19 Ιουλίου 2025

Ξέφυγα από τους καρχαρίες 🦈 και γλίτωσα 🐅 από τις τίγρεις …

Κι ο Μπρεχτ συμπληρώνει_ “μ’ έφαγαν όμως οι κοριοί

Περί κινηματογραφικών καρχαριών ο λόγος, που το τελευταίο 10ήμερο (και όχι μόνο) τα κανάλια προβάλουν μετά μανίας.
Μια αναζήτηση Jaws dog fish Shark κλπ. οδηγεί αρχικά στις έννοιες (το ξέρατε πως σημαίνει μεταφορικά και απατεώνας; fraud, deceiver, faker, swindler, jockey, αλλά και άρπαγας; snatcher, pillager, swoper, poacher, preyer), αλλά προσθέτοντας “σινεμά” θα βγει το προ 50ετίας βραβευμένο θρίλερ “Jaws” (
τα σαγόνια του καρχαρία σκηνοθεσία Στίβεν Σπίλμπεργκ με Ρόι Σάιντερ, Ρίτσαρντ Ντρέιφους Ρόμπερτ Σο κλπ). Θυμίζουμε τις συνέχειες: Jaws 2 (1978), Jaws 3-D (1983) και Jaws The Revenge _η εκδίκηση (1987). Παρεμπιπτόντως, το αρχικό έχει 8.1|10! (704.000 ψήφοι στο imdb και 97|100 στο rottentomatoes

Ας μιλήσουμε εισαγωγικά γι αυτό: κάποιος _δεν έχει σημασία που και πως, έγραψε “το εμβληματικό θρίλερ του Στίβεν Σπίλμπεργκ άλλαξε το ρου του μοντέρνου κινηματογράφου” (σσ. sic!!). Είναι πάντως γεγονός, πως είτε βγαλμένα από λαϊκούς μύθους είτε από τη φαντασία των δημιουργών τους, αυτά τα –υπερφυσικά και μη– όντα επιβεβαίωσαν την ικανότητα του κινηματογράφου να προσφέρει ανώδυνες ανατριχίλες, αλλά και να ενσαρκώνει τους φόβους του ανθρώπινου υποσυνείδητου. Οι αναπαραστάσεις του κακού υπήρξαν ανέκαθεν ελκυστικές στο κοινό, το οποίο στο σκοτάδι των αιθουσών βρήκε τον τρόπο να απολαμβάνει την αδρεναλίνη μιας απειλής με ασφάλεια, αφού όσο η δράση εκτυλίσσεται στη μεγάλη οθόνη ο κίνδυνος βρίσκεται μακριά. Κάποιοι με τη γυναίκα τους, να κουρνιάζει πάνω τους και να απολαμβάνουν μαζί το "μπλοκμπάστερ" των 100+ εκατομ$ στο μικρό φιλήσυχο θαλασσοχώρι, με τους χιλιάδες τουρίστες σε διακοπές, τον τεράστιο (και μάλιστα λευκό) καρχαρία να απειλεί και τον ηθικό σερίφης που προσπαθεί να τους σώσει. Για την ιστορία η πλοκή των "Σαγονιών", είναι χαλαρά βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Πίτερ Μπέντσλεϊ, το οποίο ελάχιστα ακολούθησε ο 28χρονος τότε Σπίλμπεργκ, που κόστισε πολλά επιπλέον εκατομμύρια στον προϋπολογισμό, αμέτρητες αναποδιές στο γύρισμα και μεγάλη καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της παραγωγής.


Μάλιστα, το απηυδισμένο συνεργείο έφτασε στο σημείο να ειρωνεύεται την κατάσταση, κάνοντας λογοπαίγνιο με τον πρωτότυπο τίτλο της ταινίας "Jaws" _"σαγόνια", μετονομάζοντάς τη σε "Flaws" _"μαλακίες". Ένας επιπλέον πονοκέφαλος για την Universal ήταν η άρνηση του Σπίλμπεργκ να προσλάβει πολύ γνωστούς ηθοποιούς, καθώς πίστευε ότι το κοινό θα ταυτιστεί ευκολότερα με ένα πρόσωπο το οποίο δεν είχε συνδέσει με χαρακτηριστικούς προηγούμενους ρόλους.
Βέβαια η όποια Universal, ξέρει να επενδύει σε βάθος χρόνου, έτσι οι ιθύνοντες, παρά το γεγονός πως είχαν ήδη ξοδέψει 5,5 εκατομ$ παραπάνω, αποφάσισαν να ρίξουν επιπλέον 1,8 αποκλειστικά για την προώθηση του φιλμ. Το πρωτοφανές, μάρκετινγκ που ακολούθησε έθεσε τα θεμέλια για κάθε άλλη μεταγενέστερη διαφήμιση ταινίας. Μεταξύ άλλων, η Universal εκμεταλλεύτηκε τη σχεδόν ταυτόχρονη κυκλοφορία του βιβλίου, μετατρέποντάς το σε προωθητικό εργαλείο, αφού εξασφάλισε εξώφυλλό ίδιο με εκείνο της ταινίας, ενώ τηλεοράσεις και σινεμά βομβαρδίστηκαν με τρέιλερ, απογειώνοντας την προσμονή και το ενδιαφέρον του κοινού.

·       Ο τίτλος άνοιξε ταυτόχρονα σε 409 (μόνο) οθόνες στις ΗΠΑ (αριθμός που συνήθως αφορούσε παραγωγές αμφίβολης ποιότητας) αλλά τελικά τα "Σαγόνια", έκαναν την ανατροπή, σπάζοντας το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Σημείωσαν άνοιγμα επτά εκατομμυρίων και ύστερα από δεκατέσσερις εβδομάδες παραμονής στο Νο 1 του box office έγιναν η πιο επιτυχημένη εμπορικά ταινία μέχρι τότε, ξεπερνώντας τα 100 εκατομ.$

·       Εάν κοιτάξουμε βαθύτερα, το κυνηγητό του καρχαρία λειτουργεί και κοινωνικο-ταξικά (made in USA). Ο εργάτης-ψαράς αντιμετωπίζει με καχυποψία τον προνομιούχο επιστήμονα που έρχεται να συνδράμει. Την ίδια ώρα, ο εκπρόσωπος του νόμου αστυνομικός (που φοβάται το νερό!) κοντράρεται με τη δημοτική αρχή, η οποία θέλει πάση θυσία να προστατέψει την ησυχία των αστών λουόμενων και την τσέπη των ντόπιων (μικρο)επιχειρηματιών.

