Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Rosemary's Baby. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Rosemary's Baby. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

09 Φεβρουαρίου 2025

Μία είναι η Mia F.

Η Maria de Lourdes Villiers Farrow κόρη του Τζον και της Μορίν Ο' Σάλιβαν έκλεισε σήμερα τα 79 της χρόνια. Γεννημένη σε σπίτι καλλιτεχνών _ο πατέρας της John Villiers Farrow (1904 – 1963) Αυστραλός βραβευμένος σκηνοθέτης, παραγωγός και σεναριογράφος και η μάνα της Paula (1911 1998) Ιρλανδή ηθοποιός γνωστή ως Τζέιν στη σειρά ταινιών Ταρζάν την εποχή του Τζόνι Βάισμουλερ, πρωταγωνίστρια σε δεκάδες ταινίες για περισσότερο από μισό αιώνα, πλάι  σε αστέρια όπως οι Laurence Olivier, Greta Garbo, Fredric March, William Powell, Myrna Loy, Marie Dressler, Wallace Beery, Lionel Barrymore, The Marx Brothers και Woody Allen, που κατατάχθηκε στο νούμερο οκτώ στη λίστα The Irish Times με τους καλύτερους ηθοποιούς του κινηματογράφου της Ιρλανδίας.
Η Mia πρώτη αριστερά

Το μήλο κάτω από τη μηλιά λοιπόν, με έξη αδέρφια η “Μia” _ταλαντούχα ηθοποιός, τραγουδίστρια, ακτιβίστρια, πρώην μοντέλο και πρέσβειρα καλής θέλησης της UNICEF, που αδιάλειπτα 66 ολόκληρα χρόνια (από το 1959) δεν παύει να μας εκπλήσσει. Πρωτόπαιξε σε δεύτερους ρόλους σε ταινίες της δεκαετίας του 1960 και αναδείχθηκε από τη συμμετοχή της ως Άλισον Μακένζι στη τηλεοπτική σαπουνόπερα “Πέιτον Πλέις” (1964–1966) Κινηματογραφικό της ντεμπούτο θεωρείται η ταινία Guns at Batasi (Ο λέων της Αφρικής _1964), για την οποία κέρδισε τη Χρυσή Σφαίρα ως Νέα Σταρ της Χρονιάς. Απέσπασε μεγαλύτερη προσοχή λόγω του γάμου της με τον Φρανκ Σινάτρα σε ηλικία 21 ετών, ο οποίος διήρκεσε δύο χρόνια. Η ενσάρκωση της Ρόζμαρι Γούντχαους στην ταινία τρόμου Το μωρό της Ρόζμαρι (1968) την έκανε υποψήφια για βραβείο BAFTA και Χρυσή Σφαίρα για την Καλύτερη Ηθοποιό. Κέρδισε μια τρίτη υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα για τον ρόλο της στο John and Mary (Τζον και Μαίρη) Στη δεκαετία του 1970 συμμετείχε σε πολλές ταινίες, σε μία των οποίων συνεργάστηκε και με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ στο ρόλο της καταδικασμένης Ντέιζι Μπουκάναν στον μεγάλο Γκάτσμπυ (1974). Η πρώτη της συνεργασία με τον Γούντι Άλεν _με τον οποίο υπήρξε σύντροφος μεταξύ 1980–1992, έγινε στην ταινία Σεξοκωμωδία θερινής νύχτας (1981). Ακολούθησαν οι ταινίες Το πορφυρό ρόδο του Καΐρου (1985), Η Χάνα και οι αδελφές της (1985) και Άλις: άπιστη ή απατημένη; (1991) με τη Φάροου στον ομότιτλο ρόλο.
Στη δεκαετία του 2000, ευαισθητοποιημένη για τα δικαιώματα των παιδιών _έχει 14!! (τα περισσότερα υιοθετημένα) ξεκίνησε αγώνα για συγκέντρωση κεφαλαίων για τα παιδιά που πλήττονται σε εμπόλεμες περιοχές, κυρίως στην Αφρική, καθώς και για την υδροδότηση διαφόρων περιοχών. Έγινε Πρέσβειρα Καλής Θέλησης της UNICEF στον αγώνα για την εξάλειψη της πολιομυελίτιδας. Το 2004 και το 2006 επισκέφθηκε τους καταυλισμούς του οργανισμού στο Νταρφούρ του Σουδάν. Ακολούθως δραστηριοποιήθηκε στην Ευρώπη συμμετέχοντας σε φιλανθρωπικές δράσεις στο Βερολίνο. Το 2007 ακολούθησε τρίτο ταξίδι στην Αφρική με έντονη δημοσιότητα αυτή τη φορά δίνοντας συνεντεύξεις, γράφοντας άρθρα και συμμετέχοντας σε σχετικό ντοκιμαντέρ. Την φορά όμως αυτή ενεπλάκη στις εσωτερικές πολιτικές διαμάχες υποστηρίζοντας τους αντάρτες φθάνοντας στο σημείο της δυσφήμισης του Σουδάν στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου (2008), συνέπεια της οποίας ήταν η απέλαση από τη χώρα όλων των διεθνών ανθρωπιστικών οργανώσεων. Παράλληλα,  είχε στρέψει την προσοχή της και στη μεγάλη γενοκτονία που συνέβη στη Ρουάντα συμμετέχοντας σε σχετικό ντοκιμαντέρ. Για τις παραπάνω δραστηριότητές της  έχει λάβει πολλά βραβεία και διακρίσεις.

