Ο Django Reinhardt (Τζάνγκο Ράινχαρντ) πρωτοπόρος δεξιοτέχνης
της τζαζ κιθάρας και συνθέτης έφυγε σαν σήμερα 16 Μαΐου 1953 σε ηλικία 43
χρόνων στο Fontainebleau, αφήνοντας πίσω εκείνο το ξεχωριστό στυλ τεχνικής που
πλέον είναι σχολή στη γαλλική τσιγγάνικη κουλτούρα.
Η γαλλική τζαζ γνώρισε σημαντική άνθηση το 1934 με τη γέννηση
του Κουιντέτου του Hot-ClubdeFranceστο
οποίο ανήκαν ο DjangoReinhardt(κιθαρίστας) και ο «Ιταλός» StéphaneGrappelli (βιολί). Αυτοί οι νεαροί μουσικοί κατάφεραν να τα
βάλουν με τα «ιερά τέρατα» των ΗΠΑ και να κερδίσουν την αποδοχή της ύπαρξης «γαλλικής»
τζαζ και μετά από αυτή τη μυθική εποχή ο Djangoσχεδίαζε να αναζωογονήσει αυτό το
διάσημο σχήμα που είχε καταστρέψει ο πόλεμος. Η ιστορία ξεκινά το 1946 στο
Λονδίνο όταν ο Charles Delaunay, πρόεδρος της Swing Records προτείνει την επανένωση αλλά κανείς δεν τολμά να το κάνει
πράξη. Τότε ο «Ιταλός» παίζει στα μπαράκια το La Marseillaise και ο Django
αυτοσχεδιάζει με τον τρόπο που μόνο αυτός ξέρει και έτσι χωρίς προκαταλήψεις, ο
εθνικός ύμνος αναδύθηκε παθιασμένος.
Βλ. «Μασσαλιώτιδα» -La Marseillaise, arr. Django Reinhardt
| Stéphane Grappelli (vln, arr) & τοHot-Club de France Quintette - Jack Llewellyn, Allan Hodgkiss
(g), Coleridge Goode (b), Λονδίνο31-Ιαν-1946, (υπάρχειστοIntégrale Django Reinhardt volume
12,1946-1947) Τααποτέλεσμααπόμακραεκπληκτικόαπότηνπρώτηνότα, μοιάζεισανναμηνείχανσταματήσειναπαίζουνμαζί, οιπρώηνσυνεργάτεςσυνειδητοποιώνταςαυτήντηθαυματουργήσυνεύρεσημετοπαρελθόν. ΤοEchoesofFranceξεκινά
με μια εισαγωγή βιολιού σε ένα τονωτικό πεντάλ που παίζεται στο κοντραμπάσο, με
τα χαμηλά ακόρντα σε αντίθεση με το αρχικό πνεύμα του μαρς, πριν από ξαφνικές πενιές
κιθάρας που συμπληρώνονται από ένα σόλο με ρυθμούς που προαναγγέλλουν το σπάσιμο
στο τέμπο και στον χρόνο. Το θέμα του ύμνου (La Marseillaise) αναλαμβάνεται για
πρώτη φορά από το βιολί (σαν ελαφρά μελωδία με «ports-de-voix» με
υπογραφή του Grappelli) σε ρυθμό «swinging march» (μέτρο τεσσάρων χρόνων) ενώ στο
βιολί ανταποκρίνονται οι βιρτουόζοι αυτοσχεδιασμοί του Django Reinhardt που
"γλιστρούν" στα διάκενα της μελωδίας (πρώτη στροφή και ρεφρέν). Στη
συνέχεια, η κορυφαία κιθάρα παίρνει πάνω της το ρεφρέν με διακριτικές αλλαγές
στην αρμονία, και μετά στη δεύτερη στροφή (ρεφρέν χωρίς το βιολί). Ο
αυτοσχεδιασμός τελειώνει με την επανάληψη του ρεφρέν σε ντουέτο, κάτι εφευρετικό,
σαν εφέ με πυροτεχνήματα που καλύπτουν όλο και περισσότερο το προφίλ του ύμνου…
γίνονται «στάνταρ».
Οι «lead guitar» και «rhythm guitar» απογειώνονται και μας πάνε στα σύννεφα.
Στις 23 Ιανουαρίου
συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τη γέννηση του κιθαρίστα Τζάνγκο Ράινχαρντ (1910
-1953). Τσιγγάνος του Βελγίου, ο Τζάνγκο υπήρξε κορυφαία μορφή της τζαζ ως
μέλος του Κουιντέτου του Ηot Club της Γαλλίας.
Το 1949 ο Γ.Π. Σαββίδης, 20 χρόνων τότε, τον συνάντησε στο Λονδίνο και του πήρε
συνέντευξη, τα κυριότερα μέρη της οποίας αναδημοσιεύονται εδώ με αφορμή την
100ετία του θρυλικού κιθαρίστα. Η συνέντευξη αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Δελτίο
της Ρυθμικής Λέσχης της Ελλάδος τον Φεβρουάριο του 1949.
– Είχατε ως σήμερα την ευκαιρία να παίξετε με
ποικίλα συγκροτήματα: μεγάλες γαλλικές ορχήστρες,το κουιντέτοεγχόρδων, το κουιντέτο με τον Ρόσταϊνγκ, τον Ντιουκ, σόλο. Ποιες είναι οι
εντυπώσεις σας και ποιο συγκρότημαπιστεύετε ότι σας ταιριάζεικαλύτερα;
«Η τουρνέ μου με την
ορχήστρα του Ντιουκ Ελινγκτον μου άνοιξε τα μάτια. Το ιδανικό μου είναι να
παίζω με μια τέτοια ορχήστρα. Με το κουιντέτο εγχόρδων κάναμε βέβαια θαυμάσια
δουλειά, αλλά ποτέ μου δεν έπαιξα τόσο με την ψυχή μου όσο με τον Ντιουκ. Ένιωθα
αληθινά πως συμμετείχα σε κάτι το μεγάλο, το άρτιο».
– Τι προοπτικές έχετε για το μέλλον;
«Λογαριάζω να πάω πάλι του χρόνου στην Αμερική. Αλλά λέω να
μείνω εκεί καιρό. Ισως φτιάσω εκεί μια μεγάλη, δική μου ορχήστρα- ίσως πάλι
παίξω με καμιά από τις μεγάλες υπάρχουσες ορχήστρες. Λέγαμε κάποτε να κάνομε
δίσκους- ο Σλαμ Στιούαρτ, ο Αρτ Τέιτουμ κι εγώ.
Ακόμα δεν ξέρω τίποτα το συγκεκριμένο, εκτός από το ότι παράλληλα με τη μουσική
μου ως εκτελεστού θα ασχοληθώ και με τη σύνθεση».
– Ποια είναι η γνώμη σας για την ευρωπαϊκή τζαζ;
Πιστεύετε στη δυνατότητα αναπτύξεως ευρωπαϊκής τζαζ που να είναι οριστικά
ανεξάρτητη από την αμερικανική;
«Η Ευρώπη έχει καλούς μουσικούς της τζαζ. Στη Γαλλία, την
Αγγλία, τη Σουηδία κ.α. υπάρχουν εξαιρετικοί σολίστ. Αλλά δεν βλέπω τις
προσωπικότητες που θα δημιουργήσουν μια “ευρωπαϊκή τζαζ”. Θα εξακολουθήσωμε γι΄
αυτό να εξαρτώμεθα από την Αμερική. Μήπως κι εκεί κατά βάθος οι λευκοί
μουσικοί- όσο και να μη μας αρέσει να το παραδεχόμαστε- δεν εξαρτώνται από τους
μαύρους; Η τζαζ των λευκών έχει κάτι το τυποποιημένο· ποτέ ο λευκός δεν θα έχει
την άνεση και το πηγαίο του νέγρου jazzman».