Γυρίζοντας σελίδα, περνάμε μέσω του απέθαντου Jason Statham και τον “κυρίαρχο του βυθού” Meg (5 βραβεία + 6 υποψηφιότητες), ένα b-movie με μπόλικη δράση και διασκέδαση_ να έχετε μπύρες και πατατάκια: ένας υποβρύχιος διασώστης ο οποίος αποσύρεται από την ενεργό δράση ύστερα από μια επιχείρηση με καταστροφικά αποτελέσματα, καλείται να φορέσει και πάλι τη στολή του δύτη, μια κι ένας υπερμεγέθης προϊστορικός καρχαρίας έχει παγιδεύσει το ερευνητικό βαθυσκάφος στο οποίο είναι κυβερνήτρια η πρώην γυναίκα του. Τέρας, που δεν κατάφεραν να εξοντώσουν made in USA σμήνη ελικόπτερων ρίχνοντας πυραύλους.
Μέχρι που ο Jason του επιτίθεται με το σκάφος του για να τον “ματώσει”. Τιτανομαχία, χαμός και το (αμερικάνικο) δίκιο, σώζει για μια ακόμη φορά την ανθρωπότητα΄. Πάντως ο σκηνοθέτης 
Jon Turteltaub γνωστός και από τα Πάμε ...χιόνι? _  Ενώ εσύ κοιμόσουν _ Φαινόμενο _ Στα ίχνη του χαμένου θησαυρού κλπ δεν φαίνεται να φιλοδοξεί αφήγηση σοβαρής ιστορίας όταν καρχαρίας ύψους 21 μέτρων αναδύεται από τα 11.000μ κάνοντας πιρουέτες και διαλύοντας τα πάντα σε διαδοχικές σεκάνς καταιγιστικής δράσης (χασμουρητό εμείς)

Σε Ρηχά Νερά The Shallows \  2016 \  Έγχρ. 86λ

Η Νάνσι είναι μια Αμερικανίδα σέρφερ που ανακαλύπτει μια απομονωμένη παραλία στο Μεξικό, ιδανική για παιχνίδι με τα κύματα. Όταν, όμως, δεχτεί την επίθεση ενός καρχαρία, θα καταφύγει τραυματισμένη σε έναν ύφαλο 200 μέτρα από την ακτή, χωρίς όμως να έχει τρόπο να τη φτάσει. Αγωνιώδες θρίλερ με καθαρή στόχευση, βολικές σεναριακές συγκυρίες κι ένα εξωφρενικά ανόητο φινάλε. Σεναριογράφος ρουτινιάρικων θρίλερ (Kristy, Vanishing on 7th Street), ο Άντονι Τζασβίνσκι έχει εδώ μια απλή και ξεκάθαρη κινηματογραφική ιδέα: μια ειδυλλιακή εξωτική παραλία (γιατί όχι μεξικάνικη;), μια σέξι νεαρή –η Μπλέικ Λάιβλι ως σέρφερ Νάνσι–, ένας μεγάλος καρχαρίας κι ένα θρίλερ «κλειστού χώρου», καθώς ο ύφαλος που προσφέρει προσωρινό καταφύγιο στην πληγωμένη κολυμβήτρια απέχει μόλις 200 μέτρα από την τόσο κοντινή και τόσο μακρινή ταυτόχρονα ακτή. Ενώ, λοιπόν, το όλο ζητούμενο είναι ο τρόπος διαφυγής, την αγωνία ανεβοκατεβάζουν η ξαφνική παρουσία ανθρώπων στην παραλία και σέρφερ στα ονειρεμένα κύματα, ενώ πλημμυρίδα και άμπωτη αλλάζουν διαρκώς τα δεδομένα.
Σφιχτή, βιντεοκλιπάδικη αφήγηση από τον Ζομ Κολέ-Σερά («Το Ορφανό», «Ο Άγνωστος», «Non-Stop»), βουτιές και καυτό μπικίνι από τη Λάιβλι και μια πρετ-α-πορτέ σειρά συγκυριών, ατυχιών και συμπτώσεων που οδηγούν με ρυθμό «δυο βήματα μπρος κι ένα πίσω» την ιστορία στο προβλέψιμο, μα εντελώς κακοστημένο και εξωφρενικό φινάλε. Όλοι όμως θα έχουν φάει ως τότε το ποπκόρν τους, οπότε κανείς δεν κινδυνεύει να πνιγεί από τα γέλια…
Σκηνοθεσία: Ζομ Κολέ - Σερά  _Με τους: Blake Lively Μπλέικ Λάιβλι _Όσκαρ Τζενάντα Άντζελο Τζόσουε

Σε Ρηχά Νερά _The Shallows

Το flix την είδε αλλιώς: Αντίθετα με τον τίτλο του, το θρίλερ επιβίωσης του Ζομ Κολέ-Σερά πέφτει στα βαθιά και καταφέρνει να αναδυθεί ως μια από τις πιο απολαυστικές μιάμιση ώρες που δεν θα ήθελες ποτέ να σου συμβούν. Καθώς η Νάνσι κάνει σερφ μόνη της σε μια απομονωμένη παραλία στην άκρη του Μεξικό, βρίσκεται κυνηγημένη από έναν μεγάλο λευκό καρχαρία και εγκλωβίζεται πάνω σε έναν μικρό βράχο. Αν και απέχει μονάχα 200 μέτρα από την ακτή, η επιβίωση θα αποδειχθεί δύσκολη υπόθεση, αναγκάζοντάς την να επιστρατεύσει όλες της τις δυνάμεις, τη θέληση και την εφευρετικότητά της.

Ξεχάστε οποιαδήποτε ομοιότητα με το «Στα Σαγόνια του Καρχαρία» - δεν είναι κάθε ταινία με καρχαρίες ντε και καλά συγκρίσιμη μονάδα με το αριστούργημα του Στίβεν Σπίλμπεργκ, ειδικά όταν η λογική είναι τελείως διαφορετική απ’ όσα κυνηγούσαν τα πλήθη εν έτει 1975 στο Martha’s Vineyard. Το «Σε Ρηχά Νερά» είναι πιο κοντά στο «Buried», με την Μπλέικ Λάιβλι στο ρόλο του Ράιαν Ρέινολντς και με μια βραχονησίδα στο ρόλο του φέρετρου. (Αν δεν το έχετε δει και οι δύο προσπαθούν να επιβιώσουν.)