Rosemary's Baby

Θα ευχόσασταν κάποιες\οι _ ίσως να μην είχε γυριστεί ποτέ και να μην έπρεπε να βρεθείτε με τα μάτια ανοιχτά απέναντι του. Το αριστούργημα, όμως, του Ρομάν Πολάνσκι ζει ανάμεσα μας. Και 57+ χρόνια μετά παραμένει η πιο αδιάσειστη απόδειξη για την ύπαρξη _μεταφορικά του απόλυτου κακού με Τζον Κασαβέτης και Μια Φάροου ένα (όχι και τόσο) ευτυχισμένο ζευγάρι. Η νεαρή Ρόζμαρι έχει παντρευτεί έναν ηθοποιό που πασχίζει να κάνει καριέρα και μετακομίζουν μαζί στο νέο τους σπίτι, ένα επιβλητικό παλαιό κτίριο στη Νέα Υόρκη. Παρόλο που προειδοποιούν το ζευγάρι ότι το σπίτι έχει μια σκοτεινή ιστορία μαγείας και φόνων, εκείνοι αποφασίζουν να αγνοήσουν τις δοξασίες και να μείνουν εκεί, με την Ρόζμαρι να θέλει παιδί αμέσως αλλά τον άντρας της, Γκάι, να περιμένει μέχρι να καταφέρει να προχωρήσει στη δουλειά του. Στο μεταξύ, γνωρίζονται με τους γείτονες, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, την Μίνι και τον Ρόμαν. Η Ρόζμαρι βρίσκει τους γείτονες πολύ πιεστικά φιλικούς αλλά ο Γκάι αρχίζει να τους επισκέπτεται όλο και πιο συχνά και σύντομα έχει την ευκαιρία να παίξει στο θέατρο, όταν ένας συνάδελφός του τυφλώνεται ξαφνικά, και αμέσως μετά συμφωνεί με την Ρόζμαρι να κάνουν παιδί. Η καριέρα του Γκάι δείχνει να έχει εκτοξευτεί μυστηριωδώς, καθώς οι σημαντικοί ρόλοι αρχίζουν να διαδέχονται ο ένας τον άλλον και η Ρόζμαρι, αρχίζει να υποψιάζεται ότι κάτι περίεργο συμβαίνει. Αφού μένει έγκυος, σε μια βραδιά που συνοδευόταν από περίεργες παραισθήσεις, αρχίζει να ερευνά για τους ύποπτους γείτονες. Σύντομα ανακαλύπτει ότι ασχολούνται με τη μαύρη μαγεία και τη λατρεία του Σατανά, και πιστεύει ότι το παιδί που κουβαλάει μέσα της προορίζεται για θυσία στον διάβολο.

