28 Σεπτεμβρίου 2023

Έλλη Αλεξίου μια ακόμη κόκκινη παιδαγωγός

Στις 28-Σεπτέμβρη κλείνουν 35 χρόνια από το θάνατο (1988) της μεγάλης κομμουνίστριας παιδαγωγού και πεζογράφου, Έλλης Αλεξίου, η οποία κληροδότησε στις επόμενες γενιές ένα σημαντικό έργο και ένα αγωνιστικό παράδειγμα ζωής, που θα προσανατολίζει πάντα την προοδευτική διανόηση και τους λαϊκούς αγώνες.

Η «δασκάλα του λαού» - όπως χαρακτηρίστηκε - γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης (1894), σε οικογένεια προοδευτικών διανοουμένων της πόλης. Τα αδέλφια της, Λευτέρης και Γαλάτεια Αλεξίου - Καζαντζάκη, υπήρξαν επίσης σημαντικοί διανοούμενοι. Το 1911 έρχεται στην Αθήνα για σπουδές και, παράλληλα, αρχίζει το λογοτεχνικό της έργο. Οι λαϊκοί αγώνες και οι διώξεις όσων πρωτοστάτησαν στην εκπαιδευτική αναγέννηση την οδηγούν το 1928 στο ΚΚΕ, στο οποίο παρέμεινε αταλάντευτα μέχρι το τέλος της. Το 1934 γίνεται μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Στην κατοχή αγωνίζεται μέσα από το ΕΑΜ Λογοτεχνών. Το 1945 φεύγει για σπουδές στη Σορβόνη, αλλά καθώς της αφαιρέθηκε η ελληνική ιθαγένεια, της απαγορεύτηκε και η επιστροφή στην πατρίδα. Το 1949 αναλαμβάνει ως εκπαιδευτικός σύμβουλος τα ελληνικά σχολεία στις σοσιαλιστικές χώρες. Το 1966 επιστρέφει στην Ελλάδα, συλλαμβάνεται, δικάζεται, αλλά απαλλάσσεται. Προηγήθηκε σύντομη επίσκεψή της στην Ελλάδα (1962), με ειδική άδεια, για να παραβρεθεί στην κηδεία της αδελφής της, Γαλάτειας.

Δείτε από τη σειρά αυτοβιογραφικών ντοκιμαντέρ 1982, των Γιώργου και Ηρώς Σγουράκη, όπου σκιαγραφούνται προσωπικότητες από τον πνευματικό, καλλιτεχνικό, πολιτικό και κοινωνικό χώροι το πορτρέτο της ΕΛΛΗΣ ΑΛΕΞΙΟΥ.

Άφησε πίσω της πλούσιο πεζογραφικό έργο πολλά βιβλία για παιδιά, την κριτική μελέτη για τον Νίκο Καζαντζάκη «για να γίνει μεγάλος» κά. (όλα τα βιβλία της εδώ), Πρωτοεμφανίστηκε στα Γράμματα με τη συλλογή διηγημάτων «Σκληροί αγώνες για τη μικρή ζωή» (1931). Πλούσιο είναι και το μεταφραστικό της έργο από τα ρωσικά και γαλλικά. Ένιωθε το γράψιμο «σαν αποκάλυψη μιας αδικίας, που όταν τη βλέπουμε, πρέπει να την καταγγέλλουμε». Όσο για τη στράτευσή της ήταν επίσης ξεκάθαρη: «Αγαπώ τη ζωή γιατί είμαι στο Κόμμα». Στην εκπαίδευση εργάστηκε επί 42 χρόνια (25 χρόνια στην Ελλάδα και 17 στο εξωτερικό).

Σήμερα, που η Παιδεία γνωρίζει νέες, αντιδραστικότερες «αναπροσαρμογές», η μνήμη της Έλλης Αλεξίου δε «χωρά» στο «πολιτιστικό» πρόγραμμα αυτής και καμιάς άλλης αστικής κυβέρνησης. Από μία άποψη είναι λογικό: στην αντίθετη περίπτωση, το ίδιο το σύστημα θα αυτοαναιρούνταν. Δεν την ξέχασε, όμως, η ιδιαίτερη πατρίδα της.

Επειδή η ζωή της Έλλης Αλεξίου αποτελεί επίσης «μάθημα», ας ξεκινήσουμε με αυτό το μικρό επετειακό αφιέρωμα με τον παρακάτω διάλογο που έκανε κάποτε στην Ασφάλεια η αλησμόνητη Έλλη, όπως αποδίδεται με σχετικό αφιέρωμα στη δικτυακή σελίδα του ΚΚΕ:

·      Να μας κάνετε μια έγγραφη δήλωση, να μας πείτε τη γνώμη σας για την ΕΔΑ και τον κομμουνισμό. Να καταδικάσετε τη δράση τους, να γράψετε ότι θα σεβαστείτε το καθεστώς, ότι δε θα το ενοχλήσετε για να μην σας ξαναενοχλήσουμε κι εμείς.
🔥  Δεν μπορώ. Σέβομαι την αξιοπρέπειά μου. Δε θα μπορούσα να ζήσω στην κοινωνία εξευτελισμένη.

  •      Προτιμάτε τη Λέρο;
    🔥 Μα, τι είναι η Λέρος μπροστά στην αξιοπρέπεια του ανθρώπου; Δε λογαριάζω ούτε την εκτέλεση. Στην ηλικία που είμαι τι έχω να χάσω...
 

Η δασκάλα του λαού

«...Νιώθω πολύ ευτυχισμένη στη ζωή μου. Και νιώθω ότι η ευτυχία μου είναι το Κόμμα μου. Η ιδέα πως είμαι ένα κομμάτι απ' αυτόν τον ωραίο κόσμο, μου δίνει μια δύναμη που δεν μπορώ να την περιγράψω. Αγαπώ τη ζωή γιατί είμαι στο Κόμμα. Είναι σαν να ζω μέσα σ' έναν παράδεισο».

Ο τόπος και η οικογένεια

Η Έλλη Αλεξίου γεννιέται στο ακόμα τουρκοκρατούμενο Ηράκλειο, στο «Ηρακλειάκι» για την ίδια, όπως της άρεσε τρυφερά να το αποκαλεί, στις 22 Μάη του 1894. Πατέρας ήταν ο Στυλιανός Αλεξίου, λόγιος και εκδότης, και μητέρα της η Ειρήνη Ζαχαριάδη. Ήταν το τέταρτο και τελευταίο παιδί της οικογένειας. Τη χώριζαν 13 χρόνια από την πρωτότοκη Γαλάτεια, την πρώτη κομμουνίστρια πεζογράφο και ποιήτρια, έντεκα από τον Ραδάμανθυ και τέσσερα από τον επίσης λόγιο και ποιητή, Λευτέρη.

Το 1911, για να συνεχίσει τις σπουδές της, έρχεται στην Αθήνα, όπου η Γαλάτεια, έχοντας κάνει από πολύ νωρίτερα αισθητή την παρουσία της στα ελληνικά γράμματα, μυεί την Έλλη στον ανδροκρατούμενο χώρο της περίφημης Δεξαμενής στο Κολωνάκι, ένα φτωχικό προάστιο τότε της Αθήνας.

Στην πλατεία αυτή, που ήταν ο αγαπημένος χώρος της ελληνικής διανόησης, η Αλεξίου γνωρίζεται με τους Καρκαβίτσα, Βάρναλη, Θεοτόκη, Κονδυλάκη, Αυγέρη, Βλαχογιάννη, Τραυλαντώνη, Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, Λιλίκα Νάκου και πολλούς άλλους. Οπως η ίδια έλεγε, για τη λογοτεχνική συντροφιά της «Δεξαμενής», «ήταν ένα μικρό δείγμα της συμμαχίας που άρχισε από τότε με τους αδύνατους και αδικημένους». Εκεί θα γνωρίσει και τον λογοτέχνη, μεταφραστή Βάσο Δασκαλάκη, τον οποίο θα παντρευτεί το 1920 στο Παρίσι.

Το 1913, μετά από απόφαση της Κρητικής Πολιτείας, εξετάζεται από την Αρσάκειο Παιδαγωγική Ακαδημία και αναγνωρίζεται ως διπλωματούχος. Την επόμενη χρονιά διορίζεται για πρώτη φορά δασκάλα. Τότε είναι που τα βιώματά της έγιναν η επιτακτική αφορμή για να ασχοληθεί, από την επόμενη δεκαετία, με τη λογοτεχνία. Το 1923 δημοσιεύει το πρώτο της διήγημα με τίτλο «Ο Φραντζέσκος» στο περιοδικό «Φιλική Εταιρεία».

Η ένταξή της στις γραμμές του ΚΚΕ

Η Έλλη Αλεξίου θα συνταχθεί και επίσημα με την πρωτοπορία της εργατικής τάξης και το Κόμμα της, το ΚΚΕ, το 1928. Παραδίδει το βιογραφικό της στον ήρωα μάρτυρα του Κόμματος και του λαϊκού μας κινήματος, Νίκο Πλουμπίδη.

Η ένταξή της στο ΚΚΕ υπήρξε αιτία πολλών ταλαιπωριών και διώξεων, οι πρώτες από τις οποίες ήταν οι δύο συλλήψεις της (1936, 1938) από την Ειδική Ασφάλεια.

Ως δασκάλα του λαού, η Έλλη Αλεξίου παίρνει ενεργά μέρος στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ Λογοτεχνών και αναλαμβάνει τα σχολικά συσσίτια έως το 1945.

Λιγότερο γνωστή είναι η συμμετοχή της Έλλης Αλεξίου στη δημιουργία του Ύμνου του ΕΛΑΣ, αφού εκείνη ήταν που μετέφερε την εντολή της γραφής του, το Μάρτη του 1944, στην φίλη, συνάδελφο και συναγωνίστρια Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, παρουσία του συνθέτη του Υμνου, Νίκου Τσάκωνα.
«Τον Μάρτιο του 1944, ένα απόγευμα, ήρθε στο σπίτι μου στην Καλλιθέα ένας άγνωστος, που μου έφερε η Βούλα Δαμιανάκου. Μου είπε ότι ερχόταν από το βουνό κι έφερνε εντολή σε μένα, που είχα την ευθύνη τριών ομάδων λογοτεχνών του ΕΑΜ, να γραφτεί απ' τους ποιητές τους ΕΑΜικούς ένας Υμνος για τον ΕΛΑΣ. Μου είπε όμως ότι ο Υμνος έπρεπε να είναι έτοιμος σε πέντε μέρες, που θα έφευγε πάλι για πίσω». Οταν μετά από μία μέρα οι δυο γυναίκες συναντιούνται και κατευθύνονται προς το Σύνταγμα, η Σοφία απαγγέλλει ψιθυριστά στο αυτί της Αλεξίου τους στίχους του Υμνου ανάμεσα στους Γερμανούς που κυκλοφορούσαν στη λιακάδα. «Τον άκουα στην αρχή ήρεμα, αλλά, όταν φτάσαμε πια στην οδό Σταδίου, εγώ έκλαψα»...

Το 1945 βρίσκει την Αλεξίου να διδάσκει στο Γυμνάσιο Θηλέων Καλλιθέας. Τότε αποφασίζει να αποδεχτεί την υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης ως ανταμοιβή για τη συμμετοχή της στον αντιφασιστικό αγώνα. Κατά τη διάρκεια της παραμονής της εκεί, της αφαιρείται η ελληνική ιθαγένεια και της απαγορεύεται η επιστροφή στην Ελλάδα.

Το διδακτικό και παιδαγωγικό έργο της στις Λαϊκές Δημοκρατίες

Η Έλλη δούλεψε με τα προσφυγόπουλα κυρίως στη Ρουμανία, αλλά και στην Ουγγαρία. Όπως γράφει η ίδια, για να φιλοξενηθεί ένας τόσο μεγάλος αριθμός παιδιών έπρεπε να παρθούν γενναία μέτρα από την κυβέρνηση της Ρουμανίας και να δοθεί γενναία χρηματοδότηση, από μια χώρα που λίγα χρόνια πριν είχε βγει από τον πόλεμο και είχε και τις δικές της ανάγκες να καλύψει.