Αν και αυτή η αναφορά σας φαίνεται τραβηγμένη, τότε θυμηθείτε (αν τολμάτε) το «Open Water» με εκείνους τους δύσμοιρους ερασιτέχνες δύτες που τους ξεχνάνε στη μέση του ωκεανού και βασιζόταν σε αληθινή ιστορία. Εδώ η εμπειρία είναι παρόμοια, αλλά ο τρόμος δεν γεννιέται από την αίσθηση του found footage ή του ντοκιμαντέρ, αλλά από το πόσο χορταστικό μπορεί να είναι φιλμ στο οποίο πρωταγωνιστούν μόνο ένας ηθοποιός, ένας καρχαρίας και ένας γλάρος. Και για να μην φτάσουμε μέχρι το «Cast Away», ας ξεκαθαρίσουμε από νωρίς πως το «Σε Ρηχά Νερά» μπορεί να αναφέρεται σε ένα απροσδιόριστο ακόμη κινηματογραφικό ειδος (αυτό του «θρίλερ επιβίωσης αλλά και ψυχολογικού τρόμου»), αλλά είναι τόσο καλά θεμελιωμένο που στέκεται αυτόφωτο σαν ένα άρτιο δείγμα του πως παίζεις με τις συμβάσεις για να βγεις... πιο ζωντανός και από όταν ξεκίνησες.

manouli _κατά κοινή ομολογία
η Mis Blake Ellender Brown _Μπλέικ Λάιβλι
_σφραγίδα επιτυχίας για την ταινία
Χωρίς τεχνάσματα, περίτεχνες λήψεις ή φτηνές ανατριχίλες, το φιλμ του Κολέ-Σερά (που τα έλεγε έτσι κι αλλιώς πιο ωραία στο «Orphan» παρά στις περιπέτειες με τον Λίαμ Νίσον) βάζει το κορίτσι μέσα στη θάλασσα, ξεχνώντας να του πει ότι εκεί παραμονεύει και ένας λευκός καρχαρίας, αλλά δίνοντας «λυσάρι» στο κάθε πότε ανεβαίνει ή κατεβαίνει η παλίρροια στο βράχο που θα βρει καταφύγιο. Από κει και πέρα, ο χρόνος μετράει μόνο κατά της, αλλά υπέρ του θεατή που πλέον απολαμβάνει καθαρή αγωνία, σωματική ένταση και μια τελική μάχη που θα ικανοποιήσει ακόμη και τους πιο αχόρταγους.
Με ένα υποτυπώδες ψυχολογικό υπόβαθρο που όμως λειτουργεί αποτελεσματικά (πριν προλάβει να γίνει μελοδραματικό), μια ελαφριά αίσθηση μεταφυσικού (μήπως όλα όσα βλέπει η Νάνσι δεν είναι παρά μόνο μια φαντασίωση;) που μένει αναξιοποιήτη αλλά δημιουργεί την ατμοσφαιρά της και ένα σπουδαίο χαρακτήρα στο μέγεθος και κυρίως στο βλέμμα ενός γλάρου (που ακούει ή πιο σωστά δεν ακούει στο όνομα Στίβεν... Σίγκαλ), το «Σε Ρηχά Νερά» μένει συγκεντρωμένο στην απειλή, όπως ακριβώς κάνει και η ηρωίδα του και δεν την αφήνει σχεδόν ποτέ μόνη βάζοντας αναπόφευκτα τον κάθε ένα από τους θεατές να ζουν μαζί της την ίδια αγωνία.

Ευτυχώς, γιατί η Μπλέικ Λάιβλι αναδεικνύεται σε μια κοπέλα που δεν θα αφήσει τίποτα στην τύχη, θα πονέσει, θα διψάσει και θα κλάψει, αλλά στην ίσως πρώτη της κανονική και μεγάλη ερμηνεία απαιτήσεων κουβαλά στους ώμους της όλο το οικοδόμημα του Κολέ-Σερά χωρίς ποτέ να απειλεί την ακεραιότητά του. Αντίθετα, του προσθέτει πόντους φυσικότητας και σωματικής αντοχής, πιο εκφραστική ακόμη κι αν είχε σελίδες μονολόγων να ερμηνεύσει, μια κατά λάθος action woman σε μια ταινία... φαντασίας που με τα απολύτως απαραίτητα προσφέρει απενοχοποιημένο θέαμα χωρίς υπερβολές (ούτε στην πλοκή, ούτε στα εφέ, ούτε στο όποιο gore) και κυρίως την εξαιρετικά ανησυχητική αίσθηση πως στην πραγματικότητα δεν χρειάζεται να πας «στα βαθιά» για να νιώσεις... αβοήθητος.

Meg: Ο Κυρίαρχος του Βυθού   |  Δείτε και flix

Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι 

Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, θα έφτιαχναν στη θάλασσα για τα μικρά ψάρια τεράστιες κασέλες με διάφορες τροφές μέσα, τόσο φυτά όσο και ζώα. Θα φρόντιζαν να έχουν οι κασέλες πάντα φρέσκο νερό και θα έπαιρναν εν γένει διάφορα υγειονομικά μέτρα. Όταν π.χ. ένα ψαράκι τραυμάτιζε το πτερύγιό του, τότε οι καρχαρίες θα του έβαζαν αμέσως έναν επίδεσμο, για να μην τους πεθάνει πριν την ώρα του. Για να μην είναι τα ψαράκια μελαγχολικά, θα διοργανώνονταν πού και πού μεγάλες γιορτές στο νερό, γιατί τα χαρούμενα ψαράκια έχουν καλύτερη γεύση από τα μελαγχολικά.

Θα υπήρχαν φυσικά και σχολεία μέσα σε αυτές τις κασέλες. Στα σχολεία αυτά τα ψαράκια θα μάθαιναν πώς να κολυμπάνε στο στόμα των καρχαριών. Θα χρειάζονταν π.χ. τη γεωγραφία για να μπορούν να βρίσκουν τους μεγάλους καρχαρίες που θα βρίσκονταν κάπου τεμπελιάζοντας. Το σπουδαιότερο θα ήταν φυσικά η ηθική διαπαιδαγώγηση των μικρών ψαριών. Θα διδάσκονταν ότι το υψηλότερο και ωραιότερο ιδεώδες είναι να θυσιάζεται ένα ψαράκι πρόθυμα και ότι όλα έπρεπε να πιστεύουν στους καρχαρίες, προπαντός όταν τους έλεγαν ότι θα μεριμνούσαν για ένα καλύτερο μέλλον. Θα δίδασκαν στα ψαράκια ότι το μέλλον αυτό τότε μόνο είναι εξασφαλισμένο, όταν μάθαιναν υπακοή. Τα ψαράκια θα έπρεπε να φυλάγονται απ’ όλες τις ταπεινές, υλιστικές, εγωιστικές και μαρξιστικές διαθέσεις και να αναφέρουν αμέσως στους καρχαρίες, όταν κανένα από αυτά έδειχνε τέτοιες διαθέσεις.

Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, θα έκαναν φυσικά και πολέμους αναμεταξύ τους, για να κυριέψουν ξένες ψαροκασέλες και ξένα ψαράκια. Τους πολέμους θα έβαζαν να τους κάνουν τα δικά τους ψαράκια. Θα δίδασκαν στα ψαράκια ότι ανάμεσα σ’ αυτά και τα ψαράκια των άλλων καρχαριών υπάρχει τεράστια διαφορά.  Τα ψαράκια, θα διακήρυσσαν, είναι, ως γνωστόν, βουβά, αλλά σωπαίνουν σ’ εντελώς διαφορετικές γλώσσες και γι’ αυτό δεν μπορούν να καταλάβουν το ένα το άλλο. Σε κάθε ψαράκι που θα σκότωνε στον πόλεμο μερικά άλλα ψαράκια εχθρικά, που σωπαίνουν σε άλλη γλώσσα, θα απένειμαν ένα μικρό παράσημο από θαλασσινά φύκια και τον τίτλο του ήρωα.

Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, θα υπήρχε φυσικά σε αυτούς και τέχνη. Θα υπήρχαν ωραίοι πίνακες, στους οποίους θα παριστάνονταν τα δόντια των καρχαριών με υπέροχα χρώματα, τα στόματά τους σαν αληθινά πάρκα αναψυχής, όπου θα μπορούσε να κάνει κανείς έναν υπέροχο περίπατο. Τα θέατρα στο βυθό της θάλασσας θα έδειχναν πώς ηρωικά ψαράκια κολυμπάνε ενθουσιασμένα στα στόματα των καρχαριών και η μουσική θα ήταν τόσο ωραία, ώστε τα ψαράκια θα ορμούσαν, κάτω από τους ήχους της, με την μπάντα μπροστά, σαν σε όνειρο και με το νανούρισμα των πιο ευχάριστων σκέψεων, στα στόματα των καρχαριών.

Θα υπήρχε βέβαια και μια θρησκεία, αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι. Θα δίδασκε ότι για τα ψαράκια μόνο στην κοιλιά των καρχαριών θα άρχιζε η αληθινή ζωή. Εξάλλου, αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι, τα ψαράκια θα έπαυαν επίσης να είναι ίσα όπως συμβαίνει τώρα. Μερικά από αυτά θα έπαιρναν αξιώματα και θα τα τοποθετούσαν πάνω από τα άλλα. Στα κάπως μεγαλύτερα θα επιτρεπόταν μάλιστα να τρώνε τα μικρότερα. Αυτό δε θα ήταν για τους καρχαρίες παρά ευχάριστο, αφού οι ίδιοι θα είχαν έπειτα να τρώνε, συχνά, μεγαλύτερες μπουκιές. Και τα μεγαλύτερα ψαράκια, που θα είχαν πόστο, θα φρόντιζαν για την τάξη ανάμεσα στα ψαράκια και θα γίνονταν δάσκαλοι, αξιωματικοί, μηχανικοί για την κατασκευή κασελών κτλ. Με λίγα λόγια, πολιτισμός θα υπήρχε στη θάλασσα, μόνο αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι. 

Μπέρτολτ Μπρέχτ

 

18 Ιουλίου 2025

Η Γεωμετρία των Χρωμάτων: έκθεση Ελένης Σταθοπούλου

Η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος (ΕΒΕ) παρουσιάζει την ψηφιακή έκθεση της Ελένης Σταθοπούλου, Η γεωμετρία των χρωμάτων, μέσα από την ιστοσελίδα ψηφιακών εκθέσεών της. Η ψηφιακή έκθεση, η οποία φιλοδοξεί να δώσει στο κοινό μια συνολική εικόνα του εικαστικού έργου της ζωγράφου, αποτελείται από πέντε θεματικές ενότητες:

1.     "Αθήνα: από τα πρώτα βήματα ως την περίοδο της Κατοχής,

2.    "Τα χρόνια του Παρισιού (1946-1949)",

3.    "Μετατρέποντας τις αξίες του κυκλαδικού τοπίου σε γεωμετρικά στοιχεία (1950-1965)",

4.    "Το τοπίο της Σίφνου ως πεδίο μελέτης (1965-1980)", και

5.     "Δεκαετία του 1980: μια ώριμη, μνημειακή γλώσσα".


Τη φυσική έκθεση, είχαμε παρακολουθήσει το 2021, στο “Σταύρος Νιάρχος”: αποτέλεσε την πρώτη αναδρομική παρουσίαση της ζωγράφου, σε μια προσπάθεια να γίνει ευρύτερα γνωστό το έργο της, μέσα από 150 έργα ζωγραφικής από όλο το εύρος της καλλιτεχνικής της δημιουργίας _σε ενότητες.

·        Χρονολόγιο

·        Αθήνα: από τα πρώτα βήματα ως την περίοδο της Κατοχής

·        Τα χρόνια του Παρισιού (1946-1949)

·        Μετατρέποντας τις αξίες του κυκλαδικού τοπίου σε γεωμετρικά στοιχεία (1950-1965)

·        Το τοπίο της Σίφνου ως πεδίο μελέτης (1965-1980)

·        Δεκαετία του 1980: μια ώριμη, μνημειακή γλώσσα

·        Gallery

·        Συντελεστές

ℹ️ Μπορείτε να περιηγηθείτε στην ψηφιακή έκθεση εδώ.

Η Ελένη Σταθοπούλου (1914-2016) γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Ζευγάρι με τον γλύπτη Μέμο Μακρή ήδη από τα φοιτητικά τους χρόνια, τον ακολούθησε στο Παρίσι το 1945 ως μία από τους ταξιδιώτες του θρυλικού πια “Ματαρόα” (σσ. νεοζηλανδέζικο πλοίο, το οποίο έγινε γνωστό, μεταξύ άλλων, για το ταξίδι που πραγματοποίησε το 1945,  μεταφέροντας Έλληνες καλλιτέχνες και επιστήμονες με προορισμό τη Γαλλία).
Στο Παρίσι έμεινε για τέσσερα χρόνια (1945-1949), όπου συνέχισε τις σπουδές της στη ζωγραφική, στην Ακαδημία του Αντρέ Λοτ _ήταν, μάλιστα, και μια από τις πρώτες ελληνίδες μαθήτριές του. Με την επιστροφή της στην Ελλάδα το 1949, η ζωγράφος έγινε μέλος της πρωτοποριακής καλλιτεχνικής ομάδας “Αρμός”. Κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, η Σταθοπούλου συνέβαλε με το έργο της στη στροφή της νεοελληνικής τέχνης προς την αφαίρεση και στην αμεσότερη σύνδεση των Ελλήνων εικαστικών με τη διεθνή καλλιτεχνική πρωτοπορία. Ανέπτυξε επίσης πλούσιο διδακτικό έργο, εργαζόμενη για χρόνια στην Παπαστράτειο Σχολή Διακοσμητικής. Από το 1955 έως το 1972 η Σταθοπούλου δίδαξε Ελεύθερο και Διακοσμητικό Σχέδιο  συμβάλλοντας στη διάδοση της ελληνικής λαϊκής τέχνης και την εφαρμογή της στις διακοσμητικές τέχνες. Ήταν ιδρυτικό μέλος του Καλλιτεχνικού Σωματείου Ελληνίδων (1954) και είναι μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος, του οποίου υπήρξε επίσης ιδρυτικό μέλος.

