσκει τον Αλέξη Μινωτή και την Κατίνα Παξινού,στο θίασο του Αιμίλιου Βεάκη.Τον επόμενο χρόνο εγκαινιάζεται το Εθνικό Θέατρο.Εναρκτήριο έργο ο "Αγαμέμνων" του Αισχύλου,σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη.Ο Βεάκης ως Αγαμέμνων, η Παξινού ως Κλυταιμνήστρα και ο Μινωτής ως Κήρυκας συμμετέχουν σ' εκείνη την πρώτη ιστορική παράσταση. Από τότε και για πολλές δεκαετίες η εξέλιξη του Εθνικού Θεάτρου συνδέθηκε αναπόσπαστα με τη σταδιοδρομία των δύο καλλιτεχνών.

Αυτή την Κατίνα Παξινού,όπως τόσο γλαφυρά περιγράφει ο σύντροφος της ζωής της και της σκηνής, τη "συναντάμε" στο μικρό χώρο, απέναντι από την πόρτα εισόδου, αναπαράσταση ενός καμαρινιού, όπου εκτίθενται είδη μακιγιάζ, τρία ζευγάρια γυαλιά, βεντάλιες, ποστίς, περουκίνια, ψεύτικα κοσμήματα, ένα τσαντάκι με το κέντημα και το πλεκτό της, καθώς και μια καρέκλα με δικό της κέντημα. Ένας χώρος, που πραγματικά δημιουργεί συγκίνηση, όπως όλες οι αναπαραστάσεις καμαρινιών σαν αυτές που υπάρχουν στο Θεατρικό Μουσείο. Εκεί μέσα νιώθεις πιο έντονη την απουσία αλλά και την παρουσία.Τα προσωπικά της αντικείμενα, οι φωτογραφίες, οι διακρίσεις της, όλα όσα υπάρχουν στο χώρο αυτό που είναι δικός της ανακαλούν στον επισκέπτη τη μαγεία της σκηνικής της παρουσίας, ενεργοποιούν τη φαντασία και την ευαισθησία όσων δεν πρόλαβαν να τη δουν στη σκηνή, αλλά και τις μνήμες όσων είχαν την τύχη να τη γνωρίσουν.
Αξίζει, πραγματικά, να το επισκεφτείτε.

“Ρεκόρ”

Η θρυλική Κατίνα Παξινού κατέχει μία σειρά από περίεργα ρεκόρ. Απέκτησε τη φήμη της στην Ελλάδα από τις θεατρικές εμφανίσεις της, ενώ γνώρισε την παγκόσμια αναγνώριση από τις λιγοστές ταινίες που έπαιξε. Επίσης, είναι η πρώτη Ελληνίδα καλλιτέχνιδα που πήρε Όσκαρ Ερμηνείας, ενώ για πρώτη φορά απονεμήθηκε το συγκεκριμένο Όσκαρ σε μη Αμερικανό ηθοποιό. Και φυσικά είναι η πρώτη Ελληνίδα ηθοποιός που εμφανίστηκε στις σκηνές του Μπρόντγουεϊ,  που τις έδωσε την αναγνώριση και την ώθηση για να παίξει σε σημαντικές ταινίες, σπουδαίων ξένων σκηνοθετών.

Η Παξινού στάθηκε «τυχερή», καθώς είχε την ευκαιρία το 1943 να παίξει έναν σημαντικό ρόλο –όπως αναφέραμε παραπάνω, στην ταινία “Για Ποιον Χτυπά η Καμπάνα;”, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Έρνεστ Χέμινγουεϊ και σε σκηνοθεσία Σαμ Γουντ, ερμηνεύοντας μια "φημισμένη Ισπανίδα αντάρτισσα ενάντια στους φασίστες του Φράνκο", έχοντας δίπλα της τους διάσημους Γκάρι Κούπερ και Ίνγκριντ Μπέργκμαν. Η ταινία προτάθηκε για 9 Όσκαρ, αλλά τελικά θα κερδίσει μόνο ένα, αυτό του Β’ Γυναικείου Ρόλου με την Κατίνα Παξινού.

σσ.
Παρά τις Υποψηφιότητες και τις διακρίσεις -Η ταινία ήταν και η εμπορικότερη του 1943 κάνοντας εισπράξεις 11 εκατομμυρίων$ και τη "βαριά" κληρονομιπά (μυθιστόρημα του Χέμινγουεϊ) η ταινία -θεματολογικά, αποτελεί μέρος του αμερικάνικου ονείρου...
Ένας ιδεαλιστής (Γκάρι Κούπερ), πηγαίνει στην Ισπανία, η οποία «μαστίζεται από τον Εμφύλιο»  προκειμένου να πολεμήσει για τη δημοκρατία, αναλαμβάνοντας –γιατί προφανώς οι ισπανοί μαχητές δεν ήταν σε θέση… την ανατίναξη μιας γέφυρας, που βρίσκεται σε στρατηγική θέση και υπό τον έλεγχο των φασιστών.

