Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Рубкула. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Рубкула. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

26 Δεκεμβρίου 2024

Η ιστορία του κοκκινολαίμη …από το Ιρκούτσκ

Γνωστός μας πανέμορφος και πανέξυπνος: Ο κοκκινολαίμης “Erithacus rubecula”, με τη μεγάλη πορτοκαλί περιοχή στον λαιμό και το στήθος (περιλαμβάνει 9 υποείδη _ στην Ελλάδα απαντά _ κατά Howard & Moore βιβλ. Linnaeus \ 1758 του Σουηδού βιολόγου και γιατρού που επισημοποίησε τη διωνυμική ονοματολογία, ο “Erithacus rubecula rubecula”.
Από τα χαρακτηριστικότερα ωδικά πτηνά της ελληνικής και ευρωπαϊκής ορνιθοπανίδας, αποτελεί κόσμημα, από τα πλέον αγαπητά, όχι μόνον για τα όμορφα χρώματά του, αλλά κυρίως για το δυνατό και μελωδικό τραγούδι του. Τον βλέπουμε να κινείται με τα μικρά _αλλά ψηλά σε σχέση με το σώμα του πόδια, ανασηκώνοντας με χαρακτηριστικό τρόπο την ουρά του _δείτε τον, ακούστε να κελαηδάει ___

Ετυμολογία:
Το χαρακτηριστικό πορτοκαλί στήθος και των δύο φύλων συνέβαλε στην αρχική ονομασία "red_breast" του ευρωπαϊκού κοκκινο_λαίμη, γιατί το πορτοκαλί ως όνομα χρώματος ήταν άγνωστο στα αγγλικά μέχρι τον 16ο αιώνα, οπότε και είχε εισαχθεί το ομώνυμο φρούτο. Το ολλανδικό roodborstje, το γαλλικό rouge-gorge, το σουηδικό rödhake, το γερμανικό Rotkehlchen, το ιταλικό pettirosso, το ισπανικό petirrojo και το πορτογαλικό pisco-de-peito-ruivo όλα αναφέρονται στο διακριτικά χρωματισμένο μέτωπο. Τον 15ο αιώνα, όταν έγινε δημοφιλές να δίνονται ανθρώπινα ονόματα σε γνωστά είδη, το πουλί έγινε γνωστό ως robin redbreast _κοκκινοστέφανο, το οποίο τελικά συντομεύτηκε σε κοκκινολαίμη. Ως δεδομένο όνομα, το Robin είναι αρχικά μια μικρότερη μορφή του ονόματος Robert. Ο όρος κοκκινολαίμη χρησιμοποιείται επίσης σε ορισμένα πουλιά άλλων οικογενειών με κόκκινο ή πορτοκαλί στήθος. Αυτά περιλαμβάνουν τον αμερικανικό κοκκινολαίμη (Turdus migratorius, τσίχλα) και τους αυστραλιανούς της οικογένειας Petroicidae, οι σχέσεις των οποίων είναι ασαφείς.
Το λατινικό όνομα του είδους είναι Erithacus rubecula και προέρχεται από το ελληνικό όνομα Ερύθακος. Σύμφωνα με τον Πλίνιο, ο Ερύθακος ήταν ένα πουλί του χειμώνα το οποίο το καλοκαίρι μεταμορφωνόταν σε κοκκινούρη.


Με τον ερχομό του φθινοπώρου, στους βιoτόπους των χαμηλών υψομέτρων αντηχεί το κάλεσμα ενός πουλιού που μοιάζει με χάντρες που πέφτουν σε κομπολόι: ο Κοκκινολαίμης, το αηδόνι του χειμώνα, είναι και πάλι κοντά μας! Και συνεχίζει Νοέμβρη, Δεκέμβρη _Χρισούγεννα Πρωτοχρονιά και Γενάρη … με χαρακτηριστικό πορτοκαλοκόκκινο χρώμα στο πρόσωπο και το στήθος και το τολμηρό ταμπεραμέντο “αλάργα”!! ο "Καλόγιαννος" δεν περνά καθόλου απαρατήρητος, αφού τον χειμώνα μπορούμε να τον δούμε πιο εύκολα, αφού πολλοί Κοκκινολαίμηδες έρχονται για να ξεχειμωνιάσουν στους κήπους των χωριών ακόμα και των πόλεων _όσες έχουν ακόμη κήπους. Κελαηδά όλο τον χρόνο, υπερασπίζοντας σθεναρά τις επικράτειές του από εισβολείς και διεκδικητές, αλλά τον χειμώνα κελαηδά και το θηλυκό που επιθυμεί κι αυτό να έχει μια δική του επικράτεια! Το φθινόπωρο το τραγούδι του γίνεται πιο μελαγχολικό, ενώ μπορεί να ακουστεί και τη νύχτα, όταν ξυπνήσουν τον Κοκκινολαίμη τα φώτα της πόλης.