Έργο

Σπούδασε, με δασκάλους τον Σπύρο Βικάτο και κατόπιν τον Ουμβέρτο Αργυρό, ενώ για μικρό διάστημα παρακολούθησε το εργαστήρι του Γιάννη Κεφαλληνού, ενώ από τα χρόνια της Σχολής χρονολογείται και ο δεσμός της με τον συσπουδαστή της, γλύπτη Αγαμέμνονα (Μέμο) Μακρή. Η εργασία της κατά την περίοδο των σπουδών της ήταν σύμφωνη με το ακαδημαϊκό ύφος των δασκάλων της όσο και ευρύτερα της συντηρητικής Σχολής Καλών Τεχνών, παρά τα όποια ανοίγματα επιχειρούσαν τότε οι προοδευτικοί καθηγητές Παρθένης και Κεφαλληνός. Ωστόσο, χάρη στην επίδραση του Μακρή και αργότερα του Απάρτη, κινήθηκε προς ένα ύφος όπου κυριαρχούσαν η απλοποίηση και οι καθαροί όγκοι. Η αλλαγή αυτή συντελέστηκε στα χρόνια της Κατοχής, ενώ βασικό παράδειγμα στάθηκε για τη ζωγράφο το έργο του Σεζάν. Μέσα στην Κατοχή, η Σταθοπούλου ασχολήθηκε επίσης με την ηθοποιία, παρακολουθώντας μαθήματα θεάτρου στη σχολή του Βασίλη Ρώτα και παίζοντας σε παραστάσεις.
Γυναίκα με πράσινο καπέλο,
ελαιογραφία σε καμβά, 61,5×50 εκ.
ιδιωτική συλλογή
Τα χρόνια του Παρισιού υπήρξαν καθοριστικά για την ζωγράφο, όπου σπούδασε κατά κύριο λόγο στην ιδιωτική Ακαδημία του γνωστού κυβιστή ζωγράφου Αντρέ Λοτ. Κοντά του, ήρθε σε ουσιαστική επαφή με τις αναζητήσεις του μοντερνισμού, και ιδίως τον κυβισμό. Πέραν του Λοτ, πρότυπά της αναδείχθηκαν τα χρόνια αυτά εμβληματικές μορφές της μοντέρνας τέχνης, όπως ο Ματίς και Πικάσο.
Ο χωρισμός της Σταθοπούλου με τον Μακρή (το 1948) και οι οικογενειακές πιέσεις την έφεραν πίσω στην Αθήνα τον Αύγουστο του 1949. Στο συντηρητικό και δύσκολο περιβάλλον της Αθήνας δημιούργησε ένα ατελιέ, φιλοξενώντας κατά καιρούς και άλλους ζωγράφους, όπως τον Γιάννη Τσαρούχη με τον οποίο συνδέθηκε φιλικά. Στην Ελλάδα γρήγορα άφησε πίσω της τα θέματα του εργαστηρίου (όπως το γυμνό, που πραγματεύτηκε κατεξοχήν στο Παρίσι) και έστρεψε το ενδιαφέρον της στην απεικόνιση του ελληνικού τοπίου, ειδικά του νησιωτικού. Αφετηρία στάθηκε η Ύδρα και κατόπιν οι Κυκλάδες. Απεικονίσεις της Σαντορίνης, της Μυκόνου, της Πάτμου στοιχειοθετούν μια περιήγηση στο ελληνικό ύπαιθρο που δεν γίνεται με υπαιθριστικούς όρους, δηλαδή δεν πρόκειται για μια ζωγραφική με άξονα τη μελέτη του φωτός. Αντίθετα, οι απεικονίσεις της στηρίζονται στην αντιπαραβολή όγκων, χρωμάτων, επιφανειών, με αναφορά τα διδάγματα του κυβισμού. Σταδιακά, μετέτρεψε το θέμα της σε γεωμετρική σύνθεση, όπου τα χρώματα αντιπαραβάλλονταν καθαρά, το ένα δίπλα στο άλλο.
Marine, 1959, ελαιογραφία σε καμβά, 65×92 εκ., ιδιωτική συλλογή
Το επόμενο βήμα της την οδήγησε πια στην απόδοση αμιγώς αφηρημένων συνθέσεων. Μολονότι η αφορμή για την αφαίρεση υπήρξε το αιγαιακό τοπίο, η ζωγράφος φαίνεται πως με τον καιρό επηρεάστηκε από αντιλήψεις της μεταπολεμικής γαλλικής (tachisme) και αμερικανικής τέχνης (action painting), σε μια σειρά έργων που εξελίχθηκαν από πολύχρωμους πίνακες (Marine, 1959) σε μονόχρωμα σχέδια με κηλίδες και χαράξεις (Σύνθεση, 1967). Μετά το 1965, η Σταθοπούλου άρχισε να περνά συστηματικότερα τα καλοκαίρια της στη Σίφνο, όπου συνδέθηκε με δυνατή φιλία με τον Παναγιώτη Τέτση. Έκτοτε, το τοπίο του νησιού απέκτησε κυρίαρχη σημασία στη ζωγραφική της. Η κορυφογραμμή του τοπίου, τα λευκά σπίτια, τα πολύχρωμα χωράφια προσλαμβάνονταν και αποδίδονταν με ολοένα και πιο αφαιρετική γλώσσα, που κατέληξε σε παράθεση χρωματιστών επιπέδων με μακρινή αναφορά στο φυσικό τοπίο. Έργα από το κυκλαδίτικο νησί παρουσιάστηκαν στην πρώτη και μοναδική ατομική έκθεση της Σταθοπούλου, στο Γαλλικό Ινστιτούτο, το 1978.

Έκτοτε, εξακολούθησε να απεικονίζει το αγαπημένο της νησί, αλλά και να δίνει μνημειακές, αφηρημένες συνθέσεις (π.χ. Άνεμος, 1986). Έλαβε μέρος σε αρκετές εκθέσεις, όμως η ηλικία και η διαχρονική αποστασιοποίησή της από τα κοινά (ζούσε αποτραβηγμένη), είχαν ως αποτέλεσμα το όνομα και το έργο της να πέσουν στη λήθη.

