Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ουγγρικό σινεμά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ουγγρικό σινεμά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

01 Δεκεμβρίου 2025

Ουγγρικό σινεμά ✨ Körhinta _Zoltán Fábri

Διακεκριμένος _9 βραβεία & 12 υποψηφιότητες Ούγγρος σκηνοθέτης και σεναριογράφος. Οι ταινίες του A Pál utcai fiúk (τα παιδιά της οδού Paul) Street και magyarok ήταν υποψήφιες για το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας και η ταινία του 1965 Είκοσι ώρες μοιράστηκε το μεγάλο βραβείο με το Πόλεμος και Ειρήνη στο 4ο  Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Μόσχας. Περιστασιακά έγραφε σενάρια. Η πρώτη του ταινία, Vihar (1952), γυρίζεται σε ένα ουγγρικό χωριό. Το 1950 προσλήφθηκε στο Filmgyár ως καλλιτεχνικός διευθυντής _σσ. Το Hunnia Filmgyár Rt. ήταν ένα από τα σημαντικότερα δημιουργικά εργαστήρια στην ιστορία της ουγγρικής κινηματογραφικής παραγωγής. Στα 20 χρόνια που μεσολάβησαν από την ίδρυσή του το 1928 μέχρι την κρατικοποίησή του, ήταν το μεγαλύτερο εργοστάσιο παραγωγής ταινιών στην Ουγγαρία και στις αρχές της δεκαετίας του 1940 είχε γίνει ο τρίτος μεγαλύτερος παραγωγός ταινιών στην Ευρώπη. Η ιστορία του, μαζί με τον νομικό προκάτοχό του, το προηγουμένως πιο διάσημο ουγγρικό εργοστάσιο παραγωγής βωβού κινηματογράφου, Corvin Filmgyár, και τον νομικό διάδοχό του, το Magyar Filmgyártó Vállalat (Mafilm), καλύπτει σχεδόν ολόκληρη την, πάνω από 100 χρόνια, ιστορία της ουγγρικής κινηματογραφικής παραγωγής.

Στο απόγειο της καριέρας του ο Fábri, γύρισε την διεθνώς αναγνωρισμένη ταινία Körhinta (1956) _βλ παρακάτω. Ταινίες του επίσης οι Είκοσι Ώρες (1965) Ρέκβιεμ (1982) Η Πέμπτη Σφραγίδα (1976) Έλα στην Εορτή μου (1983) Η Συνάντηση του Φαμπιάν Μπάλιντ με τον Θεό (1980) Ούγγροι (1978) 141λ από μια Ημιτελή Πρόταση (1974) Συν-Πλην Μία Μέρα (1973) Μυρμηγκοφωλιά (1971) Ο Ζόλταν Λατίνοβιτς στο Isten Hozta Örnagy úr (1969) Τα Παιδιά της Οδού Πολ (1968) Πλέι-οφ (1967) Είκοσι Ώρες (1965) Καλοκαίρι στο Γουότερταουν (1964) Σκοτάδι στο Φως της Ημέρας (1963) Δύο Ημίωρα στην Κόλαση (1961)

            Ζωή και καριέρα

Ο Φάμπρι ήθελε να γίνει καλλιτέχνης από μικρή ηλικία. Σπούδασε ζωγραφική και αποφοίτησε από το Ουγγρικό Κολλέγιο Καλών Τεχνών. Ξεκίνησε να εργάζεται στην ουγγρική κινηματογραφική βιομηχανία το 1950 ως σκηνογράφος. Σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία, Vihar (Καταιγίδα), το 1951 και έγινε διεθνώς αναγνωρισμένος σκηνοθέτης με την τρίτη μεγάλου μήκους του, Körhinta (Καραμπίνα), το 1956. Συνέχισε να σκηνοθετεί και να γράφει μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Μετά την αποχώρησή του από την κινηματογραφική βιομηχανία, δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Θεάτρου και Κινηματογραφικών Τεχνών στη Βουδαπέστη. Στα τελευταία του χρόνια έγραφε σενάρια, τα οποία όμως δεν έγιναν ποτέ ταινίες. Ήταν επίσης πρόεδρος της Ένωσης Ούγγρων Καλλιτεχνών Κινηματογράφου από το 1959 έως το 1981.