Рубкула _ Rubecula

Όπου είχε εκείνο το ψυχρό φεγγάρι, την πανσέληνο της μεγάλης νύχτας του Δεκέμβρη και έφεγγε σαν μέρα και το ίδιο πάλι στρουθί, μια ρουμπεκούλα, Erithacus rubecula, μόνιμο του παρτεριού μας βραδινό κόσμημα -κι ας ήταν η ταΐστρα του άδεια- να στέκει κι όλο να τινάζει το στέμμα της, το λιοκάστανο, κι όλο να φουσκώνει το γιορντάνι στο λαιμό της, το κόκκινο, και τικ τικ με τη μύτη της να ραμφίζει επίμονα το τζάμι, κι ύστερα πίσω να τραβιέται- η στάση ορθή, τα πηδηματάκια μικρά, τα φτερουγάκια να ανοιγοκλείνουν και η ουρά πηδάλιο πάνω και κάτω και πάνω και κάτω- κι εεεμείς απελπισμένοι, ακούνητοι κι αμίλητοι να την κοιτάζουμε, κι ύστερα “φύγε, δεν έχουμε τρόπο απόψε”, από μέσα μας να ψιθυρίζουμε, τα χείλη μας να κουνιούνται αλλά ήχος να μη βγαίνει, ωστόσο αυτή να μην ξεμακραίνει, “καθιστικό κι εσύ κι εδώδιμο, όπως κι η αφεντιά μου, έβδομη νύχτα τώρα, μόνο που εσύ μπορείς να κελαηδείς”, σαν να κατάλαβε τι είπαμε, ή ίσως είδε κι απόειδε που τροφή δεν της βάζαμε σήμερα, κι άρχισε το κελάηδημα, μελωδικό και μελαγχολικό, “να μας καλοπιάσεις προσπαθείς, αηδόνι του χειμώνα; Ή κλαις; Μάλλον, γιατί πάει το καλοκαίρι, πέρασε για μας”, επίμονα την κοιτάζαμε, εγώ ανοιγόκλεινα το στόμα, μονολογούσα από μέσα μου κάτι φριχτό και κάπου κάπου στέναζα, χωρίς ήχο ξανά, αυτή ωστόσο με κοίταζε με βλέμμα που δεν κάρφωνε εμένα αλλά τις ουράνιες σφαίρες του σύμπαντος κόσμου, “τα πουλιά είναι εφήμερα και το ξέρουν, ωστόσο έχουν δει και το βάθος τ΄ουρανού και της γης την ματαιότητα, μην περιμένεις ούτε συμπόνοια ούτε καν οίκτο, ξέρουν καλά πως λύτρωση δεν υπάρχει, αγώνας μόνο για μιαν ανάσα ακόμη”.