Σύνθεση, 1967, σινική μελάνη
και υδατογραφία σε χαρτί, 50×69,5 εκ._ιδιωτική συλλογή

Εκθέσεις

Εξέθεσε έργα της στο Παρίσι, στην έκθεση των σπουδαστών του Ελληνικού Περιπτέρου το 1947. Αργότερα, εξέθεσε στις δύο εκθέσεις του «Αρμού» (1949, 1952) και έλαβε μέρος σε όλες τις Πανελλήνιες Εκθέσεις που διοργανώθηκαν μετά τον Πόλεμο, από το Υπουργείο Παιδείας και αργότερα το Υπουργείο Πολιτισμού (1952, 1957, 1960, 1963, 1965, 1969, 1971, 1973, 1975, 1987). Επιλέχτηκε να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στη Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας το 1955 και στη Μπιενάλε του Σάο Πάολο (Βραζιλία) το 1959. Επίσης, έλαβε μέρος σε όλες τις εκθέσεις του Σωματείου Ελληνίδων. Το 1978 διοργάνωσε ατομική έκθεση στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών: στον κατάλογο της έκθεσης έγραφε: «Η εργασία αυτή έγινε τα τελευταία χρόνια στη Σίφνο, όπου κάτω από το δυνατό φως του καλοκαιριού δημιουργούνται σχήματα, ρυθμοί και χρώματα αναπάντεχα. Την αίσθηση αυτή θέλησα να αποδώσω με μια προσωπική ερμηνεία στην τελευταία αυτή σειρά από συνθέσεις μου». Το 2001 συμμετείχε με το έργο της Άνεμος στην ομαδική έκθεση Ζωγραφικής, Γλυπτικής και Χαρακτικής Νορβηγών, Ισλανδών και Ελλήνων Εικαστικών του Παρισιού, που φιλοξενήθηκε στην Πινακοθήκη Πιερίδη, στη Γλυφάδα.Το 2018 στον πολυχώρο Poems and Crimes των εκδόσεων Γαβριηλίδη (Αθήνα) παρουσιάστηκε μια έκθεση με τίτλο «Γυναίκες του Ματαρόα», όπου εκτέθηκαν έργα τηε μαζί με των Νέλλης Ανδρικοπούλου, Άννας Μαρουδή-Κινδύνη, Γιάννας Περσάκη, Μπέλλας Ραφτοπούλου. Τον 2020, η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, σε συνεργασία με το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, διοργάνωσαν την περι ης ο λόγος αναδρομική έκθεση της Ελένης Σταθοπούλου, με τίτλο «Ελένη Σταθοπούλου: η γεωμετρία των χρωμάτων» , όπου εκτέθηκαν περίπου εκατό έργα της ζωγράφου (ελαιογραφίες, τέμπερες, σχέδια), από όλο το φάσμα της καλλιτεχνικής της δημιουργίας - από τα χρόνια των σπουδών της στην Αθήνα, από την περίοδο του Παρισιού (1946-1949), έως και τις τελευταίες της δημιουργίες.

 

15 Ιουλίου 2025

Σινεφίλ εν δράσει... Carl Dreyer: το πάθος της Ζαν ντ’Αρκ

Ο Καρλ Ντράγιερ (Carl Theodor Dreyer), 1889 – 1968, ήταν Δανός σκηνοθέτης, που θεωρείται από πολλούς κριτικούς και κινηματογραφιστές ως ο σημαντικότερος σκηνοθέτης της χώρας του και από τους μεγαλύτερους, σε παγκόσμιο επίπεδο. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ιδιαίτερα οι τελευταίες, λιγοστές ταινίες του συναγωνίζονται η μία την άλλη σε ποιοτικό επίπεδο. Οι πιο γνωστές από αυτές είναι η περί ής ο λόγος Τα πάθη της Ζαν Ντ’ Αρκ (1928), επίσης Βαμπίρ (1932), Ημέρες Οργής (1943), Ο Λόγος (1955) Γερτρούδη (1964) κά
Ο Ντράγιερ γεννήθηκε στην Κοπεγχάγη, και ήταν μη-αναγνωρισμένος (illegitimate) γιος της Τ. Νίλσον (Josefine Bernhardine Nilsson), μιας υπηρέτριας από τη Ν. Σουηδία. Ο πατέρας του, Γ. Τορπ (Jens Christian Torp), Δανός αγρότης που ζούσε στη Σουηδία ήταν εργοδότης της μητέρας του, αλλά δεν τον αναγνώρισε ως παιδί του, όντας παντρεμένος με άλλη γυναίκα, και τον έθεσε υπό υιοθεσία. Ο μικρός Καρλ πέρασε τα πρώτα δύο χρόνια της ζωής του σε ορφανοτροφεία, μέχρι να βρεθούν οι θετοί γονείς, ένας τυπογράφος ο Καρλ Ντράγιερ και η σύζυγός του, Ι. Μαρί (Inger Marie, το γένος Olsen). Πήρε το όνομα του θετού πατέρα του, αλλά σύμφωνα με το δανικό εθιμοτυπικό, δεν υπήρχε η δυνατότητα να προστεθεί στο όνομά του το Jr _junior, για να διακρίνεται από τον πατέρα του. Ωστόσο, οι θετοί γονείς του Καρλ υπήρξαν συναισθηματικά απόμακροι και στην παιδική ηλικία του ήταν, σε μεγάλο βαθμό, δυστυχισμένος. Αργότερα, θυμόταν ότι οι θετοί γονείς του συνεχώς τού υπενθύμιζαν πως “έπρεπε να είναι ευγνώμων για το φαγητό που τού έδιναν και ότι, δεν έπρεπε να έχει απολύτως καμία αξίωση σε τίποτα, εφόσον η μητέρα του απαλλάχτηκε από τα έξοδα πέφτοντας να πεθάνει”. Όμως, ήταν ένας ιδιαίτερα ευφυής μαθητής, και έφυγε από το σπίτι οριστικά το 1904. Η δύσκολη παιδική του ηλικία αποτυπώνεται έντονα στη θεματολογία των ταινιών που σκηνοθέτησε.
Ο Ντράγιερ υπήρξε ιδεολογικά συντηρητικός. Σύμφωνα με τον θεωρητικό και ιστορικό του κινηματογράφου David Bordwell, “Ως νεολαίος ανήκε στο κόμμα των Κοινωνικά Φιλελευθέρων, μια συντηρητική ομάδα, ριζοσπαστική μόνο στην αντίθεσή της σε στρατιωτικές δαπάνες ...” Ακόμα και όταν ήταν στην εφημερίδα Ekstrabladet, ο Ντράγιερ θυμάται ότι, “ήμουν συντηρητικός ... δεν πιστεύω στις επαναστάσεις. Έχουν, κατά κανόνα, το ανιαρό χαρακτηριστικό να κρατάνε την ανάπτυξη πίσω. Πιστεύω περισσότερο στην εξέλιξη, στις μικρές προόδους”.

