Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ολοκαύτωμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ολοκαύτωμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

29 Ιουνίου 2025

Phoenix _Το Τραγούδι του Φοίνικα 🎥 +Φωτο

Το ξαναείδαμε στη ΒουλήTV χτες βράδυ: μια ταινία που αξίζει την προσοχή μας _ Ένα βραδυφλεγές φιλμ νουάρ στην μεταπολεμική Γερμανία. Μία τζαζ ιστορία αγάπης σε καιρούς που έχουν βομβαρδιστεί οι “Καζαμπλάνκες” – έξω και μέσα μας. Ο σκηνοθέτης του “Barbara” Christian Petzold _Κρίστιαν Πέτσολντ και η συγκλονιστική Νίνα Χος_ Nina Hoss (πλάι στους Ronald Zehrfeld Nina Kunzendorf κά) διδάσκουν πώς θα πρέπει να γυρίζονται ταινίες εποχής…

Phoenix _Το Τραγούδι του Φοίνικα __
Μια από τις καλές ταινίες της χρονιάς (2014) ανήκει σε έναν από τους πιο ενδιαφέροντες σκηνοθέτες του νέου γερμανικού σινεμά, ο οποίος τοποθετεί στο μεταπολεμικό Βερολίνο μια παραλλαγή στον χιτσκοκικό “Δεσμώτη του Ιλίγγου” και ταυτόχρονα μια πολυδιάστατη ιστορία αγάπης, απάτης και εκδίκησης. Είναι ασφαλές να ισχυριστεί κανείς ότι η ταινία βασίζεται σε ένα μεγάλο σεναριακό παράδοξο: λίγο μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, μια εβραϊκής καταγωγής επιζήσασα του Ολοκαυτώματος, η οποία έχει πρόσφατα υποστεί τις ευεργετικές επεμβάσεις μιας πλαστικής εγχείρησης στο φρικτά παραμορφωμένο πρόσωπό της, επανεμφανίζεται αγνώριστη στον Γερμανό σύζυγο που την κατέδωσε στην Γκεστάπο και δέχεται να συμμετάσχει σε ένα δικής του σύλληψης σχέδιο πλαστοπροσωπίας.

Η Νίνα (όπως είναι το όνομα της ηρωίδας) θα χρειαστεί να υποδυθεί την νεκρή σύζυγό του, να πείσει τους συγγενείς της ότι δεν στάθηκε τελικά ένα από τα αμέτρητα θύματα των στρατοπέδων συγκέντρωσης και να ανακτήσει τη μεγάλη οικογενειακή περιουσία που άφησε πίσω της, όταν διώχτηκε βίαια από τους Ναζί. Ενορχηστρωτής της απάτης και σκηνοθέτης στην δημόσια παράσταση που πρόκειται σύντομα να δώσει ενώπιον φίλων και γνωστών της είναι εξ ολοκλήρου ο σύζυγός της, ο οποίος αγνοεί σε όλη τη διάρκεια την πραγματική ταυτότητά της, διακρίνει, όμως, ότι η εύθραυστη και φοβισμένη αυτή φιγούρα μοιάζει αρκετά με τη γυναίκα που υποτίθεται πως έστειλε στον θάνατό της.

Από την πλευρά της, η Νίνα αποφασίζει να παραστήσει τον εαυτό της, αφ’ ενός για να διαλευκάνει ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος για τον οποίο την πρόδωσε ο άντρας της, αφ’ ετέρου για να διερευνήσει αν τα δικά της συναισθήματα απέναντί του θα ακολουθήσουν τον δρόμο της εκδίκησης ή της συγχώρεσης. Η παραπάνω ιστορία θέτει αναμφίβολα ζήτημα αληθοφάνειας. Είναι τέτοια η βεβαιότητα και η αυτοπεποίθηση του σκηνοθέτη με το υλικό του, εντούτοις, ώστε σε κάνει να παραβλέψεις κάθε επιφύλαξή σου και να βυθιστείς μαζί με τους δυο ήρωες σε ένα σύνθετο παιχνίδι εξαπάτησης, διπλοπροσωπίας, μεταμφιέσεων και αποπλάνησης.

