Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αποκριά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αποκριά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

29 Φεβρουαρίου 2024

Il “Medico-Dottore della peste”: Ο γιατρός της πανούκλας

Όλες οι αποκριάτικες / καρναβαλίστικες μάσκες έχουν τη δική τους ιστορία, στις λαϊκές παραδόσεις κάθε χώρας, που μερικές φορές χάνεται σε χρόνο αιώνων.

Πέθαν΄ ο Κρέος, πέθανε, ψυχομαχάει ο Τύρος |
σηκώνει ο Πράσος την ουρά κι ο Κρέμμυδος τα γένια…



Για τους Ιταλούς η περίφημη μάσκα του «γιατρού της πανούκλας», προτού γίνει “τουριστική” (σσ. πουλιούνται εκατοντάδες χιλιάδες ‑οι περισσότερες κιτς της δεκάρας, αλλά και αρκετές πραγματικά έργα τέχνης) αποτελούσε εργαλείο καθημερινής χρήσης

Η χρήση προστατευτικών μασκών χρονολογείται από τον 14ο αιώνα, όταν ορισμένοι γιατροί άρχισαν να τις φορούν και μάλιστα σε σχήμα ράμφους, για να παραμείνουν άνοσοι στη μόλυνση. Το 1619 ο Charles de Lorme, ο γιατρός του Λουδοβίκου XIII, πρότεινε την ιδέα ενός ενιαίου ρούχου, παρόμοιου με την πανοπλία των στρατιωτών. Ο Lorme επινόησε έναν υδατοαπωθητικό χιτώνα που περιλάμβανε γάντια, παπούτσια και καπέλο ‑η μάσκα ήταν ήδη σε χρήση στη Ρώμη και τη Βενετία.

Πως ήταν η μάσκα του γιατρού της πανώλης αρχικά;

Είχε δύο οπές για τα μάτια, που καλύπτονταν από γυάλινους φακούς, δύο τρύπες για τα ρινικά στόμια και ένα μεγάλο κυρτό ράμφος πουλιού στο οποίο τοποθετούνταν διάφορες αρωματικές ουσίες και βότανα, συχνά με εμποτισμένη σε ξύδι και αιθέρια έλαια γάζα. Ένας βαρύς μανδύας εμπόδιζε ‑μεταξύ άλλων τις επιδρομές των ψύλλων.
Τα μέτρα ήταν σημαντικά για να αποφευχθεί η μυρωδιά των ασθενών, η οποία κατά την εποχή εκείνη θεωρήθηκε η αιτία της ασθένειας, μερικοί μάλιστα χρησιμοποίησαν και ένα ραβδί για να αποφύγουν την άμεση επαφή με τους ασθενείς όταν χρειαζόταν να τους επισκεφτούν, να τους γδύσουν κλπ, μακριά γάντια, μπότες και ένα χιτώνα μέχρι χαμηλά στα πόδια.

Μια εικονογραφημένη γραφή του 1600 αναφέρει:
“…Όπως μπορείτε να δείτε στην εικόνα, όταν καλούνται στους ασθενείς τους στους χώρους που πλήττονται από την πανώλη ‑στη Ρώμη, οι γιατροί εμφανίζονται με τα καπέλα τους και, μανδύες, νέου σχήματος, σε μαύρο μουσαμά, οι μάσκες τους έχουν γυάλινους φακούς, τα ράμφη τους είναι γεμισμένα με αντίδοτα. Ο ανθυγιεινός αέρας δεν μπορεί να τους προκαλέσει καμιά βλάβη, ούτε τους θέτει σε συναγερμό, το ραβδί, στο χέρι που τους συνοδεύει όπου κι αν πηγαίνουν ‑πέρα από τη χρήση του, δείχνει το αριστοκρατικό του επαγγέλματος”.

  Πότε πρωτοχρησιμοποιήθηκε η μάσκα;

Ο Jean-Jacques Manget, το 1721, στη «Συνθήκη περί πανώλης» (Traité de la peste recueilli des meilleurs auteurs anciens et modernes), αναφέρει ότι το φόρεμα φορέθηκε από τους γιατρούς του Ναϊμέχεν Nijmegen (1636–1637) για την εκεί επιδημία πανώλης και επίσης στη Βενετία (1630–1631).
Αποτελεί κομβικό σημείο στο γνωστό ρομάντζο «I promessi sposi» (οι λογοδοσμένοι) του Alessandro Manzoni ‑το θέμα έγινε και λιμπρέττο όπερας δυο φορές (Amilcare Ponchielli [1856 & 1872] και Errico Petrella [1869]).
Το 1636 14.500 άτομα στη Ρώμη και 300.000 στη Νάπολη πέθαναν από πανούκλα.
Προφανώς, αυτή τη φορεσιά, ο πολύς κόσμος δεν την έβλεπε με καλό μάτι αφού τη συνέδεε με το θάνατο. Χρησιμοποιήθηκε μέχρι τον δέκατο όγδοο αιώνα, όταν άρχισε να εξαφανίζεται.
Η μάσκα έγινε διάσημη στην Commedia dell’Arte και σήμερα είναι ένα από τα πιο χρησιμοποιημένα κατά τη διάρκεια του καρναβαλιού της Βενετίας.