Και ναι, δεν ήξερα τότε ακόμη πως η θηλυκιά μαθαίνει να τραγουδά το χειμώνα, το καλοκαίρι έχει να θρέψει τα πουλιά κι η γη γεμάτη σπόρους, δεν ήξερα ούτε πως αυτό δεν είναι τραγούδι στη γλώσσα τη δική της, προειδοποίηση και ξόρκι είναι και, σαν αποδιώξει ακόμα και το ταίρι της, ή ίσως κυρίως αυτό, γίνεται θούριος, γιατί είναι αυτό ή ο θάνατος, αφού η μια στις δέκα πεθαίνει στο εμφύλιο κυνήγι της τροφής, αυτή, η έριθος, ωστόσο επιμένει από γενιά σε γενιά να μαθαίνει να ψελλίζει νέες λέξεις, λέξεις απειλές, μ΄αυτές να διώχνει τους άλλους τροφοσυλλέκτες, τι εδώ είναι η δική της επικράτεια ή ο τάφος της, τις μέρες της άγριας πείνας. Μήπως κι εγώ, όπως εκείνη, είχα αποδιώξει τα άλλα πουλιά στον ξύπνιο μου γιατί πεινούσα, πεινούσα πολύ την αγάπη και κάποιος να μου κρατά το χέρι; Κι απελπισμένη τραγουδούσα; Όμως, όχι, οι δικοί μου φίλοι κι ας είχαν κάποτε την ίδια πείνα, τώρα δεν υπήρχαν στον δικό μου κόσμο πια, δεν μπορούσαν να κυνηγήσουν σε τούτη τη διάσταση ούτε να χορτάσουν εδώ την δική τους πείνα, αυτοί είχαν γίνει όλοι ηλεκτρονικά αποτυπώματα, έστελναν με ραδιοκύματα γλάστρες με κίτρινα τριαντάφυλλα και ευχετήριες κάρτες απ΄ το φτηνό ανθοπωλείο του πεζόδρομου εδώ δίπλα, και σιγά σιγά είχαν γίνει γλίσχρες αναμνήσεις και σκιές κλεισμένες σε παλιές υπόγειες σήραγγες, σαν τυφλοπόντικες να ψάχνουν το χρυσάφι της γης, δεν τους κατηγορώ, όμως ένα παράπονο το έχω αφού ούτε στα όνειρά μου δεν υπήρχε πια κανείς στο πλάι μου, μετά το ατύχημα που με είχε αφήσει ανάπηρη, μόνο η αφρισμένη κατεβασιά στου Владимир το ρέμα απέμεινε, κι εκεί όλο με πηγαίνει το μυαλό μου, να βλέπω το Χρόνο ρασοφόρο να βγάζει απ΄ το ρέμα κομμένους κορμούς και λιθάρια ριζιμιά, να ανακατώνεται το βουητό ακατάληπτων χριστουγεννιάτικων ψαλμών και δημοτικών τραγουδιών για την Ρούσα παπαδιά με τον γκλιν γκλιν από τριγωνάκια παιδικά και να μου βγάζουν γλώσσα δυο αδέρφια αγκαλιασμένα, πεθαμένα από χρόνια μέσα στο δικό τους τραγούδι, κανένας ζωντανός, ούτε κι εσύ, ούτε κι εσύ, ήσουν ο πρώτος που περίμενα και δεν διάβηκες το ρέμα, ίσως να προσπαθήσω κι άλλο, να σηκωθώ, να σηκωθώ να τραγουδήσω, να γυρίσω το χρόνο πίσω και να τραγουδήσω το τραγούδι της ρουμπεκούλας, “φύγε από το χώρο και το χρόνο μου αφού δεν έχουμε την ίδια πείνα, φύγε αφού η ζωή μου ήταν μόνο φαγοπότι για σένα, φύγε πριν σε πάρει ο λίβας που ξέρει να ξεχωρίζει την ήρα από το στάρι”, κι ύστερα από την προσπάθεια να σηκωθώ να αφρίζω και να κοκκινίζω…

Και δίπλα μου η ρουμπεκούλα να χοροπηδά, “ερεύθω”, να, “εγώ χρωματίζω κάτι κόκκινο”, η ζωή είναι τσιγγούνα στα χρώματα, πότε θα το καταλάβεις; Και τότε μπήκε η νοσοκόμα και κάθισε δίπλα μου, μου χάιδεψε τα μαλλιά και μου έβρεξε το μέτωπο, ύστερα πήγε στο παραθύρι κι έβαλε τροφή στην ρουμπεκούλα, κάθισε ξανά δίπλα μου κι άρχισε, χωρίς να με ρωτήσει, να μου διαβάζει εκείνο το λαϊκό παραμύθι από τη Σιβηρία, για μια φορά κι έναν καιρό, τότε που ακόμη και τα πουλιά ζητούσαν βασιλιά και μίλησαν στο Θεό, γιατί τότε τα πουλιά μιλούσαν ακόμη με το Θεό, κι εκείνος τους απάντησε ότι βασιλιάς θα γίνει εκείνος που θα πετάξει ψηλότερα. Τότε, όλα τα πουλιά παραμέρισαν γιατί στον αγώνα τον άνισο αυτό κάνεις, γνώριζαν πως θα κέρδιζε ο αετός. Μόνον ο κοκκινολαίμης, που σε κείνα τα μέρη τον λένε καλόγιανο, επέμεινε και έμεινε. Κι όταν ο αετός πήρε όλο το ύψος που μπορούσε, φώναξε: “Ποιός μπορεί να πετάξει ψηλότερα από μένα;” Και μόνο ο καλόγιαννος, έτσι όπως είχε κρυφτεί στη ράχη του, πετάχτηκε φτερουγίζοντας λίγο ψηλότερα και φώναξε:

Εγώ. Και έγινε ο βασιλιάς των πουλιών.

Αν δεν υπήρχε χειμώνας σε πόλεις και χωριά,
Δεν θα ξέραμε ποτέ αυτές τις ευτυχισμένες μέρες.
Αν δεν υπήρχε χειμώνας, δεν υπάρχει μυστικό σε αυτό -
Θα ήμασταν κουρασμένοι από τη ζέστη, κουρασμένοι απ΄ το καλοκαίρι.

