Το Εικοσιένα, όπως το ξέρουμε μέσα από την επίσημη ιστορική παράδοση, μοιάζει με τ’ αναστραμμένο είδωλο που βλέπουμε να καθρεφτίζεται στα θαμπά νερά μιας λίμνης...
«Το 21 και η αλήθεια» του Γιάννη Σκαρίμπα (1893-1984) τυπώθηκε από τις εκδόσεις «Κείμενα» του Κερκυραίου Φίλιππου Βλάχου (1939-1989) και κυκλοφόρησε το 1971, επί δικτατορίας, με αφορμή τα 150 χρόνια (τότε) από την Επανάσταση, από τα πρώτα που στέκεται έξω από την «κρατούσα» άποψη για το ’21, στέλνοντας στο πυρ το εξώτερο κλήρο, προύχοντες, λογίους και πολιτικάντηδες πάνω στους οποίους ακούμπησε η «επίσημη» ιστορία και θάφτηκε από την «προληπτική» λογοκρισία της εποχής
Γράφει ο Φωτιάδης:
«Το Εικοσιένα, όπως το ξέρουμε μέσα από την επίσημη ιστορική παράδοση,
μοιάζει με τ’ αναστραμμένο είδωλο που βλέπουμε να καθρεφτίζεται στα θαμπά νερά
μιας λίμνης. Είναι βέβαια η ίδια εικόνα, μα δοσμένη από την ανάποδη. Για να
γνωρίσει κανείς τ’ αληθινό Εικοσιένα, πρέπει να σκύψει πάνω σ’ άλλα κείμενα, σ’
εκείνα που προετοίμασαν το σηκωμό, σ’ αυτά που γράφτηκαν όσο βρόνταγε το
καριοφίλι και άστραφτε το γιαταγάνι και στ’ απομνημονεύματα των αγωνιστών – του
Μακρυγιάννη, του Κασομούλη, του Κολοκοτρώνη, του Φωτάκου, του Σπυρομίλιου, του
Περραιβού, του Σπηλιάδη και τόσων άλλων.
Δύο είταν τα Εικοσιένα: Το ένα του λαού και των πιο προοδευτικών ανθρώπων
εκείνου του καιρού, το άλλο των κοτζαμπάσηδων και των πολιτικάντηδων. Του
πρώτου οι ρίζες αντλούνε τους χυμούς τους από τα “Δίκαια του ανθρώπου” του Ρήγα
Βελεστινλή, πάνω στ’ άλλο πέφτει βαρύς ο ίσκιος της “Πατρικής Διδασκαλίας” του
Μακαριωτάτου Πατριάρχη της Αγίας Πόλης Ιερουσαλήμ Κυρ-Άνθιμου – ή πιο σωστά του
Γρηγορίου».
Γιάννης Σκαρίμπας: το 21 και η αλήθεια
(…)
Το είπα και το ξαναλέω: Το 21 δεν ήταν
όμοιο με καμία επανάσταση του κόσμου. Το ότι, παρά τον Μέττερνιχ και το
Συνέδριο της Βιέννης, παρά τον Ιμπραήμ και τον Ιγνάτιο, παρά τον Κοραή και το
Βρυώνη, παρά την αντίδραση του Ιερατείου και των Προκρίτων, μπόρεσε και να
εκραγεί και να σταθεί, αυτό δεν ήταν θαύμα – γιατί το θαύμα είναι μια παραβίαση
της φυσικής διαδικασίας της ύλης (πράγματα της δικαιοδοσίας των Αγίων μας).
Το 21, ήταν μια Εθνικο-Κοινωνική
επανάσταση, η πρώτη και η τελευταία της Ιστορίας. Χτύπησε τον Κιουταχή και
τον Δράμαλη, όσο και το ντόπιο τσορμπατζή και το δυνάστη. Αποθέωσε τον Κανάρη,
ενώ κατέλαβε την Καγκελαρία της Ύδρας εξ εφόδου. Κήδεψε το Μάρκο Μπότσαρη και
τον Μπάυρον, ενώ στα Βέρβαινα θα ’σφαζε
τον Παλαιών Πατρών και τους Προκρίτους.