σσ.
Η Commedia dell’Arte, που κυριάρχησε στην Ευρώπη (16ο-17ο αιώνα) με επιρροές σε συγγραφείς και καλλιτέχνες ως τις μέρες μας, από τον Μολιέρο με την Comédie Italienne και τον Σαίξπηρ, μέχρι το σύγχρονο ιερό τέρας και τελευταίο Αρλεκίνο τον Ντάριο Φο (που «έφυγε» το 2016) ‑με τα grammelot του, δεν είναι όπως πιστεύεται ένα είδος εύθυμου θεάτρου «του σώματος» — απλά σε διάκριση από την επιτηδευμένη (λόγια) «Commedia Erudita», αλλά ένα μείγμα μαστοριάς και δεξιοτεχνίας όπου συνυπήρχαν οι ιστορικοί χαρακτήρες του λαϊκού θεάτρου, με τις φορεσιές και τις μάσκες τους, τα περίτεχνα ακροβατικά, η μίμηση και ο αυτοσχεδιασμός, με τύπους που έμειναν στην ιστορία …Pantalone, Dottore, Capitano, Tartaglia, Brighella, Arlecchino, Colombina και Pulcinella (που αντίθετα με ότι πιστεύεται δεν είναι «η» αλλά «ο» ‑κράμα ανοησίας, εξυπνάδας, κακοήθειας και οξύνοιας, με τεράστια γαμψή μύτη, καμπούρα και μυτερό καπέλο,  χοντροκομμένος και δύσμορφος)

  Ήταν η μαύρη μάσκα του γιατρού πανώλης;

Στην πραγματικότητα, η μάσκα δεν ήταν μαύρη, αν και πολλοί την μπερδεύουν με την Peste Nera (Μαύρη Πανούκλα) στην Ευρώπη το 14ο αιώνα

σσ.
Πρόκειται για πανδημία, που ξεκίνησε το 1346, από τη βόρεια Κίνα και, μέσω Συρίας, εξαπλώθηκε διαδοχικά στην Ασιατική και Ευρωπαϊκή Τουρκία και στη συνέχεια έφτασε σε Ελλάδα, Αίγυπτο, Βαλκανική χερσόνησο, το 1347 μεταδόθηκε στη Σικελία και από εκεί στη Γένοβα, το 1348 στην Ελβετία (εκτός από το καντόνι των Grisons!) και σ’ ολόκληρη την ιταλική χερσόνησο, («τη γλύτωσε» κάπως το Μιλάνο).
Από την Ελβετία επεκτάθηκε στη Γαλλία και την Ισπανία, το 1349 έφτασε στην Αγγλία, τη Σκωτία και την Ιρλανδία και το 1353, αφού μολύνθηκε όλη η Ευρώπη, τα κρούσματα μειώθηκαν μέχρι να εξαφανιστούν. Σύμφωνα με σύγχρονες μελέτες, σκότωσε τουλάχιστον το ένα τρίτο του πληθυσμού της ηπείρου, σχεδόν 20 εκατομμύρια θύματα
.

  Η μάσκα του γιατρού ήταν κυρίως λευκή

  Οι γιατροί πανώλης εργάστηκαν επίσης ως δημόσιοι υπάλληλοι σε περιόδους επιδημίας στη Βενετία, με κύριο καθήκον εκτός από τη φροντίδα των θυμάτων να καταγράφουν τον αριθμό των νεκρών στα κιτάπια, ενώ στην Περούτζια και τη Φλωρεντία, ζητήθηκε εκτελούσαν νεκροψίες για να προσδιορίσουν τον λόγο του θανάτου
Ένα από τα καθήκοντα ήταν επίσης να δοθούν στον ασθενή όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες και συμβουλές σχετικά με τον τρόπο συμπεριφοράς πριν από το θάνατο.


Ο γιατρός Paul Fürst Der Doctor Schnabel von Rom




 

26 Φεβρουαρίου 2023

Πέθαν΄ ο Κρέος, πέθανε, ψυχομαχάει ο Τύρος | σηκώνει ο Πράσος την ουρά κι ο Κρέμμυδος τα γένια…

Αυτά τα λέγαν τότε, πριν «αμέτρητους» χρόνους όταν το καρναβάλι δεν ήταν «πολιτιστική» βιτρίνα δήμων και μπίζνα διαφημιζόμενων εταιριών, εμπόρων μαζικής παραγωγής τυποποιημένων καρναβαλίστικων κοστουμιών, εταιριών μηχανημάτων ήχου, κλπ.

