Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πωλ Νιούμαν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πωλ Νιούμαν. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

26 Ιανουαρίου 2025

Μάτια! μάτια… αφιέρωμα Paul Newman

Τα μάτια έχουν «άπειρα» χρώματα και είναι ο καθρέφτης της ψυχής _λένε: κλισέ ή μη…
Από το σοβιετικό ρώσικο παραδοσιακό τραγούδι Очи чёрные (Ochi chornye) _Μαύρα μάτια σε στίχους Perfilyev Aleksandr (Перфильева Александра), που (στο 45άρι του υποφαινόμενου) τραγουδούσε ο Pyotr Leshchenko _Пётр Лещенко) με την «ορχήστρα του Georges Gladirevski μπαλαλάικα των 14 καλλιτεχνών "Le Prado"» στο
Δυο πράσινα μάτια
_με μπλε βλεφαρίδες _με έχουνε κάνει τρελό.
Καρδιά μου να ξέρεις τα μάτια που είδες _πως δε θα σου βγουν σε καλό.

Είχα μάτια δει πολλά, ένοχα και ντροπαλά μάτια που δε με ρωτήσανε,
αν τρελά με κατακτήσανε.
Μ’ έκαψε όμως μια φωτιά _από πράσινη ματιά
που το ξέρω θα με καίει _ως τα γηρατειά.

Μάτια μάτια…

__συνειρμικά__παρένθεση
O "41ος" _ Sorok pervyy η ιστορική σοβιετική, αντιπολεμική, εξαιρετική ταινία, σε σκηνοθεσία Γκριγκόρι Τσουχράι (σενάριο Γκ. Κουλντούνοφ, βασισμένο στη νουβέλα του Λαβριένεφ), μια τρυφερή, λυρική ερωτική αλλά ταυτόχρονα και επική που θα μας γυρίσει στα χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου. Μια νεαρή αγωνίστρια του Κόκκινου Στρατού, που υπερηφανεύεται ότι σκότωσε 40 Λευκορώσους στον Εμφύλιο Πόλεμο, βρίσκεται με μια ομάδα συντρόφων της αποκομμένη σε μια ερημική περιοχή κοντά στη λίμνη Αράλη. Εκεί, θα της αναθέσουν μια δύσκολη αποστολή _ τη δυσκολότερη. Της δίνεται η εντολή να οδηγήσει έναν αιχμάλωτο Λευκορώσο στο στρατηγείο. Το κορίτσι είναι και όμορφο και αγνό.
Και ο αιχμάλωτός της, ένας ξανθός γαλανομάτης πανέμορφος διάβολος, ένας εκπρόσωπος του εχθρού. Είναι, όμως, τόσο απίστευτα όμορφος, που γίνεται ακατανίκητος. Οι καιρικές συνθήκες δεν ευνοούν την αγωνίστρια και ρίχνουν το αταίριαστο ζευγάρι σ' ένα ερημικό παγωμένο νησί. Μέσα σ' αυτό το φυσικό, ρομαντικό πλαίσιο, μέσα στη σιγή, μέσα στην απουσία του πολέμου οι διαφορές που τους χωρίζουν θα ξεχαστούν και θα θυμηθούν ότι είναι νέοι. Ο σαρκικός έρωτας θα ανθίσει σε μια ειρηνική καλύβα, για να μαραθεί αμέσως μόλις κάνει ορατή την παρουσία του ο πόλεμος. Τότε η αγωνίστρια θα θυμηθεί το ρόλο της και ο νεαρός εραστής την τάξη του. Εκείνος θα προσπαθήσει να δραπετεύσει, ενώ, εκείνη, χωρίς να διστάσει θα ξεχάσει τον εραστή και στο πρόσωπό του θα ξαναδεί τον εχθρό. Θα σηκώσει το τουφέκι της και θα ρίξει για να βρει το στόχο της. Έτσι, θα έχει στο ενεργητικό της και 41 Λευκορώσους νεκρούς από το δικό της χέρι, και, στο παθητικό της μια ερωτική απογοήτευση _αγάπη μου, αγάπη μου «τα γαλανά σου μάτια έκλεισαν για πάντα» \ τίτλοι τέλους…

Μάτια μάτια…

Ήταν 1986 – τέτοιες μέρες όταν ο Στ. Ξαρχάκος έγραψε το «Μάτια μπλε» σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου

Μάτια μπλε, καλοκαιρινά, σαν δυο στάλες Αιγαίο
Μάτια μπλε, που τα δειλινά τα θυμάμαι και κλαίω
Ποιος ταξιδεύει στα μάτια σου
και ποιος ξαγρυπνά στο κορμί σου
Μάτια μπλε, στα μεγάλα ταξίδια σου
θα ’μαι εγώ, θα ’μαι πάντα μαζί σου
Μάτια μπλε, στα μεγάλα ταξίδια σου
θα ’μαι εγώ, θα ’μαι πάντα μαζί σου
Μάτια μπλε, φθινοπωρινά, τυλιγμένα σε πάχνη
Μάτια μπλε, που παντοτινά η καρδιά θα σάς ψάχνει
Ποιος ταξιδεύει στα μάτια σου...