Είναι Μεγάλο, ΟΧΙ για τις απαντήσεις (που δε δόθηκαν), αλλά έθεσε ερωτήσεις:
Μπορεί να, ένας λαός νοείται λεύτερος,
με μόνο την Εθνική ανεξαρτησία του; Η άλωση της Βαστίλλης, λέει ΟΧΙ.
Αλλά του 21 οι ερωτήσεις είναι δύο:
χωρίς την Εθνική ανεξαρτησία τους οι λαοί, μπορούν, να αλώνουν τις Βαστίλλες
τους;
Την ερώτηση αυτή, πρώτο την έθεσε, μπρος στους Ιστορικούς του κόσμου, το 21. Κι
αυτοί, έμειναν κόκκαλο – δεν ήξεραν τι ν’ απαντήσουν στο τσαρούχι!
Η ερώτηση τούς ήρθε σαν κεντιά βούκεντρου ζευγολάτη στα οπίσθια. Ήσαν ο όνος ο αρνούμενος να διασκελίσει το
αυλάκι. Βάλθηκαν να ψάχνουν λοιπόν την Ιστορία
Πουθενά, πουθενά – καμιά τέτοια άλλου είδους ταραχή, κανένα τέτοιο
στραβομουτσούνιασμα του «ωραίου»!
Τι λοιπόν; Τα Δερβενάκια και το Ζάλογγο, το Μεσολόγγι και το Βαλτέτσι, το
Ναυαρίνο και το Πρωτόκολλο (για την ανεξαρτησία) του Λονδίνου, όλ’ αυτά θα
μνέσκαν μάταια, χωρίς το σφάξιμο των Προκρίτων;
Ώστε, χωρίς τον εξολοθρεμό των
κοντζαμπάσηδων και τον «αποσχηματισμό» των Δεσποτάδων, χωρίς την απαλλοτρίωση
της γης και το καλογεροκυνηγητό όξω απ’ το Κράτος, χωρίς ολοκληρωμένη τη
Ζαράκοβα και τον καταστρεμό των τσιφλικάδων, η εθνική ανεξαρτησία, ήταν ο Μανωλιός της παροιμίας με τα ρούχα
του; ήταν το «τι Γιάννης, τι Γιαννάκης»; Έτσι είναι.
Και ώστε, μια μόνον Εθνική επανάσταση, χωρίς την Κοινωνική καταξίωσή της,
είναι μια «φαινομενοφάνεια» που μόνον αναγκαζόμενο το «κατεστημένο» την
επιτρέπει; Έτσι είναι. Ξεφυλλίσατε την Ιστορία μέχρι τα σήμερα και πέστε μου
κάνα που να μην είναι –αυτό– έτσι. Εκατοντάδες εθνικές επαναστάσεις, πέτυχαν ή
απότυχαν, αλλά καμιά εθνικοκοινωνική δεν επιχειρήθηκε.
Οι μόνο κοινωνικές, όπου των χρόνων και των καιρών, όπου της γης
και του πελάου, καταπνίγηκαν μέσα στο αίμα τους, ανελέητα.
Μα, θα μου πείτε: η Γαλλική, δεν
ήταν αυτή κοινωνική; Και θα σας πω:
Μα, Κύριοι, απότυχε. Η 4η τάξη, ο λαός
(οι και, «ξεβράκωτοι» ειπωθέντες) χτυπήθηκε άγρια και «γουλίστηκε» από την αστική τάξη σαν χταπόδι.
Μόλις πρόλαβε κι έβαλε φωτιά σε
καμιά εκατοστή Πύργους αφεντάδων του κι έσφαξε μερικές χιλιάδες ευγενήδες. Από
Επισκόπους; πολύ λιγότερους. Στις δύο Μπρυμέρ, «καθάρισε» κι άλλες τους μερικές
χιλιάδες γαλαζοαίματους και όμοιούς τους αλιτήριους, στα μπουντρούμια.
Αυτό ήταν όλο-όλο του που πρόφτασε. Ύστερα ο (τζόκεϋ) Ναπολέων τον καβάλησε, πότε
σαν γάιδαρο ξεσέλωτο και πότε σαν άτι του με λοφίο.
Λίγο αργότερα (το 1848)
ξαναξεσηκώθηκε στο ποδάρι. Νυν, υπέρ πάντων ο αγών.
