Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιάννης Ρίτσος _ Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιάννης Ρίτσος _ Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

31 Ιανουαρίου 2024

Γιάννης Ρίτσος _ Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού

__Στους πρόποδες ενός ψηλού βουνού, ένα παλιό μισοερειπωμένο αρχοντικό. Φθινοπωριάτικο βράδυ. Σ’ ένα υπνοδωμάτιο του σπιτιού, η μεγάλη ανύπαντρη κόρη, κάπου 70 χρονώ, μιλάει στην παλιά τροφό της. Η Τροφός θα ’ναι περισσότερο από 100 χρονώ, ίσως και 200. Μοιάζει με μια ταριχευμένη αιωνιότητα, απόλυτα σιωπηλή, υπομονετική, αινιγματική, σαν ζυμωμένη με χώμα που, απ’ τον παλιό καιρό, έχει σκάσει ο πηλός τόπους τόπους. Δεν μπορείς να καταλάβεις αν η σιωπή της είναι κούραση, σοφία, άγνοια, ανοχή, κατανόηση, γενική καταδίκη, γενική παραδοχή, στοργή, κατάφαση, άρνηση, εχθρότητα, ηλιθιότητα ή ένα δικό της ξεχωριστό όνειρο. Το υπόλοιπο σπίτι φαίνεται ακατοίκητο. Μια νυχτερίδα χτύπησε στο τζάμι. Πότε πότε, η φωνή μιας κουκουβάγιας ακούγεται απ’ το βουνό, ανάμεσα στα λόγια της αιώνιας παρθένου__:

Νένα, μη σβήσεις ακόμη το φως. Κάθισε λίγο μαζί μου.
Σαν σβήνει το φως, δεν έχω πια πού να μείνω,
χάνω τον ορισμένο χώρο, τον σχεδόν δικό μου. Νιώθω τότε
την κυριαρχία του πελώριου βουνού πάνω στη μοίρα μας· — αυτό το βουνό

όρθιο μπροστά στο παράθυρο, κλείνοντας το παράθυρο,
κολλημένο στο σπίτι — δεν αφήνει το σπίτι ν’ ανασάνει,
ιδίως απ’ το μέρος του γυναικωνίτη. Μ’ ένα κομμάτι βράχο,
φραγμένο το παράθυρο. Από παιδί το φοβόμουν. Τ’ απογεύματα
έπεφτε ο ίσκιος του νωρίς, βούλιαζε ολόκληρο στο σπίτι·

μόνο το υδραγωγείο, σκαμμένο μέσα στο βουνό,
είχε μια κάποιαν ανεξαρτησία, μια φωνή δική του,
σαν έντερο τεράστιο, μαλακό, που τρυπούσε την πέτρα
και λειτουργούσε μόνο του με το νερό, με σκοπό και με θέληση
κάπου να πάει, κάτι να κάνει, αψηφώντας
το βουνό και τον ίσκιο του βουνού.

Στα παιδικά μου χρόνια,
τις νύχτες, στο κρεβάτι, όταν σβήναν οι λυχνίες
κι η κάπνα γαλάνιζε μες στο σκοτάδι, πριν απ’ τον ύπνο,
άκουγα το πελώριο πέλμα του βουνού να σηκώνεται
για να πατήσει μες στην κάμαρα, και τότε
αυτό το υδραγωγείο σκεφτόμουνα για να πάρω κουράγιο,
αυτό μονάχα με υπεράσπιζε·
και μια μικρή αντιφεγγιά στο ασημένιο καντηλέρι
ήταν σαν ένα χέρι λιγνό που ’χε επιζήσει απ’ τον ίσκιο του βουνού,
ένα χέρι που κρατούσε κι εμένα στην επιφάνεια
κι έτσι μπορούσα κάπως να κοιμηθώ, ξέροντας
πως πάνω μου υπάρχει ένα άνοιγμα ή ένας μικρός γάντζος
απ’ όπου, το πρωί, θα μπορούσα να πιαστώ, να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι.

Απ’ την άλλη μεριά του σπιτιού
ήταν ο μέγας κάμπος ανοιχτός (λέω: ήταν,
σα να μην είναι πια το σπίτι μας, σαν να μην είμαστε)·
όμως κι εκεί σκοτείνιαζε μεμιάς μέσα στο δείλι
κι ήταν αόριστη η έκταση, επίβουλη η θέα, —
μόνο ένα σύννεφο, κάποτε, τρυφερό, βιολετί,
αρμένιζε μοναχικό μες στο θολό ουρανό, πάνω απ’ την κατασκότεινη πεδιάδα,
σαν ένας μικρός, ξεριζωμένος κήπος
ή σα μια διάφανη τριήρης μετέωρη
από κάποιον αντικατοπτρισμό μακρινής, αόρατης θάλασσας
φωτισμένης από μέσα έτσι που να προβάλλονται
οι ρόδινες σκιές των πλεούμενων στον αέρα του λυκόφωτος.

Με τρόμαζε κι αυτό, ίσως πιότερο
κι απ’ το βουνό, σα να ’ταν κάτι να μας πάρουν
ή κάτι να μας φέρουν κι είμαστε απροετοίμαστοι —
γι’ αυτό σου ’λεγα τότε ν’ ανάψεις τις λάμπες
να λήξει αυτή η αναμονή κι η αβεβαιότητα
να μείνει ολόκληρη η απόφαση της νύχτας
και το επικυρωμένο, το παραδεγμένο βάρος της
μαζί με την αιώνια προαίσθηση πως μετά τα μεσάνυχτα
δώδεκα προσωπιδοφόροι θ’ αποκεφαλίζανε
τα δυο πέτρινα λιοντάρια της πύλης, — όπως κι έγινε.

Αν έμενα κάποιες φορές ώς αργά στο προαύλιο,
δεν ήταν για να υποδεχτώ τη φίλη μου τη νύχτα (γιατί φίλη μου;)
να μου δανείσει το σκοτεινό της ένδυμα, να μ’ εξοικειώσει
μ’ αυτό το μόνιμο φόρεμα του πένθους, άβγαλτο από πάνω μου
απ’ τα δέκα μου χρόνια, σα να ’ταν το πετσί μου, — όχι,
ήταν να δω τις τελευταίες ανταύγειες του ηλιογέρματος
στα τζάμια των σπιτιών, κάτω στον κάμπο,
σαν σινιάλα φωτιάς άγρυπνων, μυστικών φυλάκων
από λόφο σε λόφο, από προάστιο σε προάστιο,
για κάτι άλλο επιτέλους· ώσπου ν’ ανάψουν τ’ άστρα και τα φώτα
πίσω απ’ τα παράθυρα, κι όλη η ρευστότητα του απόβραδου
να γίνει ένα μπράτσο ορισμένο, ένα μπράτσο κατάστικτο, — το μπράτσο
ενός φυλακισμένου που δεν είναι παρά φυλακισμένος.

Δεν ξέρω, απόψε νιώθω την ανάγκη να μιλήσω, — τώρα
που τίποτα πια δε σημαίνει να μιλήσω ή όχι. Τούτο το απόγευμα
ήτανε τόσο μακρινό κι αδιάφορο που σου άφηνε κάποια ελευθερία.
Θυμάσαι κείνα τ’ απογεύματα; — είχαν μια γκρίζα εχθρότητα
μες στην ευγενική τάχα χλωμάδα τους· άκουγα τους ίσκιους
να πέφτουν από τις γερμένες στέγες στάλα στάλα,
μια αόρατη, άηχη βροχή — προπάντων τα λούκια
σαν κουρασμένα λαρύγγια μπουκωμένα σιωπή,
κι η σκιά στρογγύλευε μέσα τους και κόβονταν
σε σκοτεινά, ανεξαργύρωτα νομίσματα που πέφταν απ’ το στόμιο
στο χώμα χαμηλά κι αφομοιώνονταν απ’ το χώμα. Τί να μιλήσω
μια κι ο χρόνος έχει περάσει πια για μένα, και σε τίποτα
δε με ωφελεί η εξομολόγηση κι ούτε κανέναν άλλον
κι ούτε έχω διάθεση να σκέφτομαι ωφέλειες και χρέη —

Κάτι τέτοια ποτέ δε μ’ απασχόλησαν —πολύ λιγότερο τώρα—
μα ίσως και να τα σκέφτηκα —δε θυμάμαι, δεν ξέρω—
κι ίσως και τώρα ακόμη κάτι να ζητώ να καρπωθώ
κι ίσως μάλιστα και κάποιον να ωφελήσω —ποιόν;— δε θέλω να ρωτιέμαι,
δε θέλω πια να παρακολουθούμαι. Αρκεί. Μονάχοι μας φθειρόμαστε
πιότερο απ’ όσο μας φθείρουν τα γεγονότα κι ο χρόνος.

Νένα, πώς απομείναμε έτσι οι δυο μας; — εσύ η πιο γριούλα
κι εγώ η πιο κουρασμένη, — εσύ μονάχα να θυμάσαι
κι εγώ να σκέφτομαι και να ξεχνάω — οι δυο μας
σ’ ένα σημείο απόλυτο καθένας μιας δικής του ματαιότητας —
εσύ ίσως όχι· βλέπω πάντα τα χέρια σου να τρέμουν
όταν ανάβουν κάθε βράδυ το σπίρτο — μήπως τάχα
απ’ τη συγκίνηση που εργάζονται ακόμη
ή μήπως απ’ το φόβο γι’ αυτά που εξαφανίζονται απ’ το φως
ή για κείνα που δείχνονται στο φως; Πώς έχουμε ζήσει;
Και τούτο το βουνό πώς τ’ αντέξαμε; — μια πέτρινη παλάμη
μαύρη, βαριά, πάνω στο στήθος μας, απ’ το χάραμα κιόλας
όταν ελάχιστα αστέρια μουδιασμένα, σα στάλες
από άσπρο κερί σ’ ένα στιλπνό σανίδι, αυτοδιαλύονταν
σαν αποσιωπήσεις του δικού μας ύπνου, αποφεύγοντας
να πουν για τις τέσσερις λαμπάδες που έλιωσαν
στις τέσσερις γωνιές ενός μεγάλου φερέτρου.

Τις νύχτες του χειμώνα, σαν έβρεχε,
κατέβαιναν ορμητικά ποτάμια απ’ το βουνό· συλλογιζόμουνα
πως θα σαρώσουν το σπίτι, τις κολόνες, τους τάφους
κι ακόμη το ίδιο το βουνό — κι ήταν μια παρηγόρια
πάντοτε το νερό —μια ιδέα κίνησης— μια ιδέα
πως μες στη γενική καταστροφή θα καταστρέφονταν
κι ό,τι μας είχε καταστρέψει.

Το καλοκαίρι πάλι,
έκαιγε ακέριο το βουνό σαν καμίνι,
άχνιζε με τα πέτρινα ρουθούνια του, σαν παράξενο τέρας,
το καυτερό του χνότο καταπρόσωπο στο σπίτι μας· διατηρούσε τη ζέστα
πιο πέρα απ’ τα μεσάνυχτα, ώς τις 2 ή τις 3. Και τα τζιτζίκια
ανόητα, ματαιόσχολα, όλη μέρα (και τη νύχτα ακόμη)
χτυπούσαν στα μικρά ταμπούρλα τους το σύνθημα
ενός φωτεινού συναγερμού, χωρίς αιτία ή κίνδυνο
ή τουλάχιστον κίνδυνο ορατό — τα συνηθίσαμε κι αυτά· σχεδόν πια δεν ακούγαμε
αυτούς τους φλύαρους νάνους στρατιώτες των ζεστών μεσημεριών
μέσα σε καλοκαίρια τόσο απέραντα και φωτεινά σαν πεθαμένα
όταν η λιγοστή δροσιά κατέφευγε στις σκεπασμένες στέρνες
ή στις στοές των νεκρών όπου λιώναν τα ρούχα τους
και σκούριαζαν απ’ την υγρασία οι χρυσές υδρίες που αποθέσαμε πλάι τους.

Τότε το μόνο που σου θύμιζε πως είσαι ζωντανός
ήταν ο ιδρώς στο μέτωπό σου που μούσκευε το μαξιλάρι
και προπάντων ο ιδρώς στο λαιμό σου
μ’ αυτήν την ταπεινωτικήν ενόχληση και την επίγνωση
για τη μικρότητα αυτής της ενόχλησης που επεκτεινόταν
σε μιαν απέραντη, διεισδυτική δυσφορία ώς τις ρίζες του κόσμου
που πάνω της επέπλεαν μονάχα οι μύγες,
κάτι μεγάλες, μαύρες μύγες, βουερές κι αναίσχυντες.

Ίσως γι’ αυτό οι δικοί μας ξενιτεύτηκαν,
κατέβηκαν στα παράλια, ετοίμασαν καράβια,
έκαναν εκστρατείες και ναυμαχίες, λέει,
μόχθησαν κι ίδρωσαν αλλιώς, ίσως μονάχα
για να ξεπλύνουν τον ιδρώτα του βουνού μέσα στη θάλασσα,
να ξεπλυθούν, να πνιγούν μες στο νερό, να γλιτώσουν
από τούτον τον κάθετο βράχο· — δεν ξέρω
να ορίσω το τί και το πώς — όλα μπλέκονται:
εκείνες οι ζεστές, στυφές μυρουδιές της φτέρης, του σκίνου,
της πέτρας, της μούχλας, του ασβέστη, στα φλογερά μεσημέρια,
ο ιδρώτας, τα τζιτζίκια, το βουνό, τα καράβια,
οι σκοτωμένοι στη στεριά κι οι πνιγμένοι
όταν τους ξέβραζε η θάλασσα σ’ ένα στρωτό ακρογιάλι
μια νύχτα, μ’ ένα κίτρινο φεγγάρι καρφωμένο σ’ ένα ακόντιο,
κι ούτε είχαν μια λαβωματιά οι πνιγμένοι στο σώμα τους —
πώς πέθαναν λοιπόν; — ποτέ μου δεν είδα πνιγμένους.
και τ’ ασημένιο φάσμα μιας σφαγμένης κόρης
να κυματίζει ανάερο πάνω απ’ τους πνιγμένους
μ’ ένα μακρύ κρίνο στα χέρια, — άχραντη, απείραχτη
απ’ τον ιδρώτα κι απ’ τους άσημους, τους τρωκτικούς δικούς μας πόνους.

Μπορεί και να μην ενοχλούνται οι άντρες απ’ αυτά
τα εξευτελιστικά ρυάκια του ιδρώτα
που σε χρησιμοποιούν αυθαίρετα για κοίτη τους
σα να ’σουν πέτρα ή χώμα ή καμένο χορτάρι. Δεν ξέρω.
Αυτοί, τα μεσημέρια, κατέφευγαν στα δημόσια λουτρά
παίζοντας ίσως και γελώντας γυμνοί, κυνηγώντας
ο ένας τον άλλον, καταβρέχοντας
ο ένας τον άλλον, με μεγάλα λαγήνια, — πώς μπορεί
να τρέχει ή να γελάει κανένας
όταν είναι γυμνός; — ποτέ δεν το κατάλαβα. Όταν έβγαιναν
απ’ τα λουτρά (τους συνάντησα κάποτε) ήταν πιο όμορφοι,
πιο ευγενικοί, σαν αόριστα ένοχοι· — τα πρόσωπά τους,
δροσερά τότε και ρόδινα, υπογράμμιζαν
μια παράξενη, παρθενική συστολή, και τότε μόνο αισθάνθηκα
πως και οι άντρες μπορεί να ’ναι μονάχοι και μπορεί να πεθάνουν.

Εκείνοι, βέβαια, το ξεχνούσαν ή ποτέ δεν το σκέφτονταν. Τ’ απογεύματα
ακούγονταν απ’ το στίβο οι ιαχές των θεατών. Τότε οργιζόμουν·
σκέφτηκα μάλιστα κάποτε να δωροδοκήσω
το γερο-φύλακα των αποδυτηρίων για να τους θυμίσει,
την ώρα ακριβώς που θα ’ταν μεθυσμένοι απ’ τη νίκη τους,
την ώρα ακριβώς που θα ’ταν αφημένοι στην εξαίσια κούρασή τους,
την ώρα ακριβώς που θα ’ταν υπερήφανα γυμνοί κι απροστάτευτοι,
να τους θυμίσει πως κι αυτοί θα γεράσουν,
να τους θυμίσει προπάντων πως κι αυτοί θα πεθάνουν. Ποτέ δεν το τόλμησα.

Εγώ είχα δει γυμνά τ’ αγάλματα των θεών, κι ήξερα
πόσο τρωτοί ήταν όλοι τους, — τ’ αγάλματα
στιλπνά και φρίσσοντα μες στο καταμεσήμερο
με τις μεγάλες σκιές του σώματός τους σα μαχαίρια
μπηγμένα στο ίδιο τους το σώμα, ή, τα βράδια,
να λευκάζουν αχνά μες στο σκοτάδι, απρόσιτα κι άυλα
αν κι από πέτρα και κάλλος. Πεθαίνουν κι εκείνοι κι εκείνα
ίσως νωρίτερα από μας κι ίσως ακόμη βαθύτερα
γιατί δεν το γνωρίζουν.
Ώρες ώρες
παρατηρούσα τον πατέρα που γερνούσε — πάντα ωραίος,
όμως λιγότερο ευκίνητος και δυνατός —μια άλλη ωραιότητα—
κι έβλεπα κάτω απ’ το δέρμα του τη μορφή του θανάτου
να εισπνέει με τα λεπτά ρουθούνια του, σαν με τα βράγχια
ενός μακριού, αόρατου ψαριού που έπλεε στο αίμα του
απομυζώντας το, ή άλλοτε έβλεπα
εφαρμοσμένη κιόλας πάνω στη μορφή του
χρυσή, τραγική, απαρασάλευτη, εξαίσια,
την απαστράπτουσα προσωπίδα του θανάτου.

Ο θάνατος πλέει μέσα μας ή πλέουμε εμείς
απ’ το λίκνο μας κιόλας στα μυστικά νερά του. Ωστόσο
κρατούσα μόνο για λογαριασμό μου αυτή τη σκέψη περήφανα,
τη συγκέντρωνα, την έσφιγγα επάνω μου
για να τους απαλλάξω αυτούς κι ίσως και να τους προστατεύσω
σαν βρέφη που χαμογελούν αθώα μπροστά στη μοίρα
ή σαν αφύσικα, άγρια ζώα τρομαγμένα
μπρος στην αμείλικτη εμπειρία μας.
Αντίθετα η μητέρα
μετά τον τελευταίο της τοκετό είχε ασκημίσει·
το μέτωπό της γεμάτο φακίδες· τα στήθη της
είχαν χάσει το σχήμα τους — το ’ξερε και το ’κρυβε
κι ήταν ενοχλημένη, δύστροπη,
σχεδόν αντιπαθητική· — αυτό που κρύβουμε είναι
αυτό που πιότερο μας φανερώνει, —έτσι δεν είναι, νένα;—
κι ίσως αυτό μας κάνει ενόχους κι άσκημους — μια απόσπαση,
μια μεταποίηση και παραμόρφωση της ζωής
απ’ τη δική μας μάταιη ανυπακοή και σκληρότητα,
απ’ τη δική μας περηφάνια —καλύπτρα της δειλίας μας—
ανάρμοστη στο φως· ενώ τα έπιπλα
γερνούν χωρίς αντίσταση κι έχουν πάντα τη θέση τους μέσα στο σπίτι,
έχουν μιαν έκφραση γλυκιάς ταπεινοσύνης —
και το μπράτσο της πολυθρόνας, όταν τύχει
καμιά φορά να το αγγίξει απ’ τ’ ανατολικά παράθυρα
μια λουρίδα ήλιος, είναι σα χέρι αληθινό, κουρασμένο,
καμπυλωμένο μ’ ευγνωμοσύνη στο γοφό του κόσμου,
κάτι επιδοκιμάζοντας, θαρρώ, κάτι λέγοντας:
«υπήρξα· υπάρχω ακόμη· ευχαριστώ· μου φτάνει».

Έτσι, θαρρώ, και τα δικά σου χέρια, όταν τελειώνει η μέρα,
ακουμπισμένα στη μέση σου, σα να ξεκουράζονται
σ’ έναν κλεισμένον, τέλειο κύκλο, σα στεφάνι δόξας
γύρω στο μέτωπο ενός άγνωστου κι αόρατου
— ή μήπως γύρω στο κεφάλι του ήλιου;
Σ’ είδα σ’ αυτή τη στάση κάποτε, στυλωμένη στο προαύλιο,
μαύρη μέσα στα μαύρα σου, κόντρα στη δύση,
με τα χέρια στη μέση σου — ολόγυρα στον ήλιο που βασίλευε,
ενώ απ’ τ’ ανοίγματα των δυο χεριών σου
οι τελευταίες ακτίνες μού λόγχιζαν τα μάτια. Δεν κατάλαβα τότε.
Αλήθεια, νένα, δεν τσούζαν τα μάτια σου απ’ τον ήλιο; Τί αγνάντευες πέρα;
τον κάμπο ή το διάστημα; τη ζωή ή την ανάμνηση;
ή τα πάντα μαζί; Τόσο αφημένη και δοσμένη. Πού να ξέρεις.
Ενώ η μητέρα, ώρες ολόκληρες, κοιταζόταν ασάλευτη,
στην ίδια στάση κι εκείνη, όμως ανένδοτη,
μες στο πλατύ, μετάλλινο καθρέφτη· χρησιμοποιούσε
καμένο δαφνόκλωνο να βάφει τα μάτια της — το ’νιωθα
από τη μυρωδιά σαν έμπαινα στην κάμαρά της —
αυτό με πείραζε γιατί η δάφνη προορίζονταν πάντα
για τα μέτωπα των αθλητών και των ποιητών· — χρησιμοποιούσε ακόμη
διάφορα παράξενα βότανα, κρυφά συναγμένα στη χάση της σελήνης,
βότανα που ερεθίζουν το δέρμα και δίνουν στο πρόσωπο ένα χρώμα
κόκκινο κι άγριο σαν μάσκα θεάτρου. Ένα βράδυ
μ’ είδε που την παρατηρούσα μέσ’ απ’ τον καθρέφτη,
ίσως κιόλας να αισθάνθηκε το βλέμμα μου στη ράχη της,
κι ανασκίρτησε ολόκληρη· έκανε μια κίνηση
σα να πήδησε μονομιάς μια σκάλα
που θα ’πρεπε, οπωσδήποτε, γρήγορα ή αργά, να την κατέβει,
ή σα να ’δε τα μάτια μου μέσα σ’ ένα βαθύ, μαύρο πηγάδι
όμοια με δυο άσπρους κύκλους που άπλωναν λίγο λίγο
κι έμπαινε ο ένας κύκλος μες στον άλλον ώσπου σμίγαν
κι έπιαναν όλο τον κύκλο του νερού, στο νεκρό βάθος.
Θ’ άσπρισε τότε το νερό, πλατύ κι ουδέτερο σαν την αλήθεια,
και θα ’δε η μητέρα μες στ’ άσπρο νερό, αδιάψευστο
το σκοτεινό πρόσωπό της, κι είπε τότε
με μια φρικτή φωνή σαν μέσα από πηγάδι:
«το ’δες λοιπόν κι εσύ πως γέρασα;»
και μονομιάς έγινε πάλι απλή κι ωραία κι αγαπημένη
όπως πριν από χρόνια, πριν απ’ το δικό της φόνο
και πριν απ’ τους μικρούς, ανεξιχνίαστους φόνους του χρόνου.

Από τότε, δε βάφονταν πια — εγκαταλείφθηκε. Εμείς οι γυναίκες
γερνάμε πιο γρήγορα, μαθαίνουμε πιο γρήγορα. Τί να την κάνουμε
τούτη τη γνώση; Πού να την αφήσουμε; Και τί χρειάζεται;
Μαλάκωσε πολύ η μητέρα, (κι ήταν σκληρή, — θυμάσαι;)
και λέω που πια δε χρειάζονταν του αδελφού μου η εκδίκηση
σε τέτοιαν ώρα απόλυτης κούρασης, εξάντλησής της,
όταν είχε περάσει πια η οργή, κι ακόμη η τύψη της κι η μετάνοιά της
κι όλο το πάθος που ίσως να δικαίωνε τα πριν εγκλήματα. Σχεδόν δεν αμύνθηκε
κι ίσως να το ’δε αυτό σα μιαν ωραία πρόφαση ενός τραγικού θανάτου,
αν όχι ηρωικού, γιατί όλο κι όλο
άφησε μόνο μια κραυγή, τόσο ακριβή στον ήχο της, σαν προμελετημένη,
σαν μίμηση του πόνου όλης της ζωής και στύλωσε τα μάτια της
μ’ αυτοκυριαρχία και με αόριστη έκφραση στοργής, στο δαχτυλίδι της
που ’χε φαρδύνει πολύ στο μεσοδάχτυλο. Δε θ’ ανεχόταν η μητέρα
να πεθάνει, όπως πεθαίνουμε εμείς, σ’ ένα κρεβάτι,
μπλεγμένη στ’ άσπρα, μαραμένα μαλλιά της,
σαν πιασμένη στα πόδια μιας άσπρης αράχνης.

Ίσως να φταίει και τούτο το βουνό. Ήταν σκληρή η μητέρα. Κάποιο μεσημέρι
περνούσε μπρος στο σπίτι ένας βοσκός με τις χήνες του, (τους είχε κόψει
τις άκρες των φτερών να μη μπορούν να πετάξουν). Η μητέρα
έσκυψε απ’ το παράθυρο και παζάρευε χήνες
αν και ποτέ δεν το συνήθιζε αυτό — κάτι έλεγε
για δείπνο του Σαββάτου — δεν άκουγα καλά, μόνο απ’ τον ήχο της φωνής της
κατάλαβα πως ο βοσκός ήταν 19 χρονώ, μελαχρινός κι ωραίος·
άνοιξα το παράθυρο, και τότε
είδα τις χήνες να υψώνονται μεμιάς στον ουρανό
και πρόλαβα να συλλάβω τα μάτια της μητέρας, διεσταλμένα, τρομαγμένα,
μέσα στον ίσκιο που ρίξανε ακριβώς στο πρόσωπό της
οι χήνες που αναλήφθηκαν, πυκνό σκοτάδι,
τόσο που μια στιγμή κρύψαν τον ήλιο. Κι ο βοσκός
ζητούσε απ’ τη μητέρα να πλερωθεί το κοπάδι του
γιατί —έλεγε— αυτή το ’χε τρομάξει. Όμως εκείνη
πρόσταξε τους φρουρούς να μαστιγώσουν το βοσκό· — ποτέ μου
τόσο οργισμένη δεν την είχα ξαναδεί. Κι αλήθεια, τον μαστίγωσαν. Εγώ η ίδια
περιποιήθηκα τις πληγές του και τον πρόπεμψα για ασφάλεια
δυο δρόμους πιο κάτω, αυτόν και τις χήνες του, που σήκωναν
σκόνη πολλή και τον έκρυβαν μέσα στο απομεσήμερο
ολόσωμο σχεδόν σ’ ένα γαλάζιο νέφος· — γιατί, ξέχασα να πω,
οι χήνες του επιστρέψανε σε λίγο — ή μήπως
δεν έφυγαν καθόλου; — δε θυμάμαι. Μήπως θυμάσαι εσύ;
Πολύ κουβεντιάστηκε τότε το επεισόδιο —λόγια και λόγια—
οι χήνες, είπαν, πολυσήμαντοι οιωνοί —άλλος έτσι, άλλος αλλιώς—
κι όλες εκείνες οι διαδόσεις μπλέχτηκαν αλλοιώνοντας τις παραστάσεις μου.

Ποιός τα ’ζησε όλ’ αυτά; Πώς έγιναν; Πώς έληξαν;
Είμαστε τάχα εμείς που τα ζήσαμε; Πριν πόσους αιώνες;
Κι η αγωνία: ένα τίποτα. Κι ο πόνος:
ένα ελάχιστο στίγμα σκοτεινό, μια κουτή μύγα
ασπαίροντας ασήμαντα σ’ ένα πάμφωτο θέρος, και γύρω
επίσημη, αδιάλλακτη, γαλήνια, ανεπηρέαστη
η υπέροχη ακινησία του θανάτου.

Πόσοι βασιλιάδες αλλάξαν από τότε; Πόσες επαναστάσεις έγιναν;
Είχαμε, λέει, και σύντομες περιόδους μιας απίθανης οχλοκρατίας.
Και μια στιγμή γνήσιας δημοκρατίας. Δεν ξέρω.
Θαρρώ πως κάποιον που τον εκτελέσαν, τον ξεθάψαν με τιμές
και τον στήσαν, σκελετό, πάνω στο θρόνο — είχαν στεριώσει
με σύρματα τα οστά του και τον είχαν ντύσει
μ’ ένα μανδύα ολοπόρφυρο — είχαν ραντίσει μ’ ανθόνερο την αίθουσα,
μιλούσαν απ’ τους εξώστες, κανείς δεν καταλάβαινε. Έναν άλλον
τον κηδέψαν μ’ αφάνταστες τιμές — ολόκληρο δάσος μεσίστιες σημαίες,
δεν έμεινε πλατεία ή πάρκο χωρίς το άγαλμά του. Σε λίγο
κάποια μανία τούς κυρίευσε όλους —μήτε καλοθυμάμαι—
χειρονομούσαν, τρέχαν, φώναζαν, σπάζαν τους ανδριάντες του
κι ήταν παράξενο να βλέπεις τους ανθρώπους να πολεμούν με τ’ αγάλματα.