Το κινηματογραφικό στυλ του μπορεί να περιγραφεί κυρίως ως "κλασικό", χρησιμοποιώντας ακαδημαϊκές τεχνικές καλλιτεχνικής κινηματογράφησης. Οι μεγαλύτερες επιρροές του ήταν ο ιταλικός νεορεαλισμός και ο γαλλικός ποιητικός ρεαλισμός. Πειραματίστηκε με τεχνικές αφήγησης και αναδρομής στο παρελθόν για ένα διάστημα τη δεκαετία του 1960 (στις ταινίες του Nappali sötétség και Húsz óra), η ταινία του (1976) Az ötödik pecsét περιέχει μερικές εξαιρετικά σουρεαλιστικές σκηνές, αλλά γενικά δεν χρησιμοποίησε ποτέ τους τρόπους του "μοντερνιστικού" κινηματογράφου στα έργα του. Ήταν ένας από τους λόγους, που επί Kádár και όχι μόνο, προβλήθηκε έναντι αμφιλεγόμενων πειραματικών σκηνοθετών (όπως πχ. ο Miklós Jancsó). Η ταινία κέρδισε το Χρυσό Βραβείο στο 10ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Μόσχας και συμμετείχε στο 27ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου. Στο 11ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Μόσχας το 1979, του απονεμήθηκε το Τιμητικό Βραβείο για την προσφορά του στον κινηματογράφο.

Ήταν γνωστός ως τελειομανής που έγραφε, σχεδίαζε και χορογραφούσε κάθε σκηνή με την πιο ακριβή λεπτομέρεια μήνες πριν από την έναρξη της παραγωγής και ποτέ δεν αυτοσχεδίαζε. Η φήμη του ως άκαμπτου, τυραννικού σκηνοθέτη διαψεύστηκε κάπως από τη φιλική και ευγενική του συμπεριφορά απέναντι στους Βρετανούς και Αμερικανούς ηθοποιούς-παιδιά στα γυρίσματα της ταινίας "Τα αγόρια της οδού Πολ".

Ο Φάμπρι γύρισε σχεδόν όλες τις ταινίες του βασισμένες σε λογοτεχνικό υλικό (μυθιστορήματα ή διηγήματα) και έγραφε συνήθως ο ίδιος και τα σενάρια. Σταθερό του θέμα ήταν το ζήτημα της ανθρωπότητας, με πολλές από τις ταινίες του να διαδραματίζονται κατά τη διάρκεια ή γύρω από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Δύο από τους συχνούς συνεργάτες του ήταν η ηθοποιός θεάτρου και κινηματογράφου Mari Törőcsik (Μαρί Τόροκσικ 1935–2021 _εμφανίστηκε σε περισσότερες από 170 ταινίες από το 1956 έως το 2020 και κέρδισε το βραβείο Καλύτερης Ηθοποιού στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών το 1976 για την ταινία Déryné hol van? Κυρία Dery που είσαι;) και ο διευθυντής φωτογραφίας (1914-2006) György Illés Γκιόργκι Ιλλές. Το 1969 έπαιξε τον ρόλο του διωκόμενου πολιτικού Ζόλταν Ντανιέλ στην σάτιρα του φίλου του Πέτερ Μπάκσο, "A tanú" (Ο Μάρτυρας), ως μοναδική του υποκριτική δουλειά__
Ευκαιρίας δοθείσης: ο Péter Bacsó (1928-2009) έγινε μέρος της αναγέννησης του ουγγρικού κινηματογράφου, γράφοντας το σενάριο της πολύ επιτυχημένης ταινίας του Ζόλταν Φάμπρι, "Édes Anna" (γλυκειά Anna), το 1958. Έκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με το "Nyáron egyszerű" (είναι πιο εύκολο το καλοκαίρι), μια ταινία για τη ζωή των νέων εκείνης της εποχής, το 1963. Συνέχισε με ταινίες που μοιράζονταν το ίδιο θέμα, μεταξύ των οποίων οι "Szerelmes biciklisták" (ερωτευμένοι ποδηλάτες) το 1965 και το "Nyár a hegyen" (καλοκαίρι στο λόφο) το 1967. Γύρισε την πιο διάσημη ταινία του, "A tanú" (Ο Μάρτυρας) το 1969, αλλά απαγορεύτηκε εκείνη την εποχή και δεν κυκλοφόρησε μέχρι το 1979 και έγινε κλασική στην Ουγγαρία. Πρόκειται για πολιτική σάτιρα του καθεστώτος των αρχών της 10ετίας του 1950 και προβλήθηκε στις Κάννες το 1981. Αργότερα, ο Μπάτσο συνέχισε να γυρίζει κυρίως πολιτικές και σατιρικές ταινίες, για ένα ευρύτερο κοινό. Έκανε ταινίες διαφόρων ειδών, δοκιμάζοντας τις δυνάμεις του σε μιούζικαλ, κωμωδίες κ.λπ. Συνέχισε να γράφει μέχρι τα τελευταία του χρόνια, ωστόσο οι δύο τελευταίες ταινίες του γενικά απορρίφθηκαν από τους κριτικούς και το κοινό ως κακογραμμένα και χαμηλής ποιότητας έργα. Η ταινία του (2001) "Hamvadó cigarettavég" (τσιγάρο που καίγεται), ήταν μια βιογραφική για την Ουγγαρέζα ηθοποιό και τραγουδίστρια Καταλίν Καράντι. Η ταινία του (2008), "Majdnem szüz" (Ουσιαστικά μια Παρθένος), συμμετείχε στο 30ό Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Μόσχας.
Ο Μπάκσο σκηνοθέτησε 32 ταινίες μεγάλου μήκους κατά τη διάρκεια της καριέρας του, με την τελευταία να ξεκινά στα 80α γενέθλιά του,  τιμήθηκε με το βραβείο Kossuth, το υψηλότερο της Ουγγαρίας για καλλιτέχνες (1985) και έλαβε τον Μεσαίο Σταυρό της Ουγγρικής Δημοκρατίας το 1998. Το 2004, ονομάστηκε Δάσκαλος του Ουγγρικού Κινηματογράφου και έλαβε το μέγα βραβείο του Ιδρύματος Pro Renovanda Cultura Hungariae το 2008. Στην Εβδομάδα Ουγγρικού Κινηματογράφου του 2009, τιμήθηκε για το συνολικό του έργο. Κατά τη διάρκεια της τελετής απονομής, ζήτησε συγγνώμη που είχε κάνει ταινίες που ήταν πολύ θλιβερές και στη συνέχεια σχολίασε: "Ποτέ δεν ήθελα να δημιουργήσω ένα έργο, αλλά απλώς να απολαύσω τη δημιουργία ταινιών".
                   Zoltán Fábri