Μέσω του παιχνιδιού αυτού, η ταινία κατορθώνει να επικεντρωθεί όχι μόνο στην επώδυνη διαδρομή μιας τσακισμένης γυναίκας η οποία προσπαθεί να επανεφεύρει τον εαυτό της σχεδόν εκ του μηδενός, αλλά και στις απόπειρες μιας ολόκληρης χώρας να εξορκίσει τις ενοχές της, να σβήσει τα τραύματα του πρόσφατου παρελθόντος της και να ορίσει τη μεταπολεμική της ταυτότητα. Ακόμη περισσότερο, το «Τραγούδι του Φοίνικα» μεταχειρίζεται ένα πολύ ενδιαφέρον σκεπτικό πάνω στην υποκειμενικότητα του βλέμματος, και όχι μόνο του ανδρικού, αφού ολόκληρο το σχήμα της πλοκής χτίζεται πάνω στην αδυναμία ενός συζύγου να αναγνωρίσει τη γυναίκα του, απλά και μόνο επειδή το πρόσωπό της δεν ταυτίζεται με τον τρόπο που ο ίδιος την θυμάται ή το υποσυνείδητό του αρνείται αυτή την παραδοχή.

Όλα τα παραπάνω αναπτύσσονται περίτεχνα και με αξιέπαινη σκηνοθετική οικονομία στην αφήγηση ενός λανθάνοντος θρίλερ, όπου το σασπένς προκαλείται από τα μυστήρια της ανθρώπινης συμπεριφοράς και η αγωνία αντλείται από τη σύγκρουση ανάμεσα στην καρδιά και τη λογική, την αγάπη και το μίσος, τον θύτη και το θύμα.

Στην έκτη συνεργασία της με τον Πέτζολντ (έχουν προηγηθεί, μεταξύ άλλων, το «Yella» του 2007 και το «Barbara» του 2012), η Νίνα Χος αποδίδει εκφραστικά τις σημαντικότερες παραμέτρους του φιλμ και αποδεικνύει για ακόμη μια φορά πόσο σπουδαία ηθοποιός είναι, ισορροπώντας την πολυπρόσωπη ερμηνεία της ανάμεσα στο φαίνεσθαι και στο είναι, σε όσα αποτυπώνει η μελαγχολική της επιφάνεια και σε όσα σιγοβράζουν μέσα της .

Όλα τα παραπάνω καταλήγουν σε ένα από τα ωραιότερα φινάλε που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια στο σινεμά. Μια κατακλείδα ήρεμα σπαρακτική και βαθύτατα θλιμμένη στην οποία η εβραϊκή τραγωδία, η γερμανική ενοχή και η οικειοθελής αμνησία, ατομική και συλλογική, υψώνονται σαν υπενθύμιση ακριβώς τη στιγμή που οι υποκριτικές μάσκες πέφτουν και η αλήθεια ξεγλιστρά πίσω από τις μεταμφιέσεις.




Ιούνιος, 1945. Η Νέλι, μία εβραία γυναίκα, πάλαι ποτέ μεγαλοαστή κληρονόμος από το Βερολίνο, παραμορφωμένη από τα βασανιστήρια, φυγαδεύεται από το Αουσβιτς σε μυστική κλινική. Εκεί υποβάλλεται σε πλαστικές, κι ο γιατρός της εξηγεί ότι της χάρισε ένα νέο πρόσωπο – με αυτό μπορεί να κάνει μια καινούργια, ασφαλή αρχή. Εκείνη όμως δε θέλει τίποτα καινούργιο. Θέλει το παρελθόν. Θέλει την παλιά της ζωή πίσω. Θέλει τον Τζόνι, το γόη σύζυγό της. Εκείνον που έπαιζε πιάνο στα τζαζ μπαρ κι εκείνη τραγουδούσε. Εκείνον, που σύμφωνα με την Αντίσταση, την πρόδωσε στους Ναζί. Μόνο που η Νέλι δε θέλει να το πιστέψει. Επιστρέφει στο Βερολίνο για να τον αναζητήσει. Τον βρίσκει να δουλεύει στο «Phoenix», ένα κλαμπ στην αμερικανική συνοικία. Οχι μόνο δεν την αναγνωρίζει, αλλά της προτείνει να υποδυθεί την νεκρή γυναίκα του («υπάρχει κάτι αδιόρατο πάνω σου που της μοιάζει») για να εισπράξει την κληρονομιά της. Μουδιασμένη, η Νέλι δέχεται. Κι ο Τζόνι της διδάσκει από την αρχή ποια ήταν – πώς ντυνόταν, τι χρώμα είχαν τα μαλλιά της, πώς κοιτούσε, το γραφικό της χαρακτήρα. Εκείνη σιωπηλή, τον παρατηρεί, αφουγκράζεται. Προσπαθεί να βρει τη στιγμή που θα καταλάβει: την αγαπούσε ο Τζόνι, κάποτε; Ή την σκότωσε;