– Ποιο,νομίζετε,είναι το μέλλον της τζαζ ως μέσου
καλλιτεχνικής εκφράσεως;
«Η τζαζ έχει πάψει πλέον να ΄ναι μόνο μουσική χορού· αν κι
αυτό δεν είναι λίγο: στο κάτω-κάτω η εποχή του Μότσαρτ δεν ήταν η εποχή του
τοτινού “σουίνγκ;”. Η τζαζ έχει ήδη επηρεάσει και διευρύνει την μορφή και την
τεχνική της κλασικής μουσικής. Πιστεύω ότι κάποτε η τζαζ θα είναι η μόνη
μουσική. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι μολονότι ακολουθώντας διαφορετικούς
δρόμους ο Μπάρτοκ, ο Χόνεγκερ, ο Ελινγκτον κι ο Γκιλέσπι φτάνουν στην ίδια
κορυφή. Θα ΄μαστε όμως ανόητοι αν πιστέψομε ότι είναι ποτέ δυνατόν να θαφτούν
τα μνημεία της κλασικής μουσικής. Οι συνθέσεις του Μπαχ, του Φρανκ, του
Ντεμπισί, του Ραβέλ, του Μπάρτοκ, του Σοστακόβιτς (που ΄ναι οι αγαπημένοι μου)
κ.ά. θα εξακολουθούν ν΄ αξίζουν και να εκτελούνται. Μόνο που οι τότε μουσικοί
θα έχουν καρπωθή την τεράστια ανανεωτική προσφορά της τζαζ».
– Εκτός από την τζαζ, έχετε άλλες ασχολίες;
«Οπως βλέπετε ζωγραφίζω. Τελευταία μου κόλλησε η μανία.
Τόσοι ζωγραφίζουν και τους παίρνουν στα σοβαρά- γιατί να μη πάρουν κι εμένα. Κι
ύστερα είναι ωραίο να ΄χεις χρώματα και να τα κάνεις ό,τι θες! Εκτός από την
τζαζ υπάρχει κι άλλη ομορφιά στη ζωή – και την απολαμβάνω.
Αλλ΄ ας μιλήσομε σοβαρά. Το μεράκι μου είναι η σύνθεση. Εχω ήδη συνθέσει ένα
συμφωνικό ποίημα “La Μanoir de mes r ves”, για ορχήστρα, αρμόνιο και χορωδία,
που χρησίμευε για υπόκρουση στο φιλμ “Το χωριό της οργής”. Επίσης κι ένα bol ro
για ορχήστρα και φλάουτο που πρωτοεκτελέστηκε το ΄36. Ακόμα, έγραψα τους
«Αυτοσχεδιασμούς» μου (αριθ. 1, 2, 3), που είχα κάνει με την κιθάρα μου σε
διάφορες φωνοληψίες. Και τώρα ετοιμάζω μια λειτουργία για τους τσιγγάνους-
γιατί, ξέρετε, δεν έχομε δική μας λειτουργία. Νομίζω πως το πάθος μου για τη
σύνθεση είναι δυνατώτερο από την αγάπη μου για την κιθάρα. Δυστυχώς δεν έχω τη
θεωρητική μόρφωση που θα ΄θελα.
Τελειώνοντας θα ΄θελα να διαβιβάσετε όλη μου τη συμπάθεια στους έλληνες φίλους
μου και ιδιαίτερα στις κοπέλες. Ελπίζω ν΄ αξιωθώ κάποτε να ΄ρθω στη χώρα σας
και να τα πούμε από κοντά».
Ετσι περίπου είπε και ελάλησε ο Τζάνγκο Ράινχαρντ. Κι εγώ αμαρτίαν ουκ έχω.
Τζάνγκο
Ράινχαρντ
Γιος τσιγγάνων ανατολικό Βέλγιο, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος
των παιδικών του χρόνων σε καταυλισμούς των Ρομά κοντά στο Παρίσι, παίζοντας
μπάντζο, κιθάρα και βιολί -στα 13 του, έβγαζε ήδη το ψωμί του πολλά υποσχόμενος
στη μουσική
Στα 18 του ένα σοβαρό ατύχημα ανέδειξε τη μουσική του ιδιοφυΐα: όταν πυρκαγιά
στο τροχόσπιτο που έμενε με την πρώτη του γυναίκα, του προξένησε εγκαύματα αφήνοντας
μερικώς παράλυτα δάχτυλα του αριστερού χεριού, επανήλθε δριμύτερος σολάροντας με
δύο μόνο δάχτυλα και χρησιμοποιώντας τα «άχρηστα» ως βοηθητικά στις συγχορδίες,
δημιουργώντας ένα προσωπικό στυλ που άφησε εποχή.
Οι πρώτες τους ηχογραφήσεις με τον Stéphane Grappelli (Dinah,
Tiger Rag, Oh Lady be Good, I Saw Stars) στη μικρή δισκογραφική εταιρεία
Ultraphone, προκάλεσαν αίσθηση και προχώρησαν σε δεκάδες άλλες με επιτυχία τόσο
στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική. Έπαιξαν δίπλα στα μεγαλύτερα ονόματα της εποχής,
όπως ο Coleman Hawkins, ο Benny Carter και ο Rex Stewart. Το κουϊντέτο
θεωρείται το σημαντικότερο σχήμα jazz που βασίστηκε μόνο σε έγχορδα.
Stéphane Grappelli
Ο Ράινχαρντ συνεργάστηκε με την ορχήστρα του Duke Ellington,
Dizzy Gillespie και Charlie Parker επηρεάζοντας πολλούς μεγάλους βιρτουόζους… Jimi Hendrix, Carlos Santana, Mark
Knopfler, Peter Frampton, Jeff Beck, B. B. King, Jerry Garcia, Stevie Ray
Vaughan, Wes Montgomery, George Benson, Robert Fripp καιπολλούςάλλος.
Ο Django Reinhardt (Τζάνγκο Ράινχαρντ) πρωτοπόρος δεξιοτέχνης
της τζαζ κιθάρας και συνθέτης έφυγε σαν σήμερα 16 Μαΐου 1953 σε ηλικία 43
χρόνων στο Fontainebleau, αφήνοντας πίσω εκείνο το ξεχωριστό στυλ τεχνικής που
πλέον είναι σχολή στη γαλλική τσιγγάνικη κουλτούρα.
Η γαλλική τζαζ γνώρισε σημαντική άνθηση το 1934 με τη γέννηση
του Κουιντέτου του Hot-ClubdeFranceστο
οποίο ανήκαν ο DjangoReinhardt(κιθαρίστας) και ο «Ιταλός» StéphaneGrappelli (βιολί). Αυτοί οι νεαροί μουσικοί κατάφεραν να τα
βάλουν με τα «ιερά τέρατα» των ΗΠΑ και να κερδίσουν την αποδοχή της ύπαρξης
«γαλλικής» τζαζ και μετά από αυτή τη μυθική εποχή ο Djangoσχεδίαζε
να αναζωογονήσει αυτό το διάσημο σχήμα που είχε καταστρέψει ο πόλεμος. Η
ιστορία ξεκινά το 1946 στο Λονδίνο όταν ο Charles Delaunay, πρόεδρος της Swing
Records προτείνει τηνεπανένωση αλλά
κανείς δεν τολμά να το κάνει πράξη. Τότε ο «Ιταλός» παίζει στα μπαράκια το La
Marseillaise και ο Django αυτοσχεδιάζει με τον τρόπο που μόνο αυτός ξέρει και
έτσι χωρίς προκαταλήψεις, ο εθνικός ύμνος αναδύθηκε παθιασμένος.
