26 Φεβρουαρίου 2023

Η Φάλαινα — The Whale: Ώδινεν όρος και έτεκεν… ⁉️

 


Μιλάμε φυσικά για την πολυβραβευμένη ταινία “η Φάλαινα” του Darren Aronofsky, σενάριο (βασισμένη στο βιβλίο) του Samuel D. Hunter με πρωταγωνιστές τους εξής οκτώ _Brendan Fraser (Charlie), Sadie Sink (Ellie),Ty Simpkins (Thomas) Hong Chau (Liz), Samantha Morton (Mary), Sathya Sridharan (Dan –ο πιτσαδόρος, εμφανίζεται για δευτερόλεπτα) Jacey Sink (η Ellie μωρό) & Wilhelm Schalaudek (Liam) υποψήφια για 3 Oscars με 36 διεθνείς διακρίσεις και –μέχρι στιγμής 118 –διαφόρων ειδών υποψηφιότητες βράβευσης σε BAFTA κλπ 1η στα AARP Movies for Grownups Awards 2023 + CinEuphoria Awards (καλύτερου ηθοποιού ‑Brendan Fraser) κλπ. κλπ.
Την, έτσι κι αλλιώς αξιόλογη ταινία, που δίχασε τους κριτικούς είδαμε τις προάλλες, επομένως έχουμε ιδία άποψη (με όση αξία μπορεί να έχει) ⬇️ 2,5 | 5

Το θέμα σε τίτλους: ένας ερημίτης καθηγητής Αγγλικών που πάσχει από σοβαρή παχυσαρκία, προσπαθεί να συνδεθεί ξανά με την αποξενωμένη κόρη του, σε μια τελευταία απόπειρα να εξιλεωθεί.
Δείτε το video με τον Brendan Fraser να “καταρρίπτει” την καριέρα του από το “School Ties” στο “The Whale” και επίσης μια συνέντευξη με το καστ

(ΑΠΕ_ΜΠΕ ‑5_Ιαν_2023)
Τι να πρωτοπεί κανείς για τη νέα ταινία του Αρονόφσκι, ιδιαίτερα χωρίς να θίξει πλευρές της ταινίας που παρουσιάζονται, τόσο κατά τη διάρκειά της, όσο και στο τέλος. Βασίζεται στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Σάμιουελ Χάντερ και διασκευάστηκε σε κινηματογραφικό σενάριο από τον ίδιο. Ο «Μόμπι Ντικ», η «Φάλαινα», του Χέρμαν Μέλβιλ, είναι το πρόσχημα. Είναι η αφορμή ώστε να λυθεί με το μαχαίρι ένας κόμπος αδιάλυτος, η αφορμή ώστε να έρθουν κοντά δύο κόσμοι ερημωμένοι. Ενας πατέρας με την κόρη του. Ο Αρονόφσκι επιλέγει τη θρησκεία, για άλλη μια φορά, ως κεντρικό θέμα σε ταινία του, ώστε να την αποδομήσει και να δείξει το πραγματικά ιερό, τη θεϊκή διάσταση του Ανθρώπου. Υψώνει έναν Γολγοθά και δείχνει έναν άνθρωπο που περιμένει καρτερικά τη σταύρωση, ώστε να «άρει τις αμαρτίες» του, να λυτρωθεί και να λυτρώσει.

Τι σπουδαιότερο να δείξει κανείς για τις διαλυμένες ανθρώπινες σχέσεις από τη μεταμέλεια, τη συγχώρεση και την αγάπη. Η «Φάλαινα» είναι ακραία συμβολική, ακραία προσωπική, ακραία κοινωνική, ακραία ανθρώπινη. Ενώ είναι μια ιδιαίτερα απλή ιστορία, γυρισμένη σε ένα δωμάτιο στην ουσία, θίγει τόσες πτυχές της ύπαρξης, αγγίζει τόσο βαθιά συναισθήματα που αναγκάζει τον θεατή να ανοίξει τις κεραίες του και να γίνει κοινωνός του «θαύματος». Ο Μπρένταν Φρέιζερ δεν είναι αυτός που ξέρουμε, δίνει μια ερμηνεία συγκλονιστική, μια ερμηνεία ζωής. Ο σκηνοθέτης αφιέρωσε την «Φάλαινα» στους γονείς του. Το 2023 ανοίγει με μια υπέροχη ταινία που στοχεύει απευθείας στην καρδιά.

Brendan Fraser,
Darren Aronofsky, Hong Chau,
Sadie Sink & Samuel D. Hunter

σε
ένα event τηςφάλαινας

Δράμα δωματίου με θεατρική πηγή έμπνευσης, η οποία καταδυναστεύει πλοκή, χαρακτήρες και διαλόγους. Συγκινητική η ερμηνευτική επιστροφή του Μπρένταν Φρέιζερ, εκνευριστικά απλοϊκές οι (θρησκευτικές) αλληγορίες του Αρονόφσκι.

Μετά τον την παροξυσμική “μητέρα!” (2017), μια απίστευτα ανοικονόμητη και κραυγαλέα παραβολή επί… παντός επιστητού, ο Ντάρεν Αρονόφσκι επιστρέφει στην απλή καθημερινότητα. Η “Φάλαινα” χαιρετίστηκε σαν η επάνοδος του βιρτουόζου σκηνοθέτη στο σκληρό ρεαλισμό του “Παλαιστή” (μακράν την καλύτερη ταινία του μαζί με το “π”), ο οποίος είχε κι εκείνος αναστήσει την ερμηνευτική καριέρα ενός ξοφλημένου σταρ — εδώ ο Μπρένταν Φρέιζερ, εκεί ο Μίκι Ρουρκ. Μόνο που μια σειρά από κρίσιμες διαφορές χωρίζει σαν άβυσσος αυτά τα δυο φιλμ.

Η “Φάλαινα” στηρίζεται στο ομώνυμο θεατρικό του Σάμουελ Χάντερ, ο οποίος το διασκευάζει κινηματογραφικά υπογράφοντας το πρώτο του σενάριο. Ηθελημένα, κρατάει τη δράση ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού του πρωταγωνιστή και ο Αρονόφσκι επιλέγει ένα σχεδόν τετράγωνο κάδρο (1.33:1) για να επιτείνει την κλειστοφοβική διάθεση που κυριαρχεί στη ζωή του Τσάρλι. Ενός υπέρβαρου και απομονωμένου καθηγητή λογοτεχνίας, ο οποίος διδάσκει δημιουργική γραφή διαδικτυακά. Τα 250 και πλέον κιλά του τον δυσκολεύουν να κινηθεί, αλλά και να αναπνεύσει, έχοντάς του δημιουργήσει εντονότατα καρδιολογικά προβλήματα. Η μόνη του παρέα είναι Λιζ, αδελφή του πρώην εραστή του, ο οποίος έχει πεθάνει πριν μερικά χρόνια. Αυτή η σχέση, η οποία προκάλεσε σκάνδαλο, τον έχει απομακρύνει από την οικογένειά του, κάτι που του στοιχίζει ιδιαίτερα. Νιώθοντας λοιπόν πως δεν έχει πολλή ζωή μπροστά του, μιας και αρνείται πεισματικά να νοσηλευτεί, προσπαθεί να τα ξαναβρεί με την έφηβη μοναχοκόρη του.