Ποιο είναι το απόλυτο κακό; Αντιμέτωπος με μια τόσο αφηρημένη ερώτηση (αιώνων), ο 35χρονος Πολάνσκι έφτασε στην Αμερική, για την πρώτη του ταινία εκεί, αποφασισμένος να δώσει μια οριστική απάντηση. Και δεν υπάρχει κανένας σώφρων άνθρωπος που δεν θα ευχόταν να μην το είχε κάνει ποτέ, να είχε φοβηθεί την αναμέτρηση με κάτι τόσο δύσκολο και να είχε συμβιβαστεί με μια ακόμη απλή ταινία για την προαιώνια μάχη του καλού με το κακό, από αυτές που το σινεμά γέννησε ήδη από τις αρχές του χτυπώντας στα πρωτογενή ένστικτα της ανθρώπινης κατάστασης.

Παρένθεση: εκείνα τα χρόνια «της αθωότητας» το «κακό» και όλα ήταν αλλιώς: Κακό ήταν απλά πράξη ή κατάσταση από την οποία προκύπτει, ή τείνει να προκύψει, αποτέλεσμα που αντίκειται σε μια ηθική της εποχής, μη σαφώς καθορισμένη, που η παραβίασή της όμως αφορούσε σε γενικές γραμμές τον μη σεβασμό, είτε άμεσα, είτε με προδιάθεση _καταστροφικότητα, περιττή βία, μη σεβασμός της ζωής, η συνειδητή και σκόπιμη αδικία, ο σχεδιασμός του εξευτελισμού της αξιοπρέπειας με ταπεινά κίνητρα κλπ.
Εν ολίγοις axis of evil _άξονας του κακού, έκφραση που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις made in USA «τρομοκρατικές τάσεις», αρχικά του νησιού της επανάστασης και στη συνέχεια Ιράκ, Ιράν, Βόρειας Κορέας  και δεν συμμαζεύεται ήταν άγνωστη ή στα σπάργανα _εξάλλου υπήρχε ΕΣΣΔ, κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει τις ανατροπές και την καπιταλιστική παλινόρθωση … όλα ήταν αλλιώς.

Σασπένς και ωμός ρεαλισμός


Ο Πολάνσκι δεν είχε ποτέ καλές σχέσεις με τον «συμβιβασμό» και την «απλότητα». Ιδιοφυής πολυεπίπεδος και «ανάποδος» δημιουργός και άνθρωπος με περισσότερες σκοτεινές πλευρές από όσες διαθέτει ολόκληρη η φιλμογραφία του, ανέλαβε τη διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματος του Αϊρα Λέβιν, που είχε κυκλοφορήσει ένα χρόνο πριν, το 1967, με σκοπό να χωρέσει σε 136λ τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε το σινεμά, την προσωπική του οπτική γωνία απέναντι στην Αμερική των τελών της 10ετίας του '60, την προαιώνια πάλη των δύο φύλων, την έκρηξη του φεμινισμού, το οριστικό τέλος της ψευδαίσθησης της ευτυχίας. Και όλα αυτά πακεταρισμένα στη μορφή ενός καθηλωτικού θρίλερ που στα χέρια οποιουδήποτε άλλου σκηνοθέτη θα κατέληγε σε ένα κιτς συνονθύλευμα φτηνής ανατριχίλας και μελοδραματικής αφέλειας. Θεωρείται ιδιαίτερα ως κλασικό του είδους τρόμου και ονομάστηκε η δεύτερη καλύτερη ταινία τρόμου όλων των εποχών (μετά το Psycho) από τον The Guardian το 2010. Κέρδισε πολλά βραβεία και καθιέρωσε την Φάροου ως κορυφαία ηθοποιός. Ο κριτικός κινηματογράφου και συγγραφέας Στίβεν Φάρμπερ περιέγραψε την ερμηνεία της ως "ηλεκτρισμένη επίδραση... μία από τις σπάνιες περιπτώσεις ηθοποιού και χαρακτήρα που επιτυγχάνουν ένα θαυματουργό, σχεδόν μυθικό ταίριασμα" και ο Ρότζερ Έμπερτ χαρακτήρισε την ταινία «λαμπρή» και σημείωσε, "Μεγάλη τιμή για αυτό το επίτευγμα πρέπει να ανήκει στη Μία Φάροου, ως Ρόζμαρι".