Βλ. «Μασσαλιώτιδα» -La Marseillaise, arr. Django Reinhardt
| Stéphane Grappelli (vln, arr) & τοHot-Club de France Quintette - Jack Llewellyn, Allan Hodgkiss
(g), Coleridge Goode (b), Λονδίνο 31-Ιαν-1946, (υπάρχειστοIntégrale
Django Reinhardt volume 12,1946-1947) Τααποτέλεσμααπόμακραεκπληκτικόαπότηνπρώτηνότα, μοιάζεισανναμηνείχανσταματήσειναπαίζουνμαζί, οιπρώηνσυνεργάτεςσυνειδητοποιώνταςαυτήντηθαυματουργήσυνεύρεσημετοπαρελθόν. ΤοEchoesofFrance ξεκινά με μια
εισαγωγή βιολιού σε ένα τονωτικό πεντάλ που παίζεται στο κοντραμπάσο, με τα
χαμηλά ακόρντα σε αντίθεση με το αρχικό πνεύμα του μαρς, πριν από ξαφνικές
πενιές κιθάρας που συμπληρώνονται από ένα σόλο με ρυθμούς που προαναγγέλλουν το
σπάσιμο στο τέμπο και στον χρόνο. Το θέμα του ύμνου (La Marseillaise)
αναλαμβάνεται για πρώτη φορά από το βιολί (σαν ελαφρά μελωδία με «ports-de-voix» με υπογραφή του Grappelli) σε ρυθμό «swinging march» (μέτρο
τεσσάρων χρόνων) ενώ στο βιολί ανταποκρίνονται οι βιρτουόζοι αυτοσχεδιασμοί του
Django Reinhardt που "γλιστρούν" στα διάκενα της μελωδίας (πρώτη
στροφή και ρεφρέν). Στη συνέχεια, η κορυφαία κιθάρα παίρνει πάνω της το ρεφρέν
με διακριτικές αλλαγές στην αρμονία, και μετά στη δεύτερη στροφή (ρεφρέν χωρίς
το βιολί). Ο αυτοσχεδιασμός τελειώνει με την επανάληψη του ρεφρέν σε ντουέτο,
κάτι εφευρετικό, σαν εφέ με πυροτεχνήματα που καλύπτουν όλο και περισσότερο το
προφίλ του ύμνου… γίνονται «στάνταρ».
Οι «lead guitar» και «rhythm guitar» απογειώνονται και μας πάνε στα σύννεφα.
Στις 23 Ιανουαρίου
συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τη γέννηση του κιθαρίστα Τζάνγκο Ράινχαρντ (1910
-1953). Τσιγγάνος του Βελγίου, ο Τζάνγκο υπήρξε κορυφαία μορφή της τζαζ ως
μέλος του Κουιντέτου του Ηot Club της Γαλλίας.
Το 1949 ο Γ.Π. Σαββίδης, 20 χρόνων τότε, τον συνάντησε στο Λονδίνο και του πήρε
συνέντευξη, τα κυριότερα μέρη της οποίας αναδημοσιεύονται εδώ με αφορμή την
100ετία του θρυλικού κιθαρίστα. Η συνέντευξη αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Δελτίο
της Ρυθμικής Λέσχης της Ελλάδος τον Φεβρουάριο του 1949.
– Είχατε ως σήμερα την ευκαιρία να παίξετε με
ποικίλα συγκροτήματα: μεγάλες γαλλικές ορχήστρες,το κουιντέτοεγχόρδων, το κουιντέτο με τον Ρόσταϊνγκ, τον Ντιουκ, σόλο. Ποιες είναι οι
εντυπώσεις σας και ποιο συγκρότημαπιστεύετε ότι σας ταιριάζεικαλύτερα;
«Η τουρνέ μου με την
ορχήστρα του Ντιουκ Ελινγκτον μου άνοιξε τα μάτια. Το ιδανικό μου είναι να
παίζω με μια τέτοια ορχήστρα. Με το κουιντέτο εγχόρδων κάναμε βέβαια θαυμάσια
δουλειά, αλλά ποτέ μου δεν έπαιξα τόσο με την ψυχή μου όσο με τον Ντιουκ. Ένιωθα
αληθινά πως συμμετείχα σε κάτι το μεγάλο, το άρτιο».
– Τι προοπτικές έχετε για το μέλλον;
«Λογαριάζω να πάω πάλι του χρόνου στην Αμερική. Αλλά λέω να
μείνω εκεί καιρό. Ισως φτιάσω εκεί μια μεγάλη, δική μου ορχήστρα- ίσως πάλι
παίξω με καμιά από τις μεγάλες υπάρχουσες ορχήστρες. Λέγαμε κάποτε να κάνομε
δίσκους- ο Σλαμ Στιούαρτ, ο Αρτ Τέιτουμ κι εγώ.
Ακόμα δεν ξέρω τίποτα το συγκεκριμένο, εκτός από το ότι παράλληλα με τη μουσική
μου ως εκτελεστού θα ασχοληθώ και με τη σύνθεση».
– Ποια είναι η γνώμη σας για την ευρωπαϊκή τζαζ;
Πιστεύετε στη δυνατότητα αναπτύξεως ευρωπαϊκής τζαζ που να είναι οριστικά
ανεξάρτητη από την αμερικανική;
«Η Ευρώπη έχει καλούς μουσικούς της τζαζ. Στη Γαλλία, την
Αγγλία, τη Σουηδία κ.α. υπάρχουν εξαιρετικοί σολίστ. Αλλά δεν βλέπω τις προσωπικότητες
που θα δημιουργήσουν μια “ευρωπαϊκή τζαζ”. Θα εξακολουθήσωμε γι΄ αυτό να
εξαρτώμεθα από την Αμερική. Μήπως κι εκεί κατά βάθος οι λευκοί μουσικοί- όσο
και να μη μας αρέσει να το παραδεχόμαστε- δεν εξαρτώνται από τους μαύρους; Η
τζαζ των λευκών έχει κάτι το τυποποιημένο· ποτέ ο λευκός δεν θα έχει την άνεση
και το πηγαίο του νέγρου jazzman».
– Ποιο,νομίζετε,είναι το μέλλον της τζαζ ως μέσου
καλλιτεχνικής εκφράσεως;
«Η τζαζ έχει πάψει πλέον να ΄ναι μόνο μουσική χορού· αν κι
αυτό δεν είναι λίγο: στο κάτω-κάτω η εποχή του Μότσαρτ δεν ήταν η εποχή του
τοτινού “σουίνγκ;”. Η τζαζ έχει ήδη επηρεάσει και διευρύνει την μορφή και την
τεχνική της κλασικής μουσικής. Πιστεύω ότι κάποτε η τζαζ θα είναι η μόνη
μουσική. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι μολονότι ακολουθώντας διαφορετικούς
δρόμους ο Μπάρτοκ, ο Χόνεγκερ, ο Ελινγκτον κι ο Γκιλέσπι φτάνουν στην ίδια
κορυφή. Θα ΄μαστε όμως ανόητοι αν πιστέψομε ότι είναι ποτέ δυνατόν να θαφτούν
τα μνημεία της κλασικής μουσικής. Οι συνθέσεις του Μπαχ, του Φρανκ, του Ντεμπισί,
του Ραβέλ, του Μπάρτοκ, του Σοστακόβιτς (που ΄ναι οι αγαπημένοι μου) κ.ά. θα
εξακολουθούν ν΄ αξίζουν και να εκτελούνται. Μόνο που οι τότε μουσικοί θα έχουν
καρπωθή την τεράστια ανανεωτική προσφορά της τζαζ».
– Εκτός από την τζαζ, έχετε άλλες ασχολίες;
«Οπως βλέπετε ζωγραφίζω. Τελευταία μου κόλλησε η μανία.
Τόσοι ζωγραφίζουν και τους παίρνουν στα σοβαρά- γιατί να μη πάρουν κι εμένα. Κι
ύστερα είναι ωραίο να ΄χεις χρώματα και να τα κάνεις ό,τι θες! Εκτός από την
τζαζ υπάρχει κι άλλη ομορφιά στη ζωή – και την απολαμβάνω.