Στην πέμπτη του συνεργασία με την μούσα και πρωταγωνίστριά του Νίνα Χος, ο Κρίστιαν Πέτσολντ («Barbara», «Yella») πλάθει μία ταινία εποχής που κοιτά κατάματα το παραμορφωμένο πρόσωπο της μεταπολεμικής Γερμανίας και την σκληρή πραγματικότητα μίας ανεπιστρεπτί χαμένης αθωότητας. Κανείς δεν μπορεί να γυρίσει πίσω το χρόνο. Κανείς δεν μπορεί να κοιταχτεί στον καθρέφτη και να μην αντικρύσει την τερατόμορφη ουλή που στιγμάτισε μια χώρα. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί τις ευθύνες του.

Η ταινία θα μπορούσε να έχει καταλήξει ακαδημαϊκή – ένα στυλιζαρισμένο δράμα εποχής, με επίκεντρο τους επιζήσαντες από το Ολοκαύτωμα και ξεκάθαρα μηνύματα σύγχρονης ιστορίας. Μόνο που ο Πέτσολντ έχει έναν διακριτικό αλλά υποβλητικό τρόπο να πλάθει ταινίες που ξεπερνούν την αισθητική και την επιδερμίδα τους. Μαζί με τον φωτογράφο του Χανς Φρομ σχεδίασαν ένα σύμπαν όπου η ατμόσφαιρά σου επιβάλλεται κι οι φωτοσκιάσεις του νουάρ έχουν λόγο που ξεπερνά το στιλ, καθώς μιλά για μια εποχή που όλοι κρύβουν από ενοχή ή τρόμο το πρόσωπό τους. Το εύρημα της τζαζ, η 40ς γοητεία των καμπαρέ, τα κόκκινα έτσι όπως ξεπηδούν ανάμεσα στις σκιές και τις στάχτες – όλα συγκρούονται με τον ευρύτερο καμβά: το βομβαρδισμένο τοπίο.

Σιωπηλά, αθόρυβα, λιτά, αλλά με μάτια που καίνε ενέργεια μεγατόνων, η Νίνα Χος (ίσως στην καλύτερη ερμηνεία της καριέρας της) πλάθει μία γυναίκα, που υποδύεται μία γυναίκα, που υποδύεται μία γυναίκα με έναν τρόπο που προκαλεί… «Vertigo». Ο έρωτας, η αμφιβολία, ο τρόμος της προδοσίας, η γυναικεία ανασφάλεια, η ελπίδα – όλα κρύβονται σε βουβά, μελαγχολικά βλέμματα, μικροστιγμές, αγγίγματα. Η Χος πλάθει μία παράφορα ερωτευμένη γυναίκα, όπως εκείνες στις ταινίες εποχής που πάντα αγαπούσαν έναν «Τζόνι» – έναν αντιήρωα, έναν τυχοδιώκτη, ένα μικρό κάθαρμα.

Κι ο Ρόναλντ Ζέρφελντ (ο γιατρός του «Barbara») μετατρέπεται αβίαστα σε μικρό κάθαρμα. Γοητευτικός, τραχύς, μυστηριώδης. Μία ερμηνεία μετρημένη και άριστα ισορροπημένη πάνω στο τεντωμένο σκοινί της αμφιβολίας: όντως πρόδωσε τη γυναίκα του ή ήταν ο εύκολος στόχος, καθώς κανείς ποτέ δεν κατάλαβε γιατί η μεγαλοαστή παντρεύτηκε έναν πιανίστα;

Μία ιστορία αγάπης σε καιρούς που έχουν βομβαρδιστεί οι «Καζαμπλάνκες», τόσο κυριολεκτικά όσο και μέσα μας, πλάθει ο Πέτσολντ. Mία σπαραχτική Ιλσα που το μόνο που θέλει είναι να play it again. Κι ένα αρσενικό που δεν ξέρουμε αν ποτέ υπήρξε Μπόγκαρντ, ή εκείνη τον ονειρεύτηκε έτσι μέσα στο ημίφως, τους καπνούς, τα ερωτόλογα.