Συντονισμένο δεξιοτεχνικά στη λεπτή γραμμή του χωρίζει την αδυσώπητη σάτιρα από τον ωμό ρεαλισμό, το «Μωρό της Ρόζμαρι», όμως, δεν ανήκει από τη φύση του σε κανένα γνωστό κινηματογραφικό είδος. Αντίθετα, εγκαινιάζει θριαμβευτικά το πολανσκικό φιλμ που εδώ περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ταινία του (ίσως με εξαίρεση την «Chinatown»), αναδύεται κρυστάλλινο, διαυγές και εξεχόντως ανησυχητικό ως ένα σινεμά που έχει φτιαχτεί για να διαταράξει την τάξη των πραγμάτων και να βυθίσει τον θεατή σε έναν εφιάλτη χωρίς τέλος.Δεν υπάρχει ούτε μια σκηνή στο «Μωρο της Ρόζμαρι» που ο Πολάνσκι να μην μεγαλουργεί. Είτε επειδή χτίζει το σασπένς του με τον τρόπο που δίδαξε ο Αλφρεντ Χίτσκοκ, αφήνοντας την ηρωίδα του να γίνεται έρμαιο της άγνοιας της, είτε επειδή κορυφώνει την αφήγηση του σε ένα μεγαλειώδες παιχνίδι αισθήσεων και παραισθήσεων που ισοπεδώνει τις όποιες αντιστάσεις του θεατή, αφήνοντας τον με τη σειρά του αβοήθητο μπροστά σε μια ανελέητα σαδιστική εμπειρία.


Όπως αναφέρει το flix _Χρησιμοποιώντας μια απλοϊκή (έως και γελοία) ιστορία, γέννημα θρέμμα του αγνωστικισμού και της εμμονής των 60s με το μεταφυσικό, o Πολάνσκι επιτίθεται κατά μέτωπο στα πάντα: στην ψευδαίσθηση της all – american family, στη φενάκη του αμερικανικού ονείρου, στη θρησκευτική αναλγησία, στον φαλλοκρατισμό, στον βαθύ ύπνο μιας κοινωνίας που ήθελε να πιστεύει πως η ευτυχία κρύβεται στις στιλιστικές επιταγές των lifestyle περιοδικών και την «καινοτομία» της new age φιλοσοφίας. Και το κάνει με μια ελαφρότητα «διαβολική» (!), που καταλήγει να αποβαίνει πιο τρομακτική και από αυτό που κρύβεται στην κούνια του φινάλε και που δεν υπάρχει λόγος να δούμε ποτέ.

Η δεύτερη κατά σειρά «παρανοϊκή» ηρωίδα του, μετά την Κατρίν Ντενέβ στην «Αποστροφή» (θα ακολουθήσει και ο «Ένοικος») είναι πολλά περισσότερα από μια γυναίκα που βιώνει τον τρόμο της εγκυμοσύνης χάνοντας τον εαυτό της μέσα στην μαύρη τρύπα που κρύβεται κάτω από τη φουσκωμένη της κοιλιά. Είναι το ίδιο το κίνημα του φεμινισμού την ώρα που υψώνει δυνατά τη φωνή του απέναντι στην καταπίεση. Είναι η Αμερική που επαναστατεί απέναντι στην παλιά τάξη πραγμάτων ζητώντας εναγωνίως την αλλαγή. Είναι η αποδαιμονοποίηση της ψυχικής τρέλας, πρώτη φορά ιδωμένη σχεδόν ακτιβιστικά κόντρα στην πρακτική του Δυτικού κόσμου να απομονώνει τους «διαφορετικούς».

Η Μία Φάροου με το χτένισμα «Vidal Sassoon» είναι ο – ναι, τρομακτικός τελικά και ο ίδιος- μοντέρνος άνθρωπος που δεν μπορεί να βασίζεται πλέον στην «καλοσύνη των άλλων» αλλά είναι και αδύνατον να ζει χωρίς αυτούς. Και το «μωρό» της είναι η οριστική απάντηση στο αν υπάρχει τελικά το απόλυτο κακό, χωρίς να έχει σημασία αν ζει στο μυαλό μας ή κάπου εκεί έξω. Όσο μπορούμε να το βάζουμε να κοιμηθεί με ένα νανούρισμα, αγαπώντας το σαν να είναι το παιδί μας, μπορούμε να συνεχίσουμε να ζούμε μαζί του.