Άλλοι μετέφεραν τη νύχτα κομμάτια απ’ τα μάρμαρα,
τα ’φτιαχναν σκαμνιά ή χτίζαν το τζάκι τους. Βρήκαν
κι έναν στρατιώτη που ’χε κρύψει κάτω απ’ το μαξιλάρι του
το μαρμάρινο χέρι του εκπτώτου με σφιγμένα δάχτυλα
σαν κάτι να ’κρυβε, σαν κάτι να κρατούσε ακόμη απ’ την παλιά εξουσία του
ή από μιαν άλλη — την αιώνια εξουσία του θανάτου. Τί μπορείς να πιστέψεις
μέσα σε τόσες διηγήσεις; Μια άλλη αντίρροπη ανταρσία ξέσπασε,
τα τύμπανα χτυπούσαν όλη νύχτα, τα χαράματα οι σάλπιγγες,
άλλαζαν χρώματα οι σημαίες στα δημόσια μέγαρα,
δεν ήξερες ποιοί έρχονταν, ποιοί έφευγαν,
άλλαζαν οι φρουροί στην πύλη των στρατώνων,
νέοι πάντα, με αδέξιες στολές, κτηνώδεις και ανόητοι,
ωστόσο συμπαθητικοί μες στην ανεύθυνη νεότητά τους,
κι όταν τους φώτιζαν άξαφνα, τη νύχτα,
οι προβολείς των μεγάλων, σκεπασμένων αυτοκινήτων
έβλεπες, στη λεπτή χλωμάδα τους, πως ήταν αθώοι,
πως το μόνο που θέλαν ήταν να κοιμηθούν κι αυτοί με τα ρούχα τους έστω και με τις αρβύλες τους —
κι όταν νυστάζουν οι άνθρωποι είναι τόσο καλοί κι αξιαγάπητοι —
έτσι δεν είναι, νένα; Τους νεκρούς και τους κοιμισμένους
μπορούμε να τους αγαπούμε ελεύθερα — δεν είναι αντίπαλοι πια,
είναι απ’ τα πριν παραδομένοι. Έτσι κι εμείς μπορούμε
χωρίς ταπείνωση να τους παραδοθούμε. Νύσταξες, νένα.

Κάποτε επιστρατέψαν και τους γέρους. Ήταν αστείοι, (θυμάσαι;)
μες στις φαρδιές στολές τους. Τα δυστυχισμένα μάτια τους
κάτω απ’ τα κράνη τους σαν κατσαρίδες
ή σα μικρά, γκρίζα ποντίκια φοβισμένα. Την ίδια νύχτα
παρέδωσαν ομαδικά τον οπλισμό τους στον αντίπαλο
κι αυτός τους χτύπησε στη ράχη φιλικά. Αυτοί χαμογέλασαν
και δέχτηκαν τιμητικές συντάξεις. Από τότε
δεν εμφανίστηκαν πια στην αγορά. Αποτραβήχτηκαν
σε σπίτια εξοχικά με κήπους κι ανάτρεφαν
σκυλιά ή γάτες, κότες, κουνέλια ή καναρίνια·
κάποιος εφρόντιζε έναν πληγωμένο αετό,
κάποιος άλλος αγαθός γεροντάκος τρία γεράκια. Τί τα θέλαν;

Τίποτα δε θυμάμαι πια, δικά μου ή ξένα.
Σα να ’χουν γίνει σ’ έναν άλλο χώρο, έξω απ’ το χρόνο. Σα να μην έγιναν — δεν έγιναν.
Τίποτα πια δεν είναι ξένο ή δικό μου. Απ’ το πολύ που τα σκέφτηκα,
τα ξέχασα όλα, τα διέλυσα ή τα αφομοίωσα — δεν ξέρω.
Ανάμεσα σ’ εμένα και σ’ εκείνα έμπαινε η πρόβλεψη και η πρόγευση
προκαταβολικό γεφύρι —ένα γεφύρι εμπόδιο·—
μια και μπορούσες να περάσεις από πριν, δεν περνούσες,
δεν μπορούσες πια να περάσεις, κι έτσι ποτέ δεν ήξερες στα σίγουρα
αν ήταν στεριωμένο απ’ την άλλη μεριά το γεφύρι,
κι η ιδέα του γεφυριού έμενε πάντα
μια μεταμφίεση δεσμού ή απόστασης,
μια απόδειξη αδοκίμαστη. Ποιός μπορεί να περάσει
πάνω απ’ αυτό; Να πάει πού; Απ’ τη γη στον ουρανό ή αντίστροφα;
Λείπουν ακόμη και τα λόγια. Όλα τ’ αφήσαμε στη μέση,
όλα τ’ αφήσαμε στην τύχη. Κι έγιναν
χωρίς εμάς. Εμείς μείναμε πίσω
μετανιωμένοι ή αμετάνιωτοι — τί σημαίνει;
ταπεινωμένοι ή αλαζόνες — το ίδιο κάνει.

Κάτι μεγάλες, ακατανόητες λέξεις
μπαίναν στο καθημερινό μας λεξιλόγιο. Ποτέ
δεν τις αντίκρισα κατάματα μήτε δοκίμασα να τις αρθρώσω —
σα να ’χαν έρθει ξένοι καταχτητές κι εγώ είχα προφτάσει
να κρυφτώ σε μια κρύπτη μυστική
ανάμεσα στο ταβάνι και στα δοκάρια της στέγης,
με λιγοστές προμήθειες τροφή και νερό. Κι ούτε γνώριζα
τί ν’ απογίναν οι δικοί μου — θα κρύφτηκαν τάχα κάπου κι εκείνοι
ή θα σκοτώθηκαν μέσα στα υπνοδωμάτιά τους ή στις επάλξεις; Φανταζόμουν
τον τελετάρχη πνιγμένον απ’ το κορδόνι της κουρτίνας,
τα δυο χοντρά, μεταξωτά κρόσσια να κρέμονται πάνω στην κοιλιά του
αδέξια κι ανυπόφορα· ή τον αρχιστράτηγο
να τον σέρνουν με τη στολή του ματωμένη στη σκόνη του δρόμου
ενώ τα τζιτζίκια θα φώναζαν δαιμονισμένα, και μια μύγα
θα ’χε κολλήσει επίμονα στ’ αυτί του
σαν παράξενο, χρυσοπράσινο σκουλαρίκι — αυτό το ’βλεπα·
και ποιός τάχα θα πότιζε τα νέα δεντράκια της πλατείας
ή τα λουλούδια του κήπου; — Καλοκαιριάτικα εγκλήματα
μέσα σε μια τρομερή φωτεινότητα, που μου φαινόταν
ακόμη πιο τρομερή καθώς την συλλογιζόμουν μέσ’ απ’ τη σκοτεινή μου κρύπτη —
μια φωτεινότητα που όλα θα τα ’δειχνε
ανελέητα, ασήμαντα, ανύπαρκτα.

Αυτά, όχι τόσο στην αρχή μήτε αργότερα — κάτι ενδιάμεσο·
όλη η φροντίδα μου ήτανε να επιτηρώ τις κινήσεις μου
μη γίνω αντιληπτή, να λογαριάζω κάθε μέρα τις προμήθειές μου
σε μικρότερες δόσεις για μακρύτερο χρόνο. Κι ο χρόνος,
μέσα σ’ αυτή την προσοχή και προφύλαξη, προεκτεινόταν απέραντος,
διέσχιζε το χρόνο, καταργούσε το χρόνο. Μια αόριστη γνώση
ταυτιζόταν σιωπηλά με την αίσθηση, βάθαινε ατέλειωτα, χανόταν·
οι αναμνήσεις διαλύονταν κι έμενε
μονάχα η μνήμη κενή κι ανεμπόδιστη,
λησμονημένη κι αυτή απ’ τις πολλές αναγνωρίσεις,
όπως ο χτύπος δεν ακούγεται πια απ’ τις συχνές επαναλήψεις,
ο σφυγμός, η αναπνοή, το ρολόι —
μια σιωπηλή ομοιομορφία, πλούσια και αδιάφορη
μέσα σε μια ενιαία, κουρασμένη ευτυχία ή δυστυχία.

Ένα μικρό ερπετό στον τοίχο σάλευε αργά με χίλια πόδια
σ’ ένα πρώτο, μοναχικό τοπίο της δημιουργίας
χωρίς σκοπό κι ανάγκη, — μήτε καν για να το δω,
και τ’ ότι το ’βλεπα ήταν κιόλας μια υπόδειξη
πως υπάρχω — μια πρωθύστερη περηφάνια
κι ένας πόνος αλλού, μακρινός· οι φλέβες του ξύλου
είχαν το βάρος μιας άγνωστης αφής, πιότερο βάρος
απ’ όλα τ’ ανόητα γεγονότα. Μια μέρα πέρασα το δάχτυλό μου
μες στον βγαλμένο ρόζο ενός ξύλου· σφηνώθηκε εκεί· δεν προσπάθησα
ν’ αποσπασθώ — είχα ενωθεί με το ξύλο, με το δέντρο, με το δάσος·
στα γόνατά μου φυτρώνανε κιόλας μικρά φύλλα και μίσχοι
κι ήτανε μια γαλήνη μέσα μου. Ώσπου τρόμαξα
μήπως αφανιστώ μες στην απρόσωπη εκείνην ενότητα,
μήπως μου λείψει προπάντων η φωνή (καθώς συμβαίνει μες στους εφιάλτες
ή, καθώς λένε, σαν εκείνες τις γυναίκες που οι θεοί από εύνοια
τις μετέβαλαν σε δέντρα ή τις μαρμάρωσαν σ’ έξοχα αγάλματα
στο χείλος του γκρεμού, να τις γλυτώσουν απ’ την πτώση,
κι η φωνή που δε φώναξαν μένει αιώνια χαραγμένη
απ’ τα νύχια των ποδιών τους ώς τις ρίζες των μαλλιών τους,
μια τεντωμένη, ασώματη «βοήθεια» · — ας μας λείπει τέτοια εύνοια).

Τράβηξα τότε δυνατά το δάχτυλό μου κι ήταν ματωμένο,
κι είχα μια λύπη για το δάχτυλό μου, πέρ’ απ’ τον πόνο —
σαν τελευταίος διαλυμένος αρραβώνας· βγαλμένο
το ξύλινο δαχτυλίδι του δάσους απ’ το χέρι μου —
ακόμη με πονάει· — το ’χες προσέξει, νένα;
Εσύ δεν ξέρεις τί είναι αυτός ο πόνος, κι ας είναι
γδαρμένα όλα τα δάχτυλά σου απ’ την πλύση, απ’ τη σούπα, απ’ τη σκάφη.

Ούτε έμαθες πάλι τη χαρά του ανυπάκοου στη ζωή και στο χρόνο,
εκείνη τη γυμνή χαρά της θελημένης στέρησης,
κείνο το εξαίσιο ψύχος της άρνησης, όταν
αυτά που αρνηθήκαμε κι αυτά που θα δίναμε
μας προσφέρονται ακέρια κι ενωμένα
σ’ έναν ασύλληπτο, ουδέτερο χώρο
κενό και πλήρη, ανεξερεύνητο, ανεξέλεγκτο
ωστόσο υπαρκτό κι απέραντα διάφανο.

Μα πάλι ο ίσκιος του βουνού ήταν παρών μέσα σ’ αυτή τη διαφάνεια
σαν ένας κώνος ανάστροφος, κούφιος, σκαμμένος προς τα μέσα
κι εγώ ημουν μέσα σ’ αυτόν, ενώ από πάνω μου
έστεκε πάντα ο πέτρινος κώνος του βουνού, και δεν μπορούσα
να τον σκάψω κι αυτόν για να κινούμαι προς τα πάνω
κι ούτε πάλι να βγω να τον ανέβω απέξω
για ν’ ακουμπήσει ο ουρανός στο μάγουλό μου.

Κι αν πεις πια για χρονολογίες — τίποτα· είχα ξεχάσει
ώς και το νούμερο του σπιτιού και του τηλεφώνου,
χώρια που κι αν το θυμόμουνα θα ’χαν αλλάξει με τα χρόνια
η αρίθμηση, η ρυμοτομία, το σχήμα, η φυσιογνωμία του τοπίου, ο τηλεφωνικός κατάλογος,
κι αναρωτιόμουν κάποτε πώς θα ’μουν κι η ίδια έξω απ’ το σπίτι
γι’ αυτούς που θα μ’ έβλεπαν μέσ’ απ’ το σπίτι — εγώ
που δε βγήκα απ’ το σπίτι κι ούτε είδα κανέναν — δεν κοίταξα
έξω απ’ το σπίτι. Και κοιτάχτηκα
μες σ’ ένα κύπελλο νερό να δω το πρόσωπό μου,
προπάντων το στόμα μου, γιατί είχα την εντύπωση
πως είχαν φαγωθεί τα χείλη μου κι απόμεναν
ολόγυμνες οι δυο μου σιαγόνες. Δεν διέκρινα τίποτα.
Κι αυτό το λίγο νερό μέσα στο κύπελλο
ήταν μια μαύρη οπή πάνω στο πρόσωπό μου.

Μα λέω πως κι έτσι πάλι αν ερχόμουν από την κύρια είσοδο
κάτω απ’ τα δυο αποκεφαλισμένα λιοντάρια, μπορεί να μ’ αναγνώριζε
το γέρικο σκυλί απ’ αυτή μου την κίνηση της απόσπασης
ή κι απ’ τη μυρωδιά του σκισμένου μου φορέματος —
γιατί πάντοτε το ύφασμα κρατάει το χνότο του σπιτιού
και τις ανταύγειες απ’ τις στάσεις όλων των θανάτων, (λένε
πως τα σκυλιά έχουν λεπτότατη όσφρηση). Τότε θα του ’δινα το τελευταίο νερό μου
και θα ’μουν έτοιμη, μ’ ένα ύστατο χαμόγελο στο στόμα,
σαν το χρυσό και δίκαιο οβολό στα δόντια του νεκρού για τα πορθμεία.

Ίσως κι εσύ να μ’ αναγνώριζες —έτσι δεν είναι;—
απ’ τη σπασμένη σκιά μου στις πλάκες της αυλής,
απ’ το κύρτωμα της ράχης μου που βάσταξε
τόσα χρόνια περήφανα τον όγκο του βουνού, ή ακόμη
κι απ’ τις μικρές ρυτίδες της συμπάθειας προς το ίδιο μου το βάσανο
γύρω απ’ τα μάτια μου, σαν ένας λεπτεπίλεπτος στρατός,
ελάχιστοι πιστοί φρουροί τριγύρω
απ’ τον καταλυμένο πύργο· — ναι, θα μ’ αναγνώριζες,
απ’ το ύφος της γενιάς μου, απ’ το βλέμμα
που δε σκύβει ποτέ, που δεν καρφώνεται
στα πρόσωπα και στ’ αντικείμενα, μα βηματίζει
κατευθείαν μπροστά, μοναχικό, πέντε μέτρα πιο πάνω απ’ τα κράνη
του παρατεταγμένου εκτελεστικού αποσπάσματος· θα μ’ αναγνώριζες,
καλή μου νένα, βασανισμένη μου, που τίποτα
ποτέ σου δεν κατάλαβες και που όλα τα νιώθεις
με τα γδαρμένα, νεκρά δάχτυλά σου, και με τα νύχια σου ακόμα.

Θυμάσαι, αλήθεια, τον παλιό κιθαρωδό; Τα δάχτυλά του
διάφανα, φωτεινά, μακριά, (μοιάζαν με τα δικά μου)
άγγιζαν τις χορδές, έφευγαν με τους ήχους,
όλα τα εγγίζαν κι έμεναν εκείνα ανέγγιχτα,
προσβλητικά, φρικιαστικά, σα να ’γδυναν εύκολα
μιαν υπεροπτική γυναίκα και την παρατούσαν έτσι
γυμνή, γονατισμένη, με τα μαλλιά της
χυμένα μαύρο ποτάμι στο χώμα. Ολότελα αντίθετα
τα δάχτυλα των κτιστών, όταν έχτιζαν
τη δεξιά πτέρυγα του σπιτιού ή αργότερα
όταν έχτιζαν τον τάφο του πατέρα ή της μητέρας — είχαν μια δύναμη
τα δάχτυλά τους· ό,τι έπιαναν γινόταν δικό τους,
χτίζονταν οι ίδιοι με την πέτρα, ή μάλλον
ό,τι έχτιζαν χτιζόταν πάνω τους και μεγάλωνε ο όγκος τους —
καθένας τους μια ολόκληρη πολιτεία οχυρωμένη
με τα κάστρα της — ελεύθερη κι απόρθητη, λέω. Όταν σκολούσαν
και πλένονταν λιοκαμένοι, ανεπιτήδευτοι, άγριοι,
στο σιντριβάνι του κήπου, αφουγκραζόμουν τα μαύρα μαλλιά τους
να στάζουν στο μάρμαρο, σα να κατάβρεχαν κάπου,
με το γέρμα μιας θερινής ημέρας, τους ζεστούς δρόμους
ενός απέραντου χώρου μια εμποροπανήγυρης
με χιλιάδες άλογα, βόδια, σταμνιά, βιολιά, καλάθια,
χάρτινες σημαιούλες, λατέρνες, σταφύλια, λεμονάδες και ατσίγγανους.

Τα δάχτυλα πάλι του νέου ιπποκόμου —τον θυμάσαι;—
δάχτυλα επιδέξια και τραχιά. Ένα καλοκαίρι
έβαλε την παλάμη του και πάτησα ν’ ανέβω στ’ άλογο
όπως έκανε κι ο προηγούμενος που γέρασε· — μια ζέστη
φαρδιά και στέρεη σαν πυρωμένο σίδερο
διαπέρασε το σάνδαλό μου, μου ’καψε το πέλμα. Όλη μέρα
κάλπαζα κάτω στον κάμπο. Ήρθα αργά. Με κυνηγούσε
εκείνη η μολυσμένη, ζωώδης ζέστη και τα μάτια του ιπποκόμου
μεγάλα, πράα, υπάκουα και τόσο δυνατά
όσο ακριβώς κι υπάκουα — μια δύναμη εχθρική (το διέκρινα),
γεμάτη αυτοπεποίθηση κι ίσως με κάποια περιφρόνηση
για τη δική μου περήφανη ελαφρότητα. Κάλπαζα·
ένα κλαδί με βίτσισε στο πρόσωπο· λίγο πιο κάτω
πέταξα τα σανδάλια μου.
Κείνο το καλοκαίρι
ήταν βαρύ —το πιο ανυπόφορο της ζωής μου—
τρομερές ζέστες, άστραφτε ο κάμπος εκτυφλωτικός, στρωμένος
με σπασμένα γυαλιά· μια οργή και μια κουφόβραση,
ελονοσία, εφιάλτες, αϋπνίες —
όλη νύχτα ακουγόντανε οι οπλές των αλόγων στις πέτρες,
τα μεσάνυχτα οι φρουροί κυνηγούσαν τις γάτες, τις σκότωναν
με ραβδιά, με κλωτσιές ή με τα ακόντια·
όλη τη μέρα οι μύγες, το βράδυ τα κουνούπια
κρύβοντας μ’ ένα δίχτυ μαύρο και πυκνό το βυσσινί ηλιοβασίλεμα
κι οι ακρίδες στ’ αμπέλια· διώξανε και τον ιπποκόμο·
όλοι ονειρεύονταν σα διέξοδο έναν πόλεμο — σε λίγο ξέσπασε,
ερήμωσε η χώρα απ’ τους άντρες· το σιντριβάνι του κήπου
φάνηκε τότε μονομιάς σαν ένας γυάλινος πύργος ακατοίκητος
αστράφτοντας από μια δροσερή, ανεξήγητη κι άσκοπη ελευθερία.

Κείνο το καλοκαίρι πύρωναν τα κοσμήματα
στο λαιμό και στα χέρια· —εσύ δεν ξέρεις— ποτέ σου δε φόρεσες·
— δε σ’ αρέσανε, νένα; ή μήπως τάχα δεν είχες; —
δε μου το ‘πες ποτέ — μπορούσα να σου δώσω· — η βέρα σου μονάχα
σιδερένια, κατάμαυρη — τί τη φυλάς ακόμη;
— μήπως το σίδερο άραγες είναι πιο δροσερό; — ένα κυκλικό ρυάκι
τριγύρω στο ξερό δάχτυλό σου; Εγώ τα πέταξα όλ’ αυτά σε μια κασέλα —
ετούτο το βραχιόλι της προμάμμης μου κράτησα μόνο·
το ’μαθα πια, δε με βαραίνει. Απ’ τ’ άλλα αποδεσμεύτηκα.

Ούτε ένα δαχτυλίδι δε στέριωσε στο δάχτυλό μου —
ήταν ο φόβος τάχα της σκλαβιάς; Ήταν ο φόβος
μη δω πιο πολύ τη μοναξιά μου, δίπλα
σε μιαν άλλη, παράλληλη, κλειστή μοναξιά; Διατήρησα βέβαια
την παρθενιά της ψυχής και του σώματος, μια παρθενιά μαραμένη,
στεγνή και στυφή να γκρινιάζει σαν παλιά σαρακοφαγωμένη πόρτα
στους σκουριασμένους ρεζέδες της, στο πάνω κάστρο, τις νύχτες με τον άνεμο —
μια κακιά βεβαιότητα αχρείαστης ασφάλειας
όταν πια δεν υπάρχει φίλος ή εχθρός να κάνει έφοδο,
κι οι φύλακες έχουν πεθάνει από καιρό στα καραούλια
με τις στολές τους, τα όπλα τους, τα κράνη τους· και κάποιοι μάλιστα
ορθοί, ακουμπισμένοι στα κυκλώπεια τείχη με δυο τρύπες για μάτια
όπου σφυρίζει το χειμώνα ο αέρας, και την άνοιξη
ξεπετιούνται από κει μέσα τσουκνίδες ή κάτι χαμομήλια.

Ένα ανοιξιάτικο σούρουπο, συνάντησα στο πάνω κάστρο
έναν νεκρό πολέμαρχο, λιωμένον,
με δυο παπαρούνες για μάτια.
Μη σηκώνεσαι, νένα.
Κάτσε πιο μέσα στο σκαμνί· περιττή πια κάθε προφύλαξη·
κι οι διακρίσεις των τάξεων γελοίες. Είμαι βέβαιη
πως κι εσύ τους αντίκρισες έτσι. Κάθε φορά που γυρνούν τα χελιδόνια,
σα μαύρα τόξα, τυφλά, ακοντισμένα στο φως και στον αέρα
από αόρατους, νεκρούς στρατιώτες, εκεί δεν πηγαίνει το μυαλό σου κι εσένα;

Εσύ, βέβαια, θα κέρδισες μιαν αλλιώτικη πείρα.
Εσύ έχεις ζήσει, έχεις δουλέψει —μπερδεύτηκες στα πράματα και στα εργαλεία—
δεν είχες καιρό να σκεφτείς — γλίτωσες απ’ τη γνώση·
φύτευες άλλοτε δέντρα, γευόσουν τους καρπούς, δεν έμαθες
τί είναι το δέντρο, πώς είναι ένα δέντρο
γυμνό, σ’ ένα πρωινό χειμωνιάτικο, με τα κλαδιά του
απλωμένα στο γκρίζο σαν τις στεγνές, γδαρμένες φλέβες του κόσμου,
έρημες, απροκάλυπτες και γραφικές μαζί, — δεν είδες.
Εσύ έζησες, εγέννησες παιδιά· σου σκοτώθηκαν,
άλλα στα μεταλλεία ή στα νταμάρια ή στους πολέμους — κάτι άκουσα.
Μα τί ’ναι ο πόνος ο δικός σου μπρος στη δική μου στέρηση,
μπρος στη δική μου προφύλαξη απ’ τον πόνο και την αμαρτία,
μπρος στη δική μου τάξη κι ακαμψία, μπρος στην τυραννία
που εμπόδιζε τη χαρά και τον πόνο; Εσύ δεν ξέρεις.
Όμως το θάνατο τον ξέρεις. Είδες κι εσύ τους νεκρούς μου.
Ίσως και να ’δες ολόκληρο το θάνατο στρωμένον σα σεντόνι στο κρεβάτι σου.

Όχι, δε θέλω να το ομολογήσεις — μήτε σε ρωτώ. Κι εσύ παράτησες το ασβέστωμα
της αυλής και των δέντρων. Το άκουσες απ’ τα μέσα του σοβά το τρίξιμο,
το τρίξιμο του ξύλου και της πέτρας. Μόνο, σε παρακαλώ,
κρατήσου λίγο ακόμα, κρατήσου, μη φύγεις,
κρατήσου καλά απ’ τα κάγκελα του κρεβατιού σου,
κρατήσου απ’ τα μαχαιροπίρουνα, απ’ τα χερούλια του μπουφέ, των συρταριών, της ντουλάπας,
κρατήσου απ’ τα λουκέτα της αποθήκης — μη φύγεις νωρίτερα από μένα,
γιατί όσο κι αν αλλιώς μοιραστήκαμε τους ίσκιους και τους ήχους των πραγμάτων,
το ύφος της αντηλιάς και του παράθυρου στα τζάμια της βιβλιοθήκης
ή τα βιβλία που εσύ τα ξεσκόνιζες κι εγώ τα διάβαζα
ή το τρίχωμα απ’ τον ίσκιο του βουνού που σκέπαζε
τις γωνιές των δωματίων και τις πιο λείες ακόμη και πλατιές επιφάνειες της μέρας,
ωστόσο ζήσαμε κι οι δυο μας ανάμεσα
στα ίδια πράγματα —στα ίδια, ναι,— με το ίδιο όνομα.

Μια φορά βρήκα ένα φτερό απ’ το ξεσκονιστήρι σου
μέσα σ’ ένα βιβλίο μου, και μια στιγμή φαντάστηκα
πως ήταν από κάποιο μυστηριακό πουλί που πέρασε ψηλά στη νύχτα
και μου ’ριξε ένα πούπουλο σαν μήνυμα· όμως σε λίγο κατάλαβα
πως ήταν απ’ το ξεσκονιστήρι σου —γνώρισα τα χρώματα—
κι ας μην το ’χα ποτέ μου προσέξει.
Μήπως κι αυτό δεν είναι ένα καλό, σπιτίσιο πουλί,
πιστό στα χέρια σου; — τίποτα δε ζητάει, δεν κελαηδάει
(η σιωπή είναι πάντοτε πιο εκφραστική), όλα τα δίνει,
ωστόσο γερνάει κι αυτό και μαδάει. Εσύ, το ξέρω,
προτιμούσες τα καναρίνια (πάνε κι αυτά)· — είχα προσέξει τη στοργή σου
στην έγνοια σου για το νερό τους, για το κανναβούρι τους,
όταν τους έπλενες το φλιτζανάκι τους,
όταν τους έξαινες το μαλλί στις ώρες του έρωτά τους·
όταν μια μέρα κύλησε ένα αυγό τους κι έσπασε στα πλακάκια
είδα μέσα στα μάτια σου σα να γκρεμίστηκε μια λευκή θόλος
αρχαίας ελληνικής λατρείας. Είχες κι εσύ τους θανάτους σου,
κι όλοι οι θάνατοι (κι οι πιο διαφορετικοί) μοιάζουν μεταξύ τους,
κι εκεί έχουμε ασφαλώς συναντηθεί. Γι’ αυτό σου λέω
μη φύγεις πριν από μένα. Ποιός θα με κοιτάξει;
Ποιός θα μου βάλει τη μασέλα μου, μη και με δούνε
στην τελευταία μου ώρα μ’ άδειο στόμα σαν μια μάταιη τρύπα
προδοτική, που χάσκει λαίμαργη στην πάγχρυση μέρα;
(έτσι θα φανταστούνε: λαίμαργη) — δε θέλω. Ποιός θα μου βάλει
το επίσημο, άσπρο φόρεμά μου που προορίζονταν για ταπεινούς υμέναιους
κι εγώ το φύλαξα άσπιλο, μόνη μου, για το θάνατο. Μη φύγεις,
κάνε μου αυτή την τελευταία χάρη, νένα.
Πέρασαν πια τα τρομερά καλοκαίρια. Όπου να ’ναι
θα μας αφήσει και το φθινόπωρο. Φτάνει ο χειμώνας. Μη φοβάσαι.
Η πιο καλή εποχή του χρόνου είναι ο χειμώνας —τί καλά—
μια γενική συστολή, μια επιστροφή στο κέντρο του εαυτού μας,
συγκέντρωση, πύκνωση και σμίκρυνση
ώς την πλήρη εξαφάνιση του σπόρου μες στη μοίρα του ψύχους,
ένας ήρεμος θάνατος αυτεπίγνωστος —
οι παγωμένες ρίζες των δέντρων αδιάφορα μπλεγμένες
με τα μαλλιά των νεκρών. Τα ωραία λαγήνια
ψύχραιμα, διακοσμητικά, σε μια ψυχρή παράταξη —
τα βλέπεις άχρηστα, επειδή δε διψάς,
γι’ αυτό ακριβώς τα βλέπεις, ανεξάρτητα από σένα
αν και φτιαγμένα από σένα, μες στο δικό τους σχήμα,
πιο πέρα απ’ την ανάγκη μας. Κι εμείς ανεξάρτητοι.

Όμως και πάλι το φαΐ κι η φωτιά; Δε θέλω να ξέρω.
Χύσε το λάδι και το αλεύρι. Μην ανάψεις πια φωτιά.
Μην ανάψεις τους λύχνους. Άσε το κρύο
να μας πολιορκήσει, να κυριεύσει επιτέλους ελεύθερο το σπίτι,
να καθίσει σταυροπόδι στις καρέκλες. Βλέπω κιόλας το κρύο
να κάθεται σαν αφέντης στο δικό μου τραπέζι,
να δένει στο λαιμό του μια λευκή, κολλαρισμένη πετσέτα
και να μασάει με βουλιμία την τροφή μας, ακόμη και την πείνα μας.
Κι η γάτα, που νομίζαμε πως είχε χαθεί, έχει πεθάνει
κάτω απ’ τον καναπέ· — κοίτα την ψόφια ουρά της
σαν ένα μαύρο, παγωμένο αγκίστρι που τραβάει
όλο το σπίτι στο θάνατο. Μην τρομάζεις, νένα.