Αλλ΄ ας μιλήσομε σοβαρά. Το μεράκι μου είναι η σύνθεση. Εχω ήδη συνθέσει ένα
συμφωνικό ποίημα “La Μanoir de mes r ves”, για ορχήστρα, αρμόνιο και χορωδία,
που χρησίμευε για υπόκρουση στο φιλμ “Το χωριό της οργής”. Επίσης κι ένα bol ro
για ορχήστρα και φλάουτο που πρωτοεκτελέστηκε το ΄36. Ακόμα, έγραψα τους
«Αυτοσχεδιασμούς» μου (αριθ. 1, 2, 3), που είχα κάνει με την κιθάρα μου σε
διάφορες φωνοληψίες. Και τώρα ετοιμάζω μια λειτουργία για τους τσιγγάνους-
γιατί, ξέρετε, δεν έχομε δική μας λειτουργία. Νομίζω πως το πάθος μου για τη
σύνθεση είναι δυνατώτερο από την αγάπη μου για την κιθάρα. Δυστυχώς δεν έχω τη
θεωρητική μόρφωση που θα ΄θελα.
Τελειώνοντας θα ΄θελα να διαβιβάσετε όλη μου τη συμπάθεια στους έλληνες φίλους
μου και ιδιαίτερα στις κοπέλες. Ελπίζω ν΄ αξιωθώ κάποτε να ΄ρθω στη χώρα σας
και να τα πούμε από κοντά».
Ετσι περίπου είπε και ελάλησε ο Τζάνγκο Ράινχαρντ. Κι εγώ αμαρτίαν ουκ έχω.
Τζάνγκο
Ράινχαρντ
Γιος τσιγγάνων από το ανατολικό Βέλγιο, πέρασε το μεγαλύτερο
μέρος των παιδικών του χρόνων σε καταυλισμούς των Ρομά κοντά στο Παρίσι,
παίζοντας μπάντζο, κιθάρα και βιολί -στα 13 του, έβγαζε ήδη το ψωμί του πολλά
υποσχόμενος στη μουσική
Στα 18 του ένα σοβαρό ατύχημα ανέδειξε τη μουσική του ιδιοφυΐα: όταν πυρκαγιά
στο τροχόσπιτο που έμενε με την πρώτη του γυναίκα, του προξένησε εγκαύματα αφήνοντας
μερικώς παράλυτα δάχτυλα του αριστερού χεριού, επανήλθε δριμύτερος σολάροντας με
δύο μόνο δάχτυλα και χρησιμοποιώντας τα «άχρηστα» ως βοηθητικά στις συγχορδίες,
δημιουργώντας ένα προσωπικό στυλ που άφησε εποχή.
Οι πρώτες τους ηχογραφήσεις με τον Stéphane Grappelli (Dinah,
Tiger Rag, Oh Lady be Good, I Saw Stars) στη μικρή δισκογραφική εταιρεία
Ultraphone, προκάλεσαν αίσθηση και προχώρησαν σε δεκάδες άλλες με επιτυχία τόσο
στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική. Έπαιξαν δίπλα στα μεγαλύτερα ονόματα της
εποχής, όπως ο Coleman Hawkins, ο Benny Carter και ο Rex Stewart. Το κουϊντέτο
θεωρείται το σημαντικότερο σχήμα jazz που βασίστηκε μόνο σε έγχορδα.
Ο Ράινχαρντ συνεργάστηκε με την ορχήστρα του Duke Ellington,
Dizzy Gillespie και Charlie Parker επηρεάζοντας πολλούς μεγάλους βιρτουόζους… Jimi Hendrix, Carlos Santana, Mark
Knopfler, Peter Frampton, Jeff Beck, B. B. King, Jerry Garcia, Stevie Ray
Vaughan, Wes Montgomery, George Benson, Robert Fripp καιπολλούςάλλος.
«Βλέπω σωρούς πεφτάστερα να
σας λικνίζουν τα όνειρα, μα εγώ κρατώ στα δάχτυλά μου τη μουσική για μια
καλύτερη μέρα...»
Με τους στίχους του μπορεί να τραγούδησε το ανέφικτο, το
άπιαστο της αθανασίας, όμως εκείνη του χάρισε κάτι περισσότερο από ένα
…κλωναράκι δυόσμο.
Ο Νίκος Γκάτσος , που
φέτος συμπληρώνονται 110 χρόνια από τη γέννησή του και είκοσι εννιά χρόνια από
το θάνατό του – «έφυγε» από τη ζωή στις 12
Μάη 1992 – υπήρξε ένας αληθινός, λαϊκός (με την ουσιαστική έννοια του όρου)
ποιητής – στιχουργός, του οποίου τα έργα σφράγισαν τον ελληνικό μουσικό – και
όχι μόνο – πολιτισμό και κατέχουν εδώ και δεκαετίες μόνιμη θέση στην καρδιά του
λαού μας κάνοντας –σύμφωνα με τα λόγια του την Τέχνη «μαμή της Ιστορίας».
«Τι
ζητάς Αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά | δε μου δίνεις σημασία κι η καρδιά μου
πώς βαστά
Σ’ αγαπήσανε στον κόσμο βασιλιάδες, ποιητές | κι ένα κλωναράκι δυόσμο δεν τούς
χάρισες ποτές |
Είσαι σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά | μα ήρθαν καιροί που σε πιστέψανε βαθιά
Κάθε γενιά δική της θέλει να γενείς | Ομορφονιά, που δεν σε κέρδισε κανείς…» (απόσπασμα από την «Αθανασία»
– στίχοι: Νίκος Γκάτσος , μουσική: Μάνος Χατζιδάκις).
Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε το 1911 στα Χάνια
Φραγκόβρυσης (κάτω Ασέα) της Αρκαδίας, όπου τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο, ενώ
στην Τρίπολη όπου πήγε γυμνάσιο γνώρισε τα λογοτεχνικά βιβλία, αλλά και τις
μεθόδους αυτοδιδασκαλίας ξένων γλωσσών. Στη συνέχεια, φοίτησε στη Φιλοσοφική
Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ηδη, είχε μάθει καλά αγγλικά και γαλλικά και
είχε μελετήσει τον Παλαμά, τον Σολωμό, το δημοτικό τραγούδι, όπως και τις
νεωτεριστικές τάσεις στην ευρωπαϊκή ποίηση.
Στην Αθήνα, άρχισε να έρχεται σε επαφή με τους λογοτεχνικούς κύκλους της
εποχής, πρωτοδημοσίευσε ποιήματά του, μικρά σε έκταση και με κλασικό ύφος, στα
περιοδικά «Νέα Εστία» (1931) και «Ρυθμός» (1933), αλλά και κριτικά του
σημειώματα.
Από την «Αμοργό» στον Λόρκα και το θέατρο
Το 1943 ο Ν. Γκάτσος εξέδωσε το βιβλίο του
«Αμοργός» με το ομώνυμο ποίημα, που έμελλε να σημαδέψει τη σύγχρονη ελληνική
ποίηση. Αυτό ήταν και το μοναδικό βιβλίο του. Το έργο, που αποτελείται από 20
μόνο σελίδες, εκφράζει τις διαθέσεις της νεότερης ποίησης και θεωρείται
κορυφαίο ποιητικό έργο του ελληνικού υπερρεαλισμού. Από τότε ο ποιητής
δημοσίευσε μόνον τρία ακόμη ποιήματα: το «Ελεγείο» (1946), «Ο Ιππότης και ο
Θάνατος» (1947) και το «Τραγούδι του παλιού καιρού» (1963, αφιερωμένο στον Γ.
Σεφέρη). Εγραψε επίσης πολλές μελέτες και σχόλια για την ποίηση.
Διαθέτοντας μεγάλη εκφραστική δεινότητα, ο
Νίκος Γκάτσος ασχολήθηκε πολύ με τη μετάφραση έργων, κυρίως για
λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου, του Θεάτρου Τέχνης και του Λαϊκού Θεάτρου.