Aπό το 1949 έως το 1962 ανήκε στη συντακτική επιτροπή των Αλφαβηταρίων της Α' - Ε' τάξης (μιλάμε για 8τάξιο Δημοτικό), δύο εκδόσεων της Γεωγραφίας της Ελλάδας, καθώς και ενός Βοηθήματος για τις Νηπιαγωγούς. Στο διάστημα αυτό, εκτός από τα βιβλία για τη διδασκαλία της Γλώσσας και της Λογοτεχνίας, η συγγραφέας αναφέρει 29 εκδόσεις αναγνωστικών.

Λόγω της τεράστιας εκπαιδευτικής και λογοτεχνικής προσφοράς της, καλείται και συμμετέχει σε τρία Διεθνή Συνέδρια Ειρήνης (1947 και 1950 - Παρίσι και Βαρσοβία αντίστοιχα). Ακόμα, λαμβάνει μέρος στο Συνέδριο των Διανοουμένων στην Πολωνία (1948), για το Παιδί στη Βιέννη (1952), για τη Νεοελληνική Λογοτεχνία (Βερολίνο 1957). Το 1953 συμμετέχει στο Α' Παγκόσμιο Συνέδριο Δημοκρατικών Γυναικών στην Κοπεγχάγη και επισκέπτεται, ύστερα από πρόσκληση της κυβέρνησης, τη Σοβιετική Ενωση. Η επίσκεψη επαναλαμβάνεται το 1961, στις γιορτές για τον Ουκρανό ποιητή Ταράς Σεφτσένκο. Αυτά για την Ελλάδα των νικητών του Εμφυλίου μικρή σημασία είχαν. Τουναντίον, η κυβέρνηση Παπάγου την τιμωρεί. Το 1952 τη δικάζει ερήμην και εκδίδονται παραπεμπτικό βούλευμα και ένταλμα σύλληψής της.

Η επιστροφή στην Ελλάδα

Το 1962 χάνει το προτελευταίο μέλος της οικογένειάς της. Η Γαλάτεια σκοτώνεται και τότε μόνο παραχωρείται στην Ελλη Αλεξίου ολιγοήμερη άδεια να επιστρέψει στην Ελλάδα, για να παραστεί στην κηδεία. Η προσωρινή άδεια παρατείνεται και η Αλεξίου μένει μόνιμα πια στην Ελλάδα. Την ελληνική ιθαγένεια δεν την επανακτά, παρά το 1965. Ενα χρόνο μετά, το 1966, συλλαμβάνεται και οδηγείται στο ελληνικό Άουσβιτς, στο κολαστήριο των Γυναικείων Φυλακών Αβέρωφ.

Στη συνέχεια δικάζεται για «αντεθνική δράση και προπαγάνδα». Τελικώς απαλλάσσεται από την κατηγορία, ύστερα από την αντίδραση της κοινής γνώμης, αλλά και λόγω της εκπληκτικής απολογίας της με την οποία καταρρίπτει το γελοίο κατηγορητήριο.

Οι περιπέτειες και οι διωγμοί της δεν σταματούν εδώ. Η αμερικανόδουλη χούντα των συνταγματαρχών δεν την αφήνει σε ησυχία, την πιέζουν να κάνει δήλωση, πάνε στο σπίτι της και κάνουν έρευνες, παίρνουν χειρόγραφα, απαγορεύουν τα βιβλία της, της απαγορεύουν το 1973 να ανεβάσει στο θέατρο το «Μια ημέρα στο γυμνάσιο», που αναφέρεται στη σχολική ζωή των γυμνασίων κατά την περίοδο της δικτατορίας τού Μεταξά (1936 - 1941) και τελικά τη θέτουν σε κατ' οίκον περιορισμό.

Από την πρώτη γραμμή, ως διακεκριμένο μέλος του ΚΚΕ, θα συμμετάσχει ενεργά σε όλες τις πολιτικές και πνευματικές εκδηλώσεις του Κόμματος, το οποίο στις εκλογές του 1977 την τιμά θέτοντάς την πρώτη στη λίστα των υποψηφίων βουλευτών Επικρατείας. Μέχρι το θάνατό της, το 1988, με λαγαρό και αποκαλυπτικό λόγο θα παρεμβαίνει σε κάθε ζήτημα που ξυπνά μέσα της την αντίσταση.

“Ο Πρώτος Δάσκαλος” του Τζινγκίζ Αϊτμάτωφ
Πρώτα χρόνια της σοβιετικής εξουσίας στην Κριγιζία,
λίγο μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου

Οι παιδαγωγικές της αντιλήψεις

Η Ελλη Αλεξίου ασπάζεται από πολύ νωρίς τις παιδαγωγικές αντιλήψεις του Δημήτρη Γληνού και τον θεωρεί δάσκαλό της. Υπερασπίζεται τη Δημοτική, κατά συνέπεια και τη μεταρρύθμιση του 1917, καθώς και την πεποίθηση του δασκάλου της, πως η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση δεν θα γίνει από τα πάνω, αλλά μέσα από το ίδιο το λαϊκό κίνημα και τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς. Οταν έκλεισαν τα γραφεία του Εκπαιδευτικού Ομίλου το 1936, με τη δικτατορία του Μεταξά, οργανώνει παράνομα μαθήματα γενικής και ειδικής παιδείας στο σπίτι της με δάσκαλο τον Γληνό.

Αντιμετωπίζει τα προβλήματα της εκπαίδευσης ως κοινωνικά προβλήματα. Στο έργο της «Γ' Χριστιανικό Παρθεναγωγείο» αναπαριστά το σχολείο ως ρεαλιστικό πεδίο ταξικών διαφορών. Η αντίληψή της για την Παιδαγωγική επιστήμη αποκρυσταλλώνεται και στο βιβλίο της «Εισαγωγή στην Ιστορία της Παιδαγωγικής». Ο διαλεκτικός ιστορικός υλισμός ως εργαλείο ανάλυσης της πραγματικότητας και των κοινωνικών φαινομένων διαπερνά αυτήν τη μελέτη της.

Δεν ξεχνάει τον παιδαγωγικό της ρόλο και αποτυπώνει τις παιδαγωγικές της αρχές και στα βιβλία που γράφει για παιδιά όπως είναι: «Ο Χοντρούλης και η Πηδηχτή», «Ρωτώ και μαθαίνω», «Τραγουδώ και χορεύω», «Ήθελε να τη λένε κυρία».

Το τι σημαίνει δάσκαλος που έχει κάνει την επιλογή του δίπλα στο λαό, το απέδειξε η Ελλη και στην Κατοχή ως μαχόμενη εκπαιδευτικός της Αντίστασης. Συνεχίζει να είναι η δασκάλα του λαού, να καθοδηγεί, να διαφωτίζει και να παραδειγματίζει τους μαθητές να αγωνιστούν. Γράφει Καραγκιόζη και κωμωδίες που τα παρουσίαζε στα παιδιά στα συσσίτια στο υπόγειο της Πολυκλινικής Αθηνών, για να τα διασκεδάζει. Αυτό το έργο της δεν το φανέρωσε ποτέ. Το μοναδικό που έχει γραμμένο είναι το «Ο Καραγκιόζης πάει στο βουνό».

Στη «Βασιλική δρυ» η Έλλη αναφέρεται στους αγώνες των δασκάλων από τον Μεσοπόλεμο, στη γνωριμία της με τον Δ. Γληνό και τις ιδέες του, στη γενιά των δασκάλων που αγωνίστηκε ενάντια στη φασιστική κατοχή, στα δύσκολα χρόνια του Εμφυλίου. Για όλα τα παραπάνω μιλάει με το γνωστό λυρισμό ανθρωπιάς, που, άλλωστε, χαρακτηρίζει και το σύνολο των έργων της, στα οποία συνδυάζει αυτοβιογραφικά και κοινωνικού προβληματισμού στοιχεία, υποβάλλοντας την ανάγκη ανατροπής του σάπιου καπιταλιστικού συστήματος που γεννά τα κοινωνικά αδιέξοδα.

Η συντρόφισσα Έλλη ανήκει
σ' αυτό το κατακόκκινο
μέλλον για το οποίο δούλεψε

Συνολικά, το παιδαγωγικό έργο της Ελλης Αλεξίου, όπως και το συγγραφικό, ανταποκρινόταν στην ιδεολογία της, στο πώς η ίδια βλέπει τον ρόλο του προοδευτικού καλλιτέχνη και δασκάλου.

Η Έλλη, που εμπνευσμένη από το μεγάλο κατόρθωμα της καινούριας χώρας των εργατών και των αγροτών, της ΕΣΣΔ, γράφει ότι «Και η Παιδεία με επανάσταση βρήκε το δρόμο της. Μια επανάσταση, όπως η Οχτωβριανή, που ανατρέπει από τα θεμέλια παμπάλαιους θεσμούς και μπάζει την κοινωνία σε ολότελα καινούριους δρόμους, άβατους και πρωτοπάτητους, φυσικό ήταν να δώσει και στην Παιδεία νέους προσανατολισμούς, νέους προγραμματισμούς», δείχνει και σήμερα τον δρόμο για τη ριζική αναγέννηση της Παιδείας. Αναγέννηση που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο μέσα και μαζί με τη σοσιαλιστική ανασυγκρότηση της κοινωνίας.

Ο ταξικός χαρακτήρας της Εκπαίδευσης, το «νέο σχολείο» του ανταγωνισμού και της ημιμάθειας, προσαρμοσμένο στις επιταγές του κεφαλαίου, είναι το ίδιο αστικό σχολείο που η συντρόφισσα Ελλη κατήγγειλε μέσα από το έργο της και τη δράση της, προβάλλοντας «αδιαλείπτως το αίτημα για μια ανθρώπινη ζωή, καταγγέλλοντας και φέρνοντας στο φως περιπτώσεις κοινωνικής αδικίας». «Τα παιδιά», που η Αλεξίου ένιωθε «σα να την τραβούσαν από το φόρεμα και απαιτούσαν να ζητήσει το δίκιο τους» και εκείνη «δεν μπορούσε να επικαλεστεί το ανεύθυνο της άγνοιας», είναι τα ίδια που ο σημερινός δάσκαλος πρέπει να υπερασπιστεί, όταν ο λαός αντιμετωπίζει πρόβλημα επιβίωσης, όταν στα σχολεία εμφανίζονται φαινόμενα υποσιτισμού, όταν στα σπίτια της λαϊκής οικογένειας δεν υπάρχει ρεύμα για να διαβάσουν τα παιδιά της, όταν δεν υπάρχει θέρμανση στα σχολεία και στα σπίτια. Είναι τα παιδιά των μεταναστών. Είναι τα κυνηγημένα παιδιά των πολέμων.

Αναντικατάστατη η διαχρονική προσφορά του ΚΚΕ
στον αγώνα του λαού για το δικαίωμα στη μόρφωση

Tο νήμα της σκέψης της Ελλης Αλεξίου και των άλλων κομμουνιστών διανοουμένων ξεκινά από πολύ μακριά και φτάνει πολύ μακριά. Το ΚΚΕ, συνεχίζοντας πάντα κάτω από τις ίδιες σημαίες και πάντα κάτω από τον ίδιο σκοπό, μελετώντας συνεχώς τις εξελίξεις, διαμορφώνει σήμερα την πρότασή του για τη μόρφωση και τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών, των νέων, η οποία πατάει στις σύγχρονες δυνατότητες και ανάγκες, απαντά στα εργατικά - λαϊκά συμφέροντα.

Η λύση που προτείνει το ΚΚΕ, η νέα προοπτική, ο σοσιαλισμός, ενάντια σε ένα ξεπερασμένο σύστημα, τον καπιταλισμό, που στον 21ο αιώνα, παρά τα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας, καταδικάζει τους εργαζόμενους, τους λαούς να ζουν με τον εφιάλτη της ανεργίας, της φτώχειας, των πολέμων, είναι επίκαιρη και αναγκαία όσο ποτέ.