Ετοίμασε τώρα τις κάσες μας, το τελευταίο νοικοκυριό μας —
από αύριο μπορεί να κοιμόμαστε μέσα στα φέρετρά μας
σαν μέσα στο καλύτερο αμάξι μου — πρέπει να ’μαστε έτοιμες·
κάποιος μπορεί να βρεθεί να ειδοποιήσει —
ίσως αντιληφθούν κάποιοι διαβάτες
από τη μυρουδιά. Θα καταλάβουν ποιά είμαι
απ’ το φαρδύ βραχιόλι μου με τους εννιά σαπφείρους
κι απ’ τη βασιλική κοψιά του σαγονιού μου — όχι, βέβαια,
απ’ το καμπύλο του μετώπου μου· — τέτοια δεν τα καταλαβαίνουν.
Κι αν όχι τίποτ’ άλλο, πάνω μου
θα στέκει το υψηλό βουνό, ενδεικτικό κι αγέρωχο,
άξιο μνημείο της αθάνατης γενιάς μου. Δε χρειάζομαι άλλο.

Νένα, πού πας; Κι εσύ μ’ αφήνεις; Τί άκαμπτη που έγινες.
Θυμήθηκες λοιπόν την ταπεινή καταγωγή σου; Πηγαίνεις με κείνους;
Τα μάτια σου είναι στρογγυλά και τρομερά. Τί βλέπουν
που εγώ δεν μπορώ να δω; Μη μου κρατάς ακόμη κάκια
που κάποτε σε χτύπησα με τη σκούπα σου; Το ξέρεις
ήμουνα μια δυστυχισμένη. Στάσου, νένα. Στάσου. Στάσου.

(Η Τροφός βγήκε απ’ την πόρτα αλύγιστη σαν αρχαία μοίρα, ή σαν ένας πήλινος, τρομερός υπνοβάτης, σα να μην δούλευαν πια οι κλειδώσεις της για κανένα σκύψιμο. Τα βήματά της, καθώς κατέβαινε τη σκάλα, αντήχησαν στέρεα κα βαρύγδουπα στ’ αδειανό σπίτι, στα πιθάρια των υπογείων και του προαύλιου, κι ύστερα ακούστηκαν έξω στο δρόμο, μέσα σ’ όλη τη νύχτα, σα να ξεκινούσε μέσ’ απ’ τους αιώνες ένας απέραντος, ακαταδάμαστος στρατός. Η Άλλη φώναξε ακόμη μια φορά "στάσου", — μια κραυγή σαν μίμηση μιας άμετρης αγωνίας, έτρεξε, σκόνταψε πάνω στο φέρετρό της, που ήταν τοποθετημένο αριστερά στην πόρτα, έπεσε κι έμεινε εκεί. Ο λύχνος έσβησε μόνος του κι ακούστηκε απ’ το βουνό πιο ευδιάκριτα η φωνή της κουκουβάγιας. Σε μια βδομάδα, κάποιος διαβάτης, γυρίζοντας σ’ αυτή την ερειπωμένη πολιτεία, όλο τεράστιες πελασγικές πέτρες, γυμνά θεμέλια, συντριμμένες κολόνες, γυμναστήρια, λουτρά, θέατρα, τάφους, —όπως π.χ. στην Επίδαυρο, στους Δελφούς ή στις Μυκήνες— όπου ο μεσημεριάτικος αέρας σφύριζε ανάμεσα στα μάρμαρα και στα ψηλά, ξερά αγκάθια, κατάλαβε, όντως, απ’ τη μυρουδιά. Μαζεύτηκαν και μερικοί άλλοι που ’χαν κατέβει από ’να καινούριο εκδρομικό λεωφορείο, την τύλιξαν μ’ έναν πορφυρό, λιωμένον τάπητα και την έριξαν σ’ έναν πρόχειρο τάφο. Έκλειναν τα ρουθούνια τους. Χιλιάδες μύγες είχαν συναχτεί. Το χρυσό βραχιόλι της με τους εννιά σαπφείρους το κατέθεσαν στο Μουσείο. Άξαφνα πύκνωσαν τα σύννεφα κι άρχισε ν’ αστράφτει στην κορυφή του Τρητού. Σε λίγο ξέσπασε μια κατακλυσμιαία βροχή. Χώθηκαν βιαστικά στο λεωφορείο κι έφυγαν νιώθοντας ευχάριστα τη φαρδιά μυρωδιά της μουσκεμένης γης, της πέτρας και των δέντρων, σα να ξεπλένονταν ο κόσμος από κάποιο πανάρχαιο μίασμα).

ΜΥΚΗΝΕΣ, Μάης 1960
Γιάννης Ρίτσος. 1962. Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού. Αθήνα: Κέδρος. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιάννης Ρίτσος. [1972] 2009. Ποιήματα ΣΤ΄: Τέταρτη διάσταση (1956–1972). 25η έκδ. Αθήνα: Κέδρος.

 Γιάννης Ρίτσος:
Ξένος _Ορέστης _ Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού

24 Ιουλίου 2023

Γιάννης Ρίτσος: Ξένος _Ορέστης _ Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού

(Δυο νέοι, ώς 20 χρονώ, σταμάτησαν στα προπύλαια με μιαν έκφραση σα να προσπαθούσαν κάτι να θυμηθούν, κάτι ν’ αναγνωρίσουν, ενώ τους ήταν όλα αφάνταστα γνωστά και συγκινητικά, μόνο που κάπως μικρότερα —πολύ μικρότερα— απ’ όσο τα σκέφτονταν στην ξενιτιά, από άλλο χώρο κι από άλλο χρόνο, — πολύ μικρότερα και τα τείχη κι οι τεράστιες πέτρες κι η πύλη των λεόντων και το παλάτι κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού. Καλοκαίρι πια. Νυχτώνει. Τα ιδιωτικά αυτοκίνητα και τα μεγάλα εκδρομικά λεωφορεία έχουν φύγει. Ο χώρος ανασαίνει μες στην ησυχία, — μια βαθιά αναπνοή απ’ τα στόματα των αρχαίων τάφων και των αναμνήσεων. Ένα κομμάτι εφημερίδα σάλεψε στα καμένα χόρτα, φυσημένο από αόριστη πνοή. Ακούγεται το βήμα του νυχτοφύλακα και το μεγάλο κλειδί πού κλειδώνει τη μέσα πόρτα του πύργου. Τότε, σα ν’ απελευθερώθηκαν μες στη ζεστή δροσιά της νύχτας, οι γρύλλοι χτυπήσαν τα μικρά ταμπούρλα τους. Κάπου, πίσω απ’ το βουνό, έρπει μια αμφίβολη λάμψη — ίσως είναι το φεγγάρι. Και την ίδια ακριβώς στιγμή ακούστηκε απ’ την πέτρινη σκάλα, οξύς, σκληρός, παράτονος, ο θρήνος μιας γυναίκας. Οι δυο νέοι δεν κοιτάχτηκαν. Δέθηκαν με το κάτω τείχος σα δυο μεγάλες σκιές. Σε λίγο ο ένας σκούπισε τον ιδρώτα του απ’ το μέτωπό του με το μαντίλι του, έδειξε προς τα εκεί με χαλαρωμένο δάχτυλο και μίλησε στον άλλον, πού έμενε πάντα στοργικά βουβός και αφοσιωμένος σαν Πυλάδης.)

Άκου, — δεν έπαψε ακόμη, δεν κουράστηκε. Ανυπόφορη,
μέσα σ’ αυτή τη νύχτα την ελληνική — τόσο ζεστή, τόσο γαλήνια,
τόσο ανεξάρτητη από μας κι αδιάφορη, επιτρέποντάς μας
μιαν άνεση — να ’μαστε μέσα της, να την κοιτάμε απ’ τα μέσα
κι από μακριά ταυτόχρονα· να βλέπουμε τη νύχτα
γυμνή ώς τις ελάχιστες φωνές των γρύλλων της,
ώς τις ελάχιστες φρικιάσεις του μαύρου δέρματος της.

Πώς να γινότανε να μέναμε ανεξάρτητοι κι εμείς, με την ωραία
χαρά της αδιαφορίας, της ανεξιθρησκίας, πέρα απ’ τα πάντα,
μέσα στα πάντα, μέσα μας — μόνοι, ενωμένοι, αδέσμευτοι,
δίχως συγκρίσεις, ανταγωνισμούς, ελέγχους, δίχως
να μας μετράει η οποία αναμονή κι απαίτηση των άλλων. Έτσι μόνο
να βλέπω το λουρί του σκανδάλου σου, που μου χωρίζει
το μεγάλο σου δάχτυλο, το άμεπτο, προς μια δική μου θέση,
προς ένα χώρο μυστικό, δικό μου, πλάι στις ροδοδάφνες,
και τ’ ασημένια φύλλα της νύχτας να πέφτουν στον ώμο σου
κι ο ήχος της κρήνης να περνάει ανεπαίσθητα κάτω απ’ τα νύχια μας.

Άκου την, — η φωνή της τη σκεπάζει σα βαθύβουος θόλος
κι είναι ή ίδια κρεμασμένη μέσα στη φωνή της
σα γλωσσίδι καμπάνας, και χτυπιέται και χτυπάει την καμπάνα,
ενώ δεν είναι μήτε σκόλη μήτε ξόδι, μόνο ή άσπιλη ερημιά των βράχων
και κάτω η ταπεινή ησυχία του κάμπου, υπογραμμίζοντας
αυτή την αδικαίωτη παραφορά, πού γύρω της
σαλεύουν σαν αθώοι παιδικοί χαρταετοί τ’ αναρίθμητα αστέρια
με το χάρτινο αείροο θρόισμα της μεγάλης ουράς τους.

Ας μακρύνουμε λίγο από δω, να μη μας φτάνει ή φωνή της γυναίκας·
ας σταθούμε πιο κάτου· — όχι στους τάφους των προγόνων·
όχι σπονδές απόψε. Τα μαλλιά μου
δε θέλω να τα κόψω, — εδώ πάνω
συχνά σεργιάνισε το χέρι σου. Τί όμορφη νύχτα —
κάτι δικό μας, πού μακραίνει, αποσπασμένο από μας, και το ακούμε
σα σκοτεινό ποτάμι να πορεύεται κατά τη θάλασσα,
φέγγοντας πότε πότε κάτω απ’ τα κλαδιά, στο σπίθισμα των άστρων,
μέσα σε τούτο το δυναστικό, το ανήλεο καλοκαίρι,
με αδιόρατες παύσεις, στιγμιαίες, με τυχαία σκιρτήματα (ίσως κάποιος
να ρίχνει πέτρες στο ποτάμι) — αυτή ή μικρή αναπήδηση
κι αστράφτουν χαμηλά τα τζάμια των αμπελουργών. Παράξενο_...

μια ολόκληρη ζωή με ετοίμαζαν κι ετοιμαζόμουνα γι’ αυτό. Και τώρα,
μπροστά στην πύλη αυτή, νιώθω ολότελα ανέτοιμος· —
τα δυο μαρμάρινα λιοντάρια —τάδες;— τιθασεύτηκαν,
αυτά, που ξεκινήσαν απ’ τα παιδικά μας χρόνια τόσο ανένδοτα,
άγρια σχεδόν, με τη χαίτη ορθωμένη για ένα παράτολμο πήδημα,
κατακάθισαν πια συμβιβασμένα στις δυο επάνω γωνίες της εξώθυρας
με τρίχωμα νεκρό, με μάτια απόντα, —δεν τρομάζουν κανένα,— με μιαν έκφραση
σκυλιών τιμωρημένων, κι ούτε μάλιστα θλιμμένων,
πιστών, τυφλών σκυλιών, χωρίς μνησικακία,
γλείφοντας πότε πότε με τη γλώσσα τους το χλιαρό πέλμα της νύχτας.

Ανέτοιμος, ναι· — δεν το μπορώ· μου λείπει η αναλογία
εκείνη η απαραίτητη με το τοπίο, την ώρα, με τα πράγματα
και με τα γεγονότα· —όχι λιγοψυχία,— ανέτοιμος
μπροστά στο κατώφλι της πράξης, ολότελα ξένος
μπροστά στον προορισμό πού οι άλλοι μου έταξαν. Πώς γίνεται
οι άλλοι να ορίζουν λίγο λίγο τη μοίρα μας, να μας την επιβάλλουν
κι εμείς να το δεχόμαστε; Πώς γίνεται μ’ ελάχιστα νήματα
κάποιων δικών μας στιγμών να μας υφαίνουν
ολόκληρο το χρόνο μας, τραχύ και σκοτεινόν, ριγμένον
σαν καλύπτρα απ’ το κεφάλι ώς τα πόδια μας, σκεπάζοντας
ολόκληρο το πρόσωπο μας και τα χέρια μας, όπου αποθέσανε
ένα άγνωστο μαχαίρι —ολότελα άγνωστο— και να φωτίζει
με τη σκληρή του λάμψη ένα τοπίο, όχι δικό μας,—
αυτό το γνωρίζω: όχι δικό μας. Και πώς γίνεται

να το αποδέχεται ή δική μας μοίρα, ν’ αποσύρεται
και να κοιτάει σαν ξένη εμάς τους ίδιους και την ξένη μοίρα μας,
μουγκή, αυστηρή, παραιτημένη, αμέτοχη,
ούτε με το ύφος καν μιας μεγαλοψυχίας ή στωικότητας,
χωρίς τουλάχιστο να εξαφανίζεται, χωρίς να πεθαίνει,
να μείνουμε έρμαιο έστω μιας αλλότριας μοίρας,
άλλα μιας μόνον — όχι δίβουλοι και μοιρασμένοι. Νά την, που μένει
εκεί, σαν νυσταγμένη· — το ’να της μάτι κλειστό και τ’ άλλο διεσταλμένο,
αφήνοντας μας να τη βλέπουμε που μας παρατηρεί και διακρίνει
το αιώνιο μας ταλάντευμα, χωρίς επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία.

Δυο έλξεις αντίρροπες μου φαίνεται ν’ αντιστοιχούν στα δυο μας πόδια,
κι η μια έλξη απομακρύνεται όλο πιο πολύ απ’ την άλλη
φαρδαίνοντας το διασκελισμό μας ώς τον διαμελισμό· και το κεφάλι
είναι ένας κόμπος πού κρατάει ακόμη το κομμένο τούτο σώμα,
ενώ, θαρρώ, τα πόδια είναι πλασμένα να μετακινούνται
ένα ένα μόνο του, σ’ ένα ρυθμό και τα δυο, σε μια κατεύθυνση,
στον κάμπο κάτω, δίπλα στα τσαμπιά των σταφυλιών, ώς τον ορίζοντα πέρα που ροδίζει,
μεταφέροντας ακέριο το σώμα μας· — ή μήπως
γι’ αυτόν τον μέγα, τρομερό διασκελισμό πλαστήκαμε
πάνω απ’ τον άγνωστο γκρεμό, πάνω απ’ τους τάφους και τον τάφο μας; Δεν ξέρω.

Φυλλάδιο _ Μουσείο Μπενάκη
έκθεσης κειμηλίων Γ. Ρίτσου
Όμως, πίσω απ’ τα τόσα στρώματα της ταραχής και του φόβου, μαντεύω
ν’ απλώνεται η απέραντη σιγή, — μια δικαιοσύνη,
μια ισορροπία αυθύπαρκτη που μας περιλαμβάνει
στην τάξη των σπόρων και των άστρων. Πρόσεξες; — το μεσημέρι,
καθώς ερχόμασταν εδώ, η σκιά ενός σύννεφου σερνότανε στον κάμπο,
σκεπάζοντας τα σταροχώραφα, τ’ αμπέλια, τους ελαιώνες,
τ’ άλογα, τα πουλιά, τα φύλλα, — ένα διάφανο ιχνογράφημα
από ’να μακρινό τοπίο του απείρου, πάνω εδώ στο χώμα·
κι ο αγρότης που πορεύονταν στην άκρη της πεδιάδας
ήταν σα να κρατούσε περασμένην κάτω απ’ την αριστερή μασκάλη του
όλη τη σκιά του σύννεφου σαν πελώριο μανδύα
μεγαλόπρεπον κι όμως απλόν σαν την προβιά του.

Έτσι οικειώνεται η γης με το άπειρο, παίρνοντας κάτι
από γαλάζιο κι από αόριστο· και το άπειρο πάλι
κάτι απ’ τη γη, καστανό και ζεστό, κάτι από φύλλα,
κάτι από στάμνες και ρίζες, κάτι απ’ τα μάτια
εκείνης της καρτερικής γελάδας (τη θυμάσαι;)
κι απ’ τα στέρεα πόδια του γεωργού που χάνονταν στο βάθος.

Ωστόσο αυτή ή γυναίκα δε λέει να σωπάσει. Άκουσε την.
Πώς δεν ακούει την ίδια τη φωνή της; Πώς μπορεί να μένει
κλεισμένη ασφυχτικά σε μια στιγμή παρωχημένου χρόνου,
παρωχημένων αισθημάτων; Πώς μπορεί, και με τί,
ν’ ανανεώνει αυτό το πάθος της εκδίκησης και τη φωνή του πάθους
όταν όλοι οι αντίλαλοι τη διαψεύδουν, τη χλευάζουν μάλιστα· οι αντίλαλοι
απ’ τις στοές, απ’ τις κολόνες, απ’ τις σκάλες, απ’ τα έπιπλα,
απ’ τα πιθάρια του κήπου, απ’ τις σπηλιές της Ζάρας, απ’ το υδραγωγείο,
απ’ τους στάβλους των αλόγων χαμηλά, απ’ τις σκοπιές των φρουρών πάνω στους λόφους,
απ’ τις πτυχές των γυναικείων αγαλμάτων στο προαύλιο
κι απ’ τους ευγενικούς φαλλούς των πέτρινων δρομέων και δισκοβόλων;

Ακόμη και τ’ ανθοδοχεία του σπιτιού λες κι αντιτάσσουν στους ολολυγμούς της
μια κίνηση επιείκειας λίγων ευαίσθητων τριαντάφυλλων
με χάρη τοποθετημένων απ’ το χέρι της μητέρας
εκεί, στη σκαλιστή κονσόλα, μπροστά στο μεγάλο, πατρογονικό καθρέφτη,
σ’ ένα φέγγος διπλό, από ανταύγεια σ’ ανταύγεια, υδάτινο, — το αναθυμάμαι
από τα παιδικά μου χρόνια —αυτό μου μένει ασκίαστο—
υδάτινο φέγγος, λεπταίσθητο, ουδέτερο —μια αοριστία—
το άχρονο, το αναμάρτητο, — κάτι απαλό κι εξαίσιο
όπως το χνούδι στο λαιμό των κοριτσιών είτε στα χείλη των έφηβων,
όπως η μυρωδιά ενός σώματος φρεσκοπλυμένου στα σεντόνια
τα δροσερά θερμασμένα απ’ το χνότο μιας νύχτας θερινής, γεμάτης άστρα.

Τίποτα εκείνη δεν καταλαβαίνει· μήτε τους αντίλαλους
που μυκτηρίζουν την ανάρμοστη φωνή της. Φοβούμαι· δε δύναμαι
ν’ αποκριθώ στο κάλεσμα της —τόσο υπέρογκο και τόσο αστείο συνάμα—
σ’ αυτά τα στομφώδη της λόγια, παλιωμένα, σάμπως ξεθαμμένα
από σεντούκια «καλών εποχών» (έτσι πού λένε οι γέροντες),
σαν μεγάλες σημαίες, ασιδέρωτες, που μέσα στις ραφές τους
έχει εισδύσει ή ναφθαλίνη, ή διάψευση, ή σιωπή, — τόσο πιο γερασμένες
όσο καθόλου δεν υποψιάζονται τα γηρατειά τους, κι επιμένουν
να πλαταγίζουν μ’ αρχαιόπρεπες χειρονομίες πάνω από ανύποπτους διαβάτες
πολυάσχολους ή απαυδημένους, πάνω από ασφαλτοστρωμένους δρόμους
σεμνούς, παρ’ όλο τους το πλάτος και το μέγεθος, με τις κομψές βιτρίνες τους
όλο γραβάτες, κρύσταλλα, μαγιό, καπέλα, τσάντες, βούρτσες,
που αντιστοιχούν καλύτερα στις ανάγκες της ώρας μας
άρα και στην αιώνια ανάγκη της ζωής που μας προστάζει.

Κι αυτή επιμένει να ετοιμάζει υδρομέλι και τροφές για πεθαμένους
που πια δε διψούν και δεν πεινούν κι ούτε έχουν στόμα
κι ούτε ονειρεύονται αποκαταστάσεις ή εκδικήσεις. Όλο επικαλείται
το αλάθητό τους (— ποιό αλάθητο τάχα;) ίσως για να γλιτώσει
απ’ την ευθύνη μιας δικής της εκλογής κι απόφασης —
όταν τα δόντια των νεκρών, ολόγυμνα, σκόρπια στο χώμα,
είναι η λευκή σπορά σε μιαν απέραντη μαύρη κοιλάδα
βλασταίνοντας τα μόνα αλάθητα, αόρατα, πάλλευκα δέντρα
που φωσφορίζουνε στο φεγγαρόφωτο, ώς το τέλος του χρόνου.

Α, πώς τ’ αντέχει το στόμα της τα λόγια ετούτα,
ανασυρμένα, ναι, από σεντούκια παλιά (όπως εκείνα
τα στολισμένα με μεγάλα καρφιά), ανασυρμένα
ανάμεσα από τα παλιά καπέλα της μητέρας, περασμένης μόδας,
που πια δεν τα φορεί η μητέρα — δεν τα καταδέχεται. Την είδες
το απόγευμα στον κήπο; — τί όμορφη που ’ναι ακόμη — δε γέρασε διόλου,
ίσως γιατί εποπτεύει το χρόνο και τον πράττει
κάθε στιγμή, — θέλω να πω ανανεώνεται
γνωρίζοντας τη νεότητα που χάνει· — ίσως γι’ αυτό την παίρνει πίσω.

Κι η φωνή της μητέρας, πόσο σύγχρονη, καθημερινή, σωστή, —
μπορεί να προφέρει φυσικά τα πιο μεγάλα λόγια
ή και τα πιο μικρά, στην πιο μεγάλη σημασία τους, όπως:
«μια πεταλούδα μπήκε απ’ το παράθυρο»,
ή: «ο κόσμος είναι ανυπόφορα υπέροχος»,
ή: «θα χρειαζόταν πιότερο λουλάκι στις λινές πετσέτες»,
ή: «μου διαφεύγει μια νότα από αυτήν την ευωδιά της νύχτας», και γελάει,
ίσως για να προλάβει κάποιον πού μπορούσε να γελάσει —

Αυτή η βαθιά της κατανόηση κι η τρυφερή επιείκεια
για όλους και για όλα (σχεδόν μια περιφρόνηση)· — τη θαύμαζα πάντα και την τρόμαζα
με την ενσυνείδητη, υψηλή περηφάνια της,
αναμιγνύοντας το μικρό, πονηρό, πολυδιάστατο γέλιο της,
με το μικρό κρότο του σπίρτου και τη φλόγα του σπίρτου, καθώς άναβε
την κρεμαστή λάμπα της τραπεζαρίας, κι ήταν εκεί, φωτισμένη απ’ τα κάτω,
μ’ εντοπισμένο πιο ισχυρό το φωτισμό στο εύγραμμο πηγούνι της
και στα λεπτά, παλλόμενα ρουθούνια της, που για λίγο
σταματούσαν ν’ ανασαίνουν και στένευαν
σαν για να μείνει κοντά μας, να σταθεί, ν’ ακινητήσει
μη διαλυθεί σα μια στήλη γαλάζιος καπνός στις πνοές της νύχτας,
μην την πάρουν τα δέντρα με τα μακριά κλαδιά τους, μη φορέσει
τη δαχτυλήθρα ενός άστρου για ένα απέραντο εργόχειρο —

Έτσι έβρισκε πάντα η μητέρα την πιο ακριβή της κίνηση και στάση
ακριβώς τη στιγμή της απουσίας της, — πάντα φοβόμουνα
μήπως χαθεί απ’ τα μάτια μας, μήπως αναληφθεί καλύτερα, — όταν έσκυβε
να δέσει το σανδάλι της που άφηνε απ’ έξω τα υπέροχα,
βαμμένα, κυκλαμένια νύχια της ή όταν διόρθωνε
τα μαλλιά της μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη
με μια κίνηση της παλάμης της τόσο χαριτωμένη, νεανική κι ανάλαφρη
σα να μετακινούσε τρία τέσσερα αστέρια στο μέτωπο του κόσμου,
σα να ’βαζε να φιληθούν δυο μαργαρίτες πλάι στην κρήνη
ή σα να κοίταζε με τόλμη στοργική δυο σκυλιά
να κάνουν έρωτα καταμεσής του σκονισμένου δρόμου
σ’ ένα καυτό, θερινό μεσημέρι. Τόσο απλή και πειστική ήταν η μητέρα
και δυνατή μαζί, επιβλητική κι ανεξερεύνητη.

Ίσως αυτό δεν της συγχώρεσε ποτέ ή αδελφή μου — την αιώνια της νεότητα —
αυτή η γριά παιδίσκη, συνετή από αντίθεση, δοσμένη στην άρνηση
της ομορφιάς και της χαράς· — ασκητική, αποκρουστική στη σωφροσύνη της,
μόνη κι ασύνδετη. Ακόμη και τα ρούχα της
πεισματικά γεροντικά, ριχτά, ξεπεσμένα, γερασμένα,
και το κορδόνι της μέσης της άτονο, φθαρμένο,
σα φλέβα χωρίς αίμα γύρω στην κοιλιά της (και το σφίγγει ωστόσο)
σαν το κορδόνι μιας πεσμένης κουρτίνας που πια μήτε ανοίγει μήτε κλείνει
δείχνοντας έτσι λοξά ένα τοπίο μιας αιώνια στρυφνής αυστηρότητας
με κοφτά βράχια και δέντρα πελώρια, γυμνά, διακλαδωμένα
πάνω σε στερεότυπα, πομπώδη σύννεφα· κι εκεί, στο βάθος
η αδιόρατη παρουσία ενός χαμένου προβάτου,
ένα έμψυχο στίγμα λευκό, ένας κόκκος τρυφερότητας —δε φαίνεται—
κι η ίδια ή αδελφή μου ένας κάθετος βράχος
περικλεισμένος στη σκληρότητα του· — ανυπόφορη. Άκου την,—
σχεδόν μικρόλογη· — παρατηρεί τη μητέρα και διαρκώς εξεγείρεται
όταν βάζει ένα λουλούδι στα μαλλιά της ή στον κόρφο της,
όταν περνάει το διάδρομο μ’ εκείνα τα επιτυχημένα μουσικά βήματα της,
όταν γέρνει, με μιαν άνεση περίλυπη, κάπως λοξά το κεφάλι της
στάζοντας έναν ήχο πολυσήμαντο απ’ το μακρύ σκουλαρίκι της στον ώμο της
που τον ακούει μόνο αυτή, — το γλυκύ της προνόμιο. Κι η άλλη εξοργίζεται.

Συντηρεί την οργή της με την ένταση της ίδιας της φωνής της —
(αν θα την έχανε κι αυτήν τί θα της έμενε;) — θαρρώ πώς φοβάται την εκπλήρωση
της τιμωρίας, μη και δεν της μείνει τίποτα. Ποτέ της
δεν άκουσε κι αυτή το νύχτιο χόρτο να θροΐζει μυστικά απ’ το πέρασμα
ενός ευλύγιστου, αόρατου ζώου μπροστά στα παράθυρα, την ώρα του δείπνου·
δεν είδε ποτέ την ανεμόσκαλα, τη δίχως λόγο ακουμπισμένη
σ’ έναν τοίχο ψηλό και γυμνό, μια μέρα αργίας· δεν πρόσεξε
αυτό το «δίχως λόγο»· δε διέκρινε
τη φούντα ενός καλαμποκιού να ξύνει το πέλμα ενός μικρότατου σύννεφου,
ή το σχήμα της στάμνας μπρος στον έναστρο ουρανό, ή ένα δρεπάνι
παρατημένο μόνο του, πλάι στην πηγή, ένα μεσημέρι,
ή τον ίσκιο του αργαλειού στην κλειστή κάμαρα, όταν θειαφίζουν τ’ αμπέλια
κι ακούγονται οι φωνές των αγροτών κάτω στον κάμπο,
ενώ κάποιο σπουργίτι, καταμόναχο σ’ όλο τον κόσμο,
τσιμπολογώντας στην αυλή μυγάκια, σπόρους, λίγα ψίχουλα,
επιχειρεί να συλλαβίσει την ελευθερία του. Τίποτα δεν είδε.

Θεότυφλη, φυλακισμένη στην τυφλότητά της. Μα πώς γίνεται
να ζει μια ζωή μονάχα απ’ την αντίθεση της σε μιαν άλλη,
μονάχα απ’ το μίσος για μιαν άλλη, κι όχι απ’ την αγάπη
της δικής της ζωής, χωρίς μια θέση δική της; Και τί θέλουν;
Τί θέλουν από μένα; «Εκδίκηση. Εκδίκηση», φωνάζουν.
Ας την πράξουν λοιπόν μοναχοί τους, μια κι η εκδίκηση τους τρέφει.