Πολύ γρήγορα Χάντερ και Αρονόφσκι μας παραλληλίζουν τον Τσάρλι με τον Μόμπι Ντικ, τη μεγάλη λευκή φάλαινα του ομώνυμου, εμβληματικού μυθιστορήματος του Χέρμαν Μέλβιλ. Μια καταστροφική (για τον άνθρωπο) δύναμη της φύσης, η οποία υπακούει απλά στον ένστικτό της^ όπως κι ο Τσάρλι, ο παθιασμένος έρωτας του οποίου “κατέστρεψε” την οικογένειά του, αλλά και τη δική του κοινωνική ζωή. Για να μας τα κάνει όλα αυτά ακόμα πιο κατανοητά, η ταινία θέλει τον Τσάρλι να είναι ο πιο καλοσυνάτος, γλυκός και τρυφερός άνθρωπος του κόσμου, ζητώντας από τον καθένα γύρω του χίλιες φορές συγγνώμη κι αναφωνώντας διαρκώς “you are amazing!”. Το ίδιο λιανά μας κάνει και την αντιπαράθεση λογικής (η Λιζ) – πίστης (ο ιεραπόστολος της εκκλησίας της Νέας Ζωής Τόμας) γύρω από τη σωτηρία του Τσάρλι, προσθέτοντας σε έναν καταιγισμό μελοδραματικά επεξηγηματικών διαλόγων σχόλια για την αμερικανική πολιτική (οι προκριματικές εκλογές του ρεπουμπλικανικού κόμματος στην τηλεόραση), το χάσμα των γενεών και τον επαρχιωτικό συντηρητισμό. Στο τέλος ο καθένας κερδίζει μια σακχαρωμένη άφεση αμαρτιών, με μια ακόμα θρησκευτική αλληγορία του Αρονόφσκι (η αμαρτία, η πτώση, ο Γολγοθάς, η ανάσταση) να ολοκληρώνεται λουσμένη στο ουράνιο φως!

Πιστός στους κώδικες του, αλλά αποφεύγοντας τεχνηέντως τις παγίδες που επιφέρει το πάθος (του), ο Ντάρεν Αρονόφσκι είναι πιο ψύχραιμος από ποτέ, σε μια ταινία προορισμένη να στείλει τον Μπρένταν Φρέιζερ στα Οσκαρ.
Εκ πρώτης όψεως, η «Φάλαινα» μοιράζεται πολλά κοινά στοιχεία με τις προηγούμενες ταινίες του Ντάρεν Αρονόφσκι. Καταρχάς, εκτυλίσσεται ολοκληρωτικά ανάμεσα στους τοίχους μιας μοναδικής τοποθεσίας όπως το «μητέρα!». Επιπλέον, φέρει έναν πρωταγωνιστή που επανασυστήνεται στο κοινό, μέσα από μία εντυπωσιακή σωματική μεταμόρφωση όπως στον «Παλαιστή».
Επίσης, αγγίζει την σχέση απόλαυσης-καταστροφής ανάμεσα στο φαγητό και το ανθρώπινο σώμα, όπως συνέβη και στο «Ρέκβιεμ για ένα Oνειρο» (ακόμα και αν εκεί η εμμονή του χαρακτήρα της Eλεν Μπέρστιν ήταν η απώλεια βάρους). Και σαν να μην ήταν αρκετά τα προηγούμενα, διακατέχεται από έναν υπερβατικό, διαρκή προσωπικό σκοπό που στοιχειώνει τον ήρωα της ταινίας, όπως και στην «Πηγή της Ζωής».


Παραδόξως όμως, αυτά που δεν μοιράζεται η νέα ταινία του Αρονόφσκι με τα προηγούμενα φιλμ της καριέρας του είναι και αυτά που κάνουν την μεγαλύτερη διαφορά: αυτή τη φορά απουσιάζουν η σαρωτική υπερβολή, η καταστροφική υστερική εξωστρέφεια ή, ακόμα και, η διδακτική πρόθεση της αφήγησης. Η «Φάλαινα» είναι όσο πιο ψύχραιμη, όσο πιο ενδοσκοπική και όσο πιο αναπολογητική μπορεί να είναι μια ταινία του Αρονόφσκι, χωρίς φυσικά να προδίδει ποτέ την ταυτότητα του δημιουργού. Και αυτό είναι και χωρίς αμφιβολία η μεγαλύτερη νίκη της.

Ο Τσάρλι του Μπρένταν Φρέιζερ (σε έναν ρόλο που απαίτησε και σωματική μεταμόρφωση αλλά και δεκάδες κιλά επιπλέον προσθετικών) δουλεύει ως καθηγητής online μαθημάτων συγγραφής από το σπίτι. Δεν ανοίγει ποτέ την κάμερα όταν παραδίδει το μάθημά του, αρνούμενος να δείξει στην τάξη του τον αληθινό του εαυτό: ο Τσάρλι είναι ακραία παχύσαρκος, αποκομμένος από την ζωή και γεμάτος τύψεις και βαριές αναμνήσεις από μία ζωή που πολύ πιθανόν να φτάνει στο τέλος της.

Κατά την διάρκεια πέντε ημερών, στο σπίτι που αποτελεί τα τελευταία χρόνια και ολόκληρο τον κόσμο του, ο Τσάρλι θα δεχτεί τις επισκέψεις της μοναδικής φίλης του με την οποία τον συνδέει μια κοινή τραγωδία (Χονγκ Τσάου), της απόμακρης κόρης του με την οποία ίσως πλέον κάθε δεσμός έχει καταστραφεί (Σέιντι Σινκ), ενός νεαρού ιεροκήρυκα που μοιάζει να είναι εξίσου χαμένος με εκείνον και, φυσικά, της πρώην γυναίκας του που, αν και χρόνια μετά τον χωρισμό τους, δείχνει να διατηρεί την δική της μοναδική θεώρηση των πραγμάτων (Σαμάνθα Μόρτον).

Βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Σάμιουελ Ντ. Χάντερ και διασκευασμένο σε κινηματογραφικό σενάριο από τον ίδιο τον συγγραφέα, το «The Whale» δεν προσπαθεί να κρύψει τις θεατρικές καταβολές ούτε να «κλέψει» με κόλπα ανάσες εξωτερικού αέρα. Ολόκληρη η ταινία διαδραματίζεται στο σαλόνι του Τσάρλι, κλειστοφοβικά και χωρίς περιθώριο διαφυγής (κάτι που ενισχύει και το περιοριστικό φορμάτ του 4:3), με μοναδικές φευγαλέες στιγμές στον εξωτερικό κόσμο μόνο όταν ανοίγει η πόρτα για να αναγγείλει, όπως και στο θεατρικό σανίδι, την είσοδο ή την έξοδο κάποιου ηθοποιού.

Τα κεφάλαια στα οποία χωρίζεται η αφήγηση ενισχύουν την θεατρική υφή (σχεδόν νιώθει κανείς τα φώτα να κλείνουν ή την αυλαία να κατεβαίνει), όπως κάνει και ολόκληρος ο αφηγηματικός άξονας που επιστρέφει τακτικά σε ανολοκλήρωτες συζητήσεις, εκκρεμείς συγκρούσεις και εμμονικές αναζητήσεις, σαν μια σπείρα που περιτριγυρίζει τον Τσάρλι προσπαθώντας να αποκαλύψει σταδιακά όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του εαυτού του, άλλοτε ανακουφιστικά απομακρυνόμενη από το την πηγή του δράματος και άλλοτε επίπονα κοντά στο επίκεντρο.