Τα λέγαν, τότε, που καρναβάλι σήμαινε δημιουργικό, αυθεντικά λαϊκό, γνήσιο ελληνικό γλέντι κι όχι «μαϊμού» που δηλώνεται «εφάμιλλο» του καρναβαλιού του μακρινού Ρίο.
Κι ακόμη τραγουδούσαν:
«Εψόφισ’ ο Λοκάνικος | ψυχομαχάει ο Τύρος | Κι η Βρούβα νη παλιόβρουβα | στέκεται στην καβάλα | να πέσει στην τσουκάλα», τρώγοντας και πίνοντας οι καρναβαλιστές στην Πελοπόννησο

ΠΑΤΡΑ
Έκρηξη χαράς στη νυχτερινή ποδαράτη παρέλαση

Τρία χρόνια χωρίς παρελάσεις ήταν πολλά όπως αποδείχτηκε με καρναβαλική βούλα από 50000 καρναβαλιστές και πλέον που παρέλασαν με πρωτόγνωρο πάθος, παλμό, ενθουσιασμό, νεανική ορμή, ξέφρενο κέφι και αστείρευτη καρναβαλική διάθεση πλημμυρίζοντας τους δρόμους της Πάτρας με ένα αμείωτο και συναρπαστικό ποτάμι χαράς για τη ζωή.

Πελετίδης:
Με το λαό και για το λαό
Έχε το νου σου στο παιδί


Η νυχτερινή παρέλαση του Σαββάτου που πραγματοποιήθηκε με ιδανικές καιρικές συνθήκες και είχε διάρκεια 5 ώρες, εξέπεμψε μήνυμα αισιοδοξίας, εξωστρέφειας και ψυχικής ανάτασης που τα προηγούμενα χρόνια βρίσκονταν σε χειμερία νάρκη αλλά φέτος βρήκαν εκτόνωση και διέξοδο στον δρόμο, τον φυσικό χώρο του Καρναβαλιού.

Πατρα Έκρηξη χαράς στη νυχτερινή ποδαράτη παρέλαση

Τα παραδοσιακά καρναβαλίστικα έθιμά μας έρχονταν από τα βάθη των αιώνων και συνέθεταν έναν Υμνο για την άνοιξη της φύσης και της ζωής. Ο λαός μας μπορούσε να γλεντά τον ερχομό της νιας ζωής ακόμα και στις μεγάλες φτώχειες του, ακόμα και με ξερό ψωμί:
«Αποκριές τις λέγαν| και ξερό ψωμί ετρώγαν», τραγουδούσαν οι αυτοσχέδια μασκαρεμένοι και μη καρναβαλιστές.

Τραγούδι αλληλοπεριπαικτικό έκαναν τη φτώχεια τους:
«Προφωνούσιμη βδομάδα | προφωνέσου νοικοκύρη | κι αν δεν έχει το πουγκί σου | πάρε πούλα το βρακί σου».

Κατά τους βυζαντινούς χρόνους:
Προφωνούμαι σοι πτωχέ,
Το σακκίν σου πώλησον
Και την εορτή σου διαβίβασον

Στα χρόνια της τουρκοκρατίας και αργότερα:
Προφωνούσιμη βδομάδα,
Προφωνέσου, νοικοκύρη,
Κι αν δεν έχει το πουγγί σου,
Πάρε πούλα το βρακί σου.



Ο εορτασμός της Αποκριάς κορυφωνόταν την τελευταία Κυριακή, την Κυριακή «της Τυρινής».
Το πρωί, όλη η οικογένεια, μικροί και μεγάλοι, φορούσαν τα γιορτινά τους και πήγαιναν στην εκκλησία. Το μεσημέρι έστρωναν το τραπέζι και το γλέντι κρατούσε όλη την ημέρα με χορό και τραγούδι.
Ανάμεσα στα τραγούδι που τραγούδαγαν ήταν και «Η πιπεριά» και φυσικά «ο Χαραλάμπης»:

Πως το τρίβουν το πιπέρι του διαόλου οι καλογέροι
Με το γρόθο τρίβουντο σκορδοκοπανίζουντο.
Με το γόνα τρίβουντο σκορδοκοπανίζουντο
Με τη μύτη τρίβουντο σκορδοκοπανίζουντο.
Με την πλάτη τρίβουντο σκορδοκοπανίζουντο.
Με τη φτέρνα τρίβουντο σκορδοκοπανίζουντο.
κλπ.

Κάθε φορά έπεφταν όλοι κάτω και έκαναν πως έτριβαν πάνω στο πάτωμα πότε με το αυτί, πότε με τον αγκώνα, κάποιες φορές, χρησιμοποιούσαν πιο τολμηρές λέξεις και τα μιμητικά στοιχεία, δεν ήσαν και πολύ σεμνά.

Για να σηκωθούν τραγουδούσαν σε γρήγορο ρυθμικό σκοπό:
«Για σηκωθείτε παλληκάρια με σπαθιά και με κοντάρια».