Δε θέλω πια να την ακούω. Δεν το ανέχομαι. Κανένας
δεν έχει δικαίωμα να εξουσιάζει τα μάτια μου, το στόμα μου, τα χέρια μου,
τούτα τα πόδια μου που πατάνε τη γης. Δώσ’ μου το χέρι σου. Πάμε.

Μεγάλες νύχτες, θερινές, απόλυτες, δικές μας,
ανάμεικτες αστέρια, ιδρωμένες μασκάλες, σπασμένα ποτήρια, —
ένα έντομο βομβίζει ευγενικά στ’ αυτί της ησυχίας,
οι ζεσταμένες σαύρες μπρος στα πόδια νεανικών αγαλμάτων,
οι γυμνοσάλιαγκοι στα παγκάκια, των κήπων ή και μέσα στο κλειστό σιδηρουργείο
σεργιανώντας επάνω στο πελώριο αμόνι, αφήνοντας
στο μαύρο σίδερο λευκές γραμμές από σπέρμα και σάλιο.

Να εγκαταλείπαμε ξανά τη γη των Μυκηνών· —πώς μυρίζει το χώμα δω πέρα
σκουριά χαλκού και μαύρο αίμα. Η Αττική πιο ανάλαφρη. Δεν είναι; Νιώθω
πως τώρα, αυτή την ορισμένην ώρα, είναι η ώρα
της τελικής μου παραίτησης. Δε θέλω
να ’μαι το θέμα τους, ο υπάλληλός τους, τ’ όργανό τους, μήτε ο αρχηγός τους.

Έχω κι εγώ μια δική μου ζωή και πρέπει να τη ζήσω. Όχι εκδίκηση· —
τί θα μπορούσε ν’ αφαιρέσει απ’ το θάνατο, ένας θάνατος ακόμη
και μάλιστα βίαιος; — στη ζωή τί να προσθέσει; Πέρασαν τα χρόνια.
Δε νιώθω μίσος πια· — ξέχασα μήπως; κουράστηκα; Δεν ξέρω.
Κάποια συμπάθεια μάλιστα μ’ αγγίζει για τη φόνισσα· — μεγάλους γκρεμούς αναμέτρησε,
μεγάλη γνώση μεγάλωσε τα μάτια της μες στο σκοτάδι
και βλέπει, — βλέπει το ανεξάντλητο, το ανέφικτο και το αμετάβλητο. Με βλέπει.

Θέλω κι εγώ να δω του πατέρα το φόνο μες στην κατευναστική του θανάτου γενικότητα,
να τον ξεχάσω μες σ’ ολόκληρο το θάνατο
πού περιμένει κι εμάς. Τούτη η νύχτα με δίδαξε
την αθωότητα όλων των σφετεριστών. Κι όλοι μας
σφετεριστές σε κάτι, — αυτοί των λαών, αυτοί των θρόνων,
εκείνοι του έρωτα ή και του θανάτου· η αδελφή μου
σφετερίστρια της μόνης μου ζωής· κι εγώ της δικής σου.

Καλέ μου, εσύ, με πόση υπομονή μοιράζεσαι
ξένες, ανόητες υποθέσεις. Ωστόσο το χέρι μου
είναι δικό σου παρ’ το· σφετερίσου το κι εσύ· — δικό σου,
γι’ αυτό και δικό μου· παρ’ το· σφίξε το· το περιμένεις
ελεύθερο από τιμωρίες, αντεκδικήσεις, αναμνήσεις,
ελεύθερο· — το ίδιο κι εγώ το θέλω,
για να μου ανήκει ολότελα, κι έτσι μονάχα
να σου το δώσω ολότελα. Συχώρεσέ μου
τούτη τη μυστική μοναξιά και μοιρασιά —την ξέρεις—
που με χωρίζει στα δυο. Τί όμορφη νύχτα —


Μια νοτισμένη μυρωδιά από ρίγανη, θυμάρι, κάπαρη, —
ή μήπως αρμπαρόριζα; — συγχέω τα αρώματα· κάποτε,
το αίμα μυρίζει αρμύρα πόντου, και το σπέρμα δάσος· —
μια εκούσια μετατόπιση ίσως, — τη γυρεύω απόψε,
όπως εκείνος ο στρατιώτης που μας έλεγε μια νύχτα στην Αθήνα:
αντιλαλούσε τ’ ακρογιάλι απ’ τις κλαγγές κι απ’ τους βόγγους,
κι αυτός κρυμμένος στα καμένα θάμνα, πάνω απ’ τ’ ακρογιάλι,
κοιτούσε στο φεγγάρι την ταλαντευόμενη σκιά της ήβης του πάνω στο μηρό του
σε μιαν αβέβαιη στύση, πασκίζοντας να υπάρξει, δοκιμάζοντας
τη θέληση του επάνω στο ίδιο του το σώμα, για μια μετατόπιση
απ’ το πεδίο του θανάτου, στην ελπίδα ενός αμφίβολου αυτεξούσιου.

Πάμε πιο κάτω· δεν μπορώ να την ακούω· οι γόοι της
χτυπούν τα νεύρα μου και τα όνειρα μου, όπως χτυπούσαν
εκείνα τα κουπιά τους επιπλέοντες σκοτωμένους —
που τους φωτίζαν πότε πότε οι πυρσοί των καραβιών, οι διάττοντες του Αυγούστου
κι άστραφταν όλοι, νέοι κι ερωτικοί, απίστευτα αθάνατοι,
σ έναν υδάτινο θάνατο πού δρόσιζε την πλάτη τους, τα σφυρά τους, τα σκέλη τους.

Τί σιωπηλά που αλλάζουν οι εποχές. Νυχτώνει απέραντα.
Μια ψάθινη καρέκλα μένει μόνη, ξεχασμένη κάτω απ’ τα δέντρα,
μες στη λεπτή υγρασία και στους αχνούς που αναδίνει το χώμα.
Δεν είναι θλίψη· μήτε αναμονή σχεδόν· τίποτα.
Μια κίνηση ακίνητη απλώνεται στο χτες και στο αύριο
Η χελώνα είναι μια πέτρα στα χόρτα· σε λίγο σαλεύει —
ήρεμο απρόοπτο, κρυφή συνενοχή, ευτυχία.

Ένα μικρό στίγμα κενού μένει μες στο χαμόγελο σου· —μήπως
γι’ αυτά που σου λέω ή που πρόκειται να πω κι ακόμη δεν τα ξέρω,
ακόμη δεν τα βρήκα στο ρυθμό του λόγου πού βαδίζει
πριν απ’ τη σκέψη μου —πολύ πιο πριν,— μου αποκαλύπτει
τον ίδιο μου ρυθμό και τον εαυτό μου. Όπως τότε στο στίβο,
που φτάναν κάθιδροι οι δρομείς, και πρόσεξα κάποιον
που ’χε δεμένο γύρω στον αστράγαλό του ένα κομμάτι σπάγγο,
εντελώς αναίτια και τυχαία. Κι ήταν αυτό ακριβώς. Τίποτ’ άλλο.

Θυσίες, λέει, και ηρωισμοί, — ποιά η αλλαγή; Χρόνια και χρόνια. Ίσως να ’ρθαμε
για τούτες τις μικρές ανακαλύψεις του μεγάλου θαύματος
που πια δεν έχει μικρό και μεγάλο μήτε φόνο κι αμάρτημα.

Όλα ένας έρωτας — μαγεία και θάμβος, (όπως έλεγε κάποτε η μητέρα),
όταν πλατιά, σαρκώδη, δροσερά, τα φύλλα της νύχτας
εγγίζουνε τα μέτωπα μας κι ο καρπός που πέφτει
είναι ένα μήνυμα ορισμένο κι αμετάδοτο
όπως ο κύκλος, το τρίγωνο ή ο ρόμβος. Συλλογιέμαι
ένα πριόνι που σκουριάζει σ’ ένα εγκαταλελειμμένο ξυλουργείο,
κι οι αριθμοί των σπιτιών μετακινούνται πέρα στον ορίζοντα —
3, 7, 9, — ο αριθμός ο αναρίθμητος. Άκου· σταμάτησε.

Μεγάλη ηρεμία, ακατόρθωτη· — θαρρώ χιλιάδες άλογα κατάμαυρα
ανηφορίζουν σκοτεινά προς τον Τρητό, ενώ απ’ τ’ άλλο μέρος
κατηφορίζει ένα χρυσό ποτάμι προς τον κάμπο
με τις νεκρές πηγές, τους ακατοίκητους στρατώνες και τους στάβλους
που αχνίζουν τ’ άχυρα τους από μιαν αρχαία θερμότητα χαμένων ζώων,
και τα σκυλιά, με τις ουρές χαμηλωμένες, χάνονται
σα μελανά σημάδια στ’ άργυρο βάθος της νύχτας.

Επιτέλους, σταμάτησε· —ησυχία·— μια απολύτρωση. Είναι όμορφα.
Κοίτα οι σκιές των φευγαλέων εντόμων πάνω στον τοίχο
αφήνουν ένα σταγονίδιο υγρασίας ή ένα μικρό κουδουνάκι
που ηχεί λίγο αργότερα. Πέρα, μια λάμψη —
μια παρατεταμένη υπόνοια, πορφυρή — η σελήνη,
μικρή, μονήρης πυρκαϊά πίσω απ’ τα δέντρα, τα φουγάρα των σπιτιών και τους ανεμοδείχτες,
καίγοντας τα μεγάλα αγκάθια και τις χτεσινές εφημερίδες,
αφήνοντας αυτή τη συγκατάνευση —δοξαστική σχεδόν—
της μη αναμονής, της μη ελπίδας, της αποδεγμένης ματαιότητας,
ώς πέρα στην απτόητη ερημιά, ώς την άκρη του δρόμου
με το φασματικό, μενεξεδένιο πέρασμα μιας γάτας.

Όταν βγαίνει η σελήνη, χαμηλώνουν τα σπίτια στην πεδιάδα κάτω,
τα καλαμπόκια τρίζουν απ’ τ’ αγιάζι ή απ’ το νόμο της αύξησης,
τ’ ασβεστωμένα δέντρα φέγγουνε στη βάση τους σα θερισμένες κολόνες
σ’ έναν πόλεμο αθόρυβο, ενώ οι ταμπέλες των μικρομάγαζων
κρέμονται σαν χρησμοί επαληθευμένοι πάνω απ’ τις κλεισμένες πόρτες.
Οι αγρότες θα κοιμήθηκαν με τα μεγάλα χέρια τους πάνω στην κοιλιά τους
και τα πουλιά με τα μικρά τους χέρια ελαφρά γαντζωμένα απ’ τα κλαδιά μες στον ύπνο τους
σα να μην προσπαθούν να κρατηθούν, σα να μην είναι τίποτα η προσπάθεια,
σα να μην έγινε τίποτα, σα να μην πρόκειται τίποτα να γίνει —
ανάλαφρα ανάλαφρα, σα να ’χει εισδύσει ο ουρανός στα φτερά τους,
σαν κάποιος να περνάει το στενόμακρο διάδρομο μ’ ένα λύχνο στο χέρι
κι είναι όλα τα παράθυρα ανοιχτά κι έξω στο ύπαιθρο ακούγονται
τα ζώα ν’ αναμηρυκάζουν γαληνιαία σαν μέσα στην αιωνιότητα.

Μ’ αρέσει αυτή ή νωπή ησυχία. Κάπου εδώ κοντά, σ’ ένα χαγιάτι,
μια νέα γυναίκα θα χτενίζει τα μακριά μαλλιά της
και πλάι της θ’ ανασαίνουν τ’ απλωμένα εσώρουχα στο φεγγαρόφωτο.
Όλα ρευστά, γλιστερά, ευτυχισμένα. Μεγάλες υδρίες μες στους λουτήρες
θαρρώ πως χύνουνε νερό στων κοριτσιών τους αυχένες και τα στήθη,
γλιστράνε τα μικρά, αρωματικά σαπούνια στα πλακάκια,
οι φυσαλίδες διασχίζουν τους θορύβους των νερών και των γέλιων,
μια γυναίκα γλίστρησε κι έπεσε,
γλίστρησε το φεγγάρι απ’ το φεγγίτη,
όλα γλιστρούν απ’ το σαπούνι — δεν μπορείς να τα κρατήσεις
ούτε μπορείς να κρατηθείς· — αυτό το γλίστρημα
είναι ο επανερχόμενος ρυθμός της ζωής· οι γυναίκες γελάνε
τραντάζοντας λευκούς, πανάλαφρους πυργίσκους σαπουνάδας
επάνω στο δασάκι του εφηβαίου τους. Έτσι να ’ναι η ευτυχία;

Η νύχτα ετούτη της παραμονής, μου αφήνει ένα άνοιγμα προς τα έξω
και προς τα μέσα. Δε διακρίνω ξάστερα. Ίσως να ’ναι
μεγάλα προσωπεία βαραθρωμένα, μετάλλινες πόρπες·
και τα σανδάλια των νεκρών σκεβρώνουν απ’ την υγρασία,
κινούνται μόνα τους, σα να βαδίζουν δίχως πόδια — δε βαδίζουν·
και το μεγάλο εκείνο δίχτυ του λουτρού —ποιός το ύφανε;—
κόμπο, τον κόμπο, — δε λύνεται — μαύρο, — δεν το ύφανε η μητέρα.

Απέραντος ίσκιος απλώνεται πάνω απ’ τις αψίδες·
μια πέτρα ξεκολλάει και πέφτει στη χαράδρα —όμως κανένας δεν περπάτησε—
ύστερα τίποτε· και πάλι ένα κλαδί που σπάει
απ’ τ’ ανάλαφρο βάρος τ’ ουρανού. Μικρά βατράχια
πηδάνε μαλακά κι αμίλητα στα νωπά χόρτα. Ησυχία.

Μες στα πηγάδια πέφτουνε και πνίγονται σταχτιά ποντίκια,
αργοσαλεύουν πηχτοί αστερισμοί· εκεί μέσα
πετούν απ’ τα συμπόσια στάμνες, κύπελλα, καθρέφτες και καρέκλες,
κόκαλα ζώων, λύρες και σοφούς διάλογους. Τα πηγάδια ποτέ δε γεμίζουν.

Κάτι σα δάχτυλα φωτιάς και δροσιάς περνούν διαδοχικά στο στήθος μας,
γράφοντας κύκλους ανιχνευτικούς γύρω στις ρώγες,
κι ανεμιζόμαστε κι εμείς, κύκλο τον κύκλο, γύρω σ’ ένα κέντρο
άγνωστο, αόριστο, κι ωστόσο ορισμένο· — κύκλοι ατέλειωτοι
γύρω από μια βουβή κραυγή, γύρω από μια μαχαιριά· και το μαχαίρι
είναι θαρρώ μπηγμένο στην καρδιά μας, κάνοντας κέντρο την καρδιά μας
όπως ο πάσσαλος στη μέση τ’ αλωνιού πάνω, στο λόφο,


και γύρω τ’ άλογα, τα στάχυα, οι λιχνιστές, οι αγωγιάτες
κι οι θερίστριες πλάι στις θημωνιές, με το κεφάλι του φεγγαριού στον ώμο τους,
ακούγοντας το χρεμέτισμα των αλόγων ώς τα πέρατα του ύπνου τους,
ακούγοντας το κατούρημα τον ταύρων στις λυγαριές και τα βάτα,
τα χίλια πόδια της σαρανταποδαρούσας πάνω στο λαγήνι,
το σύρσιμο του ήμερου φιδιού στον ελαιώνα
και το τρίξιμο της ζεσταμένης πέτρας που δροσίζεται και σφίγγει.

Μια λέξη ερωτική μένει πάντα κλεισμένη στο στόμα μας, ανείπωτη,
σαν ένα χαλίκι στο σανδάλι μας ή και καρφί· βαριέσαι
να σταθείς, να το βγάλεις, να λύνεις τα κορδόνια σου,
ν’ αργοπορείς· — σ’ έχει κυριεύσει ο μυστικός ρυθμός της πορείας
πιότερο απ’ την ενόχληση του χαλικιού, πιότερο
απ’ την επίμονη υπενθύμιση της κούρασής σου,
της αναβλητικότητάς σου· κι είναι ακόμη
κάποια μικρή, αγκαθωτή αναγάλλια κι αναπόληση
που τούτο το χαλίκι το κρατάς από ακρογιάλι αγαπημένο,
από σεργιάνι ευχάριστο με ωραίους διαλογισμούς, με υδάτινες εικόνες,
όταν ακούγονταν απ’ το παραθαλάσσιο καπηλειό οι κουβέντες των καπνέμπορων
μαζί με το τραγούδι των θαλασσινών και το τραγούδι της θάλασσας
μακριά, μακριά, χαμένο, κοντινό, ξένο, δικό μας.

Σώπασε πια η δυστυχισμένη. Μέσα στη σιωπή της σα ν’ ακούω το δίκιο της, —
τόσο απροστάτευτη μες στην οργή της, τόσο αδικημένη,
με τα πικρά μαλλιά της πεσμένα στους ώμους της σαν εντάφια χορτάρια,
εντειχισμένη στη στενή δικαιοσύνη της. Μπορεί να κοιμήθηκε,
μπορεί και να ονειρεύεται μια αθώα περιοχή μ’ αγαθά ζώα,
με ασβεστωμένα σπίτια, μ’ ευωδιές ζεστού ψωμιού και με τριαντάφυλλα.

Και τώρα θυμήθηκα —δεν ξέρω γιατί— την αγελάδα εκείνη
που ’χαμε δει, βραδάκι, σ’ έναν κάμπο της Αττικής — θυμάσαι;
Στεκόταν, ξεζεμένη μόλις απ’ τ’ αλέτρι, και κοιτούσε πέρα,
αχνίζοντας, με δυο μικρούς αχνούς απ’ τα ρουθούνια της,
το πορφυρό, μενεξελί, χρυσό ηλιοβασίλεμα, βουβή, λαβωμένη
στα πλευρά και στη ράχη, ραβδισμένη στο μέτωπο,
ίσως γνωρίζοντας την άρνηση και την υποταγή,
την αδιαλλαξία και την εχθρότητα μέσα στη συμφωνία.

Ανάμεσα στα δυο της κέρατα κρατούσε
το πιο βαρύ κομμάτι τ’ ουρανού σαν ένα στέμμα. Σε λίγο
χαμήλωσε το μέτωπο κι ήπιε νερό απ’ το ρυάκι
γλείφοντας με τη ματωμένη γλώσσα της, την άλλη εκείνη
δροσερή γλώσσα του νερένιου ειδώλου της, σα να ’γλειφε
φαρδιά, γαλήνια, μητρικά, αναπότρεπτα,
απ’ τα έξω, τη μέσα της πληγή, σα να ’γλειφε
τη σιωπηλή, μεγάλη, στρογγυλή πληγή του κόσμου· —ίσως και να ξεδίψασε—
ίσως μονάχα το δικό μας αίμα να μας ξεδιψάει — ποιός ξέρει;

Ύστερα σήκωσε απ’ το νερό το κεφάλι της, μην αγγίζοντας τίποτα,
ανέγγιχτη η ίδια και ήρεμη σαν ένας άγιος,
και μόνο ανάμεσα στα πόδια της, σα ριζωμένα στο ποτάμι,
έμενε και μετασχηματιζόταν μια μικρή λίμνη απ’ το αίμα των χειλιών της,
μια λίμνη κόκκινη, στο σχήμα ενός χάρτη,
που λίγο λίγο πλάταινε και διαλυόταν· έσβηνε
σα να περνούσε το αίμα της μακριά, ελευθερωμένο, ανώδυνο,
σε μιαν αόρατη φλέβα του κόσμου· κι ήταν γαλήνια
γι’ αυτό ακριβώς· σα να ’χε μάθει
πως το αίμα μας δε χάνεται, πως τίποτα δε χάνεται,
τίποτα, τίποτα δε χάνεται μέσα σ’ αυτό το μέγα τίποτα
το απαρηγόρητο και το άσπλαχνο, το ασύγκριτο,
τόσο γλυκύ, τόσο παρηγορητικό, τόσο τίποτα.

Αυτό το τίποτα είναι η οικεία απεραντοσύνη μας. Μάταιο λοιπόν
ετούτο το λαχάνιασμα, η αδημονία, ή δόξα. Μια τέτοια αγελάδα
σέρνω μαζί μου, μες στον ίσκιο μου — όχι δεμένη·
μονάχη της με ακολουθεί· — είναι ο ίσκιος μου πάνω στο δρόμο
όταν έχει φεγγάρι· είναι ο ίσκιος μου
πάνω σε μια κλεισμένη πόρτα· και, πάντα, το ξέρεις:
ο ίσκιος είναι μαλακός, ασώματος· κι οι σκιές των δυο κεράτων
μπορεί και να ’ναι δυο αιχμηρές φτερούγες και μπορεί να πετάξεις
κι ίσως μπορείς να περάσεις αλλιώς την κατάκλειστη πόρτα.

Και τώρα θυμήθηκα (αν κι αυτό δεν έχει σημασία) τα μάτια
της αγελάδας, — σκοτεινά, τυφλά, παμμέγιστα, καμπύλα,
σα δυο λοφίσκοι από σκοτάδι ή από μαύρο γυαλί· πάνω τους
καθρεφτιζόταν ανεπαίσθητα κάποιο καμπαναριό κι οι κάργες
που κάθονταν πάνω στο σταυρό· και τότε κάποιος φώναξε
και φύγαν τα πουλιά απ’ τα μάτια της γελάδας. Θαρρώ πως η αγελάδα
ήταν το σύμβολο κάποιας αρχαίας θρησκείας. Μακριά από μένα
τέτοιες ιδέες και τέτοιες αφαιρέσεις. Μια κοινή αγελάδα
για το γάλα των χωρικών και για το αλέτρι, μ’ όλη τη σοφία
της εργασίας, της καρτερίας, της χρησιμότητας. Κι όμως,

την τελευταία στιγμή, λίγο προτού γυρίσουν στο χωριό τα ζώα —θυμάσαι;—
άφησε ένα σπαραχτικό μουγκανητό προς τον ορίζοντα,
τόσο που σκόρπισαν τριγύρω τα κλαδιά, τα χελιδόνια, τα σπουργίτια,
τ’ άλογα κι οι κατσίκες και οι αγρότες,
αφήνοντας την μόνη μέσα σ’ έναν κύκλο ολόγυμνο,
απ’ όπου ανέβαινε όλο πιο ψηλά στο διάστημα
η σπείρα των αστερισμών, ώσπου η γελάδα αναλήφθηκε· όχι, όχι,
θαρρώ πως την ξεχώρισε το μάτι μου μες στο κοπάδι
ν’ ανηφορίζει το θαμνώδες μονοπάτι, σιωπηλή, πειθήνια,
προς το χωριό, την ώρα που άναβαν οι λύχνοι στις αυλές, πίσω απ’ τα δέντρα.

Κοίτα που ξημερώνει. Νά, κι ο πρώτος πετεινός λαλεί στο φράχτη.
Ξύπνησε ο κηπουρός· κάποιο δεντράκι θα στεριώνει στον κήπο. Οικείος θόρυβος
απ’ τα εργαλεία της δουλείας —πριόνια, αξίνες—
και το βρυσάκι της αυλής· κάποιος πλένεται· μυρίζει το χώμα·
κοχλάζει το νερό στα μπρίκια· οι πράες κολόνες του καπνού πάνω απ’ τις στέγες·
μια ζεστή μυρωδιά από φασκόμηλο. Επιβιώσαμε λοιπόν κι αυτής της νύχτας.

Ας σηκώσουμε τώρα αυτή τη λήκυθο με την υποτιθέμενη τέφρα μου· —
η σκηνή της αναγνώρισης θ’ αρχίσει σε λίγο.
Όλοι θα βρουν σ’ εμένα εκείνον που περίμεναν,
θα βρουν τον δίκαιον, σύμφωνα με τη νομοθεσία τους,
και μόνο εσύ κι εγώ θα ξέρουμε πως μες σ’ αυτή τη λήκυθο
κρατάω, στ’ αλήθεια, την αληθινή μου τέφρα· — μόνο οι δυο μας.

Κι όταν οι άλλοι θα θριαμβεύουν με την πράξη μου, οι δυο μας
θα κλαίμε πάνω απ’ το λαμπρό, ματωμένο σπαθί, τ’ άξιο της δόξας,
θα κλαίμε αυτή την τέφρα, τον νεκρόν αυτόν, που ένας άλλος
πήρε τη θέση του, καλύπτοντας ακέριο το γδαρμένο πρόσωπό του
μ’ ένα χρυσό, χρηστό, σεβάσμιο προσωπείο,
ίσως και χρήσιμο με το χοντροκομμένο σχήμα του
για συμβουλή, παράδειγμα, μέθη του λαού, φόβο του τύραννου, άσκηση
που συνεχίζει, αργά, βαριά, την ιστορία με αλλεπάλληλους θανάτους και θριάμβους,
όχι με γνώση τρομερή (ακατόρθωτη απ’ το πλήθος)
αλλά με πράξη δύσκολη, κι εύκολη πίστη,
την άκαμπτη, την αναγκαία, δυστυχισμένη πίστη,
χίλιες φορές διαψευσμένη κι άλλες τόσες κρατημένη
με νύχια και με δόντια απ’ την ψυχή του άνθρωπου· — ανίδεη πίστη
που μυστικά μεγαλουργεί, μερμήγκι το μερμήγκι, μέσα στο σκοτάδι.

Κι αυτήν διαλέγω ο άπιστος εγώ (δε με διαλέγουν οι άλλοι),
γνωρίζοντας όμως εγώ. Διαλέγω
τη γνώση και την πράξη του θανάτου πού τη ζωή ανεβάζει. Πάμε τώρα —
όχι για τον πατέρα μου, όχι για την αδελφή μου (θα ’πρεπε ίσως
κι αυτός κι αυτή να λείψουν κάποτε), όχι
για την εκδίκηση, όχι για το μίσος —διόλου μίσος—
μήτε και για την τιμωρία (ποιός και ποιόν να τιμωρήσει;)
μα ίσως για τη συμπλήρωση ορισμένου χρόνου, για να μείνει ελεύθερος ο χρόνος,
ίσως για κάποια νίκη ανώφελη πάνω στον πρώτο μας και τελευταίο μας φόβο,
ίσως για κάποιο «ναι», που φέγγει αόριστο κι αδιάβλητο πέρα από σένα κι από μένα,
για ν’ ανασάνει (αν γίνεται) τούτος ó τόπος. Κοίτα τί όμορφα πού ξημερώνει.

Έχει λίγη υγρασία τα πρωινά στην Αργολίδα. Η λήκυθος
παγωμένη σχεδόν, με κάτι δροσοστάλες
σα να την έρανε, όπως λένε, η ροδοδάκτυλος αυγή με τα δάκρυα της,
κρατώντας την ανάμεσα στα γόνατα της. Πάμε. Η ώρα η ορισμένη
έφτασε πια. Γιατί χαμογελάς; Συγκατανεύεις;
Ήταν αυτό που γνώριζες ακόμη και δεν το ’πες;
Αυτό το δίκαιο τέλος —ναι;— μετά από την πιο δίκαιη μάχη;

Άσε, μια τελευταία φορά, να σου φιλήσω το χαμόγελό σου,
όσο έχω ακόμη χείλη. Πάμε τώρα. Αναγνωρίζω τη μοίρα μου. Πάμε.

(Προχώρησαν προς την πύλη. Οι φρουροί παραμέρισαν σα να τους περίμεναν. Ο γερο-θυρωρός άνοιξε τη μεγάλη πόρτα, κρατώντας πάντα ταπεινά σκυμμένο το κεφάλι του σα να τους καλωσόριζε. Σε λίγο ακούστηκε το πηχτό βογγητό ενός άντρα, κι ύστερα μια ξαφνιασμένη, οδυνηρή γυναικεία κραυγή. Μεγάλη ησυχία και πάλι.
Μόνο, στον κάμπο κάτω, οι αραιές ντουφεκιές των κυνηγών και τ’ αναρίθμητα τιτιβίσματα από αόρατα σπουργίτια, σπίνους, κορυδαλλούς, μελισσουργούς, κοτσύφια. Τα χελιδόνια στριφογυρίζουν επίμονα στη βορεινή γωνιά του ανακτόρου. Οι φρουροί έβγαλαν ατάραχοι τα πηλήκια τους και σκούπισαν τον από μέσα πέτσινο γύρο με το μανίκι τους. Τότε, καταμεσής στην πύλη των λεόντων, στάθηκε μια μεγάλη αγελάδα, κοιτώντας κατάματα τον πρωινό ουρανό, με τα πελώρια, κατάμαυρα, ασάλευτα μάτια της).