Η ευτυχία μου είναι το Κόμμα μου!
ΕΛΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ _Μια φωτισμένη και πολύπλευρη προσωπικότητα
με πολύτιμο λογοτεχνικό και παιδαγωγικό έργο

Αποσπάσματα από την ομιλία της Ελένης Μηλιαρονικολάκη, στην εκδήλωση για την κομμουνίστρια λογοτέχνη _ Μια ενδιαφέρουσα εκδήλωση, αφιερωμένη στην κομμουνίστρια λογοτέχνη Έλλη Αλεξίου 21-Σεπ-2018  στο Στέκι Πολιτισμού του Φεστιβάλ ΚΝΕ-ΟΔΗΓΗΤΗ, με ομιλήτρια την Ελένη Μηλιαρονικολάκη, μέλος της ΚΕ και υπεύθυνη του Τμήματος Πολιτισμού της ΚΕ του ΚΚΕ.

«Όσο είναι κανένας μικρός, θαρρεί πως αν δεν ορίζει τίποτα, πως αν δεν εξουσιάζει κανένα κέφι του μέσα στη ζωή, φταίει που είναι μικρός. Και λοιπόν λαχταράει πότε να μεγαλώσει. Γιατί μόλις μεγαλώσει, ε, τότε πια θα κάνει εκείνο που θέλει, θα κάνει ό,τι του αρέσει, δίχως να 'χει να δώσει λόγο πουθενά. Γιατί οι μεγάλοι είναι αυτεξούσιοι.
Μεγαλώνει ωστόσο με τον καιρό, φοραίνει μακρυά, παύει πια να παίζει βώλους στο δρόμο, κάποτε αρχίζει να βγάνει και το ψωμί του με τον κόπο του. Μα άμα σταθεί κι αναμετρήσει, τα μπρος και τα πίσω, βλέπει πως και πάλι άλλοι τον ορίζουνε μέσα στη ζωή. Καταλαβαίνει πως και μεγάλος που γίνηκε δε βγαίνει τίποτε. Δεν ήτανε αυτό το μυστικό. Αυτός σχεδίαζε άλλα με την καρδιά του, είχε βάλει σημάδι και τραβούσε ένα δρόμο, που πήγαινε προς την ανατολή, και μια στιγμή βρέθηκε μπερδεμένος να τον τραβούν αγύριστα κατά τη δύση.
Μα το παράξενο δεν είναι τούτο...
Το παράξενο είναι άλλο. Ναι! το πολύ παράξενο είναι πως κείνο το δρόμο που ανοίχτηκε απ' άλλων μοίρες μπροστά του, τον ακολουθεί σαν ιεραπόστολος...
Βλέπουνε οι άλλοι την αφοσίωση τούτη και λεν:
Τι ωραία, μπράβο. Εσύ ήσουν γεννημένος γι' αυτή τη δουλειά. Και σε μακαρίζουν που σου ήρθανε βολικά τα πράματα στη ζωή, ν' ακολουθήσεις την κλίση σου
».

Με το απόσπασμα αυτό ξεκινά το δεύτερο έργο της Ελλης Αλεξίου, το πασίγνωστο και από την ομώνυμη τηλεοπτική σειρά μυθιστόρημά της «Γ' Χριστιανικόν Παρθεναγωγείον», που κυκλοφόρησε το 1934. Το διαλέξαμε γιατί αντιπροσωπεύει την πεμπτουσία της πολύπλευρης δραστηριότητάς της - λογοτεχνικής, παιδαγωγικής, κοινωνικοπολιτικής - που είναι τούτη: Να διεγείρει το «καλοκάγαθο κοιμισμένο κοπάδι προβάτων» - όπως αποκαλεί τους εργατικούς, λαϊκούς ανθρώπους - μα πάνω απ' όλα να τους δείξει το δρόμο για να μπορούν να ορίζουν οι ίδιοι τη ζωή τους, τόσο στον κοινωνικό - συλλογικό στίβο, όσο και στον προσωπικό, καθώς ο πρώτος δεν περιλαμβάνει πάντα τον δεύτερο.

Η ερωτική νουβέλα του διάσημου σοβιετικού συγγραφέα Τ. Αϊτμάτοβ,
χαρακτηρίστηκε από το Λουί Αραγκόν "λογοτεχνικό διαμάντι".
Πρόκειται για την ιστορία της όμορφης, δυναμικής Τζαμιλιά που,
αδιαφορώντας για τις παλιές, πατριαρχικές παραδόσεις του τόπου της,
ακολουθεί τολμηρά το δρόμο της καρδιάς της,
βέβαιη πως κατακτάει την ευτυχία της.
Η ηρωίδα συνδυάζει τη νεανική ορμή με την όρεξη για δουλειά, τ
η γυναικεία ευαισθησία με το ακατάβλητο ερωτικό πάθος.

Να συλλάβουμε το νόημα της ζωής

Η Έλλη Αλεξίου έγινε μέλος του ΚΚΕ το καλοκαίρι του 1928, παραδίνοντας το βιογραφικό της στον Νίκο Πλουμπίδη και έμεινε ακλόνητη μέχρι το τέλος. «Μα μήπως το σκέφτεσαι πρωτύτερα για να πας στη βρύση να πιεις νερό, άμα διψάς;», είχε δηλώσει σε συνέντευξή της το 1980. Στο πολύτομο πεζογραφικό έργο της συγχωνεύει δύο βασικές διαστάσεις: Ο άνθρωπος αντιμέτωπος με τις αντανακλάσεις των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στις κοινωνικές σχέσεις του, αλλά και ο άνθρωπος αντιμέτωπος με τις υπαρξιακές αγωνίες του, τελικά ο άνθρωπος αντιμέτωπος με τον εξωτερικό και τον εσωτερικό του εχθρό.

Σαν απόσταγμα πλούσιας εμπειρίας από τη ζωή και βαθύτερου συλλογισμού, το έργο της Αλεξίου δε μας προσφέρει μόνο την ικανοποίηση της καλής λογοτεχνίας, αλλά πάνω απ' όλα μια σοφία για να πορευτούμε εμπνευσμένα στη ζωή, να συλλάβουμε το νόημά της. Παρότι οι καταστάσεις που προβάλλονται στα έργα της έχουν αλλάξει στις μέρες μας μορφή, ο χρόνος στέκεται ανίκανος να κατεδαφίσει την αξία τους, γιατί τα μηνύματά τους έχουν καθολικότερη σημασία. Αποτελούν γνώση πολύτιμη, που δύσκολα μπορεί να αντληθεί μόνο από τα προσωπικά μας βιώματα. Με άλλα λόγια, τα έργα της αξίζει ανεπιφύλακτα να μελετηθούν και όχι απλά να διαβαστούν, ειδικά από τους νέους ανθρώπους.

Άλλωστε, τα κοινωνικά - πολιτικά, αλλά και προσωπικά βιώματα της Αλεξίου μέσα στη δίνη του πολυτάραχου 20ού αιώνα δεν είναι και από τα πιο συνηθισμένα.

Προερχόμενη από μια ανώτερη μεσοαστική οικογένεια του Ηρακλείου της Κρήτης, με υψηλό μορφωτικό επίπεδο για τα δεδομένα όχι μόνο εκείνου του καιρού, αγάπησε από την παιδική ηλικία τις τέχνες και τα γράμματα. Ο πατέρας της, εκδότης και μελετητής, υπήρξε μια πνευματική φυσιογνωμία του Ηρακλείου. Η μητέρα της ήταν ευαίσθητη και σιωπηλή. Οι δύο αδερφοί της, Ραδάμανθυς και Λευτέρης, είχαν ιδιαίτερες επιδόσεις στη μουσική - ο δεύτερος και στην ποίηση - ενώ η μεγαλύτερη κατά δεκατρία χρόνια αδερφή της, η τολμηρή και δυναμική Γαλάτεια, μετέπειτα Καζαντζάκη, ήταν η πρώτη κομμουνίστρια λογοτέχνιδα, αυτή που τάραξε τα νερά της επαρχιώτικης κοινωνίας, αλλά και του ρομαντισμού με το πρώιμα ρεαλιστικό και κοινωνικό έργο της. Να μια χαρακτηριστική στιγμή γύρω από το οικογενειακό τραπέζι, όπως μας την αφηγείται η Αλεξίου:

«Η Γαλάτεια έτρωγε με καταπληκτική ταχύτητα και σε συνέχεια, εμείς ακόμα τρώγαμε, μας διάβαζε ποικίλα κείμενα και δημιουργούσε ατμόσφαιρα μεγάλης συγκίνησης, σχεδόν διδασκαλίας. Μου μένει ζωντανή ακόμη η εικόνα, όλων των ματιών της οικογένειας να είναι δακρυσμένα. Από μικρό παιδί μεγάλωνα σε ένα τέτοιο πανεπιστήμιο, ήταν δάσκαλοι υπερευαισθησίας».

Αυτό με έμπασε στις μεγάλες αλήθειες, τις κοινωνικές...

Γρήγορα, όμως, μετά την αποφοίτησή της από το Διδασκαλείο του Ηρακλείου και την αναγνώρισή της ως διπλωματούχου του Αρσακείου, ήρθε ο καιρός να φοιτήσει στο... πανεπιστήμιο, το πανεπιστήμιο της ζωής, με το διορισμό της το 1914 στο Γ΄ Χριστιανικόν Παρθεναγωγείον. «Η νέα κοπέλα με το διορισμό της, χωρίς να το καταλάβει, πέρασε σιγά σιγά από τα όνειρα της μικροαστής, το πιάνο, τα γαλλικά, τη ζωγραφική, τις γούνες, τη θέση στην καλή κοινωνία, στο μεγάλο έρωτα της ανθρωπιάς, της δημιουργίας, του χρέους», όπως σημειώνει η συμπατριώτισσα και επιστήθια φίλη της, ποιήτρια και δημιουργός του ύμνου του ΕΛΑΣ, Σοφία Μαυροειδή - Παπαδάκη. Το Γ΄ Χριστιανικόν Παρθεναγωγείον, παρά τον ηχηρό τίτλο του, ήταν ένα παραμελημένο σχολείο σε ένα φτωχομαχαλά του Ηρακλείου, αποκαλούμενο και ψωροσκολειό, εξαιτίας των πάμφτωχων και καταφρονεμένων μαθητών του. Κι όμως, σ' αυτό το μίζερο περιβάλλον η Ελλη βρήκε τον εαυτό της...

«Το αγάπησα το Παρθεναγωγείο. Δεν ήμουν εγώ ο δικός του δάσκαλος, έγινε αυτό ο δικός μου. Αυτό με έμπασε στις μεγάλες αλήθειες, τις κοινωνικές. Μου έδειξε ότι υπάρχει αυτή η άγια φτώχεια. Την αγάπησα, εμαθήτευσα σε μια σχολή που με έκανε να αγαπήσω το σοσιαλισμό και συμμάχησα για πάντα σ' όλη μου τη ζωή με τα μαθήματα που πήρα στο Γ' Χριστιανικόν Παρθεναγωγείον», δηλώνει η Αλεξίου σε συνέντευξή της στον «Ριζοσπάστη»...

Απλά, με αμεσότητα, χωρίς πάθος, χωρίς ούτε ένα σημάδι στόμφου ή κηρυγματικής πρόθεσης, η Αλεξίου μέσα από το σχολείο αναπτύσσει το θέμα της ταξικής ανισότητας στον καπιταλισμό με πρώτα θύματα τα παιδιά.