Στα πανάρχαια καρναβαλίστικα έθιμα του τόπου μας και στις πραγματικά εκλεκτικές τους «συγγένειες» με αντίστοιχες παραδόσεις άλλων λαών, και όχι στα κακόγουστα κοσμοπολίτικα των ημερών μας λέμε να ταξιδέψουμε.

Τα αρχαία Ανθεστήρια

Αποκριά και Καρναβάλι. Μια παράδοση, δεμένη με το Φλεβάρη, τελευταίο μήνα του χειμώνα, που διαδόθηκε σ’ όλο τον αρχαίο κόσμο, διαμορφώθηκε με τις παραδόσεις κάθε λαού και τροφοδότησε την τέχνη του θεάτρου με χορούς, τραγούδια, αλληλοπειράγματα, μάσκες και μεταμφιέσεις.

Η Αποκριά, συνώνυμη της λέξης Καρναβάλι (από το λατινικό carne – κρέας και vale – αποχή), συνδεόταν και με τη διαιτολογική σοφία του λαού, που έλεγε την πρώτη Κυριακή της Αποκριάς Ολόκρια, Αρνοβδομάδα, Συγκόκκαλη, Αμολυτή, με Αρτσι – βούρτσι φαγοπότι.
Τη δεύτερη Κυριακή (μετά από μεσοβδόμαδη νηστεία) Κρεατινή, Κριασινή, Κριγιανή. Την τρίτη Τυρινή, (αλλά «Μακαρονού» οι Μυτιληνιοί κι οι Μυκονιάτες). Ο Κοραής περιγράφει την Τυρινή των Γραικορωμαίων ως τυραπόθεση και “αποτυρίαση”, την οποία ο Ιουστινιανός την ήθελε «κρεοφαγήσιμο».


Μετά από δυο βδομάδες «οργιαστικό» φαγοπότι και μασκαρέματα, ο λαός από την Καθαρά Δευτέρα άρχιζε την «καθαρτήρια» για τον ανθρώπινο οργανισμό, σαραντάμερη νηστεία, μέχρι την κρεατοφαγία της Ανάστασης. Αυτά μόνο περί των διατροφικών στοιχείων της Αποκριάς.

Στα άγνωρα βάθη του προϊστορικού κόσμου και του πρωτόγονου ανθρώπου, του δεμένου με τη φύση και τους κύκλους της ζωής, βρίσκεται η απαρχή της παράδοσης αυτής, που ταυτίζεται με το Φλεβάρη. Τον Ανθεστηριώνα, κατά τους αρχαίους Ελληνες, που τον γιόρταζαν με τα τριήμερα Ανθεστήρια, προς τιμήν του Διονύσου – θεού του κρασιού, του θεάτρου, της μεταμφίεσης, της ελευθέριας διακωμώδησης των πάντων. Τα Ανθεστήρια ήταν πομπή, με άνθη, τραγούδια, μουσικούς και σκώμματα (σατιρικοί αστεϊσμοί, από το ρήμα σκώπτω = κοροϊδεύω, χλευάζω, σατιρίζω), που έλεγαν ντυμένοι ως σάτυροι -ακόλουθοι του Διονύσου, κρατώντας θύρσους κοσμημένους με κισσό (σύμβολο γονιμότητας)- και φορώντας προσωπίδες οι συμποσιαστές. Δηλαδή, οι κωμαστές (κωμάζω = γυρίζω με άλλους στους δρόμους, λέγοντας τραγούδια και πειράγματα και κώμος = νυχτερινή έξοδος – πομπή συμποσιαστών στους δρόμους, με προσωπίδες, λαμπάδες, μουσικά όργανα και σατιρικά τραγούδια. Εξ ου και κωμωδία ). Ο κορυφαίος, σε άρμα, όπως κάθε κωμαστής ( “τρεκλίζει ο κισσοστέφανος, χορεύει ο θυρσοφόρος”, όπως έλεγε ο Α. Σικελιανός) – με τα πειράγματά του έσουρνε σε άλλους “τα εξ αμάξης”

Ρωμαϊκοί, Βυζαντινοί,
Νεότεροι Χρόνοι

Σατούρνο ονόμασαν οι οπαδοί του ημιθέου Ηρακλή, ιδρυτές του Λάτιου – οι κατοπινοί Ρωμαίοι – τον δικό τους Κρόνο (προστάτη της αμπέλου, της σποράς). Προς τιμήν του καθιέρωσαν την αντίστοιχη των ελληνικών Κρονίων βδομαδιάτικη γιορτή τους (μετά τη σπορά του σταριού, το Δεκέμβρη).