_                         Βουκουρέστι, Αθήνα, Σάμος, Μυκήνες, Ιούνιος 1962–Ιούλιος 1966

Γιάννης Ρίτσος _
Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού

(Στους πρόποδες ενός ψηλού βουνού, ένα παλιό μισοερειπωμένο αρχοντικό. Φθινοπωριάτικο βράδυ. Σ’ ένα υπνοδωμάτιο του σπιτιού, η μεγάλη ανύπαντρη κόρη, κάπου 70 χρονώ, μιλάει στην παλιά τροφό της. Η Τροφός θα ’ναι περισσότερο από 100 χρονώ, ίσως και 200. Μοιάζει με μια ταριχευμένη αιωνιότητα, απόλυτα σιωπηλή, υπομονετική, αινιγματική, σαν ζυμωμένη με χώμα που, απ’ τον παλιό καιρό, έχει σκάσει ο πηλός τόπους τόπους. Δεν μπορείς να καταλάβεις αν η σιωπή της είναι κούραση, σοφία, άγνοια, ανοχή, κατανόηση, γενική καταδίκη, γενική παραδοχή, στοργή, κατάφαση, άρνηση, εχθρότητα, ηλιθιότητα ή ένα δικό της ξεχωριστό όνειρο. Το υπόλοιπο σπίτι φαίνεται ακατοίκητο. Μια νυχτερίδα χτύπησε στο τζάμι. Πότε πότε, η φωνή μιας κουκουβάγιας ακούγεται απ’ το βουνό, ανάμεσα στα λόγια της αιώνιας παρθένου):

Νένα, μη σβήσεις ακόμη το φως. Κάθισε λίγο μαζί μου.
Σαν σβήνει το φως, δεν έχω πια πού να μείνω,
χάνω τον ορισμένο χώρο, τον σχεδόν δικό μου. Νιώθω τότε
την κυριαρχία του πελώριου βουνού πάνω στη μοίρα μας· — αυτό το βουνό

όρθιο μπροστά στο παράθυρο, κλείνοντας το παράθυρο,
κολλημένο στο σπίτι — δεν αφήνει το σπίτι ν’ ανασάνει,
ιδίως απ’ το μέρος του γυναικωνίτη. Μ’ ένα κομμάτι βράχο,
φραγμένο το παράθυρο. Από παιδί το φοβόμουν. Τ’ απογεύματα
έπεφτε ο ίσκιος του νωρίς, βούλιαζε ολόκληρο στο σπίτι·

μόνο το υδραγωγείο, σκαμμένο μέσα στο βουνό,
είχε μια κάποιαν ανεξαρτησία, μια φωνή δική του,
σαν έντερο τεράστιο, μαλακό, που τρυπούσε την πέτρα
και λειτουργούσε μόνο του με το νερό, με σκοπό και με θέληση
κάπου να πάει, κάτι να κάνει, αψηφώντας
το βουνό και τον ίσκιο του βουνού.
Στα παιδικά μου χρόνια,
τις νύχτες, στο κρεβάτι, όταν σβήναν οι λυχνίες
κι η κάπνα γαλάνιζε μες στο σκοτάδι, πριν απ’ τον ύπνο,
άκουγα το πελώριο πέλμα του βουνού να σηκώνεται
για να πατήσει μες στην κάμαρα, και τότε
αυτό το υδραγωγείο σκεφτόμουνα για να πάρω κουράγιο,
αυτό μονάχα με υπεράσπιζε·
και μια μικρή αντιφεγγιά στο ασημένιο καντηλέρι
ήταν σαν ένα χέρι λιγνό που ’χε επιζήσει απ’ τον ίσκιο του βουνού,
ένα χέρι που κρατούσε κι εμένα στην επιφάνεια
κι έτσι μπορούσα κάπως να κοιμηθώ, ξέροντας
πως πάνω μου υπάρχει ένα άνοιγμα ή ένας μικρός γάντζος
απ’ όπου, το πρωί, θα μπορούσα να πιαστώ, να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι.

Απ’ την άλλη μεριά του σπιτιού
ήταν ο μέγας κάμπος ανοιχτός (λέω: ήταν,
σα να μην είναι πια το σπίτι μας, σαν να μην είμαστε)·
όμως κι εκεί σκοτείνιαζε μεμιάς μέσα στο δείλι
κι ήταν αόριστη η έκταση, επίβουλη η θέα, —
μόνο ένα σύννεφο, κάποτε, τρυφερό, βιολετί,
αρμένιζε μοναχικό μες στο θολό ουρανό, πάνω απ’ την κατασκότεινη πεδιάδα,
σαν ένας μικρός, ξεριζωμένος κήπος
ή σα μια διάφανη τριήρης μετέωρη
από κάποιον αντικατοπτρισμό μακρινής, αόρατης θάλασσας
φωτισμένης από μέσα έτσι που να προβάλλονται
οι ρόδινες σκιές των πλεούμενων στον αέρα του λυκόφωτος.

Με τρόμαζε κι αυτό, ίσως πιότερο
κι απ’ το βουνό, σα να ’ταν κάτι να μας πάρουν
ή κάτι να μας φέρουν κι είμαστε απροετοίμαστοι —
γι’ αυτό σου ’λεγα τότε ν’ ανάψεις τις λάμπες
να λήξει αυτή η αναμονή κι η αβεβαιότητα
να μείνει ολόκληρη η απόφαση της νύχτας
και το επικυρωμένο, το παραδεγμένο βάρος της
μαζί με την αιώνια προαίσθηση πως μετά τα μεσάνυχτα
δώδεκα προσωπιδοφόροι θ’ αποκεφαλίζανε
τα δυο πέτρινα λιοντάρια της πύλης, — όπως κι έγινε.

Αν έμενα κάποιες φορές ώς αργά στο προαύλιο,
δεν ήταν για να υποδεχτώ τη φίλη μου τη νύχτα (γιατί φίλη μου;)
να μου δανείσει το σκοτεινό της ένδυμα, να μ’ εξοικειώσει
μ’ αυτό το μόνιμο φόρεμα του πένθους, άβγαλτο από πάνω μου
απ’ τα δέκα μου χρόνια, σα να ’ταν το πετσί μου, — όχι,
ήταν να δω τις τελευταίες ανταύγειες του ηλιογέρματος
στα τζάμια των σπιτιών, κάτω στον κάμπο,
σαν σινιάλα φωτιάς άγρυπνων, μυστικών φυλάκων
από λόφο σε λόφο, από προάστιο σε προάστιο,
για κάτι άλλο επιτέλους· ώσπου ν’ ανάψουν τ’ άστρα και τα φώτα
πίσω απ’ τα παράθυρα, κι όλη η ρευστότητα του απόβραδου
να γίνει ένα μπράτσο ορισμένο, ένα μπράτσο κατάστικτο, — το μπράτσο
ενός φυλακισμένου που δεν είναι παρά φυλακισμένος.

Δεν ξέρω, απόψε νιώθω την ανάγκη να μιλήσω, — τώρα
που τίποτα πια δε σημαίνει να μιλήσω ή όχι. Τούτο το απόγευμα
ήτανε τόσο μακρινό κι αδιάφορο που σου άφηνε κάποια ελευθερία.
Θυμάσαι κείνα τ’ απογεύματα; — είχαν μια γκρίζα εχθρότητα
μες στην ευγενική τάχα χλωμάδα τους· άκουγα τους ίσκιους
να πέφτουν από τις γερμένες στέγες στάλα στάλα,
μια αόρατη, άηχη βροχή — προπάντων τα λούκια
σαν κουρασμένα λαρύγγια μπουκωμένα σιωπή,
κι η σκιά στρογγύλευε μέσα τους και κόβονταν
σε σκοτεινά, ανεξαργύρωτα νομίσματα που πέφταν απ’ το στόμιο
στο χώμα χαμηλά κι αφομοιώνονταν απ’ το χώμα. Τί να μιλήσω
μια κι ο χρόνος έχει περάσει πια για μένα, και σε τίποτα
δε με ωφελεί η εξομολόγηση κι ούτε κανέναν άλλον
κι ούτε έχω διάθεση να σκέφτομαι ωφέλειες και χρέη —

Κάτι τέτοια ποτέ δε μ’ απασχόλησαν —πολύ λιγότερο τώρα—
μα ίσως και να τα σκέφτηκα —δε θυμάμαι, δεν ξέρω—
κι ίσως και τώρα ακόμη κάτι να ζητώ να καρπωθώ
κι ίσως μάλιστα και κάποιον να ωφελήσω —ποιόν;— δε θέλω να ρωτιέμαι,
δε θέλω πια να παρακολουθούμαι. Αρκεί. Μονάχοι μας φθειρόμαστε
πιότερο απ’ όσο μας φθείρουν τα γεγονότα κι ο χρόνος.

Νένα, πώς απομείναμε έτσι οι δυο μας; — εσύ η πιο γριούλα
κι εγώ η πιο κουρασμένη, — εσύ μονάχα να θυμάσαι
κι εγώ να σκέφτομαι και να ξεχνάω — οι δυο μας
σ’ ένα σημείο απόλυτο καθένας μιας δικής του ματαιότητας —
εσύ ίσως όχι· βλέπω πάντα τα χέρια σου να τρέμουν
όταν ανάβουν κάθε βράδυ το σπίρτο — μήπως τάχα
απ’ τη συγκίνηση που εργάζονται ακόμη
ή μήπως απ’ το φόβο γι’ αυτά που εξαφανίζονται απ’ το φως
ή για κείνα που δείχνονται στο φως; Πώς έχουμε ζήσει;
Και τούτο το βουνό πώς τ’ αντέξαμε; — μια πέτρινη παλάμη
μαύρη, βαριά, πάνω στο στήθος μας, απ’ το χάραμα κιόλας
όταν ελάχιστα αστέρια μουδιασμένα, σα στάλες
από άσπρο κερί σ’ ένα στιλπνό σανίδι, αυτοδιαλύονταν
σαν αποσιωπήσεις του δικού μας ύπνου, αποφεύγοντας
να πουν για τις τέσσερις λαμπάδες που έλιωσαν
στις τέσσερις γωνιές ενός μεγάλου φερέτρου.

Τις νύχτες του χειμώνα, σαν έβρεχε,
κατέβαιναν ορμητικά ποτάμια απ’ το βουνό· συλλογιζόμουνα
πως θα σαρώσουν το σπίτι, τις κολόνες, τους τάφους
κι ακόμη το ίδιο το βουνό — κι ήταν μια παρηγόρια
πάντοτε το νερό —μια ιδέα κίνησης— μια ιδέα
πως μες στη γενική καταστροφή θα καταστρέφονταν
κι ό,τι μας είχε καταστρέψει.
Το καλοκαίρι πάλι,
έκαιγε ακέριο το βουνό σαν καμίνι,
άχνιζε με τα πέτρινα ρουθούνια του, σαν παράξενο τέρας,
το καυτερό του χνότο καταπρόσωπο στο σπίτι μας· διατηρούσε τη ζέστα
πιο πέρα απ’ τα μεσάνυχτα, ώς τις 2 ή τις 3. Και τα τζιτζίκια
ανόητα, ματαιόσχολα, όλη μέρα (και τη νύχτα ακόμη)
χτυπούσαν στα μικρά ταμπούρλα τους το σύνθημα
ενός φωτεινού συναγερμού, χωρίς αιτία ή κίνδυνο
ή τουλάχιστον κίνδυνο ορατό — τα συνηθίσαμε κι αυτά· σχεδόν πια δεν ακούγαμε
αυτούς τους φλύαρους νάνους στρατιώτες των ζεστών μεσημεριών
μέσα σε καλοκαίρια τόσο απέραντα και φωτεινά σαν πεθαμένα
όταν η λιγοστή δροσιά κατέφευγε στις σκεπασμένες στέρνες
ή στις στοές των νεκρών όπου λιώναν τα ρούχα τους
και σκούριαζαν απ’ την υγρασία οι χρυσές υδρίες που αποθέσαμε πλάι τους.


Τότε το μόνο που σου θύμιζε πως είσαι ζωντανός
ήταν ο ιδρώς στο μέτωπό σου που μούσκευε το μαξιλάρι
και προπάντων ο ιδρώς στο λαιμό σου
μ’ αυτήν την ταπεινωτικήν ενόχληση και την επίγνωση
για τη μικρότητα αυτής της ενόχλησης που επεκτεινόταν
σε μιαν απέραντη, διεισδυτική δυσφορία ώς τις ρίζες του κόσμου
που πάνω της επέπλεαν μονάχα οι μύγες,
κάτι μεγάλες, μαύρες μύγες, βουερές κι αναίσχυντες.

Ίσως γι’ αυτό οι δικοί μας ξενιτεύτηκαν,
κατέβηκαν στα παράλια, ετοίμασαν καράβια,
έκαναν εκστρατείες και ναυμαχίες, λέει,
μόχθησαν κι ίδρωσαν αλλιώς, ίσως μονάχα
για να ξεπλύνουν τον ιδρώτα του βουνού μέσα στη θάλασσα,
να ξεπλυθούν, να πνιγούν μες στο νερό, να γλιτώσουν
από τούτον τον κάθετο βράχο· — δεν ξέρω
να ορίσω το τί και το πώς — όλα μπλέκονται:
εκείνες οι ζεστές, στυφές μυρουδιές της φτέρης, του σκίνου,
της πέτρας, της μούχλας, του ασβέστη, στα φλογερά μεσημέρια,
ο ιδρώτας, τα τζιτζίκια, το βουνό, τα καράβια,
οι σκοτωμένοι στη στεριά κι οι πνιγμένοι
όταν τους ξέβραζε η θάλασσα σ’ ένα στρωτό ακρογιάλι
μια νύχτα, μ’ ένα κίτρινο φεγγάρι καρφωμένο σ’ ένα ακόντιο,
κι ούτε είχαν μια λαβωματιά οι πνιγμένοι στο σώμα τους —
πώς πέθαναν λοιπόν; — ποτέ μου δεν είδα πνιγμένους.
και τ’ ασημένιο φάσμα μιας σφαγμένης κόρης
να κυματίζει ανάερο πάνω απ’ τους πνιγμένους
μ’ ένα μακρύ κρίνο στα χέρια, — άχραντη, απείραχτη
απ’ τον ιδρώτα κι απ’ τους άσημους, τους τρωκτικούς δικούς μας πόνους.

Μπορεί και να μην ενοχλούνται οι άντρες απ’ αυτά
τα εξευτελιστικά ρυάκια του ιδρώτα
που σε χρησιμοποιούν αυθαίρετα για κοίτη τους
σα να ’σουν πέτρα ή χώμα ή καμένο χορτάρι. Δεν ξέρω.
Αυτοί, τα μεσημέρια, κατέφευγαν στα δημόσια λουτρά
παίζοντας ίσως και γελώντας γυμνοί, κυνηγώντας
ο ένας τον άλλον, καταβρέχοντας
ο ένας τον άλλον, με μεγάλα λαγήνια, — πώς μπορεί
να τρέχει ή να γελάει κανένας
όταν είναι γυμνός; — ποτέ δεν το κατάλαβα. Όταν έβγαιναν
απ’ τα λουτρά (τους συνάντησα κάποτε) ήταν πιο όμορφοι,
πιο ευγενικοί, σαν αόριστα ένοχοι· — τα πρόσωπά τους,
δροσερά τότε και ρόδινα, υπογράμμιζαν
μια παράξενη, παρθενική συστολή, και τότε μόνο αισθάνθηκα
πως και οι άντρες μπορεί να ’ναι μονάχοι και μπορεί να πεθάνουν.

Εκείνοι, βέβαια, το ξεχνούσαν ή ποτέ δεν το σκέφτονταν. Τ’ απογεύματα
ακούγονταν απ’ το στίβο οι ιαχές των θεατών. Τότε οργιζόμουν·
σκέφτηκα μάλιστα κάποτε να δωροδοκήσω
το γερο-φύλακα των αποδυτηρίων για να τους θυμίσει,
την ώρα ακριβώς που θα ’ταν μεθυσμένοι απ’ τη νίκη τους,
την ώρα ακριβώς που θα ’ταν αφημένοι στην εξαίσια κούρασή τους,
την ώρα ακριβώς που θα ’ταν υπερήφανα γυμνοί κι απροστάτευτοι,
να τους θυμίσει πως κι αυτοί θα γεράσουν,
να τους θυμίσει προπάντων πως κι αυτοί θα πεθάνουν. Ποτέ δεν το τόλμησα.

Εγώ είχα δει γυμνά τ’ αγάλματα των θεών, κι ήξερα
πόσο τρωτοί ήταν όλοι τους, — τ’ αγάλματα
στιλπνά και φρίσσοντα μες στο καταμεσήμερο
με τις μεγάλες σκιές του σώματός τους σα μαχαίρια
μπηγμένα στο ίδιο τους το σώμα, ή, τα βράδια,
να λευκάζουν αχνά μες στο σκοτάδι, απρόσιτα κι άυλα
αν κι από πέτρα και κάλλος. Πεθαίνουν κι εκείνοι κι εκείνα
ίσως νωρίτερα από μας κι ίσως ακόμη βαθύτερα
γιατί δεν το γνωρίζουν.
Ώρες ώρες
παρατηρούσα τον πατέρα που γερνούσε — πάντα ωραίος,
όμως λιγότερο ευκίνητος και δυνατός —μια άλλη ωραιότητα—
κι έβλεπα κάτω απ’ το δέρμα του τη μορφή του θανάτου
να εισπνέει με τα λεπτά ρουθούνια του, σαν με τα βράγχια
ενός μακριού, αόρατου ψαριού που έπλεε στο αίμα του
απομυζώντας το, ή άλλοτε έβλεπα
εφαρμοσμένη κιόλας πάνω στη μορφή του
χρυσή, τραγική, απαρασάλευτη, εξαίσια,
την απαστράπτουσα προσωπίδα του θανάτου.

Ο θάνατος πλέει μέσα μας ή πλέουμε εμείς
απ’ το λίκνο μας κιόλας στα μυστικά νερά του. Ωστόσο
κρατούσα μόνο για λογαριασμό μου αυτή τη σκέψη περήφανα,
τη συγκέντρωνα, την έσφιγγα επάνω μου
για να τους απαλλάξω αυτούς κι ίσως και να τους προστατεύσω
σαν βρέφη που χαμογελούν αθώα μπροστά στη μοίρα
ή σαν αφύσικα, άγρια ζώα τρομαγμένα
μπρος στην αμείλικτη εμπειρία μας.
Αντίθετα η μητέρα
μετά τον τελευταίο της τοκετό είχε ασκημίσει·
το μέτωπό της γεμάτο φακίδες· τα στήθη της
είχαν χάσει το σχήμα τους — το ’ξερε και το ’κρυβε
κι ήταν ενοχλημένη, δύστροπη,
σχεδόν αντιπαθητική· — αυτό που κρύβουμε είναι
αυτό που πιότερο μας φανερώνει, —έτσι δεν είναι, νένα;—
κι ίσως αυτό μας κάνει ενόχους κι άσκημους — μια απόσπαση,
μια μεταποίηση και παραμόρφωση της ζωής
απ’ τη δική μας μάταιη ανυπακοή και σκληρότητα,
απ’ τη δική μας περηφάνια —καλύπτρα της δειλίας μας—
ανάρμοστη στο φως· ενώ τα έπιπλα
γερνούν χωρίς αντίσταση κι έχουν πάντα τη θέση τους μέσα στο σπίτι,
έχουν μιαν έκφραση γλυκιάς ταπεινοσύνης —
και το μπράτσο της πολυθρόνας, όταν τύχει
καμιά φορά να το αγγίξει απ’ τ’ ανατολικά παράθυρα
μια λουρίδα ήλιος, είναι σα χέρι αληθινό, κουρασμένο,
καμπυλωμένο μ’ ευγνωμοσύνη στο γοφό του κόσμου,
κάτι επιδοκιμάζοντας, θαρρώ, κάτι λέγοντας:
«υπήρξα· υπάρχω ακόμη· ευχαριστώ· μου φτάνει».

Έτσι, θαρρώ, και τα δικά σου χέρια, όταν τελειώνει η μέρα,
ακουμπισμένα στη μέση σου, σα να ξεκουράζονται
σ’ έναν κλεισμένον, τέλειο κύκλο, σα στεφάνι δόξας
γύρω στο μέτωπο ενός άγνωστου κι αόρατου
— ή μήπως γύρω στο κεφάλι του ήλιου;
Σ’ είδα σ’ αυτή τη στάση κάποτε, στυλωμένη στο προαύλιο,
μαύρη μέσα στα μαύρα σου, κόντρα στη δύση,
με τα χέρια στη μέση σου — ολόγυρα στον ήλιο που βασίλευε,
ενώ απ’ τ’ ανοίγματα των δυο χεριών σου
οι τελευταίες ακτίνες μού λόγχιζαν τα μάτια. Δεν κατάλαβα τότε.
Αλήθεια, νένα, δεν τσούζαν τα μάτια σου απ’ τον ήλιο; Τί αγνάντευες πέρα;
τον κάμπο ή το διάστημα; τη ζωή ή την ανάμνηση;
ή τα πάντα μαζί; Τόσο αφημένη και δοσμένη. Πού να ξέρεις.

Ενώ η μητέρα, ώρες ολόκληρες, κοιταζόταν ασάλευτη,
στην ίδια στάση κι εκείνη, όμως ανένδοτη,
μες στο πλατύ, μετάλλινο καθρέφτη· χρησιμοποιούσε
καμένο δαφνόκλωνο να βάφει τα μάτια της — το ’νιωθα
από τη μυρωδιά σαν έμπαινα στην κάμαρά της —
αυτό με πείραζε γιατί η δάφνη προορίζονταν πάντα
για τα μέτωπα των αθλητών και των ποιητών· — χρησιμοποιούσε ακόμη
διάφορα παράξενα βότανα, κρυφά συναγμένα στη χάση της σελήνης,
βότανα που ερεθίζουν το δέρμα και δίνουν στο πρόσωπο ένα χρώμα
κόκκινο κι άγριο σαν μάσκα θεάτρου. Ένα βράδυ
μ’ είδε που την παρατηρούσα μέσ’ απ’ τον καθρέφτη,
ίσως κιόλας να αισθάνθηκε το βλέμμα μου στη ράχη της,
κι ανασκίρτησε ολόκληρη· έκανε μια κίνηση
σα να πήδησε μονομιάς μια σκάλα
που θα ’πρεπε, οπωσδήποτε, γρήγορα ή αργά, να την κατέβει,
ή σα να ’δε τα μάτια μου μέσα σ’ ένα βαθύ, μαύρο πηγάδι
όμοια με δυο άσπρους κύκλους που άπλωναν λίγο λίγο
κι έμπαινε ο ένας κύκλος μες στον άλλον ώσπου σμίγαν
κι έπιαναν όλο τον κύκλο του νερού, στο νεκρό βάθος.
Θ’ άσπρισε τότε το νερό, πλατύ κι ουδέτερο σαν την αλήθεια,
και θα ’δε η μητέρα μες στ’ άσπρο νερό, αδιάψευστο
το σκοτεινό πρόσωπό της, κι είπε τότε
με μια φρικτή φωνή σαν μέσα από πηγάδι:
«το ’δες λοιπόν κι εσύ πως γέρασα;»
και μονομιάς έγινε πάλι απλή κι ωραία κι αγαπημένη
όπως πριν από χρόνια, πριν απ’ το δικό της φόνο
και πριν απ’ τους μικρούς, ανεξιχνίαστους φόνους του χρόνου.

Από τότε, δε βάφονταν πια — εγκαταλείφθηκε. Εμείς οι γυναίκες
γερνάμε πιο γρήγορα, μαθαίνουμε πιο γρήγορα. Τί να την κάνουμε
τούτη τη γνώση; Πού να την αφήσουμε; Και τί χρειάζεται;
Μαλάκωσε πολύ η μητέρα, (κι ήταν σκληρή, — θυμάσαι;)
και λέω που πια δε χρειάζονταν του αδελφού μου η εκδίκηση
σε τέτοιαν ώρα απόλυτης κούρασης, εξάντλησής της,
όταν είχε περάσει πια η οργή, κι ακόμη η τύψη της κι η μετάνοιά της
κι όλο το πάθος που ίσως να δικαίωνε τα πριν εγκλήματα. Σχεδόν δεν αμύνθηκε
κι ίσως να το ’δε αυτό σα μιαν ωραία πρόφαση ενός τραγικού θανάτου,
αν όχι ηρωικού, γιατί όλο κι όλο
άφησε μόνο μια κραυγή, τόσο ακριβή στον ήχο της, σαν προμελετημένη,
σαν μίμηση του πόνου όλης της ζωής και στύλωσε τα μάτια της
μ’ αυτοκυριαρχία και με αόριστη έκφραση στοργής, στο δαχτυλίδι της
που ’χε φαρδύνει πολύ στο μεσοδάχτυλο. Δε θ’ ανεχόταν η μητέρα
να πεθάνει, όπως πεθαίνουμε εμείς, σ’ ένα κρεβάτι,
μπλεγμένη στ’ άσπρα, μαραμένα μαλλιά της,
σαν πιασμένη στα πόδια μιας άσπρης αράχνης.

Ίσως να φταίει και τούτο το βουνό. Ήταν σκληρή η μητέρα. Κάποιο μεσημέρι
περνούσε μπρος στο σπίτι ένας βοσκός με τις χήνες του, (τους είχε κόψει
τις άκρες των φτερών να μη μπορούν να πετάξουν). Η μητέρα
έσκυψε απ’ το παράθυρο και παζάρευε χήνες
αν και ποτέ δεν το συνήθιζε αυτό — κάτι έλεγε
για δείπνο του Σαββάτου — δεν άκουγα καλά, μόνο απ’ τον ήχο της φωνής της
κατάλαβα πως ο βοσκός ήταν 19 χρονώ, μελαχρινός κι ωραίος·
άνοιξα το παράθυρο, και τότε
είδα τις χήνες να υψώνονται μεμιάς στον ουρανό
και πρόλαβα να συλλάβω τα μάτια της μητέρας, διεσταλμένα, τρομαγμένα,
μέσα στον ίσκιο που ρίξανε ακριβώς στο πρόσωπό της
οι χήνες που αναλήφθηκαν, πυκνό σκοτάδι,
τόσο που μια στιγμή κρύψαν τον ήλιο. Κι ο βοσκός
ζητούσε απ’ τη μητέρα να πλερωθεί το κοπάδι του
γιατί —έλεγε— αυτή το ’χε τρομάξει. Όμως εκείνη
πρόσταξε τους φρουρούς να μαστιγώσουν το βοσκό· — ποτέ μου
τόσο οργισμένη δεν την είχα ξαναδεί. Κι αλήθεια, τον μαστίγωσαν. Εγώ η ίδια
περιποιήθηκα τις πληγές του και τον πρόπεμψα για ασφάλεια
δυο δρόμους πιο κάτω, αυτόν και τις χήνες του, που σήκωναν
σκόνη πολλή και τον έκρυβαν μέσα στο απομεσήμερο
ολόσωμο σχεδόν σ’ ένα γαλάζιο νέφος· — γιατί, ξέχασα να πω,
οι χήνες του επιστρέψανε σε λίγο — ή μήπως
δεν έφυγαν καθόλου; — δε θυμάμαι. Μήπως θυμάσαι εσύ;
Πολύ κουβεντιάστηκε τότε το επεισόδιο —λόγια και λόγια—
οι χήνες, είπαν, πολυσήμαντοι οιωνοί —άλλος έτσι, άλλος αλλιώς—
κι όλες εκείνες οι διαδόσεις μπλέχτηκαν αλλοιώνοντας τις παραστάσεις μου.

Ποιός τα ’ζησε όλ’ αυτά; Πώς έγιναν; Πώς έληξαν;
Είμαστε τάχα εμείς που τα ζήσαμε; Πριν πόσους αιώνες;
Κι η αγωνία: ένα τίποτα. Κι ο πόνος:
ένα ελάχιστο στίγμα σκοτεινό, μια κουτή μύγα
ασπαίροντας ασήμαντα σ’ ένα πάμφωτο θέρος, και γύρω
επίσημη, αδιάλλακτη, γαλήνια, ανεπηρέαστη
η υπέροχη ακινησία του θανάτου.

Πόσοι βασιλιάδες αλλάξαν από τότε; Πόσες επαναστάσεις έγιναν;
Είχαμε, λέει, και σύντομες περιόδους μιας απίθανης οχλοκρατίας.
Και μια στιγμή γνήσιας δημοκρατίας. Δεν ξέρω.
Θαρρώ πως κάποιον που τον εκτελέσαν, τον ξεθάψαν με τιμές
και τον στήσαν, σκελετό, πάνω στο θρόνο — είχαν στεριώσει
με σύρματα τα οστά του και τον είχαν ντύσει
μ’ ένα μανδύα ολοπόρφυρο — είχαν ραντίσει μ’ ανθόνερο την αίθουσα,
μιλούσαν απ’ τους εξώστες, κανείς δεν καταλάβαινε. Έναν άλλον
τον κηδέψαν μ’ αφάνταστες τιμές — ολόκληρο δάσος μεσίστιες σημαίες,
δεν έμεινε πλατεία ή πάρκο χωρίς το άγαλμά του. Σε λίγο
κάποια μανία τούς κυρίευσε όλους —μήτε καλοθυμάμαι—
χειρονομούσαν, τρέχαν, φώναζαν, σπάζαν τους ανδριάντες του
κι ήταν παράξενο να βλέπεις τους ανθρώπους να πολεμούν με τ’ αγάλματα.
Άλλοι μετέφεραν τη νύχτα κομμάτια απ’ τα μάρμαρα,
τα ’φτιαχναν σκαμνιά ή χτίζαν το τζάκι τους. Βρήκαν
κι έναν στρατιώτη που ’χε κρύψει κάτω απ’ το μαξιλάρι του
το μαρμάρινο χέρι του εκπτώτου με σφιγμένα δάχτυλα
σαν κάτι να ’κρυβε, σαν κάτι να κρατούσε ακόμη απ’ την παλιά εξουσία του
ή από μιαν άλλη — την αιώνια εξουσία του θανάτου. Τί μπορείς να πιστέψεις
μέσα σε τόσες διηγήσεις; Μια άλλη αντίρροπη ανταρσία ξέσπασε,
τα τύμπανα χτυπούσαν όλη νύχτα, τα χαράματα οι σάλπιγγες,
άλλαζαν χρώματα οι σημαίες στα δημόσια μέγαρα,
δεν ήξερες ποιοί έρχονταν, ποιοί έφευγαν,
άλλαζαν οι φρουροί στην πύλη των στρατώνων,
νέοι πάντα, με αδέξιες στολές, κτηνώδεις και ανόητοι,
ωστόσο συμπαθητικοί μες στην ανεύθυνη νεότητά τους,
κι όταν τους φώτιζαν άξαφνα, τη νύχτα,
οι προβολείς των μεγάλων, σκεπασμένων αυτοκινήτων
έβλεπες, στη λεπτή χλωμάδα τους, πως ήταν αθώοι,
πως το μόνο που θέλαν ήταν να κοιμηθούν κι αυτοί με τα ρούχα τους έστω και με τις αρβύλες τους —
κι όταν νυστάζουν οι άνθρωποι είναι τόσο καλοί κι αξιαγάπητοι —
έτσι δεν είναι, νένα; Τους νεκρούς και τους κοιμισμένους
μπορούμε να τους αγαπούμε ελεύθερα — δεν είναι αντίπαλοι πια,
είναι απ’ τα πριν παραδομένοι. Έτσι κι εμείς μπορούμε
χωρίς ταπείνωση να τους παραδοθούμε. Νύσταξες, νένα.