Μόνο που αυτή η προσέγγιση δεν κάνει ποτέ την ταινία να χάνει την κινηματογραφική της διάσταση. Το «The Whale» μοιάζει να είναι εγκλωβισμένο σε ένα μόνο σημείο όμως, ακριβώς όπως και ο πρωταγωνιστής του, είναι γεμάτο από αναμνήσεις αποδράσεων και μία υπερβατική διάθεση που ξεπερνά τον χώρο, έχοντας ένα σενάριο που παραμένει μέχρι και το τέλος σφιχτοδεμένο, ένταση που χτίζεται και εκτονώνεται με εντυπωσιακό μέτρο και θαυμαστό timing λέξεων και συζητήσεων που αποδεικνύεται πολύτιμο. Για μία αφήγηση που βασίζεται στις λεκτικές και εσωτερικές συγκρούσεις, το «The Whale» – πολύ απρόσμενα , ειδικά για ταινία του Αρονόφσκι – δεν καταλήγει ποτέ να είναι υστερικό, φωνακλάδικο και υπερφίαλο.

Σε αυτό βοηθά σίγουρα η ερμηνεία ζωής του Μπρένταν Φρέιζερ, που δεν περιορίζεται στον εντυπωσιασμό της φυσικής παρουσίας του αλλά εμπλουτίζεται με τις εκφραστικές λεπτομέρειες, τον χρωματισμό της φωνής και μια μόνιμη αισιοδοξία που εμποδίζει την αφήγηση να παραδοθεί στην χυδαία μιζέρια και θλίψη. Πίσω από κάθε δραματικό επεισόδιο της ιστορίας, κρύβεται ένα φως αισιοδοξίας που αποδεικνύεται αναζωογονητικό τόσο για την ταινία αλλά και για το ίδιο τον Αρονόφσκι, ο οποίος δείχνει να βρίσκει την απόλυτη ισορροπία ανάμεσα στην εκ φύσεως πληθωρική του περσόνα και έναν αυστηρά δομημένο θεατρικό κόσμο, ο οποίος με θαυμαστή ακρίβεια οδηγείται σε ένα φινάλε όχι μακριά από την αποθεωτική εικονογραφία του δημιουργού αλλά, παράλληλα, εντυπωσιακά ακριβές και καίριο.

Το υπόλοιπο καστ, από την – έτοιμη να κλέψει κάθε σκηνή που εμφανίζεται – Σαμάνθα Μόρτον μέχρι την – ατίθαση αλλά με εκλάμψεις ευαισθησίας – Σέιντι Σινκ (την Μαξ του «Stranger Things» στον πρώτο της ουσιαστικά μεγάλο κινηματογραφικό ρόλο) είναι επιπλέον εφόδια μιας ταινίας που παρουσιάζει αυτή την φορά έναν πιο ώριμο δημιουργό, πιστό ακόμα στους κινηματογραφικούς του κώδικες αλλά και ικανό επιτέλους να αποφεύγει τις παγίδες που επιφέρει το πάθος του.

Ο ήρωάς του προσπαθεί να φτάσει στον θάνατο με τον τρόπο που επέλεξε εκείνος, με τον δικό του δαίμονα που δεν είναι ούτε το ποτό, ούτε το τσιγάρο, ούτε τα χάπια. Είναι το φαγητό, το κτηνώδες φαγητό, τα υπερθερμιδικά γεύματα, αυτά που και ντούκι να είσαι από υγεία, μπορούν να σε πεθάνουν.  Απλώς το περί υγείας επιχείρημα το λούζονται οι χοντροί, γιατί πολύ απλά έτσι μας δίδαξε η κοινωνία των -αρσενικών_θηλυκών "αρίστων" και των "ωραίων".

Ασήμαντα παραλειπόμενα…

·       Ο πρωταγωνιστής Brendan Fraser λέει: Ως νέος, προσευχόμουν για επιτυχία. Τώρα προσεύχομαι μόνο για να το αξίζω.

·       Λόγω του μεγάλου βάρους του χαρακτήρα της “φάλαινας” ο Brendan Fraser χρησιμοποιούσε μια βαριά προσθετική στολή για τον ρόλο που φορούσε για ώρες. Είπε στα ΜΜΕ του Φεστιβάλ Βενετίας …“Ανάπτυξα μυς που δεν ήξερα ότι είχα. Ένιωσα ακόμη και μια αίσθηση ιλίγγου στο τέλος της ημέρας όταν μου την έβγαζαν _ήταν σαν να κατέβαινες από την αποβάθρα σε μια βάρκα στη Βενετία. Αυτή η κυματιστή αίσθηση με έκανε να καταλάβω εκείνους των οποίων το σώμα είναι παρόμοιο. Πρέπει να είσαι ένα απίστευτα δυνατό άτομο, ψυχικά και σωματικά, για να κατοικήσεις σε αυτό το φυσικό ον”

·       Μετά την πρώτη του προβολή στη Βενετία, χειροκροτήθηκε με τους θεατές όρθιους για έξι λεπτά στιγιότυπο, που καταγράφηκε από την κάμερα, με τον Fraser να κλαίει.

Στο Φεστιβάλ Βενετίας 2022 πάντα, ο Ντάρεν Αρονόφσκι είπε ότι του πήρε δέκα χρόνια για να στήσει αυτή την ταινία. Το κάστινγκ του βασικού ρόλου του Τσάρλι ήταν τεράστια πρόκληση μέχρι που είδε ένα τρέιλερ από την βραζιλιάνικη ταινία Ταξίδι στο Τέλος της Νύχτας (2006 _η ιστορία πατέρα και γιου, που σχεδιάζουν χωριστά να ξεφύγουν από τον άθλιο υπόκοσμο της σεξουαλικής βιομηχανίας της Βραζιλίας) με πρωταγωνιστή τον Μπρένταν Φρέιζερ, του έκανε «κλικ» και αργότερα τον Φρέιζερ ως πρωταγωνιστή.

·       Σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, ο Τσάρλι παραγγέλνει φαγητό από το «Gambino’s», ένα ιταλικό εστιατόριο στη “Μόσχα” του Αϊντάχο, όπου διαδραματίζεται η ταινία. Ο σεναριογράφος Samuel D. Hunter μεγάλωσε εκείΗ πρώτη σκηνοθετική δουλειά μεγάλου μήκους του Ντάρεν Αρονόφσκι μετά από πέντε χρόνια, από τα Μητέρα! (2017).

·       Η πρώτη ταινία του Ντάρεν Αρονόφσκι που διανέμεται από το κινηματογραφικό στούντιο Α24.

·       Ο Τσάρλι βασίζεται χαλαρά (ομώνυμο θεατρικό έργο) στον συγγραφέα της ταινίας και του θεατρικού Σάμιουελ Ντ. Χάντερ, ο οποίος είναι ανοιχτά ομοφυλόφιλος, δίδαξε γραφή στο Πανεπιστήμιο Ράτγκερς και πολέμησε τη διαταραχή υπερφαγίας_κορεσμόυ.

·       Είναι η πρώτη ψηφιακά γυρισμένη ταινία του.