Τα Σατουρνάλια, όπως οι αρχαιοελληνικές διονυσιακές γιορτές, συνοδεύονταν με κρασοκατανύξεις, μεταμφιέσεις, τραγούδια (με τους σατούρνιους «άκομψους», «τραχείς» στίχους), σκώμματα εν πομπή και ανταλλαγή δώρων. Στη γιορτή συνευρίσκονταν μεταμφιεσμένοι, άρχοντες και λαός. Μετά το 217 π.Χ., τα Σατουρνάλια έγιναν επίσημη αργία και παλλαϊκή, δημόσια συμποσιακή γιορτή, όπου ανακηρυσσόταν ο «βασιλιάς» των μεταμφιεσμένων (ο σημερινός Καρνάβαλος), ως κορυφαίος της πομπής των οργιαζόντων συμποσιαστών, μεταξύ των οποίων και οι δούλοι. Ηταν η μόνη μέρα αργίας των δούλων και η μόνη που τους επιτρεπόταν να συνευρίσκονται με τους πολίτες. Οι μασκαρεμένοι γλεντοκόποι εύχονταν “Bona Satournalia”, ενώ οι πλούσιοι μοίραζαν δώρα στους φτωχούς (λαμπάδες και siggillaria – μικρά αγαλματάκια, σύμβολα της γιορτής).

Τα Σατουρνάλια, δημοφιλής γιορτή και στις ρωμαϊκές αποικίες της Αφρικής, αφιερώθηκαν σε φοινικικής προέλευσης εγχώριο θεό, παρόμοιο του Βάαλ. Αργότερα, τα Σατουρνάλια μετατέθηκαν στο Φλεβάρη και καθώς αφομοιώθηκαν από τη νέα θρησκεία, το χριστιανισμό επέζησαν στα μεσαιωνικά, αναγεννησιακά, νεότερα χρόνια και με το «θεατρόμορφο» Καρναβάλι της Βενετίας.

Το Καρναβάλι (η ονομασία αυτή καθιερώθηκε το 13ο αιώνα στην Ιταλία) «έθρεψε» ως μορφή και περιεχόμενο τη λαογέννητη κομέντια ντελ άρτε και τον τελευταίο κορυφαίο δημιουργό της Κάρλο Γκολντόνι (“καρναβαλιστής” από γεννησιμιού του, αφού γεννήθηκε 25 Φλεβάρη). Η κωμωδία του Γκολντόνι “Υπηρέτριες”, λ.χ., αναφέρονται στο Καρναβάλι της Βενετίας και στη μοναδική, ετήσια αργία των υπηρετριών τη μέρα του Καρναβαλιού, ώστε κρυμμένες πίσω από προσωπεία και ξένα ρούχα να γλεντήσουν και να ερωτοτροπήσουν, ακόμα και με άρχοντες.


Τα Καρναβάλια της Αποκριάς

Το Καρναβάλι (il Carnevale), λέξη η οποία προέρχεται από τη λατινική “carnem levare” (περιορίζω το κρέας), στην Ιταλία είναι μια μεγάλη γιορτή που κορυφώνεται πριν τη Σαρακοστή (Quaresima) και γιορτάζεται με ποικίλες εκδηλώσεις, παρελάσεις, μεταμφιέσεις, μουσική, χορούς, διασκέδαση.

Τα παιδιά ρίχνουν κομφετί (coriandoli) και σερπαντίνες (stelle filanti) κάνουν αταξίες και φάρσες ως εκ τούτου, ταιριάζει απόλυτα το ρητό «A Carnevale Ogni Scherzo Vale», δηλ. κάθε αστείο «περνάει» (είναι αποδεκτό) στο Καρναβάλι.

27 Φλεβάρη 23
Πατρα Έκρηξη χαράς στη νυχτερινή
ποδαράτη παρέλαση
Το ιταλικό Carnevale έχει τις ρίζες του σε παγανιστικές γιορτές και παραδόσεις και, όπως συμβαίνει συχνά με τα παραδοσιακά πανηγύρια, προσαρμόστηκε για να χωρέσει στις τελετουργίες των Καθολικών. Η πρώτη επίσημη μαρτυρία για δημόσιους εορτασμούς με το χαρακτηρισμό Carnevale συναντάται με την έναρξη της 2ης χιλιετίας (γύρω στα 1094 μ.Χ.).

Στα μεσαιωνικά χρόνια στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη, οι καρναβαλίστικες γιορτές αλληλοθράφτηκαν με τα είδη της μεσαιωνικής φάρσας, και σατίριζαν συνήθως την καθημερινή ζωή. Λ.χ., στη Γερμανία, που είχε μεγάλη καρναβαλική παράδοση προς τιμήν της άνοιξης (“Der Ursprung des Karnevals”), από το 14ο αιώνα άρχισε η συγγραφική και σκηνική επεξεργασία των καρναβαλικών γιορτών και ο εμπλουτισμός τους με θέματα της ιπποτικής λογοτεχνίας. Φημισμένος δημιουργός καρναβαλικών παραστάσεων ήταν ο Γ. Σαξ.

Στη Ρωσία, το καρναβάλι, με την ονομασία Μασλένιτσα, επίσης ξεπροβοδούσε το χειμώνα και όπως σε όλους τους λαούς είχε εθνικό χρώμα.