Κάποτε επιστρατέψαν και τους γέρους. Ήταν αστείοι, (θυμάσαι;)
μες στις φαρδιές στολές τους. Τα δυστυχισμένα μάτια τους
κάτω απ’ τα κράνη τους σαν κατσαρίδες
ή σα μικρά, γκρίζα ποντίκια φοβισμένα. Την ίδια νύχτα
παρέδωσαν ομαδικά τον οπλισμό τους στον αντίπαλο
κι αυτός τους χτύπησε στη ράχη φιλικά. Αυτοί χαμογέλασαν
και δέχτηκαν τιμητικές συντάξεις. Από τότε
δεν εμφανίστηκαν πια στην αγορά. Αποτραβήχτηκαν
σε σπίτια εξοχικά με κήπους κι ανάτρεφαν
σκυλιά ή γάτες, κότες, κουνέλια ή καναρίνια·
κάποιος εφρόντιζε έναν πληγωμένο αετό,
κάποιος άλλος αγαθός γεροντάκος τρία γεράκια. Τί τα θέλαν;

Τίποτα δε θυμάμαι πια, δικά μου ή ξένα.
Σα να ’χουν γίνει σ’ έναν άλλο χώρο, έξω απ’ το χρόνο. Σα να μην έγιναν — δεν έγιναν.
Τίποτα πια δεν είναι ξένο ή δικό μου. Απ’ το πολύ που τα σκέφτηκα,
τα ξέχασα όλα, τα διέλυσα ή τα αφομοίωσα — δεν ξέρω.
Ανάμεσα σ’ εμένα και σ’ εκείνα έμπαινε η πρόβλεψη και η πρόγευση
προκαταβολικό γεφύρι —ένα γεφύρι εμπόδιο·—
μια και μπορούσες να περάσεις από πριν, δεν περνούσες,
δεν μπορούσες πια να περάσεις, κι έτσι ποτέ δεν ήξερες στα σίγουρα
αν ήταν στεριωμένο απ’ την άλλη μεριά το γεφύρι,
κι η ιδέα του γεφυριού έμενε πάντα
μια μεταμφίεση δεσμού ή απόστασης,
μια απόδειξη αδοκίμαστη. Ποιός μπορεί να περάσει
πάνω απ’ αυτό; Να πάει πού; Απ’ τη γη στον ουρανό ή αντίστροφα;
Λείπουν ακόμη και τα λόγια. Όλα τ’ αφήσαμε στη μέση,
όλα τ’ αφήσαμε στην τύχη. Κι έγιναν
χωρίς εμάς. Εμείς μείναμε πίσω
μετανιωμένοι ή αμετάνιωτοι — τί σημαίνει;
ταπεινωμένοι ή αλαζόνες — το ίδιο κάνει.

Κάτι μεγάλες, ακατανόητες λέξεις
μπαίναν στο καθημερινό μας λεξιλόγιο. Ποτέ
δεν τις αντίκρισα κατάματα μήτε δοκίμασα να τις αρθρώσω —
σα να ’χαν έρθει ξένοι καταχτητές κι εγώ είχα προφτάσει
να κρυφτώ σε μια κρύπτη μυστική
ανάμεσα στο ταβάνι και στα δοκάρια της στέγης,
με λιγοστές προμήθειες τροφή και νερό. Κι ούτε γνώριζα
τί ν’ απογίναν οι δικοί μου — θα κρύφτηκαν τάχα κάπου κι εκείνοι
ή θα σκοτώθηκαν μέσα στα υπνοδωμάτιά τους ή στις επάλξεις; Φανταζόμουν
τον τελετάρχη πνιγμένον απ’ το κορδόνι της κουρτίνας,
τα δυο χοντρά, μεταξωτά κρόσσια να κρέμονται πάνω στην κοιλιά του
αδέξια κι ανυπόφορα· ή τον αρχιστράτηγο
να τον σέρνουν με τη στολή του ματωμένη στη σκόνη του δρόμου
ενώ τα τζιτζίκια θα φώναζαν δαιμονισμένα, και μια μύγα
θα ’χε κολλήσει επίμονα στ’ αυτί του
σαν παράξενο, χρυσοπράσινο σκουλαρίκι — αυτό το ’βλεπα·
και ποιός τάχα θα πότιζε τα νέα δεντράκια της πλατείας
ή τα λουλούδια του κήπου; — Καλοκαιριάτικα εγκλήματα
μέσα σε μια τρομερή φωτεινότητα, που μου φαινόταν
ακόμη πιο τρομερή καθώς την συλλογιζόμουν μέσ’ απ’ τη σκοτεινή μου κρύπτη —
μια φωτεινότητα που όλα θα τα ’δειχνε
ανελέητα, ασήμαντα, ανύπαρκτα.

Αυτά, όχι τόσο στην αρχή μήτε αργότερα — κάτι ενδιάμεσο·
όλη η φροντίδα μου ήτανε να επιτηρώ τις κινήσεις μου
μη γίνω αντιληπτή, να λογαριάζω κάθε μέρα τις προμήθειές μου
σε μικρότερες δόσεις για μακρύτερο χρόνο. Κι ο χρόνος,
μέσα σ’ αυτή την προσοχή και προφύλαξη, προεκτεινόταν απέραντος,
διέσχιζε το χρόνο, καταργούσε το χρόνο. Μια αόριστη γνώση
ταυτιζόταν σιωπηλά με την αίσθηση, βάθαινε ατέλειωτα, χανόταν·
οι αναμνήσεις διαλύονταν κι έμενε
μονάχα η μνήμη κενή κι ανεμπόδιστη,
λησμονημένη κι αυτή απ’ τις πολλές αναγνωρίσεις,
όπως ο χτύπος δεν ακούγεται πια απ’ τις συχνές επαναλήψεις,
ο σφυγμός, η αναπνοή, το ρολόι —
μια σιωπηλή ομοιομορφία, πλούσια και αδιάφορη
μέσα σε μια ενιαία, κουρασμένη ευτυχία ή δυστυχία.

Ένα μικρό ερπετό στον τοίχο σάλευε αργά με χίλια πόδια
σ’ ένα πρώτο, μοναχικό τοπίο της δημιουργίας
χωρίς σκοπό κι ανάγκη, — μήτε καν για να το δω,
και τ’ ότι το ’βλεπα ήταν κιόλας μια υπόδειξη
πως υπάρχω — μια πρωθύστερη περηφάνια
κι ένας πόνος αλλού, μακρινός· οι φλέβες του ξύλου
είχαν το βάρος μιας άγνωστης αφής, πιότερο βάρος
απ’ όλα τ’ ανόητα γεγονότα. Μια μέρα πέρασα το δάχτυλό μου
μες στον βγαλμένο ρόζο ενός ξύλου· σφηνώθηκε εκεί· δεν προσπάθησα
ν’ αποσπασθώ — είχα ενωθεί με το ξύλο, με το δέντρο, με το δάσος·
στα γόνατά μου φυτρώνανε κιόλας μικρά φύλλα και μίσχοι
κι ήτανε μια γαλήνη μέσα μου. Ώσπου τρόμαξα
μήπως αφανιστώ μες στην απρόσωπη εκείνην ενότητα,
μήπως μου λείψει προπάντων η φωνή (καθώς συμβαίνει μες στους εφιάλτες
ή, καθώς λένε, σαν εκείνες τις γυναίκες που οι θεοί από εύνοια
τις μετέβαλαν σε δέντρα ή τις μαρμάρωσαν σ’ έξοχα αγάλματα
στο χείλος του γκρεμού, να τις γλυτώσουν απ’ την πτώση,
κι η φωνή που δε φώναξαν μένει αιώνια χαραγμένη
απ’ τα νύχια των ποδιών τους ώς τις ρίζες των μαλλιών τους,
μια τεντωμένη, ασώματη «βοήθεια» · — ας μας λείπει τέτοια εύνοια).

Τράβηξα τότε δυνατά το δάχτυλό μου κι ήταν ματωμένο,
κι είχα μια λύπη για το δάχτυλό μου, πέρ’ απ’ τον πόνο —
σαν τελευταίος διαλυμένος αρραβώνας· βγαλμένο
το ξύλινο δαχτυλίδι του δάσους απ’ το χέρι μου —
ακόμη με πονάει· — το ’χες προσέξει, νένα;
Εσύ δεν ξέρεις τί είναι αυτός ο πόνος, κι ας είναι
γδαρμένα όλα τα δάχτυλά σου απ’ την πλύση, απ’ τη σούπα, απ’ τη σκάφη.

Ούτε έμαθες πάλι τη χαρά του ανυπάκοου στη ζωή και στο χρόνο,
εκείνη τη γυμνή χαρά της θελημένης στέρησης,
κείνο το εξαίσιο ψύχος της άρνησης, όταν
αυτά που αρνηθήκαμε κι αυτά που θα δίναμε
μας προσφέρονται ακέρια κι ενωμένα
σ’ έναν ασύλληπτο, ουδέτερο χώρο
κενό και πλήρη, ανεξερεύνητο, ανεξέλεγκτο
ωστόσο υπαρκτό κι απέραντα διάφανο.

Μα πάλι ο ίσκιος του βουνού ήταν παρών μέσα σ’ αυτή τη διαφάνεια
σαν ένας κώνος ανάστροφος, κούφιος, σκαμμένος προς τα μέσα
κι εγώ ημουν μέσα σ’ αυτόν, ενώ από πάνω μου
έστεκε πάντα ο πέτρινος κώνος του βουνού, και δεν μπορούσα
να τον σκάψω κι αυτόν για να κινούμαι προς τα πάνω
κι ούτε πάλι να βγω να τον ανέβω απέξω
για ν’ ακουμπήσει ο ουρανός στο μάγουλό μου.

Κι αν πεις πια για χρονολογίες — τίποτα· είχα ξεχάσει
ώς και το νούμερο του σπιτιού και του τηλεφώνου,
χώρια που κι αν το θυμόμουνα θα ’χαν αλλάξει με τα χρόνια
η αρίθμηση, η ρυμοτομία, το σχήμα, η φυσιογνωμία του τοπίου, ο τηλεφωνικός κατάλογος,
κι αναρωτιόμουν κάποτε πώς θα ’μουν κι η ίδια έξω απ’ το σπίτι
γι’ αυτούς που θα μ’ έβλεπαν μέσ’ απ’ το σπίτι — εγώ
που δε βγήκα απ’ το σπίτι κι ούτε είδα κανέναν — δεν κοίταξα
έξω απ’ το σπίτι. Και κοιτάχτηκα
μες σ’ ένα κύπελλο νερό να δω το πρόσωπό μου,
προπάντων το στόμα μου, γιατί είχα την εντύπωση
πως είχαν φαγωθεί τα χείλη μου κι απόμεναν
ολόγυμνες οι δυο μου σιαγόνες. Δεν διέκρινα τίποτα.
Κι αυτό το λίγο νερό μέσα στο κύπελλο
ήταν μια μαύρη οπή πάνω στο πρόσωπό μου.

Μα λέω πως κι έτσι πάλι αν ερχόμουν από την κύρια είσοδο
κάτω απ’ τα δυο αποκεφαλισμένα λιοντάρια, μπορεί να μ’ αναγνώριζε
το γέρικο σκυλί απ’ αυτή μου την κίνηση της απόσπασης
ή κι απ’ τη μυρωδιά του σκισμένου μου φορέματος —
γιατί πάντοτε το ύφασμα κρατάει το χνότο του σπιτιού
και τις ανταύγειες απ’ τις στάσεις όλων των θανάτων, (λένε
πως τα σκυλιά έχουν λεπτότατη όσφρηση). Τότε θα του ’δινα το τελευταίο νερό μου
και θα ’μουν έτοιμη, μ’ ένα ύστατο χαμόγελο στο στόμα,
σαν το χρυσό και δίκαιο οβολό στα δόντια του νεκρού για τα πορθμεία.

Ίσως κι εσύ να μ’ αναγνώριζες —έτσι δεν είναι;—
απ’ τη σπασμένη σκιά μου στις πλάκες της αυλής,
απ’ το κύρτωμα της ράχης μου που βάσταξε
τόσα χρόνια περήφανα τον όγκο του βουνού, ή ακόμη
κι απ’ τις μικρές ρυτίδες της συμπάθειας προς το ίδιο μου το βάσανο
γύρω απ’ τα μάτια μου, σαν ένας λεπτεπίλεπτος στρατός,
ελάχιστοι πιστοί φρουροί τριγύρω
απ’ τον καταλυμένο πύργο· — ναι, θα μ’ αναγνώριζες,
απ’ το ύφος της γενιάς μου, απ’ το βλέμμα
που δε σκύβει ποτέ, που δεν καρφώνεται
στα πρόσωπα και στ’ αντικείμενα, μα βηματίζει
κατευθείαν μπροστά, μοναχικό, πέντε μέτρα πιο πάνω απ’ τα κράνη
του παρατεταγμένου εκτελεστικού αποσπάσματος· θα μ’ αναγνώριζες,
καλή μου νένα, βασανισμένη μου, που τίποτα
ποτέ σου δεν κατάλαβες και που όλα τα νιώθεις
με τα γδαρμένα, νεκρά δάχτυλά σου, και με τα νύχια σου ακόμα.

Θυμάσαι, αλήθεια, τον παλιό κιθαρωδό; Τα δάχτυλά του
διάφανα, φωτεινά, μακριά, (μοιάζαν με τα δικά μου)
άγγιζαν τις χορδές, έφευγαν με τους ήχους,
όλα τα εγγίζαν κι έμεναν εκείνα ανέγγιχτα,
προσβλητικά, φρικιαστικά, σα να ’γδυναν εύκολα
μιαν υπεροπτική γυναίκα και την παρατούσαν έτσι
γυμνή, γονατισμένη, με τα μαλλιά της
χυμένα μαύρο ποτάμι στο χώμα. Ολότελα αντίθετα
τα δάχτυλα των κτιστών, όταν έχτιζαν
τη δεξιά πτέρυγα του σπιτιού ή αργότερα
όταν έχτιζαν τον τάφο του πατέρα ή της μητέρας — είχαν μια δύναμη
τα δάχτυλά τους· ό,τι έπιαναν γινόταν δικό τους,
χτίζονταν οι ίδιοι με την πέτρα, ή μάλλον
ό,τι έχτιζαν χτιζόταν πάνω τους και μεγάλωνε ο όγκος τους —
καθένας τους μια ολόκληρη πολιτεία οχυρωμένη
με τα κάστρα της — ελεύθερη κι απόρθητη, λέω. Όταν σκολούσαν
και πλένονταν λιοκαμένοι, ανεπιτήδευτοι, άγριοι,
στο σιντριβάνι του κήπου, αφουγκραζόμουν τα μαύρα μαλλιά τους
να στάζουν στο μάρμαρο, σα να κατάβρεχαν κάπου,
με το γέρμα μιας θερινής ημέρας, τους ζεστούς δρόμους
ενός απέραντου χώρου μια εμποροπανήγυρης
με χιλιάδες άλογα, βόδια, σταμνιά, βιολιά, καλάθια,
χάρτινες σημαιούλες, λατέρνες, σταφύλια, λεμονάδες και ατσίγγανους.

Τα δάχτυλα πάλι του νέου ιπποκόμου —τον θυμάσαι;—
δάχτυλα επιδέξια και τραχιά. Ένα καλοκαίρι
έβαλε την παλάμη του και πάτησα ν’ ανέβω στ’ άλογο
όπως έκανε κι ο προηγούμενος που γέρασε· — μια ζέστη
φαρδιά και στέρεη σαν πυρωμένο σίδερο
διαπέρασε το σάνδαλό μου, μου ’καψε το πέλμα. Όλη μέρα
κάλπαζα κάτω στον κάμπο. Ήρθα αργά. Με κυνηγούσε
εκείνη η μολυσμένη, ζωώδης ζέστη και τα μάτια του ιπποκόμου
μεγάλα, πράα, υπάκουα και τόσο δυνατά
όσο ακριβώς κι υπάκουα — μια δύναμη εχθρική (το διέκρινα),
γεμάτη αυτοπεποίθηση κι ίσως με κάποια περιφρόνηση
για τη δική μου περήφανη ελαφρότητα. Κάλπαζα·
ένα κλαδί με βίτσισε στο πρόσωπο· λίγο πιο κάτω
πέταξα τα σανδάλια μου.
Κείνο το καλοκαίρι
ήταν βαρύ —το πιο ανυπόφορο της ζωής μου—
τρομερές ζέστες, άστραφτε ο κάμπος εκτυφλωτικός, στρωμένος
με σπασμένα γυαλιά· μια οργή και μια κουφόβραση,
ελονοσία, εφιάλτες, αϋπνίες —
όλη νύχτα ακουγόντανε οι οπλές των αλόγων στις πέτρες,
τα μεσάνυχτα οι φρουροί κυνηγούσαν τις γάτες, τις σκότωναν
με ραβδιά, με κλωτσιές ή με τα ακόντια·
όλη τη μέρα οι μύγες, το βράδυ τα κουνούπια
κρύβοντας μ’ ένα δίχτυ μαύρο και πυκνό το βυσσινί ηλιοβασίλεμα
κι οι ακρίδες στ’ αμπέλια· διώξανε και τον ιπποκόμο·
όλοι ονειρεύονταν σα διέξοδο έναν πόλεμο — σε λίγο ξέσπασε,
ερήμωσε η χώρα απ’ τους άντρες· το σιντριβάνι του κήπου
φάνηκε τότε μονομιάς σαν ένας γυάλινος πύργος ακατοίκητος
αστράφτοντας από μια δροσερή, ανεξήγητη κι άσκοπη ελευθερία.

Κείνο το καλοκαίρι πύρωναν τα κοσμήματα
στο λαιμό και στα χέρια· —εσύ δεν ξέρεις— ποτέ σου δε φόρεσες·
— δε σ’ αρέσανε, νένα; ή μήπως τάχα δεν είχες; —
δε μου το ‘πες ποτέ — μπορούσα να σου δώσω· — η βέρα σου μονάχα
σιδερένια, κατάμαυρη — τί τη φυλάς ακόμη;
— μήπως το σίδερο άραγες είναι πιο δροσερό; — ένα κυκλικό ρυάκι
τριγύρω στο ξερό δάχτυλό σου; Εγώ τα πέταξα όλ’ αυτά σε μια κασέλα —
ετούτο το βραχιόλι της προμάμμης μου κράτησα μόνο·
το ’μαθα πια, δε με βαραίνει. Απ’ τ’ άλλα αποδεσμεύτηκα.

Ούτε ένα δαχτυλίδι δε στέριωσε στο δάχτυλό μου —
ήταν ο φόβος τάχα της σκλαβιάς; Ήταν ο φόβος
μη δω πιο πολύ τη μοναξιά μου, δίπλα
σε μιαν άλλη, παράλληλη, κλειστή μοναξιά; Διατήρησα βέβαια
την παρθενιά της ψυχής και του σώματος, μια παρθενιά μαραμένη,
στεγνή και στυφή να γκρινιάζει σαν παλιά σαρακοφαγωμένη πόρτα
στους σκουριασμένους ρεζέδες της, στο πάνω κάστρο, τις νύχτες με τον άνεμο —
μια κακιά βεβαιότητα αχρείαστης ασφάλειας
όταν πια δεν υπάρχει φίλος ή εχθρός να κάνει έφοδο,
κι οι φύλακες έχουν πεθάνει από καιρό στα καραούλια
με τις στολές τους, τα όπλα τους, τα κράνη τους· και κάποιοι μάλιστα
ορθοί, ακουμπισμένοι στα κυκλώπεια τείχη με δυο τρύπες για μάτια
όπου σφυρίζει το χειμώνα ο αέρας, και την άνοιξη
ξεπετιούνται από κει μέσα τσουκνίδες ή κάτι χαμομήλια.

Ένα ανοιξιάτικο σούρουπο, συνάντησα στο πάνω κάστρο
έναν νεκρό πολέμαρχο, λιωμένον,
με δυο παπαρούνες για μάτια.
Μη σηκώνεσαι, νένα.
Κάτσε πιο μέσα στο σκαμνί· περιττή πια κάθε προφύλαξη·
κι οι διακρίσεις των τάξεων γελοίες. Είμαι βέβαιη
πως κι εσύ τους αντίκρισες έτσι. Κάθε φορά που γυρνούν τα χελιδόνια,
σα μαύρα τόξα, τυφλά, ακοντισμένα στο φως και στον αέρα
από αόρατους, νεκρούς στρατιώτες, εκεί δεν πηγαίνει το μυαλό σου κι εσένα;

Εσύ, βέβαια, θα κέρδισες μιαν αλλιώτικη πείρα.
Εσύ έχεις ζήσει, έχεις δουλέψει —μπερδεύτηκες στα πράματα και στα εργαλεία—
δεν είχες καιρό να σκεφτείς — γλίτωσες απ’ τη γνώση·
φύτευες άλλοτε δέντρα, γευόσουν τους καρπούς, δεν έμαθες
τί είναι το δέντρο, πώς είναι ένα δέντρο
γυμνό, σ’ ένα πρωινό χειμωνιάτικο, με τα κλαδιά του
απλωμένα στο γκρίζο σαν τις στεγνές, γδαρμένες φλέβες του κόσμου,
έρημες, απροκάλυπτες και γραφικές μαζί, — δεν είδες.
Εσύ έζησες, εγέννησες παιδιά· σου σκοτώθηκαν,
άλλα στα μεταλλεία ή στα νταμάρια ή στους πολέμους — κάτι άκουσα.
Μα τί ’ναι ο πόνος ο δικός σου μπρος στη δική μου στέρηση,
μπρος στη δική μου προφύλαξη απ’ τον πόνο και την αμαρτία,
μπρος στη δική μου τάξη κι ακαμψία, μπρος στην τυραννία
που εμπόδιζε τη χαρά και τον πόνο; Εσύ δεν ξέρεις.
Όμως το θάνατο τον ξέρεις. Είδες κι εσύ τους νεκρούς μου.
Ίσως και να ’δες ολόκληρο το θάνατο στρωμένον σα σεντόνι στο κρεβάτι σου.

Όχι, δε θέλω να το ομολογήσεις — μήτε σε ρωτώ. Κι εσύ παράτησες το ασβέστωμα
της αυλής και των δέντρων. Το άκουσες απ’ τα μέσα του σοβά το τρίξιμο,
το τρίξιμο του ξύλου και της πέτρας. Μόνο, σε παρακαλώ,
κρατήσου λίγο ακόμα, κρατήσου, μη φύγεις,
κρατήσου καλά απ’ τα κάγκελα του κρεβατιού σου,
κρατήσου απ’ τα μαχαιροπίρουνα, απ’ τα χερούλια του μπουφέ, των συρταριών, της ντουλάπας,
κρατήσου απ’ τα λουκέτα της αποθήκης — μη φύγεις νωρίτερα από μένα,
γιατί όσο κι αν αλλιώς μοιραστήκαμε τους ίσκιους και τους ήχους των πραγμάτων,
το ύφος της αντηλιάς και του παράθυρου στα τζάμια της βιβλιοθήκης
ή τα βιβλία που εσύ τα ξεσκόνιζες κι εγώ τα διάβαζα
ή το τρίχωμα απ’ τον ίσκιο του βουνού που σκέπαζε
τις γωνιές των δωματίων και τις πιο λείες ακόμη και πλατιές επιφάνειες της μέρας,
ωστόσο ζήσαμε κι οι δυο μας ανάμεσα
στα ίδια πράγματα —στα ίδια, ναι,— με το ίδιο όνομα.

Μια φορά βρήκα ένα φτερό απ’ το ξεσκονιστήρι σου
μέσα σ’ ένα βιβλίο μου, και μια στιγμή φαντάστηκα
πως ήταν από κάποιο μυστηριακό πουλί που πέρασε ψηλά στη νύχτα
και μου ’ριξε ένα πούπουλο σαν μήνυμα· όμως σε λίγο κατάλαβα
πως ήταν απ’ το ξεσκονιστήρι σου —γνώρισα τα χρώματα—
κι ας μην το ’χα ποτέ μου προσέξει.
Μήπως κι αυτό δεν είναι ένα καλό, σπιτίσιο πουλί,
πιστό στα χέρια σου; — τίποτα δε ζητάει, δεν κελαηδάει
(η σιωπή είναι πάντοτε πιο εκφραστική), όλα τα δίνει,
ωστόσο γερνάει κι αυτό και μαδάει. Εσύ, το ξέρω,
προτιμούσες τα καναρίνια (πάνε κι αυτά)· — είχα προσέξει τη στοργή σου
στην έγνοια σου για το νερό τους, για το κανναβούρι τους,
όταν τους έπλενες το φλιτζανάκι τους,
όταν τους έξαινες το μαλλί στις ώρες του έρωτά τους·
όταν μια μέρα κύλησε ένα αυγό τους κι έσπασε στα πλακάκια
είδα μέσα στα μάτια σου σα να γκρεμίστηκε μια λευκή θόλος
αρχαίας ελληνικής λατρείας. Είχες κι εσύ τους θανάτους σου,
κι όλοι οι θάνατοι (κι οι πιο διαφορετικοί) μοιάζουν μεταξύ τους,
κι εκεί έχουμε ασφαλώς συναντηθεί. Γι’ αυτό σου λέω
μη φύγεις πριν από μένα. Ποιός θα με κοιτάξει;
Ποιός θα μου βάλει τη μασέλα μου, μη και με δούνε
στην τελευταία μου ώρα μ’ άδειο στόμα σαν μια μάταιη τρύπα
προδοτική, που χάσκει λαίμαργη στην πάγχρυση μέρα;
(έτσι θα φανταστούνε: λαίμαργη) — δε θέλω. Ποιός θα μου βάλει
το επίσημο, άσπρο φόρεμά μου που προορίζονταν για ταπεινούς υμέναιους
κι εγώ το φύλαξα άσπιλο, μόνη μου, για το θάνατο. Μη φύγεις,
κάνε μου αυτή την τελευταία χάρη, νένα.

Πέρασαν πια τα τρομερά καλοκαίρια. Όπου να ’ναι
θα μας αφήσει και το φθινόπωρο. Φτάνει ο χειμώνας. Μη φοβάσαι.
Η πιο καλή εποχή του χρόνου είναι ο χειμώνας —τί καλά—
μια γενική συστολή, μια επιστροφή στο κέντρο του εαυτού μας,
συγκέντρωση, πύκνωση και σμίκρυνση
ώς την πλήρη εξαφάνιση του σπόρου μες στη μοίρα του ψύχους,
ένας ήρεμος θάνατος αυτεπίγνωστος —
οι παγωμένες ρίζες των δέντρων αδιάφορα μπλεγμένες
με τα μαλλιά των νεκρών. Τα ωραία λαγήνια
ψύχραιμα, διακοσμητικά, σε μια ψυχρή παράταξη —
τα βλέπεις άχρηστα, επειδή δε διψάς,
γι’ αυτό ακριβώς τα βλέπεις, ανεξάρτητα από σένα
αν και φτιαγμένα από σένα, μες στο δικό τους σχήμα,
πιο πέρα απ’ την ανάγκη μας. Κι εμείς ανεξάρτητοι.

Όμως και πάλι το φαΐ κι η φωτιά; Δε θέλω να ξέρω.
Χύσε το λάδι και το αλεύρι. Μην ανάψεις πια φωτιά.
Μην ανάψεις τους λύχνους. Άσε το κρύο
να μας πολιορκήσει, να κυριεύσει επιτέλους ελεύθερο το σπίτι,
να καθίσει σταυροπόδι στις καρέκλες. Βλέπω κιόλας το κρύο
να κάθεται σαν αφέντης στο δικό μου τραπέζι,
να δένει στο λαιμό του μια λευκή, κολλαρισμένη πετσέτα
και να μασάει με βουλιμία την τροφή μας, ακόμη και την πείνα μας.
Κι η γάτα, που νομίζαμε πως είχε χαθεί, έχει πεθάνει
κάτω απ’ τον καναπέ· — κοίτα την ψόφια ουρά της
σαν ένα μαύρο, παγωμένο αγκίστρι που τραβάει
όλο το σπίτι στο θάνατο. Μην τρομάζεις, νένα.