Ξαναγυρνώντας στο «μάτια καθρέφτης της ψυχής» αναφορικά με τα γαλάζια, υπάρχει μέχρι και θεωρία (επιστήμονες από Κοπεγχάγη), για την μετάλλαξη που προκαλεί το μυστηριώδες φαινόμενο των μπλε ματιών: Ότι όλοι οι άνθρωποι με μπλε μάτια, γενετικά σχετίζονται με ένα πρόσωπο που έζησε στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας κάπου μεταξύ 6 – 10.000 χρόνια πριν, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Journal of Human Genetics.
Λέγεται ακόμη οι γαλανομάτηδες είναι ρομαντικοί και ονειροπόλοι. Ζουν σε ένα συνεχές όνειρο της αληθινής αγάπης και συχνά σε ένα φανταστικό κόσμο. Οι γυναίκες, δε, θέλουν πάντα να φλερτάρουν και δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς αυτό. Επίσης, είναι ευάλωτοι και ευαίσθητοι, προσβάλλονται εύκολα και παίρνουν τα πάντα, πάρα πολύ σοβαρά, ενώ είναι σύνηθες φαινόμενο, εύκολα να πέφτουν σε κατάθλιψη. Ακόμη έχουν την τάση να αλλάζουν συνεχώς διαθέσεις και να έχουν ιδιοτροπίες. Παρ’ όλο τον συναισθηματισμό τους, δείχνουν βαθιά αισθήματα. Συχνά είναι οξύθυμοι και εκρηκτικοί ενώ πολλά εξαρτώνται από την έκφραση της συμπάθειας ή αντιπάθειας προς ορισμένους ανθρώπους. Όμως είναι άνθρωποι ειλικρινείς, γενναιόδωροι και γρήγορα βρίσκουν την κατεύθυνση και προσαρμόζονται. Μάλιστα τα μπλε μάτια είναι χαρακτηριστικά για τους εφευρέτες, τους καλλιτέχνες και τους ιδεαλιστές. Όσον αφορά στις σχέσεις τους είναι γοητευτικοί και συναισθηματικοί. Έχουν μεγάλες απαιτήσεις προς τους συντρόφους τους κι ενώ είναι παθιασμένοι με το που δίνουν την αγάπη τους, αλλά τόσο είναι ισχυροί στο μίσος τους.

Paul _Leonard_ Newman

Γεννήθηκε σαν σήμερα 26-Ιαν-1925 και στις 26-Σεπ-2008 έκλεισαν τα γαλάζια μάτια του και μαζί του χάθηκε κάτι από το τελευταίο άρωμα του “old Hollywood” _άραγε τι θα έλεγε σήμερα, μετά την πυρκαγιά και το άθλιο σήριαλ με τα όσκαρ στην πατρίδα του; ΝΑΙ! γιατί πατρίδα του υπήρξε μια ζωή το Hollywood. Δεν σκοτείνιασε όμως μόνο η μεγάλη οθόνη. Όταν ο «γείτονας» Πολ Νιούμαν έσβησε εκείνη την Παρασκευή, ο κόσμος έχασε κάτι από την ανθρωπιά του και την αύρα των παλιών αρσενικών πρωταγωνιστών που ξεπερνούσε τη γοητεία τους και είχε να κάνει με την αξιοπρέπεια, το εκτόπισμα, τα κότσια τους. «Μπορώ να φανταστώ την ταφόπλακά μου: “Ενθάδε κείται o Πολ Νιούμαν. Πέθανε αποτυχημένος όταν ξαφνικά τα μπλε μάτια του έγιναν καστανά”».

Αυτό είχε δηλώσει με το γνωστό του καυστικό χιούμορ σε μία συνέντευξη στα μισά της επαγγελματικής του διαδρομής, απατώντας στην υστερία που είχε δημιουργήσει η αδιαμφισβήτητη καταγάλανη γοητεία του. Κανείς δεν μπορούσε να αντισταθεί σ’ αυτό το μπλε βλέμμα, που μέσα από τον κινηματογραφικό φακό έλαμπε, σκοτείνιαζε, ζωντάνευε, πονήρευε, γελούσε. Σκηνές ανθολογίας έχουν ταυτιστεί με την ματιά του, έτσι όπως αυτή ξεπρόβαλλε πίσω από μία τράπουλα, πάνω από την τσόχα του μπιλιάρδου, στον ήλιο ενός καυτού καλοκαιριού, στη σκιά ενός τυχοδιωκτικού καουμπόικου καπέλου ή στο σκοτάδι του κελιού 39, όπου κατοίκησε ο πιο cool-hand ήρωας. Θα μπορούσες να γίνεις όσο εκπληκτικός ηθοποιός όσο ο Μπράντο. Αλλά είσαι πολύ όμορφος. Πάρα πολύ όμορφος. Και αυτό δε θα σου βγει σε καλό». | Λι Στράσμπεργκ, ο καθηγητής του στο Actor's Studio. Ο Στράσμπεργκ αναφερόταν σε μια πραγματικότητα. Οι όμορφοι άνθρωποι δεν χρειάζεται να μοχθήσουν. Η ζωή τους χαρίζει και τους χαρίζεται. Καριέρα, δόξα, χρήματα, γυναίκες – όλα μπορούν να κατακτηθούν, αν έχεις το άστρο να γεννηθείς με τα χρωματοσώματα του πολωνο-ουγγρικής καταγωγής Πολ Νιούμαν. Μόνο που ο διάσημος δάσκαλος υποκριτικής μεθόδου είχε πέσει και ο ίδιος στην παγίδα των λόγων του: απέτυχε να δει βαθύτερα. Ο νεαρός γόης μαθητής του δεν ήταν απλά ωραίος. Ήταν σπάνιος.