Οι Βυζαντινοί γλεντούσαν και μασκαρεύονταν στα Κούλουμα και στις Καλένδες τους, αντλώντας στοιχεία από τα Σατουρνάλια και Λουπερκάλια (προς τιμήν του Φαύνου, τραγο-θεού, προστάτη της γονιμότητας). Μεταξύ των διαφόρων μεταμφιέσεων, είχαν και τη μεταμφίεση δύο νέων παλικαριών σαν τράγων προσφερόμενων σε θυσία.

Το Καρναβάλι, με την ειδωλολατρική, παγανιστική καταγωγή του, τη “διονυσιακή” ελευθερία του, ενέπνευσε και άλλους δημιουργούς. Πεζογράφους, ζωγράφους, συνθέτες, χορογράφους, δραματουργούς, λιμπρετίστες όπερας. Ενέπνευσε έργα, όχι μόνο κωμικά, αλλά και δραματικά. Τόσο, που την παλλαϊκή αυτή παράδοση τη φοβήθηκε, κάποτε, η άρχουσα τάξη και ως θέμα όπερας.

Παράδειγμα, η λογοκριτική κατακρεούργηση, το 1816, του “Κουρέα της Σεβίλλης” του Ροσίνι (βασισμένη στο αντιφεουδαρχικό, επαναστατικό στην εποχή του έργο του Μπωμαρσαί “Οι γάμοι του Φίγκαρο”) και το 1858 στον υπέροχο Un ballo in maschera, “Χορό των μεταμφιεσμένων” του Βέρντι: Ο αρχές της Νάπολης εξοργίστηκαν με το θέμα του – ένας λαϊκός δολοφονεί τον βασιλιά της Σουηδίας Γκουστάβο ΙΙΙ – φοβούμενες ότι το έργο εμμέσως εξέφραζε τις αντιμοναρχικές εξεγέρσεις της εποχής.

Ετσι, αναγκάστηκε ο λιμπρετίστας να αμερικανοποιήσει το μύθο, “μεταποιώντας” τον Γκουστάβο σε “κυβερνήτη” της Βοστόνης, που δολοφονείται σε αποκριάτικο χορό σε ένα αρχοντικό. Ο μεταμφιεσμένος Γκουσταύος μαχαιρώνεται από άλλο μεταμφιεσμένο, γιατί δεν υποψιάστηκε ότι πίσω από το προσωπείο κρυβόταν αντίπαλος.

Un ballo in maschera 1859 Giuseppe Verdi

Πρόσωπο και προσωπείο, είναι τα «μέσα» του Καρναβαλιού. «Μέσα» της παντοτινής και πανανθρώπινης ανάγκης για ξεφάντωμα της ψυχής, της φαντασίας και το σμίξιμό του με άλλους ανθρώπους σε μια ευφρόσυνη γιορτή. «Μέσα» δημιουργικής τροφοδότησης του θεάτρου, του παιχνιδιού μεταξύ του “είναι” και “φαίνεσθαι”.

Commedia d’ arte

Η commedia d'(dell’) arte είναι ένα ιδιαίτερο είδος κωμωδίας που αναπτύχθηκε στην Ιταλία τον 16ο αιώνα. Συντόμευση του «commedia d’arte all’ improvviso» (κωμωδία τέχνης του αυτοσχεδιασμού), καθώς βασίζεται σε αυτοσχεδιασμούς και σκετσάκια πάνω σε συγκεκριμένους «τύπους»-χαρακτήρες, που ο κάθε ηθοποιός είχε προσαρμόσει μέσω μάσκας και που προέκυψε ως μορφή αντίδρασης στην πολιτικοοικονομική κατάσταση την εποχή εκείνη.

Η γέννηση του είδους συσχετίζεται με το καρναβάλι της Βενετίας, όπου το 1570 ο συγγραφέας-ηθοποιός Andrea Calmo δημιούργησε τον χαρακτήρα Il Magnifico (ο υπέροχος), που θεωρείται πρόδρομος του χαρακτήρα pantalone. Αρχικά ο Calmo δεν χρησιμοποιούσε μάσκες –αυτό έγινε αργότερα όταν σχετίστηκε με το καρναβάλι της Βενετίας.

Σύντομα, η παράδοση αυτή εξαπλώθηκε και σε άλλες περιοχές, με βασικούς άξονες την Μάντοβα, την Φλωρεντία, την Βενετία και την Νάπολη στον νότο, όπου τελειοποιήθηκε η φιγούρα του θρυλικού Pulcinella (ΣΣ |> γένους αρσενικού, αντίθετα με αυτό που πιστεύεται από πολλούς).