Ετοίμασε τώρα τις κάσες μας, το τελευταίο νοικοκυριό μας —
από αύριο μπορεί να κοιμόμαστε μέσα στα φέρετρά μας
σαν μέσα στο καλύτερο αμάξι μου — πρέπει να ’μαστε έτοιμες·
κάποιος μπορεί να βρεθεί να ειδοποιήσει —
ίσως αντιληφθούν κάποιοι διαβάτες
από τη μυρουδιά. Θα καταλάβουν ποιά είμαι
απ’ το φαρδύ βραχιόλι μου με τους εννιά σαπφείρους
κι απ’ τη βασιλική κοψιά του σαγονιού μου — όχι, βέβαια,
απ’ το καμπύλο του μετώπου μου· — τέτοια δεν τα καταλαβαίνουν.
Κι αν όχι τίποτ’ άλλο, πάνω μου
θα στέκει το υψηλό βουνό, ενδεικτικό κι αγέρωχο,
άξιο μνημείο της αθάνατης γενιάς μου. Δε χρειάζομαι άλλο.

Νένα, πού πας; Κι εσύ μ’ αφήνεις; Τί άκαμπτη που έγινες.
Θυμήθηκες λοιπόν την ταπεινή καταγωγή σου; Πηγαίνεις με κείνους;
Τα μάτια σου είναι στρογγυλά και τρομερά. Τί βλέπουν
που εγώ δεν μπορώ να δω; Μη μου κρατάς ακόμη κάκια
που κάποτε σε χτύπησα με τη σκούπα σου; Το ξέρεις
ήμουνα μια δυστυχισμένη. Στάσου, νένα. Στάσου. Στάσου.

(Η Τροφός βγήκε απ’ την πόρτα αλύγιστη σαν αρχαία μοίρα, ή σαν ένας πήλινος, τρομερός υπνοβάτης, σα να μην δούλευαν πια οι κλειδώσεις της για κανένα σκύψιμο. Τα βήματά της, καθώς κατέβαινε τη σκάλα, αντήχησαν στέρεα κα βαρύγδουπα στ’ αδειανό σπίτι, στα πιθάρια των υπογείων και του προαύλιου, κι ύστερα ακούστηκαν έξω στο δρόμο, μέσα σ’ όλη τη νύχτα, σα να ξεκινούσε μέσ’ απ’ τους αιώνες ένας απέραντος, ακαταδάμαστος στρατός. Η Άλλη φώναξε ακόμη μια φορά "στάσου", — μια κραυγή σαν μίμηση μιας άμετρης αγωνίας, έτρεξε, σκόνταψε πάνω στο φέρετρό της, που ήταν τοποθετημένο αριστερά στην πόρτα, έπεσε κι έμεινε εκεί. Ο λύχνος έσβησε μόνος του κι ακούστηκε απ’ το βουνό πιο ευδιάκριτα η φωνή της κουκουβάγιας. Σε μια βδομάδα, κάποιος διαβάτης, γυρίζοντας σ’ αυτή την ερειπωμένη πολιτεία, όλο τεράστιες πελασγικές πέτρες, γυμνά θεμέλια, συντριμμένες κολόνες, γυμναστήρια, λουτρά, θέατρα, τάφους, —όπως π.χ. στην Επίδαυρο, στους Δελφούς ή στις Μυκήνες— όπου ο μεσημεριάτικος αέρας σφύριζε ανάμεσα στα μάρμαρα και στα ψηλά, ξερά αγκάθια, κατάλαβε, όντως, απ’ τη μυρουδιά. Μαζεύτηκαν και μερικοί άλλοι που ’χαν κατέβει από ’να καινούριο εκδρομικό λεωφορείο, την τύλιξαν μ’ έναν πορφυρό, λιωμένον τάπητα και την έριξαν σ’ έναν πρόχειρο τάφο. Έκλειναν τα ρουθούνια τους. Χιλιάδες μύγες είχαν συναχτεί. Το χρυσό βραχιόλι της με τους εννιά σαπφείρους το κατέθεσαν στο Μουσείο. Άξαφνα πύκνωσαν τα σύννεφα κι άρχισε ν’ αστράφτει στην κορυφή του Τρητού. Σε λίγο ξέσπασε μια κατακλυσμιαία βροχή. Χώθηκαν βιαστικά στο λεωφορείο κι έφυγαν νιώθοντας ευχάριστα τη φαρδιά μυρωδιά της μουσκεμένης γης, της πέτρας και των δέντρων, σα να ξεπλένονταν ο κόσμος από κάποιο πανάρχαιο μίασμα).

Μυκήνες, Μάης 1960

Γιάννης Ρίτσος. 1962. Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού. Αθήνα: Κέδρος. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιάννης Ρίτσος. [1972] 2009. Ποιήματα ΣΤ΄: Τέταρτη διάσταση (1956–1972). 25η έκδ. Αθήνα: Κέδρος.

Πηγή Πύλη στην Ελληνική Γλώσσα
.greek-language.gr

Ατομική ελευθερία ή κοινωνική
_αντικειμενική αλήθεια;

Ο Ορέστης και ο Ξένος του Γιάννη Ρίτσου

Ο Γιάννης Ρίτσος γράφει τον Ορέστη από τον Ιούνιο του 1962 έως τον Ιούλιο του 1966. Οι χώροι συγγραφής της ποιητικής σύνθεσης πολλοί: Βουκουρέστι, Αθήνα, Σάμος, Μυκήνες. Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα έργα του ποιητή, το οποίο συμπυκνώνει στους στίχους του την αντίληψη του δημιουργού για τον κόσμο, τον εαυτό του, την ιδεολογία του. Ο Ορέστης είναι ένας από τους δραματικούς μονολόγους της Τέταρτης Διάστασης, που βασίζονται στους αρχαίους ελληνικούς μύθους –καθώς οι μύθοι υποβάλλουν άπειρες ιδέες, συνιστώντας κατά αυτόν τον τρόπο μια μετα–γλώσσα–[1] και ειδικότερα στον κύκλο του Οίκου των Ατρειδών. Η επιμονή του Ρίτσου να αντλεί θέματα από τον μυθικό κύκλο των Ατρειδών μπορεί να εξηγηθεί διττά: «πρώτον, τα κυρίαρχα θέματα σε αυτό τον μυθικό κύκλο είναι η εκδίκηση, ο χωρισμός και η σφαγή –θέματα τα οποία επίσης απαντούν στην πρόσφατη Ελληνική ιστορία. Δεύτερον, ο δεκάχρονος τρωικός πόλεμος μπορεί να συγκριθεί με τις ταραχώδεις και βίαιες δεκαετίες του 20ου αιώνα στην Ελλάδα και ιδιαιτέρως με τη δεκαετία του 1940, τη δεκαετία της Αντίστασης και του εμφυλίου πολέμου».[2] Παράλληλα, τα δραματικά γεγονότα που σημάδεψαν τον αρχαίο οίκο των Ατρειδών συνδέονται με αυτά του οίκου των Ρίτσων, ενισχύοντας «στη συνείδηση του ποιητή τη συνειρμική αντιστοιχία μυθικού και σύγχρονου κόσμου».[3]

Ο Ορέστης της Τέταρτης Διάστασης

Το ποίημα, όπως και τα περισσότερα της Τέταρτης Διάστασης, αρχίζει με έναν «σκηνοθετικό» πεζό πρόλογο, ο οποίος τοποθετεί χρονικά και τοπικά τη «δράση» και δίνει την προϊστορία.[4] Τα dramatis personae είναι «δύο νέοι, ως 20 χρονώ»,[5] η ταυτότητα των οποίων πιστοποιείται έμμεσα μέσω της παρομοίωσης του ενός από τους δύο ως «αφοσιωμένος σαν Πυλάδης». Πρόκειται για τον Ορέστη, όπως δηλώνεται και από τον τίτλο της ποιητικής σύνθεσης, και τον Πυλάδη, που αναλαμβάνει τον ρόλο του βουβού προσώπου. Παρούσα στον πρόλογο μια γυναίκα, η οποία αν και ανώνυμη, είναι η Ηλέκτρα. Η διάφανη ανωνυμία των ηρώων της Τέταρτης Διάστασης εκφράζει την πρόθεση του ποιητή «να κρατήσει τα πρόσωπα –και πιο πολύ, φυσικά, τις πράξεις τους, τα γεγονότα –μισά στο φως, μισά στη σκιά, ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν, ανάμεσα στο υποκείμενο και στο αντικείμενο, οπωσδήποτε μέσα σε μια ιστορική καθολικότητα».[6] Ο οξύς, σκληρός, παράτονος θρήνος της γυναίκας διακόπτει την προσπάθεια των νέων «κάτι να θυμηθούν, κάτι ν’ αναγνωρίσουν, ενώ τους είταν όλα αφάνταστα γνωστά και συγκινητικά, μόνο που κάπως μικρότερα –πολύ μικρότερα– απ’ όσο τα σκέφτονταν στην ξενιτιά».[7] Η αναφορά στην ξενιτιά αποτελεί έμμεση παραπομπή στον αρχαιοελληνικό μύθο και τον διωγμό του Ορέστη από τη μητέρα του, ώστε η τελευταία να μπορεί ανενόχλητη να οργανώνει τα ανίερα σχέδιά της.[8] Το παλάτι βρίσκεται «κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού», αξιοσημείωτη ομοιότητα με την ομώνυμη ποιητική σύνθεση. Η φευγαλέα αναφορά «στα αυτοκίνητα και τα εκδρομικά λεωφορεία εισάγει έναν αναχρονισμό και έτσι συνειδητοποιούμε ότι ο χρόνος που εκτυλίσσεται η σκηνή είναι περισσότερο σύγχρονος παρά αρχαίος».[9] Οι αναχρονισμοί είναι απολύτως ηθελημένοι και μαρτυρούν «μιαν ενσυνείδητη επέμβαση του ποιητή στον μύθο», η οποία «αποσκοπεί στην ενεστωποίησή του». [10]

Η φωνή της Ηλέκτρας διαπερνά την ησυχία της νύχτας, μία από τις πολλές αντιθέσεις που συνθέτουν τη δομή του ποιήματος. Ο Ορέστης θέτει εξ αρχής το πρόβλημά του:

«Πώς να γινότανε να μέναμε ανεξάρτητοι κ’ εμείς, με την ωραία
χαρά της αδιαφορίας, της ανεξιθρησκείας, πέρα απ’ τα πάντα,
μέσα στα πάντα, μέσα μας –μόνοι, ενωμένοι, αδέσμευτοι,
δίχως συγκρίσεις, ανταγωνισμούς, ελέγχους, δίχως
να μας μετράει η όποια αναμονή κι απαίτηση των άλλων».
[11]

Κύριο πρόβλημα των ηρώων της Τέταρτης Διάστασης είναι η σύγκρουσή τους με το κοινωνικό περίγυρο, με τις επιταγές του κοινωνικού περιβάλλοντος και της τάξης όπου ανήκουν.[12] Το κοινωνικό καθήκον έρχεται σε αντίθεση με τις ατομικές επιλογές θέτοντας τους ήρωες και ειδικότερα τον Ορέστη σε βαθύ δίλημμα, το οποίο αφορά την πραγματοποίηση του ειδεχθούς φόνου, όπως επιτάσσει το «δίκαιο» των άλλων και ειδικά αυτό της Ηλέκτρας ή την επιλογή μιας ζωής δικής του μακριά από όλα όσα επιθυμούν οι άλλοι γι’ αυτόν. Η ανάγκη για ανεξαρτησία είναι προφανής σε όλη τη διάρκεια του ποιητικού μονολόγου, αξιοσημείωτη διαφορά προς το μυθικό πρότυπο.[13] Έτσι, λοιπόν, ο Ορέστης ομολογεί πως:

«μια ολόκληρη ζωή με ετοίμαζαν κ’ ετοιμαζόμουνα γι’ αυτό. Και τώρα,
μπροστά στην πύλη αυτή, νιώθω ολότελα ανέτοιμος».
[14]

Τονίζει το δίλημμά του λέγοντας πως είναι ανέτοιμος να πράξει τον φόνο που οι άλλοι όρισαν γι’ αυτόν. Αναρωτιέται πως είναι δυνατόν η μοίρα μας να ορίζεται από τις επιθυμίες τρίτων:

«[…] Πως γίνεται
οι άλλοι να ορίζουν λίγο – λίγο τη μοίρα μας, να μας την επιβάλλουν
κ’ εμείς να το δεχόμαστε; Πως γίνεται μ’ ελάχιστα νήματα
κάποιων δικών μας στιγμών να μας υφαίνουν
ολόκληρο το χρόνο μας, τραχύ και σκοτεινόν, ριγμένον
σαν καλύπτρα απ’ το κεφάλι ως τα πόδια μας, σκεπάζοντας
ολόκληρο το πρόσωπό μας και τα χέρια μας, όπου αποθέσανε
ένα άγνωστο μαχαίρι – ολότελα άγνωστο – και να φωτίζει
με τη σκληρή του λάμψη ένα τοπίο, όχι δικό μας, –
αυτό το γνωρίζω: όχι δικό μας[…]».
[15]

Ο Πήτερ Μπήαν θεωρεί πως το πρόβλημα του Ορέστη είναι «η πάλη μεταξύ περισυλλογής και πράξης»,[16] καθώς ο ήρωας ταλαντεύεται ανάμεσα στην ατομική ελευθερία και την κοινωνική πίεση. Ο ήρωας, προβληματισμένος, δίβουλος, αναρωτιέται πως το «άγνωστο» αυτό μαχαίρι «να το αποδέχεται η δική μας μοίρα». Θα ήταν προτιμότερο να ήταν «έρμαιο μιας αλλότριας μοίρας», καθώς το βάσανο θα ήταν μικρότερο. Ομολογεί πως η θέση του είναι «το αιώνιο ταλάντευμα».
Η ταλάντευση αποτελεί κεντρικό μοτίβο της ποιητικής γραφής του Γιάννη Ρίτσου, αφού ο ποιητής παλινδρομεί ανάμεσα σε ποικίλες έννοιες και θέματα, όπως «στην πίστη και την αμφιβολία, στον θάνατο και την ιστορία, στη σιωπή και το ποίημα».
[17] Η ταλάντευση είναι «η εσωτερική κίνηση του έργου»,[18] και λειτουργεί με τρόπο διαφορετικό ανάλογα με την περίοδο όπου γράφεται το κάθε έργο. Η Χρύσα Προκοπάκη έχει υποστηρίξει ορθά πως «στα παλιότερα ποιήματα, τη βλέπουμε να λειτουργεί σαν αντίθεση άλλοτε ανάμεσα στην άρνηση και την αποδοχή της ζωής, άλλοτε ανάμεσα στην ατομική ευχαρίστηση, ή κάποτε στον εγκλεισμό στην προσωπική θλίψη, και την έξοδο προς τον κοινωνικό χώρο· ή ακόμα την έξοδο σ’ ένα υπερβατικό χώρο με μιαν εμπλουτισμένη αυτάρκεια, που έχει πάντα το νόημα μιας υψηλής αποστολής»,[19] προσδίδοντας στα ποιήματα της Τέταρτης Διάστασης δραματικό χαρακτήρα, καθώς παίρνει τη μορφή «ενός οδυνηρού διχασμού».[20] Ως προς τη δομή των ποιημάτων, ο διχασμός των ηρώων καθίσταται πρόδηλος, καθώς «ο μονόλογος συνήθως ξεκινά από μια θέση γενικά παραδεκτή, που πρόκειται να αναιρεθεί. Στην αρχή, η άρνηση μοιάζει σαν αίρεση, σαν ανταρσία. Στη συνέχεια, γίνεται διεκδίκηση και προβάλλεται σαν στάση πιο ανθρώπινη. Μέσα από αλλεπάλληλες συγκρούσεις και αναιρέσεις, ο ήρωας θα καταλήξει ωστόσο στην αρχική θέση, αυτή που θέλησε να αρνηθεί. Η απόφαση έχει όμως στο μεταξύ απορροφήσει ένα άλλο περιεχόμενο».[21] Αυτό ακριβώς συμβαίνει και με τον Ορέστη. Αρχικά, αρνείται πεισματικά την εκδίκηση, θεωρώντας πως είναι θέση άλλων και ειδικότερα της Ηλέκτρας.[22] Τελικά, θα εκτελέσει τον φόνο, και θα υπακούσει σε «μια συλλογική –ιστορική– λογική, που ο ίδιος πια αναγνωρίζει».[23]

Το φως της ημέρας θα συνοδεύσει τον ήρωα, φορώντας «το σεβάσμιο προσωπείο»,[24] στην εκτέλεση της πράξης, η οποία, όμως, θα «φονεύσει» τον αληθινό εαυτό του, αυτόν που αντιστέκεται στις επιλογές των τρίτων. Το μόνο που απαιτείται ο ήρωας να έχει, είναι πίστη. Μια πίστη που ευθύνεται για τους «αλλεπάλληλους θανάτους και θριάμβους»[25] της ιστορίας, που χίλιες φορές διαψεύστηκε, αλλά κατόρθωσε να επιβιώσει «κρατημένη με νύχια και με δόντια απ’ την ψυχή του ανθρώπου».[26] Αυτός, ωστόσο, αν και δηλώνει άπιστος θα επιλέξει

"τη γνώση και την πράξη του θανάτου που τη ζωή ανεβάζει. Πάμε τώρα –
όχι για τον πατέρα μου, όχι για την αδελφή μου (θάπρεπε ίσως
κι αυτός κι αυτή να λείψουν κάποτε), όχι
για την εκδίκηση, όχι για το μίσος – διόλου μίσος-
μήτε και για την τιμωρία (ποιος και ποιον να τιμωρήσει;)
μα ίσως για τη συμπλήρωση ορισμένου χρόνου, για να μείνει ελεύθερος ο χρόνος,
ίσως για κάποια νίκη ανώφελη πάνω στον πρώτο μας και τελευταίο μας φόβο,
ίσως για κάποιο «ναι», που φέγγει αόριστο κι αδιάβλητο πέρα από σένα κι από μένα,
για ν’ ανασάνει (αν γίνεται) τούτος ο τόπος. Κοίτα τι όμορφα που ξημερώνει".
[27]

Όλα θα γίνουν για να ανασάνει τούτος ο τόπος, ο τόσο ταλαιπωρημένος από τους θανάτους, από τη διάψευση των ελπίδων, από τις λανθασμένες επιλογές. Ο Π. Πρεβελάκης υποστηρίζει πως πίσω από τον Ορέστη βρίσκεται ο ίδιος ο ποιητής και το δίλημμά του για στράτευση ή ποιητική δημιουργία.[28] Ο μονόλογος του Ορέστη ανακινεί καίρια προβλήματα. Η διεκδίκηση της ατομικής ακεραιότητας και η υποχρέωση συμμόρφωσης στην κοινωνική επιταγή είναι δύο δυνάμεις που δρουν ανταγωνιστικά ως προς τις επιλογές του ριτσικού ήρωα, καθώς «την εκδίκηση την αποδέχεται σαν ένα αίτημα που βρίσκεται ίσως πέρα από την προσωπική του ανάγκη, αλλά που ανταποκρίνεται σε μια γενικότερη ανάγκη ή και αναγκαιότητα».[29] Ο ήρωας απειλείται από συναισθηματικό και ηθικό διαμελισμό, ενώ το τραγικό του δίλημμα, «υπακοή στο χρέος ή μη, αντικαθρεπτίζει το βασανιστικό δίλημμα του ίδιου του ποιητή την εποχή εκείνη, τη γνωστή “πολιτική στράτευση ή αστρατευσία;”».[30] Ο Ορέστης του Ρίτσου επιλέγει να θυσιάσει την ατομική ελευθερία του και να αποκτήσει ιστορικό πρόσωπο, επιλογή που σημαίνει πως «η ποίηση ανεβαίνει πια το τελευταίο σκαλοπάτι κι από εφεύρημα, εξομολόγηση, αποκάλυψη ή και κατόρθωση του αδύνατου, γίνεται ηθική. Χωρίς να παύει ν’ αναγνωρίζει τη σημασία και τα όρια της ανεπανάληπτης προσωπικής μας ζωής, τακτοποιεί τις μεγάλες αξίες της ανθρώπινης πραγματικότητας».[31]

·        [1] Ρολάν Μπαρτ, Μυθολογίες, μτφρ. Καίτη Χατζηδήμου-Ιουλιέττα Ράλλη, Ράππα, Αθήνα, 1979, σ. 211-213.
[2] Δημήτρης Τζιόβας, Από το Λυρισμό στο Μοντερνισμό· Πρόσληψη, ρητορική και ιστορία στη νεοελληνική ποίηση, Νεφέλη, Αθήνα, 2005 ,σ. 259.

·        [3] Ό.π., σ. 259.

·        [4] Μ. Γ. Μερακλής, «Η «Τέταρτη διάσταση» του Γιάννη Ρίτσου. Μια πρώτη προσέγγιση», στον τόμο: Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο, Κέδρος, Αθήνα 1990, σ. 517.

·        [5] Οι αναφορές στο κείμενο του Γιάννη Ρίτσου προέρχονται από την έκδοση: Γιάννης Ρίτσος, «Ορέστης», στον τόμο: Τέταρτη Διάσταση, Κέδρος, Αθήνα 2005, σ. 73-89.

·        [6] Μ.Γ. Μερακλής, ό.π., σ. 519.

·        [7] Γιάννης Ρίτσος, «Ορέστης», ό.π., σ. 73.

·        [8] Ο μύθος του Ορέστη και ειδικότερα η κρυφή επιστροφή από την εξορία, που εδώ αποδίδεται ως ξενιτιά, η αποτρόπαια πράξη, τα κίνητρά της, οι συνέπειές της, αποτελούν αντικείμενο της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Ειδικότερα, μπορούμε να δούμε τις ποικίλες εκδοχές της τραγικής αυτής ιστορίας στις Χοηφόρους και τις Ευμενίδες του Αισχύλου, στην Ηλέκτρα του Σοφοκλή, στην Ηλέκτρα του Ευριπίδη. Τέλος, στον Ορέστη του Ευριπίδη παρακολουθούμε ένα μεταγενέστερο του φόνου περιστατικό, την προσπάθεια των πρωταγωνιστών της ανόσιας μητροκτονίας να αποφύγουν τις συνέπειες των πράξεών τους.

·        [9] Δημήτρης Τζιόβας, ό.π., σ. 260.

·        [10] Γιώργος Βελουδής, Προσεγγίσεις στο έργο του Γιάννη Ρίτσου, Κέδρος, Αθήνα 1984, σ. 58.

·        [11] Γιάννη Ρίτσου, «Ορέστης», ό.π., σ. 73.

·        [12] Για το θέμα αυτό ο Στ. Διαλησμάς σημειώνει τα ακόλουθα: «Βασικό πρόβλημα που απασχολεί τους ήρωές του είναι η σύγκρουση του ατόμου με την κοινωνία, το κατά πόσο ο συμβιβασμός του ατόμου με τον προορισμό του στην κοινωνία, η σκοπιμότητα και η ορθότητα του οποίου αμφισβητούνται, και η συμμετοχή του στα κοινά είναι στοιχεία αναιρετικά της ελευθερίας του. Υπάρχει επίσης συνεχής αμφισβήτηση πράξεων και καταστάσεων του παρελθόντος και απογοήτευση και πικρία για την τωρινή κατάσταση». Βλ. Στ. Διαλησμάς, Εισαγωγή στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, Επικαιρότητα, Αθήνα 1984, σ. 56.

·        [13] Ο Ορέστης του Αισχύλου και του Σοφοκλή πράττει τον φόνο διότι οι θεοί το απαιτούν, ενώ στον Ευριπίδη εμφανίζεται αποφασισμένος να διαπράξει τον φόνο για να τιμωρήσει τους δολοφόνους του πατέρα του.

·        [14] Γιάννη Ρίτσου, «Ορέστης», ό.π., σ. 74.

·        [15] Ό.π., σ. 74-75.

·        [16] Πήτερ Μπήαν, Αντίθεση και Σύνθεση στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, μτφρ.: Γιάννης Κρητικός, επιμ.: Αικατερίνη Μακρυνικόλα, Κέδρος 1980, σ. 149.

·        [17] Χρύσα Προκοπάκη, Η πορεία προς την Γκραγκάντα ή οι περιπέτειες του οράματος, Κέδρος, Αθήνα 1981, σ. 12.

·        [18] Ό.π., σ. 12.

·        [19] Ό.π., σ. 24.

·        [20] Ό.π., σ. 40

·        [21] Ό.π., σ. 40.

·        [22] Η μυθική Ηλέκτρα παραδέρνει εκφράζοντας απύθμενη αγωνία και πόνο για τον ατιμωτικό και ανόσιο φόνο του πατέρα της. Σε όλες τις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες η Ηλέκτρα καθίσταται η μορφή του ακραίου πόνου, σε σημείο που όταν για μια στιγμή θα πιστέψει πως ο αδελφός της είναι νεκρός, δε θα διστάσει να αποφασίσει να εκτελέσει μόνη της το ανίερο έγκλημα της μητροκτονίας. Γι’ αυτήν δεν υπάρχει κανένα ελαφρυντικό για τη φόνισσα και μοιχαλίδα μάνα.

·        [23] Χρύσα Προκοπάκη, ό.π., σ. 40.

·        [24] Γιάννη Ρίτσου, «Ορέστης», ό.π., σ. 88.

·        [25] Ό.π., σ. 88.

·        [26] Ό.π., σ. 88.

·        [27] Ό.π., σ. 89.

·        [28] Π. Πρεβελάκης, Ο ποιητής Γ. Ρίτσος. Συνολική Θεώρηση του έργου του, Κέδρος, Αθήνα 1983, σ. 358-359.

·        [29] Χρύσα Προκοπάκη, «Ελευθερία και αναγκαιότητα», Η Συνέχεια, τ. 1, Μάρτιος 1973, σ. 22.

·        [30] Α. Παναγόπουλος, «Σχόλιο στον Ορέστη του Ρίτσου», στο: Πρακτικά 14ου Συμποσίου Ποίησης, Ανδρέας Εμπειρίκος–Γιάννης Ρίτσος–Περιοδικά, Αχαϊκές, Παν/μιο Πατρών 1-3 Ιουλίου 1994, σ. 165.

·        [31] Τάσος Λειβαδίτης, «Γιάννη Ρίτσου: «Ορέστης», «Ίσως μονάχα το δικό μας αίμα να μας ξεδιψάει»», στο: Γιάννης Ρίτσος. Μελέτες για το έργο του, Διογένης, Αθήνα 1975, σ. 238.

      

Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα της εκτενέστατης μελέτης τού επί πολλά χρόνια πανεπιστημιακού καθηγητή της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στην Αγγλία, διευθυντή του θεωρητικού περιοδικού «Θέματα Λογοτεχνίας», Χρίστου Αλεξίου, για τον ποιητικό μονόλογο του Γ. Ρίτσου «Ορέστης» («Τέταρτη Διάσταση»). Η μελέτη περιλήφθηκε στην ύλη του ετήσιου (2007) επιστημονικού Δελτίου του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών «Παράβασις».

       (...) ___Ο "Ορέστης" του Αισχύλου και του Σοφοκλή σκοτώνει τη μάνα του και τον εραστή της για να εκδικηθεί το σκοτωμό του πατέρα του. Αναθρεμμένος από παιδί με τη μητροκτονία ως σκοπό της ζωής του, εκτελεί χωρίς αμφιβολίες και αναστολές μια αποστολή που του επιβάλλεται από τον Απόλλωνα και από τον εθιμικό νόμο που απαιτεί εκδίκηση για το αίμα με άλλο αίμα. Αυτή είναι η μοίρα του και την αποδέχεται χωρίς αντίρρηση. (...)

Ο "Ορέστης" του Ρίτσου σκοτώνει τη μάνα του και τον εραστή της, αλλά δεν το κάνει για να εκδικηθεί, ή γιατί αυτό ορίζεται απ' τη μοίρα του. Στην πράξη του θανάτου φτάνει ύστερα από μια οδυνηρή συνειδησιακή σύγκρουση, από μια βαθύτερη αίσθηση κοινωνικού χρέους. (...). Η σύγκρουση αυτή, που έχει ως κέντρο της την ελευθερία του ατόμου να ορίσει τη μοίρα του και εκφράζει τα βαθύτερα υπαρξιακά και κοινωνικά διλήμματα και προβλήματα του σημερινού και του αιώνιου ανθρώπου, αποτελεί το διαχρονικό περιεχόμενο αυτού του εξαίσιου δραματικού μονόλογου, που παίρνει συγκλονιστικό νόημα, όταν διαβαστεί μέσα στα πλαίσια της ατομικής ιστορίας του ποιητή, της εθνικής και της παγκόσμιας Ιστορίας του καιρού του και της καθολικής Ιστορίας του ανθρώπου που, από τα αρχαιότερα χρόνια ως σήμερα, αντιμετωπίζει το τραγικό δίλημμα του μυθικού Ορέστη.

      Στον "Ορέστη" του Ρίτσου (...) αναγνωρίζουμε τον αιώνια αγωνιζόμενο άνθρωπο και τον ίδιο τον ποιητή, που βλέπει, παράλληλα, το πανάρχαιο δράμα των αγώνων και των θυσιών για μια καλύτερη ζωή (...) και οραματίζεται έναν κόσμο όπου ο άνθρωπος θα ζούσε ελευθερωμένος από αυθαιρεσίες της εξουσίας, ιστορικά χρέη εκδίκησης και κοινωνικούς ανταγωνισμούς.

(...) Ο "Ορέστης" του Ρίτσου, όπως ο ίδιος ο ποιητής, μετέχει στα ιστορικά και κοινωνικά δρώμενα του καιρού του και είναι κι αυτός δέσμιος ενός κοινωνικού χρέους για το οποίο προετοιμάζεται από καιρό και το οποίο καλείται να εκπληρώσει πέρα και πάνω από τις αμφιβολίες και τις ταλαντεύσεις του. Η δραματική αυτή σύγκρουση διαπερνάει το μονόλογο αυτού του σύγχρονου Ορέστη, με τον οποίο αναγνωρίζουμε να ταυτίζονται, σε κάποιες στιγμές του βίου τους, ο διαχρονικός και ο σύγχρονος άνθρωπος και ο ίδιος ο ποιητής.