·       Το διαδικτυακό στοιχείο διδασκαλίας κατέληξε να είναι επίκαιρο στο πλαίσιο της πανδημίας Covid-19, αλλά η ταινία διαδραματίζεται το 2016, πριν από την πανδημία. Κανένας από τους ηθοποιούς –άντρες και γυναίκες που έπαιξαν τους διαδικτυακούς μαθητές του Τσάρλι δεν έγιναν γνωστοί.

Στο αρχική ιδέα, οι ιεροκήρυκες της Νέας Ζωής είναι στην πραγματικότητα Μορμόνοι.

Οι ειδήσεις που παρακολουθεί ο Τσάρλι στην τηλεόραση περιγράφουν λεπτομερώς τα αποτελέσματα των προκριματικών των Ρεπουμπλικανών για τις προεδρικές εκλογές του 2016, υπονοώντας ότι η ταινία διαδραματίζεται στις αρχές του 2016. Τραμπ, Τεντ Κρουζ και Μάρκο Ρούμπιο αναφέρονται σε αυτά τα δελτία ειδήσεων.

·       Τα πολλαπλάσια των 12 είναι ένα επαναλαμβανόμενο θέμα στην ταινία. Ο Τσάρλι λέει ότι έχει αποταμιεύσει 120.000 $ (12 επί 10.000). Το χρηματικό ποσό που έκλεψε ο Thomas είναι $2.436 (12 επί 203). Τέλος, όταν ο Τσάρλι συνοψίζει τις πεποιθήσεις της εκκλησίας της Νέας Ζωής, λέει ότι 144.000 άνθρωποι υποτίθεται ότι θα σωθούν όταν έρθει η αρπαγή. Αυτός ο αριθμός είναι 12 επί 12.000 και αναφέρεται στο Βιβλίο των Αποκαλύψεων ως αριθμός ανθρώπων που ελήφθησαν με τη συγκέντρωση 12.000 ατόμων από καθεμία από τις 12 φυλές των γιων του Ισραήλ. (Η πρώτη ταινία του Ντάρεν Αρονόφσκι, Πι, περιλάμβανε επίσης συνδέσεις μεταξύ των μαθηματικών και των θρησκευτικών πεποιθήσεων.)

·       Κατά τη διάρκεια των τίτλων τέλους ακούγονται “σφυρίγματα” φαλαινών.

Ο Τομ Φορντ ήταν αρχικά συνδεδεμένος με τη σκηνοθεσία με τον Τζέιμς Κόρντεν να πρωταγωνιστήσει.

Η ανθρώπινη μοίρα του Μόμπι Ντικ!

Υπάρχει άνθρωπος, που να μην έχει διαβάσει τον "Μόμπι Ντικ", υπάρχει αναγνώστης που η ιστορία της υπέροχης φάλαινας δε συγκίνησε, δε συνάρπασε, δεν ενθουσίασε τον αναγνώστη;

Ο Μέλβιλ Χέρμαν γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1819 και θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της αμερικανικής λογοτεχνίας κατά το 19οαι. Η χρεοκοπία και ο πρόωρος θάνατος του πατέρα του υποχρέωσαν τον Μέλβιλ να διακόψει τις γυμνασιακές του σπουδές και να στρέψει την προσοχή του μόνον στο βιοπορισμό. Έκανε διάφορα επαγγέλματα. Ανάμεσα σ' αυτά έκανε και τον καμαρότο σε εμπορικό καράβι με προορισμό το Λίβερπουλ. Το 1841 ως ναυτικός ξεκίνησε σε φαλαινοθηρικό στις νότιες θάλασσες, από το οποίο λιποτάκτησε όταν έφτασαν στις Μαρκήσιους νήσους. Για ένα μεγάλο χρονικά διάστημα έμεινε κοντά στην ανθρωποφάγο φυλή Ταϊπί. Η περιπετειώδης ζωή του συγγραφέα, οι εκπληκτικές εμπειρίες του, του έδωσαν το υλικό για να γράψει χρόνια αργότερα τα έργα που έθρεψαν τη δίψα πολλών αναγνωστών για θαλασσινές περιπέτειες.

Το 1851, ο Μέλβιλ έγραψε τον Μόμπι Ντικ, η φάλαινα. Σ' αυτό το έργο ο συγγραφέας εξιστορεί την καταδίωξη και την τελική τραγική συνάντηση του καπετάνιου Αϊιχάμπ με την τεράστια λευκή φάλαινα, που τον είχε κάποτε ακρωτηριάσει. Και τη σκοτώνει. Για τον συγγραφέα, η φάλαινα αντιπροσωπεύει μια τρομακτική δύναμη του σύμπαντος, μιας κακόβουλης δύναμης που διέπει την ανθρώπινη μοίρα... Το μυθιστόρημα αυτό αντιπροσωπεύει την πλήρη ωριμότητα του συγγραφέα και θεωρείται ακόμη και σήμερα, κυρίως σήμερα, ένα από τα αριστουργήματα της αμερικανικής λογοτεχνίας.

Από τα μεταγενέστερα έργα του Μέλβιλ πιο αξιόλογα είναι τα μυθιστορήματα: "Πιέρ ή τα αμφιλεγόμενα" ένα δύσκολο έργο που στην εποχή του θεωρήθηκε ανήθικο και σοκάρισε τους ελάχιστους αναγνώστες του, που όμως σήμερα θεωρείται σημαντικό και αποκαλυπτικό... Ακόμη, το "Ισραελ Πότερ: τα πενήντα χρόνια της εξορίας του", ένα έργο με θέμα τον εμφύλιο αμερικανικό πόλεμο, αλλά και οι "Ιστορίες της πλατείας" και "ο χαφιές", ένα έργο που σατιρίζει το υλιστικό όραμα, το αμερικανικό όνειρο των Αμερικανών.

Στην τελευταία περίοδο της ζωής του, που σκιάστηκε από πολλές προσωπικές τραγωδίες, (πέθαναν και οι δυο γιοι του) ο Μέλβιλ, ασχολήθηκε και με την ποίηση. Όπως φαίνεται σε όλο το έργο του συγγραφέα κυριαρχεί η επιμονή της αναζήτησης και της ανακάλυψης του λόγου της ανθρώπινης ύπαρξης. Ισως ο "λόγος" αυτός όφειλε να δώσει... λόγο και να εξηγήσει το ακατανόητο της ανθρώπινης μοίρας.
Σημαντικός, όμως, υπήρξε και ο προβληματισμός καθώς και η κριτική του που άσκησε στις υλιστικές τάσεις της καπιταλιστικής αμερικανικής κοινωνίας, η οποία εξουδετέρωνε την ηθική, την αισθητική και τον ίδιο τον άνθρωπο. Πέθανε στα 1891. "Ο Μόμπι Ντικ" σε 10άδες εκδόσεις κυκλοφορεί –συνήθως σε δυο τόμους

 

 

 

Πέθαν΄ ο Κρέος, πέθανε, ψυχομαχάει ο Τύρος | σηκώνει ο Πράσος την ουρά κι ο Κρέμμυδος τα γένια…

Αυτά τα λέγαν τότε, πριν «αμέτρητους» χρόνους όταν το καρναβάλι δεν ήταν «πολιτιστική» βιτρίνα δήμων και μπίζνα διαφημιζόμενων εταιριών, εμπόρων μαζικής παραγωγής τυποποιημένων καρναβαλίστικων κοστουμιών, εταιριών μηχανημάτων ήχου, κλπ.