Με το πέρασμα των χρόνων ο σύγχρονος Pulcinella, ακολούθησε τη μοίρα των άλλων ηρώων, που μετατράπηκαν σε μπίζνες εταιριών, εμπόρων μαζικής που από «σπαθάτος» και με μυαλό ξυράφι έγινε ένας άχρηστο εξυπνάκια υπηρέτης, πάντα πεινασμένος μακαρονάδα με σάλτσα (την οποία, συχνά-πυκνά διαφημίζει) κλείνοντας στο χρονοντούλαπο το πάλαι ποτέ.

Ο κομμουνιστής Δήμαρχος Πάτρας Κώστας Πελετίδης
Η δύναμή μας από το λαό και για το λαό _
Παλεύουμε δίπλα του _Πολεμάμε _Χορεύουμε & τραγουδάμε


Κάθε τόπος μας
και το καρναβάλι του

Αχανές, βυθισμένο στη λησμονιά, το «παζλ» των κοινών πανελλαδικών αλλά και των τοπικών αποκριάτικων παραδόσεων. Ας σταθούμε σε μερικές τοπικές παραδόσεις.

“Σήκωσες”, λέγαν στην Κύπρο το Καρναβάλι, την αποχή από το κρέας, μετά από μια βδομάδα, που- ιδίως την Τσικνοπέμπτη- η κνίσα των ψημένων κρεάτων θόλωνε τον ουρανό…

Στην Κεφαλονιά το γαϊτανάκι του Μάσκαρα, με προβάτινες προσωπίδες, κουδούνια και άλλες Μασκαρίες, συνοδευόταν με σκορτσάμπουνο κι άλλα όργανα, με λόντρες κι άλλους χορούς, πειρακτικές παρλάτες και παράσταση, (λ.χ., με σκηνές από τον “Ερωτόκριτο”, με “υποκριτές” τους κατοίκους των χωριών).

Ανάλογη ήταν η Αποκριά σε όλα τα Επτάνησα, οργανωμένη από επιτροπή κατοίκων, με συμποσιαστές όλους τους χωριανούς και κορυφαίο τον ραβδούχο (όπως οι ακόλουθοι του Διονύσου) Ματζαδόρο ή Μπουλούμπαση -αγγελιοφόρο της πομπής των μασκαρεμένων.
Η Ζάκυνθος πλούτισε τις Αποκριές με τη μεγάλη, αυτοσχέδια, προφορική παράδοση των τοπικών θεατρικών δρώμενων, των λεγόμενων Ζακυνθινών Ομιλιών. Η πλούσια αποκριάτικη επτανησιακή παράδοση μεταδόθηκε και στους Ελληνες κατοίκους στα θρακικά παράλια της Προποντίδας.
Η Μυτιλήνη είχε τη δική της μεγάλη παράδοση, τις Μουτσούνες, τους κουδουνάτους θιάσους που ελευθεροστομούσαν, αλλά έπαιζαν και σκηνές του “Ερωτόκριτου”, της “Θυσίας του Αβραάμ” και άλλων δραμάτων.Τρανή παράδοση ήταν και ο Βλάχικος Γάμος στη Θήβα, Κορινθία και τον Μαραθώνα Αττικής. Εθιμο, με πανάρχαιες ρίζες και στα θρακικά αποκριάτικα έθιμα – σύμβολα της γονιμότητας (ο ραβδούχος Καλόγερος – απόγονος “ιερέα” του Διονύσου κι αυτός) και το οποίο εμπλουτιζόταν και με πρόσωπα” των νεότερων χρόνων (Κούκεροι, Μπέης, Αράπηδες, κ.ά). Διονυσιακά έσουρναν “τα εξ αμάξης” στη Σκύρο, οι Νυφάδες, ο Γέρος και η Κορέλας. Παρόμοια στην Αργολίδα και σε άλλες περιοχές.

Ο χορός και το τραγούδι της Κοκάλας είχαν ιδιαίτερη παράδοση στην Αττική, στη Θεσσαλία και αλλού:
“Εστειλα τον άντρα μου | να πάρει κρέας και του δώσαν μια κοκάλα | και τη βάζω στην τσουκάλα. | Τήνε βράζω και δε βράζει| πέντε μέρες τήνε βράζω| στις οκτώ την κατεβάζω. |
Να και ‘μου ‘ρχεται ένας φίλος | της γειτόνισσας ο σκύλος | και μ’ αρπάζει την κοκάλα | και μ’ αφήνει την τσουκάλα”.

Στη Σίφνο, μεταξύ άλλων πειραγμάτων, λέγανε και τα Ξίκολα τραγούδια. Λ.χ., “Κουτσός στον κάμπο έτρεχε| να φτάσει καβαλάρη| κι ο καβαλάρης του ‘λεγε| να ζήσεις παλικάρι|. Στραβός βελόνα γύρευε| μέσα στον αχυρώνα| κι ένας κουφός του έλεγε| την άκουσα που βρόντα”. Στη Χίο οι άντρες χορεύανε την αστεία κινησιολογικά Μόστρα και οι γυναίκες περίμεναν τις Καρκαλούες, τους μεταμφιεσμένους σε γυναίκες άντρες.