Πολλές μεταφράσεις του θα παραμείνουν έκτοτε κλασικές με πρώτη αυτή του
«Ματωμένου Γάμου». Μετέφρασε πολλούς συγγραφείς και συγκεκριμένα, από τα
ισπανικά τους Λόρκα, Λόπε ντε Βέγα, κ.ά., από τα γαλλικά τον Ζενέ, από τα
αγγλικά τους Τ. Ουίλιαμς, Ο’ Νιλ, Στρίντμπεργκ κ.ά. Οχτώ χρόνια μετά τη
δολοφονία του Φ. Γκ. Λόρκα από τους φασίστες το 1936, ο
Νίκος Γκάτσος το 1944 μεταφράζει το ποίημα «Νυχτερινό Τραγούδι» του
μεγάλου Ισπανού ποιητή, κάνοντας το ελληνικό κοινό να δει την Ισπανία με τα
μάτια του Λόρκα. Οπως και μέσα από άλλες μεταφράσεις έργων του: «Το σπίτι της
Μπερνάντα Αλμπα» (1945), «Ματωμένος Γάμος» (1948) κ.ά.
Κορυφαίος στιχουργός
Ανεκτίμητη υπήρξε η προσφορά του Νίκου Γκάτσου στο
ελληνικό τραγούδι, στο οποίο αφιερώθηκε σαν στιχουργός σε μεγάλο βαθμό μετά την
«Αμοργό». Οι στίχοι του – ζώσα ποίηση γραμμένη για τη ζωή με τους αγώνες και
τις προσδοκίες της, για τον άνθρωπο και τα όνειρά του, για την ομορφιά και για
τον έρωτα, ενέπνευσαν τους σημαντικότερους συνθέτες μας, όπως οι Μ. Χατζιδάκις,
Μ. Θεοδωράκης, Στ. Ξαρχάκος, Δ. Μούτσης, Λ. Κηλαηδόνης, Χ. Χάλαρης κ.ά.,
δημιουργώντας κορυφαία έργα («Αθανασία», «Της γης το χρυσάφι», «Ρεμπέτικο»,
«Αρχιπέλαγος», «Πήρες το μεγάλο δρόμο», «Πορνογραφία», «Λαϊκή Αγορά», «Στο
Σείριο υπάρχουνε παιδιά», «Η μικρή Ραλλού», «Μια γλώσσα μια πατρίδα», «Αν
θυμηθείς τ’ όνειρό μου», «Η νύχτα», «Αντικατοπτρισμοί» κ.ά.). Στους 350
υπολογίζονται οι στίχοι του Ν. Γκάτσου που γράφτηκαν ή βρήκαν το
δρόμο για τη δισκογραφία – αφετηρία το «Χάρτινο το φεγγαράκι», που
πρωτοδισκογραφήθηκε το 1958 με την Νάνα Μούσχουρη – όπως «Στο Λαύριο γίνεται
χορός», «Ασπρο περιστέρι», «Μίλησέ μου», «Ο Γιάννης ο φονιάς», «Σε πότισα
ροδόσταμο», «Σπίτι μου», «Θα ‘ρθει άσπρη μέρα και για μας», «Με τι καρδιά», «Ο
Μαύρος ήλιος», «Το δίχτυ», «Μάνα μου η Ελλάς» κ.λπ.
Ιδιαίτερη σχέση και συνεργασία ανέπτυξε ο ποιητής με τον
Μάνο Χατζιδάκι, ο οποίος υπήρξε ο στενότερος φίλος, μαθητής και «συνομιλητής»
του για πενήντα σχεδόν χρόνια. Οταν πρωτογνωρίστηκαν, ο Χατζιδάκις ήταν
δεκαεφτά χρόνων και ο Γκάτσος είκοσι οκτώ και αυτή η γνωριμία τους
έμελλε να αποτελέσει σταθμό στην ιστορία του σύγχρονου ελληνικού τραγουδιού. Οι
δυο τους δούλεψαν μαζί πάρα πολλές φορές, ολοκληρώνοντας από κοινού κύκλους
τραγουδιών μοναδικής αξίας και αισθητικής. Με πρώτο το «Ματωμένο Γάμο» (1948),
από το ομώνυμο θεατρικό του Λόρκα που ο Γκάτσος μετέφρασε, όπου
περιλαμβάνεται και το εμβληματικό «Χάρτινο το φεγγαράκι» που τραγούδησε η
Μελίνα Μερκούρη στο «Λεωφορείον ο πόθος» στην ομώνυμη παράσταση του Θεάτρου
Τέχνης το ’49. Καρποί της συνεργασίας των δύο δημιουργών, μεταξύ άλλων, είναι
οι κύκλοι τραγουδιών «Ελλάς η χώρα των ονείρων» (1960), «Αμέρικα – Αμέρικα»
(1963) από την ομώνυμη ταινία του Ελία Καζάν, «Μυθολογία» (1965), η περίφημη
«Αθανασία» (1976), «Τα Παράλογα» (1976), έργο στο οποίο το δίδυμο συνεργάστηκε
με τους Μίκη Θεοδωράκη, Μελίνα Μερκούρη, Μαρία Φαραντούρη και Διονύση
Σαββόπουλο, «Σκοτεινή Μητέρα» (1986) που ο συνθέτης έγραψε ειδικά για τη φωνή
της Μαρίας Φαραντούρη, «Αντικατοπτρισμοί» (1993), τα γνωστά «Reflections» του
1970 που οι ελληνικοί τους στίχοι γράφτηκαν το διάστημα 1989-1990 κ.ά. Αξίζει
να σημειωθεί ότι η μελοποίηση της «Αμοργού», που ο Χατζιδάκις ξεκίνησε να
δουλεύει μόλις το 1972 ενόσω βρισκόταν στη Ν. Υόρκη, έμεινε ανολοκλήρωτη. «Δεν
ξέρω να σας πω τι θα ήταν η ποίηση χωρίς την “Αμοργό”» έλεγε ο Μάνος Χατζιδάκις
για το έργο, το οποίο το θεωρούσε ως «το πιο ολοκληρωμένο ποιητικό κείμενο στην
εποχή που βγήκε». Για τον ίδιο, η «Αμοργός» υπήρξε η μουσική του «Ιθάκη»,
καθώς, παρά τη μακρόχρονη σχέση του με το ποίημα και τις επανειλημμένες
εξαγγελίες ολοκλήρωσής του, ο Χατζιδάκις στην πράξη αφιερώθηκε αποκλειστικά στη
σύνθεσή του μόνο δύο χρονικές περιόδους, το 1972 και το 1986. Μετά το θάνατό
του, η βασισμένη στο ομώνυμο ποίημα – καντάτα του Μάνου Χατζιδάκι κυκλοφόρησε
σε CD από το «Σείριο», σε ενορχήστρωση – αναπροσαρμογή του Νίκου Κυπουργού.