Οι πιο γνωστές του ταινίες _ξενόγλωσσος τίτλος: Requiem (1982) Η πέμπτη σφραγίδα (1976) Gyertek el a névnapomra (1983) Fábián Bálint találkozása Istennel (1980) Magyarok (1978) 141 perc a befejezetlen mondatból (1974) Plusz-mínusz egy nap (1973) Hangyaboly (1971) Zoltán Latinovits in Isten hozta örnagy úr (1969) Τα παιδιά της Paul Street (1968) Utószezon (1967) Húsz óra (1965) Vízivárosi nyár (1964) Nappali sötétség (1963) Δύο ημιχρόνια στην κόλαση (1961) και φυσικά Körhinta (1956)

              Merry-Go-Round _Τίποτε δεν σβήνει τον πόθο

Βρισκόμαστε στην επαρχία, σε μια εποχή αλλαγών. Εδώ ζει και η ταπεινή, αλλά ελπιδοφόρα νεαρή αγρότισσα Μαρί Πατακί. Ο πατέρας της απαγορεύει να βλέπει αυτόν που αγαπάει και παρότι τα χωράφια του έχουν προσφέρει πλούτο, αποφασίζει να δώσει τη Μαρί για γάμο με έναν πλούσιο γέρο τσιφλικά, με τον οποίο συνεργάζεται. Όπως χαρακτηριστικά λέει "Η γη παντρεύεται τη γη". Παρότι αυτός ο νόμος φαντάζει απαραβίαστος, ο νεαρός που αγαπάει τη Μαρί δεν έχει σκοπό να καταθέσει τα όπλα.

  • Σενάριο: Zoltan Fabri, Laszlo Nadasy Μουσική: Gyorgy Ranki
  • Φωτογραφία: Barnabas Hegyi
  • Μοντάζ: Ferencne Szecsenyi
  • Σκηνικά: Zoltan Fabri
  • Κοστούμια: Alice Kolcsey

Η ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας, μεταφερμένη στην Ουγγαρία, την δεκαετία του 50. Ο Ίστβαν, γαιοκτήμονας, αποχωρεί από την κολλεκτίβα των αγροτών και απαγορεύει στην κόρη του Μάρι να βλέπει τον Μάτε, αγαπημένο της και υπέρμαχο του συνεταιρισμού. Ο Μάτε αντιδρά αλλά κι η Μάρι δεν αποδέχεται τα σχέδια που έχει γι’ αυτήν ο πατέρας της. Η χειραφέτησή της συγκλονίζει την οικογένειά της, ενώ οι συγκρούσεις με αφορμή την κολλεκτιβοποίηση κορυφώνονται.