H Φάροου σε σχέση με τον ηθοποιό-σκηνοθέτη Γούντι Άλεν, όπως προαναφέραμε εμφανίστηκε σε δεκατρείς από τις δεκατέσσερις ταινίες του εκείνη την περίοδο, ξεκινώντας με την σεξοΚωμωδία  της Καλοκαιρινής Νύχτας (1982). Έλαβε πολυάριθμες καλές κριτικές για τις ερμηνείες της σε πολλές ταινίες του, συμπεριλαμβανομένων των υποψηφιοτήτων για Χρυσή Σφαίρα για το Broadway Danny Rose (1984), το Purple Rose of Cairo (1985) και την Alice (1990). Έπαιξε επίσης στις Hannah and Her Sisters (1986), Crimes and Misdemeanors (1989) και Husbands and Wives (1992). Από τη δεκαετία του 2000, η Farrow έκανε περιστασιακές εμφανίσεις στην τηλεόραση, συμπεριλαμβανομένου ενός επαναλαμβανόμενου ρόλου στο Third Watch (2001–2003). Είχε επίσης υποστηρικτικούς ρόλους σε ταινίες όπως The Omen (2006), Be Kind Rewind (2008) και Dark Horse (2011) καθώς και στη σειρά του Netflix The Watcher (2022). Το 2008, το περιοδικό Time την ονόμασε σαν μία από τους ανθρώπους με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο (για την δουλειά της _βασικά ως Πρέσβειρα Καλής Θέλησης της UNICEF).

1970–1979:
Θεατρική δουλειά
& mainstream επιτυχίες

Ξεκινώντας στις αρχές της 10ετίας του 1970, η Farrow εμφανίστηκε στη σκηνή σε πολλά κλασικά έργα στο Λονδίνο, ξεκινώντας με την παραγωγή του 1971 της Royal Shakespeare Company Jeanne d'Arc au bûcher —στην οποία υποδύθηκε την Joan of Arc—στο Royal Albert Hall.  Την ίδια χρονιά, εμφανίστηκε στη βρετανική ταινία τρόμου See No Evil, απεικονίζοντας μια τυφλή γυναίκα της οποίας η οικογένεια καταδιώκεται από έναν δολοφόνο. Αν και έδωσε στην ταινία μια ανάμεικτη κριτική, ο Ρότζερ Γκρίνσπουν των New York Times έγραψε ότι η Φάροου «υποδύεται τον τυφλό patrician της με ακριβώς το σωστό μικρό βάθος πάθους και ευάλωτης αριστοκρατίας». Το 1972, πρωταγωνίστησε στη γαλλική μαύρη κωμωδία Dr. Popaul, δίπλα στον Jean-Paul Belmondo, ως γραμματέας που παντρεύεται έναν γυναικά-καμάκι, και στο Follow Me της Carol Reed! ως γυναίκα που υποπτεύεται τον πλούσιο σύζυγό της. Στη σκηνή, πρωταγωνίστησε σε μια σκηνική παραγωγή του 1972 της Mary Rose, και ακολούθησε ο ρόλος της Irina στις Τρεις Αδελφές,[48] και ένας διπλός ρόλος στο σπίτι της Bernarda Alba (και τα δύο 1973).

Ακολούθησε ο ρόλος της Νταίζη Μπιούκαναν στην κινηματογραφική μεταφορά της Paramount Pictures του 1974 του Μεγάλου Γκάτσμπι, σε σκηνοθεσία Τζακ Κλέιτον _εμπορική επιτυχία, με εισπράξεις άνω των 25 εκατομμ$ στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ το Variety θεώρησε ότι ήταν «η πιο συντονισμένη προσπάθεια να διερευνηθεί το περίεργο ήθος των Ωραίων Ανθρώπων της δεκαετίας του 1920» (στο θέατρο Aldwych). Εμφανίστηκε ξανά εκεί στην παραγωγή του 1976 του Ivanov, υποδύοντας τη Sasha, επίσης στην οθόνη, στην τηλεοπτική μιούζικαλ ταινία Πήτερ Παν (1976), και ως γυναίκα που στοιχειώνεται από το φάντασμα ενός νεκρού κοριτσιού στην ταινία τρόμου Full Circle (1977).