Άλλες συνεργασίες
Από τη συνεργασία του Ν. Γκάτσου με τον Μίκη
Θεοδωράκη γεννήθηκαν κύκλοι τραγουδιών, όπως τα «Εξι φεγγάρια της θάλασσας»
(1965) που ο συνθέτης έκανε δώρο στην «ιέρειά» του, Μαρία Φαραντούρη, και
«Αρχιπέλαγος» (1962), «Πολιτεία Β’» (1964) κ.ά. και τραγούδια όπως «Αν θυμηθείς
τ’ όνειρό μου», «Μυρτιά», «Σε πότισα ροδόσταμο», «Είχα φυτέψει μια καρδιά»,
«Στράτα τη στράτα», «Κοιμήσου παλικάρι», «Φέρτε μου τη θάλασσα», «Στης νύχτας
το μπαλκόνι», «Φεγγάρι μου θαλασσινό» κ.ά. Καρποί της δημιουργικής συνάντησης
του Σταύρου Ξαρχάκου με τον Ν. Γκάτσο είναι κύκλοι, όπως το «Ενα
μεσημέρι»(1966) – περιλαμβάνονται τα τραγούδια «Ασπρη μέρα», «Η νύχτα», «Μάτια
βουρκωμένα», «Στου Οθωνα τα χρόνια» – η «Συλλογή» με μοναδικό ερμηνευτή τον
Νίκο Ξυλούρη (μεταξύ άλλων τα τραγούδια «Παλικάρι στα Σφακιά», «Η κόρη του
πασά», «Γεια και χαρά σου Βενετιά»), τα «Κατά Μάρκον», το «Ρεμπέτικο» (1983),
όπου περιλαμβάνονται τα τραγούδια που ο Νίκος Γκάτσος έγραψε για την
ομώνυμη ταινία του Κώστα Φέρρη και τα οποία αποτέλεσαν ορόσημο στην έντεχνη
ελληνική μουσική, καθώς πέτυχαν τη σύζευξη του λαϊκού τραγουδιού με τις ρεμπέτικες
καταβολές του. Το 1975 κυκλοφορούν οι «Δροσουλίτες», καρπός της συνεργασίας του
Ν. Γκάτσου με τον Χριστόδουλο Χάλαρη. Ο Ν. Γκάτσος ,
οδηγούμενος από τη δημοτικοφανή, γεμάτη ένταση και συναίσθημα μουσική του
συνθέτη, έγραψε σε μια γλώσσα ξεχασμένη στους αιώνες: Εχοντας δανειστεί
γλωσσικά, θεματολογικά και υφολογικά στοιχεία από το έπος του Διγενή και τα
ακριτικά τραγούδια, από μοιρολόγια που ανάγονται στους βυζαντινούς χρόνους, το
δημοτικό τραγούδι και τη λαϊκή μας παράδοση.
Χρυσές σελίδες στα μουσικά πράγματα της χώρας μας έγραψε η
συνεργασία Ν. Γκάτσου – Δήμου Μούτση στη δεκαετία του ’60 με
τραγούδια όπως «Βρέχει ο Θεός», «Πού να βρω ταχυδρόμο», «Απονη καρδιά», «Αύριο
πάλι», ο κύκλος «Ενα χαμόγελο» (1969), «Ελευσίνα» κ.ά. Το 1979 οι δύο
δημιουργοί καταθέτουν το δίσκο «Δρομολόγιο» με ερμηνευτή τον Μητσιά και με
τραγούδια, όπως το «Σαν τον Τσε Γκεβάρα», «Αγιον Ορος», «Μακρινή της αγάπης
ώρα», «1922» («Ανατολή – Ανατολή»), «Ποιος έχει δάκρυα να μου δώσει», «Ελλάδα –
Ελλάδα» – μια καταγραφή της σύγχρονης Ελλάδας μέσα από τα μάτια
του Γκάτσου – αλλά και τους «Ρήτορες»: «Πότε θα βγει να σκούξει
κάποιος; Αυτός ο κόσμος είναι σάπιος»…
Χάρτινο το φεγγαράκι
Η «Αμοργός» ανέτειλε σαν ήλιος και μας ταξίδεψε στις
«γειτονιές του φεγγαριού». Στο Νίκο Γκάτσο δεν άρεσαν οι φωτογραφίες, κατάφερε
όμως ν' απαθανατίσει το πρόσωπό του ο φωτογράφος Σ. Σκοπελίτης, που είδαμε στην
εκπομπή της ΕΤ-1, 12 Μάη 2004. Ο Νίκος Γκάτσος ύμνησε τη φύση, τη ζωή, τον έρωτα.
«Ολύμπιο» όπως ειπώθηκε, αποκαλούσε ο Μάνος Χατζιδάκις το μεγάλο στιχουργό και
ποιητή, αφού η μοναδική του ποιητική συλλογή «Αμοργός», σημάδεψε και τη
μεταγενέστερη ποίηση. Οι άνθρωποι που γνώρισαν το Νίκο Γκάτσο, σκιαγράφησαν τη
ζωή του, τις συνήθειές του, αλλά και το απόλυτο που κράτησε μέχρι την τελευταία
στιγμή της ζωής του.
«Εμπαινες κι έλαμπε το σπίτι», «κι έβλεπα τ' όνειρο να
παίζει στο πελαγίσιο του κορμί», «ο Γιάννης ο φονιάς παιδί μιας Πατρινιάς»,
«σαράντα παλικάρια στην άκρη του γιαλού επαίξανε στα ζάρια τη μικρή Ραλλού»,
«χάρτινο το φεγγαράκι ψεύτικη ακρογιαλιά». Στίχοι γεμάτοι ποίηση, τραγούδια για
τη ζωή, την ομορφιά και τον έρωτα, πλαισίωσαν το αφιέρωμα. Μια μικρή οθόνη που
για ένα δίωρο έπαψε να βουλιάζει σε «ανήλιαγες σπηλιές».
Η Νάνα Μούσχουρη θυμήθηκε τη γνωριμία τους, την πρώτη συνάντηση, που ο Νίκος
Γκάτσος της είπε πως δεν τραγουδά καλά το «Χάρτινο το φεγγαράκι».
Ολοι μιλούσαν για το σεμνό αλλά συγχρόνως γεμάτο περιέργεια Νίκο Γκάτσο. Το
στιχουργό ποιητή τραγουδιών που βρίσκονται στην καρδιά και στα χείλη όλων μας.
Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Ξαρχάκος μεγάλοι συνθέτες με «καρπό» της μουσικής τους,
τους στίχους του Νίκου Γκάτσου. Σκηνές από το «Παρασκήνιο» και ο Σταύρος
Ξαρχάκος να τραγουδά από την ταινία «Ρεμπέτικο», «απόψε μοιάζουμε και οι δύο
σαν βραδινό λεωφορείο».
Έλαμψε η μικρή οθόνη με το «φως του αποσπερίτη», και βλέπαμε «τ' όνειρο να
παίζει», με την ερμηνεία τραγουδιών σε στίχους του Νίκου Γκάτσου από τον Μανώλη
Μητσιά ενώ στο πιάνο τον συνόδευε ο Τάσος Καρακατσάνης.
Δεν ξέρουμε πόσοι την είδαν: Λίγες ώρες αργότερα η ΝΕΤ
παρουσίαζε σε απευθείας μετάδοση από την Κωνσταντινούπολη σε bigshowτους
«ημιτελικούς» της Γιουροβίζιον.
Ο Σάκης βγάζει ρούχα, βάζει ρούχα, κάνει τ' ακροβατικά του και το κοινό
παραληρεί
Κι όσο για τον ποιητή αναρωτιέται: «Πώς να κρατήσω το φως που βασιλεύει»...
«Ο Γιάννης ο φονιάς» δεν σκότωσε ποτέ κανέναν
Το κάθε τραγούδι μόλις γεννηθεί στη διαδρομή του γράφει
κάποια ιστορία. Η ιστορία του μοιάζει σαν την ιστορία και την πορεία των
ανθρώπων. Για άλλους είναι σημαντική, λαμπερή, ευλογημένη και χειροκροτημένη.
Και για άλλους μικρή, χωρίς ιδιαίτερες εκφάνσεις, πολλές φορές ασήμαντη και
αδιάφορη.
Συνήθως όμως πίσω από ένα τραγούδι κρύβεται μία ιστορία που μπορεί να είναι
συγκινητική, συγκλονιστική, με τρομερό ενδιαφέρον και περιέργεια.
Μία τέτοια περίπτωση είναι η ιστορία για το καταπληκτικό τραγούδι του Χατζιδάκι-Γκάτσου
«Ο Γιάννης ο φονιάς», που ερμηνεύει συγκλονιστικά ο Μανώλης Μητσιάς.
Ο Γκάτσος δεν μίλησε ποτέ δημόσια για το ποιος ήταν ο ήρωας
του τραγουδιού αυτού. Δύο όμως είναι οι πιο πιθανές εκδοχές. Με την πρώτη να
υποστηρίζει ότι σε ένα χωριό τηςAιτωλοακαρνανίας το 1950 και λίγο μετά από ένα φρικτό εμφύλιο που
κατάπιε την Ελλάδα και ένα μεγάλο μέρος της ευαισθησίας και της τρυφερότητας
της, ο Γιάννης, ένα παιδί 15 χρονών, σκότωσε τη μάνα του και τον εραστή της.