Το Φεστιβάλ Καννών του 1956 σημαδεύτηκε από ένα πρωτοφανές συμβάν: Ένας νεαρός κριτικός των Cahiers du Cinema, προκάλεσε επεισόδιο κατά τη διάρκεια της απονομής, εξοργισμένος για την άδικη, μη βράβευση ενός φιλμ και της πρωταγωνίστριάς του. Η διαμαρτυρία του ήταν τόσο έντονη που το φεστιβάλ του απαγόρευσε την είσοδο και για την επόμενη χρονιά. Ο κριτικός ονομαζόταν Φρανσουά Τρυφώ, η ταινία για την οποία διαμαρτυρήθηκε ήταν το «Καρουζέλ» του Ζόλταν Φάμπρι και η πρωταγωνίστριά του Μάρι Τέρετσικ. Το "Καρουζέλ" ήταν η ταινία που έβαλε στον παγκόσμιο χάρτη το Μαγυάρικο σινεμά και τον δημιουργό του, Ζόλταν Φάμπρι. Για πρώτη φορά σε ταινία του σοσιαλιστικού μπλοκ, το φόκους _χωρίς να αποσπάται από την ταξική σύγκρουση, το στυλιζάρισμα και η αφήγηση ξεπερνούν στερεότυπα, ανοίγοντας τον δρόμο για την έκρηξη του Ουγγρικού "Νέου Κύματος" που θα ακολουθούσε λίγα χρόνια μετά. Ο Φάμπρι, επικεντρώνεται στα πρόσωπα και στους χαρακτήρες κι αφήνει σε δεύτερη μοίρα την κοινωνική σύγκρουση. Το "Καρουζέλ" εισάγει μοντέρνους αφηγηματικούς κανόνες και στυλ, διαθέτοντας δυο σκηνές ανθολογίας του παγκόσμιου σινεμά, την εξαιρετικά πολύπλοκη τεχνικά σκηνή _μια από τις πρώτες σκηνές που η αιώρηση "Καρουζέλ" αποδίδεται με τέτοια αληθοφάνεια (κι ο διευθυντής φωτογραφίας Μπάρναμπας Χέγκι έμεινε στην ιστορία) και την σκηνή του χορού, ένα αριστούργημα του μοντάζ με 77 κατ σε δυο λεπτά. Παράλληλα, ο Φάμπρι εγκαινιάζει την αφήγηση μέσω ενδιάμεσων φλας μπακ που θα εξελίξει αργότερα και θα γίνει σήμα κατατεθέν του.

Το 1968, η Ένωση Ούγγρων Κινηματογραφιστών την επέλεξε ως μία από τις δώδεκα καλύτερες ουγγρικές ταινίες (Δώδεκα της Βουδαπέστης), το 2000 συμπεριλήφθηκε στους Νέους Δώδεκα της Βουδαπέστης και το 2012 συμπεριλήφθηκε στη λίστα με τα 53 καλύτερα ουγγρικά έργα που επιλέχθηκαν από μέλη της Ουγγρικής Ακαδημίας Τεχνών. Ο Ιστβάν Πατάκι (Μπέλα Μπάρσι) σχεδιάζει να εγκαταλείψει τον παραγωγικό συνεταιρισμό που του παρέχει ασφαλή μέσα διαβίωσης και θέλει να παντρέψει την κόρη του, Μαρί (Μαρί Τερότσικ), με τον Σάντορ Φάρκας (Άνταμ Σζίρτες), έναν ιδιώτη αγρότη, ώστε να ενώσουν τις γαίες τους. Ωστόσο, το κορίτσι αγαπά τον Μάτε Μπίρο (Ίμρε Σόος), τον οποίο γνώρισε στον συνεταιρισμό, και έτσι πάει κόντρα στη θέληση του πατέρα της. Κατά τη διάρκεια ενός γαμήλιου πάρτι, ο Μπίρο και ο Φάρκας, που δεν μπορούν να ελέγξουν την ψυχραιμία του, έρχονται σε ανοιχτή σύγκρουση αφού η Μαρί και ο Μάτε χορεύουν μαζί με ενθουσιασμό. Όταν η Μαρί δηλώνει μπροστά στον πατέρα της ότι αγαπά τον Μάτε και αρνείται να παντρευτεί τον Φάρκας, ο Πατάκι της επιτίθεται με ένα τσεκούρι, οπότε το κορίτσι το σκάει από το σπίτι. Συναντά τον Μάτε, ο οποίος την παίρνει σπίτι και λέει στον πατέρα ότι παντρεύει την κόρη του. Ο Πατάκι - μαζί με τον Σάντορ Φάρκας - αποδέχεται την κατάσταση και δεν αντιτίθεται πλέον στην απόφαση της κόρης του.
Η ταινία γυρίστηκε το 1955 και κυκλοφόρησε το 1956 σε σενάριο, βασισμένο στο διήγημα "στο Πηγάδι" του Imre Sarkadi (1954) και προτάθηκε για τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών (1956)