Στις 5 δεκαετίες φιλμικής, θεατρικής και τηλεοπτικής καριέρας του, ο Νιούμαν δεν έπεσε ποτέ θύμα της εμφάνισής του. Δεν πλασαρίστηκε σε pin up ρόλους, δεν πόζαρε αυτάρεσκα αλλά έπαιζε απέναντι στο φακό, δεν μάσησε μπροστά στην απατηλή λάμψη της χολιγουντιανής ματαιοδοξίας, δεν έκαψε τη ζωή του σε πρωτοσέλιδα σκάνδαλα. Απλός, γήινος και με αλάνθαστο χιούμορ δεν έπαιρνε την μυθοπλασία της δουλειάς, αλλά ούτε τον εαυτό του στα σοβαρά. «Η πρώτη φορά που κατάλαβα ότι άρεσα στις γυναίκες ήταν το 1963. Γυρίζαμε την ταινία “Hud” («Άγριος σα Θύελλα») στο Τέξας και οι γυναίκες κυριολεκτικά σκαρφάλωναν τους τοίχους του μοτέλ που έμενα για να μπουν στο δωμάτιό μου από το παράθυρο. Στην αρχή κολακεύεσαι. Μετά συνειδητοποιείς ότι δεν είναι ερωτευμένες με σένα, αλλά με τους ρόλους των ταινιών σου. Και σιγά μην μπορείς να συναγωνιστείς εσύ τους ήρωες των ταινιών σου».

Ο καταπιεσμένος σύζυγος Μπρικ («Λυσσασμένη Γάτα»), ο αυτάρεσκος τυχοδιώκτης Μπεν («Μακρύ, Καυτό Καλοκαίρι»), ο «γρήγορος Έντι» (“The Hustler”), ο οπορτουνιστής Τσανς (« Το Γλυκό Πουλί της Νιότης»), ο ακαταμάχητος μπαγασάκος Μπουτς Κάσιντι («Δύο Ληστές»), ο δαιμόνιος Χένρι («Το Κεντρί»), ο πιο cool κατάδικος “Cool Hand Luke”. Μία ανθολογία ηρώων που άφησαν το άστρο τους ανεξίτηλο στο χολιγουντιανό ουρανό, ακριβώς επειδή ο Νιούμαν γλίστρησε κάτω από το δέρμα τους, τους ανακάλυψε με το ταλέντο του, τους δάνεισε το παράστημα, την ευφυΐα, την λάμψη του.

Πενήντα χρόνια καριέρας, 80 ρόλοι, 10 υποψηφιότητες για Όσκαρ και μία από τις μεγαλύτερες ντροπές της Ακαδημίας: να του δώσει το τιμητικό βραβείο το 1986, ενώ τον είχε αγνοήσει επί 3 δεκαετίες. Ο Πολ Νιούμαν βγήκε στη σκηνή σκυφτός, βαρύς, δεν τους κολάκεψε, δεν τους συγχώρεσε. Την αμέσως επόμενη χρονιά, η Ακαδημία προσπάθησε να επανορθώσει δίνοντάς του ένα «κανονικό» βραβείο, για το ρόλο του στο «Χρώμα του Χρήματος» του Μάρτιν Σκορσέζε. Ο Νιούμαν αρνήθηκε να παραστεί και να το παραλάβει. Λίγα χρόνια μετά θα εξηγούσε τη στάση του χρησιμοποιώντας ξανά το ιδιοσυγκρασιακό πικρό του χιούμορ: «Είναι σαν να κυνηγάς μια γυναίκα για 30 χρόνια και όταν τελικά σου κάθεται της λες “μωρό μου συγγνώμη είμαι εξαντλημένος, δεν πάμε για ύπνο;"».

Όχι, ο γαλανομάτης δεν ήταν ποτέ εύκολο πιόνι αυτής της αγοράς. Μπορεί να γεύτηκε απλόχερα τη δόξα, τους προβολείς, την λατρεία, αλλά είχε πάντα τον τρόπο να ξεχωρίζει που θέλει ο ίδιος να στέκεται, σε ποια πλευρά της όχθης θέλει να βρίσκεται. Κι αυτό δεν είχε να κάνει μόνο με την απόδοσή του στο πανί, ή τις μικροπολιτικές των στούντιο. Αλλά και με το ίδιο το πολιτικό τοπίο της χώρας του σε καιρούς ηλεκτρικά φορτισμένους. Τις εποχές που άγραφες μαύρες λίστες ελλόχευαν για να τερματίσουν καριέρες, ο Νιούμαν όρθωσε παράστημα. Πήρε ενεργό μέρος στο περίφημο Δημοκρατικό Συνέδριο του 1968, στηρίζοντας τον υποψήφιο Γιουτζίν Μακάρθι και το Μάιο της ίδιας χρονιάς φωτογραφήθηκε για το εξώφυλλο του περιοδικού Time φορώντας την κονκάρδα του. Αυτή η ακτιβιστική του στάση τον πολιτογράφησε αυτόματα «εχθρό» στα κατάστιχα του Ρίτσαρντ Νίξον. Όταν ο Νιούμαν το πληροφορήθηκε έβαλε τα γέλια. «Το θεωρώ το μεγαλύτερό μου επίτευγμα. Αν είμαι στη λίστα των εχθρών του Ρίτσαρντ Νίξον σημαίνει ότι κάτι κάνω σωστά». Τρία χρόνια μετά, αρνήθηκε τον κεντρικό ρόλο στο «Βρώμικο Χάρι» γιατί τον βρήκε «φασιστικά δεξιό».