Το ψωμοτύρι ενάντια στον αστακό, «το κασκέτο ενάντια στον πίλο». Με δεκάδες χιλιάδες πτώματα την
ξαναπλήρωσε την επανάστασή του ο λαουντζίκος.
Την εκατό τοις εκατό κοινωνική, ύστερα από τα πενήντα τοις εκατό του 21.
Και επακολούθησαν –γραμμή– το καβαλίκεμα, από το Ναπολέοντα το Γ και απ’ αυτόν,
έως τον Θιέρσο κι απέ στον Πουανκαρέ, κι ύστερα στο Ντε Γκωλ και δόστου να
’χει… Έως που κάποιος συμβιβασμός ήρθ’ επιτέλους – και η Δημοκρατία έχει το
δικαίωμα… να πυροβολάει… το λαό!... Πράγματι, εξαιρουμένης της Ρούσσικης του
1917, καμιά, μόνον κοινωνική επανάσταση δεν πέτυχε· όλες μαζί, το πλήρωσαν με
πολλά εκατομμύρια πτωμάτων…
Μόνον ένας Φεραίος, τη λόγια
(πριν από το 21) φάρα αυτή, των «Λόγιων της Διασποράς» και των φαρδομάνικων
Ιεραρχών, μόνον αυτός την προανάκρουσε τη Λευτεριά κρατούσαν σπάθα. Οι άλλοι,
αυτοί μακροημέρευσαν – πάντα τις «ελληνικούρες» τους κοπανώντας
Να, τι λέει πάνω σ’ αυτά, ο Γερμανός ιστορικός Κ. Μένδελσων Βαρθόλδη στην
«Ιστορία της Ελλ. Επαναστάσεως»
«Ελευθερωταί αυτής (= της Ελλάδας) υπήρξαν ουχί σοφοί, ανατραφέντες παρά την
εστίαν της κλασσικής αρχαιότητος, αλλ’ άνδρες εξ ακοής μόνον την αρχαιότητα
γνωρίσαντες και μόλις μαθόντες ν’ αναγιγνώσκωσι και να γράφωσιν· ουχί φρόνιμοι
και εύποροι αλλ’ άνθρωποι από ευτελούς μόλις εργασίας, από ταριχείας ορτύγων
και συλλογής ελαίων αποζώντες· άνδρες ουχί του καλάμου και της θεωρίας…»
Αλλ’ ας μη σκάζαν, δεν θα –το 21– τους κατάνταε «παρακλαυσίθυρους» χειρότερων
αφεντάδων. Θα, μετά την «απελευθέρωση», τους έκανε καρπαζοεισπράχτορες του
κράτους.
Η γραφειοκρατία (η πιο «κατεστημένικη» μορφή όλων των δουλειών του
λαουντζίκου), θα τους έκανε μάτια μ’ σαν τους σημερινούς «τσικλομασάδες»
Αμερικάνους. Θα μάθουν και το «εν ημικλάστω» αναφέρεσθαι προς τους απ’ αυτούς
πληρωμένους του υπηρέτες. Και κάτω, μετά ένα «ευπειθέστατος», θα θέτουν την
απολευτερωμένη υπογραφή τους: Λ’κάς Φοκοπήδαρους…
(υπογραφή ο συγγραφέας)
Αν ο μόνος σκοπός που αξίζει τον κόπο κανείς να γεννηθεί, είναι η λευτεριά, και
μόλις γεννηθεί του την υποθηκεύσουν τα συμφέροντα, τι άλλο του απομένει αν όχι
η επανάσταση;
Μεταξύ δουλείας και δουλείας δεν υπάρχει καμμιά διαφορά. Με το να κάμεις μιαν
επανάσταση κι αποτινάξεις το ζυγό, δεν έκαμες τίποτα. Το ’21 αυτό έκαμε. Το να
μην ξαναεμπέσεις σε ζυγό - αυτό είναι επανάσταση.
Το θαύμα του ’21 δεν έγκειται στη στρατιωτική ήττα της Τονρκιάς - πράγμα
ευκολότερο αλλά στο (ως εκ θαύματος) σώσιμό του από την εχθρότητα των κοτζαμπάσηδων,
των ογιών και τον Κλήρου.