Ξεκινάει λοιπόν για τα βουνά όπου πρόκειται να συναντήσει μια ομάδα ανταρτών που θα τον βοηθήσουν στην αποστολή του, γνωρίζεται με τον Πάμπλο (Ακίμ Ταμίροφ), τη συντροφό του Πιλάρ (Κατίνα Παξινού), και τη «μοιραία γυναίκα» Μαρία (Ίνγκριντ Μπέργκμαν).
Συμπαθεί την Πιλάρ, ερωτεύεται τη Μαρία (Γκάρι Κούπερ είναι αυτός), έρχεται σε σύγκρουση με τον Πάμπλο, που τώρα δε θέλει με τίποτα την ανατίναξη της γέφυρας, με τη βοήθεια της σοφής τσιγγάνας καταφέρνει να κατακτήσει την πληχθείσα από τον πόλεμο Μαρία και «έζησαν αυτοί καλά...» με ηθικό δίδαγμα και την τελευταία φράση από το μυθιστόρημα -εν μέσω παθιασμένου φιλιού, «κι έτσι ποτέ σου μη στέλνεις να ρωτήσεις για ποιον χτυπά η καμπάνα… χτυπάει για σένα»
Που –παρεμπιπτόντως, είναι λόγια που ανήκουν στον Άγγλο ποιητή και κληρικό John Donne (Τζον Νταν 1572-1631) - συγκριμένα στο “Devotions Upon Emergent Occasions, and severall steps in my Sicknes” (δημοσιεύτηκε το 1624)
Προς σύγκριση Mourir à Madrid του Frédéric Rossif (1963)


Θα ακολουθήσουν τα ενδιαφέροντα φιλμ “Ο Εμπρηστής” του Χέρμαν Σούμλιν, με Σαρλ Μπουαγιέ, Λορίν Μπακόλ και Πίτερ Λόρε, “Το Πένθος Ταιριάζει στην Ηλέκτρα” του Ντάντλεϊ Νίκολς, με Ρόζαλιντ Ράσελ, Μάικλ Ρεντγκρέιβ, Κερκ Ντάγκλας, “ Καίσαρ Βοργίας” του Χένρι Κινγκ, με Τάιρον Πάουερ, Όρσον Γουέλς.

Γουέλς και Βισκόντι

Το 1955 είναι μία ακόμη χρονιά σταθμός για την κινηματογραφική της πορεία, καθώς θα παίξει ένα χαρακτηριστικό ρόλο στο εξαιρετικό φιλμ νουάρ “Ο Κύριος Αρκάντιν”, μία παραλλαγή του “Πολίτη Κέιν”, σε σκηνοθεσία Όρσον Γουέλς . Ωστόσο, η κορυφαία ερμηνευτική στιγμή της στο σινεμά θα σημειωθεί στο αριστουργηματικό δράμα του Λουκίνο Βισκόντι “Ο Ρόκο και τα Αδέλφια του” το 1960, όταν η Παξινού θα ερμηνεύσει τη μάνα μιας οικογένειας που θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει το ιταλικό Νότο για τον πλούσιο Βορρά… Μαζί της πρωταγωνιστούν οι Αλέν Ντελόν, Κλάουντια Καρντινάλε, Ανί Ζιραρντό, Ρενάτο Σαλβατόρι, αλλά και ακόμη ένας Έλληνας, ο νεαρός Σπύρος Φωκάς.

Τελευταίο Χειροκρότημα

Θα κλείσει την καριέρα της στο σινεμά πρωταγωνιστώντας στο δραματικό φιλμ “ Το Νησί της Αφροδίτης” το 1969. Είναι και η μοναδική ταινία ελληνικής παραγωγής, σε σκηνοθεσία Γιώργου Σκαλενάκη. Μια σχετικά ξεχασμένη ταινία, που το στόρι της περιστρέφεται στις προσπάθειες δυο μανάδων να σώσουν τα καταδικασμένα παιδιά τους σε θάνατο, την εποχή του αγώνα της ΕΟΚΑ.
Η Παξινού, αν και ήδη πάσχει από καρκίνο, θα ανταπεξέλθει στα γυρίσματα υπομένοντας τους πόνους της ασθένειάς της, έχοντας δίπλα της τους νεαρούς τότε ηθοποιούς Άγγελο Αντωνόπουλο, Κώστα Καστανά κ.ά.