Σταδιοδρομία

Όταν ήταν νέος, εργάστηκε ως δημοσιογράφος, αλλά τελικά προσχώρησε στην κινηματογραφική βιομηχανία ως συντάκτης υποτίτλων του βωβού κινηματογράφου και, στη συνέχεια, ως σεναριογράφος και μοντέρ. Είχε αρχικά προσληφθεί από τη δανική Nordisk Film το 1913. Οι πρώτες του προσπάθειες στη σκηνοθεσία είχαν περιορισμένη επιτυχία, και έφυγε από τη Δανία για να εργαστεί στη βιομηχανία του γαλλικού κινηματογράφου. Ενώ ζούσε στη Γαλλία, γνώρισε τους Ζαν Κοκτώ, Ζαν Ουγκώ και άλλα μέλη της γαλλικής καλλιτεχνικής σκηνής και, το 1928, έκανε την πρώτη κλασική ταινία του, Τα πάθη της Ζαν Ντ’ Αρκ. Μελετώντας συστηματικά τα σωζόμενα πρακτικά της δίκης της Ιωάννας της Λωραίνης, δημιούργησε ένα συγκινητικό αριστούργημα που ισορροπεί ανάμεσα στον ρεαλισμό και τον εξπρεσιονισμό.

Αργότερα, ο βαρώνος Nicolas de Gunzburg θα χρηματοδοτήσει την επόμενη ταινία του Ντράγιερ, καθώς η βιομηχανία κινηματογράφου της Δανίας βρισκόταν σε οικονομική κατάρρευση. Το φιλμ Vampyr, του 1932, είναι ένας σουρεαλιστικός διαλογισμός πάνω στο φόβο. Η λογική παραχωρεί τη θέση της στην ψυχική διάθεση και την ατμόσφαιρα, σε αυτή την ιστορία ενός άνδρα που προστατεύει δύο αδελφές από ένα βαμπίρ. Η ταινία περιέχει πολλές ανεξίτηλες εικόνες που έχουν μείνει κλασικές. Η ταινία ήταν βωβή, αλλά με κάποιος αραιούς, κρυπτικούς διαλόγους στα αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά. Και οι δύο, αυτές, ταινίες απέτυχαν οικονομικά, οπότε ο Ντράγιερ αποφάσισε να μην κάνει άλλη ταινία μέχρι το 1943. Η Δανία βρισκόταν, τότε, υπό ναζιστική κατοχή, και η ταινία “μέρες οργής” είχε ως θέμα την παράκρουση που επικράτησε στην Ευρώπη, τον 17ο αιώνα, για το κυνήγι μαγισσών, στο έντονα θεοκρατικό πλαίσιο της εποχής. Με το έργο αυτό, ο Ντράγιερ καθιέρωσε το στυλ που θα σηματοδοτήσει τις ομιλούσες ταινίες του: προσεκτικές οπτικές συνθέσεις, αυστηρά μονοχρωματική κινηματογραφία, και μακρόσυρτα πλάνα. Κέρδισε τη διεθνή αναγνώριση και συνέβαλε στην αναγέννηση του δανικού κινηματογράφου. Κατόπιν, και για μια δεκαετία, Ο Ντράγιερ θα γυρίσει μόνο δύο ντοκιμαντέρ.

Το 1955, θα σκηνοθετήσει το απόλυτο αριστούργημά του, την ταινία “Ο Λόγος”, βασισμένη στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Κaj Munk. Η ταινία συνδυάζει μια ιστορία αγάπης, με την σύγκρουση γύρω από την μισαλλοδοξία και την πραγματική πίστη. Η ταινία κέρδισε το Χρυσό Λιοντάρι στο 16ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, και ήταν η μόνη ταινία του Ντράγιερ, η οποία είχε κινηματογραφική και οικονομική επιτυχία και θεωρείται, πλέον, από πολλούς κριτικούς ως μοναδικό αριστούργημα, ιδιαίτερα στον τομέα της κινηματογραφίας.

Η τελευταία μεγάλου μήκους ταινία του ήταν η Γερτρούδη, του 1964. Αν και θεωρείται, από κάποιους, ως μικρότερης καλλιτεχνικής εμβέλειας σε σχέση με τις προηγούμενες, ωστόσο είναι ένα επιστέγασμα των πεποιθήσεων του, καθώς στο επίκεντρο βρίσκεται μια γυναίκα που, μέσα από δοκιμασίες, δεν εκφράζει καμία υποχώρηση για τις επιλογές που έκανε, θεωρώντας τον έρωτα ως το σημαντικότερο στοιχείο της ζωής της. Το τελευταίο πρότζεκτ του ήταν για τον Ιησού. Αν και γράφηκε ένα χειρόγραφο (το fraft δημοσιεύθηκε το 1968), οι ασταθείς οικονομικές συνθήκες και οι απόλυτες απαιτήσεις του Ντράγιερ, δεν επέτρεψαν να γυριστεί το φιλμ.