Ο κατά μόνον το γένος και το θρήσκευμά του όιαφέρων είναι ένας άγιος, μπρος
στον κατά μόνο το «κατεστημένο» του διαφέροντα.
Οι Τούρκοι δεν ήσαν οι χειρότεροι... Ο ελληνικός λαός δε θάκανε την επανάσταση
για ν ’ αποκαταστήσει και ολιτικά τους κοτζαμπάσηδες. Οι λέγοντες ότι η
Επανάσταση ήταν μόνον Εθνική, ή είναι αδιάβαστοι, ή δε μας λένε την αλήθεια.
Σκοτώνοντας τους Τούρκους ήξερε ότι σκοτώνει το σύμμαχο των κοτζαμπάσηδων.
Χωρίς τον αφανισμό πρώτα αυτουνού, δεν μπόραε να ξεπάτωνε τους άλλους.
Το ότι σ ’αυτό η Επανάσταση γελάστηκε, δεν παει να πεί διόλου ότι τους εφείσθη.
Θα τους πέρναε εν στόματι μαχαίρας. Το ότι νόμισε ότι για τούτο είχε καιρό,
αυτό την έφαγε...
Η Επανάσταση απάτυχε!
Τo 1821 και η αλήθεια
«Πίστευέ μας και μη ερεύνα». Δε
φτάνει η «από καθέδρας» κρούση του κώδωνος, και το «Αυτός έφα!» όποιου κι αν
είναι. Το θέμα που θέτω πάει πολύ πιο μακρύτερα, από της ασημότητάς μου το
«ούτως ή άλλως».
Πάει στις ψευτομαρτυρίες και την αγκύλωση, που κάνουνε αυτοί στην Ιστορία. Πάει
στην αγυρτεία και την καπήλευση των άγιων τοις αγίοις μας = του τρίπτυχου:
Πατρίδα, Θρησκεία, Οικογένεια... Τους βοάμε ότι μας είναι αναξιόπιστοι...
Τους κατηγοράμε και τους λέμε: Λέτε ψέματα δεν είναι αυτό το ’21: Το Πατριαρχείο
το αφόρισε. Οι πρόκριτοι και οι Ιεράρχες το χλεύασαν. Ο Καποδίστριας του γύρισε
τις πλάτες του. Ο Κοραής «μας» το μυχτήρισε. Ο Καραντζάς, ο Μαυροκορδάτος και ο
Ιγνάτιος, το ξεπούλαγαν, στους ξένους.
Χώρια οι Νέγρηδες και οι Κωλέττηδες, χώρια ο Κιουταχής κι ο Ιμπραίμης. Η κατατρεμάρα
του δε λέγεται...
Είναι αδύνατο (και άσχετα προς το ιδεολογικό τού συγγραφέα) να μην αγαναχτάει
κανείς διαβάζοντας τον κορυφαίο Ιστορικό μας, για το αναγκαστιλίκι που την υπήγαγε
την «Ιστορία του Ελληνικού έθνους», ιδιαίτερα στα κεφάλαια για το οσποδάρικο
σκυλολόι, για την ψώρα την φαναριώτικη και τους λόγιους της «Διασποράς» και για
τον Κλήρο.
Βρίσκεται μπρος σε μια συστηματική καταδυνάστευση της κακομοίρης της αλήθειας,
σε μια «κόντρα νατούρικη» διαλεκτική του ’21.
Ιστοριογράφοι ψευτο Τάκιτοι, αγνοηντζήδες ή ψευτάδες, πανηγυριστές και
δοξολόγοι, «δοξαπατρίδες και δεκάρικοι» σταυροκοπήτες και Μυχάουζενς,
λευτεραντζήδες και «κυριελέηδες» και όλοι όσων «γαστρορραγούνε» τα στομάχια
τους από το αγαπάτε αλλήλους και τις γαρίδες
(οι οσποδάροι τις τρελλαίνασι) που: «...άδειασαν την πατρίδα και την ελευθερία
της τόσο, που καμιά φορά, Θεός συγχωρέσει μας, μισούσαμε και την πατρίδα και
την ελευθερία...»
Με το να την παριστάνουν την ελληνική επανάσταση σαν πράξη εξωλαϊκή και εξωελληνική
(...το οποίον: ότι την παρασκεύασαν ελόγου τους!) μειώνουν την αυτοδύναμη αξία
της, για να τους λογαριάζουμε σωτήρες.