Χιονοθύελλα δεν θα ρχόταν τουλάχιστον για μια μέρα,
Κι ο κοκκινολαίμης δεν θα καθόταν στο έλατο, αν μόνο, αν μόνο, αν ...
Και δεν κάθισε στο έλατο, έστω, αν μόνο, αν μόνο! Αν ΑΝ

Αν δεν υπήρχε χειμώνας, αλλά όλο το καλοκαίρι,
Δεν θα ξέραμε αυτό το μπέρδεμα
Ο πάγος στο ποτάμι δεν θα πάγωνε, έστω και μόνο, αν μόνο...
Ο πάγος στο ποτάμι δεν θα παγώσει, έστω και μόνο, αν μόνο...

Αν δεν υπήρχε χειμώνας σε πόλεις και χωριά,
Δεν θα ξέραμε ποτέ αυτές τις ευτυχισμένες μέρες!
ΝΑΙ! έτσι ακριβώς …
                                      
(παλιό σοβιετικό τραγούδι για κάποιον κοκκινολαίμη)

"Αν μόνο δεν υπήρχε χειμώνας"

Να μην ήταν χειμώνας;
Σε πόλεις και χωριά,
Αλλά τότε δεν θα ξέραμε ποτέ
Αυτές τις μέρες
Μέρες διασκέδασης.

Το παιδί δεν έκανε κύκλους
Κοντά στη γυναίκα του χιονιού,
Αν η πίστα του σκι δεν έκανε loop,
Αν μόνο, αν μόνο, αν μόνο...


Αν η πίστα του σκι δεν έκανε loop,
Αν μόνο, αν μόνο, αν μόνο...

 

Αν δεν υπήρχε χειμώνας,

Δεν υπάρχει κανένα μυστικό σε αυτό

Θα είχαμε βαρεθεί τη ζέστη,

Θα είχα βαρεθεί το καλοκαίρι.

Ας μας ερχόταν μια χιονοθύελλα

Τουλάχιστον για μια μέρα.

Κι ο πύρρουλας δεν θα καθόταν στο έλατο

Αν μόνο, αν μόνο, αν μόνο...

Κι ο πύρρουλας δεν κάθισε στο έλατο

Αν μόνο, αν μόνο, αν μόνο...

Αν δεν υπήρχε χειμώνας,

Και είναι πάντα καλοκαίρι,

Δεν θα ξέραμε το χάλι

Φέτος την Πρωτοχρονιά,

Ο Άγιος Βασίλης δεν θα βιαζόταν

Για μας μέσα από τις λακκούβες,

Ο πάγος στο ποτάμι δεν θα είχε παγώσει

Αν μόνο, αν μόνο, αν μόνο...

Ο πάγος στο ποτάμι δεν θα παγώσει

Αν μόνο, αν μόνο, αν μόνο...
Μακάρι να μην ήταν χειμώνας
Σε πόλεις και χωριά,
Αυτές είναι μέρες διασκέδασης.

Το λατρευτικό καρτούν "Τρεις από το Prostokvashino _ Troe iz Prostokvashino" έγινε κυριολεκτικά αντικείμενο όλων. Χαρισματικοί χαρακτήρες, μια καλή ιστορία με πολλές στιγμές για σκέψη και, φυσικά, μερικά από τα καλύτερα παιδικά τραγούδια. Τι θα γινόταν αν πραγματικά δεν υπήρχε εποχή του χρόνου; Θα τους έλειπαν αφράτο χιόνι, Πρωτοχρονιά, έλκηθρα και ένα γιορτινό δέντρο; Είναι σημαντικό να εξηγήσουμε στα παιδιά τι είναι καλό το καλοκαίρι, το φθινόπωρο, την άνοιξη και το χειμώνα. Κάθε εποχή έχει τις γοητευτικές της στιγμές… Трое из Простоквашино, είναι βραβευμένη σοβιετική ταινία κινουμένων σχεδίων του 1978 βασισμένη στο παιδικό βιβλίο του 1974 Ο θείος Fedya, ο σκύλος του και η γάτα του του Eduard Uspensky. Ο κεντρικός χαρακτήρας είναι ένα εξάχρονο αγόρι που τον λένε «Θείο Φιόντορ» επειδή είναι πολύ σοβαρός. Αφού οι γονείς του αρνούνται να τον αφήσουν να κρατήσει τη γάτα Matroskin, ο θείος Fyodor φεύγει από το σπίτι. Με τον σκύλο Sharik, οι τρεις έστησαν ένα σπίτι στο χωριό Prostokvashino.