Αν τον χαρακτήριζε μία λέξη θα ήταν κότσια. Κότσια να επιλέγεις τις δουλειές σου σε μία «αγορά» που μετράει νούμερα. Κότσια να παραμένεις προσγειωμένος σ’ έναν επίπλαστο κόσμο που αρέσκεται σε είδωλα. Κότσια να κρατάς το χέρι της συντρόφου σου επί 50 χρόνια και 8 μήνες, σε μία κοινωνία που τρέφεται με σκάνδαλα.»

Πολιτικά ήταν προοδευτικός _με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει στην Αμερική της εναλλαγής στην εξουσία Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών: Όταν οι υποστηρικτές του Τζορτζ Μπους επιτέθηκαν στους πολιτικοποιημένους καλλιτέχνες, ο Νιούμαν απάντησε: «Δεν κατάλαβα; Ποιος σας είπε ότι όταν παραλαμβάνουμε την ταυτότητα του ηθοποιού, παραδίδουμε την ταυτότητά μας ως πολίτες;» _ Αυτό δήλωνε πάντα. «Πολίτης». Και η στάση του απέναντι στους συνανθρώπους του ήταν η πιο ηχηρή πολιτική του δήλωση. Το 1970, 35 χρόνια πριν το “Brokeback Mountain, προσπάθησε να επιβάλει στα στούντιο την κινηματογραφική μεταφορά του "The Front Runner", ενός βιβλίου που εξιστορεί μία ιστορία αγάπης μεταξύ ενός προπονητή και του πρωταθλητή δρομέα του.

Το 1978 χάνει τον Σκοτ, τον μοναχογιό του από τον πρώτο του γάμο, από υπερβολική δόση ναρκωτικών. Βρίσκει το κουράγιο και κάνει τον πόνο του προσφορά. Το ίδρυμα “Scott Newman Center” εδώ και 30 χρόνια στηρίζει τους τοξικομανείς και τις οικογένειές τους. Παράλληλα, έχει την ιδέα να μετατρέψει το μαγειρικό χόμπι του σε κερδοφόρα επιχείρηση: από το 1982, προπαρασκευασμένα φαγητά βάση των συνταγών του φέρουν την ταμπέλα “Newman’s Own”, ενώ το πρόσωπό του κοσμεί την ετικέτα τους. Ποπ κορν, dressing για σαλάτες, σάλτσες για μακαρόνια βρίσκονται στα ράφια όλων των αμερικανικών σουπερ μάρκετ και έχουν επιφέρει κέρδη της τάξεως των 250 εκατομ$. Μέχρι και το τελευταίο σεντ έχει δοθεί σε φιλανθρωπίες. «Δε θεωρώ ότι κάνω κάτι το αδιανόητο ή το εξαιρετικό με το να σκέφτομαι τους συνανθρώπους μου. Εμένα το αντίθετο μου φαίνεται αδιανόητο». Ειρωνικά, 20 χρόνια πριν σβήσει από την επάρατη, το 1988 ιδρύει το “Wall Gang Camp”, μία κατασκήνωση στο Άσφορντ του Κονέκτικατ για παιδιά με καρκίνο που τους παρέχει δωρεάν διακοπές και φροντίδα. «Δεν πιστεύω στο Θεό, είμαι ένας κυνικός μπάσταρδος. Ανάμεσα σ’ αυτά τα παιδιά όμως νιώθω μία θεία παρουσία».

Ο Πολ Νιούμαν έσβησε εκείνη την Παρασκευή του 2008, μετά από 18μήνη πάλη, την οποία κατάφερε να κρατήσει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Πέθανε όπως το ζήτησε, στο σπίτι του στο Γουέσπορτ, Κονέκτικατ ένα μήνα μετά την λήξη της τελευταίας του χημειοθεραπείας. Επώδυνα κι άδικα. Γιατί η αρρώστια δεν γνωρίζει δικαιοσύνη. Ήταν 83 χρονών. Έζησε μία πλήρη, ευτυχισμένη ζωή εντός κι εκτός οθόνης. Κι έφυγε με το κεφάλι ψηλά.

Αν τον χαρακτήριζε μία λέξη θα ήταν κότσια. Κότσια να επιλέγεις τις δουλειές σου σε μία «αγορά» που μετράει νούμερα. Κότσια να παραμένεις προσγειωμένος σ’ έναν επίπλαστο κόσμο που αρέσκεται σε είδωλα. Κότσια να κρατάς το χέρι της συντρόφου σου επί 50 χρόνια και 8 μήνες, σε μία κοινωνία που τρέφεται με σκάνδαλα. Γιατί αν αυτός ο σεμνός άνθρωπος ήταν περήφανος για κάτι ήταν για την οικογένειά του - τη σύζυγο, τις κόρες, τα εγγόνια του. Τον Φεβρουάριο του 2007, ήδη άρρωστος, γιόρτασε την αδαμάντινη επέτειο γάμου του με την πάλαι ποτέ συμπρωταγωνίστριά του Τζόαν Γούντγουορντ. Ζευγάρι από το 1958 αποτελούσαν μοναδικό παράδειγμα αντοχής στο χρόνο και τους χολιγουντιανούς πειρασμούς. «Γιατί να ενδώσω σ’ ένα χάμπουργκερ, εφόσον στο σπίτι με περιμένει ένα ζουμερό φιλέτο;» δήλωνε κάθε φορά που τον ρωτούσαν γιατί είναι πιστός. «Μόλις τον είδα νόμιζα ότι θα λιποθυμήσω» είχε εξομολογηθεί η Γούντγουορντ. «Ήταν το πιο όμορφο πλάσμα που είχα δει. Με τα χρόνια όμως κατάλαβα ότι η ομορφιά φεύγει, το σεξ απίλ δεν έχει τόση σημασία, τα μπλε μάτια κάπως ξεθωριάζουν. Το να ξυπνάω όμως δίπλα σ’ έναν άντρα που με κάνει καθημερινά να γελάω είναι σπάνιο. Και να ζω δίπλα σ’ έναν άνθρωπο που σέβομαι, στον καλύτερό μου φίλο είναι μοναδικό».