Τα λέγαν, τότε, που καρναβάλι σήμαινε δημιουργικό, αυθεντικά λαϊκό, γνήσιο ελληνικό γλέντι κι όχι «μαϊμού» που δηλώνεται «εφάμιλλο» του καρναβαλιού του μακρινού Ρίο.
Κι ακόμη τραγουδούσαν:
«Εψόφισ’ ο Λοκάνικος | ψυχομαχάει ο Τύρος | Κι η Βρούβα νη παλιόβρουβα | στέκεται στην καβάλα | να πέσει στην τσουκάλα», τρώγοντας και πίνοντας οι καρναβαλιστές στην Πελοπόννησο

ΠΑΤΡΑ
Έκρηξη χαράς στη νυχτερινή ποδαράτη παρέλαση

Τρία χρόνια χωρίς παρελάσεις ήταν πολλά όπως αποδείχτηκε με καρναβαλική βούλα από 50000 καρναβαλιστές και πλέον που παρέλασαν με πρωτόγνωρο πάθος, παλμό, ενθουσιασμό, νεανική ορμή, ξέφρενο κέφι και αστείρευτη καρναβαλική διάθεση πλημμυρίζοντας τους δρόμους της Πάτρας με ένα αμείωτο και συναρπαστικό ποτάμι χαράς για τη ζωή.

Πελετίδης:
Με το λαό και για το λαό
Έχε το νου σου στο παιδί


Η νυχτερινή παρέλαση του Σαββάτου που πραγματοποιήθηκε με ιδανικές καιρικές συνθήκες και είχε διάρκεια 5 ώρες, εξέπεμψε μήνυμα αισιοδοξίας, εξωστρέφειας και ψυχικής ανάτασης που τα προηγούμενα χρόνια βρίσκονταν σε χειμερία νάρκη αλλά φέτος βρήκαν εκτόνωση και διέξοδο στον δρόμο, τον φυσικό χώρο του Καρναβαλιού.

Πατρα Έκρηξη χαράς στη νυχτερινή ποδαράτη παρέλαση

Τα παραδοσιακά καρναβαλίστικα έθιμά μας έρχονταν από τα βάθη των αιώνων και συνέθεταν έναν Υμνο για την άνοιξη της φύσης και της ζωής. Ο λαός μας μπορούσε να γλεντά τον ερχομό της νιας ζωής ακόμα και στις μεγάλες φτώχειες του, ακόμα και με ξερό ψωμί:
«Αποκριές τις λέγαν| και ξερό ψωμί ετρώγαν», τραγουδούσαν οι αυτοσχέδια μασκαρεμένοι και μη καρναβαλιστές.

Τραγούδι αλληλοπεριπαικτικό έκαναν τη φτώχεια τους:
«Προφωνούσιμη βδομάδα | προφωνέσου νοικοκύρη | κι αν δεν έχει το πουγκί σου | πάρε πούλα το βρακί σου».

Κατά τους βυζαντινούς χρόνους:
Προφωνούμαι σοι πτωχέ,
Το σακκίν σου πώλησον
Και την εορτή σου διαβίβασον

Στα χρόνια της τουρκοκρατίας και αργότερα:
Προφωνούσιμη βδομάδα,
Προφωνέσου, νοικοκύρη,
Κι αν δεν έχει το πουγγί σου,
Πάρε πούλα το βρακί σου.



Ο εορτασμός της Αποκριάς κορυφωνόταν την τελευταία Κυριακή, την Κυριακή «της Τυρινής».
Το πρωί, όλη η οικογένεια, μικροί και μεγάλοι, φορούσαν τα γιορτινά τους και πήγαιναν στην εκκλησία. Το μεσημέρι έστρωναν το τραπέζι και το γλέντι κρατούσε όλη την ημέρα με χορό και τραγούδι.
Ανάμεσα στα τραγούδι που τραγούδαγαν ήταν και «Η πιπεριά» και φυσικά «ο Χαραλάμπης»:

Πως το τρίβουν το πιπέρι του διαόλου οι καλογέροι
Με το γρόθο τρίβουντο σκορδοκοπανίζουντο.
Με το γόνα τρίβουντο σκορδοκοπανίζουντο
Με τη μύτη τρίβουντο σκορδοκοπανίζουντο.
Με την πλάτη τρίβουντο σκορδοκοπανίζουντο.
Με τη φτέρνα τρίβουντο σκορδοκοπανίζουντο.
κλπ.

Κάθε φορά έπεφταν όλοι κάτω και έκαναν πως έτριβαν πάνω στο πάτωμα πότε με το αυτί, πότε με τον αγκώνα, κάποιες φορές, χρησιμοποιούσαν πιο τολμηρές λέξεις και τα μιμητικά στοιχεία, δεν ήσαν και πολύ σεμνά.

Για να σηκωθούν τραγουδούσαν σε γρήγορο ρυθμικό σκοπό:
«Για σηκωθείτε παλληκάρια με σπαθιά και με κοντάρια».

Στα πανάρχαια καρναβαλίστικα έθιμα του τόπου μας και στις πραγματικά εκλεκτικές τους «συγγένειες» με αντίστοιχες παραδόσεις άλλων λαών, και όχι στα κακόγουστα κοσμοπολίτικα των ημερών μας λέμε να ταξιδέψουμε.

Τα αρχαία Ανθεστήρια

Αποκριά και Καρναβάλι. Μια παράδοση, δεμένη με το Φλεβάρη, τελευταίο μήνα του χειμώνα, που διαδόθηκε σ’ όλο τον αρχαίο κόσμο, διαμορφώθηκε με τις παραδόσεις κάθε λαού και τροφοδότησε την τέχνη του θεάτρου με χορούς, τραγούδια, αλληλοπειράγματα, μάσκες και μεταμφιέσεις.

Η Αποκριά, συνώνυμη της λέξης Καρναβάλι (από το λατινικό carne – κρέας και vale – αποχή), συνδεόταν και με τη διαιτολογική σοφία του λαού, που έλεγε την πρώτη Κυριακή της Αποκριάς Ολόκρια, Αρνοβδομάδα, Συγκόκκαλη, Αμολυτή, με Αρτσι – βούρτσι φαγοπότι.
Τη δεύτερη Κυριακή (μετά από μεσοβδόμαδη νηστεία) Κρεατινή, Κριασινή, Κριγιανή. Την τρίτη Τυρινή, (αλλά «Μακαρονού» οι Μυτιληνιοί κι οι Μυκονιάτες). Ο Κοραής περιγράφει την Τυρινή των Γραικορωμαίων ως τυραπόθεση και “αποτυρίαση”, την οποία ο Ιουστινιανός την ήθελε «κρεοφαγήσιμο».


Μετά από δυο βδομάδες «οργιαστικό» φαγοπότι και μασκαρέματα, ο λαός από την Καθαρά Δευτέρα άρχιζε την «καθαρτήρια» για τον ανθρώπινο οργανισμό, σαραντάμερη νηστεία, μέχρι την κρεατοφαγία της Ανάστασης. Αυτά μόνο περί των διατροφικών στοιχείων της Αποκριάς.