σσ.
Ο Ίμρε Σαρκάντι (1921-1961) ήταν συγγραφέας, δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας, βραβευμένος με το βραβείο Κόσουθ και τρεις φορές με το βραβείο Ατίλα Γιόζεφ. Ήταν ένας εμπνευσμένος χρονικογράφος του μετασχηματισμού της ουγγρικής αγροτιάς μετά το 1945 _επί σοσιαλισμού και μια πρωτότυπη, δραματική απεικόνιση των ηθικών προβλημάτων της σύγχρονης κοινωνίας. Η σύντομη αλλά γεμάτη περιπέτειες και ποικιλία ζωή του ήταν γεμάτη με ατελείωτη μάθηση και συσσώρευση εμπειριών. Ο θάνατός του διέκοψε μια καριέρα που θα μπορούσε να τον είχε αναδείξει σε μία από τις σπουδαιότερες μορφές στον τομέα του. Το 1946, μετακόμισε στη Βουδαπέστη, εντάχθηκε στο Αγροτικό Κόμμα και εργάστηκε ως συγγραφέας θεατρικών σχολίων επίσης στο πρόγραμμα Falurádió της Ουγγρικής Ραδιοφωνίας. Το 1949, έγινε για λίγο κριτικός για την νεοϊδρυμένη Ουγγρική Εταιρεία Παραγωγής Κινηματογράφου, και το 1950 συνέχισε το δημοσιογραφικό του έργο ως βοηθός συντάκτη για την Művelt Nép. Στη συνέχεια, έβγαζε τα προς το ζην κυρίως από τα γραπτά του, αν και περιστασιακά εργαζόταν για περιοδικά, και το 1953 ανέλαβε επίσης εργασία ως δάσκαλος δημοτικού σχολείου στο Balmazújváros. Το 1954–1955, έγινε πρώτα μέλος της συντακτικής επιτροπής της Csillag, στη συνέχεια μέλος του προσωπικού της Irodalmi Újság, και από το 1955 έως το 1957 εργάστηκε ως δραματουργός στο Θέατρο Madách. Μετά το 1960, εργάστηκε στο Κρατικό Ινστιτούτο Παραγωγής Εμβολίων.
Σύμφωνα με τους συγχρόνους του, είχε μια εκθαμβωτική προσωπικότητα και όλη του η ζωή ήταν ένα συνεχές παιχνίδι με τον θάνατο και την αυτοκαταστροφή. Έπεσε από το παράθυρο του στούντιο του Kondor Béla στον πέμπτο όροφο την ημέρα της πτήσης του Γιούρι Γκαγκάριν
Στις ιστορίες και τα δράματά του, απεικονίζει τον αγροτικό κόσμο και τον σοσιαλιστικό του μετασχηματισμό με εξιδανικευτικές και συχνά προπαγανδιστικές πινελιές (Ξεκινώντας από την Αρχή· Μια Δύσκολη Χρονιά, 1948· Από το Κοράκι στο Κοράκι…, 1948), συχνά με την αξίωση της κοινωνιογραφικής αυθεντικότητας, ενώ βλέπει τα βασικά μοτίβα της ατομικής ευτυχίας και μιας βιώσιμης ζωής στη συνέχεια των θεμελιωδών και αιώνιων ανθρώπινων αξιών (εργασία, αγάπη κ.λπ.). Σε άλλα γραπτά, χρησιμοποιεί με τόλμη τα εργαλεία της κωμωδίας και της ειρωνείας για να απεικονίσει την όξυνση της ταξικής πάλης στη σύγχρονη κοινωνία (Kísértetjárás Szikesen, 1950), και στο μυθιστόρημά του «Ρόζι» (1951), συνδυάζοντας μοτίβα από διάφορα άλλα γραπτά, είναι ακριβώς η απογοήτευση στον έρωτα που οδηγεί στην ανάπτυξη της "σοσιαλιστικής αυτοσυνείδησης". Ένα από τα διηγήματα αυτού του κινήματος του αγρότη συγγραφέα, το "Kútban", χρησίμευσε ως βάση για το εξαιρετικά επιτυχημένο κινηματογραφικό δράμα του Ζόλταν Φάμπρι, "Körhinta" _Καρουζέλ που προαναφέραμε

Κλείνοντας αυτό το αφιέρωμα _ουσιαστικά στο Ουγγρικό σινεμά να θυμίσουμε πως το 2016 για πρώτη φορά στην Ελλάδα παρουσιάστηκε ένα ολοκληρωμένο απάνθισμα της γόνιμης περιόδου του νεότερου Ουγγρικού σινεμά, με αφιέρωμα, 15 από τις κορυφαίες δημιουργίες της Μαγυάρικης κινηματογραφίας, σε ανακαινισμένες κόπιες υψηλής ευκρίνειας (7 απόλυτες πανελλήνιες πρεμιέρες και μια παγκόσμια κινηματογραφική πρεμιέρα αποκατεστημένης κόπιας). Ο σύγχρονος έλληνας σινεφίλ _παρέα και εμείς μπόρεσε να προσεγγίσει σφαιρικά, ένα σινεμά ανήσυχο, καινοτόμο, ερευνητικό και ριζοσπαστικό, βαθειά ανθρωποκεντρικό. Ένα σινεμά που αναστοχάζεται τη θέση του ατόμου στην τρέχουσα κοινωνική – πολιτική πραγματικότητα προορισμένο αποκλειστικά για τη μεγάλη οθόνη, με ποικιλία διαφορετικών στυλιστικών προτάσεων, με άξονα την ισορροπία μεταξύ του ανατρεπτικού περιεχομένου και της αντίστοιχης ριζοσπαστικής φόρμας. Ένα σινεμά που εκτιμήθηκε από τις διεθνείς κινηματογραφικές διοργανώσεις, τα Φεστιβάλ Καννών, Βερολίνου, Κάρλοβι Βάρι και Μόσχας, ακόμα και από τα ξενόγλωσσα Όσκαρ. Το αφιέρωμα σταματά το 1989, λίγο πριν τις ανατροπές και την καπιταλιστική παλινόρθωση στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες χρονιά τεκτονικών αλλαγών στο πολιτικό – κοινωνικό σύστημα και της Ουγγαρίας, που άλλαξε ριζικά και το παραγωγικό – δημιουργικό μοντέλο του κινηματογραφικού τοπίου της χώρας.
         Μάρτα Μέσαρος: Η Γυναίκα στο επίκεντρο της Ιστορίας