 «Όχι όχι μη γράψετε αυτό στην ταφόπλακά μου» είχε συνεχίσει σ’ εκείνη την συνέντευξη ο σαραντάρης τότε Πολ Νιούμαν. Γράψτε καλύτερα: «Τον άτιμο! Κατάφερε και επιβίωσε τόσα χρόνια παρά τα τσιγάρα, τα ποτά και τα γρήγορα αυτοκίνητα». Μετά από λίγο όμως σοβαρεύει. Τα μπλε μάτια σκοτεινιάζουν. «Δεν με ενδιαφέρει αν θα μείνω στην ιστορία ως μύθος, ως σταρ. Θα ήθελα να μείνω στη συνείδηση του κόσμου ως κάποιος που … προσπάθησε. Κάποιος που προσπάθησε να βρει την αξιοπρέπεια στη ζωή του, να ζήσει έντιμα δίπλα στον συνάνθρωπό του. Κάποιος που προσπάθησε να υπερβεί τον εαυτό του. Κάποιος που δεν συμβιβάστηκε, κάποιος που δε δείλιασε. Αυτό να γράψετε. Ότι ήμουν κάποιος που δε δείλιασε».

Βιογραφικό

_Σε τίτλους
Ο Πωλ Λέοναρντ Νιούμαν (Paul Leonard Newman) ηθοποιός και σκηνοθέτης, είχε λάβει πολυάριθμα βραβεία για το έργο του, ανάμεσα στα οποία ένα Όσκαρ (επίσης 2 τιμητικά και 9 υποψηφιότητες), 6 Χρυσές Σφαίρες, ένα Βραβείο SAG, ένα BAFTA και ένα Έμμυ. Είχε επίσης βραβευτεί για την ερμηνεία του στην ταινία «Πόθοι στην κάψα του καλοκαιριού» (1958) στο Φεστιβάλ των Καννών, ενώ έχει λάβει τον Ασημένιο Λέοντα στο Φεστιβάλ του Βερολίνου για την ταινία «Δεν είμαι κορόιδο κανενός» (1994). Επίσης, για μια εικοσαετία υπήρξε οδηγός αγωνιστικών αυτοκινήτων, ενώ μέχρι και τις τελευταίες μέρες της ζωής του προσέφερε πλούσιο φιλανθρωπικό έργο. Ο Νιούμαν γεννήθηκε στο Σέικερ Χάιτς, στην πολιτεία Οχάιο. Ήταν γιος της Τερέζα (Φέτζερ ή Φέτσκο από οικογένεια Σλοβάκων Καθολικών, από το πάλαι ποτέ Βασίλειο της Ουγγαρίας) και του Άρθουρ Σ. Νιούμαν _εβραϊκής καταγωγής, που διατηρούσε κατάστημα αθλητικών ειδών. Η μητέρα του ηθοποιού εργαζόταν στο οικογενειακό κατάστημα, ενώ μεγάλωνε τον Πωλ και τον αδερφό του Άρθουρ (ο οποίος στο μέλλον έγινε παραγωγός και διευθυντής παραγωγής).

Ο Νιούμαν έδειξε ένα πρώιμο ενδιαφέρον για το θέατρο, το οποίο ενθάρρυνε η μητέρα του. Σε ηλικία επτά ετών, πραγματοποίησε το ντεμπούτο του στην υποκριτική, σε μια σχολική παράσταση. Όταν αποφοίτησε από το λύκειο το 1943, φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Οχάιο (που εδρεύει στην πόλη «Αθήνα») σπουδάζοντας οικονομικά. Υπηρέτησε στο Ναυτικό κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, στις επιχειρήσεις στον Ειρηνικό Ωκεανό. Εστάλη στο πρόγραμμα V-12 του Γέιλ με την ελπίδα να γίνει δεκτός σαν πιλότος. Αλλά το σχέδιο αυτό ανετράπη όταν ένας γιατρός διέγνωσε σε αυτόν αχρωματοψία. Εστάλη σε στρατόπεδο εκπαίδευσης και κατόπιν εκπαιδεύτηκε ως ασυρματιστής και σκοπευτής _πολυβολητής σε τορπιλλοπλάνα, το 1944 εστάλη στο Μπάρμπερς Πόιντ, στη Χαβάη, και κατόπιν έλαβε μετάθεση για τα εφεδρικά σώματα που στρατοπέδευαν στον Ειρηνικό. Υπηρέτησε στο αεροπλανοφόρο USS Bunker Hill κατά τη Μάχη της Οκινάουα την άνοιξη του 1945. Εστάλη εκεί με μια εφεδρική μοίρα αεροπλάνων Avenger λίγο πριν την επίθεση, αλλά από κάποιο θέλημα της τύχης δεν πέταξε γιατί ο πιλότος του είχε κάποια μόλυνση στα αυτιά __Η υπόλοιπη ομάδα του δεν επέστρεψε ποτέ.