Το σινάφικο όλων αυτών «κατεστημένο» τους, τους κάνει να μιλάν την ίδια
γλώσσα... Ας ξέρουν ότι μας είναι αναξιόπιστοι.
Δεν φτάνει ώστε. Δεν φτάνει όχι η «ρετσινιά» ή το «Ογιά ορέ!», του Βεληγκέκα...
Θα χρειαστεί προηγουμένως να μου πουν αν (και πού) πλανώμαι ή ψευματίζω. Και
τότε, θα είμαι τους στη διάθεση.
Έτσι, όχι με το «ψηλά τα χέρια!» όπως αυτοί, μα με στην καρδιά τόνα μου χέρι,
και με τ’ άλλο μου, το ταπεινό κρατώντας μου κεράκι, θα προβώ ομπρός στούς
τίμιους και τους λεύτερους για το σκολιό μονοπατάκι της αλήθειας.
Θα είναι τρόπον τινά, σαν να υπερεπείγοντο σκιτσάρι σμα της φυσιογνωμίας του
’21, όπως αυτό (και αυτή) μου έχει εικονιστεί μέσα στο πνεύμα μου σαν ’ναι
ρυάκι που πάει καιούμενο πηδώνταστο, έτσι σα φλόγα μπαρουτιού που πάει με
σάλτους.
Το «ψεύτικο σαν ανακοινωθέν» είναι αδερφάκι της Ιστορίας.
«όσοι δε βουλήσονται των τε γενομένων το σαφές» Φιλικός, περιοδικό
«Δημιουργίες», τεύχος 11
Με την κόρη του Μάχη
Έως που, πέσαντας στα χέρια μου κάποιου συμμαθητή μου ένα τετράδιο, διάβασα
σε μια σελίδα εκεί «εκθέσεων» τούτα τα (για μένα τότε) μυστήρια λόγια:
«Πράγματι, εκτός του Ανωτέρου κλήρου, του οποίου το εγωιστικόν συμφέρον ήτο ν’
απολαύη της ευνοίας του διβανίου, είχε μορφωθή και κάποια αριστοκρατία, ης τα
μέλη, εφαίνοντο λησμονούντα εν τη ευμαρεία του βίου, το δυστύχημα της
απατρίας... Ήσαν ούτοι οι Φαναριώται εν Κωνσταντινουπόλει και οι προύχοντες
(κοτζαμπάσηδες) εν τη λοιπή Ελλάδι, άνθρωποι,
όμως τοιαύτης φήμης, ώστε οι συμπατριώτες των τούς ωνόμαζον Χριστιανότουρκους».
Και παρακάτω…
«Χειρότερα σχεδόν ακούουσιν οι τρεις περιηγηταί παρά τίνος Έλληνος ηγεμόνος: Τι
θέλετε; Τους αποκρίνεται ο αξιότιμος ούτος, τυραγνώ και γυμνώνω τον λαόν, διά να αρέσω εις το διβάνι και να
διατηρώ το κεφάλι μου»
Έμεινα με το στόμα ανοιχτό... Ήταν φανερό: Η δική μας, η «σιδερωμένη» Ιστορία
δε μας έλεγε την αλήθεια, ή τουλάχιστο δε μας την έλεγε ολόκληρη. Οπότε ένα απ’
τα δυό: Ή δεν την ξέρει και ώστε είναι αδιάβαστη, ή την ξέρει και τα «μασάει»,
οπότε πάλι δε μας είναι αξιόπιστη. Μάλιστα, πολλές φορές... οι «ασπρορουχάδες» της
(λογιώτατοι, πανηγυριστές και προφεσσόροι) έκαναν τόσο το μαύρο στράφτικο, που
να μας εξαπατάει και να μας πλανεύει.
Μην τους πιστεύετε. Η καρδιά του ’21 δεν έπαλλε
ℹ️ Τα βιβλία του Γιάννη Σκαρίμπα εδώ
ℹ️ Το Μουσείο Γ. Σκαρίμπα
Τεράστιες οι ευθύνες του υπουργείου Πολιτισμού που δεν εξασφάλισε τη διάσωσή του