Η δεύτερη εκδοχή, ίσως και η πιο πιθανή, την οποία διηγείται
ο συγχωρεμένος ο Γιουργομέγγουλης, επιστήθιος φίλος του Λοΐζου, επικαλείται ότι
του είπε ο Γκάτσος ότι ο Γιάννης ο φονιάς δεν σκότωσε ποτέ κανέναν. Ο αδελφός
του Γιάννη, πατέρας τεσσάρων παιδιών σκότωσε για λόγους τιμής έναν συγχωριανό
του και ο Γιάννης, που ήταν αρραβωνιασμένος με το Φροσί, πήρε το φονικό απάνω
του για να μην ορφανέψει η φαμίλια του αδερφού του και να έχουν καλύτερη φροντίδα
οι γονείς του.
Οπωσδήποτε, θα μπορούσε να υποτεθεί ότι δεν ισχύει τίποτα
από τα παραπάνω και απλώς είναι μία μυθοπλασία του Γκάτσου. Ο Γκάτσος στο
τραγούδι «ο Γιάννης ο φονιάς» ουσιαστικά στήνει ένα συγκλονιστικό τρίλεπτο μονόπρακτο, που θα το
ζήλευε ακόμη και ο Μπέκετ. Ένα δωμάτιο με ένα τραπέζι, μερικές καρέκλες, ένας
δίσκος με ένα ποτηράκι μέντα και ένα γλυκό κουταλιού.
Μερικά πρόσωπα βγαλμένα μέσα από ελληνική τραγωδία με κυρίαρχο ήχο για μουσική
επένδυση την απέραντη σιωπή και ένα βουβό κλάμα. Μέσα στο δωμάτιο να αιωρούνται
ερωτήματα, μυστικά, ενοχές, συμβιβασμοί, ανεκπλήρωτοι έρωτες και χαμένα όνειρα.
Και όλα αυτά σε ένα ολιγοσύλλαβο και λαχανιασμένο στίχο, σε μία δραματουργική
σκηνή που μόνο ο Γκάτσος θα μπορούσε να δημιουργήσει, αρματωμένος καθώς ήταν με
θεατρική φόρτιση και παιδεία.
Παράξενη Πρωτομαγιά
μ’ αγκάθια πλέκουν σήμερα
στεφάνια
ήρθ’ ο καιρός του έχε γεια
τι να την κάνεις πια την περηφάνια.
Στα δυο σου μάτια τα χρυσαφιά
σκοτάδι πέφτει και συννεφιά
ποιες μπόρες φέρνεις
και ποιες βροχές
σε κουρασμένες νεκρές ψυχές;
Παράξενη Πρωτομαγιά
ο ήλιος καίει το πέλαγο στη δύση
μα της καρδιάς την πυρκαγιά
πού θα βρεθεί ποτάμι να τη σβήσει.
Η αληθινή ιστορία του πρίγκιπα της ανατολής
Ο «Κεμάλ», θεωρείται και είναι ένα από τα αριστουργήματα που
δημιούργησε η μουσική ιδιοφυΐα του Μάνου Χατζιδάκι και ο εμβληματικός ποιητικός
λόγος του Νίκου Γκάτσου.
Ο «θεϊκός Μάνος» και ο ποιητής της μιας και μοναδικής ποιητικής συλλογής
(«Αμοργός», 1943), Γκάτσος, που εξέδωσε μέσα στα μαύρα χρόνια της κατοχής (και
ήταν αρκετή να τον καταστήσει «μείζονα ποιητή»), συνέθεσαν αξεπέραστους
θησαυρούς ως «διαχρονικοί συνεργάτες».
Δημιούργησαν μια σειρά από κύκλους τραγουδιών, που ο ορισμός τραγούδι είναι
πολύ μικρός να αποδώσει το μεγαλείο τους. Όπως και η αναφορά περί «στίχων» του
Γκάτσου είναι υποδεέστερη του μαγικού λόγου, του γεννημένου στην Ασέα Αρκαδίας
ποιητή, δεδομένου ότι κάθε στίχος του αποτελεί υψηλή και βαθυστόχαστη ποίηση.
Ο «Κεμάλ» (Ο Μύθος του Σεβάχ), αποτελεί μια τέτοια κορυφαία στιγμή των δύο
ανεπανάληπτων και αξεπέραστων δημιουργών. Είναι ένας διαχρονικός ύμνος, που όλα
τα τελευταία χρόνια φαντάζει καθημερινά επίκαιρος, όταν βλέπουμε και ακούμε για
τα δράματα των ανθρώπων της Ανατολής.
Πράγματι, ο «Κεμάλ» υπήρξε προφητικός για όλα όσα θα
συνέβαιναν πολλές δεκαετίες μετά τη δημιουργία του, με τα καραβάνια των
προσφύγων να αναζητούν μια καλύτερη ζωή μακριά από τους τόπους που γεννήθηκαν.
Χιλιάδες ηλικιωμένοι και «νεαροί πρίγκιπες της Ανατολής, απόγονοι του Σεβάχ του
θαλασσινού, που νόμισαν ότι μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο», κρεμιούνται σαν
τσαμπιά από σταφύλια σε πλοία ή συνωστίζονται σε βάρκες αθλίων δουλεμπόρων.
«Αλλά πικρές οι βουλές του Αλλάχ και σκοτεινές οι ψυχές των ανθρώπων»…
Συγχρόνως το σπουδαίο αυτό «άσμα ασμάτων», με τη σατανική διαχρονικότητα, είναι
και ένα μανιφέστο της ανθρώπινης μοίρας, ένας «καταγγελτικός» λίβελλος για τους
ισχυρούς της γης, τους «χαλίφηδες» όλου του κόσμου, που παίζουν στα ζάρια τις
ανθρώπινες ζωές.
Ο «Κεμάλ» περιγράφει μοναδικά την ατελέσφορη, την αδυσώπητη
μοίρα πολλών ανθρώπων που θέλησαν να αλλάξουν τον κόσμο και αντίκρισαν
«ικριώματα». Περιγράφει τη μοναξιά, την «αφοβιά», τη θυσία, καθώς το τέλος του
«άμυαλου Σεβάχ» είναι η κρεμάλα, αφού «πέφτουν πάνω του τα στίφη σαν ακράτητα
σκυλιά και τον πάνε στο χαλίφη να του βάλει την θηλιά».
Ταυτόχρονα, ο «Κεμάλ», είναι και ένα πολιτικό μανιφέστο. Η αναφορά στη
«Μοσσούλη, στη Βασσόρα» υπαινίσσεται τους πολέμους στην πολύπαθη περιοχή, λόγω
των πετρελαίων. Τους πολέμους που δεν σίγασαν ποτέ και μαίνονται με ακόμη
μεγαλύτερη σφοδρότητα σήμερα, οδηγώντας σε μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών.
Δημιουργώντας πλήρη πολιτική αστάθεια, σε τόπους όπου ρέει άφθονος ο «μαύρος
χρυσός». Καταστρέφοντας πολιτισμούς και ζωές. Χωρίς να είναι ορατό στο προσεχές
μέλλον, τουλάχιστον, το τέλος αυτού του μαρτυρίου και αυτής της ιδιότυπης
γενοκτονίας, πέριξ του «Τίγρη και του Ευφράτη».
Το σπουδαίο τραγούδι των Χατζιδάκι-Γκάτσου, όμως, παρόλο που
καταλήγει με τη απαισιόδοξη φράση «καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δε θα
αλλάξει ποτέ», αφήνει λίγο πριν και κάποια ψήγματα αισιοδοξίας επισημαίνοντας:
«νικημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι καιροί, με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος
προχωρεί». Άλλωστε, καμιά επανάσταση δεν είναι αναίμακτη και ποτέ το αίμα σε
πίστη και ιδέες, δεν πάει ολότελα χαμένο.