Στα άγνωρα βάθη του προϊστορικού κόσμου και του πρωτόγονου ανθρώπου, του δεμένου με τη φύση και τους κύκλους της ζωής, βρίσκεται η απαρχή της παράδοσης αυτής, που ταυτίζεται με το Φλεβάρη. Τον Ανθεστηριώνα, κατά τους αρχαίους Ελληνες, που τον γιόρταζαν με τα τριήμερα Ανθεστήρια, προς τιμήν του Διονύσου – θεού του κρασιού, του θεάτρου, της μεταμφίεσης, της ελευθέριας διακωμώδησης των πάντων. Τα Ανθεστήρια ήταν πομπή, με άνθη, τραγούδια, μουσικούς και σκώμματα (σατιρικοί αστεϊσμοί, από το ρήμα σκώπτω = κοροϊδεύω, χλευάζω, σατιρίζω), που έλεγαν ντυμένοι ως σάτυροι -ακόλουθοι του Διονύσου, κρατώντας θύρσους κοσμημένους με κισσό (σύμβολο γονιμότητας)- και φορώντας προσωπίδες οι συμποσιαστές. Δηλαδή, οι κωμαστές (κωμάζω = γυρίζω με άλλους στους δρόμους, λέγοντας τραγούδια και πειράγματα και κώμος = νυχτερινή έξοδος – πομπή συμποσιαστών στους δρόμους, με προσωπίδες, λαμπάδες, μουσικά όργανα και σατιρικά τραγούδια. Εξ ου και κωμωδία ). Ο κορυφαίος, σε άρμα, όπως κάθε κωμαστής ( “τρεκλίζει ο κισσοστέφανος, χορεύει ο θυρσοφόρος”, όπως έλεγε ο Α. Σικελιανός) – με τα πειράγματά του έσουρνε σε άλλους “τα εξ αμάξης”

Ρωμαϊκοί, Βυζαντινοί,
Νεότεροι Χρόνοι

Σατούρνο ονόμασαν οι οπαδοί του ημιθέου Ηρακλή, ιδρυτές του Λάτιου – οι κατοπινοί Ρωμαίοι – τον δικό τους Κρόνο (προστάτη της αμπέλου, της σποράς). Προς τιμήν του καθιέρωσαν την αντίστοιχη των ελληνικών Κρονίων βδομαδιάτικη γιορτή τους (μετά τη σπορά του σταριού, το Δεκέμβρη).

Τα Σατουρνάλια, όπως οι αρχαιοελληνικές διονυσιακές γιορτές, συνοδεύονταν με κρασοκατανύξεις, μεταμφιέσεις, τραγούδια (με τους σατούρνιους «άκομψους», «τραχείς» στίχους), σκώμματα εν πομπή και ανταλλαγή δώρων. Στη γιορτή συνευρίσκονταν μεταμφιεσμένοι, άρχοντες και λαός. Μετά το 217 π.Χ., τα Σατουρνάλια έγιναν επίσημη αργία και παλλαϊκή, δημόσια συμποσιακή γιορτή, όπου ανακηρυσσόταν ο «βασιλιάς» των μεταμφιεσμένων (ο σημερινός Καρνάβαλος), ως κορυφαίος της πομπής των οργιαζόντων συμποσιαστών, μεταξύ των οποίων και οι δούλοι. Ηταν η μόνη μέρα αργίας των δούλων και η μόνη που τους επιτρεπόταν να συνευρίσκονται με τους πολίτες. Οι μασκαρεμένοι γλεντοκόποι εύχονταν “Bona Satournalia”, ενώ οι πλούσιοι μοίραζαν δώρα στους φτωχούς (λαμπάδες και siggillaria – μικρά αγαλματάκια, σύμβολα της γιορτής).

Τα Σατουρνάλια, δημοφιλής γιορτή και στις ρωμαϊκές αποικίες της Αφρικής, αφιερώθηκαν σε φοινικικής προέλευσης εγχώριο θεό, παρόμοιο του Βάαλ. Αργότερα, τα Σατουρνάλια μετατέθηκαν στο Φλεβάρη και καθώς αφομοιώθηκαν από τη νέα θρησκεία, το χριστιανισμό επέζησαν στα μεσαιωνικά, αναγεννησιακά, νεότερα χρόνια και με το «θεατρόμορφο» Καρναβάλι της Βενετίας.

Το Καρναβάλι (η ονομασία αυτή καθιερώθηκε το 13ο αιώνα στην Ιταλία) «έθρεψε» ως μορφή και περιεχόμενο τη λαογέννητη κομέντια ντελ άρτε και τον τελευταίο κορυφαίο δημιουργό της Κάρλο Γκολντόνι (“καρναβαλιστής” από γεννησιμιού του, αφού γεννήθηκε 25 Φλεβάρη). Η κωμωδία του Γκολντόνι “Υπηρέτριες”, λ.χ., αναφέρονται στο Καρναβάλι της Βενετίας και στη μοναδική, ετήσια αργία των υπηρετριών τη μέρα του Καρναβαλιού, ώστε κρυμμένες πίσω από προσωπεία και ξένα ρούχα να γλεντήσουν και να ερωτοτροπήσουν, ακόμα και με άρχοντες.


Τα Καρναβάλια της Αποκριάς

Το Καρναβάλι (il Carnevale), λέξη η οποία προέρχεται από τη λατινική “carnem levare” (περιορίζω το κρέας), στην Ιταλία είναι μια μεγάλη γιορτή που κορυφώνεται πριν τη Σαρακοστή (Quaresima) και γιορτάζεται με ποικίλες εκδηλώσεις, παρελάσεις, μεταμφιέσεις, μουσική, χορούς, διασκέδαση.

Τα παιδιά ρίχνουν κομφετί (coriandoli) και σερπαντίνες (stelle filanti) κάνουν αταξίες και φάρσες ως εκ τούτου, ταιριάζει απόλυτα το ρητό «A Carnevale Ogni Scherzo Vale», δηλ. κάθε αστείο «περνάει» (είναι αποδεκτό) στο Καρναβάλι.

27 Φλεβάρη 23
Πατρα Έκρηξη χαράς στη νυχτερινή
ποδαράτη παρέλαση
Το ιταλικό Carnevale έχει τις ρίζες του σε παγανιστικές γιορτές και παραδόσεις και, όπως συμβαίνει συχνά με τα παραδοσιακά πανηγύρια, προσαρμόστηκε για να χωρέσει στις τελετουργίες των Καθολικών. Η πρώτη επίσημη μαρτυρία για δημόσιους εορτασμούς με το χαρακτηρισμό Carnevale συναντάται με την έναρξη της 2ης χιλιετίας (γύρω στα 1094 μ.Χ.).

Στα μεσαιωνικά χρόνια στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη, οι καρναβαλίστικες γιορτές αλληλοθράφτηκαν με τα είδη της μεσαιωνικής φάρσας, και σατίριζαν συνήθως την καθημερινή ζωή. Λ.χ., στη Γερμανία, που είχε μεγάλη καρναβαλική παράδοση προς τιμήν της άνοιξης (“Der Ursprung des Karnevals”), από το 14ο αιώνα άρχισε η συγγραφική και σκηνική επεξεργασία των καρναβαλικών γιορτών και ο εμπλουτισμός τους με θέματα της ιπποτικής λογοτεχνίας. Φημισμένος δημιουργός καρναβαλικών παραστάσεων ήταν ο Γ. Σαξ.