Μετά τον πόλεμο, ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Κολλέγιο Κένυον, αποφοιτώντας το 1949. Ο Νιούμαν αργότερα σπούδασε υποκριτική στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ και υπό την εποπτεία του Λη Στράσμπεργκ στο Actors' Studio της Νέας Υόρκης. Έκανε το ντεμπούτο του σε θέατρο του Μπρόντγουεϊ, στην αυθεντική παραγωγή του έργου του Γουίλιαμ Ίνγκε με τίτλο «Picnic». Κατόπιν συμμετείχε στο ανέβασμα των παραστάσεων «The Desperate Hours» και «Γλυκό Πουλί της Νιότης» με την Τζεραλντίν Πέιτζ. Αργότερα πρωταγωνίστησε στην κινηματογραφική εκδοχή του τελευταίου και πάλι με την Πέιτζ. Η πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο ήταν στο «Ασημένιο Δισκοπότηρο» (1954), το οποίο ακολούθησαν οι αναγνωρισμένοι ρόλοι στις ταινίες «Εμείς οι ζωντανοί» (1956), ως μποξέρ Ρόκι Γκρατσιάνο, «Λυσσασμένη Γάτα» (1958), πλάι στην Ελίζαμπεθ Τέιλορ, και «The Young Philadelphians» (1959), με την Μπάρμπαρα Ρας και τον Ρόμπερτ Βων.

Ο Νιούμαν συμμετείχε σε ένα δοκιμαστικό με τον Τζέιμς Ντην για την ταινία «Ανατολικά της Εδέμ» (1955) και έκανε δοκιμαστικό για το ρόλο του Άρον Τρασκ, ενώ ο Ντιν για αυτόν του μεγαλύτερου αδερφού του, Καλ Τρασκ (αν και ο Νιούμαν ήταν μεγαλύτερος ηλικιακά του Ντιν). Ο Ντιν κέρδισε το ρόλο του Καλ, αλλά το κομμάτι του Νιούμαν δόθηκε στον Ρίτσαρντ Ντάβαλος. Την ίδια χρονιά ο Νιούμαν συμπρωταγωνίστησε με την Εύα Μαρί Σεντ και το Φρανκ Σινάτρα σε μια ζωντανή και έγχρωμη μετάδοση του θεατρικού έργου του Θόρτον Γουάιλντερ με τίτλο «Η πόλη μας» και το 2003 συμμετείχε σε ένα ριμέικ του ίδιου θεατρικού.

Υπήρξε ένας από τους λίγους ηθοποιούς που έκαναν με επιτυχία τη μετάβαση από το σινεμά της δεκαετίας του ’50 σε αυτό των δεκαετιών ’60 και ’70. Η _τόπος του λέγειν «επαναστατική» του περσόνα είχε πέραση στην επόμενη γενιά. Πρωταγωνίστησε στις ταινίες «Έξοδος» (1960), «Ο κόσμος είναι δικός μου» (1961), «Άγριος σαν Θύελλα» (1963), «F.B.I Φάκελος 17, άκρως εμπιστευτικόν» (1966), «Όμπρε!» (1967), «Ο Μεγάλος Δραπέτης» (1967), «Ο Πύργος της Κολάσεως» (1974), «Άγριο Παιχνίδι» (1977) «Η Ετυμηγορία» (1982). Με τον ηθοποιό Ρόμπερτ Ρέντφορντ και το σκηνοθέτη Τζωρτζ Ρόι Χιλ συμμάχησε δύο φορές, για τις δυο υπερεπιτυχημένες ταινίες «Οι Δύο Ληστές» (1969) και «Το Κεντρί» (1973). Πραγματοποίησε κοινές εμφανίσεις με τη σύζυγό του, Τζοάν Γούντγουαρντ, στις ταινίες «Πόθοι στην κάψα του καλοκαιριού» (1958), «Καλημέρα ζωή» (1958), «Δεσμώτες της ηδονής» (1960), «Αγαπηθήκαμε στο Παρίσι» (1961), «Στους δυο τρίτος δεν χωρεί» (1963), «Άσσοι της ταχύτητος και του ιλίγγου» (1969), «WUSA» (1970), «Ο επιθεωρητής Χάρπερ» (1975), «Χάρρυ και γιος: Η σύγκρουση» (1984) «Ο κύριος και η κυρία Μπριτζ» (1990).

Εκτός από το να πρωταγωνιστήσει και να σκηνοθετήσει την ταινία «Χάρρυ και γιος: Η σύγκρουση», ο Νιούμαν σκηνοθέτησε τέσσερις ακόμη ταινίες (στις οποίες δεν συμμετείχε ως ηθοποιός) με πρωταγωνίστρια την Γούντγουαρντ. Ήταν οι ταινίες «Γνώρισα την αγάπη, γνώρισα τη ζωή» (Rachel, Rachel 1968), βασισμένο στο μυθιστόρημα της Μάργκαρετ Λώρενς «A Jest of God», η μεταφορά στη μεγάλη οθόνη του βραβευμένου με Πούλιτζερ θεατρικού «Άγριες Μαργαρίτες» (1972), η μεταφορά στη μικρή οθόνη του βραβευμένου με Πούλιτζερ θεατρικού «The Shadow Box» (1980) και η μεταφορά στον κινηματογράφο του έργου του Τένεσι Ουίλιαμς με τίτλο «Ο Γυάλινος Κόσμος» (1987). 25 χρόνια μετά την κυκλοφορία της ταινίας «Ο κόσμος είναι δικός μου!», ο Νιούμαν εμφανίστηκε και πάλι στο ρόλο του «Γρήγορου» Έντυ Φέλσον στην ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε, «Το χρώμα του χρήματος» (1986) για την οποία έλαβε το Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου.