Η Φάροου είχε έναν δεύτερο ρόλο στην κωμωδία A Wedding (1978) του Robert Altman, παίζοντας τη βουβή κόρη ενός μεγιστάνα εταιρείας φορτηγών και την χρονιά, πρωταγωνίστησε με τον Ροκ Χάντσον στην ταινία καταστροφής Χιονοστιβάδα, που ακολουθήθηκε από τη βρετανική μεταφορά της Αγκάθα Κρίστι, Θάνατος στο Νείλο, ενώ το 1979, η Φάροου εμφανίστηκε στο Μπρόντγουεϊ δίπλα στον Άντονι Πέρκινς στο έργο Ρομαντική Κωμωδία του Μπέρναρντ Σλέιντ και στη ρομαντική ταινία Hurricane, δίπλα στον Τζέισον Ρόμπαρντς.

1993–1999:
Κινηματογράφος __τηλεόραση
επιστροφή στη σκηνή

Επικαλούμενη την ανάγκη να αφοσιωθεί στην ανατροφή των μικρών της παιδιών, η Farrow εργαζόταν λιγότερο συχνά κατά τη 10ετία του 1990. Αλλά εμφανίστηκε σε πρωταγωνιστικούς ρόλους σε πολλές ταινίες, συμπεριλαμβανομένης της ιρλανδικής Widows' Peak (1994), στην οποία πρωταγωνίστησε ως "Miss O'Hare", το μυστηριώδες θύμα μιας εκδικητικής, μητριαρχικής φιγούρας σε ένα μικρό ιρλανδικό χωριό. Εμφανίστηκε επίσης στην κωμωδία Miami Rhapsody (1995), υποδυόμενη τη μητέρα μιας ανύπαντρης τριάντα ετών (την οποία υποδύεται η Sarah Jessica Parker). Εκείνη τη χρονιά η Φάροου είχε επίσης έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στην κινηματογραφική μεταφορά του Off-Broadway play Reckless (1995), μια σκοτεινή κωμωδία στην οποία απεικόνιζε μια γυναίκα της οποίας ο σύζυγος κανονίζει μια επί πληρωμή δολοφονία της. Ο κριτικός Stephen Holden επαίνεσε την ερμηνεία της, γράφοντας: "η κυρία Φάροου είναι τόσο τέλεια για το ρόλο της Ρέιτσελ που ο χαρακτήρας φαίνεται σαν απόσταξη σχεδόν κάθε ρόλου που έχει παίξει από τότε που ήταν έφηβη στο Peyton Place."

Το 1997, η Farrow δημοσίευσε την αυτοβιογραφία της, What Falls Away και είχε μια εμφάνιση σαν η ίδια στη βιογραφική κωμωδία του Howard Stern, Private Parts. Εμφανίστηκε στην τηλεόραση το 1998 στο The Wonderful World of Disney Miracle at Midnight, μια δραματοποίηση της Διάσωσης των Δανών Εβραίων κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος. Ο Γουίλ Τζόινερ των New York Times πίστωσε την απόδοση της ως "κρίσιμης σημασίας για την επιτυχία της παραγωγής" και ο Στίβεν Λίναν των Los Angeles Times επαίνεσε τη Φάροου, γράφοντας ότι "μεταφέρει πειστικά τον φόβο και την ανασφάλεια που συνοδεύουν μια τέτοια πορεία" Επίσης το 1999, η Farrow εμφανίστηκε στην κωμωδία Coming Soon, υποδυόμενη τη χίπη μητέρα ενός μαθητή γυμνασίου και την ίδια χρονιά επέστρεψε στο Μπρόντγουεϊ υποδυόμενη την Χάνεϊ σε μια σκηνοθετημένη ανάγνωση του Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ, δίπλα στους Μάθιου Μπρόντερικ, Τζόναθαν Πράις και Γιούτα Χάγκεν. Ο Βίνσεντ Κάνμπι επαίνεσε την παραγωγή στους The New York Times, γράφοντας ότι «καθώς ερμήνευσαν ο κύριος Μπρόντερικ και η κα Φάροου, ο Νικ και η Χάνι πήραν διαστάσεις που δεν έχω ξαναδεί».