Η καταγγελία της βαρβαρότητας του καπιταλισμού μέσα από το μαρτύριο, τις στερήσεις, τις αρρώστιες των μικρών αυτών υπάρξεων, ο αγώνας ο δικός τους, αλλά και της οικογένειάς τους για μια θέση στον ήλιο αποτελούν το περιεχόμενο και του πρώτου βιβλίου της Ελλης Αλεξίου, τη συλλογή των διηγημάτων «Σκληροί αγώνες για μικρή ζωή», βασισμένη κύρια σε βιώματα από το ορφανοτροφείο του Φαλήρου, όπου δίδαξε αργότερα για μια δεκαετία...
Με μόνη την ανθρωπιά, την αγάπη και την τρυφερότητα, χωρίς κατάλληλα παιδαγωγικά εργαλεία, δε θα μπορούσε ασφαλώς η Αλεξίου να αναδειχθεί σε μια από τις πιο χαρισματικές δασκάλες του καιρού της. Ετσι, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι πρωτοπόρες παιδαγωγικές απόψεις και πρακτικές της, όπως προβάλλονται μέσα από τα δύο αυτά βαρυσήμαντα έργα της, που την αφετηρία τους έχουν στη διδασκαλία του Δημήτρη Γληνού.

Η Αλεξίου δεν κρατά βέργα και δε δέρνει τα παιδιά, δεν τα διώχνει από το σχολείο όταν είναι βρώμικα, αλλά τα ξεψειρίζει και τα πλένει, δεν τα περιορίζει στους τέσσερις τοίχους της τάξης, αλλά τα πηγαίνει να γνωρίσουν τη γειτονιά τους, να παίξουν στη θάλασσα, να χαρούν την εξοχή, με άλλα λόγια συνδέει το σχολείο με τη ζωή για να βγάλει ελεύθερους ανθρώπους κι όχι γαϊδούρια για το μαγκανοπήγαδο. Και το σπουδαιότερο, η τέλεια τάξη για την Αλεξίου είναι αυτή που όλα γενικά τα παιδιά προοδεύουν μέσα από την κοινή προσπάθεια, τη συμπαράσταση, την αλληλοβοήθεια, η τάξη που δεν έχει κανέναν απορριφθέντα και όχι αυτή που ανέδειξε επιτυχόντες στο πανεπιστήμιο. Αυτός δεν είναι άλλωστε ο στόχος της σοσιαλιστικής παιδαγωγικής;

Οι καπιταλιστικές αντιφάσεις
καθρεφτίζονται στις κοινωνικές σχέσεις

Το αντικαθρέφτισμα των καπιταλιστικών αντιφάσεων στις διάφορες μορφές των κοινωνικών σχέσεων απασχολεί το μεγαλύτερο μέρος στις συλλογές των διηγημάτων της, στα οποία η ίδια είχε ιδιαίτερη αδυναμία (συλλογές «Υπολείμματα Επαγγέλματος», «Αναχωρήσεις και Μεταλλαγές», «Μυστήρια», «Προσοχή συνάνθρωποι!») ενώ μονοπωλούν και το περιεχόμενο του δεύτερου μυθιστορήματός της «Λούμπεν», που εκδόθηκε το 1944 απηχώντας και προσωπικά βιώματα από το γάμο της με τον λογοτέχνη Βάσο Δασκαλάκη...

Οι σπουδαίες συγγραφικές αρετές ακολουθούν την Αλεξίου και σ' αυτό το έργο. Με μοναδική ευγένεια ψυχής, χωρίς ίχνος πάθους, που θα μπορούσε να δικαιολογηθεί και από το διαζύγιό της με τον Δασκαλάκη το 1938, κινητοποιεί μέσα από το συναίσθημα και τη συγκίνηση τη σκέψη του αναγνώστη για να αφομοιωθεί βαθύτερα ένα ακόμη από τα συμπεράσματα της πάμπλουτης σε εμπειρίες ζωής της: Πως, δηλαδή, η υπέρμετρη αγάπη και η δίχως όρια αφοσίωση βλάπτουν.

Ενα πολύ ενδιαφέρον ωστόσο γι' αυτό το μυθιστόρημα ερώτημα δημιουργείται κιόλας από τον τίτλο του: "Λούμπεν". Το πρώτο που θα σκεφθεί κανείς είναι μήπως ο τίτλος αυτός ακυρώνει όσα παραπάνω ειπώθηκαν για την ψυχική ανωτερότητα της λογοτέχνιδας; Οπως, όμως, μας πληροφορεί ο Τάκης Αδάμος, κομμουνιστής λογοτέχνης κι αυτός, ο χαρακτηρισμός αναφέρεται στην ηρωίδα της. Και δεν μπορεί παρά να είναι αλήθεια, γιατί επιδίωξη της Αλεξίου είναι να μας υποβάλει το συμπέρασμα πως η υπερβολική αγάπη καταστρέφει τόσο εκείνους που τη δίνουν αλόγιστα, μετατρέποντάς τους σε υποζύγια και ψυχικά κουρέλια, όσο και τους αποδέκτες της, αφού τους κακομαθαίνει και τελικά τους διαφθείρει τροφοδοτώντας τους με υπέρμετρο, τυραννικό εγωκεντρισμό και σκληρότητα. Με λίγα λόγια, πραγματικά η ηρωίδα είναι η Λούμπεν - «εγώ φταίω» λέει μάλιστα στο τέλος του έργου - όχι μόνο γιατί δε στάθηκε η ίδια στο ύψος της, αλλά και γιατί διόγκωσε με τη στάση της την αποκτημένη στον αγώνα για την επιβίωση σκληρότητα και τον εγωισμό του άντρα της, διαμορφώνοντας μαζί με τον εαυτό της κι ένα ακόμη άτομο αρνητικό για την κοινωνία.

Στο διάστημα της συγγραφής των παραπάνω έργων μεσολάβησε η δικτατορία του Μεταξά. Η Ελλη Αλεξίου, καθώς δεν έκρυβε τις ιδέες της, συνελήφθη δύο φορές από την Ειδική Ασφάλεια του Μανιαδάκη και στη συνέχεια τέθηκε σε παρακολούθηση.

Η ζωή πάντα της έδειχνε το δρόμο...

Το διάστημα 1940 - 1945, ζώντας πια μόνη στην Καλλιθέα, ανέλαβε τα σχολικά συσσίτια κατοχής. Την ίδια περίοδο πήρε ενεργά μέρος στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ Λογοτεχνών με την ιδιότητα του γραμματέα σε τρεις ομάδες. Μετά την απελευθέρωση, το 1945, έφυγε στο Παρίσι ως υπότροφος της γαλλικής κυβέρνησης για την αντιστασιακή δράση της. Παρακολούθησε μαθήματα στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης και εργάστηκε ως εκπαιδευτικός. Στο μεταξύ, το 1948, η ελληνική κυβέρνηση της στέρησε την ιθαγένεια. Την ίδια χρονιά όμως η ΚΕ του ΚΚΕ ίδρυσε την Επιτροπή Βοήθειας στο Παιδί (ΕΒΟΠ), που μέσα στο στρόβιλο του αγώνα του ΔΣΕ είχε αναλάβει τη μεταφορά, εγκατάσταση και οργάνωση της ζωής των Ελληνόπουλων στις Λαϊκές Δημοκρατίες. Ετσι, το 1949 καλέστηκε η Ελλη Αλεξίου να συμβάλει στην εκπαίδευσή τους.

Χωρίς καθόλου να το σκεφτεί - παρότι από την πλευρά της Γαλλίας τής δηλώθηκε ρητά ότι θα της απαγορευτεί η επιστροφή της - πήγε στη Ρουμανία και ένα διάστημα στην Ουγγαρία, όπου έδωσε τον καλύτερό της εαυτό στην εκπαίδευση των παιδιών, στην επιμόρφωση των δασκάλων τους, στη συγγραφή νέων αναγνωστικών, στην επιλογή λογοτεχνικών κειμένων για τα βιβλία τους, που δε θα μπορούσε να παραμείνουν τα ίδια με εκείνα που διδάσκονταν στην Ελλάδα. Παράλληλα, έκανε σειρά εκπομπών από τους σταθμούς του Κόμματος στις σοσιαλιστικές χώρες που απευθύνονταν σε ελληνικό ακροατήριο, στις οποίες μιλούσε για τα προβλήματα των μαθητών και εκπαιδευτικών στην Ελλάδα, παρουσίαζε λογοτέχνες και εγκαλούσε τους Έλληνες διανοούμενους - και μάλιστα ονομαστικά - γιατί δε διαμαρτύρονταν για τον εγκλεισμό των ομοτέχνων τους στα στρατόπεδα εξορίας και τις φυλακές. Λόγω της μεγάλης εκπαιδευτικής και λογοτεχνικής προσφοράς της κλήθηκε να συμμετάσχει σε πολλά συνέδρια για το παιδί, τη νεοελληνική λογοτεχνία, συνέδριο των διανοούμενων στην Πολωνία και τρεις φορές σε Διεθνή Συνέδρια για την ειρήνη. Η Ελλάδα την τίμησε κι αυτήν, καταδικάζοντάς την το 1952 ερήμην και εκδίδοντας ένταλμα σύλληψής της.

Με τις χορδές της λύρας μου προτού τους ιστορήσω...

Κι επειδή σ' όλη τη λογοτεχνική διαδρομή της η ζωή πάντα της έδειχνε το δρόμο, έτσι έγινε και στα θυελλώδη αυτά χρόνια. Η πένα της την περίοδο της αναγκαστικής υπερορίας στρατεύεται ανοιχτά στην υπεράσπιση της κομμουνιστικής ιδεολογίας και της πάλης που έδωσε και εξακολουθούσε να δίνει το Κόμμα μας στην Ελλάδα και στις χώρες του σοσιαλισμού.

Το μυθιστόρημά της «Παραπόταμοι», 1956, ξεκινά με τους αγώνες των Κρητικών για απελευθέρωση από τους Τούρκους και στη συνέχεια περνά στη δράση μιας ομάδας αντιστασιακών στην Καλλιθέα ενάντια στους ναζί. Αν και δεν αποφεύγει την παγίδα της εξιδανίκευσης του αγώνα, ο μύθος ξετυλίγεται γύρω από μια ενδιαφέρουσα κεντρική ιδέα, όπως κι η ίδια τη διατυπώνει: Το ποτάμι του ξεσηκωμού πλαταίνουν στη διαδρομή του πλήθος παραπόταμοι που φουσκώνουν έως τη νίκη και την απελευθέρωση. Σε μια από τις τελευταίες σκηνές του έργου, που πραγματοποιείται στην πλατεία Συντάγματος λίγο πριν ξεκινήσουν τα Δεκεμβριανά, καθώς εκεί αποκαλύπτει πως το ποτάμι είναι τελικά ο ταξικός αγώνας για την εξουσία της εργατικής τάξης. Ολοι οι άλλοι μέχρι τότε ήταν παραπόταμοι...

Η εισαγωγή μας στο επόμενο μυθιστόρημα, «Με τη Λύρα», 1959, γίνεται μέσα από το σπιτικό ενός φτωχού λυράρη και απλώνεται - με σελίδες μιας εξαιρετικής ηθογραφίας - σε ένα κρητικό χωριό εκείνου του καιρού. Το σπιτικό αυτό συνδέεται με την αντίσταση και με τον κατατρεγμό και τις διώξεις των αγωνιστών της, που τους συναντάμε στη συνέχεια ως μαχητές του ΔΣΕ.

«"Σύντροφοι!" άρχισε ο μπαρμπα - Γιώργης. Αυτό είπε μόνο. Και ύστερα σα να 'σπασε η φωνή του. Δεν μπορούσε να πει παρακάτω. Ο Διπλάρης γύρισε το κεφάλι του κατά πέρα. Το ίδιο κι ο Ηλιάδης. Κ' οι γυναίκες είπαν με τρεμάμενα χείλια:
"Κλαίνε οι ταξίαρχοι".
"Σύντροφοι", ξανάπε ο μπαρμπα - Γιώργης, και λες και πισωπάτησε για να πάρει φόρα. Υστερα πήρε μια βαθιά αναπνοή: "Νικηθήκαμε, σύντροφοι... Σταματάει ο ένοπλος αγώνας... Ο πόλεμος τέλειωσε... Βίτσι και Γράμμος δεν υπάρχουνε πια... Ξαναπήρε αναπνοή. Πήραμε εντολή να συμπτυχθούμε...".
Μα στάσου! στάσου Χάροντα, θέλω να σε ρωτήσω
για ένα κορμάκι λυγερό... πες μου πως στέκει πίσω...
το πιο καλό, το πιο όμορφο, το πλέον αντρειωμένο...
Πες μου γλυκέ μου Χάροντα: δεν είναι σκοτωμένο".