Ιαν-2023
Η Ταινιοθήκη της Ελλάδος, η Ταινιοθήκη της Θεσσαλονίκης, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και το Εθνικό Κινηματογραφικό Ινστιτούτο της Ουγγαρίας –Κινηματογραφικό Αρχείο (National Film Institute, Hungary – Film Archive), με την υποστήριξη της  Πρεσβείας της Ουγγαρίας στην Αθήνα, παρουσιάζουν ένα μεγάλο αφιέρωμα στην πρωτοπόρο Ουγγαρέζα σκηνοθέτιδα Μάρτα Μέσαρος, μία από τις σπουδαιότερες φωνές στην ιστορία του ευρωπαϊκού σινεμά. Το αφιέρωμα περιλάμβανε την προβολή 12 μεγάλου μήκους ταινιών της, τιμώντας το έργο της ως μιας από τις σημαντικότερες φωνές του ευρωπαϊκού σινεμά

Το αφιέρωμα παρουσιάστηκε ταυτόχρονα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, με προσκεκλημένο τον διευθυντή του Εθνικού Κινηματογραφικού Ινστιτούτου της Ουγγαρίας, ενώ τις προβολές στην Ταινιοθήκη προλόγιζαν σημαντικές γυναίκες δημιουργοί, ηθοποιοί και κριτικοί κινηματογράφου.
"Το να θέλει μια γυναίκα να γυρίσει ταινίες ήταν ανέκδοτο. Όλοι οι άντρες γέλαγαν μαζί μου "
       Márta Mészáros
Έχοντας γράψει ιστορία στο ουγγρικό σινεμά ως μια από τις πρώτες  γυναίκες  που σκηνοθέτησαν μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας (Το κορίτσι, 1968), η πολυβραβευμένη Μάρτα Μέσαρος έχει αποσπάσει, μεταξύ πολλών ακόμη διακρίσεων, Χρυσή Άρκτο στην Μπερλινάλε για την ταινία Υιοθεσία (1975), Αργυρή Άρκτο για το Ημερολόγιο για τους έρωτές μου (1987), καθώς και το Μέγα Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής των Καννών για το Ημερολόγιο για τα παιδιά μου (1984). Με μια καριέρα που εκτείνεται πάνω από 50 χρόνια, υπήρξε η πρώτη γυναίκα σκηνοθέτρια που κέρδισε Χρυσή Άρκτο στη Μπερλινάλε, ενώ πρόσφατα βραβεύτηκε από την Ευρωπαϊκή Ακαδημία Κινηματογράφου, για τη συνολική προσφορά της στον κινηματογράφο. Η ταινία της 9 Mήνες είναι η πρώτη στην ιστορία του κινηματογράφου που απεικονίζει τη γέννηση ενός μωρού, κάτι που προκάλεσε πολλές αντιδράσεις στην Ουγγαρία αλλά κέρδισε τη διεθνή γνώμη. Η ηθοποιός Λίλι Μονόρι ήταν έγκυος κατά την διάρκεια των γυρισμάτων και επέτρεψε την κινηματογράφηση της γέννησης του γιου της για χάρη της ταινίας. Στις Κληρονόμους παίζει σε πολύ νεαρή ηλικία η γαλλίδα σταρ Ιζαμπέλ Ιπέρ, ενώ στην  πολυβραβευμένη ημι-αυτοβιογραφική τριλογία της “Τα ημερολόγια“, η Μάρτα Μέσαρος εμπλέκει την προσωπική της ιστορία με την ιστορική μνήμη.
Διαπλέκοντας αυτοβιογραφικά στοιχεία με αρχειακό υλικό, η Μέσαρος τοποθετεί τις γυναίκες ηρωίδες της στο επίκεντρο της πλοκής, θίγοντας έμφυλα ζητήματα που θεωρούνταν ταμπού για την εποχή. Παράλληλα, εστιάζει την προσοχή της σε ζητήματα κοινωνικού προβληματισμού μέσα από μια ανθρωποκεντρική ματιά, ασκώντας έμμεση κριτική στους μηχανισμούς λογοκρισίας του καθεστώτος.
Όπως επισημαίνει η Μαρία Κομνηνού, πρόεδρος της Ταινιοθήκης της Ελλάδος, "η Μάρτα Μέσαρος είναι μια κορυφαία Ουγγαρέζα δημιουργός, που διακρίνεται για την στιβαρή γραφή της και την ικανότητα, με δύσκολα θέματα, να έχει απήχηση  τόσο στο εθνικό  της όσο  και στο παγκόσμιο κοινό
" _όπως λέει η ίδια: "οι ταινίες μου κινούνται γύρω από τρεις θεματικές, την  αγάπη, την ζωή και την κοινωνία ". Η αγάπη φωτίζει την δημιουργική της έμπνευση μέσα από μία δύσκολη ζωή που περιλαμβάνει την απώλεια του πατέρα, το ορφανοτροφείο και την απόφαση να ακολουθήσει την κινηματογραφική σκηνοθεσία με σπουδές στην Μόσχα, χωρίς ποτέ να χάσει την αισιοδοξία και την δίψα της να χαρεί την ζωή. Στα 37 της γυρίζει την πρώτη ταινία μεγάλου μήκους, το Κορίτσι και πέντε χρόνια αργότερα την Υιοθεσία με την οποία αποσπά μια τέτοια διεθνή καταξίωση ώστε να προχωρήσει σε τολμηρές και κριτικές ταινίες, που θα θίξουν θέματα ταμπού. Η Μέσαρος διαμορφώνει μια προσωπική γραφή με αφηγήσεις που χαρακτηρίζονται από ανοιχτή πλοκή, μινιμαλιστικό διάλογο και ύφος που συνδυάζει την αδρότητα του ντοκιμαντέρ με την ελευθερία της Νουβέλ Βάγκ. Η ερμηνεία της για το προσωπικό που γίνεται πολιτικό αποκαλύπτει τις βαθιές συγκρούσεις που διαπερνούν την ουγγρική κοινωνία: τη γυναικεία καταπίεση, την  παντοδύναμη γραφειοκρατία, τον αλκοολισμό, την αδυναμία ενσωμάτωσης των παιδιών που είχαν σταλεί σε ορφανοτροφεία, τις ανισότητες ανάμεσα στα αστικά κέντρα και στην ύπαιθρο.
Με τα λόγια της δημιουργού: "Αφηγούμαι κοινότυπες ιστορίες με πρωταγωνίστριες γυναίκες. Δείχνω τα πράγματα από μια γυναικεία σκοπιά
". Στη δεκαετία του ‘80 γυρίζει την τριλογία των Ημερολογίων και η πρώτη ταινία κερδίζει το Μέγα Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής του Φεστιβάλ των Καννών. Η τριλογία ανατέμνει τα  χρόνια της εγκαθίδρυσης του σοσιαλισμού στην Ουγγαρία και κορυφώνεται με την αφήγηση των γεγονότων του 1956. Σε αντίθεση με τον Μίκλος Γιάντσο ή το Θόδωρο  Αγγελόπουλο _ συνεχίζει η πρόεδρος της Ταινιοθήκης, η ιστορική της αφήγηση είναι βιωματική και ανθρωποκεντρική, ενσωματώνοντας όμως με μεγάλη μαεστρία υλικό από τα επίκαιρα της εποχής.