Το 2003, εμφανίστηκε σε μια θεατρική παράσταση του Μπρόντγουεϊ, την επανέκδοση του έργου του Θόρτον Γουάιλντερ, «Η πόλη μας». Έλαβε την πρώτη του υποψηφιότητα για Τόνυ για την ερμηνεία του. Το PBS και το κανάλι της καλωδιακής τηλεόρασης Showtime μετέδωσαν μια μαγνητοσκόπηση της παράστασης, οπότε ο Νιούμαν έλαβε επίσης υποψηφιότητα για Έμμυ. Η τελευταία του εμφάνιση στον κινηματογράφο ήταν στο ρόλο του αφεντικού μιας οργάνωσης παρανόμων στην ταινία «Ο Δρόμος της Απώλειας», στο πλευρό του Τομ Χανκς, ενώ δάνειζε τη φωνή του για ταινίες.

Συμβαδίζοντας με την αγάπη του για τους αγώνες αυτοκινήτων, παρείχε τη φωνή για τον Ντοκ Χάντσον, ένα αποσυρμένο αγωνιστικό αυτοκίνητο στην ταινία των Disney και Pixar, «Αυτοκίνητα». Ήταν επίσης ο αφηγητής της ταινίας του 2007 «Ντέιλ», σχετικά με τη ζωή του θρυλικού οδηγού NASCAR, Ντέιλ Έρνχαρντ.

Ο Νιούμαν ανακοίνωσε πως θα αποσυρθεί πλήρως από την ηθοποιία στις 25 Μαΐου 2007. Υποστήριξε πως αισθάνεται ότι δεν μπορεί να συνεχίσει να ασκεί την υποκριτική στο επίπεδο που θα επιθυμούσε. «Αρχίζεις να χάνεις τη μνήμη σου, αρχίζεις να χάνεις την αυτοπεποίθησή σου, αρχίζεις να χάνεις την εφευρετικότητά σου. Οπότε νομίζω πως αυτό είναι πια ένα κλεισμένο βιβλίο για μένα». Μακριά από το Χόλυγουντ, ο Νιούμαν διατηρούσε το σπίτι του στο Γουέστπορτ, στο Κονέκτικατ, με τη σύζυγό του.

Είχε παντρευτεί δύο φορές. Ο πρώτος του γάμος ήταν με την Τζάκι Γουίτε, από το 1949 έως το 1958. Μαζί απέκτησαν ένα γιο, το Σκοτ (1950), και δύο κόρες, τη Σούζαν Κένταλ (1953) και τη Στέφανι __ο Σκοτ Νιούμαν απεβίωσε όπως ήδη αναφέραμε το Νοέμβρη του 1978 από υπερβολική χρήση ναρκωτικών. Είχε εμφανιστεί στις ταινίες «Ο πύργος της κολάσεως» και «Fraternity Row» (1977). Ο πατέρας του ίδρυσε ένα κέντρο πρόληψης που φέρει το όνομα του του. Η Σούζαν γυρίζει ντοκιμαντέρ και ασχολείται με φιλανθρωπίες, ενώ έχει συμμετοχές στον κινηματογράφο και το Μπρόντγουεϊ. Μάλιστα έλαβε υποψηφιότητα για Έμμυ ως συμπαραγωγός της ταινίας του πατέρα της, «The Shadow Box».

Ο Νιούμαν νυμφεύθηκε τη Τζοάν Γούντγουαρντ στις 29 Ιανουαρίου 1958. Απέκτησε τρεις κόρες: την Έλινορ “Νελ” Τερέζα (1959), τη Μελίσα “Λίσυ” Στούαρτ (1961) και την Κλαιρ “Κλέα” Ολίβια (1965). Ο Νιούμαν σκηνοθέτησε την Έλινορ (καλλιτεχνικό όνομα Νελ Ποτς) στον κεντρικό ρόλο στο πλάι στης μητέρας της στην ταινία «The Effect of Gamma Rays on Man-in-the-Moon Marigolds».

Παρά το γεγονός ότι έγινε ίνδαλμα πολύ σύντομα και το στάτους του μεγάλου αστέρα, ο Νιούμαν ήταν γνωστός για την αμφιταλάντευσή του σχετικά με τη ζωή στο Χόλιγουντ. Τα πρώτα βήματά του συγκρίνονταν με αυτά του συγχρόνου του, Μάρλον Μπράντο, τον οποίο και δεν συμπαθούσε. Επιπλέον, ο Νιούμαν είχε την αξιοσημείωτη για αστέρα του κινηματογράφου μονογαμική στάση και έδειξε αφοσίωση στη σύζυγο και τα παιδιά του.