Μα δε μ' απολογήθηκεν... Με κοίταξε κι εχάθη
κι ένιωσα πόνο αβάσταχτο μες στης καρδιάς τα βάθη.
Μαζεύτηκάν μου στην ψυχή καημοί, κι όλο πληθαίνουν,
και των χειλιών τ' ακρόγυρο στέκουνται κι αναμένουν.

Και μη με πάρεις, Χάροντα, προτού τους τραγουδήσω,
με τις χορδές της λύρας μου προτού τους ιστορήσω...»
.

Όλο το δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος, διαποτισμένο από ένα αίσθημα νοσταλγίας, είναι αφιερωμένο στην πολιτική προσφυγιά...

Σε αρκετά έργα της Αλεξίου, όπως και σ' αυτό, γίνεται φανερό πως ως κομμουνίστρια δε συνήθιζε να σκεπάζει καταστάσεις. Ελεγε θαρρετά τη γνώμη της. Οταν έγραφε δεν ξεχνούσε ποτέ πως ήταν δασκάλα και πως με τα έργα της έπρεπε να διαπαιδαγωγεί έναν καινούργιο άνθρωπο. Η λογοτεχνία είναι διδακτέα ύλη, έλεγε και η παιδαγωγική της ιδιότητα ήταν χωνεμένη στο λογοτεχνικό της έργο. Δεν πρέπει έτσι να μας ξαφνιάζει ότι στο μυθιστόρημα αυτό είναι αδέκαστη απέναντι σε φαινόμενα αρνητικά στην ομάδα των πολιτικών προσφύγων...

Το 1961 η Έλλη Αλεξίου συναντήθηκε μετά από πολλά χρόνια με την αδερφή της Γαλάτεια, που την επισκέφτηκε με τον σύζυγό της Μάρκο Αυγέρη. Τον επόμενο χρόνο η Γαλάτεια σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα και μόνο τότε δόθηκε ολιγοήμερη άδεια στην αδερφή της Ελλη να επιστρέψει στην Ελλάδα για να παραβρεθεί στην κηδεία. Η συλλογή διηγημάτων «Σπονδή», μαζί με τη βιογραφία του Καζαντζάκη «Για να γίνει μεγάλος», και τα «Από πολύ κοντά» και «Λούμπεν», όπου αντλεί από τον εαυτό της, παίρνουν αφορμή από την ίδια ή το οικογενειακό της περιβάλλον. Η «Σπονδή» είναι ένας σπαραχτικός ύμνος στην αδερφική αγάπη, αφιερωμένος στην Γαλάτεια, που δεν υπάρχει πια...

Το επόμενο μυθιστόρημα της Αλεξίου «Και ούτω καθ' εξής», 1965, θεωρείται από ορισμένους μελετητές ένα από τα καλύτερά της. Πραγματικά με ιδιαίτερη τέχνη συμπλέκει τη ζωή τριών προσώπων με τρεις από τις πιο σημαντικές περιόδους της νεότερης Ιστορίας μας, τη δικτατορία Μεταξά, την Κατοχή και τη μεταδεκεμβριανή εποχή, για να αναδείξει την ιστορική συνέχεια στο μεγαλείο του ψυχικού κόσμου των κομμουνιστών.

Να ορίσουμε τη μοίρα μας

Το 1965 η Έλλη Αλεξίου επανέκτησε την ελληνική ιθαγένεια. Το 1966 επέστρεψε στην Ελλάδα αλλά την συνέλαβαν, την οδήγησαν στις φυλακές Αβέρωφ και παραπέμφθηκε σε δίκη για «αντεθνική δράση και προπαγάνδα». Η ισχυρή αντίδραση της κοινής γνώμης, αλλά και πολλών ανθρώπων των Γραμμάτων είχε ως αποτέλεσμα την απαλλαγή της από την κατηγορία.

Αξίζει να σταθεί κανείς στο μυθιστόρημα «Δεσπόζουσα», 1972, που έγραψε με την επιστροφή της στην Ελλάδα, γιατί είναι μια προσπάθεια να αναδημιουργήσει την ατμόσφαιρα της ζωής στην ελληνική μεγαλούπολη, σε μια περίοδο που τα σοσιαλιστικά ιδανικά, που γι' αυτά έγιναν τόσες θυσίες, έχουν φθαρεί στη συνείδηση των ανθρώπων...

Μέσα σ' αυτό το κλίμα διάβρωσης η Αλεξίου αναζητά τη δεσπόζουσα ευτυχία και στα δύο επίπεδα αυτή τη φορά, το κοινωνικό και το προσωπικό, για να καταλήξει πως δεσπόζουσα ευτυχία είναι αυτή που δεν ψευτίζει την αγάπη στους συνανθρώπους και στον ίδιο μας τον εαυτό, είναι αυτή η οποία πηγάζει από μια ζωή με ιδανικά, ισχυρούς σκοπούς και στόχους, τέτοιους που μπροστά τους η καλοπέραση φαίνεται ασήμαντη, τιποτένια...

Αυτές τις αρχές η Αλεξίου τις κράτησε πρώτα απ' όλους για τον εαυτό της. Είναι, αν θέλετε, η απάντηση που έδωσε στο πρόβλημα που την απασχολούσε από την αρχή: Πώς θα μπορέσουμε να ορίσουμε τη μοίρα μας. Η ίδια έως το τέλος της ζωής της, παρά τη μοναξιά της, ήταν ένας άνθρωπος ικανοποιημένος και γαλήνιος, που δε δίσταζε να μοιράζεται το μυστικό αυτής της ισορροπίας της.

«Στα νιάτα μας εξαρτούμε την ευτυχία μας από τη συμπεριφορά των άλλων: γονέων, φίλων, ερωμένων... Λάθος μέγα. Την ευτυχία μας, εμείς τη φτιάχνουμε. Από μας περιμένουμε...». Και είναι αλήθεια ότι τη δική της χαρά την αντλούσε από τους στόχους της, από το επάγγελμα της δασκάλας, το γράψιμο και, τρίτο και σπουδαιότερο, από την ιδεολογία της, από το Κόμμα της που το υπηρέτησε με αφοσίωση, αφιλοκέρδεια και τόλμη...

Ελλη Αλεξίου - Τα διηγήματα 1923 – 1983


Για πρώτη φορά κυκλοφορούν συγκεντρωμένα σε έναν τόμο τα διηγήματα της Έλλης Αλεξίου, από τις εκδόσεις «Καστανιώτης».
Ο τόμος συγκεντρώνει τα διηγήματα που γράφτηκαν από το 1923 έως το 1983 και είχαν συμπεριληφθεί στις συλλογές «Σκληροί αγώνες για μικρή ζωή», «Υπολείμματα Επαγγέλματος», «Αναχωρήσεις και μεταλλαγές», «Μυστήρια», «Προσοχή συνάνθρωποι!», «Σπονδή», «Και υπέρ των ζώντων», «Κατερειπωμένα αρχοντικά».Οι οκτώ συλλογές διηγημάτων της Αλεξίου καλύπτουν χρονικά όλη την ενεργή - δημιουργική συγγραφική της περίοδο και αποτελούν ένα ιδιαίτερα σημαντικό μέρος της πεζογραφίας της.

Στον προσεγμένο τόμο περιέχονται επίσης αναλυτικός πρόλογος από την Αντα Κατσίκη - Γκίβαλου, ομότιμη καθηγήτρια Ελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, και παράρτημα με κείμενα των Φώτου Πολίτη (κριτική παρουσίαση της α' έκδοσης της συλλογής «Σκληροί αγώνες για μικρή ζωή»), Μάρκου Αυγέρη (πρόλογος στη β' έκδοση της ίδιας συλλογής) και Σοφίας Μαυροειδή - Παπαδάκη (εισαγωγή στην α' έκδοση της συλλογής «Σπονδή»).

Το πρώτο έργο της Αλεξίου είναι η συλλογή «Σκληροί αγώνες για μικρή ζωή», βασισμένη σε βιώματα που είχε αποκτήσει από τη δουλειά της ως δασκάλας. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του Φ. Πολίτη και του Μ. Αυγέρη, που παρατίθενται στο παράρτημα, για το πώς αυτό το έργο ταρακούνησε την ελληνική λογοτεχνία. «Κάπου η συγγραφεύς αναφέρει πως κρατούσε ημερολόγιο την εποχή που ήτανε δασκάλα και σημείωνε διαλόγους και χαριτολογήματα των μικρών. Το ημερολόγιο μπορεί ίσως να βοηθήσει τη μνήμη της εδώ κι εκεί, όμως τα διηγήματά της είναι καθάριο καταστάλαγμα μιας εικόνας ζωής που βγήκε από πείρα και συλλογή. Καθένα από τ' ανθρωπάκια εκείνα είναι ένας ήρως μέσα στην ύπαρξη, ήρως με τον τρόπο το δικό του...», γράφει ο Φ. Πολίτης. Και ο Μ. Αυγέρης συμπληρώνει: «Ολοι ένιωσαν πως (...) παρουσιαζόταν στην πεζογραφία μας μια νέα δύναμη. Κανένα σημάδι πρωτόπειρου δεν παρατηρούσε στην τέχνη αυτή, που παρουσιαζόταν ώριμη από το πρώτο της δείγμα. Το πρώτο αυτό διήγημα της Ελλης Αλεξίου έχει μια αρτιότητα, που ξάφνιζε όχι μόνο σαν έκφραση και μορφή παρά και σαν περιεχόμενο, σαν θέμα και σαν κοινωνικός προσανατολισμός. Μια ματιά που στρέφεται προς νέα για τα Ελληνικά Γράμματα θεώρηση του κόσμου με καθολικότερη σημασία. Το θέμα της ήταν το παιδί που έρχεται από τα φτωχά και στερημένα στρώματα του λαού».

Η Α. Κατσίκη - Γκίβαλου στο προλογικό της σημείωμα αναφέρει για το έργο της Αλεξίου:
«"Οταν βλέπω να γίνεται δίπλα μου μια αδικία, πονάω κι αισθάνομαι την ανάγκη να μιλήσω γι' αυτήν. Μόνο γι' αυτό γράφω. Για να καταγγείλω την αδικία". "Ευγνωμονώ σας, σπουδές, ευγνωμονώ σε, δασκαλίκι, ευγνωμονώ σε, ιδεολογία μου, ευγνωμονώ σας, διωγμοί και κυνηγητά της Αντίστασης... Γεμίσατε περιεχόμενο τη ζωή μου...".

Σε αυτές τις φράσεις - αποσπάσματα από συνέντευξη της Ελλης Αλεξίου συνοψίζονται οι κύριοι τροφοδότες του συγγραφικού της έργου, που σε μεγάλο βαθμό αφορμάται από προσωπικά βιώματα και εμπειρίες οι οποίες σχετίζονται με την κοινωνική πραγματικότητα, την παιδεία και την εκπαίδευση, τη λογοτεχνία και την τέχνη γενικότερα, πεδία που αποτελούν και τις θεματικές του πολυποίκιλου και πολυδύναμου έργου της».

Και σε άλλο σημείο αναφέρει: «Το πεζογραφικό έργο της Ελλης Αλεξίου, καρπός συνεχούς ενασχόλησης με τη συγγραφή πάνω από εξήντα χρόνια, είτε ιστορεί προσωπικά βιώματα είτε καταγράφει πολυπλοκότερα περιστατικά, εκφράζει την αγάπη της για τον άνθρωπο και ιδιαίτερα τη συμπαράστασή της στον πάσχοντα άνθρωπο, είτε παιδί είναι αυτός είτε αγωνιστής στα πεδία της μάχης που πολεμά για την ελευθερία της πατρίδας του ή μάχεται για τη δικαιοσύνη σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο.