Márta Mészáros

Η σεναριογράφος και σκηνοθέτης Μάρτα Μέσζαρος (γεννημένη το 1931), κόρη του γλύπτη Λάσλο Μέσζαρος, ξεκίνησε την καριέρα της εργαζόμενη στον χώρο των ντοκιμαντέρ, έχοντας γυρίσει 25 μικρού μήκους ντοκιμαντέρ σε διάστημα δέκα ετών. Το σκηνοθετικό της ντεμπούτο μεγάλου μήκους, Eltavozott nap _το κορίτσι (1968), ήταν η πρώτη ουγγρική ταινία που σκηνοθετήθηκε από γυναίκα, και κέρδισε το Ειδικό Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Valladolid. Το έργο της συχνά συνδυάζει αυτοβιογραφικές λεπτομέρειες με ντοκιμαντέρ. Σημαντικά θέματα περιλαμβάνουν την άρνηση του παρελθόντος των χαρακτήρων, τις συνέπειες της ανεντιμότητας και τα προβλήματα του φύλου. Οι ταινίες της συχνά παρουσιάζουν ηρωίδες από κατακερματισμένες οικογένειες, όπως νεαρά κορίτσια που αναζητούν τους αγνοούμενους γονείς τους (Eltavozott nap) ή μεσήλικες γυναίκες που θέλουν να υιοθετήσουν παιδιά (Adoption). Αν και έχει γυρίσει πάνω από δεκαπέντε ταινίες μεγάλου μήκους, είναι αναμφισβήτητα περισσότερο γνωστή για το Ημερολόγιο για τα Παιδιά μου (1984), το οποίο κέρδισε το Grand Prix στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών. Ήταν η πρώτη συμμετοχή σε μια τριλογία αυτοβιογραφικών ταινιών που περιλαμβάνει επίσης το Ημερολόγιο για τους Εραστές μου (1987) και το Ημερολόγιο για τη Μητέρα και τον Πατέρα μου (1990).
Καθ' όλη τη διάρκεια της καριέρας της, έχει κερδίσει τα βραβεία Χρυσή και Ασημένια Άρκτος στο Φεστιβάλ του Μπερλινάλε, το Χρυσό Μετάλλιο στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σικάγο, το Ασημένιο Κοχύλι στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαν Σεμπαστιάν και το Βραβείο FIPRESCI στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών. Το 1991 ήταν μέλος της κριτικής επιτροπής στο 17ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Μόσχας.