Πέρα όμως από τις αλληγορίες και τις κάθε είδους άλλες
προσεγγίσεις του τόσο ιδιαίτερου και ευαίσθητου αυτού τραγουδιού, υπάρχει και η
αληθινή του προσέγγιση. Διότι, κάθε μεγάλο έργο στην Τέχνη έχει συχνά και
βιωματικά στοιχεία. Αξίζει ως εκ τούτου να παρακολουθήσουμε συνοπτικά την
πραγματική ιστορία του «Κεμάλ», όπως την αφηγήθηκε ο Μάνος Χατζιδάκις.
Ποιος ήταν, λοιπόν, «ο πρίγκιπας της Ανατολής που νόμισε ότι θα αλλάξει τον
κόσμο»; Ποιος ήταν αυτός ο νέος που ενέπνευσε αρχικά τον μεγάλο Έλληνα συνθέτη
να γράψει ένα από τα πιο αγαπημένα του τραγούδια, κατά την παραμονή του στην
Αμερική, στα τέλη της δεκαετίας του ’60; Ποιος ήταν τελικά ο Κεμάλ που
αναφέρεται στο θαυμάσιο αυτό τραγούδι;
Την απάντηση τη δίνει ο ίδιος ο Μάνος Χατζιδάκις σε αφήγησή
του: «Στη Νέα Υόρκη το χειμώνα του ΄68, συνάντησα ένα νέο παιδί είκοσι χρονών
που το λέγανε Κεμάλ. Μου τον γνωρίσανε. Τι μεγάλο και φορτισμένο από μνήμες
όνομα για ένα τόσο όμορφο και νεαρό αγόρι, σκέφθηκα. Είχε φύγει απ’ τον τόπο
του με πρόσχημα κάποιες πολιτικές του αντιθέσεις. Στην πραγματικότητα,
φαντάζομαι, ήθελε να χαθεί μέσ’ στην Αμερική. Του το είπα. Χαμογέλασε. -Δέχεστε
να σας ξεναγήσω; Αρνήθηκε ευγενικά. Προτιμούσε μόνος. Κι έτσι σαν γύρισα στο
σπίτι μου τον έκανα τραγούδι, μουσική. Ο Γκάτσος εκ των υστέρων, γράφοντας τους
στίχους στα ελληνικά, τον έκανε Άραβα πρίγκιπα να προστατεύει τους αδυνάτους.
Κάτι σαν μια ταινία του Έρολ Φλιν του ΄35. Η Πελοπόννησος (σσ. καταγωγή του
Γκάτσου), από τη φύση της αδυνατεί να κατανοήσει την αμαρτωλή ιδιότητα των
μουσουλμάνων Τούρκων, που μοιάζουν σαν ηλεκτρισμένα σύννεφα πάνω απ’ τον Έβρο,
ή σαν χαμένα και περήφανα σκυλιά. Το μόνο που αφήσαμε ανέπαφο στα ελληνικά
είναι εκείνο το «Καληνύχτα Κεμάλ». Είτε πρίγκιπας άραψ είτε μωαμεθανός νεαρός
της Νέας Υόρκης, του οφείλουμε μια «καληνύχτα» τέλος πάντων, για να μπορέσουμε
να κοιμηθούμε ήσυχα τη νύχτα. Χωρίς τύψεις, χωρίς άχρηστους πόθους κι
επιθυμίες. Κατά πως πρέπει σ΄ Έλληνες, απέναντι σ΄ ένα νεαρό μωαμεθανό- όπως θα
έλεγεν κι ο φίλος μας ο ποιητής ο Καβάφης.»... Μ.Χ.
Αυτή είναι η αληθινή ιστορία του Κεμάλ διά στόματος Μ.Χ. (Μάνου Χατζιδάκι). Μια
ιστορία που η Μεγάλη Τέχνη -έτσι όπως μόνον αυτή ξέρει- με «πρώτη ύλη» έναν
όμορφο 20χρονο μετανάστη στη Νέα Υόρκη που γνωρίζει ξαφνικά ο δημιουργός,
ξεφεύγει και γίνεται ύμνος ευαισθησίας, παγκόσμιος πόνος, αδυσώπητη μοίρα.
Ως κατακλείδα παρατίθεται το μεγάλο αυτό δημιούργημα με την
προτροπή αντί άλλου επιλόγου, να το σιγοψιθυρίσουμε ακόμη μια φορά για να
ανακαλύψουμε πάλι κάτι καινούργιο, που δεν είχαμε προσέξει επαρκώς στην πρώτη
ακρόαση-ανάγνωση. Και με την ελπίδα ότι αυτός ο κόσμος θα γίνει κάποτε
καλύτερος.
(Του Μιχάλη Κωνσταντή)
Μάνου Χατζιδάκι - Νίκου Γκάτσου
Ακούστε την ιστορία του Κεμάλ
ενός νεαρού πρίγκιπα, της Ανατολής
απόγονου του Σεβάχ του θαλασσινού,
που νόμισε ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο.
Αλλά πικρές οι βουλές του Αλλάχ
και σκοτεινές οι ψυχές των ανθρώπων.
Στης Ανατολής τα μέρη μια φορά και ένα καιρό
ήταν άδειο το κεμέρι, μουχλιασμένο το νερό
στη Μοσσούλη, τη Βασσόρα, στην παλιά τη χουρμαδιά
πικραμένα κλαίνε τώρα της ερήμου τα παιδιά.
Κι ένας νέος από σόι και γενιά βασιλική
αγροικάει το μοιρολόι και τραβάει κατά εκεί.
Τον κοιτάν οι Βεδουίνοι με ματιά
λυπητερή
κι όρκο στον Αλλάχ τους δίνει, πως θ’ αλλάξουν οι καιροί.
Σαν ακούσαν οι αρχόντοι του παιδιού την αφοβιά
ξεκινάν με λύκου δόντι και με λιονταριού προβιά
απ’ τον Τίγρη στον Ευφράτη, απ’ τη γη στον ουρανό
κυνηγάν τον αποστάτη να τον πιάσουν ζωντανό.
Πέφτουν πάνω του τα στίφη, σαν
ακράτητα σκυλιά
και τον πάνε στο χαλίφη να του βάλει την θηλιά.
Μαύρο μέλι μαύρο γάλα ήπιε εκείνο το πρωί
πριν αφήσει στην κρεμάλα τη στερνή του την πνοή.
Με δύο γέρικες καμήλες μ’ ένα κόκκινο φαρί
στου παράδεισου τις πύλες ο προφήτης καρτερεί.
Πάνε τώρα χέρι χέρι κι είναι γύρω συννεφιά
μα της Δαμασκού τ’ αστέρι τους κρατούσε συντροφιά.
Σ’ ένα μήνα σ’ ένα χρόνο βλέπουν μπρος τους τον Αλλάχ
που από τον ψηλό του θρόνο λέει στον άμυαλο Σεβάχ:
«νικημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι καιροί,
με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί»
Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ.
Καληνύχτα...
Η πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού σε αγγλικό στίχο
περιλαμβάνεται στον δίσκο «Reflections», έπειτα από τη συνεργασία του Μάνου
Χατζιδάκι με το συγκρότημα New York Rock & Roll Ensemble.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, ο Χατζιδάκις, αποφασίζει το 1993 να εκδώσει το δίσκο
στα ελληνικά και συνεργάζεται με το Νίκο Γκάτσο, ο οποίος γράφει τους στίχους
για τα τραγούδια του δίσκου. Το τραγούδι στα ελληνικά ερμηνεύει η Αλίκη
Καγιαλόγλου και ο ίδιος ο Μάνος Χατζιδάκις κάνει τον αφηγητή στην αρχή. Στη
συνέχεια το τραγούδι ερμήνευσε πλειάδα καλλιτεχνών, όπως η Μαρία Φαραντούρη, ο
Βασίλης Λέκκας, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, η Σαβίνα Γιαννάτου και άλλοι.