Το σενάριο της ταινίας βασίζεται χαλαρά στο γαλλικό αστυνομικό μυθιστόρημα του Hubert Monteilhet του 1961, Le Retour des cendres (η επιστροφή από τις στάχτες), το οποίο διαδραματίζεται στη Γαλλία. Το μυθιστόρημα διασκευάστηκε ελεύθερα στην ταινία του J. Lee Thompson, Return from the Ashes (1965). Στην προσαρμογή του, ο Christian Petzold αποφάσισε να αλλάξει το σκηνικό στο Βερολίνο λίγο μετά την παράδοση της Γερμανίας στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το σενάριο συνυπογράφηκε από τον Petzold και τον καλλιτέχνη Harun Farocki (το τελευταίο σενάριο της καριέρας του).
Στη διαδικασία, οι σεναριογράφοι άλλαξαν ονόματα και επαγγέλματα των χαρακτήρων. Αφαίρεσαν το αφηγηματικό μέσο του βιβλίου, στο οποίο η κόρη του επιζώντος, Fabienne, ανακαλύπτει την ιστορία της σχέσης της μητέρας της και του πατριού / εραστή της μέσα από ημερολογιακές καταχωρίσεις που γράφει η μητέρα της. Αποκαλύπτεται ότι πέθανε υπό ύποπτες συνθήκες. Επίσης, απέρριψαν μια δευτερεύουσα πλοκή στην οποία η Φαμπιέν έχει αναπτύξει μια σχέση με τον πατριό της και έτσι προκαλεί τη μητέρα της για την αγάπη του όταν οι ταυτότητες είναι ασαφείς.

🎶 Soundtrack: Η ταινία περιλαμβάνει το τραγούδι των Kurt Weill \ Ogden Nash “Speak Low” (1943) και το “Night and Day” του Cole Porter.

Το Φοίνιξ έλαβε αναγνώριση από τους κριτικούς. Ο ιστότοπος Rotten Tomatoes ανέφερε βαθμολογία αποδοχής 98% με μέση βαθμολογία 8,1/10 με βάση 121 κριτικές. Η κριτική συναίνεση του αναφέρει: “Τεταμένο, περίπλοκο και γεμάτο ατμόσφαιρα, το Φοίνιξ είναι ένα καλογυρισμένο, έξυπνα φτιαγμένο πολεμικό δράμα που βρίσκει τον σεναριογράφο-σκηνοθέτη Κρίστιαν Πέτσολντ να εργάζεται στο μέγιστο της δύναμής του.” Στο Metacritic, η ταινία έχει σταθμισμένο μέσο όρο βαθμολογίας 89 στα 100, με βάση 30 κριτικές από mainstream κριτικούς, υποδεικνύοντας “καθολική αναγνώριση“.

Στο A.V. Club ο A.A. Dowd (σσ. συγγραφέας και επιμελητής σύνταξης με έδρα το Σικάγο. Το έργο του έχει δημοσιευτεί σε έντυπα των The A.V. Club, Vulture, Rolling Stone κλπ) περιέγραψε το Phoenix ως ένα “θαυμάσιο νουάρ ψυχόδραμα εποχής” και τη Νίνα Χος ως “μια ηθοποιό με παλιομοδίτικη λάμψη και μοντέρνα απόχρωση”. Έγραψε: “Ο Πέτσολντ δημιούργησε ένα αριστοτεχνικά συντονισμένο έργο είδους, του οποίου pulpiness – όπλα, αλλαγές προσώπου, νυχτερινή ζωή γεμάτη κινδύνους – δεν έρχονται σε αντίθεση με τους πιο σοβαρούς στόχους του και του οποίου η βαθιά απήχηση στον πραγματικό κόσμο δεν θέτει σε κίνδυνο την δραματική του οικονομία. Καμία σκηνή δεν είναι περιττή. Κανένα πλάνο δεν πάει χαμένο”. Στο τέλος του 2019, το Phoenix κατατάχθηκε Νο. 26 στη λίστα του The A.V. Club με τις 100 καλύτερες ταινίες της δεκαετίας του 2010, και στο Νο. 6 στη λίστα του Time με τις 10 κορυφαίες ταινίες της δεκαετίας, την οποία συνέταξε η Στέφανι Ζάχαρεκ (σσ. Stephanie Zacharek Αμερικανίδα κριτικός κινηματογράφου στο Time. Από το 2013 έως το 2015, ήταν η κύρια κριτικός κινηματογράφου για το The Village Voice. Ήταν φιναλίστ του βραβείου Πούλιτζερ το 2015).

Το Εθνικό Συμβούλιο Κριτικών ονόμασε το Phoenix ως μία από τις 5 κορυφαίες ξενόγλωσσες ταινίες του 2015.

  Δείτε και την οπτική του Χρήστου Μήτση