Πρώτα χρόνια ζωής και εκπαίδευση: Γεννημένη στη Βουδαπέστη, η Mészáros πέρασε έντεκα χρόνια της παιδικής της ηλικίας στη Σοβιετική Ένωση, όπου οι γονείς της είχαν μεταναστεύσει ως κομμουνιστές καλλιτέχνες το 1936 _η μητέρα της πέθανε κατά τη γέννα και ορφανή, η Mészáros μεγάλωσε από την θετή της μητέρα στην ΕΣΣΔ, όπου φοίτησε στο σχολείο. Αφού επέστρεψε στην Ουγγαρία το 1946, επέστρεψε στη Μόσχα για να σπουδάσει στο VGIK, επιστρέφοντας ξανά στην Ουγγαρία μόνο μετά την αποφοίτησή της το 1956.

Καριέρα: Η Mészáros άρχισε να εργάζεται στο Budapest Newsreel Studio το 1954, όπου γύρισε τέσσερις ταινίες μικρού μήκους, και στη συνέχεια για το στούντιο ντοκιμαντέρ Alexandru Sahia στο Βουκουρέστι της Ρουμανίας, από το 1957 έως το 1959. Στη συνέχεια, επέστρεψε στη Βουδαπέστη το 1958 για να κάνει ταινίες μικρού μήκους για την εκλαΐκευση της επιστήμης και ντοκιμαντέρ μικρού μήκους, όπου εργάστηκε μέχρι το 1968. Η Mészáros εντάχθηκε στο Mafilm Group 4 στα μέσα της δεκαετίας του 1960 και σκηνοθέτησε την πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία το 1968. Εκείνη την εποχή, η Mészáros ήταν η πρώτη γυναίκα σκηνοθέτης στην Ουγγαρία που έκανε ταινία μεγάλου μήκους. Τη δεκαετία του 1980, γύρισε ημι-αυτοβιογραφικές ταινίες που είχαν σημαντικό αντίκτυπο στον ουγγρικό κινηματογράφο λόγω της συνειδητής απεικόνισης της διακυβέρνησης και των ατομικών εμπειριών της. Από την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της το 1968, έχει κάνει πάνω από πενήντα, έχει κερδίσει πολλά βραβεία και έχει διατελέσει κριτής σε διάφορες κινηματογραφικές επιτροπές. Συνεχίζει επίσης να γυρίζει ταινίες μέχρι σήμερα.

Κληρονομιά: Οι ταινίες της αντανακλούν από πολλές απόψεις τις εμπειρίες της από την παιδική της ηλικία και ασχολούνται με ζητήματα που σχετίζονται με τη ζωή της. Έχοντας χάσει και τους δύο γονείς της νωρίς και έχοντας περάσει μεγάλο μέρος της νεότητάς της ζώντας σε μια αντιφατική Ουγγαρία, η ζωή της και οι ταινίες της συχνά αντανακλούν αυτό. Επιπλέον, επειδή  πέρασε πολλά από τα πρώτα της χρόνια ως σκηνοθέτης δουλεύοντας σε ντοκιμαντέρ, πολλές από τις μεγάλου μήκους ταινίες της περιέχουν επίσης πολύ ντοκιμαντέρ. Στις περισσότερες μεγάλου μήκους οι ταινίες της είναι "ανοιχτού τύπου", στερούνται δλδ συμβατικής πλοκής και ο διάλογος είναι σπάνιος. Όσον αφορά το περιεχόμενο, εξερευνούν τα μεγάλα και συχνά τραγικά χάσματα μεταξύ ιδανικών και πραγματικοτήτων, και μεταξύ γονέων και παιδιών τους. Είναι μία από τις λίγες γυναίκες σκηνοθέτιδες που δημιουργεί σταθερά ταινίες που είναι τόσο κριτικά όσο και εμπορικά επιτυχημένες για ένα διεθνές κοινό. Οι οκτώ μεγάλου μήκους ταινίες της, που γυρίστηκαν από το 1968 έως το 1979, με τα δικά της λόγια: "Λέω κοινότοπες, κοινότοπες ιστορίες, και σε αυτές οι πρωταγωνίστριες είναι γυναίκες — απεικονίζω τα πράγματα από γυναικεία οπτική γωνία"