Στη Ρωσία, το καρναβάλι, με την ονομασία Μασλένιτσα, επίσης ξεπροβοδούσε το χειμώνα και όπως σε όλους τους λαούς είχε εθνικό χρώμα.

Οι Βυζαντινοί γλεντούσαν και μασκαρεύονταν στα Κούλουμα και στις Καλένδες τους, αντλώντας στοιχεία από τα Σατουρνάλια και Λουπερκάλια (προς τιμήν του Φαύνου, τραγο-θεού, προστάτη της γονιμότητας). Μεταξύ των διαφόρων μεταμφιέσεων, είχαν και τη μεταμφίεση δύο νέων παλικαριών σαν τράγων προσφερόμενων σε θυσία.

Το Καρναβάλι, με την ειδωλολατρική, παγανιστική καταγωγή του, τη “διονυσιακή” ελευθερία του, ενέπνευσε και άλλους δημιουργούς. Πεζογράφους, ζωγράφους, συνθέτες, χορογράφους, δραματουργούς, λιμπρετίστες όπερας. Ενέπνευσε έργα, όχι μόνο κωμικά, αλλά και δραματικά. Τόσο, που την παλλαϊκή αυτή παράδοση τη φοβήθηκε, κάποτε, η άρχουσα τάξη και ως θέμα όπερας.

Παράδειγμα, η λογοκριτική κατακρεούργηση, το 1816, του “Κουρέα της Σεβίλλης” του Ροσίνι (βασισμένη στο αντιφεουδαρχικό, επαναστατικό στην εποχή του έργο του Μπωμαρσαί “Οι γάμοι του Φίγκαρο”) και το 1858 στον υπέροχο Un ballo in maschera, “Χορό των μεταμφιεσμένων” του Βέρντι: Ο αρχές της Νάπολης εξοργίστηκαν με το θέμα του – ένας λαϊκός δολοφονεί τον βασιλιά της Σουηδίας Γκουστάβο ΙΙΙ – φοβούμενες ότι το έργο εμμέσως εξέφραζε τις αντιμοναρχικές εξεγέρσεις της εποχής.

Ετσι, αναγκάστηκε ο λιμπρετίστας να αμερικανοποιήσει το μύθο, “μεταποιώντας” τον Γκουστάβο σε “κυβερνήτη” της Βοστόνης, που δολοφονείται σε αποκριάτικο χορό σε ένα αρχοντικό. Ο μεταμφιεσμένος Γκουσταύος μαχαιρώνεται από άλλο μεταμφιεσμένο, γιατί δεν υποψιάστηκε ότι πίσω από το προσωπείο κρυβόταν αντίπαλος.

Un ballo in maschera 1859 Giuseppe Verdi

Πρόσωπο και προσωπείο, είναι τα «μέσα» του Καρναβαλιού. «Μέσα» της παντοτινής και πανανθρώπινης ανάγκης για ξεφάντωμα της ψυχής, της φαντασίας και το σμίξιμό του με άλλους ανθρώπους σε μια ευφρόσυνη γιορτή. «Μέσα» δημιουργικής τροφοδότησης του θεάτρου, του παιχνιδιού μεταξύ του “είναι” και “φαίνεσθαι”.

Commedia d’ arte

Η commedia d'(dell’) arte είναι ένα ιδιαίτερο είδος κωμωδίας που αναπτύχθηκε στην Ιταλία τον 16ο αιώνα. Συντόμευση του «commedia d’arte all’ improvviso» (κωμωδία τέχνης του αυτοσχεδιασμού), καθώς βασίζεται σε αυτοσχεδιασμούς και σκετσάκια πάνω σε συγκεκριμένους «τύπους»-χαρακτήρες, που ο κάθε ηθοποιός είχε προσαρμόσει μέσω μάσκας και που προέκυψε ως μορφή αντίδρασης στην πολιτικοοικονομική κατάσταση την εποχή εκείνη.

Η γέννηση του είδους συσχετίζεται με το καρναβάλι της Βενετίας, όπου το 1570 ο συγγραφέας-ηθοποιός Andrea Calmo δημιούργησε τον χαρακτήρα Il Magnifico (ο υπέροχος), που θεωρείται πρόδρομος του χαρακτήρα pantalone. Αρχικά ο Calmo δεν χρησιμοποιούσε μάσκες –αυτό έγινε αργότερα όταν σχετίστηκε με το καρναβάλι της Βενετίας.

Σύντομα, η παράδοση αυτή εξαπλώθηκε και σε άλλες περιοχές, με βασικούς άξονες την Μάντοβα, την Φλωρεντία, την Βενετία και την Νάπολη στον νότο, όπου τελειοποιήθηκε η φιγούρα του θρυλικού Pulcinella (ΣΣ |> γένους αρσενικού, αντίθετα με αυτό που πιστεύεται από πολλούς).

Με το πέρασμα των χρόνων ο σύγχρονος Pulcinella, ακολούθησε τη μοίρα των άλλων ηρώων, που μετατράπηκαν σε μπίζνες εταιριών, εμπόρων μαζικής που από «σπαθάτος» και με μυαλό ξυράφι έγινε ένας άχρηστο εξυπνάκια υπηρέτης, πάντα πεινασμένος μακαρονάδα με σάλτσα (την οποία, συχνά-πυκνά διαφημίζει) κλείνοντας στο χρονοντούλαπο το πάλαι ποτέ.

Ο κομμουνιστής Δήμαρχος Πάτρας Κώστας Πελετίδης
Η δύναμή μας από το λαό και για το λαό _
Παλεύουμε δίπλα του _Πολεμάμε _Χορεύουμε & τραγουδάμε


Κάθε τόπος μας
και το καρναβάλι του

Αχανές, βυθισμένο στη λησμονιά, το «παζλ» των κοινών πανελλαδικών αλλά και των τοπικών αποκριάτικων παραδόσεων. Ας σταθούμε σε μερικές τοπικές παραδόσεις.

“Σήκωσες”, λέγαν στην Κύπρο το Καρναβάλι, την αποχή από το κρέας, μετά από μια βδομάδα, που- ιδίως την Τσικνοπέμπτη- η κνίσα των ψημένων κρεάτων θόλωνε τον ουρανό…

Στην Κεφαλονιά το γαϊτανάκι του Μάσκαρα, με προβάτινες προσωπίδες, κουδούνια και άλλες Μασκαρίες, συνοδευόταν με σκορτσάμπουνο κι άλλα όργανα, με λόντρες κι άλλους χορούς, πειρακτικές παρλάτες και παράσταση, (λ.χ., με σκηνές από τον “Ερωτόκριτο”, με “υποκριτές” τους κατοίκους των χωριών).