Μέσα από το πολυσχιδές έργο της αναβιώνει η ιστορία της Ελλάδας, η ιστορία των γραμμάτων και της εκπαίδευσής μας από τα τέλη του 19ου ως τα τέλη του 20ού αιώνα, γιατί τόσο η ζωή της όσο και το έργο της ήταν άρρηκτα δεμένα με αυτούς τους τομείς».

Η Α. Κατσίκη - Γκίβαλου στέκεται στη ζωή και, ιδιαίτερα αναλυτικά, με παραπομπές σε πλούσια βιβλιογραφία, στο έργο της Αλεξίου. Ξεχωριστή είναι η ενότητα που αναφέρεται στην διηγηματογράφο Αλεξίου. Κλείνοντας τον πρόλογό της αναφέρει:
«Τα πεζογραφήματά της, ιδίως τα διηγήματά της, αποτυπώνοντας καταστάσεις ανθρώπων της καθημερινής ζωής, διατηρούν την επικαιρότητά τους. Η ειλικρίνεια της ψυχής, η απλότητα της έκφρασης, το καθημερινό, "κουβεντιαστό" ύφος, η γοητεία των συμβόλων, η αλληλογραφία, το χιούμορ, η ανθρώπινη αντιμετώπιση της ζωής, προσδίδουν στο έργο της διαχρονική αξία και το καθιστούν αγαπητό και στον σημερινό αναγνώστη.

Η Έλλη Αλεξίου κατάφερε όσο λίγοι να συνδέσει το εφήμερο, το απλό, το καθημερινό με το διαχρονικό - κοινωνικό. Και αυτό το πέτυχε δημιουργώντας έναν οργανικό δεσμό ανάμεσα στον αγνό συναισθηματικό και ψυχικό της κόσμο και στις αξίες του ανθρωπισμού και της δικαιοσύνης».

                                     Μουσείο ΑΛΕΞΙΟΥ

Γράψει στο Ριζοσπάστη η \\ Ιφιγένεια Χρυσοχόου
(έφυγε από τη ζωή τέτοιες μέρες Σεπτέμβρη 2008)

Τι να πρωτοπώ για ό,τι αφορά στο Μουσείο της _γράφει στο Ρίζο η Ιφιγένεια Χρυσοχόου (σσ. οδός Σαπφούς 49, Καλλιθέα); Κι από πού να πρωταρχίσω; Πώς ιδρύθηκε; Ποιοι οι στόχοι του; Και ποιοι οι επιδιωκόμενοι κόποι του;
Ας ξεκινήσω απ' την αρχή. Την Έλλη Αλεξίου και τον Μάρκο Αυγέρη τους γνώρισα τότε που κάθονταν στην οδό Αλωπεκής, το 1966. Το 1967 έγινα αιτία να νοικιάσουν ένα διαμέρισμα στην οδό Θεσπρωτέως 1, στη γειτονιά μου. Οι σχέσεις μας ήταν καθημερινές και πολύ εγκάρδιες.

Η Έλλη Αλεξίου δεν είχε παιδιά. Πού να φανταστώ ότι γρήγορα θα αποκτούσε πολλά παιδιά, και ιδιαίτερα κόρες! Αυλή των θαυμαστριών είχε σχηματιστεί γύρω της. Ανάμεσά τους, αργότερα, ήρθε η Ευγενία Ζήκου. Μια σοβαρή κοπέλα, συνετή και εχέφρων, με ξανθά μαλλιά και μεγάλα λαμπερά γκριζογάλανα μάτια. Βέβαια, στην ηλικία ταίριαζε για εγγονή της Ε. Αλεξίου.
Γρήγορα, η Έλλη Αλεξίου ξεχώρισε την Ευγενία Ζήκου. Ο δεσμός τους γίνεται όλο και πιο στενός. Η Ε. Ζήκου αφοσιώνεται στη "Δασκάλα", την "εκλεκτή των Γραμμάτων". Είναι η εποχή που η Ε. Ζ. μπαίνει ουσιαστικά στο χώρο της λογοτεχνίας. Μεταφράζει από τα γαλλικά το βιβλίο του HERVE VILLERE, "Υπόθεση ειδικού Τμήματος".
Τον Ιούνη του 1973, πέθανε ο Μάρκος Αυγέρης. Αμέσως η Ε. Ζ. ρίχνεται με τα μούτρα στη συγκέντρωση υλικού, που έχει σχέση με τη ζωή, το έργο, τις πνευματικές δραστηριότητες του μεγάλου κριτικού, του ποιητή, του βαθυνούστατου στοχαστή Μάρκου Αυγέρη.

Δύο χρόνια, χωρίς ανάπαυση, δούλεψε η Ε. Ζήκου για να φέρει σε πέρας τούτο το επίτευγμα. Γιατί, για επίτευγμα πρόκειται. Το "ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΜΑΡΚΟ ΑΥΓΕΡΗ" δεν είναι μόνο άθλος, είναι και μια προσφορά ανεπανάληπτη για την πνευματική Ελλάδα.
Στον πρόλογο του βιβλίου, διαβάζουμε είκοσι τέσσερα ονόματα των κορυφαίων δημιουργών των Γραμμάτων και των Τεχνών, που αποτελούν την τιμητική Επιτροπή του ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΟΣ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΑΥΓΕΡΗ.

Από τις 380 σελίδες του βιβλίου, παρελαύνουν οι μεγαλύτεροι διανοητές της χώρας μας, αλλά και φίλοι και θαυμαστές, που με τη γνώμη τους συμβάλλουν, ώστε να πλησιάσουμε περισσότερο τον πραγματικό Αυγέρη. Κι ακόμα, οι συνεντεύξεις, οι κριτικές, οι μελέτες, οι αποχαιρετιστήριοι λόγοι και τα ποιήματα τα αφιερωμένα στον Μάρκο Αυγέρη και τα οποία αναφέρονται στο βιβλίο, μας πληροφορούν για του "Λόγου το Αληθές".
Μετά την έκδοση του βιβλίου, η Ε. Ζήκου αφιερώνεται στο έργο της Ε. Αλεξίου, αλλά και στην ίδια την Αλεξίου. Δε λείπει σχεδόν από το σπίτι της. Συγκεντρώνει υλικό, αποδελτιώνει ό,τι χρήσιμο έχει δημοσιευτεί, που σχετίζεται με τη ζωή και την προσφορά στην παιδεία, στα Γράμματα, στη λογοτεχνία της Ε. Αλεξίου.
Μετά το θάνατο της Ε. Αλεξίου, η Ε. Ζήκου δόθηκε ολόψυχα στην ίδρυση του Μουσείου της οικογένειας Αλεξίου. Αλλωστε, αυτή ήταν και η επιθυμία της Ε. Α. Ομως, για να υλοποιηθεί τούτη η επιθυμία, απαιτούνταν επιμονή, υπομονή, χρόνος, μόχθος και, κυρίως, θέληση. Αυτά όλα τα διέθετε η Ε. Ζ. Με κίνητρο την αγάπη της και την αφοσίωσή της στην αγαπημένη "δασκάλα", άρχισε τον αγώνα.

Πριν απ' όλα, ετοιμάστηκε το διαμέρισμα στην οδό Σαπφούς 49 στην Καλλιθέα που είχε πάρει η Ε. Αλεξίου ως αντιπαροχή για το σπίτι της, όπου άλλοτε κατοικούσε. Το διαμέρισμα διαμορφώθηκε με πολλή προσοχή και σύνεση. Και αφού μεταφέρθηκαν από το διαμέρισμα της οδού Θεσπρωτέως 1 τα βιβλία, οι πίνακες και όλη η οικοσκευή, άρχισε η μεγάλη δουλιά. Το κάθε τι έπρεπε να τοποθετηθεί σωστά, ώστε το νέο διαμέρισμα να αντιγράφει πιστά το παλιό.

Και αφού όλα τελείωσαν, η Ε. Ζ. συστήνει αστική εταιρία, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Τα μέλη της εταιρίας απαρτίζονταν από την ιδρύτρια Ευγενία Ζήκου, τον Πέτρο Σπεντζόπουλο, τον Δημήτρη Γκιώνη, τον Νίκο Ρίγγα και τον εκδότη Θανάση Καστανιώτη.
Μια γνωστοποίηση της Ε. Ζ., διά του υπουργείου Παιδείας, σε όλα τα σχολεία της χώρας, αναφέρεται στον προορισμό, στην αποστολή και τους σκοπούς του Μουσείου Αλεξίου.

Κύριος σκοπός του Μουσείου είναι να διασωθούν όλα όσα έχουν σχέση με το έργο, την πνευματική, την πολιτιστική, την κοινωνική ζωή της οικογένειας Αλεξίου και των συγγενών της: Ελλης Αλεξίου, Γαλάτειας Καζαντζάκη (αδελφής), Λευτέρη Αλεξίου (αδελφού), Μάρκου Αυγέρη (συζύγου της Γαλάτειας) και Βάσου Δασκαλάκη (πρώην συζύγου της Έλλης).

Στην επέτειο των εκατό χρόνων από τη γέννηση της Έλλης Αλεξίου, γίνονται τα εγκαίνια του "Μουσείου Αλεξίου". Η Ε. Αλεξίου γεννήθηκε στις 22 του Μάη το 1894. Επειδή η ημερομηνία έπεφτε Κυριακή, τα εγκαίνια έγιναν στις 26 του Μάη, το 1994. Από τότε λειτουργεί το μουσείο κανονικά. Εξι με εφτά μέρες το μήνα είναι ελεύθερο για το κοινό και για τα παιδιά ολόκληρη τη μέρα.
Δύο Τετάρτες το μήνα, την πρώτη και την τρίτη, επισκέπτονται το μουσείο μαθητές, συνοδευόμενοι από τους δασκάλους τους. Η επίσκεψη διαρκεί μιάμιση ώρα. Αυτό επαναλαμβάνεται αρκετές φορές την ίδια μέρα. Κοντά διακόσια παιδιά επισκέπτονται το μουσείο την ίδια Τετάρτη.
Η Ε. Ζ. ενημερώνει τους μαθητές, μιλώντας για τη ζωή, το έργο, την προσφορά της οικογένειας Αλεξίου στην Παιδεία, στα Γράμματα, στη Λογοτεχνία, στην κοινωνία, αλλά και για τους αγώνες της. Μετά, ακούγεται η φωνή της Ε. Αλεξίου από κασέτα που διαβάζει η ίδια διήγημά της. Τέλος, γίνεται η επίσκεψη του χώρου.

Γεμάτοι οι τοίχοι από πίνακες, και κυρίως από ποιήματα ποιητών, αφιερωμένα στην Ε. Αλεξίου. Ολα κορνιζαρισμένα ομοιόμορφα και τοποθετημένα αρμονικά.
Ανάμεσα στις ερωτήσεις των μαθητών, είναι και η ερώτηση, "γιατί η κ. Έλλη Αλεξίου έχει τόσα σφυροδρέπανα;"

Μετά την ξενάγηση, η Ε. Ζήκου προσφέρει στα παιδιά, μπισκότα και σοκολάτες, κάτι που θα έκανε η Ε. Αλεξίου, αν ζούσε.
Το μουσείο έχουν επισκεφθεί πολλά σχολεία απ' όλη την Ελλάδα και πολλά γκρουπ εκπαιδευτικών.
Στις 24 του Μάη 1996, στην αίθουσα του σχολικού συγκροτήματος Καλλιθέας, μετά από εισήγηση του Αντώνη Σαμαράκη, μίλησε η Ιφιγένεια Χρυσοχόου για το έργο της Έλλης Αλεξίου.
Στις 7 του Δεκέμβρη του 1996, έγινε Ημερίδα στην ίδια Αίθουσα τελετών του σχολικού συγκροτήματος Καλλιθέας. Η αίθουσα ήταν στολισμένη με πορτρέτα της Έλλης Αλεξίου, αλλά και με ζωγραφιές και κειμενάκια των παιδιών - όλα με αγάπη και τρυφερότητα για τη "Δασκάλα των γραμμάτων μας".