                                     Θεματολογία και ύφος

Ο Ντράγιερ έχει μια εντελώς ιδιαίτερη θεματολογία όπου διερευνά τη θρησκευτική εμπειρία με το χαρακτηριστικό στατικό ύφος των παρατεταμένων, διεισδυτικών γκρο-πλαν, αδιαφορώντας για την γρήγορη εξέλιξη της δράσης. Οι ταινίες του συχνά αναφέρονται στη μαγεία και το υπερφυσικό, την πάλη καλού-κακού και, κυρίως, την πουριτανική αδιαλλαξία και την καταπίεση. Η σκηνοθεσία του στηρίζεται στη χρήση αυθεντικών, μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, χώρων και μακρόσυρτων κοντινών πλάνων. Ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για το διαφορετικό άτομο ως επίκεντρο της θεματολογίας του, το οποίο ξεχωρίζει από το σύνολο (με την έννοια του όχλου), το οποίο γίνεται συχνά αντικείμενο διώξεων. Ο Καρλ Ντράγιερ υπήρξε έντονα αντιφατική προσωπικότητα που, ανεξάρτητα της αναμφισβήτητης καλλιτεχνικής του αξίας, δίχασε τους κριτικούς, τους ηθοποιούς των ταινιών του και την κοινή γνώμη, κυρίως για τις μεθόδους που χρησιμοποιούσε για την επίτευξη του επιθυμητού αποτελέσματος που καταγράφεται στο σελιλόιντ. Έχει χαρακτηριστεί ως παρεξηγημένη ιδιοφυΐα, συντηρητικός αστός σκηνοθέτης, αλλά και ως ο “τυραννικός Δανός” όπως το έθεσε ο Paul Moor, το 1951, σε άρθρο του στο οποίο, αναφέρεται στις σαδιστικές τάσεις του Ντράγιερ. Η διαβόητη συμπεριφορά του απέναντι στην συγκλονιστική Φαλκονετί (Renée Jeanne _ Maria Falconetti), στην ταινία Τα Πάθη της Ζαν ντ’ Αρκ, πιθανόν να πυροδότησε αυτές τις φήμες. Πολλοί κριτικοί και ερευνητές υποστήριξαν ότι, οι “επιδόσεις” της Φαλκονετί στην συγκεκριμένη ταινία ήταν το αποτέλεσμα της ακραίας σκληρότητας που είχε επιδείξει ο Ντράγιερ, για να πετύχει αυτό το καταγεγραμμένο ψυχογράφημα, την ώθησε στο χείλος της συναισθηματικής κατάρρευσης.
σσ. Η Ρενέ Ζαν ή Μαρία Φαλκονέτι, γεννημένη στο Παντέν (και όχι στο Σερμάνο της Κορσικής, όπως λανθασμένα μαρτυρούν πολλά κινηματογραφικά λεξικά) το 1892 (πέθανε στο Μπουένος Άιρες το 1946), είναι Γαλλίδα ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Εντασσόμενη στον θίασο του θεάτρου Odeon το 1916, έκανε το ντεμπούτο της στο "l'Arlésienne" και έπαιξε τις ηρωίδες του Saint-Georges de Bouhélier "Η ζωή μιας γυναίκας", το 1919. Έκανε ένα σύντομο πέρασμα στην Comédie Française (1924-1925), όπου υποδύεται τη Ροζίνα, μεταξύ άλλων, στο "La Dame aux camélias" και στο "Lorenzaccio". Ο τελευταίος της ρόλος πριν από μια μακρά παραμονή στη Νότια Αμερική θα είναι αυτός της Ανδρομάχης στο "Ο Τρωικός Πόλεμος δεν θα συμβεί", του Ζαν Ζιρωντού. Παραμένει παγκοσμίως γνωστή για την ενσάρκωση στον κινηματογράφο του πρωταγωνιστικού ρόλου στο "Τα Πάθη της Ιωάννας της Λωραίνης" του Ντράγιερ.

Για παράδειγμα, ο κριτικός Roger Ebert γράφει: “…για την Φαλκονετί, τα γυρίσματα ήταν μια ψυχοφθόρα δοκιμασία. Υπάρχουν αναφορές από το τιμ αυτών που εργάστηκαν για την ταινία ότι, ο Ντράγιερ ανάγκαζε την ηθοποιό να γονατίζει πάνω στις πέτρες και, στη συνέχεια, να αφαιρεί όλο τον εξωτερικό πόνο (sic), ούτως ώστε να διαφανεί μόνον ο εσωτερικός/ψυχικός πόνος στο πρόσωπό της”. Ο Ντράγιερ επαναλάμβανε τα γυρίσματα ξανά και ξανά, ελπίζοντας ότι στην αίθουσα μοντάζ θα μπορούσε να βρει ακριβώς τη σωστή “απόχρωση” στην έκφραση του προσώπου της Φαλκονετί…. Ωστόσο, στην βιογραφία τους για τον Ντράγιερ, οι Jean και Dale Drum) αναφέρουν ότι αυτές οι ιστορίες βασίζονται μόνο σε φήμες και ότι “δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι ο Ντράγιερ θα μπορούσε να ήταν ένας σαδιστής”
                                                                      Οι δικοί μας κριτικοί

·        Ανδρέας Κουταλάς _Pop it and movie on: Το σχεδόν εκατό ετών έργο του Ντράγιερ εξακολουθεί να αποτελεί ένα από τα καθοριστικά παραδείγματα της απόλυτης δύναμης του κινηματογράφου να καταρρίπτει τα εμπόδια του χρόνου και του χώρου και να αποδίδει την ουσία του τι σημαίνει να είσαι ζωντανός.

·        Δημήτρης Δανίκας: Πρώτο Θέμα _Ο, τι πρέπει για συλλέκτες κινηματογραφικού “χρυσού”

·        Άκης Καπράνος _ naftemporiki.gr _ Η Έλσα Φαλκονέτι δίνει μια από τις καλύτερες γυναικείες ερμηνείες όλων των εποχών.

·        Άγγελος Πολύδωρος myFILM.gr _Ένα από τα κορυφαία αριστουργήματα της βωβής εποχής και του παγκόσμιου κινηματογράφου.

·        Χρήστος Μήτσης _αθηνόραμα _Κολοφώνας του βωβού σινεμά, στον οποίο ο Ντράγερ εγκαθιδρύει μια πρωτοποριακή “κινηματογραφική γλώσσα των αισθημάτων”, ενώ η Φαλκονέτι δίνει τη για πολλούς κορυφαία γυναικεία ερμηνεία στην ιστορία του σινεμά.

·        Θοδωρής Δημητρόπουλος _ news247.gr Ένα από τα κορυφαία φιλμ όλων των εποχών.

·        Χρυσοστομάκης Λακταρίδης DOC TV _ Πρόκειται για το αριστούργημα του Ντράγιερ, το οποίο τον καθιέρωσε σ' έναν από τους τιτάνες της έβδομης τέχνης.

·        Μανώλης Κρανάκης FLIX _Εμβληματικό με όλη τη σημασία της έννοιας και πιο μετα-μοντέρνο και από την εποχή που γυρίστηκε, το αριστούργημα του Καρλ Ντράγιερ προκαλεί ακόμη και σήμερα μια διαρκώς επαληθευόμενη συζήτηση γύρω από την βαθιά πολιτική, αλλά πρωτίστως ανθρώπινη αξία ενός έργου τέχνης.

·        Γιάννης Ζουμπουλάκης _Το Βήμα _ Νιώθεις την αφήγηση να μπαίνει σε δεύτερη μοίρα και τον Ντράγιερ να κάνει τον θεατή συμμέτοχο στην διανοητική και συναισθηματική κατάσταση της ηρωίδας που υποδύεται σε μια ερμηνεία για την οποία δεν χωράνε λόγια η Μαρία Φαλκονέτι.

·        Κώστας Ζαλίγκας _ Ελεύθερος Τύπος: Κορυφαία στιγμή της εποχής του βωβού κινηματογράφου.