Racing team

Ο Νιούμαν έδειξε για πρώτη φορά ενδιαφέρον για τους αγώνες αυτοκινήτων _«το πρώτο πράγμα στο οποίο ανακάλυψα ποτέ ότι είχα κάποιo χάρισμα», ενώ έκανε προπόνηση και πραγματοποιούσε γυρίσματα για την ταινία το 1969, «Ο Νικητής». Ο πρώτος επαγγελματικός αγώνας στον οποίο συμμετείχε ήταν το 1972, στο Τόμσον του Κονέκτικατ. Το 1979 έκανε τις 24 ώρες του Λε Μαν, όπου τερμάτισε δεύτερος με μια Πόρσε 935 του Ντικ Μπαρμπούρ. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 μέχρι τις αρχές του 1990 οδηγούσε για την ομάδα Bob Sharp, κυρίως με αυτοκίνητα της Nissan. Το όνομά του συνδέθηκε ιδιαίτερα με την εταιρία κατά τη 10 του 80, και εμφανίστηκε και διαφημίσεις αυτοκινήτων της. Στην ηλικία των 70, έγινε ο γηραιότερος οδηγός που αποτέλεσε μέλος νικηφόρας ομάδας σε σημαντικό γεγονός, και συγκεκριμένα στις 24 ώρες της Ντειτόνα, το 1995. Ήταν συνιδρυτής της εταιρίας Newman/Haas/Lanigan Racing το 1983, επίσης συνέταιρος στην ομάδα Newman Wachs Racing. Με το συγγραφέα Α.Ε. Χότσνερ, όπως είπαμε ίδρυσε την Newman's Own, δωρίζοντας τα κέρδη σε φιλανθρωπίες. Συνέγραψε μάλιστα με τον Χότσνερ ένα βιβλίο για το σκοπό αυτό με τίτλο «Shameless Exploitation in Pursuit of the Common Good» _«Αναίσχυντη Εκμετάλλευση σε Αναζήτηση του Κοινού Καλού». Ανάμεσά σε άλλους, από τη φιλανθρωπία του επωφελείται η Hole in the Wall Gang Camp, μια καλοκαιρινή κατασκήνωση για παιδιά με σοβαρά προβλήματα υγείας στο Κονέκτικατ. Συνιδρυτής της είναι ο ίδιος και της έδωσε το όνομά της από τη συμμορία που είχαν με το Ρόμπερτ Ρέντφορντ στην ταινία «Οι Δυο Ληστές» (1969).

Ο Νιούμαν επρόκειτο να αναλάβει την πρώτη του δουλειά ως σκηνοθέτης θεατρικού έργου στο Westport Country Playhouse, και συγκεκριμένα στο ανέβασμα του έργου του Τζον Στάινμπεκ, «Άνθρωποι και Ποντίκια». Ωστόσο αποσύρθηκε στις 23 Μαΐου 2008, επικαλούμενος προβλήματα υγείας.

Πολ Νιούμαν, ο ραλίστας

Για 35 χρόνια, εκτός από σταρ του σινεμά και πανέμορφος, ο Πολ Νιούμαν ήταν ένας παθιασμένος και, το σημαντιότερο, επιτυχημένος ραλίστας. Ενα ντοκιμαντέρ καταγράφει τις διαδρομές του.

Ο Πολ Νιούμαν δεν ήταν ούτε ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος ηθοποιός που αγάπησε τους αγώνες με τ' αυτοκίνητα. Ηταν όμως εκείνος που τους αγάπησε με μεγάλο πάθος: ένας από τους μεγαλύτερους σταρ της εποχής του (και των κατοπινών), που διαπίστωσε ότι ήθελε περισσότερο να βρίσκεται πίσω από το τιμόνι, παρά μπροστά από την κάμερα! Κι επιπλέον, στην αυτοκινητιστική καριέρα του αποδείχτηκε πολύ επιτυχημένος, φτάνοντας μέχρι και να κατακτήσει τη δεύτερη θέση στο Le Mans. Μαζί με μια ομάδα οδηγών, ανάμεσά τους, τους Μάριο και Μάικλ Αντρέτι και Σεμπαστιέν Μπουρντέ, σχημάτισε μια από τις πιο διακεκριμένες ανεξάρτητες ομάδες στους αγώνες ταχύτητας, με την οποία κέρδισε οκτώ πρωταθλήματα.

Οι Ανταμ Καρόλα και Νέιτ Ανταμς αποφάσισαν να μεταφέρουν αυτήν την παράλληλη αλλά τόσο σημαντική πλευρά της ζωής του Πολ Νιούμαν σ' ένα ντοκιμαντέρ, με τον τίτλο «Winning: The Racing Life of Paul Newman». Κι όπως φαίνεται από το τρέιλερ που μπορείτε να δείτε παρακάτω, όσοι μιλούν συγκλίνουν σ' ένα πράγμα: πως τ' αυτοκίνητα ήταν για τον ηθοποιό το σπουδαιότερο κομμάτι της ζωής του! «Η νίκη δεν είναι το παν,» φέρεται να λέει ο Πολ Νιούμαν. «Απλώς είναι το μόνο που υπάρχει!» Στο ντοκιμαντέρ συμμετέχουν εκτός από τη γυναίκα του, και τον Ρέντφορντ πολλοί ακόμα επώνυμοι που, με κάποιον τρόπο, συνδέθηκαν μαζί του, από τον Ρόμπερτ Γουάγκνερ και τον Τζέι Λένο, ως τον Τομ Κρουζ και τον Πάτρικ Ντέμπσεϊ.