Αυτός ο σύγχρονος Ορέστης βλέπει την τραχύτητα των κοινωνικών συγκρούσεων, στις οποίες συμμετέχει ενεργά κι ο ίδιος, και τις αλλότριες δυνάμεις, που ορίζουν ασφυκτικά τη μοίρα του ανθρώπου και τη δική του μοίρα, κι οραματίζεται τη δικαιοσύνη και την ισορροπία του φυσικού κόσμου...

Αυτός ο σύγχρονος Ορέστης, που έζησε την τραγωδία του αιώνα του, τους παγκόσμιους πολέμους, με τα εκατομμύρια των νεκρών και των σακάτηδων και τις απερίγραπτες καταστροφές, την ελπιδοφόρα σοσιαλιστική επανάσταση, το όραμά της για μια νέα αληθινά ανθρώπινη ζωή, τη φασιστική τυραννία, την αντιφασιστική αντίσταση, τον εμφύλιο αλληλοσπαραγμό, τις φυλακές, τις εξορίες και τελικά τη διάψευση του οράματος, καταθέτει το πολύ οδυνηρό για τη γενιά του:

"Θυσίες, λέει, και ηρωισμοί, - ποια η αλλαγή; Χρόνια και χρόνια. Ισως
νάρθαμε
για τούτες τις ανακαλύψεις του μεγάλου θαύματος
που πια δεν έχει μικρό και μεγάλο μήτε φόνο κι αμάρτημα"
.

(...) Ο Ορέστης κατανοεί μέσα στη φυσική α- σκοπιμότητα της ανθρώπινης δράσης, την κοινωνική σκοπιμότητα του χρέους, μέσα στο οποίο βρίσκεται από τη μοίρα του εγκλωβισμένος, υπερβαίνει τους δισταγμούς και τις ταλαντεύσεις του, περνάει την κλειστή, από τη συνειδησιακή του πάλη, πόρτα της δράσης και αποφασίζει να σκοτώσει τη μάνα του και τον σφετεριστή του θρόνου του πατέρα του. Στην πράξη του αυτή, ωστόσο, δεν οδηγείται από το μίσος, ή από το πάθος για εκδίκηση, αλλά από τη γνώση πως ο θάνατος των σφετεριστών της ζωής των άλλων αποτελεί μια αναγκαία πράξη για ν' αλλάξει αυτός ο κόσμος της αδικίας, της βίας, της ψευτιάς, της υποκρισίας, των κοινωνικών διαταραχών, των αιματηρών πολέμων και των εμφύλιων αλληλοσπαραγμών και ν' ανέβει η ζωή. Το δραματικό, εσωτερικό αγώνα του, να πειθαναγκάσει τον εαυτό του να δεχτεί την κοινωνική αναγκαιότητα μιας πράξης που βαθιά αποστρέφεται και να θυσιάσει τα ατομικά αισθήματά του στον συλλογικό αγώνα που επιβάλλει η ιστορική στιγμή "για ν' ανασάνει (αν γίνεται) τούτος ο τόπος":

"Κι αυτήν διαλέγω ο άπιστος εγώ (δε με διαλέγουν άλλοι),
γνωρίζοντας όμως εγώ. Διαλέγω
τη γνώση και την πράξη του θανάτου που τη ζωή ανεβάζει. (...)"

Ο "Ορέστης" είναι ένα βαθυστόχαστο ποίημα με πολλαπλά ερωτήματα και μηνύματα κοινωνικά, ιστορικά, πολιτικά, συνειδησιακά, ψυχολογικά, υπαρξιακά, αισθητικά. Είναι ένα πολύεδρο ποιητικό μπριλάντι που προκαλεί διαφορετικές αναγνώσεις, οι οποίες μπορεί να προσθέτουν στην πολυεδρική προσέγγισή του.

Ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης, στο θαυμάσιο μελέτημά του, «Γιάννη Ρίτσου: "Ορέστης"», γράφει:
"(...) Πλάι στο βασικό πρόβλημα του Ορέστη, που είναι από τα πιο καίρια, όχι μόνο μιας εποχής, μα ολόκληρης της ιστορίας, σπειρούνται ένα πλήθος αλήθειες και σκιρτήματα της συνείδησης φτιάχνοντας ένα κολοσσιαίο πολύεδρο. (...) Ποιο είναι το πρόβλημα που απασχολεί τον ποιητή; Η εσώτατη και ύστατη ανθρώπινη ελευθερία. Ως ποιο σημείο ο άνθρωπος είναι ελεύθερος, κι απέναντι στον εαυτό του (βιολογική κληρονομική δομή) κι απέναντι στις κοινωνικές επιταγές; Σε τι συνίσταται η ελευθερία του; Στο να είναι αυτός που είναι ή στο να προσπαθεί ν' αλλάξει τον εαυτό του; Στο να δέχεται τον αντικειμενικό κόσμο στην τύχη ή να διαλέγει τι θα δεχτεί; Τα ερωτήματα θα μπορούσαν να σχηματίσουν ένα μακροσκελέστατο κατάλογο με κατακλείδα: μήπως η μεγαλύτερη ελευθερία είναι να θυσιάσεις την ελευθερία σου για χάρη κάποιου σκοπού;
Βαθύτατη κραυγή του ανθρώπου να ζήσει ολάκερος, δίχως δεσμεύσεις, δίχως καταναγκασμούς, να ζήσει σαν ένα πρώτο, ή έσχατο ον, πάνω στη γη.

(...) Κι ο Ορέστης του Ρίτσου, όπως και κάθε μεγάλου τραγωδού, απ' το να βουλιάξει στην όποια απρόσωπη ευδαιμονία τού είναι, προτιμάει ν' αποκτήσει, έστω και θυσιασμένο, ένα ιστορικό πρόσωπο".

Κατά τη δική μου ανάγνωση, ο Ρίτσος, έχοντας φτάσει στην ύστατη γνώση της ζωής, ύστερα από χρόνια επίμονης και οδυνηρής πάλης με το θάνατο, βιολογικό και κοινωνικό, και με όλες τις μορφές της καταπίεσης, της αδικίας και της αναλγησίας, συμμετέχοντας ενεργά στο επαναστατικό κίνημα της εποχής του, κι έχοντας φτάσει στο αποκορύφωμα της ποιητικής του ωριμότητας, επιχειρεί, με τα έργα της "Τέταρτης Διάστασης", ν' ανιχνεύσει, να κατανοήσει και ν' απεικονίσει ποιητικά το περίπλοκο και πολυδιάστατο ατομικά, κοινωνικό και υπαρξιακό δράμα της ανθρώπινης ζωής. Στο καθένα από τα έργα αυτά, μέσα από διάφορα πρόσωπα ή προσωπεία, και μέσα από διάφορα σύμβολα, ο ποιητής θέτει, ερευνά και συζητάει ένα θεμελιακό κοινωνικό, πολιτικό, ιδεολογικό, ψυχολογικό ή φιλοσοφικό πρόβλημα, που απασχολεί τον εαυτό του και τον κόσμο.(...) Σε όλα αυτά τα έργα κινείται ταυτόχρονα σε πολλά επίπεδα: το ατομικό και το γενικό, το καθημερινό και το αιώνιο, το πολιτικό και το ιστορικό, το κοινωνικό και το υπαρξιακό, το ρεαλιστικό και το φανταστικό και σε όλα ξεπερνάει το ατομικό και ιστορικό βίωμα και αγγίζει την ανθρώπινη μοίρα.

Το πρόβλημα που θέτει στον "Ορέστη", αναφέρθηκε ήδη ως βασικό πρόβλημα "Εσώτατης και ύστατης ανθρώπινης ελευθερίας" στην τραγική σύγκρουση ανάμεσα στη συνείδηση του κοινωνικού χρέους και στην ατομική αίσθηση του κόσμου.

Σ' αυτό το συνειδησιακό πολύεδρο του "Ορέστη" αποτυπώνονται τα άπειρα ατομικά, κοινωνικά, ιστορικά, πολιτικά, ιδεολογικά, ψυχολογικά και υπαρξιακά βιώματα, ερωτήματα και διλήμματα, του ποιητή και του καθολικού και αιώνιου ανθρώπου.

Ο Ρίτσος υπάρχει βέβαια στον Ορέστη, αλλά ο Ορέστης δεν είναι μόνο ο Ρίτσος, είναι αξεχώριστα μ' αυτόν και ο καθολικός άνθρωπος. Η ποίηση του Ρίτσου περιέχει αυτοβιογραφικά στοιχεία, ο ίδιος έχει πει πως "κάθε αληθινή ποίηση είναι βιωματική". Αλλά με την ποίησή του, μέσα και από τα αυτοβιογραφικά στοιχεία που περιέχει, βιογραφεί τον αιώνα του και, διαχρονικά, τον καθολικό άνθρωπο, γιατί τα βιώματα ενός μεγάλου ποιητή, και μάλιστα ενός ποιητή που συμμετέχει ενεργά στα δρώμενα της εποχής του, απηχούν τα βιώματα του καθολικού ανθρώπου.

Ο Ορέστης του Ρίτσου αισθάνεται οδυνηρά διχασμένος και ταλαντευόμενος. Με την ιστορική του όραση, από την άλλη, βλέπει το πανάρχαιο, αιματηρό δράμα της ανθρώπινης εξέλιξης, μέσα στο οποίο υπάρχουν σφετεριστές, και φόνος, και αμάρτημα, συνακόλουθα και η αναγκαιότητα μιας άλλης δικαιοσύνης, που απαιτεί το θάνατο των σφετεριστών και των φονιάδων που εμποδίζουν την ανθρώπινη πρόοδο. Με αυτή την τρομερή γνώση, ο Ορέστης του Ρίτσου ξεπερνάει τους δισταγμούς του και διαλέγει τελικά την πράξη του θανάτου των σφετεριστών για να προχωρήσει η ζωή. Αλλά στον Πυλάδη, τον αχώριστο φίλο που τον συνοδεύει κι αποτελεί το άλλο του εγώ, εξομολογείται τη δυστυχία του γι' αυτή την πράξη και την αποστροφή του για τη βία, το θάνατο, το μίσος, την εκδίκηση. Σ' αυτή του την αποστροφή διακρίνουμε τη βαθύτερη λαχτάρα του για έναν κόσμο όπου θα βασιλεύουν η "κατανόηση και η τρυφερή επιείκεια για όλους και για όλα", ο σεβασμός στη ζωή, η ανεκτικότητα, η ελευθερία της ατομικής βούλησης, και "μια δικαιοσύνη, μια ισορροπία αυθύπαρκτη που μας περιλαμβάνει στην τάξη των σπόρων και των άστρων"»

Πηγή Ριζοσπάστης

Η τέταρτη διάσταση
της ποιητικής του “όρασης”

Το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου "Όταν έρχεται ο Ξένος" (1958) περιλαμβάνεται στον τόμο "Τέταρτη διάσταση". Αποτελεί μια βαθυστόχαστη μελέτη της ζωής, της φθοράς και του θανάτου μέσα και πέρα απ' τον χρόνο, που καταλήγει στο συμπέρασμα πως δεν υπάρχει θάνατος, αφού υπάρχει πάντα μια γέννηση. Πως τίποτα δε χάνεται, αφού υπάρχει αναβίωση της χαμένης από τον θάνατο ζωής, μέσα από την αναπλαστική δύναμη της ατομικής, συλλογικής και ιστορικής μνήμης. Στο ποίημα αυτό, ο ποιητής δε χρησιμοποιεί ως περσόνα ένα μυθολογικό πρόσωπο, όπως ο Τειρεσίας, για να δώσει διαχρονικές και οικουμενικές διαστάσεις στην όρασή του, αλλά έναν απλό, καθημερινό άνθρωπο χωρίς όνομα, έναν Ξένο, με βιώματα του σήμερα, με γνώση του χθες και όραμα του αύριο, όπως είναι ο ίδιος ο ποιητής, που πεζοπορεί ανάμεσά μας, που έρχεται κοντά μας, όπως ένας φίλος σε στιγμές πόνου και απελπισίας, για να μας παρηγορήσει και να μας στηρίξει.

Αυτός ο Ξένος έρχεται ακάλεστος στο σπίτι μιας οικογένειας, την ώρα που πενθεί τον θάνατο αγαπημένου προσώπου. Η παρουσία του, στην αρχή, παραξενεύει κι ενοχλεί:

"Από πού έρχονταν αυτός ο Ξένος; Τι ζητούσε; Ο δρόμος του ερχόταν απ' το χτες ή απ' τ' αύριο; (...)".
Όμως η μορφή του είναι οικεία, και σ' αυτά που λέει αναγνωρίζουν πράγματα από τον δικό τους κόσμο, βιώματα από τη δική τους απλή ζωή, κουβέντες που έλεγαν και οι ίδιοι:

"(...) Στ' άλουστα μαλλιά του
ήταν στάχτες και σταγόνες δροσιάς - φανερό πως είχε οδοιπορήσει μες στη νύχτα
κι ίσως να 'χε περάσει απ' τη φωτιά, κάτω απ' τ' αποκαΐδια. Στη φωνή του αναγνωρίζαμε
το τρίξιμο της πόρτας όταν ανοίγουν να μας φέρουν ένα ζεστό,
όταν τα συνεργεία των ξυλουργών στη γειτονιά μας πλανίζουν μεγάλα σανίδια
για νέες οικοδομές, όταν στον ίσκιο της μάντρας, τα θερινά μεσημέρια,
συνάζονται μαστόροι και τεχνίτες, χειρώνακτες και θεληματάρηδες
και κουβεντιάζουν για το μεροκάματο
(...)".

Ζωής αέναος κύκλος

Ετσι, γρήγορα, ο απλός, θερμός, βαθιά στοχαστικός λόγος του αγγίζει την οδύνη της στιγμής και την υπερβαίνει, τραβώντας την προσοχή τους στην αγαλλίαση της ζωής που συνεχίζεται, παρά τον θάνατο, γιατί το παρελθόν, που η μνήμη διατηρεί ζωντανό μέσα μας, εξακολουθεί να υπάρχει μέσα στο παρόν και στο μέλλον, που περιέχει ζωογόνα μέσα του και το παρελθόν και το παρόν. Τίποτα, λοιπόν, δε χάνεται με τον θάνατο, αφού υπάρχουν η μνήμη, τα ανθρώπινα έργα και τα πράγματα του κόσμου, γιατί:

"(...) Εκείνα που χάσαμε και χάνουμε, έλεγε,
εκείνα που έρχονται, προπάντων εκείνα που φτιάχνουμε,

είναι δικά μας, και μπορούμε να τα δώσουμε, - έτσι έλεγε, -


ακάλεστος, ξένος, απαράδεχτος,
κι ήταν τα λόγια του σα μια σειρά σταμνιά σε νησιώτικα παράθυρα
γερά, καλόκαρδα σταμνιά, ιδρωμένα,
θυμίζοντας το δροσερό νερό σε νεανικά στόματα
κι ας αρνιόμαστε το νερό και τη δίψα μας - θυμίζανε,

ή τις γλάστρες με τα βασιλικά, τα γεράνια, την αρμπαρόριζα,
την ώρα που βραδιάζει και γυρίζουν τα ζώα απ' τη βοσκή
κι ο χρόνος είναι μαλακός κι απέραντος, διακεκομμένος μόνο απ' τα κουδούνια των προβάτων (...)
πιστοποιώντας την απεραντοσύνη σε κάθε κατεύθυνση
(...)".

Αλλά αν δε χάνεται τίποτα με τον θάνατο, η στιγμή του θανάτου δεν είναι το τέλος της ζωής. Είναι το κέντρο ενός υπαρξιακού κύκλου, απ' όπου ο ποιητής, που κρύβεται πίσω από τον Ξένο, βλέπει, μέσα από την τέταρτη διάσταση της ποιητικής του όρασης, και δείχνει την απεραντοσύνη του κόσμου και του χρόνου, όπου δεν υπάρχει η αίσθηση του θανάτου, μέσα στον οποίο πορευόμαστε.

"Η στιγμή δεν ήταν πια ένα κλείσιμο
μα το κέντρο μιας έκτασης μ' άπειρη περιφέρεια
πέρα απ' τα βουνά και τον ορίζοντα, πίσω απ' το χτες και το αύριο, πέρα απ' το χρόνο, σ' όλο το χρόνο
τον πεθαμένο και τον αγέννητο, πάνω
απ' τον καπνό των βραδινών καπνοδόχων που μοσκοβολούσε ταπεινότητα,
καρτερία, μετριοπάθεια, πέρα,
πάνω απ' τους λύχνους που άναβαν πριν απ' τ' άστρα
(...).

Ευτυχισμένα τ' άστρα, πράα, ευοίωνα,
δίχως καθόλου προαίσθημα θανάτου, δίχως καθόλου θάνατο".

Ποικιλόμορφο θαύμα

Μέσα από το διαχρονικό πρίσμα αυτής της μεταφυσικής όρασης, ο ποιητής παρατηρεί το απέραντο και ποικιλόμορφο θαύμα του κόσμου και της ζωής. Της ζωής της φύσης και της ζωής του ανθρώπου μέσα στη φύση, από τη γέννηση ως τον θάνατό του. Με ποιητικές εικόνες απαράμιλλες για την απλότητα, ομορφιά, φυσικότητα και αλήθεια τους, ανακαλεί νοσταλγικά και ξαναζεί, με τη μνήμη του, και καλεί κι εμάς με τη μνήμη μας ν' ανακαλούμε, να ξαναζούμε, να ξανακάνουμε δικά μας, την κάθε στιγμή της ζωής, όλα που ως τότε ζήσαμε, και όλους που ως τότε ζήσανε μαζί μας, σπάζοντας "την πολιορκία της στιγμής", του θανάτου, που μπορεί να αφανίζει τη φυσική ζωή του ανθρώπου, αλλά δεν μπορεί να την αφανίσει στη μνήμη των ζωντανών και δεν εμποδίζει το παρελθόν της ζωής να ζει ατελεύτητα στο διηνεκές παρόν.

Αν με τη μνήμη διαιωνίζεται η ζωή που χάθηκε στον παρελθόντα χρόνο, με τον έρωτα γεννιέται η ζωή που ανθίζει στον μέλλοντα χρόνο και γεμίζει το υπαρξιακό κενό που δημιουργείται από τη φθορά και τον θάνατο. Ετσι τίποτα δε χάνεται με "του κύκλου τα γυρίσματα π' ανεβοκατεβαίνου, /και του τροχού π' ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνου / με του καιρού τ' αλλάμματα, π' ανα-παημό δεν έχου, / μα στο καλό κι εις το κακό περιπατούν και τρέχου", όπως έγραφε, αιώνες πριν, ένας άλλος μεγάλος ποιητής, ο Βιτσέντζος Κορνάρος.

"Είναι πάντα μια γέννηση, - έλεγε ο Ξένος, -
κι ο θάνατος μια πρόσθεση, όχι αφαίρεση. Τίποτα δε χάνεται. Για τούτο οι άντρες
όταν νιώθουν το φόβο απ' τη δουλειά, απ' τη φθορά, απ' το κενό, απ' τις εφημερίδες,
απ' τη μνήμη των πολέμων, απ' το τρίξιμο στις κλειδώσεις των δαχτύλων τους
ή απ' την κραυγή του ήλιου που σφηνώνεται μέσα στα κόκαλά τους,
αρπάζουν τις γυναίκες όπως αρπάζουν τα κλαδιά ή τις ρίζες ενός δέντρου πάνω απ' το γκρεμό
κι αιωρούνται κει πάνω σα να παλεύουν ή να παίζουν με το χάος".

Ετσι ανανεώνεται η ζωή, γεφυρώνεται το υπαρξιακό χάος, διαιωνίζεται η ανθρώπινη δημιουργία, ενώνονται η ζωή και η ποίηση:

"Κι είναι σαν μια έξοδος απ' το χρόνο, σαν καθήλωση του χρόνου, σαν κατάργησή του
απ' την ταχύτητα της σκέψης και της μνήμης και του ονείρου
κι απ' την υπομονή της ανθρώπινης πράξης.
Είναι η ένωση, είπε,
του άντρα και της γυναίκας, της σιωπής και της φωνής, της ζωής και της ποίησης(...)".

Ιστορίας μνήμη

Η ένωση του άντρα και της γυναίκας, από την οποία βλασταίνουν οι καινούριες γενιές και διαιωνίζεται η ανθρώπινη ζωή, και η ένωση της ζωής με την ποίηση, που διατηρεί στη μνήμη τη ζωή των περασμένων γενεών, καταργεί τον χρόνο, καταλεί τον θάνατο, ανεβάζει, με τη μνήμη, τους νεκρούς από τον Κάτω Κόσμο και διαιωνίζεται η ιστορία:

"Τότε τα κόκαλα των Ελλήνων, των Ενετών, των Φράγκων, των Τούρκων, των Ελλήνων,
θαμμένα κάτω από ολόκληρα βουνά χρόνια και χώματα, αρθρώνονται
έξω από τις πρασινισμένες πανοπλίες τους, και τα σάπια τους ρούχα -
γυμνά σώματα, ευαίσθητα, ακέρια,
στέρεα κι ερωτικά, μέσα στην πρώτη γνωριμία των αισθήσεων,
όχι εχθρικά το 'να στ' άλλο, όχι αντίπαλα,
με μόνο τους όπλο την αρχαία επιθυμία τους, το αίμα μας, τη μνήμη μας. Τα
χέρια των αντρών φαρδαίνουν,
ο αντίχειρας γίνεται ένα μεγάλο γεφύρι πάνω απ' τους αιώνες,
τα βουνά είναι σα γόνιμα στήθια γυναίκας, λεία κι αγέρωχα,
ογκωμένα απ' το γάλα.
Και τα ιερά ανθρώπινα εργαλεία
κρέμονται στα καρφιά του σπιτιού ή στα εργαστήρια
ήσυχα, σοβαρά, ανεξίθρησκα,
σάμπως να μην υπήρξε χωρισμός και χάσμα κι απουσία και στέρηση".

Έτσι η ζωή συνεχίζεται αδιάκοπη, από το παρελθόν στο παρόν και από το παρόν στο μέλλον. Οι περασμένες γενιές ζούνε μέσα στις παρούσες, αφού τις κουβαλάνε με τη μνήμη μέσα τους, το ίδιο και κάθε μορφή περασμένης ή παρούσας ζωής, και όλα ανήκουν στον άνθρωπο, στο φωτεινό διάστημα της δικής του ζωής:

"Ολα δικά μας, - είπε ο Ξένος. - Ολα του κόσμου τούτου -
και τους νεκρούς μας τους κουβαλάμε μέσα μας
χωρίς ο χώρος να στενεύει, χωρίς να βαραίνουμε -
συνεχίζουμε τη ζωή τους απ' τις βαθιές στοές και τις έρημες ρίζες,
τη δική τους ζωή, τη δική μας ακέρια μες στον ήλιο. (...)".

Οταν με τον έρωτα ανθίζει αδιάκοπα νέα ζωή, όταν στη μνήμη των ανθρώπων και στην ποίηση διατηρείται και διαιωνίζεται η ζωή που έχει πεθάνει, τότε δεν υπάρχει θάνατος. Ο φόβος του θανάτου καταργείται και ο άνθρωπος αισθάνεται πως είναι αιώνιος, πως στο φωτεινό διάστημα της δικής του ζωής ζει όλη τη ζωή, αυτή που υπήρχε πριν από χιλιάδες χρόνια κι αυτή που θα υπάρχει ύστερα από χιλιάδες χρόνια, πως το φωτεινό αυτό διάστημα της ανθρώπινης ζωής εμπεριέχει όλο τον χρόνο και όλο το φως του κόσμου, πως ο χρόνος και ο ήλιος έχουν, για τον κάθε άνθρωπο, την ίδια ηλικία με τη δική του, αφού γι' αυτόν ο ήλιος και ο χρόνος υπάρχουν όσο ζει ο ίδιος, και στη διάρκεια της δικής του ζωής εμπεριέχεται και ολοκληρώνεται ο θαυμαστός, ο ανεπανάληπτος και αιώνια επαναλαμβανόμενος υπαρξιακός κύκλος που καταλεί τον θάνατο και διαιωνίζει τη ζωή:

"Σας έλεγα, λοιπόν, πως δεν υπάρχει ο θάνατος, - τελείωσε ο Ξένος
ήμερα, απλά, τόσο που εμείς χαμογελάσαμε χωρίς δισταγμό,
δε φοβηθήκαμε τους σκεπασμένους καθρέφτες. Ενας τρίγωνος ήλιος στον απέναντι τοίχο
είχε επιμηκυνθεί, φωτιζόταν ολόκληρο το βορινό δωμάτιο
από μια μόνιμη αντανάκλαση. Μας πήρε το άρωμα
από βουνά καρπών που ξεφόρτωναν στα μανάβικα.
Ακούσαμε τους χτύπους στο γειτονικό σιδεράδικο και τα τραμ που έστριβαν δίπλα στα κρεοπωλεία
.(...)

Πελώρια αυτοκίνητα τρέχαν στους ηλιόλουστους δρόμους
σα μυστικά, ολοπόρφυρα βουνά.
Σηκωθήκαμε,
ξεσκεπάσαμε τους καθρέφτες, κοιταχτήκαμε,
κι ήμασταν νέοι πριν από χιλιάδες χρόνια, νέοι

ύστερ' από χιλιάδες χρόνια, γιατί ο χρόνος κι ο ήλιος
έχουν την ίδια ηλικία - την ηλικία μας,
κι αυτό το φως δεν ήτανε καθόλου αντικατοπτρισμός
μα το δικό μας φως φιλτραρισμένο μέσα απ' όλους τους θανάτους".

Πολυόμματος ποιητής

Με την τέταρτη διάσταση της ποιητικής του όρασης, ο πολυόμματος ποιητής βλέπει τον άνθρωπο και τον εαυτό του να βρίσκεται σ' έναν ταυτόχρονα ορισμένο και αόριστο χρόνο, σ' ένα ταυτόχρονα κινητό και ακίνητο κέντρο και να περιβάλλεται από έναν απέραντο και άχρονο κύκλο του τίποτα κι από έναν πεπερασμένο κύκλο ιστορικής αιωνιότητας. Για να γνωρίσει τον εαυτό του και τον κόσμο, πρέπει να δει, ταυτόχρονα, από τον εαυτό του προς τα έξω, προς την άκρη του κύκλου, που είναι η άβυσσος της ανυπαρξίας, και από την άκρη του κύκλου προς τον εαυτό του, που αποτελεί το πεπερασμένο κέντρο της αέναης ύπαρξης. Ετσι μόνο θα δει στον μικρόκοσμο του εαυτού του να εμπεριέχεται ο μακρόκοσμος του σύμπαντος, στον παρόντα χρόνο να εμπεριέχεται η αιωνιότητα, και στην ιστορία να εμπεριέχονται η προϊστορία και η μεθιστορία. Κι έτσι μόνο θα φτάσει σ' αυτή την υπαρξιακή διαφάνεια της τέταρτης διάστασης, μέσ' απ' την οποία θα δει και θα κατανοήσει τη ζωή και το θάνατο, τη δημιουργία και τη φθορά, την α-σκοπιμότητα της κοσμικής δημιουργίας, και τη σκοπιμότητα των ανθρώπινων έργων.

Στο "Όταν έρχεται ο Ξένος", ο Ρίτσος προσεγγίζει με τον πιο απλό, οικείο και κατανοητό τρόπο τα μεγάλα υπαρξιακά θέματα. Το θάνατο, τον έρωτα, τη φθορά, τη δημιουργία, την υπαρξιακή συνέχεια του παρελθόντος μέσα στο παρόν και στο μέλλον με τη μνήμη, που με άλλο τρόπο, όχι τόσο απλό, οικείο και κατανοητό, πραγματεύεται ο Ελιοτ στα "Τέσσερα κουαρτέτα" του, έχοντας ως ποιητικό στόχο την απελευθέρωση του ανθρώπου από την υπαρξιακή αγωνία της φθοράς και του θανάτου.

Μέσα από το κέντρο αυτού του υπαρξιακού κύκλου, όπου βρέθηκε ο ίδιος, όπως κάθε άνθρωπος, στη διάρκεια της ζωής του είδε πολλές φορές την άβυσσο του θανάτου, και από την άκρη αυτής της αβύσσου είδε στον ίδιο του τον εαυτό το μέγα και πρώτο αγαθό της ζωής, που ανθίζει με τον έρωτα και διατηρείται στο χρόνο με τη μνήμη. Έχοντας ενεργή συμμετοχή στα κοινωνικά, ιστορικά και πολιτισμικά δρώμενα του καιρού του, μέσα από την πολυόμματη, τέταρτη διάσταση της ποιητικής του όρασης, είδε να εμπεριέχονται σ' αυτά τα δρώμενα ζωογόνες μνήμες του παρελθόντος και ζωοφόρες ελπίδες του μέλλοντος. Είδε, τέλος, και έδειξε πως μέσα στον κύκλο της δικής του ζωής, ο ποιητής, και κάθε άνθρωπος, ζει ουσιαστικά όλο το άχρονο κοσμικό μυστήριο της γέννησης, της φθοράς και του θανάτου, και όλη την ιστορία και προϊστορία του ανθρώπου. Κι έτσι έχει την ίδια ηλικία με τον ήλιο και τον χρόνο