Στην Ημερίδα μίλησαν ο Πέτρος Σπεντζόπουλος για την Έλλη Αλεξίου, η Ιφιγένεια Χρυσοχόου για τον Λευτέρη Αλεξίου, ο Κώστας Στεριόπουλος για τον Βάσο Δασκαλάκη, ο Νεοκλής Σαρρής για τον Μάρκο Αυγέρη, ο Μιχάλης Μερακλής για την Γαλάτεια Καζαντζάκη. Χαιρέτισε η Ευγενία Ζήκου, και τέλος ο εκ των διευθυντών του σχολικού συγκροτήματος Πέτρος Σπανός.
Πριν αρχίσει η Ημερίδα, ο δήμαρχος της Καλλιθέας, κ. Γ. Κυριόπουλος έκανε τα αποκαλυπτήρια της επιγραφής, με την οποία το 2ο και το 17ο Δημοτικό Σχολεία θα ονομάζονταν με ομόφωνη απόφαση του Σχολικού Συμβουλίου: "Σχολικό συγκρότημα "Ελλη Αλεξίου"".

Η πρόταση - εισήγηση του Σχολικού Συμβουλίου, που ομόφωνα είχε γίνει αποδεκτή, τέλειωνε με τούτα τα λόγια:
"...Η Ελλη Αλεξίου αφιέρωσε τη ζωή της, υπηρετώντας την ανθρώπινη αξιοπρέπεια... Η προσθήκη του ονόματός της δίπλα στην αριθμητική ονομασία των σχολείων μας αποτελεί ελάχιστο δείγμα εκτίμησης και τιμής για την προσφορά της στην ελληνική εκπαίδευση...".

Έτσι εκπληρούνται οι σκοποί της Ε. Ζήκου, με τη βοήθεια βέβαια των άξιων εκπαιδευτικών.
Ωστόσο, το "Μουσείο Αλεξίου" οφείλεται πέρα για πέρα στην Ευγενία Ζήκου. Τούτο το επίτευγμα των επιτευγμάτων οφείλεται αποκλειστικά στην κόρη της Αλεξίου, όπως αποκαλούσε τότε εν ζωή την Ευγενία Ζήκου. Νομίζω ότι δέκα κόρες εξ αίματος δε θα κατόρθωναν κάτι τέτοιο. Ισως και να μην είχαν τέτοιο όραμα.
Με το "Μουσείο Αλεξίου", το όνομα των Αλεξίου, χάρη στην ιδρύτριά του, δε θα ξεχαστεί. Αυτός ήταν και είναι και ο σκοπός της Ε. Ζήκου. Κι η ίδια μάς λέει: "Σκοπός μου: Η προβολή του έργου των Αλεξίου, αλλά και κυρίως αυτό, η συνεχής προσπάθεια, με όλους τους τρόπους, να παραμείνει άσβηστη η μνήμη, το έργο και τα οράματα της Ελλης, του Αυγέρη, της Γαλάτειας...".

Η παιδαγωγός συγγραφέας

Γράφει η \\ Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ –φυσικά στον Ριζοσπάστη
Παρακινημένη πάντα, στα έργα της, από μιαν έμφυτη, συναισθηματικά και συγκινησιακά φορτισμένη αίσθηση περί κοινωνικής δικαιοσύνης, η μεγάλη «δασκάλα του λαού», η κυρία των Ελληνικών Γραμμάτων, η Έλλη Αλεξίου, προβάλλει αδιαλείπτως το αίτημα για μια ανθρώπινη ζωή, καταγγέλλοντας και φέρνοντας στο φως περιπτώσεις κοινωνικής αδικίας. Η μνήμη επιστρέφει με αφορμή την επέτειο του θανάτου της, αλλά με αιτία τα επίκαιρα αιτήματα της ζωής και του έργου της.

Πέρασαν χρόνια από το θάνατο (28/9/1988) της μεγάλης κομμουνίστριας, παιδαγωγού και πεζογράφου, Έλλης Αλεξίου, η οποία μας κληροδότησε ένα σημαντικό έργο και ένα αγωνιστικό παράδειγμα ζωής, που θα αποτελεί πάντα πρότυπο για την προοδευτική διανόηση. Η ζωή και το έργο της αποτελούν φωτεινό υπόδειγμα και σημαντική παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές. Η μεγάλη δημιουργός των Γραμμάτων, η φλογερή αγωνίστρια του σοσιαλισμού, έθεσε το ταλέντο της στην υπηρεσία του λαϊκού κινήματος. Μια μεγάλη ζεστή καρδιά, ένα από τα σταθερά και θεμελιακά στοιχεία του κόσμου μας. Εως τα βαθιά γεράματά της, κατάφερε να μείνει πνεύμα διαυγές και νεανικό, αφοσιωμένη στην τέχνη και την ιδεολογία της. Ολη της η ζωή ήταν γεμάτη δουλιά, δράση και προσφορά στα κοινά.

Το συγγραφικό έργο της είναι τεράστιο σε έκταση, καθώς αποτελεί τον καρπό μιας αδιάκοπης, επί μιαν εξηκονταετία περίπου, παραγωγικότατης ενασχόλησής της με τα περισσότερα είδη του λόγου (πεζογραφία, θέατρο, παιδαγωγική, παιδικό βιβλίο, μετάφραση κλπ.). Πρωτοεμφανίστηκε στα Γράμματα με τη συλλογή διηγημάτων «Σκληροί αγώνες για τη μικρή ζωή» (1931). Σε όλα τα διηγήματα του πρώτου βιβλίου της, η Έλλη αποτυπώνει την πείρα που αποκόμισε από τη διδασκαλική ζωή της, όταν εργαζόταν σε ένα φτωχό επαρχιακό σχολείο της Κρήτης, τις δύο πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας. Ωστόσο, δεν είναι κυνηγός των εντυπώσεων στα θέματα των έργων της. Ενδιαφέρεται μόνο για όποια εντύπωση αποκαλύπτει την αληθινή ανθρώπινη ψυχή. Και, πιο συγκεκριμένα, εκείνη την ψυχή, «που παραδέρνει στη στέρηση, στη θλίψη, στην καταφρόνεση και στη γελοιότητα ακόμη του καθημερινού περιστατικού, θέλω να πω, τον άνθρωπο που βασανίζεται ανάμεσα στους ανθρώπους», όπως έλεγε η ίδια.

«Ολα τα διηγήματα αυτής της συλλογής» - έγραφε το 1963 ο Μάρκος Αυγέρης για τους «Σκληρούς αγώνες» - «αποτελούν ευτυχισμένες ευρέσεις άψογα περιγραμμένες. Τα περισσότερα κομμάτια είναι δραματικές θεμελιακές καταστάσεις. Η διηγηματογράφος δεν κυνηγάει τις εξαιρετικές περιπτώσεις. Μέσα από τα κοινά περιστατικά και τα πιθανά ενδεχόμενα της τρέχουσας ζωής, δημιουργεί την πρωτοτυπία της. Η κοινωνική θέση που παίρνει στη θεώρηση της ζωής κι ο υψηλός ανθρωπιστικός τόνος χαρακτηρίζουν την έκφραση και το τάλαντο της Ελλης Αλεξίου. Ο ρεαλισμός της δε χρησιμοποιεί τεχνάσματα. Είναι ίσος και προσαρμοσμένος στο θέμα. Δε σκοτίζεται για φορμαλιστικές αναζητήσεις και μανιέρες. Είναι φυσικός και άνετος. Ο ρεαλισμός της ελληνικής παράδοσης. Μόνο η οξεία ανθρωπιστική αίσθηση στις σχέσεις των προσώπων και τις καταστάσεις είναι εκείνο που την ξεχωρίζει μέσα στη σύγχρονη πεζογραφία μας. Αυτό είναι το νέο που προσφέρει κι αυτό την τοποθετεί στο νέο κόσμο που ξεχωρίζει από τον παλιό...».
___      (ακολουθεί εκτενές βιογραφικό)

Στο μυθιστόρημά της η «Δεσπόζουσα» (1972), ευρισκόμενη ήδη μία δεκαετία στην Ελλάδα, δείχνει ότι έχει διαμορφώσει μια επαρκή αντίληψη για τη μεταπολεμική πορεία του τόπου, για τον αναπότρεπτο κίνδυνο της αλλοτρίωσης που διατρέχουν οι κάτοικοι των αστικών κέντρων, καθώς και για την αναπόφευκτη αλλοίωση που υφίστανται οι ανέκαθεν θεματοφύλακες της παράδοσης: Οι επαρχιώτες, από τη στιγμή που φθάνουν και, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, εγκαθίστανται στην Αθήνα. «Η ζωή στην Αθήνα είναι πολύ αλλαγμένη», γράφει στον Τάκη Αδάμο στις 9.4.1966. «Οι άνθρωποι το 'χουν ρίξει στην ευζωία. Το χωριό από την πόλη χωρίζεται πια με άβυσσο. Τα γλέντια του Σαββατοκύριακου, με τα ιδιωτικά αυτοκίνητα και την άγρια, αηδέστατη στην εκζήτησή της, φαγοποσία, τη χαρτοπαιξία και τα ανοιχτά ανέκδοτα, με δυο λόγια: ο αμερικάνικος τρόπος ζωής, έχουν κατακτήσει όχι μόνο την κολωνακιώτικη φάρα, αλλά και πολλούς άλλους. Ολοι τους έχουν κάνει στόχο της ευτυχίας τους αυτήν την τιποτένια, δίχως περιεχόμενο, διαβίωση».

Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι η Έλλη Αλεξίου ένιωθε το γράψιμο «σαν αποκάλυψη μιας αδικίας, που, όταν τη βλέπουμε, πρέπει να την καταγγέλλουμε» και τη στράτευσή της συνυφασμένη με τη ζωή της: «Αγαπώ τη ζωή γιατί είμαι στο Κόμμα». Σε συνέντευξή της το 1988, είχε πει: «Ευγνωμονώ σας σπουδές, ευγνωμονώ σε, δασκαλίκι, ευγνωμονώ σε, ιδεολογία μου, ευγνωμονώ σας, διωγμοί και κυνηγητά της Αντίστασης... Γεμίσατε περιεχόμενο τη ζωή μου»...

Μια μέρα θα γυρίσει…

Ο συνάδελφός μου στο Γυμνάσιο περνάει τη θλίψη του κοντά στα ανελέητα παιδιά. Τα λένε λουλούδια. Γίνεται λόγος για την άνθηση της νεότητος. Ομως είναι μια άνθηση σκληρή, που τρέφεται μόνο με το γέλιο και με τη χαρά. Τη γεύεται όπου τη βρίσκει, την τρυγά απ' όπου να 'ναι και μ' όποιον τρόπο να 'ναι. Καταπιέζομε μεις οι καθηγητές τη χαρά τους. Πνίγομε το γέλιο τους. Ενώ αυτά παλεύουν και αντιμάχονται. Και στο πάλεμα νικάει ο δυνατός. Στο Γυμνάσιό μας νικήθηκε αυτός ο συνάδελφος από τα παιδιά. Αρχισε να παίζει το ρόλο της «Ψυχαγωγίας». Έτσι λένε οι μαθηταί στο μάθημά του: «Τώρα έχομε ψυχαγωγία». Σ' όλα τα Γυμνάσια το ίδιο γίνεται. Ένας απ' όλους βρίσκεται πάντα που «αίρει τας αμαρτίας» των άλλων. Είτε επειδή είναι αλλήθωρος, είτε επειδή είναι τσεβδός... Είτε επειδή τον συνοδεύουν οι αναπηρίες των γηρατειών. Είτε επειδή δυστύχησε. Η δυστυχία δεν είναι φτιαγμένη για το επάγγελμα του δασκάλου. Το λέει ο ίδιος ο συνάδελφος:

«Αλλόκοτο είναι το επάγγελμά μας. Μου κάνει κακό και μόνο ν' ανοίγω το στόμα μου, κι είμαι υποχρεωμένος να μιλώ διαρκώς. Μου κάνει κόπο να βλέπω ανθρώπους, κι είμαι υποχρεωμένος να ζω ανάμεσα σε ανθρώπινα κεφάλια. Μόνο οι ευτυχισμένοι έπρεπε να γίνονται δάσκαλοι. Να ταξιδεύουν μαζί με τα παιδιά με απλωμένα τα πανιά στη φρενίτιδα της χαράς. Χθες με παρακαλούσαν να τα πάω εκδρομή. Ολες, μου λέγαν, οι τάξεις πηγαίνουν με τους ελληνιστές τους. Εσείς δε θα μας πάτε; Ας ζούσα μέσα σ' ένα ακατοίκητο δάσος. Ας είχα για επάγγελμά μου να σκάβω τη γη, ή να κάνω επιτέλους λογαριασμούς... Τα παιδιά θα με λένε σίγουρα χαζό... δεν ξέρω, μα έτσι θα 'πρεπε να με λένε...».