Ανάλογη ήταν η Αποκριά σε όλα τα Επτάνησα, οργανωμένη από επιτροπή κατοίκων, με συμποσιαστές όλους τους χωριανούς και κορυφαίο τον ραβδούχο (όπως οι ακόλουθοι του Διονύσου) Ματζαδόρο ή Μπουλούμπαση -αγγελιοφόρο της πομπής των μασκαρεμένων.
Η Ζάκυνθος πλούτισε τις Αποκριές με τη μεγάλη, αυτοσχέδια, προφορική παράδοση των τοπικών θεατρικών δρώμενων, των λεγόμενων Ζακυνθινών Ομιλιών. Η πλούσια αποκριάτικη επτανησιακή παράδοση μεταδόθηκε και στους Ελληνες κατοίκους στα θρακικά παράλια της Προποντίδας.
Η Μυτιλήνη είχε τη δική της μεγάλη παράδοση, τις Μουτσούνες, τους κουδουνάτους θιάσους που ελευθεροστομούσαν, αλλά έπαιζαν και σκηνές του “Ερωτόκριτου”, της “Θυσίας του Αβραάμ” και άλλων δραμάτων.Τρανή παράδοση ήταν και ο Βλάχικος Γάμος στη Θήβα, Κορινθία και τον Μαραθώνα Αττικής. Εθιμο, με πανάρχαιες ρίζες και στα θρακικά αποκριάτικα έθιμα – σύμβολα της γονιμότητας (ο ραβδούχος Καλόγερος – απόγονος “ιερέα” του Διονύσου κι αυτός) και το οποίο εμπλουτιζόταν και με πρόσωπα” των νεότερων χρόνων (Κούκεροι, Μπέης, Αράπηδες, κ.ά). Διονυσιακά έσουρναν “τα εξ αμάξης” στη Σκύρο, οι Νυφάδες, ο Γέρος και η Κορέλας. Παρόμοια στην Αργολίδα και σε άλλες περιοχές.

Ο χορός και το τραγούδι της Κοκάλας είχαν ιδιαίτερη παράδοση στην Αττική, στη Θεσσαλία και αλλού:
“Εστειλα τον άντρα μου | να πάρει κρέας και του δώσαν μια κοκάλα | και τη βάζω στην τσουκάλα. | Τήνε βράζω και δε βράζει| πέντε μέρες τήνε βράζω| στις οκτώ την κατεβάζω. |
Να και ‘μου ‘ρχεται ένας φίλος | της γειτόνισσας ο σκύλος | και μ’ αρπάζει την κοκάλα | και μ’ αφήνει την τσουκάλα”.

Στη Σίφνο, μεταξύ άλλων πειραγμάτων, λέγανε και τα Ξίκολα τραγούδια. Λ.χ., “Κουτσός στον κάμπο έτρεχε| να φτάσει καβαλάρη| κι ο καβαλάρης του ‘λεγε| να ζήσεις παλικάρι|. Στραβός βελόνα γύρευε| μέσα στον αχυρώνα| κι ένας κουφός του έλεγε| την άκουσα που βρόντα”. Στη Χίο οι άντρες χορεύανε την αστεία κινησιολογικά Μόστρα και οι γυναίκες περίμεναν τις Καρκαλούες, τους μεταμφιεσμένους σε γυναίκες άντρες.

Στη Μύκονο γυρολόγοι γύφτοι, και όχι μόνο, χόρευαν το γαϊτανάκι, ενώ άλλοι μεταμφιεσμένοι την Καμήλα. Στη Νάουσα οργίαζαν οι Μπούλες κι οι Γενίτσαροι. Στο Σοχό Θεσσαλονίκης, ήταν οι Τράγοι (μεταμφιεσμένοι άντρες). Στη Σύρο, οι άντρες ντυμένοι Ζεϊμπέκ τραγουδούσαν και έπαιζαν λατέρνα στις γειτονιές.

Στη Μακεδονία, οι πρόσφυγες της Ανατολικής Ρωμυλίας έφεραν το έθιμο του Κωστιανού Καλόγερου (“δαίμων” της βλάστησης). Οι χωριανοί συναγωνίζονταν ποιος θα τον παραστήσει καλύτερα, όπως και τα άλλα πρόσωπα: Βασιλιάς, Βασίλισσα, Βασιλόπουλο, Κορίτσα, Ζευγολάτης, Σιδεράς, Ψωμάς, Δαμαλάκια (παλικάρια που σέρνουν το άροτρο για την ιερή γονιμοποίηση της γης). Κι όλα αυτά με νταούλια, λύρες κι άλλα όργανα, με νεροκολοκύθες – μάσκες, σατιρικά στιχάκια, χορό, και φαγοπότι.


Στην Κοζάνη από το 1650 καθιερώθηκαν το Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων τα Ρογκατζιάρια, που παραλλαγμένα αργότερα γίνονταν το Φλεβάρη.
Στη Θράκη είχαν θεατρικά δρώμενα με τον Καλόγερο, τον Κούκερο (ή Χούχουτο), τον Σταχτά, τον Κιοκμπέη, τους Πιτεράδες.
Στις Μυκήνες παρασταίναν τον Πεθαμένο, τη νεκρώσιμη ακολουθία και ταφή του: “Στον τάφο σου μπεκρή| τρέχει κρασάκι| όπου έπινες πολύ| με την τέσα τη γεμάτη”. Μια οργιαστική παρωδία της αέναης νεκρανάστασης της ζωής.

Στην Αθήνα, στη «συνοικία των θεών» το Καρναβάλι είχε ομορφιά μέχρι τότε που… σέρναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα. Έκτοτε και μέχρι σήμερα, αναζητείται μια αυθεντικά λαϊκή καβαρναλίστικη γιορτή…


Και ευθύς οι μεγάλοι πρωταγωνιστές, τα πληρώματα του Πατρινού Καρναβαλιού αλλά και καρναβαλικές ομάδες σε μια διαδοχική αλληλουχία χρωμάτων, ιδεών, εμπνεύσεων, έξοχων μεταμφιέσεων με την καταλυτική τους παρουσία συντόνισαν τον παλμό της πόλης στην πιο αισιόδοξη συχνότητα κάνοντας όλη την πόλη να χορεύει σε καρναβαλικούς ρυθμούς.
Στολές με εκτυφλωτικά χρώματα, χιούμορ, πρωτοτυπία, σατιρικό πνεύμα, εξαιρετική αισθητική, καπέλα που εντυπωσίασαν, αξεσουάρ που μόνο το δαιμόνιο πνεύμα του Πατρινού καρναβαλιστή μπορεί να φανταστεί, έξυπνοι τρόποι για να φωτιστεί η παρουσία τους και να λαμπρύνει την νύχτα και πάνω από όλα πλατιά λαμπερά χαμόγελα. Ένα ανεπανάληπτο θέαμα και ένα εκρηκτικό μείγμα διασκέδασης και καρναβαλικού πολιτισμού, που έδωσε λάμψη και μεγαλοπρέπεια στη νύχτα του Σαββάτου.
Στην κορυφή της παρέλασης μετά την πρόεδρο και τα μέλη του ΔΣ της ΚΕΔΗΠ, τα μέλη της Γνωμοδοτικής και της Κριτικής Επιτροπής του Πατρινού Καρναβαλιού 2023 και τη Δημοτική Μουσική να παιανίζει αποκριάτικους σκοπούς και οι μαζορέτες με τις συγχρονισμένες, χορογραφημένες σε βήμα παρέλασης κινήσεις τους, προϊδέασαν για τη συνέχεια.

Τα καρναβαλικά άρματα του Δήμου φωταγωγημένα μαγνήτισαν τα βλέμματα δίνοντας φαντασμαγορική όψη στη νύχτα.

Ο Βασιλιάς Καρνάβαλος με την ακολουθία του προθέρμαναν ιδανικά συνδυάζοντας την καλλιτεχνική, τη σατιρική διάσταση και την επίκαιρη θεματολογία.

Ας πούμε πως ονειρεύομαι την επανάσταση των χαρταετών