Στη Μύκονο γυρολόγοι γύφτοι, και όχι μόνο, χόρευαν το γαϊτανάκι, ενώ άλλοι μεταμφιεσμένοι την Καμήλα. Στη Νάουσα οργίαζαν οι Μπούλες κι οι Γενίτσαροι. Στο Σοχό Θεσσαλονίκης, ήταν οι Τράγοι (μεταμφιεσμένοι άντρες). Στη Σύρο, οι άντρες ντυμένοι Ζεϊμπέκ τραγουδούσαν και έπαιζαν λατέρνα στις γειτονιές.

Στη Μακεδονία, οι πρόσφυγες της Ανατολικής Ρωμυλίας έφεραν το έθιμο του Κωστιανού Καλόγερου (“δαίμων” της βλάστησης). Οι χωριανοί συναγωνίζονταν ποιος θα τον παραστήσει καλύτερα, όπως και τα άλλα πρόσωπα: Βασιλιάς, Βασίλισσα, Βασιλόπουλο, Κορίτσα, Ζευγολάτης, Σιδεράς, Ψωμάς, Δαμαλάκια (παλικάρια που σέρνουν το άροτρο για την ιερή γονιμοποίηση της γης). Κι όλα αυτά με νταούλια, λύρες κι άλλα όργανα, με νεροκολοκύθες – μάσκες, σατιρικά στιχάκια, χορό, και φαγοπότι.


Στην Κοζάνη από το 1650 καθιερώθηκαν το Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων τα Ρογκατζιάρια, που παραλλαγμένα αργότερα γίνονταν το Φλεβάρη.
Στη Θράκη είχαν θεατρικά δρώμενα με τον Καλόγερο, τον Κούκερο (ή Χούχουτο), τον Σταχτά, τον Κιοκμπέη, τους Πιτεράδες.
Στις Μυκήνες παρασταίναν τον Πεθαμένο, τη νεκρώσιμη ακολουθία και ταφή του: “Στον τάφο σου μπεκρή| τρέχει κρασάκι| όπου έπινες πολύ| με την τέσα τη γεμάτη”. Μια οργιαστική παρωδία της αέναης νεκρανάστασης της ζωής.

Στην Αθήνα, στη «συνοικία των θεών» το Καρναβάλι είχε ομορφιά μέχρι τότε που… σέρναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα. Έκτοτε και μέχρι σήμερα, αναζητείται μια αυθεντικά λαϊκή καβαρναλίστικη γιορτή…


Και ευθύς οι μεγάλοι πρωταγωνιστές, τα πληρώματα του Πατρινού Καρναβαλιού αλλά και καρναβαλικές ομάδες σε μια διαδοχική αλληλουχία χρωμάτων, ιδεών, εμπνεύσεων, έξοχων μεταμφιέσεων με την καταλυτική τους παρουσία συντόνισαν τον παλμό της πόλης στην πιο αισιόδοξη συχνότητα κάνοντας όλη την πόλη να χορεύει σε καρναβαλικούς ρυθμούς.
Στολές με εκτυφλωτικά χρώματα, χιούμορ, πρωτοτυπία, σατιρικό πνεύμα, εξαιρετική αισθητική, καπέλα που εντυπωσίασαν, αξεσουάρ που μόνο το δαιμόνιο πνεύμα του Πατρινού καρναβαλιστή μπορεί να φανταστεί, έξυπνοι τρόποι για να φωτιστεί η παρουσία τους και να λαμπρύνει την νύχτα και πάνω από όλα πλατιά λαμπερά χαμόγελα. Ένα ανεπανάληπτο θέαμα και ένα εκρηκτικό μείγμα διασκέδασης και καρναβαλικού πολιτισμού, που έδωσε λάμψη και μεγαλοπρέπεια στη νύχτα του Σαββάτου.
Στην κορυφή της παρέλασης μετά την πρόεδρο και τα μέλη του ΔΣ της ΚΕΔΗΠ, τα μέλη της Γνωμοδοτικής και της Κριτικής Επιτροπής του Πατρινού Καρναβαλιού 2023 και τη Δημοτική Μουσική να παιανίζει αποκριάτικους σκοπούς και οι μαζορέτες με τις συγχρονισμένες, χορογραφημένες σε βήμα παρέλασης κινήσεις τους, προϊδέασαν για τη συνέχεια.

Τα καρναβαλικά άρματα του Δήμου φωταγωγημένα μαγνήτισαν τα βλέμματα δίνοντας φαντασμαγορική όψη στη νύχτα.

Ο Βασιλιάς Καρνάβαλος με την ακολουθία του προθέρμαναν ιδανικά συνδυάζοντας την καλλιτεχνική, τη σατιρική διάσταση και την επίκαιρη θεματολογία.

Ας πούμε πως ονειρεύομαι την επανάσταση των χαρταετών