Πράγματι έτσι τον λένε και το αποδείχνουν με επιχειρήματα. «Γράφομε μπροστά στα μάτια του τα μαθηματικά μας, καρφί δεν του καίγεται...».
«Τρώμε μπροστά του, κοιμούμαστε, να, έτσι, απλωτοί στο θρανίο, δε μας μιλά, μας κοιτάζει σα χαζός...».
«Ενώ έχομε ιστορία, αρχίζει να μας κάνει λατινικά. Και άλλοτε αφήνει τα λατινικά στη μέση, και πιάνει την ιστορία, και το λέει κι ο ίδιος: "Συγνώμη παιδιά, το μυαλό μου πήρε άλλο δρόμο..."».
«Λέει ό,τι του κατεβεί. Προχθές γράφαμε έκθεση. Κείνος καθότανε στην έδρα. Και κει άρχισε να μονολογά: "Μπορείς να κάμεις δέκα παιδιά; δεκαπέντε; είκοσι; όπως στα παλιά χρόνια οι πατριαρχικές οικογένειες;"».

«Συχνά αφήνει όρθιο μπροστά στον πίνακα το μαθητή που εξετάζει, κι αυτός βγάζει το σημειωματάριό του και γράφει. Γράφει, γράφει, συλλογιέται, διαβάζει, ξαναγράφει... ωσότου χτυπάει το κουδούνι και βγαίνει από την τάξη, χωρίς να πει κουβέντα για το μαθητή, και δίχως να μας βάλει μάθημα παρακάτω...».

Είναι αλήθεια πως το σημειωματάριό του είναι γεμάτο ποιήματα. Απλοϊκά είναι. «Δεν ξέρω από ποίηση», λέει ο ίδιος, «μα, να, έτσι ξεσπάω... ολόκληρη νύχτα πώς να περάσει...». Κι όλα μιλούνε για ένα παιδί που το λένε Τάκη. Διηγούνται τις χάρες του. Τις όμορφιές του. `Η περιγράφουν το σπίτι που απόμεινε σκοτεινό. `Η μιλούν για τα μισοτελειωμένα του τετράδια και το ανοιχτό βιβλίο...

Πού πήγες και μας άφησες στο ρημαγμένο σπίτι;
Η μάνα σου σ' αποζητά σ' αναζητά ο πατέρας,
Σε περιμένουν τα χαρτιά και τ' ανοιχτό βιβλίο,
Τάκη μας, πες πού βρίσκεσαι για να 'ρθουμε κοντά σου,

Δε θέμε να πιστέψουμε πως έφυγες για πάντα
Και θα σε περιμένουμε, να 'ρθείτε με τον Πέτρο,

Ενας τον άλλον πιάσετε σφιχτά χέρι με χέρι,
Θέτε να 'ρθείτε Κυριακή: Καθημερινή; για σκόλη;

Ξημέρωμα; Μεσάνυχτα; Οποτε βουληθείτε...
Τις πόρτες θα 'βρετ' ανοιχτές και τους γονιούς στο πόδι
Κρεβάτι δε γευτήκαμε κι ύπνος δε μας επήρε
Από την ώρα, Τάκη μου, που σβήστηκ' η λαλιά σου...

«Τάκη λέγανε το παιδί σας που εκτέλεσαν οι Γερμανοί;».

«Οχι, κείνο το λέγανε Πέτρο... Κείνος ήταν ο μεγάλος μου γιος. Ήτανε δεκαεννιά χρονώ... Ο Τάκης είναι το μικρό. Εμείς, εγώ κι η μάνα του, τον Πέτρο δεν τον κλάψαμε. Δεν τον είδαμε σκοτωμένο. Τ' όνομά του δε γράφτηκε πουθενά. Ούτε οι εφημερίδες ανάφεραν τίποτε. Ούτε κι οι Γερμανοί που πήγαμε και ξαναπήγαμε να μάθουμε οριστικά πράγματα θελήσανε να μας πληροφορήσουν. Κείνο που ξέρομε σίγουρα είναι πως τον πήραν από το Χαϊδάρι, μαζί με άλλους, στις οχτώ του Μάη του 1944, και πως ο Πέτρος φεύγοντας είπε σε κάποιον συγκρατούμενο: "Πάμε μεις". Μα για πού τους πήγαιναν δεν του είπε. Ούτε κι άφησε σημείωμα, όπως κάνανε πολλοί. Και λέμε με τη μάνα του, πως τους πήραν εργάτες στη Γερμανία... και πως ζει... και πως μια μέρα ο Πέτρος μου θα γυρίσει... Έτσι το λέμε με τη μάνα του...».

Σταματά λίγο ο συνάδελφος, παίρνει μαντίλι και φτιάχνει, σκουπίζει την αλλοιωμένη του όψη και συνεχίζει:
«Εμείς κλαίμε μόνο τον Τάκη. Είχε τόσο τρυφερή καρδιά. Ολόκληρο χρόνο με την πείνα, μέσα στη σκόνη, στη ζέστη... Υστερα άμα πιάσανε τα κρύα, με τις βροχές, με τα χιόνια, πηγαινοερχότανε με τα πόδια στο Χαϊδάρι για τον Πέτρο. Οικονομούσε δυο τσιγάρα; του τα πήγαινε. Ενα πορτοκάλι; κινούσε δυο ώρες δρόμο με τα πόδια για να του το πάει. Ενα γραμματάκι ή τα ρουχαλάκια του. Του 'λεγε καμιά φορά η μάνα του: "Κάτσε σήμερα κι αύριο πάλι πας...".

»"Οχι, γιατί θα μείνει παραπονεμένος..."

»Την ημέρα που γύρισε με τον μπόγο τα ρούχα - όπως του τα 'χε δώσει η μάνα του τα 'φερε πίσω - "Δεν τα δεχτήκανε", μας είπε, κι έτρεμε το κατωσάγονό του, "γιατί τον Πέτρο", λέει, "τον πήρανε χθες από το Χαϊδάρι...".
»Αυτά τα λόγια είπε μόνο. Μα τα 'λεγε τραυλιστά. Τα μάτια του όμως ήταν στεγνά αν και κατακόκκινα. Σ' όλο, λέει, το δρόμο, έτσι μας είπαν, έκλαιγε φωναχτά. Εκλαιγε κι ερχότανε. Μόνο σαν κοντοζύγωσε στο σπίτι, κοίταξε να μεταμορφιστεί. Για μας... Πιάσαμε ευτύς τους δρόμους κι οι τρεις και ρωτούσαμε να μάθουμε. Πήγαμε σε αστυνομίες, παντού, τίποτα. Νύχτωσε. Η κυκλοφορία ήταν περιορισμένη. Κλειστήκαμε στο σπίτι, χωρίς να ξέρουμε τίποτα για το παιδί... Ούτε πού τον πήγαν, ούτε τι τον κάνανε... Πρωί πρωί την άλλη μέρα σηκώθηκε ο Τάκης πρώτος.

»"Θα ξαναπάω στο Χαϊδάρι", μου λέει ο Τάκης μου, "να μάθω...". Γιατί δεν τον εμπόδισα; Γιατί τον άφησα;
__         »"Τι πια θα μάθεις από κει;".
»Εγώ θα πάω, κι ας έχει φύγει... Θυμάσαι, πατέρα, που λέγαμε πότε να τόνε βγάλουν... και λυπόσουν για μένα, για τον κόπο μου; Μακάρι, πατέρα, να τον ξέραμε τώρα κλεισμένο κει μέσα, και σ' όλη μου τη ζωή να πηγαινοέρχομαι με τα πόδια στο Χαϊδάρι...».
»Του φώναξε η μητέρα του να του δώσει ένα κομμάτι ψωμί που έφευγε νηστικό.
__       »"Δε θέλω, δε θέλω, δεν πεινώ...".

»Αυτά ακούσαμε τελευταία από το στόμα του. Μάθαμε πως πήγε πραγματικά στο Χαϊδάρι, και πως κλαίοντας ρωτούσε να μάθει για τον Πέτρο. Τι έμαθε; Τι του είπαν; Δεν το ξέρομε...».
Κείνο το απόγευμα, που ο Τάκης, γυρνώντας απ' το Χαϊδάρι, χτυπήθηκε από γερμανικό αυτοκίνητο και μεταφέρθηκε νεκρός πια στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών, τα Γυμνάσια λειτουργούσαν. Οι καθηγητές ένας ένας βγαίνανε στο διάλειμμα. Οι άντρες, όπως πάντα, βιάζονταν να καπνίσουν, κι οι γυναίκες ανάπνεαν βαθιά και σιωπούσαν, καταπονημένες από το μόχθο της διδασκαλίας. Κι εκεί ήρθε το μήνυμα για το συνάδελφό μας: «Το παιδί του βρίσκεται χτυπημένο στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών, οδός Γ΄ Σεπτεμβρίου... και να πάει» - σε μας είπαν με τρόπο πως το παιδί είναι κιόλας νεκρό - «μα πρώτα να περάσει από το σπίτι του, να πάρει και τη γυναίκα του...».

Ο συνάδελφος δεν είχε βγει ακόμα από την τάξη. Περιμέναμε βουβοί, κρατώντας την αναπνοή μας, κείνο το άνοιγμα της πόρτας του. Βγήκε. Κανείς δεν του μίλησε. Μόνο τον κοιτάζαμε. Αναψε τσιγάρο κι άρχισε να περπατά πάνω-κάτω βυθισμένος. Περιμέναμε. Αφήσαμε να τελειώσει το τσιγάρο του. Εξαντλήσαμε όλο το διάλειμμα. Μα άμα χτύπησε το κουδούνι, για είσοδο, δε σήκωνε πια αναβολή. Μια τρυφερή καθηγήτρια πήρε το κουράγιο, στάθηκε κοντά του, τον αγκάλιασε στοργικά και: «...Σας θένε στο σπίτι σας... είναι μεγάλη ανάγκη, να πάτε το γρηγορότερο στο σπίτι σας...». Δεν του ανάφερε καθόλου για το παιδί και για Πρώτων Βοηθειών...

«Πέστε μου», είπε φεύγοντας, βλέποντας τη βουβαμάρα, την ταραχή μας, «μήπως ήρθε είδηση πως εκτελέστηκε ο Πέτρος;».
Δεν αποκλείεται, του λέμε, καθώς μιλάει για τον Τάκη, να τον έχουν πράγματι τον Πέτρο στείλει στη Γερμανία... Κείνον τον καιρό είχαν κάμει πολλές αποστολές εργατών...
«Οχι, όχι το παιδί είναι εκτελεσμένο... Μα η καρδιά η δική μας... δεν αντέχει να κλαίει δυο παιδιά... Κλαίμε με πόνο τον Τάκη μας... είχε τόσο τρυφερή καρδιά... σάστισε το παιδί... ζαλίστηκε κι έπεσε πάνω στ' αυτοκίνητο... μόνο τον Τάκη κλαίμε... και λέμε με τη μάνα του πως ο Πέτρος ζει και πως μια μέρα θα γυρίσει...».

Της Έλλης ΑΛΕΞΙΟΥ \ Ριζοσπάστης
1 Ιούλη 2001 _’Ενθετο 7 Μέρες Μαζί