2000–σήμερα__
κινηματογράφος_τηλεόραση_θέατρο

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000, η Farrow εμφανίστηκε αρκετά στην τηλεόραση. Ξεκίνησε με έναν επαναλαμβανόμενο ρόλο στη σειρά Third Watch, στην οποία πρωταγωνίστησε ως guest-star σε πέντε επεισόδια μεταξύ 2000 και 2003 και συνέχισε στην τηλεοπτική ταινία A Girl Thing του 2001 με θέμα την LGBT κοινότητα, δίπλα στην Κέιτ Κάπσοου και Στόκαρντ Τσάνινγκ, ακολουθούμενη από την ταινία Lifetime The Secret Life of Zoey το 2002. Εμφανίστηκε επίσης σε μια περιοδεύουσα σκηνική παραγωγή του The Exonerated την ίδια χρονιά και το Fran's Bed, που ανέβηκε στο Long Wharf Theatre του Κονέκτικατ το φθινόπωρο του 2003. Στη συνέχεια είχε ένα υποστηρικτικό ρόλο στην παιδική τηλεοπτική ταινία Samantha: An American Girl Holiday (2004). Η Φάροου έκανε την πρώτη της εμφάνιση σε μεγάλου μήκους ταινία μετά από αρκετά χρόνια ως η κυρία Μπέιλοκ, μια σατανική νταντά, στο ριμέικ του The Omen (2006). Αν και η ταινία έτυχε μιας χλιαρής κριτικής υποδοχής, η ερμηνεία της επαινέθηκε ευρέως. Το Associated Press δήλωσε "ευχαριστώ τον θεό για τη Mia Farrow" και είπε ότι η ερμηνεία της ήταν "μια σπάνια περίπτωση του νέου Omen που βελτιώνεται σε σχέση με την παλιά"

Η Farrow εμφανίστηκε στη συνέχεια ως μητέρα ενός δικηγόρου του Μανχάταν (που υποδύθηκε η Amanda Peet) στη ρομαντική κομεντί The Ex (2007), πρωταγωνιστώντας επίσης δίπλα στον Jason Bateman και τον Zach Braff. Η ταινία έτυχε κακής υποδοχής από τους κριτικούς, με αρκετούς να γράφουν ότι τα ταλέντα του καστ δεν εξυπηρετούνταν από το υλικό. Η Farrow έδωσε στη συνέχεια τη φωνή της Daisy Suchot στην ταινία φαντασίας κινουμένων σχεδίων του Luc Besson, Arthur and the Invisibles (2007).

Το επόμενο έτος, εμφανίστηκε σε δεύτερο ρόλο δίπλα στον Danny Glover στην κωμωδία του Michel Gondry Be Kind Rewind (2008), υποδυόμενη την φίλη και προστάτη ενός χειριστή video store, παρείχε επίσης φωνητική αφήγηση για την ταινία ντοκιμαντέρ As We Forgive (2008), η οποία αφηγείται τις ιστορίες δύο γυναικών από τη Ρουάντα που αντιμετώπισαν τα άτομα που δολοφόνησαν τις οικογένειές τους κατά τη διάρκεια της εκεί γενοκτονίας. Το 2009, η Farrow επανέλαβε τον φωνητικό ρόλο της ως Daisy Suchot στο Arthur and the Revenge of Maltazard, όπως επίσης για το Arthur 3: The War of the Two Worlds (2010).

Στη συνέχεια επιλέχτηκε για έναν δεύτερο ρόλο στην κωμωδία-δράμα Dark Horse, σε σκηνοθεσία Todd Solondz, στην οποία έπαιξε τη μητέρα ενός 35χρονου και το 2014, επέστρεψε στο Broadway στο έργο Love Letters. Το έργο έγινε πολύ καλά δεκτό από τους κριτικούς, με τον Charles Isherwood των New York Times να θεωρεί την ερμηνεία της Farrow "εντελώς εξαιρετική... ως εύθυμη, ασταθής και απεχθής". Το 2022 εμφανίστηκε στη σειρά του Ράιαν Μέρφι του Netflix, The Watcher, ενώ ανακοινώθηκε ότι θα επέστρεφε στο Broadway στο έργο της Jen Silverman The Roommate που πρωταγωνιστεί δίπλα στην Patti LuPone στο Booth Theatre το 2024

Καλή συνέχεια!!